Μικρά κείμενα για τα Χριστούγεννα και τις Γιορτές, από τον Ηλία.
Posted by vnottas στο 19 Δεκεμβρίου, 2018
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

Ντοκουμέντο –
Πιάνα στον Θερμαϊκό
Ο μπάρμα-Γιάννης Ξεφτέρης παλαιός ιδιοκτήτης του Ντορέ, μου είπε ένα βράδυ αυτή την ιστορία που εξαιτίας της ο μύθος, είναι πραγματικότητα είτε εδώ είτε αλλού κι όπου η πραγματική ιστορία, αποκτά την υπόσταση του μύθου…
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο μεγαλοεκδότης της Μακεδονίας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του εδώ πάνω χώρου, μιλούσε στον ενικό στους πρωθυπουργούς, κυκλοφορούσε με Ρολς-Ρόυς, κάπνιζε πούρα Αβάνας κι αγαπούσε τους φίλους του και το ωραίο φύλο.
Υπήρχαν κάποιες νύχτες, τρείς τέσσερις το χρόνο, όπου ανάμεσα σε φίλους, όμορφες γυναίκες, μυρωδάτους καπνούς κι ακριβά κονιάκ, καθόταν σιωπηλός κοιτώντας τη θάλασσα του Θερμαϊκού μ’ ένα περίεργο βλέμμα ανάμεσα σε νοσταλγία και ματαιότητα.
Τότε έμπαινε στο ακριβό μπιστρό ο οδηγός του και του έλεγε ‘όλα έτοιμα κύριε Γιάννη, το καΐκι είναι μπρος στο λευκό Πύργο με το πιάνο επάνω…’
‘Άκου τι γινόταν τότε’ μου λέει ο κύριος Ξεφτέρης κι ανάβει ένα Astor της εποχής.
Σηκωνόμασταν λοιπόν μ’ ένα νεύμα του εκδότη, μπορεί να ήταν δύο ή τρεις τη νύχτα και τραβούσαμε εκατό μέτρα από δω ως τον Πύργο και μπαίναμε στο καΐκι. Στη πλώρη μπροστά ήταν ένα πιάνο και πέντε έξι μουσικοί με κιθάρες, βιολί, τρομπέτα και κλαρίνο. Εμείς με τις κυρίες καμιά εικοσαριά άτομα. Ο καπετάνιος από τη Μηχανιώνα έβαζε πλώρη για τ’ ανοιχτά και εμείς αρχίζαμε τα τραγούδια της εποχής. Τραγούδια, σμυρνέικα, σεκλετίδικα, τραγούδια βαριετέ, ότι τραβούσε ο νους του καλού γλεντζέ…Οι μουσικοί παίζαν ένα μεγάλο ρεπερτόριο. Δυο βοηθοί του καπετάνιου κερνούσαν σαμπάνιες σε κρυστάλλινα, δυο-τρεις από μας έπαιρναν τις κυρίες κάτω και γινόταν χαμός από τσιρίδες και γέλια, ενώ ο εκδότης έμενε όρθιος σαν θαλασσόλυκος καπνίζοντας το πούρο του στην άκρη της πλώρης. Τέτοια γλέντια δεν μπορούσε να κάνει κανείς άλλος εκείνη την εποχή.
Το γλέντι κρατούσε δύο-τρεις ώρες. Χαμός σου λέω, τσιρίδες και να καταβρέχει ο ένας τον άλλον με σαμπάνιες. Κάποια στιγμή που μόνο τ’ αφεντικό κι ο καπετάνιος ήξεραν, το σκάφος έκανε μια γλυκιά μεγάλη στροφή κι επέστρεφε προς τη πόλη. Βλέπαμε τα φώτα να παίζουν πάνω στο νερό και δώσ’ του εμείς φωνές και τραγούδι.
Πριν φτάσουμε στη παραλία του Πύργου μπορεί και τριακόσια μέτρα πριν, τ’ αφεντικό φώναζε δυνατά ‘σκάστε όλοι, το πιάνο στη θάλασσα’… Πιάναμε όλοι μαζί το πιάνο και το πετούσαμε απ τη πλώρη στο νερό ανάμεσα σε ζητωκραυγές και διάφορα… Έτσι γλεντούσε τ’ αφεντικό με μας. Δεν υπάρχουν πια τέτοιοι άντρες, δεν υπάρχουν…
Είχα ακούσει πολλά και διάφορα για τον μεγαλοεκδότη της Μακεδονίας, αλλά αυτό με τα πιάνα παραπήγαινε∙ μέχρι την άνοιξη του 2005.Τότε καλέσαμε έναν αρχαιολόγο των ενάλιων αρχαιοτήτων να μας μιλήσει για τα ευρήματα στον Θερμαϊκό. Ακούγαμε για τα διάφορα αντικείμενα στον πυθμένα όταν μείναμε ενεοί στη πληροφορία πως ανάμεσα σ άλλα υπήρχαν πολλά ξύλινα πόδια από πιάνα και αμέτρητα πλήκτρα πιάνων στα διακόσια μέτρα από την ακτή.
