Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

  • Βόλτα στο ιστολογοφόρο με μουσική του Μάουρο Τζουλιάνι

  • Περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα "Κύλικες και Δόρατα": Κλικ στην εικόνα

  • Δημοφιλή άρθρα και σελίδες

  • Οι καιροί που αλλάζουν...

  • Κυκλοφόρησε:

  • Εκδότης: Ι. Σιδέρης ISBN: 978-960-08-0850-6 Σελίδες: 646 Σχήμα: 17×24 Συγγραφέας: Β. Νόττας

  • *

  • ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΦΙΛΩΝ

  • LIBRI RECENTI DI AMICI

  • Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.

  • * Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.

  • * Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ .

  • * ¨Απριλίου ξανθίσματα¨. Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.

  • Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά στη μνήμη. Ήταν το παρελθόν που σαν αδέσποτο σκυλί είχε επιτεθεί στο είναι του. Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν κοκκίνισαν τις εικόνες. *** Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨

  • *** Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Αιφνίδια και διαρκή¨

  • Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****

  • Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

  • ***** Γραφει ο Gianfranco Bettin

  • ***** Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος

  • Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές εσύ τι θα γράψεις ; μου αντέτεινε η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης. Κι εγώ την αποκεφάλισα.

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι] Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή να γίνω τέλειος. Έτσι μίσησα την τελειότητα κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών. Έχω λοιπόν πολλά να κάνω αναζητώντας μέσα από ελλείψεις τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους με την σιγουριά του αλάθητου. Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι. *****

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.

  • Σχόλια

    suriforshee1988's avatarsuriforshee1988 στη Οι κορασίδες και οι παραχ…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Οι χαρταετοί θα επιστρέψουν κα…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Σκηνές από τη δεκαετία του…
    Jude's avatarJude στη Ευτυχισμένους έρωτες δεν …
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Ποιητικές παραβολές ή  Ο…
  • Βιβλία και άλλα κείμενα

    Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα

  • Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου

  • ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Κοινωνική και Οικιστική εξέλιξη: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.- Συγγραφείς: Βασίλης Νόττας, Πάνος Σταθακόπουλος. Δήμος Κρύας Βρύσης Εκδόσεις Δεδούση. Σελίδες: 154 Θεσσαλονίκη 1998.

  • Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα

  • Α΄Έκδοση Εκδότης ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ Θέμα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας (Ανώνυμος Ένας)

  • Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨

  • Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.

  • ¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.

  • Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου

  • *
  • Συγγραφικά φίλων

    Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)

  • Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)

  • Κάποιες απόψεις και άρθρα…

    Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα

  • …και ένα θεατρικό κείμενο: Ο Λυσίστρατος

    Παρωδία σε επτά σκηνές (κλικ στην εικόνα)

  • Περιπέτειες καρδιάς

    Για τα σχετικά κείμενα, κλικ στην εικόνα

  • Περιπέτειες συγγραφής

    Σημειώσεις για την ερασιτεχνική συγγραφή

Archive for the ‘ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ’ Category

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο δεύτερο: Η Κυρά Φρύνη απορεί…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Ιουλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

agora market

Μέρος ΣΤ΄Κεφάλαιο δεύτερο: Οινοκράτης προς Πουλχερίδιον (Η κυρά Φρύνη απορεί…)

Αγαπητό Πουλχερίδιο, αυτή τη φορά δεν έχω να σου διηγηθώ περιπετειώδεις και εναγώνιες ιστορίες. Ωστόσο κάτι μου λέει ότι, τόσο εσύ, όσο και η κυρά σου η Θαίδα που κατάγεται από αυτά εδώ τα μέρη, θα πρέπει να βρείτε ενδιαφέροντα τα παρακάτω νέα από τη καθημερινή, ¨ανθρώπινη¨ ζωή σε αυτή τη τόσο ζωντανή μεγάλη πόλη όπου μόλις επιστρέψαμε.

Ας αρχίσω λοιπόν αξιέραστο Πουλχερίδιο,   λέγοντάς σου ότι για την επιστροφή μας είχε οργανωθεί μεγάλο γλέντι στον οίκο του αφέντη Ευρύνου.  

Όπως ευχόμουνα από καρδιάς, η οικογένεια είναι καλά και, μάλιστα, έχει αυξηθεί. Η Δανάη, η κόρη του πρεσβύτερου αφέντη -μικρό κοριτσάκι μου φαινόταν όταν ξεκινήσαμε για την εκστρατεία- είναι πια μια όμορφη μικροπαντρεμένη κυρά.  Ένα παλικάρι ονόματι Αθηνογένης, παλιός παιδικός φίλος του κυρίου μου του Εύελπι -μολονότι ακραιφνής αθηναίος,  την είχε ζητήσει σε γάμο πέρυσι. Ο Ευρύνους, κατά βάθος ξέρω ότι θα προτιμούσε να κάνει γαμπρό έναν Δωριέα, αλλά, έχοντας ανέκαθεν πάρει θέση ενάντια σε αυτού του είδους τις διακρίσεις ανάμεσα σε Έλληνες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη ζωηρή επιθυμία της μοναχοκόρης του, είχε συναινέσει. Εμείς, στην Ασία (εγώ κι ο κύριος Εύελπις) τα είχαμε, βέβαια, μάθει όλα αυτά κι είχαμε χαρεί, αλλά άλλο είναι να συμμετέχεις σε μια τέτοια χαρά από μακριά και άλλο να την ζεις μαζί με τους πρωταγωνιστές της.

Επειδή ο Αθηνογένης είναι ορφανός από μητέρα, το νεαρό ζευγάρι θα παραμείνει μέχρι τον τοκετό και την περίοδο της λοχείας σε εμάς, κάτω από τις φροντίδες της κυράς Άνθεμης της συμβίας και μητέρας των νόμιμων κληρονόμων του Ευρύνου, που διοικεί με ικανότητα και αρχοντιά τον οίκο των Μεγαρέων στην Αθήνα.

Φαντάζεσαι λοιπόν σε τι πελάγη ευτυχίας πλέει τώρα ο γέρο Ευρύνους και η κυρά  Άνθεμη: Επιστροφή του μοναχογιού και έλευση ενός επιγόνου!

Αγαπητό Πουλχερίδιο, ξέρω πως κατάγεσαι από την Ιωνία, αλλά δεν ξέρω αν έχεις επισκεφτεί την Αθήνα κι αν γνωρίζεις τα κατατόπια. Εγώ, που όπως ξέρεις κατάγομαι από τις Συρακούσες, μια αδιαμφισβήτητα όμορφη πόλη της Δύσης, δεν διστάζω να αναγνωρίσω ότι η Αθήνα με γοητεύει. Και μπορώ να πω ότι αυτήν την έλξη της πόλης πάνω μου τη συνειδητοποίησα σαφέστερα τώρα που επέστρεψα εδώ ύστερα από μακρόχρονη απουσία.

Θα σου πω λοιπόν ότι ένιωσα ανυπόκριτη χαρά διασχίζοντας και πάλι το άστυ χθες, πρώτη μέρα της επιστροφής, έστω κι αν ο αττικός ουρανός είχε πάρει να σκουραίνει και δεν διέκρινα πολλά πράγματα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Ευρύνου είχε βραδιάσει για τα καλά. Η ευρύχωρη έπαυλη που του έχει παραχωρηθεί και που βρίσκεται λίγο έξω από τα τείχη του άστεως, στους πρόποδες του κωνικού δασωμένου λόφου που  ονομάζεται Λυκαβηττός, έλαμπε από δεκάδες φανούς, δαυλούς και κεριά. Γείτονες και φίλοι είχαν φτάσει από νωρίς και μας περίμεναν στη δροσιά του κήπου.

Δύσκολο να σου περιγράψω τη χαρά, τη συγκίνηση, τις αγκαλιές, τα δάκρια, τα ενθουσιώδη λογύδρια, τις πανηγυρικές φωνές, το ελαφρό, αρωματικό, ρετσινάτο κρασί, τη μουσική και τα τραγούδια από τους κιθαρωδούς που πλαισίωναν αυτή τη ξεχωριστή βραδιά. Να σου πω μόνο ότι το προσωπικό του Οίκου, είχε ζητήσει την άδεια να ετοιμάσει ξεχωριστή γιορτή για μένα, μια άλλη μέρα, αλλά η κυρά Άνθεμη τους είχε εξηγήσει ότι η γιορτή που η ίδια προετοίμασε θα είναι εξ ίσου αφιερωμένη στο γιό της τον Εύελπι και στον πιστό και αφοσιωμένο Οινοκράτη.  Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι, πέρα από τον Εύελπι και μένα που ήμασταν οι τιμώμενοι και ούτως ή άλλως κάπως συνεπαρμένοι απ’ τη συγκίνηση του νόστου, εκείνος που έμοιαζε κατ’ εξοχήν να  χαίρεται και να απολαμβάνει τη γιορτή, μιλώντας μάλιστα ακατάσχετα (και ανενδοίαστα) τα ιδιότυπα ελληνικά του, ήταν ο φίλτατος Χονδρόης, που όλα αυτά του φαίνονταν συμπαθητικά, αξιοπερίεργα και, βεβαίως, κάπως εξωτικά.

Όταν η γιορτή τέλειωσε και οι προσκεκλημένοι αποχώρησαν, ζήτησα από τους φίλους μου του υπηρετικού προσωπικού να μου στρώσουν για απόψε έξω, σε μια γωνιά του πίσω κήπου. Ήθελα πριν αποκοιμηθώ να κοιτάξω τα σπινθηροβόλα αστέρια και να ξανακούσω το τραγούδι των γρύλων των Αττικών.

.

Την επόμενη μέρα, πέρασα σχεδόν όλο το πρωί απαντώντας στις ασταμάτητες ερωτήσεις της κυράς Άνθεμης και της μικρής κυρίας Δανάης σχετικά με τα γεγονότα και τη ζωή στην εκστρατεία∙ ύστερα, όταν ο αφέντης Εύελπις ξύπνησε, μου υπενθύμισε ότι έπρεπε να περάσω από τον οίκο του Παλαμήδη στη συνοικία του Κεραμικού και να τον συνοδέψω στην επίσκεψή του στη κυρά Φρύνη που το μέγαρό της βρίσκεται κοντά στην Οδό των Τριπόδων κάτω από την Ακρόπολη. Να μη ξεχάσω επίσης να της υποβάλω τα σέβη του Εύελπι, τους χαιρετισμούς που μέσω εκείνου της στέλνει η Θαϊδα και να προσθέσω ότι θα την επισκεφτεί και ο ίδιος μια από τις επόμενες μέρες, μόλις ξεμπερδέψει με τα επείγοντα καθήκοντά του.  

Στο σπίτι του Παλαμήδη, αγαπητό Πουλχερίδιο, επικρατούσε ανάλογη κατάσταση με το δικό μας, δηλαδή μεθεόρτια. Αν και η σύζυγος και τα παιδιά του βετεράνου βρίσκονταν χτες στη Ζέα και είχαν λάβει μέρος όλοι μαζί στην ευχαριστήρια θυσία και τις χοές που είχε τελέσει αυτοπροσώπως ο Άρχων Βασιλέας Λυκούργος, επιστρέφοντας πίσω στον Κεραμικό, βρήκαν μια ακόμη εορταστική υποδοχή από συγγενείς, γείτονες και φίλους.  Επομένως η νύχτα υπήρξε μακρά, αλλά ο αγουροξυπνημένος Παλαμήδης ήταν ευδιάθετος ή μάλλον ευτυχής και αφού με κέρασε τα δέοντα, διαφημίζοντάς τα ως εξαιρετικές μαγειρικές δημιουργίες της συζύγου και των θυγατέρων του, έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το υποζύγιο και το όχημα με το οποίο ξεκινήσαμε για το κέντρο της πόλης.

Ξέρω πως το να συναντήσεις την Κυρά Φρύνη δεν είναι εύκολο πράγμα και ότι απαιτεί υπομονή, καθώς ο κατάλογος των επίδοξων επισκεπτών της είναι μακρύς και γεμάτος ονόματα διάσημων και εύπορων Αθηναίων. Ωστόσο, όταν αναγγείλαμε ότι είμαστε φορείς μιας επιστολής της Θαΐδας, (πες το αυτό στην κυρά σου, θα χαρεί) η αναμονή υπήρξε ελάχιστη και σύντομα βρεθήκαμε μπροστά σε αυτό το αρχοντικό προϊόν της πιο εύχαρης ονειροφαντασίας των θεών, στο οποίο, απ’ ό, τι φαίνεται, μόνο για να αποφευχθεί  κάθε κίνδυνος αθέλητης βασκανίας, δόθηκε το όνομα ενός βάτραχου[1].

Τον βετεράνο πολεμιστή Παλαμήδη, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω αρκετά καλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ξέρω ότι παθιάζεται εύκολα με τα παιχνίδια της τύχης και της συγκυρίας, αλλά, κατά τα άλλα, είναι ένας πιστός και αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Δε πίστευα λοιπόν ότι θα έμενε με το στόμα ανοιχτό να παρατηρεί ενεός τις αεράτες κινήσεις του πανέμορφου κορμιού της Κυράς, κάτω από το λεπτό πολύπτυχο φόρεμά της, καθώς μας υποδεχόταν χαμογελαστή.

Τέλος πάντων, μόλις ξεπεράσαμε την πρώτη αθέλητη ταραχή, ο Παλαμήδης έβγαλε από το δισάκι του τον κύλινδρο που περιείχε το γράμμα της Θαΐδας και τον παρέδωσε στην Φρύνη. Εκείνη τον ευχαρίστησε αλλά δεν άνοιξε τη συσκευασία, παρά την τοποθέτησε στο ανάκλινδρο δίπλα της, προφανώς για να διαβάσει την επιστολή αργότερα, με την ησυχία της. Ύστερα, αφού μας ρώτησε τα τυπικά για το ταξίδι και τα αυτονόητα για την πορεία των μαχών στην μακρινή Ασία (και εμείς την διαβεβαιώσαμε ότι οι μάχες εξακολουθούν να είναι για εμάς νικηφόρες και μόνο νικηφόρες!)  έδειξε ότι υπήρχε ένα θέμα που την απασχολούσε κάπως ιδιαίτερα και για το οποίο θα ήθελε περισσότερες πληροφορίες.

«Δεν ξέρω αν μου γράφει σχετικά η Θαίδα, αλλά εάν η επιστολή της καθυστέρησε στα Σούσα και στην Τύρο, όπως μου είπατε, μάλλον τα γεγονότα συνέβησαν μετά… και δε θα πρόλαβε να τα σχολιάσει…»

Την κοιτάξαμε και οι δύο ερωτηματικά.

«Λέω για την πυρπόληση της Περσέπολης, για την οποία τα νέα έφτασαν εδώ πρόσφατα, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν πολλές και αντιφατικές φήμες. Εσείς μάλλον θα ξέρετε καλύτερα τι συνέβη».

Και εδώ τα ίδια, σκέφτηκα. Ύστερα μέσα μου ξύπνησε ξαφνικά και πάλι ο διερευνητικός, ανιχνευτικός και φιλομαθής Οινοκράτης και έτσι, αντί να απαντήσω, όπως θα ήταν κόσμιο, ότι ούτε εγώ ούτε ο Παλαμήδης ήμασταν στην Περσέπολη όταν έγινε το κακό, την ρώτησα με τη σειρά μου:

«Τι ακριβώς λένε οι φήμες;»

«Εξαρτάται. κυκλοφορούν όπως σας είπα πολλών λογιών σχόλια.  Εσείς λείπετε τέσσερα χρόνια, αλλά η κατάσταση εδώ, δυστυχώς, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Κυριαρχεί πάντοτε η διένεξη ανάμεσα στους φίλους των Μακεδόνων και τους ενάντιους. Το περίεργο είναι ότι και μέσα σ’ αυτά τα δύο ¨στρατόπεδα¨ για το θέμα της φωτιάς στην Περσέπολη κυκλοφορούν  διαφορετικές εκδοχές. Μερικοί φιλομακεδόνες υποστηρίζουν ότι η Περσέπολη κάηκε -και ¨καλά τους κάνανε¨ – από τον Αλέξανδρο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι επιεικής απέναντι στην Περσική αυτοκρατορία, τουλάχιστον όσο ο Δαρείος είναι  ζωντανός και αντιστέκεται. Άλλοι πάλι, από το ίδιο πολιτικό ρεύμα, λένε πως ο Αλέξανδρος σκοπεύει να ενσωματώσει Πέρσες και Μακεδόνες σε μια νέα μικτή αυτοκρατορία και ότι η Θαίδα, ενεργώντας κάτω από εντολές αθηναϊκής προέλευσης παρακίνησε τους Μακεδόνες να κάψουν την πρωτεύουσα πόλη των Περσών, για να υπονομευτεί μια τέτοια πολιτική. Αλλά αυτή η ενέργεια, λένε, μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη, αν όχι ολέθρια, και μπορεί, το λιγότερο, να στοιχίσει στην Αθήνα τις τωρινές καλές σχέσεις με τον βασιλέα».

Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Τώρα και οι δύο την κοιτούσαμε, όχι μόνον ερωτηματικά, αλλά και με θαυμασμό που δεν οφειλόταν πια στο τέλειο παρουσιαστικό, ούτε στη βαθειά μουσικότητα της φωνής της, αλλά στην ευχέρεια με την οποία συνέθετε και παρουσίαζε την περιπλεγμένη πολιτική ζωή των Αθηναίων.  Η Φρύνη μας κοίταξε κι αυτή για λίγο με τα ελκυστικά γαλάζια μάτια της. Ήταν φανερό ότι της άρεσε να μιλάει για τα πολιτικά και ότι ήξερε, θα έλεγα, περισσότερα από όσα εκ πρώτης όψεως θα νόμιζε κανείς ότι ξέρει.

«Αλλά και οι ενάντιοι στην μακεδονική επιρροή, οι κλασικοί αθηναίοι πατριώτες, δεν έχουν μια ενιαία εκδοχή για τα γεγονότα της Περσέπολης», συνέχισε η Φρύνη. «Μερικοί, οι πιο φανατικοί ας πούμε, είδαν μόνο την ευκαιρία να αναδείξουν μια ακόμη ηρωίδα των καιρών. Την Θαίδα που εκδικείται! Οι Μακεδόνες δεν μετράνε σ’ αυτή την εκδοχή. Η παρτίδα παίχτηκε ανάμεσα στους Πέρσες και την Ελληνοπούλα! Εκείνη γκρέμισε τα παλάτια τους και, ασφαλώς, ¨καλά τους έκανε¨. Οι Αθηναίοι είναι εξαιρετικά καλοί στο να φτιάχνουν ήρωες όταν τους χρειάζονται». Χαμογέλασε πάλι, σα να ζητούσε την κατανόησή μας. «Άλλοι αθηνοκεντρικοί πάλι, λένε ότι η πυρπόληση και η καταστροφή για λόγους εφήμερης σκοπιμότητας δεν  ανήκει στις Αρχές και τις Αξίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η Ιστορία, λένε, μας έχει δώσει τα μαθήματά της και όλοι αισθανόμαστε ακόμη το άγος της Μήλου. Επομένως κανένας αθηναίος δημοκράτης δεν θα διανοείτο ποτέ να προξενήσει μιαρές καταστάσεις, έστω έμμεσα και έστω κι αν μιλάμε για απομακρυσμένες περιοχές της υφηλίου. Εσείς που ήσασταν εκεί, στην εκστρατεία, πείτε μου: ποιοι έχουν περισσότερο δικιο;»

Πήρα το λόγο πρώτος για να αποτρέψω ενδεχόμενες υποκειμενικές εξομολογήσεις του Παλαμήδη.

«Θελκτική και αγαπημένη των Αθηναίων Φρύνη, δυστυχώς όταν συνέβη ο εμπρησμός ούτε ο ευπατρίδης Παλαμήδης από ‘δω, ούτε ο υποφαινόμενος δούλος σου Οινοκράτης βρισκόταν στην Περσέπολη. Ήμασταν και οι δύο στα Σούσα, όπου τα όσα κυκλοφόρησαν για τα γεγονότα της Περσέπολης είναι εξ ίσου ποικίλα με εκείνα που μόλις ανέφερες. Όμως ήταν εκεί ο κύριός μου ο Εύελπις του Ευρύνου. Θεωρώ  ότι όταν -μια από τις επόμενες μέρες- θα σε επισκεφτεί, θα μπορέσει ίσως να σε διαφωτίσει σχετικά. Τώρα θα θέλαμε να μας επιτρέψεις να αναχωρήσουμε γιατί σε λίγο, στην Αγορά, θα γίνει τελετή για την επανεγκατάσταση των αγαλμάτων των τυραννοκτόνων και ο Παλαμήδης από δω έχει το καθήκον να είναι παρόν.

«Είναι τελετή ή συνεδρίαση που θα εκδώσει ψήφισμα; Θέλω να πω είναι για όλο το λαό ή μόνο για τους άρρενες;»

«Απ’ ότι ξέρω, είναι παλλαϊκή γιορτή».

«Εντάξει μπορείτε να πηγαίνετε. ίσως αργότερα περάσω κι εγώ από εκεί»

Θυμήθηκα ότι είχα μάθει και κάτι άλλο που την αφορά.

«Α, και κάτι άλλο, ωραιότατη Φρύνη. Παραλίγο να το ξεχάσω. Από ό, τι έμαθα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, από φίλους μου της ημεροδρομικής υπηρεσίας, ανάμεσα στα δέματα που μετέφεραν τα πλοία, υπάρχει και ένα για σένα. Αποστολέας είναι και σ’ αυτό η κυρά Θαΐδα. Υποθέτω ότι όπου να ‘ναι θα σε ειδοποιήσουν σχετικά».

«Σε ευχαριστώ αγαπητέ Οινοκράτη και εσένα αγαπητέ Παλαμήδη, μας χαμογέλασε η Ωραία και εγώ σκέφτηκα ότι είναι όμορφο να ακούς το όνομά σου -έστω το παρατσούκλι σου, από ένα τέτοιο στόμα..

  .

«Πόσων χρονών την κάνεις;» με ρώτησε ο Παλαμήδης, καθώς κατεβαίναμε την μαρμάρινη εξωτερική σκάλα του μεγάρου.

«Δεν την κάνω. Ξέρω πόσων χρονών είναι ακριβώς!»

«Πώς έτσι, σου εκμυστηρεύτηκε την ηλικία της η ίδια;»

«Ας πούμε ότι έχω πρόσβαση σε κάποιες παραπανίσιες πληροφορίες που δεν είναι για όλους».

«Ε, λοιπόν πόσο είναι;»

«Επειδή κρίνω ότι δεν διακυβεύεται τίποτα το εξαιρετικά σημαντικό για τη δημόσια ασφάλεια», γέλασα, «θα σου πω».

«Λοιπόν;»

«Το ισοδύναμο δέκα ολυμπιάδων συν ένα. Με άλλα λόγια ετών τεσσαράκοντα ένα».

«Μα τους αρχιδαιμόνους αυτή είναι μεγαλύτερη απ’ τη γυναίκα μου!»

«Είναι ο Κρόνος Χρόνος που παίζει τα παιχνίδια του», τον παρηγόρησα.

«Λες; Είναι κι αυτό θέμα τύχης;»

«Έτσι φαίνεται, αλλά και θέμα καλλυντικών ουσιών. Το πεσκέσι που στέλνει η Θαίδα, απ’ όσο ξέρω, περιέχει τέτοιες ουσίες. Εσύ έφερες ανάλογα δώρα στη συμβία σου;»

«Γαμώτο, όχι».

«Τότε μη παραπονιέσαι και κοίτα να επανορθώσεις».

.

Πήραμε την  Οδό των Τριπόδων, ύστερα την κεντρική λαοφόρο οδό των Παναθηναίων και μαζί με δεκάδες πολιτών που έκαναν την ίδια διαδρομή, κατηφορίσαμε προς τον Ηριδανό ή, πιο συγκεκριμένα, προς το σημείο εκείνο όπου ο παραπόταμος του Ιλισού έχει υπογειοποιηθεί από τον καιρό του Πεισίστρατου, για να περάσει από πάνω η οδός της τελετουργικής παρέλασης. Εκεί ο δρόμος των  Παναθηναίων διασταυρώνεται με την οδό της Αγοράς σχηματίζοντας οξεία γωνία και, εκτός από τα αγάλματα των δώδεκα θεών, υπάρχει το Λεωκόρειο, δηλαδή ο ναΐσκος προς τιμή του αρχαίου βασιλιά Λεώ, που είχε θυσιάσει τις κόρες του για το καλό της πόλης (κάτι τέτοια τα συνήθιζαν οι βασιλιάδες άλλοτε). Στο σημείο αυτό οι τυραννοκτόνοι είχαν καθαρίσει τον Ίππαρχο και εκεί βρίσκονταν τα γνήσια χάλκινα ομοιώματά τους πριν τα αρπάξει ο Ξέρξης.  

Πρέπει να πω ότι καταλαβαίνω την περιέργεια των αθηναίων που θέλουν να δουν πώς είχαν απεικονιστεί οι περίφημοι τυραννοκτόνοι, από εκείνους που τους είχαν δει ζωντανούς, γιατί όλοι ξέρουν ότι τα όμορφα αγάλματα που έχουν αντικαταστήσει τα πρωτότυπα στην αγορά, είναι εκδοχές δεόντως εξωραϊσμένες.

.

Ο ήλιος έπλεε προς τα δυτικά (όπως το συνηθίζει) και η περίεργη ξερή, αρωματισμένη αττική δροσιά απλωνόταν στο γύρο. Όπου να ‘ναι η τελετή η αφιερωμένη στην ανάκτηση των χάλκινων ¨φονέων των τυράννων¨ θα άρχιζε.

Ο Παλαμήδης, πολίτης νομιμόφρων  και τυπικός στις υποχρεώσεις του απέναντι στη Δημοκρατία με άφησε για να πλησιάσει τους φίλους της φυλής του (ανήκει στη Λεοντίδα φυλή, με επώνυμο ήρωα τον Λεώ που λέγαμε παραπάνω).

