Ένα ποίημα του Λευτέρη Μανωλά
ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΥΡΑ
Είχε νυχτώσει για τα καλά στις
Συρακούσες
Φόρτωσαν και φορτώθηκαν
στην παρατημένη διήρη
Η μυρουδιά της θάλασσας
καθάρισε τα ρουθούνια τους
από της φυλακής τη μούχλα
Τα κουπιά δεν σταμάτησαν
το κτύπημα στα σκοτεινά νερά
Με βάρδιες δίχως τελειωμό
Μέχρι να διαπλεύσουν τις στήλες του
Ηρακλή
και από τους διώχτες τους να
ξεφύγουν
..
Τα μερόνυχτα, αιώνες του πριν
Έτσι σαν να ήταν πάντα
Ο ήλιος ξέραινε τις πληγές
Ύπνος δίχως όνειρα να ξελογιάζουν
Στον αφιλόξενο τόπο, πέρασαν
χρόνια
πόδια να σταθούν, γιατάκι να
ξαπλώσουν
.
Από τα χρόνια της άφιλης Ελίζαμπεθ
Έφεραν και ήλθαν μόνοι τους
ράτσες δυνατές και διψασμένες
για χρυσάφι και εκδίκηση
για τις πατρίδες που χάσανε
Με τον καιρό στήσανε λάβαρα κλεμμένα
αποκλήρωσαν, με αίμα, τους ντόπιους από
γνώμη
Κέντησαν σημαίες, που δεν είχαν
τελειωμό
Κερδίσανε σε δύο Μεγάλες Ανθρωποθυσίες
πρωτεία που άλλοι δε θελήσαν να κρατήσουν.
.
Με το έμπα της χρονιάς του δράκου
ο συνασπισμός όλο και αυγάταινε
ανατολικά
Σημάδι και μέτρο της υπακοής
ήτανε, κάθε τόσο, οι ψήφοι των
Πόλεων
στους Μουσικούς Αγώνες, για τα
άσματα που τους πείθανε να ψηφίσουν
.
Στους φετινούς αγώνες, κατάφεραν το
απρόσμενο
Κέρδισε τον κότινο, απ’ όλα το πιο
άσχημο
Υποταγής, πια, σινιάλο
Άσμα που τραγούδησε ο ίδιος ο άρχοντας της
πόλης
ο αυτοαποκαλούμενος Μαρσύας.
Τα δώρα, που βιαστικά του στέλνανε
φωτιά και στάχτη γίνανε
και αντί ο ψευτοΜαρσύας μυαλό να
βάλει
συνέχισε, ξεδιάντροπα, τον
Απόλλωνα
να κογιονάρει, προσφέροντας για
θυσία
καλάθι, με κίτρινα ηλιοτρόπια.
Που χάρτινα, χρωματιστά
αποδειχτήκαν