‘Δεν ξέρουμε πως βρέθηκαν εκεί..’ μας είπε χαμογελώντας ο δύτης αρχαιολόγος…

Χριστούγεννα ’58
Τις προάλλες βρήκα τρεις φίλους μου στη καφετέρια που συχνάζουμε να έχουν ανοίξει μια κουβέντα για τις γιορτές των Χριστουγέννων σε άλλες εποχές. Εγώ τους είπα πως σιχαινόμουν από μικρούλης τις γιορτές κι αυτοί μου είπαν πως παραγέρασα γι αυτό και γίνομαι παράξενος τελευταία.
Θυμήθηκα τότε εκείνα τα άθλια Χριστούγεννα που πέρασα το 1958 με τον πατέρα μου στο χωριό της γιαγιάς μου στην ορεινή Μεσσηνία.
Κάναμε για φτάσουμε από την Αθήνα στην Ανδρίτσαινα 12 ώρες και γω έκανα στη διαδρομή πάνω από δέκα φορές εμετό μέσα σε κείνο το σαράβαλο λεωφορείο που βρωμοκοπούσε από την απλυσιά των ανθρώπων και της σακατεμένης μηχανής του. Ο πατέρας μου, μου έλεγε -ήμουν οκτώ χρόνων παιδάκι- πως οι άντρες δεν κάνουν εμετό κι ότι θα συνηθίσω τα μεγάλα ταξίδια.
Στην Ανδρίτσαινα μας περίμενε ο αδερφός του πατέρα μου με δύο μουλάρια και μένα μ’ έβαλε πάνω στο ένα και ξεκινήσαμε για το χωριό που βρισκόταν πάνω από τρεις ώρες μακριά. Είχε βραδιάσει και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλά μου έμπαινε από το κοντό παντελονάκι μου σ’ όλο μου το σώμα, τρόμαζα από τις σκιές των δέντρων, τρόμαζα από τον κακοτράχαλο δρόμο, ήθελα να κλάψω, αλλά φοβόμουν πως ο πατέρας μου κι ο θείος μου θα θύμωναν μαζί μου. Έκλεινα τα μάτια μου συνεχώς σ’ αυτή την απαίσια διαδρομή μέχρι που φτάσαμε στο κατσικοχώρι και μπήκαμε στο μικρό σπιτάκι της γιαγιάς μου που με κατασάλιωσε με τα φιλιά της.
Θυμάμαι πως σιχαινόμουν τα πάντα σε κείνο το ένα και μοναδικό χωριάτικο δωμάτιο που είχε σε μια γωνιά ένα μικρό τζάκι που κάπνιζε και τα μάτια μου τρέχαν απ το ντουμάνι που έβγαζαν τα βρεγμένα ξύλα.
Σε λίγο έφτασαν να μας επισκεφτούν δυο πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου που έκαναν μεγάλη χαρά γιατί πρώτη φορά με συναντούσαν.
Ο ένας ξάδερφος που ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον πατέρα μου και το θείο μου πήγαινε στη τελευταία τάξη του γυμνασίου, ήταν δηλαδή γύρω στα δεκαεπτά είχε το ίδιο όνομα με μένα και ήταν ένα γλυκό ευγενικό παιδί που φορούσε ένα ντρίλινο παλιό παντελόνι και αρβύλες χωρίς κάλτσες.
Κοιτούσα με έκπληξη τα πόδια του και είδα πως η μια αρβύλα μπροστά είχε ανοίξει και φαινόταν το γυμνό δάκτυλό του. Ο ξάδερφος το κατάλαβε κι άρχισε
να λέει αστεία πως τα δάκτυλα του ποδιού του νομίζουν ότι είναι στο καλοκαίρι γι αυτό και δεν τα πειράζει το κρύο κι ας μελανιάζουν τις περισσότερες φορές, αλλά τόνισε ‘του χρόνου τα Χριστούγεννα που θα ξαναβρεθούμε θα φοράω κάλτσες για μη τρομάζεις που τα βλέπεις έτσι..’
Για κάποιους τέτοιους λόγους, μου είναι πλήρως αδιάφορες και απαξιωμένες οι μέρες των Χριστουγέννων.
Σχολιάστε