Εγώ βρήκα έναν αναπαυτικό πάγκο σε ένα γειτονικό περιστύλιο, και περιμένω γιατί θέλω ν’ ακούσω το χαιρετισμό που θα απευθύνει στον Αθηναϊκό λαό ο Εύελπις. Μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή, και ενώ άρχισαν να αγορεύουν οι λοιποί επίσημοι, ο νους μου ταξιδεύει σ’ σένα αγαπητό Πουλχερίδιο. Έβγαλα λοιπόν απ’ το δισάκι μου ένα λεπτό λεύκωμα[1] και με το καρβουνάκι μου άρχισα να ορνιθοσκαλίζω τις σκέψεις μου προς εσένα. Αύριο κιόλας θα σου τις στείλω. Α, ναι, να θυμηθώ να βάλω και ένα υστερόγραφο: Θα σου γράψω:

ΥΓ Θέλω να ελπίζω αγαπητό μου Πουλχερίδιο ότι η επιστολή μου θα φτάσει ως εσένα σε χρόνο ελάχιστο. Και αυτό όχι μόνο γιατί έχω επικαλεστεί σχετικά (και πλουσιοπάροχα) τον αγγελιοφόρο Ερμή, και τη μικρή θεά Ίριδα, αλλά και επειδή κάποιες υπηρεσίες μου εκτιμήθηκαν δεόντως τελευταία, και μου αποδόθηκαν μερικά προνόμια. Ανάμεσά τους και κάποια προτεραιότητα στην υπηρεσία των Ημεροδρόμων.

Ο εσαεί πιστός θαυμαστής σου, Οινοκράτης.

300px-cottabos_player_louvre_ca1585

[1] Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Μνησαρέτη από τις Θεσπιές αποκλήθηκε Φρύνη επειδή το δέρμα της ήταν λείο και διάφανο όπως του ομώνυμου βάτραχου (φρύνος).

[2] Λεύκωμα: ξύλινη, κατά κανόνα, επιφάνεια, βαμμένη λευκή όπου μπορούσε κανείς να γράψει με διάφορα μέσα.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο πρώτο: Στη Ζέα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Ιουνίου, 2017

ηγ

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

Μέρος ΣΤ΄

Η αλυσίδα ανάμεσα στους δυο λιθόχτιστους πύργους που επιβλέπουν την είσοδο στο λιμάνι της Ζέας είναι κατεβασμένη αφήνοντάς μας το πέρασμα των εκατό μέτρων της εισόδου ελεύθερο. Η ακτή εκατέρωθεν είναι προστατευμένη από ισχυρό τείχος.  Μπαίνουμε στον κυκλικό ναύσταθμο, το ένα σκάφος μετά το άλλο, με τα πανιά κατεβασμένα και με χρωματιστές ταινίες να κυματίζουν ψηλά στους ιστούς.

Εμψυχωμένοι από τη χαρά της πετυχημένης επιστροφής και παρά την αδιαμφισβήτητη κούραση, οι ερέτες κωπηλατούν με επιδεξιότητα ακολουθώντας τις χαρακτηριστικές κατευθυντήριες κραυγές των κελευστών. Σύντομα δένουμε στους χώρους που έχουν προβλεφτεί για μας, στο κεντρικό τμήμα του πέταλου ανάμεσα στους δύο φυσικούς βραχίονες του λιμανιού. Πρώτα τα στρογγυλά φορτηγά και μετά τα πολεμικά -με τα καλυμμένα από ορείχαλκο έμβολά τους να γυαλίζουν στον απογευματινό ήλιο.  

Το δικό μας ημιφορτηγό σκάφος που μεταφέρει τους ¨τυραννοκτόνους¨ και την  ομάδα που τους συνοδεύει,  θα προσδεθεί ακριβώς στο κέντρο της προκυμαίας. Δίπλα μας δένει το μακρύ, αιχμηρό σκαρί της τριήρους η οποία ηγείται της μοίρας των πολεμικών πλοίων που προστάτευσαν το ταξίδι μας από την ασιατική ακτή ίσαμε εδώ.

Ο ναύσταθμος της Ζέας είναι ένα από τα μέρη που βοηθούν στο να καταλάβει κανείς γιατί η Αθήνα εξακολουθεί να είναι μια αξιοσέβαστη δύναμη. Εδώ είναι ορατές οι υποδομές της ναυτικής ισχύος της πόλης της Παλλάδος: πλήρη ναυπηγεία, πολλές δεκάδες νεώσοικοι ικανοί να στεγάσουν εργασίες συντήρησης και επιδιόρθωσης παντός είδους πλοίων, αποθήκες, σκευοθήκες και, βέβαια, πλήθος από βιοτεχνικά εργαστήρια και καταστήματα εξειδικευμένα για κάθε ναυτική ανάγκη.

Επί πλέον υπάρχει ικανή επίβλεψη των χώρων του πολεμικού λιμανιού της Ζέας, όπως και του γειτονικού λιμανιού  της Μουνιχίας, από στρατιωτικά τμήματα που εδρεύουν στον υπερκείμενο ομώνυμο ¨Λόφο της Μουνιχίας ¨[1]. Στη νοτιοδυτική πλαγιά αυτού του λόφου βρίσκονται οι κατοικίες των εργαζόμενων στα λιμάνια, οι λέσχες των πληρωμάτων των πλοίων[2], καθώς και το απαραίτητο θέατρο για την ψυχαγωγία των πειραιωτών και των φιλοξενουμένων τους.

Δεν ξέρω ακριβώς αν το νέο της άφιξής μας έφτασε από τις φρυκτωρίες ή με άλλο τρόπο, γεγονός πάντως είναι ότι στην προκυμαία υπάρχει μεγάλο πλήθος που μας περιμένει και μας επευφημεί. Σίγουρα πρόκειται για τους συγγενείς των επαναπατρισμένων πολεμιστών και των πληρωμάτων,  όμως ακούω και θριαμβευτικές κραυγές και συνθήματα που αναφέρονται στην επιστροφή των ¨τυραννοκτόνων¨.

Σκέφτομαι πόσο δίκιο έχει ο Καλλισθένης όταν υποστηρίζει ότι τα σύμβολα είναι πολύτιμος συνδετικός κρίκος για κάθε ομάδα ή κοινότητα: τόσο για τους συνωμότες πέρσες ευγενείς που ανασύρουν παλιά, αλλά εμβληματικά στέμματα και ξίφη προκειμένου να αμφισβητήσουν και να κατηγορήσουν για ενδοτικότητα τον Δαρείο, όσο και για  τους πολλούς αθηναίους δημοκρατικούς που πανηγυρίζουν γιατί τα αγάλματα των τυραννοκτόνων (κυρίως επειδή συμβολίζουν το κακό τέλος των τυράννων και τον τελικό θρίαμβο της δημοκρατίας) θα πάρουν και πάλι τη θέση τους στην Αγορά.

Καθώς τα πλοία ακινητοποιούνται οι ερέτες εγείρονται, σηκώνουν τα κουπιά όρθια δίπλα τους, τα σείουν σαν να ήτανε δόρατα και, μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα, κραυγάζουν συγχρονισμένα τα δικά τους, ναυτικά, συνθήματα αντιχαιρετισμού. Μετά τοποθετούν τα κουπιά στις εσωτερικές θήκες και αρχίζουν, κουνώντας  με ενθουσιασμό τα χέρια, να χαιρετάν τους γνωστούς και τους άγνωστους της παραλίας. Ωστόσο παραμένουν στα πλοία. Το σήμα της αποβίβασης δεν έχει ακόμη αναρτηθεί στον κεντρικό ιστό της μοιραρχίδας.

Απέναντι από το δικό μας καράβι, στην κορυφή του κυκλικού λιμανιού, έχει στηθεί ένα πρόχειρο σκίαστρο για τους επίσημους που περιμένουν.  Ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζουν τα έντονα χρώματα των ενδυμασιών των μελών της επιτροπής υποδοχής και γυαλίζουν οι περικεφαλαίες και οι αιχμές των ακοντίων της τιμητικής φρουράς που την συνοδεύει.

Ακούγονται μερικές κοφτές διαταγές και οι φρουροί καταφέρνουν με λίγες συντονισμένες κινήσεις να ανοίξουν ανάμεσα στο πλήθος έναν διάδρομο που οδηγεί από το σημείο όπου είναι συγκεντρωμένοι οι εκπρόσωποι της Πόλης, έως το πλευρισμένο πλοίο μας.

Το τιμητικό άγημα παρατάσσεται στις πλευρές του διαδρόμου και η επιτροπή ανεβαίνει στο κατάστρωμα και χαιρετά με σφίξιμο των καρπών και εναγκαλισμούς τον Μοίραρχο (που έχει στο μεταξύ περάσει μαζί με τους δύο ύπαρχους από την μοιραρχίδα στο δικό μας πλοίο), τον πλοίαρχο της ημιολκάδος που μας μετέφερε, τους πρέσβεις και, βέβαια, τον υποφαινόμενο, όχι ως γιο του ισοτελούς Ευρύνου από τα Μέγαρα, κάτοικου των Αθηνών, αλλά  ως ¨εκπρόσωπο της στρατιάς που με εντολή του Συνέδριου της Κορίνθου και κάτω από την ηγεσία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, δίνει αυτήν τη στιγμή τις δέουσες απαντήσεις των Ελλήνων στην υπεροψία και τις παρελθούσες προκλήσεις της Ασιατικής Αυτοκρατορίας¨.

Ο επικεφαλής δεν είναι κανένας τυχαίος, παρά, όπως υποδεικνύει η ιερατική ράβδος που κρατάει, και το τελετουργικό αρχοντικό του κράνος, ο ίδιος ο εκλεγμένος ¨άρχοντας βασιλέας¨, του οποίου οι αρμοδιότητες, όπως είναι γνωστό, αφορούν κυρίως την επικοινωνία με τις θεότητες για το τρέχον έτος. Προφανώς, θα επακολουθήσει κάποια θρησκευτική τελετή. Ωραία, σκέφτομαι, έτσι θα ικανοποιηθούν και τα πιο θρησκευόμενα μέλη του πληρώματος τα οποία το πήραν κάπως βαριά που η νηοπομπή δεν σταμάτησε, ως είθισται, στο ναό του Σουνίου για να ευχαριστήσει το Μεγάλο Κύριο των Κυμάτων. 

Μετά ο άρχων βασιλέας βγάζει την εθιμοτυπική περικεφαλαία. Παρά το ότι η κώμη του είναι πλέον περισσότερο λευκή παρά γκρίζα, τον αναγνωρίζω αμέσως. Πρόκειται για τον ρήτορα Λυκούργο το γιο του Λυκόφρονα, της ιερατικής γενιάς των Βουτάδων, παλιό μαθητή του Πλάτωνα και, αργότερα, του δάσκαλου Ισοκράτη. Είναι επίσης, απ’ όσο ξέρω, ένας μάλλον μετριοπαθής αντιμακεδόνας, που ωστόσο θεωρείται το δεξί χέρι  του στρατηγού Φωκίωνα ο οποίος ¨αρχηγεύει¨ αυτή την περίοδο στην Αθήνα με την έμμεση συναίνεση των Μακεδόνων.

Τον θυμάμαι καλά.  Είχε πάντα τη φήμη του δίκαιου και του αδέκαστου άρχοντα. Μεταξύ μας, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να το έχει παρακάνει σε αυστηρότητα, γιατί μερικοί τον παρουσιάζουν ως άτεγκτο. Πάντως οι αθηναίοι είχαν αρνηθεί να τον παραδώσουν στον Αλέξανδρο, όταν εκείνος μετά την καταστροφή των Θηβών ζήτησε να του δοθούν ορισμένοι στρατηγοί ως όμηροι. Στη συνέχεια, ήδη πριν την αναχώρησή μου, η Πόλη του είχε συχνά εμπιστευτεί την διαχείριση των ταμείων της και εκείνος είχε καταφέρει να αυξήσει τα έσοδα και να υλοποιήσει αρκετά σημαντικά δημόσια έργα, όπως τον εκσυγχρονισμό των λιμανιών, την ανακαίνιση του θεάτρου του αφιερωμένου στον Διόνυσο στους πρόποδες της Ακρόπολης, και άλλα. Οι πρέσβεις ισχυρίζονται ότι οι γυμνικοί αγώνες των φετινών Μεγάλων Παναθηναίων θα διεξαχθούν στο χώρο ανάμεσα στους λόφους του Άγρα και του Άρδηττου, εκεί όπου μέχρι τώρα γίνονταν μόνο οι ιπποδρομίες και όπου, χάρη στον Λυκούργο, υπάρχει τώρα ένα μεγάλο ¨Παναθηναϊκό¨ στάδιο με έδρανα από καλά επεξεργασμένο λίθο του Υμηττού. Σκέφτομαι ότι είναι ένας από τους αθηναίους ηγέτες με τους οποίους, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να έχω μια ιδιαίτερη συνομιλία.

Ο Λυκούργος μας πληροφορεί ότι για την επίσημη παραλαβή από τον Δήμο των δύο αγαλμάτων  και την εκ νέου τοποθέτησή τους στο παλιό περίβλεπτο σημείο  της Αγοράς, έχει προβλεφτεί ειδική τελετή που θα γίνει αύριο, επί τόπου, με την παρουσία του Δήμου και όλης της πολιτικής ηγεσίας της Πόλης.  Τα αγάλματα θα μεταφερθούν στην Αθήνα (με το ειδικό φρουρούμενο όχημα που περιμένει να τα παραλάβει) και θα διανυκτερεύσουν στο Θολωτό Κτίριο της Αγοράς πολύ κοντά στο σημείο όπου θα τοποθετηθούν αύριο.

Σήμερα όμως, στο Θέατρο του λόφου της Μουνιχίας θα γίνει μία πρώτη τελετή υποδοχής προς τιμήν των απόμαχων που επέστρεψαν και στην μνήμη εκείνων  που έπεσαν ένδοξα στην Ασία. Θα υπάρξει ευχαριστήρια θυσία σφαγείων προς τους θεούς καθώς και χοές. Εμείς μπορούμε, αν το επιθυμούμε να παρακολουθήσουμε την τελετή ή να κατευθυνθούμε άμεσα προς το Άστυ των Αθηνών. Απευθύνεται σε εμένα: «Εσένα Μεγαρέα σε περιμένει στην προκυμαία ο πατέρας σου ο Ευρύνους» μου λέει κάπως εμπιστευτικά.

Ήμουν σίγουρος ότι ο Ευρύνους θα είναι εδώ. Προς στιγμήν απορώ που ο Λυκούργος δεν τον ανέβασε μαζί του στο πλοίο. Μετά σκέφτομαι τη μανία ορισμένων Αθηναίων για την τήρηση των πρωτοκόλλων που αφορούν τα προνόμια των γνήσιων πολιτών σε σχέση με τους μέτοικους, ισοτελείς ή όχι.  Ή μήπως η συμπεριφορά του άρχοντα θέλει να μου αποστείλει κάποιο πρώτο (προειδοποιητικό;) μήνυμα ότι οι αντιμακεδόνες είναι πάλι στα πάνω τους στην Αθήνα;

Ύστερα από λίγο, ο ήλιος έχει γείρει αποφασιστικά από την άλλη μεριά των απέναντι υψωμάτων (όπου βρίσκεται το μεγάλο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, ο Κάνθαρος, απ’ όπου είχα ξεκινήσει για την εκστρατεία), οι τυπικότητες έχουν ολοκληρωθεί, το πλήθος (ανάμεσά του πολλές ομάδες πολεμιστών αγκαλιασμένων με τους συγγενείς και τους φίλους τους) ανηφορίζει προς το θέατρο της Μουνιχίας, τα πλοία οδηγημένα από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ανδρών ελευθερώνουν τα αγκυροβόλια και κατευθύνονται προς τους νεώσοικους για επιθεώρηση και εγώ αγκαλιάζω επιτέλους τον πατέρα Ευρύνου.

Τον βρίσκω καθισμένο κάτω από το σκίαστρο της επιτροπής υποδοχής, με ένα χαμόγελο δακρυσμένης χαράς να υγραίνει τα γένια του. Δίπλα του καθισμένος ανακούρκουδα και ευτυχισμένος, τουλάχιστον όσο ο σκύλος Άργος όταν ξαναείδε τον Οδυσσέα, βρίσκεται ο Οινοκράτης, ο οποίος, χωρίς να γίνει αντιληπτός, είχε ήδη εγκαταλείψει το πλοίο για να δώσει την είδηση ότι ναι, επιτέλους φτάσαμε και να πάρει τα συγχαρίκια από το πρεσβύτερο αφεντικό του.

***

γγγ

[1] Λόφος της Μουνιχίας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή ¨Μοναχικός Λόφος¨. Μούνος(ιωνική), Μώνος (δωρική) =Μόνος. Ο λόφος αργότερα θα ονομαστεί Καστέλι ή Καστέλα.

[2] Λέσχες πληρωμάτων. Ήταν σύνηθες στον αρχαίο αθηναϊκό στόλο τα μέλη των πληρωμάτων να ανήκουν σε λέσχες, ένα είδος συλλόγων με ποικίλες δραστηριότητες και με έδρες στο ευρύτερο λιμάνι του Πειραιά.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος οκτώ: Ο Πατέρας

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, όγδοος μονόλογος: Ο Πατέρας. [Τελευταίο- ολόκληρο το θεατρικό κείμενο (8+8 μονόλογοι ) του Benni στη δεξια στήλη κάτω από τον τίτλο ¨Μεταφράσεις ποιημάτων και σχεδιάσματα κειμένων¨].

 

biker_bici_50x80

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

του ποδηλάτου τη σκιά

στου ποταμού την πέρα όχθη.

Τραγούδησέ μου για τη μπάλα που πετάει

ανάμεσα σε ‘μένα και του γιου μου το χαμόγελο

τραγούδησέ μου για τα άρρωστα τ’ αστέρια

που απ’ το παράθυρο κοιτούσα.

.

Γιατί εγώ δεν ήξερα.

Εγώ αγνοούσα πόσα πράγματα συνέβαιναν 

και νόμιζα πως ήταν υποσχέσεις

για κάτι πιο μεγάλο

για κάτι πιο αληθινό

μα τώρα ξέρω

πως ήταν όλα αυτά η Ιστορία μου

Μπορώ να πω μονάχα τώρα

πως ήτανε μοναδικό σε όλη τη ζωή μου

εκείνο το απόγευμα.

Εκείνη η πληγή

θα παραμείνει πάνω μου η πιο βαθιά ουλή

Εκείνη υπήρξε η μοναδική μου αγάπη

κι οι φίλοι που χαιρέτισα εκείνη την ημέρα

για πάντα έφυγαν στ’ αλήθεια.

Ήμουν ευτυχισμένος

αν και αμφέβαλα

εκείνες οι σελίδες ήταν το βιβλίο μου.

Αφού υπήρξα κάτι περισσότερο

απ’ ο, τι είμαι τώρα ή ποτέ θα γίνω.

ΤΕΛΟΣ

didier2

13 αΠατέρας

13 βΠατέρας

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος επτά: Η μητέρα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, έβδομος μονόλογος (προτελευταίος).

.

Η ΜΗΤΕΡΑ

Τι κάνει ένας γέρος

μέσα σε έναν κόσμο από κρύσταλλα

ανάμεσα σε φλόγες και σ’ αστέρια

π’ ανάβουνε με κέρμα;

Θα υπάρξει άραγε ποτέ κανένας ήρωας

που να χαμογελάει φαφούτης;

Άντρα μου, δε μπορώ να σε φωνάξω

καθώς ορμάς προς τη φωτιά και τρέχεις.

Δεν ειν’ για σένα γέρο μου

αυτός ο σφάχτης μεσ’ το στήθος

και αγνοούνε τα κλειστά σου μάτια

αν είναι αυτός ο τελευταίος πόνος

ή το συνηθισμένο το λαχάνιασμα.

*

Ούτε για σένα ήτανε

όλος εκείνος ο παλιός καημός.

Η φάμπρικα σφιχτά αγκαλιασμένη

απ’ τη σκουριά και από τον κισσό

κοιμούνται οι δράκοι και δεν σκούζουν πια

λέβητες, φούρνοι και περιστροφείς

έχουνε την τραχιά ανάσα τους σβηστή.

Στον κάμπο τα πουλιά χοροπηδάνε

μεσ’ σε ξεθωριασμένους χωροδείκτες

και σε εξέδρες που δεν έχουνε κοινό.

Θα έχεις δίπλα σου το γιο σου

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης

θα σου κρατάει την κεφαλή ψηλά

όταν θα πέσεις νικητής

όταν ο γιος εσύ θα έχεις γίνει.

*

Ξύπνησε, πλυν’ τα πιάτα

ψάξε ακόμη για δουλειά

ή εάν προτιμάς

σκαρφάλωσε στα μολυσμένα σύννεφα

που απ’ το παράθυρο κοιτάζεις.

Εμένα θα με βρεις κοντά στο φως

π’ έλουζε το ποτάμι κάποιες νύχτες

εκεί θα είμαστε μαζί

χωρίς καν να βλεπόμαστε

από τον ήλιο τυφλωμένοι

χρυσάφι

απ’ τ’ ανακλώμενου νερού το φως.

Σαν τον καιρό που με ποδήλατα

κόβαμε βόλτες

στου ποταμιού την όχθη.

*

Εκεί θα σε προσμένω αύριο.

Εάν μ’ αναγνωρίσεις

θα είμαι ακόμη είκοσι χρονών.

 

70x50cm-12305

 

12 Μητέραα

12 Μητέραβ

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος έξι: Ο Κίλερ

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, έκτος μονόλογος.

Y2K 2

Ο ΚΙΛΕΡ

Τραγούδαγε απόψε η τηλεόραση

για χώρες μακρινές

όπου κυκλώνουν τα χωριά στον ύπνο

κι όπου χωρίς να κάνουνε διακρίσεις (θετικές)

σφάζουν γυναίκες και παιδιά

καθώς πηγαινοέρχονται τ’ όνειρο αιμορραγεί

το σπίτι πλημμυρίζοντας.

Αποκοιμήθηκε η πόλη ζωντανή

και ξύπνησε με το λαιμό κομμένο

θα ήθελα κι εγώ να κατορθώσω

τέτοια ωραία πράγματα

αλλά είστε πολλοί

και τους μισούς να εξόντωνα

θα μου ‘βαραίναν την καρδιά οι υπόλοιποι.

*

Ντύθηκα στα γαλάζια και έχωσα στη μπότα

στιλέτο ασημένιο

το Wesson έχω μέσα στο θηκάρι

και μια Beretta έβαλα στην τσέπη

το ένα σιωπηλό και γρήγορο

σαν ιδιαιτέρα γραμματεύς

η άλλη πάλι είναι μικρή και φλύαρη

φτυστή υστερική μετρέσα.

Κατέβηκα τη σκάλα και χαιρέτισα

πολλούς ανθρώπους -όλοι καθώς πρέπει.

Χάιδεψα ένα σκύλο,

χαμογέλασα

σε μία πιτσιρίκα φοβισμένη

όλο βυζιά και ματογυάλια

βγήκα στο δρόμο.

Ο αέρας στο περίπτερο

τα είχε βάλει με τον Τύπο

και τις εφημερίδες πάνω κάτω τίναζε

σα να ‘τανε κλωνάρια ενός δάσους

φύλλα ξερά και φύλλα τυπωμένα

πετούσανε αντάμα και χορεύανε.

Βροχή και μπόρα στης τιμής μου τον ορίζοντα

κι έκρυψε ο ουρανός το γαλανό του

στα ανατολικά

κι έβαλε μαύρα.

Τ’ άθλιο παρακαλετό

των πεινασμένων γλάρων αντηχούσε

το μίασμα τ’ αψύ του αποτεφρωτή

δάγκωνε την ατμόσφαιρα.

Δε θα μπορούσα ειλικρινά να φανταστώ

σκηνογραφία καλύτερη.

*

¨Βιντεοπαιχνίδια¨

έγραφε η ταμπέλα από νέον

κι έχυνε χρώμιο και διαμάντια

πάνω στις μηχανές που πέρναγαν

φέρνοντας στο μυαλό γιγαντιαία έντομα.

κι εγώ φαντάστηκα, πυροβολώντας,

όλα αυτά μαζί

να τα εξαφανίσω.

Περίμενα παίζοντας φλίπερ

Ήμουν ο λόρδος Raiden ενάντια στον Λυκάνθρωπο

δύο φορές ενίκησα δυο έχασα.

Doom, Σαράγιεβο, Βαγδάτη,

Αλγέρι, Κίγκαλι κι η γειτονιά σου

διάλεξε όπλο

διάλεξε εχθρό

έλα μικρέ μαζί μου

εγώ ειμ’ ένα λέιζερ καθαρό

μαχαίρι ακονισμένο

είμαι ο Σατανάς του Σαματά

είμαι η Τάξις και το Ένα

είμαι αυτός που όλα

τα ξεχωρίζει και τ’ απαριθμεί.

Μπορώ να κάνω φόνο για χρυσάφι

ή για ψιλά

όταν το φέγγος μου θ’ αντιληφθείς  

να αποδράσεις θα ‘ναι ανώφελο.

*

Τη Λίζα θα σκοτώσω ή το Γιο

ή τον τυφλό το Μάντη

ή το παιδί που μοιάζει μ’ Ινδιάνο

και κλαίει σιωπηλό σε μια γωνία

ή εκείνον το Χοντρό, το μελαγχολικό

με το πορνό στην τσέπη

ή την θλιμμένη γκόμενα που κάποιον περιμένει

καπνίζοντας.

Νεαροί καημοί σε αναμονή,

καλό είναι να μη βιάζεστε

ούτε να επιμένετε

θα σας χαρίσω την ειρήνη κάποια μέρα.

Η έσχατη χημεία είμαι εγώ

ο κλώνος που τη θέση σας θα πάρει

το δέντρο το άδικα κομμένο

και το 

κατασπαταλημένο 

το νερό

η πείνα, η παγωνιά, η εγκατάλειψη

εγώ είμαι το άρθρο το εξάστηλο

εγώ το άψυχο βιβλίο

εγώ του μίσους ο κρωγμός που εκπέμπεται

απ’ οποιοδήποτε κανάλι

εγώ είμαι το δίκιο και το κάτεργο

εγώ του καθενός

ο μέσος όρος.

*

Σ’ είδα να μπαίνεις Νεκροκεφαλή

κάτω από το τατουάζ, καρδιά

εάν στα κουτουρού πυροβολήσω

είτε εσύ θα είσαι είτε άλλος

κάνει το ίδιο.

Κάποιος δεν πλήρωσε, ε και;

Ήρθε μαντάμ η Ώρα, έτσι δεν είναι;

*

Μα, με ξαφνιάζει ένα  πρόσωπο

που τρέχει καταπάνω μου κραυγάζοντας

πρόσωπο γκρίζο, γέρικο

όπως θα είναι το δικό μου

σ’ είκοσι χρόνια.

.

Τα μάτια μου αν κλείσω ονειρεύομαι

του πυροβολισμού τη λάμψη και το βρόντο.

Σαν καταρράχτης πέφτει η νύχτα

πάνω στου νέον τις επιγραφές

καθώς το στρίβω στα σοκάκια

 με κοιτάζει.

Βρέχει. Τα ίχνη θα σβηστούν, ελπίζω.

Ήταν μονάχα ένας  γέρος.

Άλλο δεν έκανα παρά ν’ ακούσω

τα λόγια που μου είπατε.

Minolta DSC

 

10 Κίλερ α1.jpeg

10 Κίλερ α2.jpeg

11 Κίλερ γ

11 Κίλερ δ

images (16)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή (και μια σημείωση)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Ιουνίου, 2017

Σημείωση για τους φίλους που παρακολουθούν τις αναρτήσεις με το (υπό εκπόνηση) ιστορικό μυθιστόρημα

images (2)

Λέω να κάνω κάποιες αλλαγές στη δομή του (υπό διαδικασία συγγραφής) ιστορικού μυθιστορήματος και θα ήθελα να ενημερώσω σχετικά όσους παρακολουθούν αυτό το συγγραφικό παιχνίδι.

α. Το Πέμπτο Μέρος είχα πρόθεση να το αφιερώσω στις περιπέτειες των ηρώων κατά την παραμονή τους στην Αθήνα του 330 πΧ, όμως η εξιστόρηση, όπως είδατε, σκάλωσε κάπως στην Τύρο, με αποτέλεσμα να είμαστε ήδη στο ένατο κεφάλαιο και μόλις που έχουμε αντικρύσει, στο βάθος, τους Αθηναϊκούς λόφους.  Επομένως μου φαίνεται σωστό να αυτονομήσω αυτά τα εννιά κεφάλαια ως πέμπτο (ταξιδιωτικό) μέρος, και να ανοίξω ένα αυτοτελές έκτο με τα (πάντοτε υπό επινόηση/συγγραφή) αθηναϊκά δρώμενα.

β. Από τα εννέα κεφάλαια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αθήνα των ηρώων (και των χάλκινων τυραννοκτόνων),  σας έχω ήδη κοινοποιήσει τα οκτώ και σήμερα δημοσιεύω το ένατο. Όμως προτίθεμαι στη τελική εκδοχή το ένατο να αλλάξει θέση με το όγδοο και επομένως το τρέχον Ε΄ μέρος να καταλήγει με τα σχόλια και τις επεξηγήσεις του Οινοκράτη καθώς ενημερώνει περί των Αθηνών τον Χονδρόη. Μόνο που χρειάστηκε να προσθέσω μια μικρή παράγραφο στο (νυν όγδοο και από δω και μπρος ένατο και τελευταίο) κεφάλαιο του Ε΄ μέρους, όπου ο Οινοκράτης προειδοποιεί τον φίλο του πώς στην Αθήνα θα προσπαθήσουν να λύσουν πολλά μυστήρια, μερικά από τα οποία τον αφορούν (τον Οινοκράτη) προσωπικά.

γ. Το κεφάλαιο που αναρτώ σήμερα (θα μπει στη θέση του νυν όγδοου ως το προτελευταίο του Ε΄μέρους), αφηγείται τις σκέψεις του Εύελπι καθώς η νηοπομπή πλησιάζει στον Πειραιά,. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια να ενημερωθεί κάπως ο αναγνώστης σχετικά με το (κυρίως πολιτικό) σκηνικό που θα βρουν οι ήρωές μας με το που θα (ξανά) πατήσουν το πόδι τους στην Αττική.

*

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

  images (7)

 Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή. (Οι προβληματισμοί του Εύελπι…)

 Περίεργα, αλλόκοτα συναισθήματα με διαπερνούν. Επιστρέφω. Άγνωστο για πόσο, αλλά σε λίγο θα είμαι πάλι στην Αθήνα. Ήδη μου φαίνεται πως νιώθω τις μυρουδιές της. Είναι αξιοθαύμαστο πώς διαδίδονται οι μυρουδιές στην Αττική! Και πώς μαζί τους κουβαλάνε, όσο τίποτα άλλο, δονήσεις και αισθήματα απ’ το παρελθόν.

Πόσο μακριά βρίσκεται αυτό το παρελθόν; Δεν ξέρω. Οι χρονογραφές των ιερέων καταγράφουν τέσσερα μόλις χρόνια από τότε που ξεκίνησα, άμαθος και γεμάτος αισιοδοξία από το λιμάνι του Πειραιά, αλλά για μένα τα όσα συνέβησαν από τότε θα μπορούσαν να έχουν διαρκέσει πολύ περισσότερο. Εκεί που βρισκόμουν εγώ αυτά τα χρόνια, ο κόσμος άλλαζε κι εξακολουθεί να αλλάζει καταιγιστικά και τώρα σκέφτομαι – όχι χωρίς κάποια ανησυχία: άραγε έχει αλλάξει εξ ίσου και η Αθήνα;

Εγώ ναι, έχω αλλάξει αρκετά. Υποθέτω ότι τώρα είμαι πιο σοφός, υποθέτω ότι τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα κίνητρα των ανθρώπων και διακρίνω διαυγέστερα τα νήματα που πλέκουν τις ιστορίες τους. Αλλά η ωρίμανση, η σοφία, η επίγνωση, μήπως μου έχουν μειώσει την ικανότητα να ευτυχώ με  τα απλά πράγματα που με συγκινούσαν και με ενθουσίαζαν άλλοτε;

Θέλοντας και μη οι σκέψεις μου γυρνούν για μια στιγμή στην εκστρατεία και τα όσα εξακολουθούν να ρέουν και να διαμορφώνονται εκεί. Το καταπονημένο αλλά ήρεμο πρόσωπο του Καλλισθένη, η αποφασιστική νευρώδης φιγούρα του Ευμένη, τα ανδραγαθήματα, οι πολιτικοί ελιγμοί, οι σκευωρίες, όλα όσα διακυβεύονται στην αχανή Ασία, ενώ οι πολεμιστές επελαύνουν και καθώς νέοι τρόποι σκέψης και  νέοι τρόποι διοίκησης αναδύονται από το καζάνι όπου οι παλιοί ανακατεύονται, κοχλάζουν και ανασυντίθενται.   

Όμως δε θα ήμουν ειλικρινής με εμένα τον ίδιο, αν δεν παραδεχόμουν ότι πίσω από όλα αυτά στο νου μου κυριαρχεί μια άλλη μορφή. Όμορφη όσο ποτέ κι όμως με κάνει να μελαγχολώ. Προς τι να το κρύψω όταν ακόμη και ο Οινοκράτης το έχει καταλάβει και ανησυχεί; 

Είναι η μορφή εκείνης-που-εξακολουθεί-να-με-παιδεύει. Εκείνη, η προικισμένη με όλες τις χάρες, εκείνη που ξαφνικά και εκεί που δεν το περίμενα, έγινε προσιτή… και αμέσως ύστερα και πάλι απρόσιτη. Εγώ έπρεπε να φύγω, είχε αποφασιστεί. Δεν είχα το χρόνο να αντιδράσω στην άρνησή της να με ακολουθήσει.

Μαζί της πίσω στην Αθήνα θα ήταν σαν να μου είχαν προσφέρει ένα δώρο οι θεοί. Δεν μου παραχωρήθηκε. Μαζί της οπουδήποτε θα ήταν μια ανέλπιστη ευτυχία. Όμως ούτε κι αυτό προβλεπόταν για μένα. Τώρα ταξιδεύω ανάμεσα σε γλυκόπικρες σκέψεις, χωρίς αυτήν… κι όμως σχεδόν κάθε στιγμή, θελημένα ή άθελα, μαζί της.

images (24)

Από τα άλλα πλοία της νηοπομπής φτάνουν ως τα εδώ οι φωνές των απόμαχων πολεμιστών, ανακατεμένες με τα τριξίματα των κουπιών, τα πλαταγίσματα των πανιών και τα κρωξίματα απ’ τα θαλασσοπούλια. Οι ερέτες κωπηλατούν και τραγουδούν συγκινητικά παλιά αθηναϊκά άσματα του νόστου. Όπως αυτοί έτσι κι εγώ χαίρομαι που, όπου να ‘ναι, θα δω τους δικούς μου και χαίρομαι, ακόμα, με τη χαρά που θα πάρουν κι εκείνοι βλέποντάς με.  

Ως και οι πρέσβεις, δείχνουν ευχαριστημένοι και έχουν πάψει να μουρμουρίζουν διατυπώνοντας τις γνωστές, συνήθεις αν όχι πάγιες ¨διπλωματικές¨  επιφυλάξεις τους. Όταν δεν προσπαθούν να εκμαιεύσουν τις προθέσεις μου για το τι ακριβώς θα κάνω στην Αθήνα (πράγμα, όπως και να το κάνουμε, συμβατό με τα διπλωματικά τους καθήκοντα) ή να με κολακέψουν ως ¨σχεδόν Αθηναίο¨ που έχει τη σπάνια ευκαιρία να συμβάλει στην απονομή ιστορικής δικαιοσύνης προς την πόλη της Παλλάδας, αφιερώνονται σε ανώδυνους υπολογισμούς και προβλέψεις.

Υπολογίζουν ότι είμαστε στο μήνα  Σκιροφοριώνα κι ότι, ακόμα κι αν χάσουν τους ιππικούς αγώνες που γίνονται κάθε τέτοιο μήνα και είναι αφιερωμένοι στον Δία, σίγουρα θα βρισκόμαστε στο Άστυ καθώς θα μπαίνει ο Εκατομβαιώνας και μαζί του το νέο έτος. Επομένως έχουμε μπροστά μας Παναθήναια και μάλιστα τα Μεγάλα, τα ανά τετραετία, που πάει να πει  Παναθηναϊκούς αγώνες, ανοιχτούς σε αθλητές, καλλιτέχνες  και επισκέπτες από όλη την Ελλάδα. Με ρωτούν αν συμφωνώ, και εγώ τους λέω ότι έτσι είναι, έχουν δίκιο, τίποτα δεν είναι σαν τα αθηναϊκό καλοκαίρι, ιδίως όταν, κάθε τέσσερα χρόνια,  περιλαμβάνει τις γιορτές των Μεγάλων Παναθηναίων. Δεν αναφέρω καθόλου τις ανταγωνιστικές Ολυμπιακές γιορτές (οι τελευταίοι πανελλήνιοι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν πριν τρία χρόνια) κι έτσι δε τους χαλάω τον ενθουσιασμό.

images (9)

Ο Παλαμήδης, ο βετεράνος πολεμιστής που, ύστερα από θερμή παράκληση του Οινοκράτη, ταξιδεύει στο ίδιο πλοίο με μας, είναι καλή παρέα.

Διαπίστωσα ότι έχει άποψη για ό, τι συμβαίνει στην εκστρατεία και πέρασα πολλές ώρες του ταξιδιού συζητώντας μαζί του για όσα διακυβεύονται στην Ασία.  Μου μίλησε και για κάποια προβλήματα των πολεμιστών, που απ’ ότι φαίνεται δεν είναι επαρκώς γνωστά στην ηγεσία. Πολλοί οπλίτες, ικανοί και άξιοι στο πεδίο της μάχης, είναι αντίθετα άμαθοι και αφελείς σε ό, τι έχει να κάνει με το χρήμα και τις συναλλαγές. Κάποιοι επιτήδειοι (συνακολουθούντες ή και ντόπιοι ασιάτες) εκμεταλλεύονται αυτήν την απειρία και απομυζούν σκοτεινά κέρδη -νομίσματα και λάφυρα- φτιάχνοντας μεγάλες αν και αφανείς περιουσίες. Θυμήθηκα ότι κάτι μου είχε αναφέρει σχετικά ο Οινοκράτης (ή μήπως ήταν ο Ευρυμέδοντας;)  πριν την αναχώρηση, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα της προετοιμασίας δεν είχα δώσει επαρκή σημασία. Τώρα βλέπω ότι ο Παλαμήδης ενδέχεται να έχει δίκιο και καλό θα είναι να αντιμετωπίσουμε τη κατάσταση προτού πολλοί οπλίτες βρεθούν ξαφνικά καταχρεωμένοι.

Τα λόγια του βετεράνου με έκαναν να θυμηθώ τα όσα μου είπε ο Ευμένης για την επιθυμία του Αλέξανδρου να μάθει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στρατεύματος, προκειμένου να πάρει οριστικές αποφάσεις για τη συνέχιση ή όχι της προέλασης  (μετά την -προβλεπόμενη- εξουδετέρωση του Δαρείου).  Σκέφτομαι ότι αν επιχειρηθεί μια τέτοια διερεύνηση είναι πιθανό να έρθουν στην επιφάνεια πολλές απρόβλεπτες πτυχές της κατάστασης που επικρατεί στη βάση της στρατιάς. Αποφασίζω ότι θα είναι καλό να αναφέρω τις διαπιστώσεις του απόμαχου στον Καλλισθένη στην επόμενη επιστολή μου.

Με τον Παλαμήδη μιλάμε και για ο Άστυ των Αθηνών. Λείπει κι αυτός από κει πάνω-κάτω όσο κι εγώ. Όπως κι εγώ, προσπαθεί να ξαναμπεί κάπως στο κλίμα της πόλης για να μη φανεί απληροφόρητος κι αποξενωμένος όταν ξεμπαρκάρει. Γι αυτό, κάθε τόσο, ζητάει από τους πρέσβεις πληροφορίες για τα όσα έχουν συμβεί στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια.

Οι πρέσβεις δεν ξανοίγονται ιδιαίτερα και τηρούν την διπλωματική τους επιφυλακτικότητα, προπαντός όταν η κουβέντα αφορά στις πολύπλοκες πολιτικές ισορροπίες της Αττικής και όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε πλήρη νηφαλιότητα. Που πάει να πει ότι  γίνονται κάπως πιο ομιλητικοί σε δυο περιπτώσεις: Όταν τυχαίνει η συζήτηση να συνοδεύεται από υγρά κατασκευάσματα βακχικής προέλευσης και Οινοκρατικής παρασκευής και, βέβαια,  όταν τα θέματα αφορούν στα καλλιτεχνικά και τα αθλητικά δρώμενα…

Από αυτά που ήδη ξέρω, λόγω της μακρόχρονης παραμονής μου στην πόλη της Παλλάδας, αλλά και έχοντας ενημερωθεί όσο γίνεται πιο αναλυτικά από τους προϊστάμενούς μου και τις υπηρεσίες, πριν την αναχώρηση, καθώς και από αυτά που συμπεραίνω  από τα υπαινικτικά σχόλια που ξεφεύγουν από τους πρέσβεις, η κατάσταση που, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρω στην Αθήνα άμα τη αφίξει, σε γενικές γραμμές, έχει ως εξής:

Πρώτα η γενική πολιτική κατάσταση.

Η εξουσία στην Αττική, βέβαια, εξακολουθεί να ασκείται με βάση την αθηναϊκή επινόηση του ¨αρχηγεύοντος Δήμου¨ που αποκαλείται ¨Δημοκρατία¨ και  που αποτελεί βασική συνιστώσα του πανελλήνιου γοήτρου  των Αθηνών, ενώ κάποιες παραλλαγές της εφαρμόζονται και στις πόλεις που τελούν κάτω από την Αθηναϊκή επιρροή.

Στο κυρίαρχο όργανο αυτού του πολιτεύματος, τη Συνέλευση των Πολιτών, (ή Εκκλησία του Δήμου, όπως την αποκαλούν οι Αθηναίοι) οι συσπειρώσεις, εδώ και καιρό, δεν είναι πια εκείνες του παρελθόντος. Δεν είναι πια διακριτοί, όσο άλλοτε, οι ¨ολιγαρχικοί¨ σε αντιπαράθεση με τους ¨δημοκρατικούς¨, ή, ας πούμε, οι ¨παράλιοι (ναυτικοί, έμποροι)¨ κόντρα στους ¨μεσόγειους¨ (κτηματίες), ή τους ¨ορεινούς¨ (φτωχοί αγρότες και κτηνοτρόφοι)  ή τους κατοίκους του κεντρικού άστεως, τους επιλεγόμενους και ¨αστούς¨ (όπου συγχρωτίζονται οι διοικητικοί με τους βιοτέχνες, τους καλλιτέχνες  και αδιευκρίνιστους άλλους).  Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, -σημεία των καιρών- στη Συνέλευση έχουν σχηματιστεί δύο κυρίαρχες ομάδες: από τη μια μεριά οι φίλοι των Μακεδόνων και από την άλλη οι κεντρομόλοι Αθηνοκεντρικοί. Δίπλα σε αυτά τα δύο ¨κόμματα¨υπάρχουν (αν και -εκ των πραγμάτων- σε  κρίση), οι μικρότερες ομάδες των κρυπτο-λακωνιζόντων και, πιθανώς να επιβιώνουν ακόμη και κάποιοι κρυπτο-μυδίζοντες.

Πολλούς από όλους αυτούς τους γνωρίζω από παλιά. Ίσως όμως την τελευταία τετραετία να αναδείχτηκαν στη δημόσια ζωή της πολιτείας και άλλα, νέα πρόσωπα,  που να μην τα ξέρω και τα οποία  έχουν διαφύγει της προσοχής των υπηρεσιών  που παρακολουθούν τις εξελίξεις απ’ τους μακρινούς σταθμούς της ασιατικής εκστρατείας

Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι ότι, εδώ που τα λέμε, στην πολιτική ζωή, -της κατά τα άλλα καινοτόμου Αθήνας- κυριαρχούν οι γηραιοί (εξηντάρηδες και βάλε), ενώ η ηγεσία της εκστρατείας αποτελείται ως επί το πλείστον από νέους κάτω των τριάντα ετών. Πάντως τίποτα δεν αποκλείει οι ¨παλιοί¨ των Αθηνών να έχουν αναπροσαρμόσει τις απόψεις τους,  γιατί αυτή η τελευταία τετραετία έχει φέρει τα πάνω κάτω σε ολόκληρη την υφήλιο.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει έγκυρα να διαπιστώσω πόσο ειλικρινής είναι φιλία εκείνων που αναγνωρίζουν τον κυρίαρχο ρόλο του Αλέξανδρου στην ελληνική επέκταση (και τους νέους συσχετισμούς που προκύπτουν από αυτήν) και εάν εκείνοι που εκπροσωπούν αυτή την τάση είναι πρόσωπα αξιόλογα και αξιοσέβαστα ή αν έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις τους οι συνήθεις αφερέγγυοι καιροσκόποι.  Δηλαδή θα πρέπει να εξακριβώσω ποιοι ακολουθούν τους Μακεδόνες επειδή θεωρούν πως είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τα όσα είχε οραματιστεί για τους Έλληνες ο δάσκαλος Ισοκράτης και ποιοι, αντίθετα, τους υποστηρίζουν απλά και μόνο επειδή επωφελούνται από το να είναι με τους ισχυρότερους, είτε αυτοί είναι Μακεδόνες, είτε Λακεδαιμόνιοι είτε Πέρσες.

Πριν την θριαμβευτική εξόρμηση του Αλέξανδρου προς ανατολάς, οι κύριοι εκπρόσωποι των φιλικά διακείμενων προς τους μακεδόνες βασιλείς στην Αθήνα, πέρα από τον ειρηνιστή Εύβουλο που όντας πλέον πάνω από εβδομήντα πέντε ετών,  έχει αποσυρθεί από τα κοινά, και τον Φιλοκράτη (εκείνον της ομώνυμης ¨ειρήνης¨, που βρίσκεται ακόμη αυτοεξόριστος με μια θανατική ποινή που δεν έχει ακόμα αρθεί, να επικρέμεται στην κεφαλή του), ήταν -και απ’ ό, τι φαίνεται εξακολουθούν να είναι- ο Αισχίνης από το δήμο των Κοθωκιδών και ο Δημάδης από την Παιανία.

Οι δυο τους διαφέρουν στην ηλικία κατά μία δεκαετία, (πάνω κάτω εξηντάρης σήμερα ο Αισχίνης, πενηντάρης ο Δημάδης) και κατάγονται και οι δύο από τα φτωχά στρώματα του Αθηναϊκού πληθυσμού. Ο πατέρας του Αισχύνη ήταν εγγράμματος δούλος που χειραφετήθηκε πολεμώντας για την Αθηναϊκή Δημοκρατία, ενώ του Δημάδη ήταν βαρκάρης. Μοιάζουν επίσης στο ότι και οι δυο, στην αρχή της πολιτικής τους ζωής, αντιμετώπισαν την μακεδονική επέκταση ως κίνδυνο για την Αθήνα, όμως αργότερα άλλαξαν γνώμη, διαφοροποιήθηκαν από τον πολυπράγμονα, αλλά συνεπή αντιμακεδόνα Δημοσθένη και ηγήθηκαν της παράταξης των φιλομακεδόνων. Κατά τα άλλα μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αισχύνης, μοιάζει συνεπής στις αρχές που τώρα διακηρύσσει, ενώ τον Δημάδη οι περισσότεροι τον θεωρούν καιροσκόπο και θηρευτή πολιτικών (και οικονομικών) ευκαιριών.

όπλα

Όμως, πιο σημαντική από την τη διερεύνηση των προσκείμενων, είναι η ανάλυση της επιρροής των ενάντιων, δηλαδή εκείνων που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Αθήνα, παρά τις ήττες και τις απώλειες των πρόσφατων χρόνων, μπορεί ακόμη να αποτελέσει την ηγέτιδα δύναμη των ελλήνων.

Εγώ που επιστρέφω από μια εκστρατεία που ανατρέπει και εξαρθρώνει βασίλεια και αυτοκρατορίες, αν δεν γνώριζα από κοντά τις αθηναϊκές ιδιομορφίες, θα απορούσα με την ανθεκτικότητα και την επιμονή με την οποία η Αθήνα εξακολουθεί να διεκδικεί όχι μόνο αυτονομία αλλά και ηγετικό ρόλο στις τρέχουσες εξελίξεις. Εγώ όμως ξέρω ότι οι Αθηναίοι είναι μαθημένοι όχι μόνο να συμμετέχουν στη διοίκηση της πόλης τους, αλλά και η πόλη τους να παίζει αποφασιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Επομένως πολύ δύσκολα θα ανεχθούν μία παγκόσμια τάξη στην οποία οι αποφάσεις θα παίρνονται σε κάποιο απομακρυσμένο αυτοκρατορικό  κέντρο. Ξέρω, επίσης ότι ανάμεσα στους αντιμακεδόνες υπάρχουν ορισμένα σπινθηροβόλα πνεύματα.

Επικεφαλής τους βρίσκεται ο πασίγνωστος πλέον ρήτορας Δημοσθένης, που πρέπει να είναι πλέον περίπου πενήντα τεσσάρων ή πενήντα πέντε ετών. Μαζί του ο γηραιότερος (πρέπει να ‘χει πατήσει τα εξήντα), ευπατρίδης   Λυκούργος, από την ιερατική γενιά των Βουτάδων, ικανός διαχειριστής των οικονομικών που, παρά ταύτα, δεν έχει χάσει την φήμη του ¨υπεράνω χρημάτων¨. Στην ίδια περίπου ηλικία και ο παλιός μαθητής του Ισοκράτη, ο πλούσιος και καλοζωισμένος ρήτορας Υπερίδης. Ίσως, κατα τη διάρκεια της απουσίας μου από την Αθήνα να έχουν αναδειχτεί και ανάμεσα στους αντιμακεδόνες, άλλα, νεότερα στελέχη.

Πάντως, από ότι φαίνεται, ο κυριότερος, από τους αθηναίους ηγέτες αυτή τη στιγμή είναι ο ικανός τηρητής ισορροπιών, (γηραιός κι αυτός, πάνω από εβδομήντα) στρατηγός Φωκίωνας, που συνδυάζει τις εξής αντιφατικές ιδιότητες: Αφενός (όντας παλιός ολιγαρχικός και φιλολάκων) μοιάζει να είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς πολιτικούς της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως, παρά την αντιδημοτικότητά του, εξακολουθεί να εκλέγεται αδιάκοπα σε καίριες θέσεις και να επηρεάζει αποφασιστικά τα τεκταινόμενα. Αφετέρου, όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα σπάνιο δείγμα (τουλάχιστο για τη σημερινή αθηναϊκή δημοκρατία) αδιάφθορου και ανυστερόβουλου πολιτικού ηγέτη. Ο Αλέξανδρος τον εκτιμά ιδιαίτερα και η υπηρεσία μού έχει αναθέσει ειδική μεταχείριση σε ό, τι τον αφορά.

Παράλληλα με την αξιολόγηση των καταστάσεων και των χαρακτήρων που επικρατούν στην πολιτική ζωή της πόλης της Παλλάδος, θα πρέπει να διερευνήσω, με άκρα διακριτικότητα, πώς εξελίσσονται οι σχέσεις της Αθήνας με τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Είναι αναμενόμενο ότι ο Μακεδόνας στρατηγός, μόλις συνέλθει από την επώδυνη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη Μεγαλόπολη, θα ασχοληθεί ειδικότερα με τους Αθηναίους. Μέχρι στιγμής δεν έχει ενημερώσει την ηγεσία για τις ακριβείς προθέσεις του, και πιθανώς θεωρεί πλεοναστικό ή και περιττό να ζητήσει κατευθυντήριες γραμμές από το επιτελείο της εκστρατείας, αλλά είναι εξ ίσου πιθανό να έχει κατ’ ευθείαν επαφή με τον Αλέξανδρο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο Βασιλιάς επιθυμεί συμπληρωματική πληροφόρηση για τη δράση του αντιβασιλέα. Ο Ευμένης θεωρεί ότι οι ανησυχίες του Αλέξανδρου για τη συμπεριφορά του Αντίπατρου οφείλονται σε καταγγελίες της βασιλομήτορος Ολυμπιάδας, η οποία είναι γνωστό ότι αντιπαθεί τον στρατηγό που αντικαθιστά το γιο της στο βασίλειο της  Μακεδονίας.

