Από τον Λευτέρη Μανωλά:
ΠΛΑΝΕΜΑΤΑ ΑΙΧΜΗΣ
Στο βασίλεμα της Αποκριάς,
άλλοι με την ευχαρίστηση σβησμένη,
μα οι πιο πολλοί με τη χαρά στα χείλη,
κανόνιζαν, ο καθένας, την επιστροφή του.
.
Ξημέρωνε με συννεφιά η μέρα,
για τη μεγάλη πορεία της νηστείας.
Το μυαλό κανενός δεν πήγε
πως θα ξημέρωνε Σαρακοστή μεγάλη.
.
Στα μέσα της πορείας,
μια λησμονημένη προς λάθος τόπο αιχμή,
έδιωξε σε κατεύθυνση καθόδου ,τις πολύχρωμες άμαξες,
με στοιβαγμένες νιότες ολάνθιστες,
σε αγκαλιά αναγκαστική να βρεθούνε,
με σκουρόχρωμες κυκλώπειες δυνάμεις,
ακυρώνοντας το δρομολόγιο της ζωής τους.
.
Τη στιγμή, που εκείνη η απόκοσμη λάμψη,
σαν πρόωρη αυγή Δευτέρας Παρουσίας
(έτσι του φάνηκε) ο ποιμένας ,
εκεί στα χειμαδιά της Ραψάνης,
κατατρόμαξε και από την υπόκωφη βροντή
που τάραξε το στερέωμα, σε ασυννέφιαστο ουρανό
και τον αποξύπνησαν, το ανήσυχο αλύκτισμα
των καλοταϊσμένων τσοπανόσκυλων.
.
Ανυποψίαστα τα κολλαριστά μαυρομάντηλα
παράμεναν προσεκτικά καταχωνιασμένα,
για την ώρα την αγιάτρευτη.
Ενώ ο ασύρματος τελάλης, ξάγρυπνος
μετάδιδε το ανείπωτο μαντάτο,
την απρόσμενη λεηλασία από θεόρατο χέρι,
από Λεχώνια μέχρι Καλαμπάκα
κι από Κατάκολο μέχρι Προμαχώνα και Πύθιο.
Ώσπου το κλάμα έγινε ποτάμι
να πνίξει τους δικούς τους ,ιταμούς.
Οι απόκοσμοι, άγρυπνοι, δικαστές,
βάλθηκαν να σκάψουν αυλάκια
στις πονεμένες ψυχές,
τόσα που να γίνει μπορετό
να διοχετευθεί κατάλληλα η οργή και το μίσος
σε μια θάλασσα περιβόλι,
τόσο που το κάθε κύμα να θωπεύει το μερδικό του,
χωρίς να ξεχωρίζει τους άθαφτους χαμένους
που απόμειναν δίχως κατευόδιο κανένα.
Εξάλλου για τους αγγέλους
η θάλασσα δεν ξεχωρίζεται από τη ξηρά
και τα αμαρτήματα από τ’ άλλα τα καμώματα,
τα καλά.
Όλα παίρνουν μια γεύση αρμυρή.
Των δακρύων της λήθης,
που μουσκεύουν το χαμένο χαϊμαλί
μιας νεράιδας που μάταια το ψάχνει,
στο αβαρές του απείρου…
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΝΩΛΑΣ