
Σκέφτομαι όταν τελειώνει το ποίημα
το κοιτάς και λες πως σε κοιτάζει
και σκέφτεται το μολύβι που το έγραψες
από ποιο δάσος βγήκε το ξύλο
που το έφτιαξε
πως λέγαν αυτόν το Γερμανό
που έβαλε μπρος τη πρέσα
στο εργοστάσιο της Φάμπερ
και σκέφτεται το χαρτί
πως συναντήθηκε με τη ξυμένη μύτη του
την πίεση από τα τρία δάκτυλά σου
επάνω στο κατάλευκο
της άγραφης σελίδας
το χρόνο που χαμογελάει
κουβαλώντας παραμάσχαλα τις λέξεις
που ανάμεσά τους το κενό
με αόρατη αλυσίδα δένει και δένει
απ’ το κουβάρι του μυαλού
της αστραπής την έμπνευση
κι ύστερα το ταξίδι
μέσα απ’ του διαδικτύου τις στοές
μέχρι την άκρη των ματιών
του άλλου που διαβάζει
αυτή τη διαδρομή από το τίποτα
μέχρι το κάτι τρέχει
μία απίστευτη πορεία προς τα πίσω
με στόχο να περάσουμε μπροστά
από το μάταιο στο επί τούτου
.
αχ οι ποιητές με τις μικρές τους διαδρομές
που όλο θέλουν
το πίσω να πηγαίνουνε μπροστά
.
αχ οι ποιητές που ονειρεύονται
στο καταχείμωνο όμορφα καλοκαίρια…