Ο Ευμένης ήταν αρκετά σαφής σχετικά με αυτό το θέμα. Θα πρέπει να εξακριβώσω εάν ο Αντίπατρος έχει ήδη διεισδύσει ¨αυτόνομα¨ στους κύκλους της Αθηναϊκής ηγεσίας ή όχι, καθώς επίσης πώς τον αντιμετωπίζουν γενικότερα οι έλληνες του νότου.

5greca

Όμως δεν ξεχνώ ότι ο βασικός λόγος που είμαι εδώ, ο λόγος για τον οποίο ο Καλλισθένης με πρότεινε για αυτήν την αποστολή, είναι η αποκατάσταση της επαφής της ομάδας μας με τον δάσκαλο Αριστοτέλη. Η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε, η αναγκαιότητα να ληφθούν οσονούπω αποφάσεις που θα επηρεάσουν τον απώτερο βίο των Ελλήνων και παράλληλα η ανάπτυξη στην αυλή του Αλέξανδρου οργανωμένων ανταγωνιστικών ομάδων με απρόβλεπτη επιρροή, καθιστούν αναγκαία και επείγουσα μια διαβούλευση εκείνων που δρουν στο μέτωπο της Εξόρμησης με τους Σοφούς που μπορούν να συμβάλουν έστω από τα μετόπισθεν. Δηλαδή (επί της ουσίας) με τον εγκυρότερο σημερινό φιλόσοφο: τον Αριστοτέλη.  Επί πλέον η αλληλογραφία με τους σοφούς των μετόπισθεν θα πρέπει να επανα-κωδικοποιηθεί έτσι ώστε να  προφυλαχτεί από τις παρεμβάσεις και τις υποκλοπές των -όλο και πιο επικίνδυνων- ¨άλλων¨

Ο Σταγειρήτης όχι μόνο έχει άποψη για την εκστρατεία, αλλά και ξέρει καλά πρόσωπα και πράγματα. Πέρα από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που τρέφει για τον ¨πνευματικό του πατέρα¨ ιδιαίτερη εκτίμηση αν όχι αγάπη, τον υπολογίζουν και τον σέβονται πολλοί από τους νεαρούς μακεδόνες στρατηγούς που υπήρξαν κι αυτοί μαθητές του.  Εάν αυτήν τη στιγμή είναι καθοριστικής σημασίας κάποιος να συμβουλέψει τον βασιλιά, έτσι ώστε το Μεγάλο Επίτευγμα να μην συρρικνωθεί σε μια σειρά αιματηρών συγκρούσεων προς άγραν χρυσού και επιβολής, δεν υπάρχει ιδεωδέστερος από τον Αριστοτέλη.

Ο Καλλισθένης θα επιθυμούσε να μιλήσει ο ίδιος με τον Δάσκαλο, όμως ο τραυματισμός του απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι σκέφτηκε ότι θα μπορούσα να αναλάβω εγώ έναν μεσολαβητικό ρόλο.

Immagine19

Να ‘μαι λοιπόν να πλέω με την πλώρη στραμμένη προς τα λιμάνια του Πειραιά και να αναλογίζομαι πως θα καταφέρω να τα βγάλω πέρα.

Και… δεν είναι μόνο αυτά… (χαμογελάω). Είναι και η εκδούλευση που έχω υποσχεθεί στον Άρπαλο, καθώς και οι χαιρετισμοί που πρέπει να μεταφέρω από την Θαϊδα στη κυρά – Φρύνη.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος πέντε: Η νεκροκεφαλή

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Μαΐου, 2017

αρχείο λήψης (3)

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, πέμπτος μονόλογος.

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Κάτω από το τατουάζ υπάρχει η αμμουδιά

απ’ το εξώφυλλο μην κρίνεις το βιβλίο

ίσως τη μέρα να μην κάνω τόση εντύπωση

τη νύχτα όμως είμαι

Μπάσταρδος της Κολάσεως.

Κάποιος δε πλήρωσε; Και τι έγινε;

Είστε μήπως Μαντάμ απ’ την αστυνομία;

*

Παιδιά ελάτε εδώ, εδώ ειν’ η Παράγκα

όλα τα τέρατα εδώ

είναι σε προσφορά

υπάρχει εκείνος που τον πρόσβαλαν

υπάρχει εκείνη που την πρόδωσαν

και το μωρό το πεινασμένο

και ο γεροπαράλυτος

και ο μαροκινός

και ο ανθρωποφάγος

και ο τουφεκισμένος, ο κρεμασμένος,  ο στραγγαλισμένος

και ο φανατικός με το μαχαίρι του στο χέρι

όλοι αντάμα μεσ’ το ίδιο το κλουβί.

Πάνω στου λιονταριού το σώμα

πάτα το πόδι

πέτα τα πτώματα στο σκάμμα

την αγωνία και τον ρόγχο φωτογράφισε

κι έπειτα, με τη λίστα, γύρνα σπίτι.

*

Ήπια πολύ. Απ’ όλα καταβρόχθισα.

κι έχω τις τσέπες με λεφτά γεμάτες

Εγώ είναι που δεν πλήρωσα; Και τι έγινε;

Είστε μήπως Μαντάμ απ’ την αστυνομία;

Όταν θα φτάσει ο Κίλερ

θ’ ακούσω το τραγούδι του

μικρά και υγρά τα βήματα

σταγόνες από αίμα στο μαχαίρι

θα πάρω δρόμο,

θα σκαρφαλώσω σ’ ένα τρένο

θα πάω να γίνω χρυσοθήρας

στο Χόλυγουντ θα έχω μια πισίνα

ή ένα κότερο αραγμένο στη μαρίνα

ή θα με βρείτε πεθαμένο σε σουίτα

ή σε κανενός σταθμού

τ’ αποχωρητήρια.

Άθλιος, φουκαράς και βρώμικος

ή Αστραφτερός, Πολυτελής και Μέγας,

ό, τι το αίμα αγγίζει

θα μένει πάντα λερωμένο από αίμα.

*

Μικρή πλακέτα έχω στο λαιμό μου

ασημωμένη

γράφει πότε γεννήθηκα

μα έχει κι άλλο χώρο.

Θέλεις εσύ, μικρέ, να συμπληρώσεις τη γραφή;

Ο Φάντης Κούπα, ο πιτσιρικάς, ειν’ χαραγμένος

 απάνω στη λαβή του μαχαιριού μου

είμαι έτοιμος και μην κοιτάς

που μοιάζει παιδικό το πρόσωπό μου.

Κάτω από το τατουάζ υπάρχει η αμμουδιά

μην κρίνεις το βιβλίο απ’ το εξώφυλλο

ίσως τη μέρα να μην κάνω τόση εντύπωση

τη νύχτα όμως είμαι

Μπάσταρδος της Κολάσεως

*

Πράγμα γυρεύεις; Μια μονάχα στάλα;

Τι τα θες,

δουλειές να κάνεις είναι ωραίο πριν τον θάνατό σου.

Παίρνει μαζί του ο Ραμσής δολάρια στον τάφο

θάβει μαζί του ο εμίρης

νύφες καταψυγμένες

και η μοτοσικλέτα μου στο χώμα θα χωθεί

θα πάει ίσια κάτω ως τον πάτο

με πέρλες στολισμένη

για να πουλήσει ηρωίνη στους διαβόλους

ή

για να διαφθείρει τους αγγέλους

ή

τον κώλο της για να ‘χει να σκουπίσει.

Κρυμμένος είναι πάντα ο ουρανός μου

μαύρα γυαλιά φοράει

και να που τώρα ακούω

να πλησιάζουν βήματα

κι αν κάποιου έφτασε η σειρά

δε θα ‘θελα να είμαι εγώ Θεέ μου.

Θεέ, με τον παρά μου ας μπορούσα

τουλάχιστον το φόβο ν’ αγοράσω.

Εγώ είμαι που δεν πλήρωσα ε, και;

Είστε μήπως Μαντάμ

ο θάνατος;

images (2)

Κρανίο1

Κρανίο2

Κρανίο3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Τέσσερα: Λίζα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Μαΐου, 2017

TheSovietMayanPlayingCards33

Η ΛΙΖΑ

Είχε, που λέτε, το χορό της

η Πολυπλοκότητα

κι ήταν παρών κι ο βασιλιάς

ο Χωρίς Σχήμα

κι ήτανε εκεί επίσης κι η βασίλισσα

η Αυτού Μεγαλειότης η Ασυνέπεια.

Τότε κάποιος εκμεταλλεύτηκε το Χάος

και σκότωσε την Διαφορά.

Χωρίς λοιπόν τη Διαφορά και τη Διευκρίνιση

θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε

ότι η Βία

άλλο δεν είναι παρά θέμα Αισθητικής

και πως ένα νεύμα Αγάπης

με ένα μινουέτο εξισούται

ή με μια ρεβερέντζα.

Από μακριά οι φωτογράφοι

τραβούσαν πόζες τολμηρές

σε πριγκιπέσσες και σε πρίγκιπες

που ‘καναν τάχα πως δεν τους αρέσει.

Το λόγο έπαιρναν

από τους Δούκες της Κουλτούρας

οι χειρότεροι

γιατί τους περισσότερο καλούς

τους είχαν πάρει από φόβο.

*

Δεν πρέπει να πεθαίνει πια κανείς

χωρίς μια σοβαρή συζήτηση

ακατασχέτως μιλώντας για τα θύματα

εμείς θα ξανανιώνουμε.

Νέες απαιτήσεις θα ‘χουνε τα σώματα

νέες θα ζητούν φροντίδες

καθώς  θ’ αποσαθρώνεται η ψυχή

τον κομμωτή σου να τον στήνεις, δεν αρμόζει.

.

Δε μου ταιριάζουν τα κακά τα συναισθήματα

ούτε και τα καλά

τα σκέτα συναισθήματα μ’ αρέσουν

τ’ αληθινά

εκείνα που δεν λέγονται.

Εγώ, π’ ακόμη σ’ όλα αυτά πιστεύω

είμαι η βασίλισσα κι η δούλα

που στα τραπέζια ανάμεσα πορεύεται

και σας πουλάει αρώματα

και μέσα από τα χέρια σας περνάει

χωρίς να λερωθεί.

Εγώ είμαι το πλάσμα

που λείπει από τον άθλιο κατάλογο

των τηλε-προγραμμάτων

κι όχι η μπριζόλα που χορεύει

εκείνη που λατρεύουν οι Αμερικάνοι

ούτε του Μπος η κούκλα

εγώ είμαι εκείνη που ερωτεύεται

και από μακριά ακτινοβολεί.

.

Είμαστε μόνοι και είμαστε τρελοί

λύκοι είμαστε στο δόκανο πιασμένοι

που όμως συνεχίζουν την τρεχάλα.

Γέροι με ένα μόνον πόδι

με τα ποδήλατα ερωτοχτυπημένοι

όλα τα κόλπα ξέρουμε

που δίδαξε ο Δράκος ο Μικρός.

 Ο Flannery μας φωνάζει στη βεράντα

και ηχεί του επιλοχία

η φιλαρμονική.

.

Προύχοντες όλοι εσείς των Οθονών

που επιμένετε ν’ αποκαλείτε ¨όνειρα¨

αυτά που ήδη αρχίσατε να χάνετε

αυτά που δε μπορείτε πια να δείτε

κι ό, τι έχει απομείνει από τον κόσμο.

Εγώ ζω

μόνη μου στον πυθμένα του ηφαίστειου

πέτα μου ένα σκοινί ν’ ανέβω

γυμνή θα βγω να σε αποτρελάνω.

Εγώ είμαι η δίψα

εγώ είμαι το νερό

εγώ είμαι ο Άγγελος κι ο Ευαγγελισμός

εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ

και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά

κι εκεί, στην ακροθαλασσιά, ξυπνώ

γιατί εγώ ξέρω να πετάω στο σκοτάδι.

και θα ‘θελα

σ’ όλους τους τοίχους

να γράψεις τ’ όνομά μου.

Σχεδίασα λοιπόν το πρόσωπό σου

στο μέρος που περισσότερο απ’ όλα

με τρομάζει

κι είναι εκεί που επιστρέφω κάθε νύχτα.

*

Κάτω απ’ την πόλη καίει ένα ηφαίστειο

κάτω απ’ το τατουάζ έχει μια αμμουδιά

πίσω απ’ τον κακότροπο τον άνθρωπο

είναι τα λόγια μας

και πέρα από κάθε αυτοθυσία βρίσκεται

μια σκοτεινή, τυφλή αναμονή

 αυτό μην το ξεχάσεις όταν

στους πρόποδες θα είσαι στου Μνημείου.

Εδώ μπορείτε να αγοράσετε τα κάδρα του Βαν Γκογκ

όσο εκείνος είναι ζωντανός

όταν πεθάνει αφήστε στους εμπόρους

κάθε αποστεωμένο μεγαλείο.

Μην αγαπάτε μόνον τους νεκρούς

τους ζωντανούς σ’ ένα χορό καλέστε.

.

Εγώ είμαι της πόλης το κορίτσι

αλλάζω κέφια κάθε τόσο

αλλά μη με φοβάστε ούτε εμένα

ούτε τις χίλιες δυο φωνές μου.

Άκου με, τραγουδάω, κι ανάμεσα στις νότες

είναι και τ’ όνομά σου.

χαρτί 8

6 Λίζα α τμήμα

7 Λίζα β τμήμα

7 Λίζα γ τμήμα

8 Λιζα δ τμήμα

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Τρία: Ο Γιος

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Μαΐου, 2017

images (39)

Ο ΓΙΟΣ

Άκουσε, άκουσε το μπλουζ του φλίπερ

όλοι εκτοξεύτηκαν, μαγεύτηκαν, πετάνε

συγκρούονται, σκουντιούνται

και πάλι ξαναρχίζουν

από το ένα φως μέχρι το άλλο

χωρίς ποτέ να σταματάνε

κι ουρλιάζει η πόλη από τη χαρά της.

Άκουσε, άκουσε τις γλώσσες της Βαβέλ.

.

Το τσίρκο μεσ’ το φλίπερ έχει ανάψει

– πυρκαγιά –

ακούς μουγκρίσματα, σαλπίσματα, κραυγές

και γρατζουνίσματα ηλεκτρικής κιθάρας.

Ωσάν συγχρονισμένες χορωδοί

ανοίγουν οι αλιγάτορες το στόμα

έλα μικρή μου στη σκοποβολή

κάποια ψυχή θα πιάσουμε

έλα μικρέ μαζί μας

και στη πισίνα θα σε πάμε των σειρήνων. 

Είναι αλήθεια, ο κόσμος ειν’ κακός

κι ότι ο κόσμος ειν’ κακός, είναι αλήθεια

μα όχι δα και τόσο πιο πολύ

απ’ ό, τι εμείς.

.

Τι είναι που σου λέει ο μεθυσμένος;

 ότι αντάμωσε έναν κομήτη, λέει,

και πως στον κώλο έχει μια πληγή

από τ’ αστέρια τα πολλά  

που έχει καβαλήσει ως τα τώρα.

Έχει στο μπαρ μία καρέκλα αδειανή

πέθανε ο ποιητής

μα είναι εδώ οι γόπες, το καπέλο, 

και στο ποτήρι πάνω

σημάδι από το σάλιο του.

untitled

Με έναν ύμνο από τη βίβλο την παλαιά

τον άνθρωπο-ποντίκι να τιμήσετε

που απ’ τους οχετούς

κατάφερε να φτιάξει μία θάλασσα

και π’ όλες της ερήμου τις οφθαλμαπάτες

τις ξεδιάλυνε

κι εγώ σου λέω γεια, μικρή γραφίδα.

Sweeney Pompeo, κένταυρε ποιητή

Τσέχε ζυθοποιέ αντίο

αντίο και σε εσέ μικρή απ’ τη Σαρδηνία

όλους σας έχω στην καρδιά μου

μα είν’ το φλίπερ που με σπρώχνει μακριά

μ’ ένα χλευαστικό κουδούνισμα.

Γεια σου Ινδιάνε, γεια σου Lee φαρμακερέ

Κι αν πέθανε ο Δάσκαλος

δεν πρόκειται να ξεχαστεί.

Sweeney_Agonistes

Μαύρα κοράκια παίζουν μουσική,

ο Βασιλιάς Μελάνης κλαίει

κοντά σε μία νέγρα ηλεκτρική

την drag queen την πιο γοητευτική

την πάπια Ντέζη, τη Λολίτα

εμείς οι ερωτευμένοι καθισμένοι

πετάμε απ’ το ‘να διάστημα στο άλλο

και γελάμε

κι ύστερα χάμω ξαναπέφτουμε

πιότερο ερωτευμένοι από πριν.

.

Έλα Λίζα,

του ερημωμένου μου βασίλειου άνασσα

μια βόλτα στα χορτάρια θα σε πάω

που ανάμεσα στις ράγες ξεφυτρώνουν,

στις σκονισμένους βάτους που

τα τρένα   χαστουκίζουν

εκεί θα σου χαρίσω έναν κρίνο

με πέπλο καλυμμένο

από σκιά και απ’ αιθαλομίχλη.

Ψηλά απ’ τις σιδερένιες γέφυρες

θα βλέπουμε αποκάτω στο κανάλι

ξεράσματα αφρού, κίτρινα απόνερα

και Οφηλίες πλαστικές

από εκεί θα φτάσουμε στη θάλασσα.

.

Καθώς σε έβλεπα να ξεπροβάλεις

μέσα από μια ομίχλης χορωδία 

με το κοντό σου το παλτό

μου κόπηκε η ανάσα.

Τα χείλη σου θα ‘θελα να δαγκώσω

να πιω απ’ την γωνία του ματιού σου

να κλέψω τα μαλλιά σου

ενώ όλα τριγύρω θα εκρήγνυνται

σε μια γιορτή κουδουνιστών θορύβων

από φλίπερ.

Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις

πικρό σημάδι πάλης

να που οι δρόμοι οι σκοτεινοί

μας υποδέχονται

και τα παράθυρα τα σφαλιστά

ανάβουνε

ενώ εμείς θα περπατάμε χέρι χέρι.

Είμαστε εμείς  η Πόλη και ο Κόσμος

εμείς μικρά φωτάκια

στου φλίπερ το πολύχρωμο κατάστρωμα.

.

Εσύ που ακονίζεις το μαχαίρι

πρόσεξε

δεν έχω μόνο μια καρδιά, αλλά πολλές

Άκουσε τα τύμπανα και τρέμε

Κατάρα μαύρη σ’ όποιον

τους εραστές χωρίζει.

images (2)

4 Πόλη β Γιος α τμημα

5 Γιος β

5 Γιος βν τμήμα

6 Γιος γ Λίζα α τμήμα γ

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ 16. Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Δύο: Η Πόλη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Μαΐου, 2017

Η Μπαλάντα της πόλης που πονάει: Μονόλογος δεύτερος

images (5)

.

Η ΠΟΛΗ (ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ)

Να μη φοβάσαι τις πολλές φωνές μου

ανάμεσά τους είναι μια που σε φωνάζει

κόλαση μην τον λες αυτόν τον τόπο

κανένας δε δικάζεται εδωπέρα

είναι η κόλαση που τρέφεται

με ετυμηγορίες

εδώ έχουν άλλα πράγματα, καλύτερα,

να κάνουν οι διαβόλοι.

.

Είμαι μια άλλη πόλη εγώ

η πόλη που ονειρεύομαι

το μαγαζάκι με τα ντεμοντέ κουμπιά 

και στη βιτρίνα

το σκύλο τον φιλόσοφο.

Σ’ ένα παγκάκι καθισμένοι κάτι γέροι 

κατασκοπεύουνε των γυναικών τα χείλη

μέσα στα  λεωφορεία που περνάνε,

μα και τον Χάρο

που τους κόβει το εισιτήριο

¨νέους¨ να τους αποκαλεί και να γελάει.

.

Η κίνηση φρενήρης στο Υπερμάρκετ

αντιλαλούν καρδιές και καροτσάκια

βραδάκι, δείπνου μυρουδιές και φεγγαρόφως

και η μελαγχολία

μιας νεκροφόρας μαύρης

που στο νεκροτομείο μπαινοβγαίνει 

και τ’ άλλα τα αμάξια την σνομπάρουν.

.

Κορίτσια που σχολνούν απ’ το σχολείο

γελώντας, μοναχά ή σε παρέες

τα μάτια τους παραβαμμένα ίσως

και τονισμένοι οι αναστεναγμοί τους

δεν πάει πολύ που πρωτοερωτευτήκαν

και πάει μόλις λίγο

που τα  αφήσαν μοναχά. 

Τα αγόρια τις κοιτάζουν

άγγελοι τάχα άτονοι, πεσμένοι

γιατί ακόμη αρκετά δεν έχουν ζήσει

πραγματικά για να ‘ναι κουρασμένοι.

Νέοι ονειροπόλοι;

ή μήπως μαριονέτες

απ’ τους fashion καθοδηγητές υπογραμμένες;

Νέοι εξεγερμένοι;

ή μήπως γερασμένοι ηθοποιοί;

όλοι για μια στιγμή ελπίζουν το καλύτερο

κι εγώ μαζί τους.

.

Είμαι μια άλλη πόλη εγώ

η πιτσαρία η χλωμή της νύχτας

γύρω μοναχικοί κακοποιοί

κοσμο-πουτάνες

νέγρες μικρές γυμνές στο κρύο

ένας ξερνάει ακουμπισμένος σ’ ένα τοίχο

κι άλλος μασάει ξαπλωμένος καταγής.

σα να ‘τανε αρχαίος και ρωμαίος

λάμπει το πεζοδρόμιο

από φτυσιές, σκατά και πενταροδεκάρες.

Εγώ βρίσκομαι μέσα μου – εσώκλειστος

μα βλέπω και γελάω και ακούω:

έντομα μέσα σε παγίδες από φως,

στραβά πετάγματα αλλόκοτων πουλιών,

τ’ ασθενοφόρο που γκαζώνει

τις πόρτες του βροντώντας,

τα σιωπηλά τα κοιμητήρια, τ’ άθλια πάρκα,

τ’ αμάξια τα ξεκοιλιασμένα,

τους κάδους τους καμένους,

τις φλύαρες κεραίες που πιάσανε κουβέντα μεταξύ τους,

τους λάκκους,

του δρόμου τα μπαλώματα

και

δέντρα στραβωμένα,

γεράνια απελπισμένα,

μέσα στα λούκια μουσική,

βήματα σκύλων επάνω στο χαλίκι

και πάνω στους μαρμαρωμένους βασιλιάδες

σκόνη.

Είμαι μια άλλη πόλη εγώ

αφορισμένη της ασφάλτου όταν πιάνει η ζέστη

ή χιόνι βρώμικο

που καταπίνει αποτσίγαρα και ίχνη

ή μια μαργαρίτα που φυτρώνει

δίπλα στης υπονόμου το καπάκι

ή ένα τσαμπί σταφύλι

στον Μυστικό τον Κήπο.

.

Εγώ είμαι μια άλλη.

Μέσα μου, άμα λάχει, μπορείς και να χαθείς

μα σαν ξαναβρεθούμε

θα ‘ναι μια μάχη υπέροχη.

Απ’ όλες τις ψευτιές που μας δεσμεύουν

κι από τις αλυσίδες

από μονάχα μια, τουλάχιστον,

ας είσαι λεύτερος:

δεν πρέπει να ελπίζουμε,

μπορούμε,

κάθε στιγμή της μέρας.

images (4)

3 Πόλη α α

3 Πόλη α β

4 Πόλη β δ

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 1 Comment »

Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μέρος δεύτερο, Μονόλογος ένα: ο Μάντης

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Απριλίου, 2017

Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sediciΗ μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1] 

Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.

Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο,  εδώκαι είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).

Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:

 Μπλουζ 1 (Ο τυφλός μάντης), Μπλουζ 2 (Ο Πατέρας), Μπλουζ 3 (Η Μητέρα), Μπλουζ 4 (Ο Γιος), Μπλουζ 5 (Η Λίζα), Μπλουζ 6, (Η Πόλη), Μπλουζ 7 (Ο Κίλερ), Μπλουζ 8(Η Νεκροκεφαλή)

………………………..

[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.

…………………………

images (46)

ΜΠΛΟΥΖ σε Δεκάξι

Δεύτερη Κίνηση

Ο ΜΑΝΤΗΣ

Τις πολλαπλές φωνές εγώ δεν τις φοβάμαι

γιατί έχω μάθει ανάμεσά τους να διακρίνω

εκείνη που μου μοιάζει

κι εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ δεν είναι πως την πόλη την φοβάμαι

μα ξέρω πως μπορεί ν’ αλλάξει σχήμα

σπηλιά να γίνει ή και δάσος μαύρο

και ξέρω ότι θα με κυνηγήσει

ανήλεη και γοργή

σαν λαίλαπα.

Εγώ τα όνειρα δεν τα φοβάμαι

είναι εκείνα όμως

που με προκαλούνε.

*

Είδα στον ύπνο μου

τράπεζες αδειανές και φωτισμένες

όπου, τη νύχτα, κάποιοι παρελαύνουν∙

φέρετρα ξεφορτώνουν πλαστικά

γεμάτα κόκαλα.

Χώρο δεν έχει πια στα κοιμητήρια

και έτσι οι πεθαμένοι

πρέπει να βολευτούν με κάποιο τρόπο

κάτω απ’ το πράσινο χαλί των μοκετών.

Έτσι κάθε πρωί θα περπατάμε

πάνω στα κόκαλα των σκελετών.

Έτσι τα σπόρια βλέπω να πετάγονται

από τα έγκλειστα φυτά

στις εσοχές των τοίχων.

Έτσι θ’ αποκοιμιούνται τα παιδάκια

γεμάτα μ’ ακατάβλητη, τυραννισμένη, ελπίδα.

.

Και κάπως έτσι θα ‘λεγα πως φθείρεται

-και αναπαύεται-

η πόλη αυτή που ενίοτε

λέω πως ειν’ δική μου

αφού ο καθένας απ’ τους άλλους

-κακόβουλα μιλώντας-

την κατηγορεί

έκπληκτος με των άλλων την κακία

ο κάθε πάσχων προσπαθώντας να διαγνώσει

τον πυρετό στων αλλονών τα μάτια.

*

Εγώ γέρος, τυφλός κι αναμενόμενος

βλέπω πάνω στη γέφυρα

δυο αγκαλιασμένους νέους

δεν καθρεφτίζει την εικόνα το νερό

-είν’ μαύρο-

μα ξέρω εγώ πόσο βαθιά είναι τα όνειρά τους

και πόσο πόνο ένα φιλί σε μια στιγμή γιατρεύει.

*

Βλέπω έναν άντρα να  μοντάρει ένα πιστόλι

σιγά σιγά, με ιερή ευλάβεια

κάποιος δεν πλήρωσε και πρέπει να πληρώσει

και είναι αυτό το μόνο πάθος

π’ ακόμα μας ανάβει.

Κρυμμένον βλέπω εκείνον που φοβάται.

*

Βλέπω έναν άντρα να προβάλλει τρέχοντας

πάει προς το βασίλειο του Raiden

κι είναι μια προφητεία που τον κυνηγά

δε θα ‘χει τις αμφιβολίες τ’ Αβραάμ

όμως το αίμα του

θα το υπερασπιστεί.

Ούτε ευτυχία υπάρχει

ούτε αυτοθυσία

θα υπάρξει όμως κάτι που τους μοιάζει.

Κάποιος θα πρέπει να το κάνει, γιε μου

τις προσβολές χρόνων πολλών

για να ξεπλύνει.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δε βλέπω

μα εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

αρχείο λήψης2

1 Μάντης α χ

2 Μάντης β χ

2 Μάντης β χ β

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο ένατο. Στο βάθος: αι Αθήναι

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Απριλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

212643

Κεφάλαιο όγδοο: Στο βάθος Αθήναι

Είναι μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, πρωί. Η νηοπομπή έχει πάρει το τριγωνικό σχήμα της αιχμής του βέλους και στοχεύει τη στεριά που έχει φανεί στο βάθος, βορειοδυτικά. Το άσπρο σημάδι πάνω στη κορυφή των βράχων δε μπορεί παρά να είναι ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Η εμφάνισή του σημαίνει ότι ο Ιχθυόφιλος Τριαινοφόρος τους έχει συμπαρασταθεί ως το τέλος και ότι, όπου να ‘ναι, το ταξίδι ολοκληρώνεται αισίως.

Η πρώτη επιτροπή υποδοχής που συναντούν μπαίνοντας στον Σαρωνικό κόλπο είναι μια παρέα γλάροι, ασυντόνιστοι και ατομικιστές, που παίρνουν να στριφογυρίζουν  ανάμεσα στους ιστούς και τα, στραβοφουσκωμένα απ’ το βορειοδυτικό αεράκι,  ιστία. Οι κρωγμοί τους καλύπτουν  για μια στιγμή τους παφλασμούς των κυμάτων πάνω στα σκάφη και το ρυθμικό ήχο των κουπιών που βυθίζονται στα γαλάζια νερά για να βοηθήσουν κι αυτά την πλεύση. Τα κρωξίματα συναγωνίζονται για λίγο, με τρόπο χλευαστικό θα ‘λεγε κανείς, τους ήχους των τυμπανιστών που παροτρύνουν και συντονίζουν τους κωπηλάτες και μετά, οι γλάροι, ο ένας μετά τον άλλο, απομακρύνονται ακολουθώντας ένα κοπάδι σαρδέλες που κατευθύνεται προς τις ακτές της Αίγινας.

Ύστερα από λίγο στρίβουν και τα πλοία για να πάρουν πορεία παράλληλη με την νοτιοδυτική ακτή της Αττικής χερσονήσου.

δ

Ο Οινοκράτης είναι καθισμένος πάνω σε μια κουλούρα καραβίσιο σκοινί και επιθεωρεί την ακτή που παρελαύνει.

«Δεν φαίνεται από εδώ», λέει στον Χοντρόη, «αλλά πίσω από το ναό του Ποσειδώνα βρίσκεται ο τόπος στον οποίο οι Αθηναίοι οφείλουν πολλά, και κυρίως τον στόλο τους».

Ο Πέρσης είναι ακουμπισμένος στην κουπαστή και ατενίζει κι αυτός τη στεριά. «Εστί ουν εκεί δάσος πιπυκνόν και δένδρα υψηλόκορμα;» ρωτάει με θαυμασμό. «Αρέσκομαι των δασών, προποτιμητέα των ερημικών εκτάσεων ταύτα εισίν!»

«Όχι, δεν έχει δάσος. Την ξυλεία για την κατασκευή των σκαφών την παίρνουν  από τα δασωμένα βουνά της Αττικής ή την εισάγουν από αλλού∙ εκεί πίσω έχει κάτι πολυτιμότερο. Εκεί, σε μικρή απόσταση από το ναό, βρίσκονται τα περίφημα δημόσια μεταλλεία του Λαυρίου. Ασήμι και μόλυβδος! Από εκεί προέρχονται οι δημοφιλείς αθηναϊκές δραχμές και από εκεί χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό οι ναυπηγήσεις των πλοίων της Δημοκρατίας.

«Τι ουν εστί ¨δημόσια¨ μεταλλεία;» ξαναρωτάει ο ασιάτης.

«Το ¨δημόσια¨ σε μπερδεύει; Καταλαβαίνω, εσείς δεν έχετε τέτοια. Σε σας τα πάντα ανήκουν σε κάποιον και ο, τι περισσεύει ανήκει στο Μεγάλο Βασιλέα, έτσι δεν είναι; Ή μάλλον δεν το είπα καλά, διορθώνω: Όλα ανήκουν στο Μεγάλο Βασιλέα και αυτός ό, τι του περισσεύει μπορεί να το παραχωρεί στους ιδιώτες». Ο Οινοκράτης χαμογελάει. «Εδώ δεν είναι ακριβώς έτσι. Εδώ ό, τι δεν ανήκει στους ιδιώτες ανήκει σε όλους. Όταν λέμε ¨όλοι¨ εννοούμε βεβαίως τους ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι αποτελούν το Δήμο. Ό, τι ανήκει στο Δήμο είναι Δημόσιο. Τα μεταλλεία του Λαυρίου, εκεί πίσω είναι ένα καλό παράδειγμα».

«Και οίτινες εκεί εργάζονται τι θέλει εισίν;» απορεί ο Χοντρόης.

«Στα λατομεία έχει απ’ όλα. Από φτωχούς αλλά ελεύθερους πολίτες που εργάζονται με μισθό, κυρίως ως επόπτες, έως ανελεύθερους που δουλεύουν στις στοές. Από αυτούς τους τελευταίους άλλοι ανήκουν στο δημόσιο και άλλοι σε ιδιώτες που έχουν αναλάβει συγκεκριμένα έργα σε σύμβαση με την πολιτεία. Και οι μεν και οι δε είναι οι πιο τυραννισμένοι δούλοι. Περισσότερο και από τους ερέτες και τους υπ’ ερέτες  στα εμπορικά πλοία, οι οποίοι υποφέρουν μεν αλυσοδεμένοι, αλλά μπορούν τουλάχιστον να χαρούν το φώς της ημέρας».

«Άρα ουκ επ’ αγαθώ τω δημοσίω ανήκειν;».

«Εξαρτάται. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι πολύ καλύτερα να ανήκεις στην κοινότητα παρά σε έναν οποιονδήποτε ιδιώτη. Για παράδειγμα πάρε τους τοξότες -θα τους γνωρίσεις σύντομα, είναι κάτι θεόρατοι ξανθοί Θράκες- που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν για την επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων και των κανόνων στο κέντρο της πόλης. Αυτοί, ανάμεσα στα άλλα προνόμια που έχουν, οπλοφορούν κιόλας (με αυτά τα ¨δόλια όπλα¨, όπως αποκαλούν τα τόξα οι Δωριείς κύριοί μου). Πρέπει να ξέρεις ότι η οπλοφορία είναι απαγορευμένη, όχι μόνο στους δούλους αλλά και στους απελεύθερους και, συχνά, ακόμη και στους μέτοικους, οι οποίοι μπορούν μερικές φορές να φέρουν όπλα, αλλά μόνον κατ’ εξαίρεση και με ειδική άδεια. Βέβαια σε περίπτωση που η πόλη βρίσκεται σε θανάσιμη απειλή, όπως όταν είχαν εισβάλει οι δικοί σας, τότε τα όπλα δίνονται σε όλους».

minoan_410_310_8

Ο Χοντρόης έχει ένα σωρό απορίες,  και ο Οινοκράτης ανασύρει από το παρελθόν τις γνώσεις και τις εμπειρίες του από τη γη των Αθηναίων και του απαντάει ευχαρίστως.

«Αι λευκαί εν ταις παπαραλίαις γραμμαί τινί τρόπω γεγόνασιν;»

«Τι στην ευχή, δενς έχεις ξαναδεί αλυκές; Αλλά έχεις δίκιο, εσείς το αλάτι το βγάζετε από τη γή, ως ορυκτό, και μετά το πουλάτε πανάκριβο. Ποιο ακριβό κι από τα ινδικά καρυκεύματα… Εμείς εδώ το βγάζουμε από τη θάλασσα. Όμως, αν μείνουμε αρκετά εδώ, θα έχεις την ευκαιρία να διαπιστώσεις ότι το ¨αττικόν άλας¨ δεν είναι μόνο ευχάριστο στη γεύση, αλλά κάνει καλό και στο πνεύμα…»

Ο Χοντρόης τον κοιτάζει ερωτηματικά.

«Άσε» λέει ο Οινοκράτης «κάθε πράγμα στην ώρα του». Ύστερα συνεχίζει τη ξενάγηση: «Οι δύο πύργοι που βλέπεις πίσω από τις αλυκές ανήκουν στο ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα,  σε λίγο θα δούμε και το μεγάλο άγαλμα του Απόλλωνα που είναι στημένο ανάμεσά τους. Τώρα που τους κοιτάμε, σίγουρα μας παρατηρούν κι αυτοί, δηλαδή οι ιερείς που εδρεύουν εκεί, γιατί εκτός των άλλων, δουλειά τους είναι να επιτηρούν τη κίνηση στο Σαρωνικό.

Τις ξέρες μπροστά από ναό τις βλέπεις; Ξέρεις τι λένε οι Αθηναίοι γι αυτές; Λένε ότι ο στόλος του Μεγάλου Βασιλιά σας, ύστερα από την ήττα στη Σαλαμίνα, είχε τέτοιο φόβο που νόμιζε ότι τα βράχια ήταν αθηναϊκά πλοία που τους κυνηγούσαν…»

scan0033

Έχει μεσημεριάσει, τα πλοία πλέουν ανεμπόδιστα και οι κωπηλάτες με τη βοήθεια του αυλητή έχουν  πιάσει ένα παλιό θαλασσινό τραγούδι.

Ο Οινοκράτης δείχνει τα στρογγυλά υψώματα στο βάθος, «Αυτό το καταπράσινο βουνό που άρχισε να υψώνεται στα δεξιά μας το λένε Υμηττό. Όταν θα είμαστε στο Άστυ, θα βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει από την κορυφή του. Εκείνο εκεί το κτίσμα που ξεχωρίζει στην ακτή είναι ένα από τα πιο παλιά θέατρα της Αττικής. Είναι αφιερωμένο στον Διόνυσο και ανήκει στο δήμο του Ευωνύμου. Ξέρεις τι είναι τα θέατρα, έτσι δεν είναι;»

«Ο ημέτερος τέως κύριος, ο εξ Ελλάδος, ο παπάσχων το άλγος του νόστου, σφόδρα τα επεπεθύμει»

«Το πιστεύω και τον κατανοώ. Τέλος πάντων, αφού φτάσαμε ως εδώ σημαίνει ότι όπου να ‘ναι θα είμαστε στο Φάληρο, τον παλιό λιμάνι της Αθήνας. Αλλά απ’ ότι ξέρω δε θα αποβιβαστούμε εκεί. Οι Αθηναίοι έχουν ειδοποιηθεί για την άφιξή μας και μια επιτροπή θα μας περιμένει στο λιμάνι της Ζέας, ένα από τα λιμάνια του Πειραιά.  Αλλά για κοίταξε προς τα εκεί…»

Ο Οινοκράτης δείχνει προς τα βορειοδυτικά. «Τα βλέπεις τα υψώματα που διαγράφονται στο βάθος; Ε, ναι, το τριγωνικό είναι ο λόφος του Λυκαβηττού,  το άλλο, πιο αριστερά, είναι ο Λόφος των Μουσών, αλλά οι λάμψεις που βλέπεις στη κορυφή του προέρχονται από τον Παρθενώνα που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, ακριβώς από πίσω.

Ο Χοντρόης γυρίζει προς τα κει και προσπαθεί να διακρίνει τον περίφημο ναό της παρθένου Αθηνάς.

«Καλά, μη ξελαιμιαστείς κιόλας», του λέει ο Οινοκράτης «Μια απ’ αυτές τις μέρες θα σε πάω να τον δεις από κοντά».

Το σκέφτεται για λίγο και μετά προσθέτει:

 «Και όχι μόνον εκεί. Θα τα εξερευνήσουμε για τα καλά τα αθηναϊκά πεδία οι δυο μας Χοντρόη. Έχουμε να διαλευκάνουμε πολλών λογιών μυστήρια: εκείνα που θα μας αναθέσουν και άλλα, που μας τα φόρτωσε η ζωή. Μη με κοιτάς με ανησυχία όταν λέω ¨μας¨, εμένα εννοώ, αλλά να είσαι σίγουρος ότι όλα τα κουβάρια θα τα ξεμπλέξουμε.  Εσύ αρκεί να είσαι εν τάξει με τον φίλο σου τον Οινοκράτη κι όλα θα πάνε κατ’ ευχή. Να δεις που τελικά η Αθήνα θα σου αρέσει. Ε, τι λες αείκυκλε και πεπεριστρεφόμενε;» ρωτάει ο Οινοκράτης και γελάει. «Συμφωνείς;»

«Μετ’ επιπιτάσεως!», συμφωνεί ο Χοντρόης… και ανησυχεί: «Εξεφράσθην ορθώς;»

«Η ¨επίταση[1]¨ πάει μια χαρά, και η ¨πρόταση¨ και η ¨κατάστασ稻, απαντά ο Οινοκράτης καθώς ο νους του σκαλώνει στους όρους ανάλυσης της θεατρικού δράματος με την οποία είχε ασχοληθεί για κάποιο διάστημα κατά το απώτερο νεανικό συρακούσιο παρελθόν του. «Αρκεί, ευτραφέστατε, να αποφύγουμε την ¨καταστροφή¨».

****

[1] επίτασις: ένα από τα πέντε μέρη στα οποία αναλύεται η πλοκή του κλασσικού αρχαίου δράματος: Πρόλογος, πρόταση, επίταση, κατάσταση, καταστροφή ή λύση. Οι Συρακούσες θεωρούνται πόλη πρωταρχικού ενδιαφέροντος για όποιον ασχολείται με την ιστορία του Θεάτρου αλλά και της Ρητορικής

88dd190597615cb4264c0b8a76a336b1

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έβδομο: Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός!  

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Απριλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

images (2)

Κεφάλαιο έβδομο. Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός

Ο Οινοκράτης αντιμετωπίζει αυτό το ταξίδι με την συνήθη ¨φιλοσοφική¨ του διάθεση. Ωστόσο η ζωή του έχει μπει τον τελευταίο καιρό σε νέα καλούπια, καθώς η ανέλπιστη προοπτική χειραφέτησης έχει φανεί στον ορίζοντα. Κατά συνέπεια μέσα του έχουν αρχίσει κάποιες διεργασίες που, όσο κι αν δεν τις συνειδητοποιεί πλήρως, παράγουν νέες σκέψεις και νέες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, νοιώθει την ανάγκη να αλληλογραφήσει κι αυτός με κάποιον -κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν- και έτσι να έχει την ευκαιρία να αφηγηθεί (και στον εαυτό του τον ίδιο)  τα όσα γίνονται γύρω και μέσα του. Καταγραμμένη σε μια επιστολή, η πραγματικότητα, θα μπορούσε να γίνει περισσότερο οικεία, ερμηνεύσιμη, και αποδεκτή. Η καταγραφή είναι σίγουρος ότι θα τον βοηθήσει να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους.

Για την επιλογή του αποδέκτη των επιστολών του δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα.  Υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο νοιώθει ήδη μια διαπιστωμένη έλξη και το οποίο βρίσκεται αλλού: Το μικρό γοητευτικό Πουλχερίδιο.

Ή μήπως όλα τα παραπάνω (τα περί φιλοσοφίας της Ζωής, τα περί επανατοποθέτησής του απέναντι στον Κόσμο και τα επιχειρήματα υπέρ των θεραπευτικών ιδιοτήτων της Γραφής) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση μιας αφορμής, προκειμένου να υλοποιήσει την επιθυμία του να έρθει σε επαφή με τη μικρή εκπαιδευόμενη εταίρα που τον έχει καταφανώς γοητεύσει; Δε ξέρουμε. Θα δείξει.

Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Οινοκράτης έχει ήδη δημιουργήσει μια σχέση   ¨δι’ αλληλογραφίας¨    και εδώ παρακάτω υπάρχει το κείμενο της δεύτερης επιστολής του προς  το Πουλχερίδιον.

sagittarius_hev2

Αγαπητό Πουλχερίδιο χαίρε

Όπου να ‘ναι αποπλέουμε από το νησί της Τύρου με προορισμό την πατρώες χώρες των Ελλήνων και πριν αφεθούμε και πάλι στις βουλές του Ποσειδώνα σου στέλνω αυτή τη γραφή για να σου αφηγηθώ, όπως σου υποσχέθηκα, τις πιο πρόσφατες περιπέτειες του ταξιδιού.

Βλέπεις, δεν έχω ξεχάσει αυτό που μου εξομολογήθηκες, ότι δηλαδή από τότε που η κυρά σου, η Θαίδα, φρόντισε ώστε να γίνεις κάτοχος της τέχνης της ανάγνωσης και της γραφής, έχεις λατρέψει τη χαρά που μπορούν να προσφέρουν τα αφηγήματα. Για χάρη σου λοιπόν μετατρέπομαι σε αυτοσχέδιο συγγραφέα και σου στέλνω την παρούσα δεύτερη επιστολή με τα νεότερα απ’ όσα συμβαίνουν σ’ αυτή τη διαδρομή επιστροφής στην πατρίδα.

Αυτή τη φορά δεν έχω να σου περιγράψω ερήμους, οάσεις, εξωτικά παζάρια, αλλόκοτες ενδυμασίες και επιβλητικά μνημεία, όπως στην πρώτη γραφή που σου έστειλα, αλλά δυσκολίες και κινδύνους που παραλίγο να ανατρέψουν την πορεία μας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Αυτά συνέβησαν όταν φτάσαμε στο νησί της Τύρου, όπου οι Αρχές μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και γενναιοδωρία,  αλλά όπου τα πλοία που θα κατέφταναν από την Κύπρο και με τα οποία θα διασχίζαμε την εσωτερική θάλασσα, όχι μόνο δεν ήταν ήδη εδώ, αλλά και καθυστερούσαν αδικαιολόγητα να καταπλεύσουν.

Και όχι μόνο: και η τελευταία νηοπομπή που ξεκίνησε από το νησί προκειμένου να μεταφέρει απόστρατους και τραυματίες πίσω στις ελληνικές πολιτείες, προτού προλάβει να απομακρυνθεί από τις ασιατικές ακτές, είχε πέσει σε πειρατική ενέδρα και είχε υποχρεωθεί να επιστρέψει άρον άρον στην ασφάλεια του λιμένα του νησιού. Όπως κι εμείς, περίμεναν τώρα και οι απόστρατοι να καταφτάσουν τα πλοία που θα τους ενίσχυαν ώστε να ξαναπάρουν το δρόμο του επαναπατρισμού.

Εμένα προσωπικά, αξιαγάπητο Πουλχερίδιο, δεν είναι ότι με χάλαγε ιδιαίτερα αυτή η καθυστέρηση, όμως ο κύριός μου, ο Εύελπις, είχε κάπως δυσαρεστηθεί γιατί ήθελε να εκτελέσει τις εντολές του  μέσα στα προκαθορισμένα χρονικά όρια, άσε δε που οι Αθηναίοι πρέσβεις είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν γιατί επιθυμούσαν να είναι εγκαίρως παρόντες στις μεγάλες θερινές αθηναϊκές γιορτές. Όσον αφορά τον κύριό μου θα πρέπει ίσως να σου πω ότι έτσι κι αλλιώς είναι κάπως τεντωμένος και παράξενος. Προφανώς κάτι του λείπει αυτή την περίοδο και το ταξίδι δεν αρκεί για να τον αποσπάσει από τις μελαγχολικές σκέψεις που φαίνεται πως τον πολιορκούν.

Τέλος πάντων, ενώ η ανησυχία για τη συνέχιση του ταξιδιού εντεινόταν, για μια στιγμή φάνηκε ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια λύση, τουλάχιστο σχετικά με την προώθηση της δικής μας αποστολής προς την Αθήνα: Εδώ και λίγες μέρες είχε καταφτάσει στο λιμάνι μια εμπορική αποστολή από την μακρινή πόλη της Απώτερης Δύσης, την Καρχηδόνα, που όπως ίσως ξέρεις έχει χτιστεί από αποίκους της Τύρου, έτσι όπως κι εμείς οι Συρακούσιοι είμαστε απόγονοι αποίκων από την Κόρινθο. Οι έμποροι λοιπόν, οι οποίοι διέθεταν δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά πλοία, δηλαδή επαρκή χώρο και για εμάς, προσφέρθηκαν να μας πάρουν μαζί τους μέχρι τον Πειραιά.

Αυτή την πρόταση συζητούσαν στο Διοικητήριο, μόλις προχθές το απόγευμα, ο κύριός μου ο Εύελπις και οι  Αθηναίοι πρέσβεις που είχαν κληθεί να πουν τη γνώμη τους, ενώ ήταν επίσης παρών και ο Μένης ο Πελλαίος, ο νεοδιορισμένος Ύπαρχος για όλες τις χώρες εδώ γύρω. Και, αγαπητό μου Πουλχερίδιο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι θα αποφάσιζαν να αποδεχτούν την πρόταση των εμπόρων, εάν εκεί που συνεδρίαζαν προβληματισμένοι, δεν κατέφταναν ασθμαίνοντας απ’ το τρέξιμο τρία άτομα, τα οποία έφερναν νέες πληροφορίες που ανέτρεπαν την όλη κατάσταση.

Αυτά τα τρία πρόσωπα δεν σου είναι άγνωστα ω αξιαγάπητο Πουλχερίδιον. Το ένα είναι ένας φίλος της κυράς σου, εκείνος που έχει αναλάβει να μεταφέρει της επιστολή της στην κυρά Φρύνη των Αθηνών, ο Αθηναίος Παλαμήδης. Θα τον θυμάσαι υποθέτω, τον είχαμε συναντήσει στα Σούσα και του παράδωσες την επιστολή της Θαίδας όταν βρισκόσουν εκεί. Και το δεύτερο πρόσωπο πρέπει να το θυμάσαι γιατί κι αυτό το γνώρισες όταν επισκέφτηκες τα Σούσα: είναι ο αποκαλούμενος Χοντρόης, εκείνος ο ολοστρόγγυλος Πέρσης με την αξιοπερίεργη προφορά. Το τρίτο πρόσωπο άλλο δεν ήταν παρά ο υπογράφων φίλος και θαυμαστής σου: ο αποκαλούμενος και Οινοκράτης.

Σου εξηγώ τι είχε συμβεί: Προχτές το πρωί, ενώ σεργιάνιζα μαζί με τον Χοντρόη στα στενά του λιμανιού, χρειάστηκε να βοηθήσουμε έναν άνδρα στον οποίο είχαν επιτεθεί τρεις ντόπιοι μαχαιροβγάλτες. Ύστερα από μια επική συμπλοκή κατά την οποία στη σπάθα του  αμυνόμενου προστέθηκαν τα αυτοσχέδια όπλα (βαριά κατσαρολικά) που χρησιμοποιήσαμε με επιδεξιότητα και επιτυχία εγώ και ο παχουλός μου φίλος, οι ντόπιοι το έβαλαν στα πόδια. Ύστερα, με αρκετή έκπληξη ανακάλυψα ότι ο άνδρας που βοηθήσαμε δεν ήταν άλλος από τον Αθηναίο ευπατρίδη, τον Παλαμήδη.

Απ’ ό, τι μας είπε είχε χάσει την προηγούμενη, προτελευταία, αποστολή απόμαχων πίσω στην Ελλάδα  γιατί απ’ ό, τι φαίνεται κάπου είχε μπλέξει -αν κατάλαβα καλά πρέπει να έκοβε βόλτες στη γειτονιά με τους οίκους των τυχερών παιχνιδιών- αλλά είχε προλάβει την τελευταία. Ήταν λοιπόν παρών στη ναυμαχία με τους πειρατές, όμως κατά τη σύγκρουση είχε καταλήξει στη θάλασσα. Κολυμπώντας είχε καταφέρει να φτάσει στην ασιατική ακτή  και ενώ προσπαθούσε να προσανατολιστεί, είχε ανακαλύψει κρυμμένο σε έναν παρακείμενο όρμο έναν ολόκληρο στόλο από εχθρικά σκάφη.

Προχτές το πρωί λοιπόν, ύστερα από περιπετειώδη διαδρομή ημερών, καβάλα σε έναν ημίονο που προμηθεύτηκε από τους ψαράδες ενός παράκτιου χωριού, κατάφερε να επιστρέψει στην Τύρο. Όταν τον συναντήσαμε ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί στις αρχές και να αναφέρει την ύπαρξη αυτών των περίεργων πλοίων που δεν είχαν αναρτημένα σημάδια που να καταδείχνουν την προέλευσή τους, αλλά που είχαν ήδη δείξει τις εχθρικές τους προθέσεις. Όμως η επίθεση των νεαρών ίσως και να ‘χε μοιραία αποτελέσματα για τον γενναίο αθηναίο, αν δεν βρισκόμαστε κι εμείς οι δύο εκεί, εντελώς τυχαία.

Λίγο αργότερα, καθώς βαδίζαμε όλοι μαζί  κατά μήκος της προκυμαίας κατευθυνόμενοι προς το διοικητήριο, ό Παλαμήδης πρόσεξε ακόμη κάτι το σημαντικό: ένα από τα πλοία των Καρχηδόνιων ¨εμπόρων¨ που ήταν δεμένο εκεί, ανήκε -το αναγνώρισε αμέσως- στον περίεργο στόλο που είχε εντοπίσει!

01

Κατάλαβες λοιπόν αγαπητό μου Πουλχερίδιο; Εάν ο φίλος και θαυμαστής σου, ο υποφαινόμενος Οινοκράτης και, βεβαίως, ας μη τον ξεχνάμε κι αυτόν: ο παχουλός πλην όμως γενναίος Χοντρόης, δεν είχαν ¨ανακαλύψει¨ και βοηθήσει τον επίσης γενναίο Αθηναίο ευπατρίδη, ίσως αυτή την ώρα θα ήμασταν, εμείς και ολόκληρη η ¨αποστολή των ¨τυραννοκτόνων¨ -έτσι μας αποκαλούν εδώ και ομολογώ ότι μ’ αρέσει η προσωνυμία-  το λιγότερο αιχμάλωτοι των Καρχηδονίων και σήμερα, αντί για την Αθήνα, θα ταξιδεύαμε ως λάφυρα προς τη μακρινή αφρικανική τυρινή αποικία που, απ’ ό, τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό μεγαλοπιάνεται.

Άσε που -μεταξύ μας- μπορεί και ο Αθηναίος που πάλευε μεν με γενναιότητα αλλά μόνο με το ευώνυμο χέρι, όντας τραυματισμένος στο δεξί, να μη τα κατάφερνε να εξουδετερώσει από μόνος του τους τρεις νεαρούς μαχαιροβγάλτες και να μας άφηνε χρόνους προτού προλάβει να ειδοποιήσει τις Αρχές και έτσι η πόλη-νησί να έπεφτε απροετοίμαστη στα χέρια του ακατονόμαστου τάχα πειρατικού  στόλου και του δήθεν ¨εμπορικού¨ του δούρειου ίππου.

Χάρη όμως στην παρέμβασή μας, αλλά και στα μέτρα που έλαβε αμέσως ο Μένης ο Ύπαρχος, όλα αυτά αποσοβήθηκαν. Μια ομάδα από ικανούς και καλο-οπλισμένους άνδρες, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν μέλη της στρατιωτικής συνοδείας των ¨τυραννοκτόνων¨, δηλώνοντας ότι πρέπει να επιθεωρήσει τους χώρους πριν την επιβίβαση, μπήκε με άνεση στο πλοίο του αρχηγού των εμπόρων και συνέλαβε τον καπετάνιο και το πλήρωμα χωρίς να χυθεί αίμα, τουλάχιστον όχι πολύ. Την ίδια τύχη είχαν και τα πληρώματα των άλλων πλοίων της ¨εμπορικής¨ αποστολής.

Παράλληλα ο Μένης έδωσε εντολή τα τραβήξουν την χοντρή αλυσίδα που έκλεινε και ασφάλιζε το λιμάνι, έτσι ώστε να εμποδιστεί τυχόν αιφνιδιαστική επίθεση του ξένου στόλου. Δε χρειάστηκε όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί εκείνη την ώρα στο βάθος στα νοτιοδυτικά φάνηκαν επιτέλους τα ελληνικά πλοία που περιμέναμε. 

Κανένας βέβαια δεν περίμενε να φανούν από αυτή την κατεύθυνση, κανονικά έπρεπε να φτάσουν παραπλέοντας τις ασιατικές ακτές από τα βόρια, οπότε και θα είχαν αναπόφευκτα συναντηθεί με τα εχθρικά σκάφη που καραδοκούσαν εκεί. Προφανώς τα πλοία που ανακάλυψε ο Παλαμήδης γνώριζαν ότι περιμένουμε ενισχύσεις από τους ναυστάθμους της Κύπρου και είχαν στήσει ενέδρα για να τις εξουδετερώσουν και μετά να επιτεθούν ανενόχλητοι στη πόλη-νησί.

 Όμως φέτος οι πρόδρομοι ετήσιοι θερινοί βόρειοι άνεμοι ήταν πολύ ισχυροί και τα πλοία μας είχαν αναγκαστεί να παρεκκλίνουν από τη συνήθη διαδρομή. Οι άνεμοι τα παράσυραν προς τα νότια σχεδόν ως την Αίγυπτο, και χρειάστηκε να περιμένουν να αποδυναμωθεί η ισχύς τους για να μπορέσουν να ξαναβρούν  την παράκτια πορεία, αυτή τη φορά από τα νότια, προς την Τύρο.

Όταν τα πλοία των ενισχύσεων έδεσαν στο λιμάνι έπεφτε ήδη η νύχτα. Μία και μόνη νύχτα για να ξεκουραστούν τα πληρώματα και να ανεφοδιαστούν τα σκάφη. Και αυτό γιατί η ηγεσία, ύστερα από νυχτερινή σύσκεψη, αποφάσισε ότι καμιά αποστολή δεν μπορούσε να ξεκινήσει από το νησί προς την Ελλάδα, πριν εξουδετερωθούν τα πλοία που εντόπισε ο Παλαμήδης. Έτσι λοιπόν χτες το πρωί, ένα ισχυρό ναυτικό σώμα, απαρτιζόμενο από τα καλύτερα απ’ τα αφιχθέντα πλοία και ενισχυμένο με σκάφη και πεζοναύτες από τις τοπικές δυνάμεις, ξεκίνησε προς τα βόρεια για να ξετρυπώσει και να διαλύσει τον εχθρικό στόλο. Παράλληλα, ένα σώμα ιππικού ξεκινούσε προς το σημείο που υπέδειξε στους χάρτες ο Αθηναίος, προκειμένου να καλύψει τη ναυτική σύγκρουση από τη μεριά της στεριάς και να αποτρέψει οποιαδήποτε αποβίβαση των εχθρών στις ακτές.

Αυτά, αγαπητό Πουλχερίδιο, συνέβησαν χτες, αλλά τα νέα για την έκβαση των επιχειρήσεων έφτασαν μόλις σήμερα. Τα νέα δεν είναι άσχημα, άλλα ούτε τόσο καλά όσο ελπίζαμε. Από ό, τι φαίνεται οι Καρχηδόνιοι είχαν άμεση πληροφόρηση για το τι συμβαίνει στο νησί.  Γι αυτό, όταν έμαθαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να αιφνιδιάσουν κανένα, ότι η καλυμμένη εμπροσθοφυλακή των ¨εμπόρων¨ είχε αποκαλυφτεί και ότι εναντίον τους κινιόταν ισχυρή ναυτική δύναμη μαζί με  τμήματα του ιππικού, προτίμησαν να αποπλεύσουν επειγόντως. Ο επικεφαλής ναύαρχος των δικών μας πλοίων ζήτησε την έγκριση να τους καταδιώξει, αλλά ο Μένης προτίμησε να δώσει εντολή να επιστρέψουν. Έτσι η μεν Ιστορία έχασε την ευκαιρία να καταγράψει μια ακόμη μεγάλη θαλασσινή σύγκρουση, εμείς όμως ¨η αποστολή των τυραννοκτόνων¨, καθώς και οι απόστρατοι με τους οποίους θα συνταξιδέψουμε, αποκτήσαμε μια αξιόλογη συνοδεία ικανή να αποτρέψει οποιοδήποτε κίνδυνο. 

Τα πλοία αναμένεται να επιστρέψουν το απομεσήμερο και η αναχώρησή μας προβλέπεται για αύριο το πρωί. Έτσι βρήκα τον απαραίτητο χρόνο για να σου γράψω αυτές τις αράδες που ελπίζω και εύχομαι να σε βρουν υγιή και ευτυχισμένη. Όπως εύχομαι ολόκαρδα να βρεις και εσύ το χρόνο και τον τρόπο να μου στείλεις λίγες γραμμές για το τι κάνεις και τι σκέφτεσαι αυτόν τον καιρό. Δε σου κρύβω ότι όλα όσα σε αφορούν με ενδιαφέρουν

Ο αφοσιωμένος σου φίλος, ο και Οινοκράτης αποκαλούμενος.

*

Υστερόγραφο. Μπορείς να καθησυχάσεις την κυρία σου. Ο Παλαμήδης ανέκτησε όλες του τις αποσκευές, συμπεριλαμβανόμενης της επιστολής της προς την Φρύνη. Θα υπάρξει, εκ των πραγμάτων, μια κάποια καθυστέρηση, αλλά η επιστολή θα παραδοθεί αμέσως μόλις φτάσουμε στην Πόλη των Αθηνών.   

15

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος οκτώ: Η νεκροκεφαλή

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Μαρτίου, 2017

αρχείο λήψης (2)

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Άναψε την κονσόλα, νεαρέ

και μάθε πώς να σέρνεσαι

αν θέλεις κάποτε να γίνεις

φίδι χωρίς σκιά και ξύπνιο

σαν κι εμένα.

Εγώ είμαι το ψάρι το μικρό

 το πιο ιοβόλο.

Εγώ εγκαίρως έμαθα

πώς στο σκοτάδι να δαγκώνω.

Στις τσέπες μου δεν κουβαλάω πια 

φωτογραφίες

βρισιές δε γράφω πια στους τοίχους

ούτ’ ερωτόλογα.

Μ’ αρέσουνε οι νικητές

και οι ανοιχτοχέρηδες.

Μ’ αρέσει η Αποκάλυψη

αλλά με φωτισμό σωστό

και με σινιέ κουστούμια.

Να διακινώ μ’ αρέσει

και να καταναλώνω.

Μ’ αρέσει -αν μου επιτρέπετε

έτσι να εκφραστώ-

αυτό που σ’ όλους σήμερα

¨του θανατά¨ αρέσει.

images

Αγόρασε το πράμα μου

παρ’ το, είτ’ είσαι γέρος

είτε ακόμη είσαι νιος

είτε πατέρας είτε γιος,

αυτή είναι η μόνη μουσική

ολομερής που παίζει

σ’ οθόνες και ραδιόφωνα.

Και πες μου, τι νομίζεις πως

τα βιβλία θα μπορούσαν  να βοηθήσουν  

όταν θα είσαι πάνω στην καρέκλα

την ηλεκτρική;

images (79)

Οι έσχατοι ουκ έσονται οι πρώτοι

παρά ψοφάνε απ’ το κρύο ξαπλωμένοι

πάνω στις μαντεμένιες σχάρες

των υπονόμων

κι η νύχτα απ’ το τοπίο τους διαγράφει

σα να ‘ταν βάρκες που φουντάρανε στον πάτο.

Μη δίνεις βάση στις κραυγές

κι έλα να σε κεράσω.

Ξέρω μια Πολωνέζα που μπορεί

να σου ρουφήξει την καρδιά.

Και ξέρω κι ένα χάπι

που τα μυαλά στα ψήνει

έτσι μετά, μπορείς και να τα φας.

O Raiden μπορεί να καθαρίσει

πάνω από εκατό εχθρούς

πατώντας τα σωστά κουμπιά.

Κάτω, στο σκοτεινό σοκάκι

έχω αμάξι αεροδυναμικό

βγαλμένο από τα κόμικς,

χρώμα πράσινος δράκος

που ανέμελος φουμάρει ένα πούρο.

Έλα, σε περιμένω στο ημίφως.

Το σβήσιμο είναι

η υψηλή μου τέχνη.

αρχείο λήψης (4)

Θα ‘θελα να πεθάνω ακόμη νέος

μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα

να ξανανιώσω

γι αυτό με υπομονή θα περιμένω

η έσχατη κραυγή να ακουστεί

και θα ‘ναι η δική μου, όχι του κόσμου.

αρχείο λήψης (3)

[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨.  Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].

Κρανίο 1

Κρανίο2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος επτά: Ο Κίλερ

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Μαρτίου, 2017

(Εδώ παρακάτω η μετάφραση-απόδοση του έβδομου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨του Στέφανου Μπένι)

images (74)

 

Ο ΚΙΛΕΡ

Η μυρουδιά από δέρμα

που αναδύεται

απ’ των αυτοκινήτων τα καθίσματα

κι από των όπλων τα θηκάρια

το ξαφνιασμένο τρόμαγμα στα μάτια

αυτών που με φοβούνται.

Μ’ αρέσει βιαστικός να προσπερνάω

όπως οι τίτλοι κι οι επιγραφές

στο κάτω μέρος της οθόνης

χωρίς τίποτα πριν και τίποτα μετά.

Δεν λέω, είναι καλύτερα στα φιλμ 

όταν τινάζονται όλα στον αέρα

το αίμα τρέχει και λαμποκοπά

γελάει ο κόσμος και χειροκροτεί

και οι κακοί ανασταίνονται

για να ξανασκοτώσουν.

Μα έχω εγώ υπομονή: μια μέρα

όλοι τους θα με σέβονται

όπως τον δήμιο που του παίρνουνε συνέντευξη

-απ’ τις πλάτες-

στην αίθουσα επισήμων του Ιδρύματος.

Κι η φάτσα μου θ’ απεικονίζεται

σε κάρτες που οι συλλέκτες θ’ ανταλλάσσουν

κι ύστερα θα κολλάν -με ικανοποίηση-

στο Άλμπουμ των Μεγάλων Δολοφόνων.

*

Μη με ρωτάς ποιος είμαι

με ξέρει η καρδιά σου

μη με ρωτάς τι ειν’ αυτό που σου πουλάω

θα ‘ρθει η μέρα που θα τ’ αγοράσεις.

Έχω χαράξει -τατουάζ- ένα κρανίο

που θα ‘ναι το πορτρέτο σου μια μέρα.

Ξέρω εγώ τι θα επιθυμούσες

και τα εγκλήματα που στ’ όνειρό σου βλέπεις.

Ξέρω εγώ τι εσκεμμένα κρύβεις

πίσω από το θολό σου βλέμμα

πίσω απ’ την θωρακισμένη πόρτα σου

πίσω απ’ το αιμοχαρές σκυλί σου

πίσω απ’ τις ξυλιές που δίνεις στα παιδιά σου.

Ξέρω τι θα ‘θελες να πεις

τη νύχτα στο τηλέφωνο.

*

Μη με ρωτάς γιατί γυαλίζω το ντουφέκι

εγώ άλλο δεν κάνω, παρά ακούω

όσα μου ψιθυρίζεις.

images (73)

Κίλερ 1

Κίλερ 2

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος έξι: Η πόλη (ως βιντεοπαιχνίδι)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Μαρτίου, 2017

(Συνεχίζουμε την προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των μονολόγων των ηρώων του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι)

p24_7 copy

Η ΠΟΛΗ (ως ΑΙΘΟΥΣΑ ΒΙΝΤΕΟΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ)

Είδα το φως.

Εκεί όπου η πόλη σκύβει και προσεύχεται

και ύστερα γκρεμίζεται στον καταρράχτη

της άβυσσου που ‘χει τα μάτια μύγας.

Ονείρου οθόνες,

χρώματα νέα, που κανείς δεν είδε ως τα τώρα

τον cyber Kabuki γοητεύουν.

images (43).

Είδε ο γεροζωγράφος ο Yomiuri  

στην κορυφή ενός ουρανοξύστη

μία ροδακινιά

και απ’ αυτήν εσκάρωσε φανέλα

του NBA

κι ύστερα ένα παιχνίδι βίντεο σχεδίασε

που ‘χει να κάνει με το μέλλον

της οικουμένης σύμπασας.

images (47)

Ρέει το αίμα, τα τέρατα ψοφάνε.

Γυμνές δονούμενες γυναίκες

με δέρμα από πίξελ

μας σαγηνεύουν.

Εκεί ‘μαστε κι εμείς

μελλοντικό μουσείο από κερί

διαφωτισμένοι και νεκροί.

Πολεμιστές που μ’ ένα κέρμα παίρνουν μπρος

πωλούνται σε τιμή του σκοτωμού

σε δέσμες ανά δέκα.

Γυμνά κρανία, τρυπημένες μύτες  

φυλή που απ’ τις πολλές τις κατακτήσεις

έχει πεθάνει.

Χωρίς να υπολογίσεις

την έκφραση που έχουμε εμείς

καθώς την Queen Alien εκτελούμε

και την απόχρωση που παίρνουνε τα μάτια

-εκείνη τη στιγμή-

της Φλόγας της Συνθετικής.

images (45)

Raiden με λένε

τα όπλα  μου εκπέμπουν φως και θα σε προστατέψω.

Κι αυτόν που βλέπεις από ‘δω τον λεν’ Κρανίο

ή Νεκροκεφαλή

Έχει απ’ όλα κι όλα τα πουλάει.

Σκάφη που φτάσαν από χώρες μακρινές

με καπετάνιους κάτι πλούσιους, δικούς μας,

λίγο βαριεστημένους,

φέρανε κόκα άφθονη

για το Νεκρό Κεφάλι.

Είμαι ψάρι μικρό γεμάτο αγκάθια

περήφανα δηλώνω, είμαι φασίστας

αλλά και το αντίθετο

μία χαρά μου πάει.

Τσίνα το λένε το κορίτσι μου

πούτσες και παγωτά γι αυτήν κάνει το ίδιο.

Ενδυμιόνη θα τη φώναζα, αν το ήθελε.

Πάρ’ τηνα, παίξε την,

χρησιμοποίησέ την

δε σε ζαλίζει, είναι καλή,  μπόνους ζωής σου δίνει

μάζεψ’ το  απ’ το δέντρο και πιο μακριά θα φτάσεις.

κούνα το Joystick,

κέρδισε πόντους, χώρο,

πήγαινε ως την έσχατη την Πύλη

εκεί θα βρεις τον Μπος

ή μια φτηνή Νιρβάνα

ή απ’ το Kyoto ένα γκονγκ

ή χάρτινες κορδέλες

μ’ επιθυμίες πάνω τους γραμμένες

από εκείνες που συλλέγουν οι γκουρού

για του MTV τα βίντεο.

images (48)

Άναψε τώρα το Μαντείο

 και ρώτησέ το

για μια δεκάρα από ψεύτικο χρυσάφι

όλα θα σου τα πει για την Wall Street

μία χλωμή Κασσάνδρα

images (44)

Και από ‘δω, το τζάκι μας, εδώ η θαλπωρή μας

εδώ το φρέον καίγεται κι οι οπτικές οι ίνες

τελειώσανε τα αστέρια εδώ

κι οι απορροφητήρες.

Ρίξε μου, σπρώξε, χόρεψε, σκότωσε, κάν’ τον μάγκα

μάσα την τσίχλα, φίλα με,

σκότωσε τη βασίλισσα

και πρόσεξέ με, είμαι εδώ, ο ουρανός δεν είναι.

d2b5c15e2574ee4b7d8c6a1421b18abb30371f7d_hq

Είναι δεκατριών χρονών. Ιζότα τ’ όνομά της

να παντρευτεί ένα τέρας είναι το ριζικό της.

Σωσ’ την.

Μα τι μπορώ να κάνω, αφού είναι όλα τέρατα

και το παιχνίδι τα ξερνά, μυριάδες μεσ’ το δρόμο;

Εμπιστέψου με

Είμαι της Πύλης ο Φρουρός

Αγόρασέ την, δοκίμασέ τηνε, θα δεις, κάνει καλό

προέρχεται από τόσο μακριά

όσο κι οι εξωγήινοι.

Θυμίαμα για τον  Rimbaud, (τον ποιητή)

έκσταση για τον Ryu, (τον γιαπωνέζο manga)

εκατομμύρια πόντοι

τριγράμματο έχω όνομα, μα είναι και το πρώτο

(οι μάγισσες γελάσανε με τούτον το χρησμό μου).

Μάζεψα από χάμω

το νέο υπερόπλο

μα ο σφυγμός μου αδύναμος κι έφευγε η ζωή μου

και η ανάσα μου βαριά, σαν μπάρα αναλογική

Έπεσα κάτω, μα…

Καινούργιο κέρμα  στη σχισμή

και νά’σου π’ ανασταίνομαι

πολλές φορές εμείς εδώ μπορεί ν’ αναστηθούμε

εδώ είδα το αίμα μου

σταγόνα τη σταγόνα

στις φλέβες να επιστρέφει

εδώ εγώ είδα το φως, καθώς

ερεθισμένες έτρεμαν οι φλέβες του λαιμού μου.

Εγώ θα είμαι ο νικητής

εγώ θα σε γλιτώσω

για μένα άλλος τόπος δεν υπάρχει.

Κι έξω είναι νύχτα.

images (1)

Η πόλη 1

Πόλη 2

Πόλη 3

 

images (42)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος πέντε: Λίζα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Μαρτίου, 2017

(Μονόλογοι από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα)

ΛΙΖΑ

Εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ

και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά

τι λένε οι άλλοι δεν ακούω

-αν για το σώμα μου μιλάνε 

ή για το πεπρωμένο που επίκειται.

Έχω εγώ πόδια μικρά να δραπετέψω  

κι έχω έναν κώλο που θαυμάζω

όπως η κυρά-αλεπού θαυμάζει την ουρά της

-με ματαιοδοξία.

Θα ‘θελα να με σέβονται, όπως εγώ

σέβομαι τη βελανιδιά του κήπου

που πίνει τις σταγόνες του αίματός μας

όταν κρύβει τον ήλιο

κι όταν την οροφή ενός ονείρου 

μεσ’ στο σκοτάδι υποδείχνει.

Γελάω εγώ και σβήνω το κραγιόν μου

και ύστερα το ξανα-ματα-βάζω

να πω γιατί, δε θα ‘ξερα.

Θα ‘θελα, εγώ, ν’ αλλάζω κάθε ώρα

-μα άστατη μη με πείτε.

Χρειάζομαι αέρα καθαρό, καπνό κι ομίχλη

να φεύγω και να μένω

ν’ ανασηκώνομαι ψηλά, μετά να πέφτω χάμω,

-τρελή να μη με πείτε.

*

Θέλω μια πόλη, εγώ, που να μην είναι

μόνο ταμπέλες φωτεινές

εγώ αγαπώ τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις

κι όχι ό, τι έρχεται μετά

τους σμπάρους, τις σειρήνες.

Εγώ ακούω των σκύλων τους κλαυθμούς

απ’ τη φωλιά τους.

Στ’ αρώματα δουλεύω εγώ, στα σαμπουάν

κι όμως αισθάνομαι τη βρώμα της ανάσας

των κροκοδείλων.

Εγώ κλαίω σκυφτή

μπρος στο βωμό

του ραδιοφώνου ενός αυτοκινήτου

κλωτσάω εγώ και γρατζουνώ.

Εγώ δε θα ‘θελα ποτέ να γεννηθώ

και θα ‘θελα γριά να είμαι τώρα

όπως είναι φθαρμένο, γέρικο, σαθρό

ό, τι έμαθα ως τα τώρα απ’ τον κόσμο.

Θέλω στα μπράτσα σου να κοιμηθώ

και με τις ώρες να σ’ ακούω να μιλάς

για τον Γονιό σου

αλλά και να σ’ αφήσω μοναχό

κι η μηχανή να φλέγεται στη χαραγμένη άσφαλτο.

Θέλω

με το μικρό το δάχτυλο

το αίμα σου να γλύψω

και να σου τον ρουφήξω

και έπειτα ψυχρή σαν ντίβα σε ταινία

να τον δείξω

στις φίλες μου

και θα ‘θελα για μένανε να γράψεις

σ’ όλους τους τοίχους.

*

Ένα ψαλίδι έχωσα εγώ στο μπράτσο ενός τύπου

που πάνω μου σαλιάριζε

εγώ αιχμάλωτη στο δάσος

στα αποτρίχια των σκυλιών ανάμεσα

δαγκώνω κι υποφέρω.

Εγώ είμαι η βασίλισσα, η δούλα

εγώ δεν ξέρω απόψε που να πάω

ούτε και ξέρω, απόψε, στο σκοτάδι

πού θα σε βρω.

βββ

Λίζα

Λίζα2

Λίζα α3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τέσσερα: Ο Γιος

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Μαρτίου, 2017

Απόδοση στα Ελληνικά του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι.16

Ο ΓΙΟΣ

Σε είδα από την πόρτα της κουζίνας

είχες τον άσπρο αυχένα ενός γέρου

και είχε πάρει του κενού σου το σουλούπι

το πανωφόρι που στην είσοδο κρεμόταν.

Γύρω παλιές φωτογραφίες

κι ημερολόγια ετών που δεν υπάρχουν

-ναι, ζούμε μερικές φορές

σε χρόνια που ολότελα έχουν λήξει.

Σκυμμένος στο τραπέζι της κουζίνας

τα μπράτσα σου κλειστά και σταυρωμένα

σα να ‘θελες  την οικουμένη όλη

σφιχτά να την κρατήσεις να μη φύγει.

Μετρώντας τις σχισμές στο μουσαμά.

Ξεροκέφαλε

Πατέρα.

*

Θα ήθελα να μη μετρώ ορόφους

καθώς βυθίζεται αργά ο ανελκυστήρας

στα ισόγεια βάθη

αυτού του άσχημου κτιρίου

Ούτε να ανασαίνω μ’ ανακούφιση

καθώς αφήνω πίσω πια

αυτούς τους ξεφτισμένους τοίχους

Να ’μαι κοντά σου θα ‘θελα.

Μα δεν μπορώ.

*

Τα κύματα με παίρνουν και με πάνε

-έξω- σ’ ωκεανό κατάφωτο.

Εκεί όπου βροντάνε καταρρέοντας  

οι καταρράχτες

σε αίθουσες με βιντεοπαιχνίδια

πάλλονται κινητήρες, φτάνουνε αχοί από μακριά

Japan Redondo Seattle

λάμψεις, αστέρια, μπόνους, νέα όπλα,

σενάρια Mortal Kombat

όπως δεν έχεις δει ποτέ, ούτε στα όνειρά σου.

*

Το βλέμμα της

έρχεται και μ’ αρπάζει

μέσα απ’ αρώματα και διαφημίσεις ψεύτρες.

Η αντανάκλασή της στην βιτρίνα

τα χέρια της καθώς κινούνται

φτιάχνοντας τα πακέτα

να συσκευάζουν λακ για εύθυμους φασίστες

για τα δαιμόνια τζελ,

σπρέι για τις νεράιδες

και μυρωδιές που έρχονται από ‘κεί όπου γιορτάζουν

βαλσαμωμένοι πεζοναύτες

Μπάρμπι σε αποσύνθεση

αρτίστες τους κακούς που προσποιούνται 

τενόροι που το παίζουν ευεργέτες

σε μία πολυθρόνα πεθαμένοι

εδώ κι αιώνες

στου Motel Bates

το τελευταίο πάνω πάτωμα.

*

Όμως αποτελούμε, εγώ κι εκείνη

σύννεφο δίδυμο

κι αχτύπητο της κίνησης ζευγάρι.

Κάτω από ήλιο κίτρινο, φτιαγμένο από νέον

που κατακαίει τους δρόμους.

Εκεί όπου ο έμπορας αρέσκεται 

να σε φωνάζει ¨αδελφό¨

χάπια, αμφεταμίνες, πρόζακ, ξίφη,

εκεί δίνω τις μάχες μου εγώ και τραγουδώ

μπορείς πατέρα να μ’ ακούσεις;

*

Εσύ που με προστάτεψες βρυχώμενος

όταν πρωτοφοβήθηκα το θάνατο

και δίπλα μου ξαγρύπνησες στον πυρετό μου.

Εσύ που έξω απ’ το σχολείο δίσταζες

να μπεις μέσα μαζί μου ή όχι

κι από του φράχτη τις τσουκνίδες μ’ έβλεπες

να παίζω μπάλα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης.

Εσύ π’ ακόμη ψάχνεις για ψωμί και γάλα

γέρος, χωρίς δουλειά

σκυφτός, τραυματισμένος, ακτήμονας, ατζέκος

πώς θα μπορέσω να σου πω ότι μεθάω

μ’ αυτό που ίσως εσένα σε σκοτώνει

την πόλη και τα ερπετά της

τον γίγαντα του Φεγγαριού που απόψε

θα κάψει όλες τις στέγες

και λέει, αύριο θα την δεις την πιο ωραία

εκείνη που την ομορφιά της περιφέρει

σαν κάτι που το λαχταράς,

σαν ένα όνομα,

σαν κάτι τι

που είναι αναγκαίο.

***

2850-old_toys_590_b

Γιος 1

Γιος βββ2

Γιος γ3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τρία: Η μητέρα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017

Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.

ceaccf84ceb9cf84cebbcebf2

Η ΜΗΤΕΡΑ

Εκεί που τώρα ζω

μοιάζει με αμμουδιά ερημωμένη

μ’ αμμόλοφους και μ’ άγρια χορτάρια

ορίζοντα τα κύματα δεν έχουν

κι αλλάζουν ολοένα φως και χρώμα

όπως υπαγορεύουνε τα νέφη.

Δεν έχουμε, εμείς οι πεθαμένοι

ούτε σκοτάδι μήτε φως μηδέ Ημέρες

*

Συχνά μπορώ από ‘δω να σας διακρίνω

πέρα, απ’ της θάλασσας την άλλη όχθη

προσμένω μια σκιά, μία φωνή

τις φράσεις και τα γράμματά σας

τα κατασκοπεύω

και σαν ένα κερί ή ένας γάτος

με ένα φύσημα σας δείχνω την αράδα

που λέει για μένα.

*

Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου ο νέος

και δεν μου επιτρέπεται ένα νεύμα

να σας γιατρέψω.

Μόνο κείνο το φύσημα

τ’ ανάλαφρο

σαν μια φωνή ερωτευμένη

σαν ένα κάλεσμα πίσω απ’ τον τοίχο

ή πέρα από το φράχτη με τα ρόδα

ενός πουλιού μυστήριο τραγούδι.

*

Περίμενα έξω απ’ το μπαρ

δε μ’ είδες

με δύναμη και με οργή μιλούσες

γι αγώνες και για δίκιο.

Με είδες και μου γέλασες

Άργησα, δεν κατάλαβαν  μου είπες.

Δεν πειράζει.

Στο λόφο πήγαινέ με ν’ ανασάνω.

Να πηδηχτούμε.

Να δούμε από ψηλά

τον τόπο της ζωής μας.

*

Κει κάτω, σταυρωμένος στην κουζίνα

είσαι ακόμη όπως σ’ αγαπούσα

αήττητος, περήφανος, δικός μου

ν’ ακούσεις δε μπορείς, μα στο φωνάζω.

16

*

LA MADRE

μάναα1

Μάνα α2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος δύο: Ο Πατέρας

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Μαρτίου, 2017

(Από το ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ του Στέφανου Μπένι. Πρώτη κίνηση. Η απόδοση του δεύτερου μονόλογου)

16

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Έτσι στέκομαι εγώ: εσταυρωμένος

πάνω σ’ απόγευμα καθημερνό

όρθιος μπροστά στην άβυσσο

του τραπεζιού της κουζίνας με τ’ άπλυτα πιάτα

-έχουν κι αυτά δροσοσταλίδες-

να σκέφτομαι πως άλλο πια δεν πάει

ορθός να στέκω απέναντι στον άνεμο του πόνου

*

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

το λιγδερό γαλάκτωμα  που ρέει απ’ το ταβάνι

τον βρόντο, τη θερμότητα που ‘ρχεται απ’ τις πρέσες

τραγούδα μου το Κόκκινο,

του Αδέκαστου το Πράσινο

σακατεμένους σύντροφους

ομάδα περιφρούρησης στο χιόνι

και τις γροθιές που φάγαμε και δώσαμε

τραγούδα μου το φάκελο που γράφει

πως απ’ αυτό είσαι ελεύθερος

και πως για αυτό είσαι γέρος.

*

Τραγούδα μου τις μέρες

χωρίς αρχή, χωρίς σκοπό

και πες μου ποιο είναι τ’ Όνομα

που πρέπει να επικαλεστώ;

Έτυχε άραγε ο Θεός να μπει σε σουπερμάρκετ;

να ‘χει τα μάτια χαμηλά και κέρματα στη τσέπη

να ψάχνει γάλα -το φτηνό-

για τον μοναδικό του γιο, τον πεινασμένο;

Ξέρει ο Θεός το ντοματάκι σε κονσέρβα πόσο κάνει;

Έμεινε άραγε άνεργος για χρόνια;

Ξέρει ο Θεός τα κέρματα στη τσέπη να μετράει

σα να ξανάγινε παιδί;

Όχι αυτό δεν το επιτρέπει ο Θεός,

το θέλει μόνο

μέσα στην Ιερή την Κούρασή του.

*

Έτσι τον συναντάμε επιτέλους τον Πατέρα

στο πέρασμα με το ετοιμοθάνατο χαμόγελο

που ‘ χει στο στόμα το κορίτσι του ταμείου 

ύστερα από δεκάωρη εργασία.

Πένθιμα φώτα από νέον, στην ουρά,

διαλέγοντας απορρυπαντικά, να πλύνει στον Αιώνα

αυτά που θα λερώσουμε και θα ξαναφορέσουμε

νύφης φορέματα,  στολές  δολοφόνων

τα παλαιά πουκάμισα, τα ένδοξα μανικέτια

και μια φανέλα αθλητική, πράσινη, της θαλάσσης.

Αμίλητος με κοίταζε ο γιος μου

τη μακρινή εκείνη μέρα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης

για τον πατέρα του περήφανος.

Τον ίδιο τον πατέρα του που τώρα

θέλει ο Θεός να σέρνεται

στου σουπερμάρκετ την ουρά

δίπλα στους γέρους με τα χαρτιά υγείας

και παραδίπλα, μια κυρία, ανήσυχη, ν’ ακούει το σκυλάκι

που δέσμιο σ’ ένα στύλο κλαψουρίζει

-υιός βουβός και ευσεβής που πάντα ίδιος μένει.

Ανάμεσα σε νέους που φιλιούνται

και ξεβουλώνουν μπύρες

και μία άλλη, αναποφάσιστη, κυρία

που έχει πολύ κρέας στο καρότσι  :

φαρμακερές γελάδες / κοτόπουλα απ’ τους πόλους / κόκαλα βροντοσαύρου.

*

Εγώ,

που το στερνό κουδούνισμα γνωρίζω του ταμείου

καθώς το βράδυ πέφτει χάφτοντας πεπρωμένα

Σου αγόρασα το γάλα που ξέρω πως σ’ αρέσει

μια πλάκα σοκολάτα μ’ ένα δωράκι μέσα

made in China.

Για τα τσιγάρα, κέρματα δεν περισσέψαν

μα δεν πειράζει λέω, δεν πειράζει.

*

Κι ενώ  ο Θεός κοιμάται πάνω σε νέφη μολυσμένα

κι ενώ στο έρμο γήπεδο μια μπάλα αναπηδάει

σελήνη μόνη και ηχηρή, φτιαγμένη από κουρέλια,

στου σουπερμάρκετ την αυλή ξεχύνεται ένα βόδι

σε εφιάλτη είδε ότι το σφάζουν

κι ο φόβος που το τυραννά, είναι που με ξυπνάει.

1

IL PADRE

Π12

Π2

Πας1

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 2 Σχόλια »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017

Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.

Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).

*

Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.

Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.

Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.

Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.

16

(Πρώτη κίνηση)

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ

Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση 

κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει

παίρνοντας ουρανό

ούτε ξέρω γιατί

τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα

μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.

Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει

και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.

Μα δε γνωρίζω

τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,

και τι τον Γιό με το Κορίτσι

των Αρωμάτων

και τι εκείνη με το Δολοφόνο,

με τη Νεκροκεφαλή

και με τον Raiden τον Φωτεινό

και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους

ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα

ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.

*

Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:

θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,

αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη

για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.

Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα

στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα

και με φανταστικούς μιλάει φίλους

ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε

και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.

Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.

*

Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι

ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,

γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω

εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω

για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους

να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου

ή όπως του δέντρου το κλωνάρι

από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.

Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες

μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι

πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους

κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους

τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει

ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.

*

Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω

που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.

Εγώ βλέπω

-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,

-έναν που ψάχνει για δουλειά,

-έναν ερωτευμένο, 

-ένα κορίτσι αγέρωχο

-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη 

-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη

μια νεκροκεφαλή,

-και, ακόμη, μια γυναίκα

στην όχθη μίας θάλασσας,

διάφανης τόσο, που κανείς

στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.

*

Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω

τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν

κι αισθάνομαι σα φύλλο  π’ αιωρείται

καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει

μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω

κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

*

Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις

πικρό σημάδι πάλης

προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει

ζωές που πάλι πάλλονται 

δονούνται, ξαναζούνε,

όπως το ψάρι που ξανά

στη θάλασσα επιστρέφει.

***

Μπένι α 1

Μπένι α 2

Μπένι β 2

STEFANO-BENNI

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έκτο: Λίγο παρακάτω…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Μαρτίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

Triremi

6. Λίγο παρακάτω…

Στην κεντρική προκυμαία του λιμανιού, λίγο παρακάτω από το σημείο όπου ο Παλαμήδης, ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης τα λένε καταναλώνοντας αρακομεζέδες, τα πράγματα εξελίσσονται ως εξής: Ο Μένης και ο Εύελπις, χωρίς τους εθιμοτυπικούς πλεονασμούς που απαιτεί το αξίωμα του πρώτου και συνοδευμένοι μόνον από δύο φρουρούς, έχουν φτάσει στα πλοία των Καρχηδονίων εμπόρων και έχουν ζητήσει να μιλήσουν με τον επικεφαλής.

Οι ναύτες τους οδηγούν σε ένα μικρό αλλά καλοεξοπλισμένο σκάφος, από εκείνα που συνοδεύουν τα στρογγυλά φορτηγά πλοία, -το οποίο, απ’ ό, τι φαίνεται, είναι η έδρα του αρχηγού της αποστολής- αλλά, ¨θα πρέπει να έχουν την καλοσύνη να περιμένουν λίγο¨, γιατί ο επικεφαλής ¨βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις αποθήκες του λιμανιού και επιβλέπει την αγορά των τελευταίων προμηθειών για το επικείμενο  ταξίδι επιστροφής¨. Στέλνουν να τον ειδοποιήσουν  και εκείνος, ένας βραχύσωμος αλλά γεροδεμένος  άνδρας με σκαμμένο πρόσωπο, καταφτάνει λίγο αργότερα μαζί μ’ έναν ντόπιο προύχοντα, έναν απ’ εκείνους που είχαν επισκεφτεί χτες τον Μένη.

Ο Καρχηδόνιος και ο Τύριος υποκλίνονται με τον βαθύ ανατολίτικο τρόπο και εκφράζουν τη χαρά τους για την επίσκεψη. Ο γηγενής διευκρινίζει ότι βοηθούσε τον Καρχηδόνιο στις αγορές των εφοδίων και ότι τον συνόδεψε ως εδώ προκειμένου να χρησιμέψει ως μεταφραστής.

Ο Εύελπις ρωτάει απ’ ευθείας: προς τι αυτό το ενδιαφέρον; Προσπαθεί να καταλάβει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την προσφορά βοήθειας που του φαίνεται τόσο απροσδόκητη όσο και περίεργη.

«Τίποτα το παράξενο», απαντά ο επικεφαλής των εμπόρων και ένα είδος χαμόγελου χαράζει το κάτω μέρος του προσώπου του, «δεν είναι για μας κάτι το δύσκολο: η Αθήνα βρίσκεται στη ρότα μας κι έτσι κι αλλιώς θα προσεγγίσουμε το λιμάνι του Πειραιά, όπου  σκοπεύουμε να ανταλλάξουμε ορισμένα απ’ τα εμπορεύματα που φορτώσαμε εδώ, με άλλα, καταλληλότερα για την αγορά της Καρχηδόνας. Χώρος για λίγες δεκάδες επιβάτες υπάρχει στα πλοία, μόνο που, εάν συμφωνήσουμε, θα πρέπει να φροντίσετε για τα επιπλέον τρόφιμα που θα χρειαστούν».

Ο Εύελπις θέλει επίσης να μάθει τα ανταλλάγματα που θα πρέπει να καταβάλει η ελληνική διοίκηση για αυτή την εξυπηρέτηση. Ο Καρχηδόνιος γίνεται πιο διπλωματικός και προσπαθεί να εξηγήσει  ότι, για την πόλη του, η εξακολούθηση των εμπορικών ανταλλαγών με την μητρόπολη Τύρο είναι σημαντική, και ελπίζει πως μια χειρονομία καλής θέλησης από μέρους τους θα συμβάλει στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων με τη νέα διοίκηση της πόλης. Επί πλέον, τα λογικά κόμιστρα που ζητούν, σίγουρα θα αποσβέσουν μέρος των εξόδων αυτού του εμπορικού ταξιδιού.

Ο Μένης και ο Εύελπις ανταλλάσσουν βλέμματα που δείχνουν ότι δεν έχουν πλήρως πεισθεί για την σκοπιμότητα της προσφοράς και μετά ο Μεγαρέας λέει στον επικεφαλής ότι θα έχει μια απάντηση μέχρι τη δύση του ήλιου. Εκείνος ξαναυποκλείνεται και παρακαλεί ταπεινοφρόνως να μην υπάρξει καθυστέρηση, γιατί από τη μεριά τους είναι έτοιμοι για τον απόπλου και οι οιωνοί προβλέπουν ότι οι ευνοϊκοί άνεμοι δεν πρόκειται να κρατήσουν πολύ.

images (19)

*

Πάντα στην προκυμαία της Τύρου, λίγο παραπάνω αυτή τη φορά, ο Παλαμήδης σηκώνεται όρθιος απότομα.

«Μα τα κακομούτσουνα δαιμόνια, ξεχάστηκα», λέει. «Όμως τώρα αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Δε μένει παρά να προμηθευτώ καναδυό πιο ευπαρουσίαστα ιμάτια. Πρέπει να παρουσιαστώ στις Αρχές και να αναφέρω τα όσα συνέβησαν». Κάνει νόημα στον σερβιτόρο να ‘ρθει να πληρωθεί. Ο Οινοκράτης για μια στιγμή σκέφτεται να προτείνει να πληρώσει εκείνος, αφού ο Παλαμήδης διαθέτει μόνο ό, τι του απέφερε το κρυμμένο δακτυλίδι κι έχει να κάνει και ψώνια,  αλλά επειδή γνωρίζει πια αρκετά καλά τους ηπειρωτικούς Έλληνες, δεν το διακινδυνεύει. Ξέρει ότι ο Αθηναίος ευπατρίδης σίγουρα θα προσβληθεί∙ τον βοήθησαν ανυστερόβουλα και γι αυτό τα πίνει τώρα μαζί τους και τους εξομολογείται τις περιπέτειές του, αλλά όχι και να τον κεράσουν αυτοί. Αυτό σηκώνει έως και χειροδικία!

Αυτά σκέφτεται ο Σικελός και δε λέει τίποτα, παρά μόνο δείχνει προς τα παραλιακά καταστήματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν κάμποσα που ξεχωρίζουν από τα χρωματιστά υφαντά, ρουχισμό και στρωσίδια, που κρέμονται μπροστά από τους πάγκους τους.

Έτσι, λίγο αργότερα οι τρεις τους, ο βετεράνος πολεμιστής περιβεβλημένος από μια αστραφτερή καινούργια πορφυρή χλαμύδα και εκατέρωθεν οι δύο επικουρικοί, περπατούν και πάλι με βήμα ταχύ και αισιόδοξο στην πλακόστρωτη προκυμαία, με κατεύθυνση, αυτή τη φορά, προς το κεντρικό της τμήμα, εκεί όπου καταλήγει κάθετα η κεντρική οδός με τα κυβερνητικά κτίρια.

images (18)

Ξαφνικά ο Παλαμήδης ακινητοποιείται.

«Αυτό το πλοίο!» λέει.

«Ποιο;» ρωτάει ο Οινοκράτης που βρίσκεται ήδη δυο βήματα μπροστά και σταματάει κι αυτός.

«Πιποίον;» ρωτάει και ο Χοντρόης, γιατί θέλει να είναι μέσα στη συζήτηση.

«Αυτό», δείχνει ο Παλαμήδης

«Α, αυτό, είναι ένα από τα συνοδευτικά πλοία μιας καρχηδονικής εμπορικής αποστολής. Και το διπλανό επίσης, καθώς και εκείνα τα δύο στο βάθος, τα στρογγυλά, που μεταφέρουν τα εμπορεύματα», εξηγεί ο ενημερωμένος Οινοκράτης.

«Όχι». λέει κοφτά ο Πολεμιστής. «Αυτό το πλοίο είναι εκείνο από το οποίο ξέφυγα τις προάλλες. Το αναγνωρίζω από το στράβωμα της κουπαστής. Σε αυτή την κόγχη είχα ακινητοποιηθεί προτού βουτήξω στη θάλασσα. Σκεφτόμουν ότι η ζωή μου μπορεί και να τελείωνε εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έβλεπα τι υπήρχε γύρω μου. Κοιτούσα με μεγάλη προσοχή. Έψαχνα τριγύρω προσπαθώντας να βρω κάτι τι που θα με βοηθούσε να ανατρέψω την κατάσταση».  

Σκέφτεται για μια στιγμή και προσθέτει κτυπώντας τον μέσο δάκτυλο πάνω στη βάση του αντίχειρα σε ένδειξη ξαφνικής κατανόησης: «Είναι μαζί με τα δύο εμπορικά είπες; Επομένως είναι ένα από τα πέντε πλοία: τα δύο φορτηγά και τα τρία συνοδευτικά που είδα, από τον λόφο, να αφήνουν τον άγνωστο στόλο και να κατευθύνονται νότια».

Οι επόμενες (και παρεπόμενες) εικασίες καταφτάνουν -αλυσιδωτές- αμέσως μετά:

«Άρα έχουν έρθει για να δουν τι κατάσταση επικρατεί στην πόλη», λέει το Παλαμήδης.

«Για ανίχνευση, δηλαδή για κατασκοπία», διαπιστώνει και ο ειδήμων πλέον Οινοκράτης.

«Και προσποιούνται ότι είναι έμποροι!»

«Ενώ οι υπόλοιποι ετοιμάζονται για εισβολή!»

«Προφανώς συνεννοημένοι με κάποιους από τους ντόπιους».

«Μα βέβαια η Τύρος είναι η μητρόπολη των Καρχηδονίων και η Καρχηδόνα έχει γίνει πια μεγάλη δύναμη. Κάτι ξέρουμε και εμείς οι Συρακούσιοι γι αυτό», λέει ο Οινοκράτης. Και συμπληρώνει: «Απ’ ότι άκουσα, αυτοί εδώ έχουν δηλώσει ότι φεύγουν αύριο. Άρα, αν αποτελούν το Δούρειο ίππο του στόλου που είδες, το συμπέρασμα είναι ότι η εισβολή θα γίνει…»

«Κατά την σήμερον εσπεπεπέραν ή εν τη προποσεχή νυκτί!»  αποφαίνεται και ο Χοντρόης γιατί, όπως είπαμε, θέλει να είναι μέσα στη συζήτηση.

«Στο Αρχηγείο λοιπόν! Φτερά στα ποδάρια μας», εισηγείται ο Οινοκράτης, ωθώντας την  πλάτη του Παλαμήδη και τραβώντας ταυτόχρονα πίσω του τον κυκλικό Πέρση.

navigare il mediterraneo

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Καθώς το υλικό λιγοστεύει (και οι συνειρμοί ανακατεύονται…)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Μαρτίου, 2017

1861

 

Ετυμολογικό

Ηχεί κουδουνιστά η πορσελάνη

χωρίς να ανακαλεί τίποτα

απ’ το μικρό γουρούνι

που κρύβει μέσα της

dscn2153

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | 1 Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ε’. Κεφάλαιο πέμπτο. Ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2017

Μέρος Ε’. Κεφάλαιο πέμπτο

Όπου ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

 hqdefault

Ο ήλιος έχει ξεσκαλώσει από τις κορυφές των βουνών κι έχει ανεβεί ψηλά πάνω από το λιμάνι της Τύρου. Το φως του αντανακλάται τώρα έντονο πάνω στην ανατολική πλευρά των άσπρων κτισμάτων του νησιού. Στη δυτική τους πλευρά οι σκιές έχουν πια κοντύνει, αλλά υπάρχουν τριγύρω δέντρα και χρωματιστές τέντες που  φτιάχνουν σκιερά καταφύγια. Σε αυτές τις δροσερές νησίδες οι κυλικειούχοι και οι εστιάτορες της παραλίας έχουν τοποθετήσει πάγκους και τραπέζια για τους μεσημεριανούς τους πελάτες. 

Σε ένα από αυτά τα τραπέζια, στο κέντρο της προκυμαίας, απέναντι στα αραγμένα πλοία και την έντονα κυανή θάλασσα, είναι τώρα καθισμένος ο βετεράνος πολεμιστής Παλαμήδης, πλαισιωμένος από τον Οινοκράτη και τον Χοντρόη. Στο κέντρο της τάβλας, μία  λήκυθος με άρακ (αφού το κρασί που διαθέτει το μαγαζί μοιάζει περισσότερο με ξύδι) και μία  με νερό για το αραίωμα, προμηθεύουν τις κύλικες των συμποτών που κάνουν τις πρώτες ευχητήριες σπονδές περιμένοντας τους θαλασσινούς μεζέδες που έχουν ήδη παραγγείλει.

«Όπως σας είπα, το ξεκίνημά μας ήταν ομαλό», λέει ο Παλαμήδης που απ’ ό, τι φαίνεται η επίθεση που υπέστη δεν του έχει κόψει τη διάθεση να αφηγηθεί τις περιπέτειές του. «Η χερσαία κάθοδος από τα Σούσα ίσαμε την εσωτερική θάλασσα δεν έκρυβε παγίδες και βρισκόμασταν όλοι, αυτοί που είχαν συμπληρώσει τη θητεία τους και οι τραυματίες σαν κι εμένα, σε μια κατάσταση ευχάριστης διέγερσης. Μια διέγερση φτιαγμένη από το άλγος του νόστου ανακατεμένο με το όραμα της επανόδου στην πατρίδα, που δε θα αργούσε να υλοποιηθεί. Το είχαμε πάρει πια απόφαση ότι για μας η εκστρατεία τελείωσε και χαιρόμασταν που ήμασταν ζωντανοί και νικητές.

mom-aggeio

Μερικοί από εμάς, είχαν ρευστοποιήσει τα λάφυρα που τους αντιστοιχούσαν και το αντίτιμο, μαζί με τους εξοικονομημένους μισθούς, τα είχαν δώσει σε έγκριτους εκπροσώπους των μεγάλων ιερών ταμείων, προσθέτοντας και μια γενναιόδωρη προσφορά  προς τις  προστάτιδες θεότητες. Έτσι δεν χρειαζόταν να μεταφέρουν παρά το έγγραφο, υπογραμμένο από αξιόπιστους μάρτυρες, το οποίο πιστοποιούσε την κατάθεση και θα εξασφάλιζε την ανάληψη αντίστοιχου ποσού νομισμάτων στους Δελφούς ή στη Δήλο ή στην Ολυμπία… Μαζί τους είχαν μόνον τον οπλισμό και τα απολύτως απαραίτητα για το ταξίδι.

Ακόμη κι εγώ, παρά το ότι αντιπαθώ τους αργυραμοιβούς και τους τραπεζίτες, άφησα τελικά ένα τμήμα της αμοιβής μου στον εκπρόσωπο του ταμείου του Ιερού Παρθενώνα -τον εμπιστεύτηκα γιατί τον ήξερα από παλιά, ήταν ένας παιδικός μου φίλος από το Φάληρο. Ύστερα αγόρασα έναν ημίονο και έναν γεροδεμένο αχθοφόρο για να διευκολύνουν την μεταφορά των υπόλοιπων πραγμάτων μου. Και οι δυο τα κατάφεραν μια χαρά στη στεριανή διαδρομή. 

Όλα λοιπόν πήγαν καλά μέχρι την Τύρο.

Αλλά κι εδώ δεν συναντήσαμε ιδιαίτερες δυσκολίες: η μοίρα του στόλου που θα μας οδηγούσε πίσω στην πατρίδα ήταν ήδη παρούσα στον λιμένα και η ιδέα του θαλάσσιου ταξιδιού κάθε άλλο παρά μας τρόμαζε. Η θάλασσα, να το ξέρετε, τρομάζει ελάχιστους Έλληνες, κι αυτούς συνήθως απ’ εκείνους που κατάγονται από τις μεσόγειες περιοχές».

Ο Οινοκράτης έδειξε ότι συμφωνεί κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.

images-32

«Πρώτος ενδιάμεσος σταθμός μας θα ήταν η Μεγαλόνησος της Αφροδίτης», συνέχισε ο Παλαμήδης. «Ξέραμε ότι εκεί είχαν καταπλεύσει και άλλοι οπλίτες που επιστρέφουν από την ασιατική εκστρατεία. Από εκεί, με ενισχυμένη ναυτική συνοδεία, θα διασχίζαμε διαγώνια το Πέλαγος του Αιγαία,  ως την Αττική Γη.

Όμως κάναμε λάθος, ίσως εξ αιτίας της  παραπανίσιας αισιοδοξίας μας.

Ήταν το πρωί της τρίτης μόλις μέρας του ταξιδιού και παραπλέαμε την ασιατική ακτή με πρόθεση να στρίψουμε προς τα  δυτικά μόλις θα φτάναμε στο σημείο όπου το ακροδάκτυλο της Κύπρου απέχει το λιγότερο από την Ασία, όταν μας επιτέθηκαν.

Τη προηγούμενη νύχτα είχαμε δειπνήσει και διανυκτερεύσει σε ένα παραθαλάσσιο φυλάκιο ναυτικής στήριξης και ανεφοδιασμού, φτιαγμένο πάνω στις εγκαταστάσεις ενός παλιότερου ελληνικού ¨εμπορίου¨[1] και ίσως και να είχαμε λίγο υπερβάλει σε ευθυμία και σε σπονδές. Βλέπετε, ο αυλητής της μοιραρχίδας δεν ήταν μόνο καλός στο να δίνει ρυθμό στους ερέτες, ήταν καλός και στα νοσταλγικά τραγούδια… Άσε που μαζί με τους  τυμπανιστές των άλλων πλοίων κατάφερνε να παίξει μουσικούς ρυθμούς που σου γαργαλούσαν τις πατούσες.

Όμως, αυτό το -μετά χορών και ασμάτων- αυτοσχέδιο γλέντι εκείνης της νύχτας, δεν εμπόδισε τον Μοίραρχο να βάλει τις σάλπιγγες να μας ξυπνήσουν τ’ άγρια χαράματα για την επανεπιβίβαση. Ξεκινήσαμε, αλλά καταλαβαίνετε ότι δεν είμαστε και εντελώς ξύπνιοι, όταν, μέσα στο ημίφως της πρωινής ομίχλης, πίσω από ένα γειτονικό ακρωτήρι ξεπρόβαλαν ξαφνικά τα πειρατικά.  

images-37

Με άλλα λόγια, στην αρχή τουλάχιστον, μας αιφνιδίασαν.  Και μην πάει ο νους σας σε τίποτα μικρές ακάτους με ερασιτέχνες πειρατές από τις γύρω παραλίες, όχι, αυτά που ξεπρόβαλαν μέσα απ’ την ομίχλη ήταν -σας το λέει κάποιος που ξέρει από θάλασσα- κάτι παράξενα στην όψη, αλλά καλοεξοπλισμένα πλοία με ύπουλα έμβολα και ναύτες έμπειρους στις μανούβρες.

Εγώ βρισκόμουν σε ένα από τα σκάφη που έπλεαν στα πρόσω της νηοπομπής, που πάει να πει στο πρώτο που προσπάθησαν να εμβολίσουν οι πειρατές. Ο εμβολισμός απέτυχε, αλλά το πειρατικό πλοίο κατάφερε να πλευρίσει το δικό μας και οι ναύτες του έριξαν γάντζους και επιχείρησαν ρεσάλτο βγάζοντας ακατανόητες κραυγές και βρυχηθμούς.

Ωστόσο, πλήρωμα και επιβάτες, παρά τον αιφνιδιασμό, καταφέραμε να συνταχθούμε και αντισταθήκαμε γενναία. Ίσως και λίγο παραπάνω απ’ ό, τι έπρεπε.

Αυτό το λέω κάνοντας κριτική στον εαυτό μου, γιατί ήμουν εκείνος που έχοντας εξουδετερώσει έναν θηριώδη μαυριδερό που πήδησε πάνω μου κραδαίνοντας μια κυρτή σπάθα, θεώρησα καλό να εμπιστευτώ τα κουρασμένα μου κόκαλα και να πηδήσω με τη σειρά μου πάνω στο κατάστρωμα του πειρατικού. Λάθος μου. Γιατί στο μεταξύ ένα κύμα ή ένα σπρώξιμο από τα συγκρουόμενα σκάφη ώθησε το πλοίο των πειρατών προς τα πίσω χωρίζοντάς το από το δικό μας.

Εν τω μεταξύ, τα αθηναϊκά σκάφη που ακολουθούσαν, συσπειρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση και όλα έδειχναν ότι θα ακολουθήσει μακελειό.

images-36

Παρακαλούσα τους Ουράνιους και τους Ενάλιους θεούς, ό, τι είναι να γίνει να γίνει γρήγορα, γιατί από μόνος μου, καθώς ήμουν στριμωγμένος με τη πλάτη στη κουπαστή του ξένου πλοίου και με τους μαυριδερούς να με τριγυρίζουν απειλητικά, είχα ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες να τη βγάλω καθαρή.

Και οι θεοί με άκουσαν!

Τώρα θα πρέπει να σας πω ότι εάν δεν συνέβαιναν όλα αυτά που συνέβαιναν, θα έπρεπε να είχα ήδη απορήσει που δεν έλεγε να ξημερώσει. Πράγματι, αντί η γκριζάδα να διαλυθεί και να πάρει να φωτίζει, το σκοτάδι είχε γίνει βαθύτερο. Η αιτία ήταν κάτι χοντρά νέφη – μελανίες που κατέβηκαν και πήραν τη θέση της ομίχλης. Ακολούθησαν αστροπελέκια και βροντές και, καθώς κάποιος από τους ασκούς του Αιόλου λύθηκε ξαφνικά εκεί κοντά, ένα ανατρεπτικό ρεύμα βροχής και αέρα πήρε να μαστιγώνει και να ταρακουνάει τα ανισόρροπα πλοία.

images-39

Δεν μου έμεναν πολλές επιλογές. Κατέβασα τη σπάθα με την οποία κρατούσα τους πειρατές σε μια κάποια απόσταση, την έφερα στα πλευρά μου και κατάφερα με μία μόνη κίνηση να κόψω τα λουριά με τα οποία, λίγο πριν την συμπλοκή, είχα προλάβει να δέσω πάνω μου έναν βαρύ ορειχάλκινο θώρακά. Ύστερα λύγισα λίγο τα γόνατά και μετά τα τέντωσα με όλη μου τη δύναμη. Αυτά, ως εκ θαύματος, ανταποκρίθηκαν! Έτσι πέτυχα να τιναχτώ πάνω από τη κουπαστή και, γέρνοντας το σώμα μου προς τα πίσω όσο μπορούσα, έκανα μια ανάποδη βουτιά, κατευθείαν στη φουσκωμένη θάλασσα.

Στο φώς των αστραπών είδα τα πλοία μας να απομακρύνονται.  Δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν. Ήταν ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος που τα έσπρωχνε ή προτίμησαν να υποχωρήσουν κρίνοντας ότι ο εχθρός προς το παρόν υπερτερούσε; Περίμενα μια νέα δέσμη κεραυνών για να εντοπίσω από ποια πλευρά μου βρισκόταν η στεριά και κολύμπησα προς τα ‘κει.

«Και ύστερα;» ρώτησε ο Οινοκράτης, συνεπαρμένος από την αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα το αριστερό του χέρι έσπρωχνε το σαγόνι του Χοντρόη, έτσι ώστε να το στόμα του να πάψει να χάσκει ορθάνοιχτο.

%ce%b5%cf%84%ce%bf%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%85

«Ήμουν εξαντλημένος όταν έφτασα στην ακτή. Ευτυχώς αυτή η -όπως και να το κάνουμε, σωτήρια- καταιγίδα τέλειωσε σύντομα, ο ουρανός ξαστέρωσε και ο ήλιος με ζέστανε και με στέγνωσε. Πριν να φτάσει για τα καλά το μεσημέρι, συνήλθα.

Πλοία δεν φαίνονταν πια στον ορίζοντα. Έριξα μια ματιά γύρω μου και είδα, όχι πολύ μακριά απ’ το σημείο που βρισκόμουν, έναν παραθαλάσσιο λόφο που θα μπορούσε να μου δώσει καλύτερη οπτική. Κατευθύνθηκα προς τα ‘κει, και σκαρφάλωσα ως την κορυφή του. Είδα δυο τουλάχιστον σημαντικά πράγματα …»

Ο Παλαμήδης σταμάτησε την αφήγηση, αφενός για να πάρει μια βαθειά ανάσα και αφετέρου γιατί έκρινε ότι η παύση θα όξυνε κι άλλο το ενδιαφέρον των ακροατών του, που έτσι κι αλλιώς τον παρακολουθούσαν συνεπαρμένοι. 

«Τι;» ρώτησε ο Οινοκράτης.

«Οια η εκείθεν θεωρία;» αναρωτήθηκε κι  ο Χοντρόης, ξανανοίγοντας τα σαγόνια του.

images-24

Ο Παλαμήδης κατάπιε μια γερή γουλιά άρακ. «Πρώτα απ’ όλα, κοιτάζοντας προς τα νότια έψαξα για το μικρό ναύσταθμο όπου είχαμε αγκυροβολήσει την προηγούμενη νύχτα, αλλά δεν τον είδα. Πρέπει να είχαμε απομακρυνθεί περισσότερο από όσο νόμιζα. Ωστόσο, λίγο παρακάτω. είδα κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στη λύση των πιο άμεσων προβλημάτων μου. Δηλαδή, έναν μικρό οικισμό ψαράδων, όπου θα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια στο όνομα του Ξένιου Δία, που ήμουν σίγουρος ότι θα πρέπει να ‘χει περάσει από εδώ και ότι οι παραινέσεις του θα είναι γνωστές στους περίοικους…»

«Ήταν;»

«Όχι και τόσο. Αλλά μη βιάζεσαι Σικελέ, περίμενε να σου τα πω με τη σειρά. Γιατί το άλλο που είδα από ψηλά ήταν σημαντικότερο από το ψαροχώρι».

«Δηλαδή;»

«Πίσω από το λόφο, σε έναν μικρό όρμο που σχηματιζόταν εκεί, ήταν στριμωγμένος ένας ολόκληρος στόλος. Ήταν τα παράξενα πλοία που μας επιτέθηκαν χτες. Δεν είχαν αναρτημένα εμβλήματα και δε μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια εθνότητα ανήκαν. Το σίγουρο είναι πως δεν ήταν πειρατές, όπως νόμιζα μέχρι τότε. Ήταν πολλοί και πολύ οργανωμένοι για να είναι ληστές της θάλασσας».

«Λοιπόν;»

«Δεν έμεινα πολύ στο λόφο γιατί είδα ότι είχαν τοποθετήσει σκοπιές στα ψηλά σημεία γύρω από τον όρμο, ίσως και στο ύψωμα όπου ήμουν σκαρφαλωμένος, και ήταν πιθανότατο να με εντοπίσουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Πριν υποχωρήσω προσεκτικά προς τις καλαμιές της ακτής πρόλαβα να δω μια μικρή ομάδα πλοίων να αποσπάται από την αγκυροβολημένη αρμάδα και να κατευθύνεται νότια. Μου έκανε εντύπωση ότι δύο τουλάχιστον από αυτά έμοιαζαν κοντόχοντρα εμπορικά σκάφη».

«Είδον σε; Ουκ είδον σε;» ανησύχησε ο Χοντρόης.

«Δε με είδαν. Κρυμμένος ανάμεσα στα καλάμια ακολούθησα μια ρεματιά που κατευθυνόταν προς το χωριό.  Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν μια καλή ιδέα, γιατί δεν ήταν διόλου απίθανο οι ψαράδες να είναι ενημερωμένοι για την άφιξη του παράξενου στόλου εκεί κοντά, ακόμη και να είναι υποστηρικτές ή σύμμαχοι των δήθεν πειρατών. Όμως δε πρόλαβα να το καλοσκεφτώ, γιατί με ανακάλυψαν κάτι πιτσιρικάδες, που τριγύριζαν στο ρέμα παίζοντας πόλεμο, οπλισμένοι με τόξα και ψευτο-βέλη από καλάμι. Τους άφησα λοιπόν να με πιάσουν τάχα ¨αιχμάλωτο¨ και να με οδηγήσουν στο χωριό.

images-30

Οι ντόπιοι, παράτησαν τα δίχτυα που διόρθωναν και μαζεύτηκαν γύρω μου. Ευτυχώς δεν φαίνεται να είχαν επαφές με τους ¨πειρατές¨ ή να γνώριζαν την παρουσία τους στην ακτή. Αν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι οι τάχα πειρατές είχαν φτάσει εκεί πολύ πρόσφατα… ίσως μόλις τη χθεσινή νύχτα.

Οι ψαράδες, μιλούσαν μια ντόπια διάλεκτο γεμάτη με δασέα φωνήεντα, αλλά μερικοί μασούσαν και λίγα ελληνικά. Στην αρχή με πέρασαν για άμαθο ναυαγό, προϊόν της χθεσινής καταιγίδας και άρχισαν να παζαρεύουν τη βοήθειά που τους ζήτησα. Είχαν σκοπό να με βάλουν να τους κάνω διάφορα θελήματα πριν μου δώσουν τα απαραίτητα. Όταν όμως κατάλαβαν ότι ήμουν ¨Γιουνάν¨ και ότι ήξερα πως κάπου παρακάτω υπάρχει ελληνικό ναυτικό φυλάκιο, έγιναν ιδιαίτερα, ίσως υπερβολικά, εξυπηρετικοί. Εγώ πάλι, βιαζόμουν να φτάσω στον μικρό ναύσταθμο και από εκεί εδώ στη Τύρο και δεν έδωσα πολλή σημασία  στη συμπεριφορά τους.

Για να μη σας τα πολυλογώ, μου έδωσαν το ένα από τα δύο μουλάρια που διέθετε ο οικισμός τους, καθώς και δύο πεζούς συνοδούς για να με οδηγήσουν ως τις ελληνικές εγκαταστάσεις. Όμως…»

Έφτασε ένας ντόπιος σερβιτόρος κρατώντας με ακροβατική επιδεξιότητα άφθονα μικρά πινάκια με θαλασσομεζέδες και τα άπλωσε πάνω στην τάβλα.

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82

«Εν τούτοις;» ρώτησε ο Χοντρόης.

«Όμως, λίγο πριν φτάσουμε στο φυλάκιο που είχε ήδη φανεί στην ακτή στα δεξιά μας, κατέφτασαν καβάλα  πάνω σε έναν ασθμαίνοντα ημίονο (προφανώς τον δεύτερο που διέθετε το χωριό) δύο ακόμη νεαροί, οπλισμένοι με μακριά αιχμηρά κοντάρια. Οι δύο τύποι, αφού μας προσπέρασαν, μας έκοψαν το δρόμο και πήραν παράμερα τους συνοδούς μου. Άρχισαν λοιπόν, που λέτε, να τους μιλάνε έντονα στην περίεργη χασματική γλώσσα τους .

Ψυλλιάστηκα ότι κάτι δεν πάει καλά. Προφανώς οι ψαράδες είχαν αλλάξει γνώμη. Για να επιβεβαιώσω εγκαίρως αυτή μου την υποψία υπήρχε μόνον ένας τρόπος.

«Σας ευχαριστώ και να υγιαίνετε», τους είπα, χτύπησα με τα πόδια μου τα πλευρά του μουλαριού μου  και  τράβηξα τα ηνία προς τα αριστερά, ώστε να αλλάξει κατεύθυνση και να αρχίσει να τρέχει. Καθώς το μουλάρι μου έστριβε, πλησίασε στο μουλάρι των ψαράδων κι έτσι επωφελήθηκα και του έδωσα ένα γερό λάκτισμα στα καπούλια. Έτσι, ενώ εγώ έτρεχα προς τη μία μεριά (δυστυχώς τη λανθασμένη γιατί απομακρυνόμουν από το φυλάκιο), άρχισε κι αυτό να τρέχει προς την άλλη κατεύθυνση παίρνοντας μαζί του και τον έναν από τους δύο νεοφερμένους ψαράδες, που ήταν ακόμα καβάλα απάνω του».

«Λοιπόν τους ξέφυγες τελικά, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αλλά μου είχαν κόψει το δρόμο προς τον μικρό ναύσταθμο …και αισθανόμουν ότι δεν είχαν εγκαταλείψει το κυνήγι. Έτσι δε μου έμενε άλλο παρά να συνεχίσω την πορεία προς το νότο, εγκαταλείποντας όμως τον κύριο δρόμο που οδηγεί από την Σιδώνα προς την Τύρο και ακολουθώντας μικρά και άβολα παράπλευρα μονοπάτια που με δυσκόλευαν και με καθυστερούσαν.

Κατάφερα να φτάσω στην παλιά Τύρο σήμερα το πρωί. Αισθάνθηκα ανακούφιση όταν διαπίστωσα ότι υπήρχε ηρεμία και ότι ο στόλος-φάντασμα δεν είχε επιτεθεί στις εγκαταστάσεις της ηπειρωτικής ακτής ούτε απέναντι, στη Νέα Τύρο. Λίγο αργότερα, μια μικρή βάρκα με μετέφερε εδώ, στο νησί».

«Και στα εσωτερικά σοκάκια όπου σε συναντήσαμε, πώς βρέθηκες;» απόρησε ο Οινοκράτης

myth_adis

Ο Παλαμήδης τράβηξε το σκαμνί του προς τα πίσω και σηκώθηκε όρθιος. Ύστερα, με μια εμφαντική κίνηση των γεροδεμένων του χεριών, τού έδειξε τα σκισμένα και σκονισμένα του ρούχα.

«Εσύ που, αν θυμάμαι καλά, έχεις ζήσει στην Αθήνα και δε μπορεί παρά  να ξέρεις τα στοιχειώδη από κοσμιότητα, για πες μου: πιστεύεις ότι ένας αθηναίος ευπατρίδης, ακόμη κι αν είναι δημοκρατικών φρονημάτων όπως εγώ, μπορεί να παρουσιαστεί σε αυτήν την κατάσταση μπροστά στους τοπικούς άρχοντες; Όχι βεβαίως!

Πρέπει οπωσδήποτε να δω τις αρχές και να τις ενημερώσω για όσα συνέβησαν, αλλά πριν συμβεί αυτό, θεώρησα καλό να ανακτήσω, όχι μόνο τις στοιχειώδεις δυνάμεις μου, αλλά και την προσωπική μου αξιοπρεπή εμφάνιση.  Βέβαια δεν είχα πια απάνω μου τίποτα εκτός από ένα δαχτυλίδι, κρυμμένο -για κάθε ενδεχόμενο- μέσα σ’ αυτήν εδώ την πλατιά δερμάτινη ζώνη  κι έτσι, μόλις έφτασα στο νησί έψαξα να βρω κάποιον ενεχυροδανειστή. Βρήκα έναν εκεί ακριβώς που με βρήκατε. Πήρα μερικά χρήματα, μόνο που δεν πρόλαβα να προμηθευτώ τον κατάλληλο ιματισμό, γιατί μου επιτέθηκαν τα ζόρικα παλικάρια που είδατε…»

¨Αχ, αυτοί οι αθηναίοι και η μανία τους για το φαίνεσθαι… αλλά και για την κοσμιότητα…¨,  σκέφτηκε ο Οινοκράτης με μια μικρή δόση νοσταλγίας για την εξεζητημένη ατμόσφαιρα της Πόλης των Αθηνών.

images-26

……

[1] Εμπόρια, δηλαδή εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των ανταλλαγών των ελλήνων ¨εμπόρων¨ με τους γηγενείς κατοίκους, υπήρχαν κατά μήκος των ακτών σε όλη τη Μεσόγειο θάλασσα και τον Εύξεινο πόντο, ήδη αιώνες πριν από τους χρόνους κατά τους οποίους διαδραματίζεται η αφήγησή μας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Οι ήρωές μου γκρινιάζουν…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2017

 

img16_1

…Καθώς τους έχω αφήσει (για καναδυό μήνες) ακινητοποιημένους και μετέωρους, είναι στεναχωρημένοι, και με το δίκιο τους. Και διαμαρτύρονται. Τους έκοψα πάνω στο τσακ, ενώ όλα έδειχναν ότι επέκειντο (μυθιστορηματικές) εξελίξεις που (φυσικά) τους αφορούσαν άμεσα και ασχολήθηκα με άλλα.

Εντάξει, δεν είχα πρόθεση ούτε να τους υποτιμήσω ούτε, πολύ περισσότερο, να τους διαγράψω εντελώς. Αλλά, κάτι οι γιορτές, κάτι το μικρό υπέροχο πλασματάκι που αναφάνηκε σαγηνευτικό και διεκδικητικό στον οικογενειακό ορίζοντα, ο χρόνος και η διάθεσή μου αναπροσανατολίστηκαν.

Τώρα που επανασυνδέομαι με τα παλαιότερα, έχω την εντύπωση πως μου κρατάνε μούτρα.  Έχουν εσπευσμένη ανάγκη από δράση, πλοκή, ψυχολογική εμβάθυνση, αληθοφανή κοινωνική ένταξη, χώρια η πάγια απαίτηση των τύπων αυτού του είδους για ιστορική τεκμηρίωση.

Επομένως τους καθησυχάζω: η περιπέτεια συγγραφής ξαναρχίζει από εκεί ακριβώς που σταμάτησε. Αν δε κάνω λάθος (τρόπος του λέγειν – δεν κάνω) είμαστε στο σημείο που ο νεαρός λόγιος Εύελπις από τα Μέγαρα, επικεφαλής της ομάδας που συνοδεύει  τα αγάλματα των τυραννοκτόνων πίσω στην Αθήνα, βρίσκεται προς το παρόν μπλοκαρισμένος στην Τύρο, γιατί τα πλοία με τα οποία θα συνεχίσει το ταξίδι προς την ισχυρότερη πόλη των Ιώνων, καθυστερούν.

Όπου να ‘ναι θα τον ξεμπλοκάρω. Πρέπει να φτάσει έγκαιρα  στον προορισμό του γιατί εκεί τον περιμένουν σημαντικές συναντήσεις με επιφανή πρόσωπα, καθώς και μια άκρως ενδιαφέρουσα δίκη με πολιτικές προεκτάσεις και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Ο Εύελπις σε αυτή τη φάση δρα προσπαθώντας να ξεπεράσει τον (όχι πλέον πλατωνικό) έρωτά του για την (επιτηρούμενη από τους Μακεδόνες) αθηναία εταίρα Θαίδα. Μαζί του ο πιστός Οινοκράτης και ο Χοντρόης, ο παχουλός Πέρσης με τα ιδιόμορφα ελληνικά.

Όλα αυτά ενώ μπαίνει το καλοκαίρι του 330 πΧ, μιας χρονιάς που θα αποδειχτεί αποφασιστική για το μέλλον της εκστρατείας και για τη μορφή που θα πάρει η μελλοντική αυτοκρατορία, πράγμα που οι ήρωές μου αγνοούν ή, το πολύ, οι πιο ενορατικοί από αυτούς απλώς διαισθάνονται.

images-74

 

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο τέταρτο. Στο λιμάνι της Τύρου

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2017

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82-3

Μέρος Ε΄ Κεφάλαιο τέταρτο

Στο λιμάνι της Τύρου

Ο Οινοκράτης είναι πολύ ευχαριστημένος που ο Εύελπις του επέτρεψε να πάρει μαζί του στο ταξίδι τον Χοντρόη. Ο πολυπράγμονας σικελός και ο  ολοστρόγγυλος γλωσσομαθής (;) πέρσης έχουν πλέον ¨δέσει¨ μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του ταξιδιού κυκλοφορούν αχώριστοι, όπου πάει ο ένας πάει κι ο άλλος. Έτσι και σήμερα κόβουν μαζί βόλτες, κάτω από τον πρωινό ζεστό ήλιο, στην προκυμαία του μεγάλου λιμανιού της Τύρου, εκείνου που ¨βλέπει προς την Σιδώνα¨.  

Περπατούν ή κοντοστέκονται σχολιάζοντας τις εξωτικές ενδυμασίες των εμπόρων και των ναυτικών που κυκλοφορούν εκεί, χαζεύουν τα παράξενα σκαριά των πλοίων των νότιων εσωτερικών θαλασσών και -κυρίως- αγναντεύουν την είσοδο του λιμανιού, όπου θα πρέπει -αργά ή γρήγορα- να φανούν επιτέλους τα αθηναϊκά πλοία με τα οποία θα συνεχιστεί το ταξίδι τους  προς την Πόλη της Παλλάδας.

Αυτά τα πλοία έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα και ο Εύελπις, οι πρέσβεις και η υπόλοιπη ομάδα των ταξιδιωτών ανησυχεί. Ο Οινοκράτης όχι τόσο. Μετά τις αρχικές του επιφυλάξεις, έχει τελικά αποφασίσει να απολαύσει το ταξίδι χωρίς να επιτρέψει σε αναποδιές, δυσθυμίες και πλεοναστικές ανησυχίες να χαλάσουν αυτή την ¨αποφασισμένη¨ καλή του διάθεση. Πολύ περισσότερο που, κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης παραμονής στην Τύρο, οι φιλοξενία που τους επιφυλάσσει η τοπική διοίκηση είναι άψογη και μάλιστα η περιποίηση αφορά σε όλα τα μέλη της αποστολής, ακόμη και τα επικουρικά, προσφέροντάς τους έτσι κάποιον ανέλπιστο ελεύθερο χρόνο για βόλτες και περιηγήσεις.

images-25

Ο Οινοκράτης εισπνέει μια γερή δόση θαλασσινού αέρα, πράγμα που ενισχύει την πρωινή αισιοδοξία του.

«Εν τάξει», λέει, «έχουνε γούστο όλοι αυτοί οι παράταιροι εδώ πέρα». Ύστερα αλλάζει θέμα: «Είναι περίεργο, αλλά η ατμόσφαιρα μου θυμίζει κάπως, όχι τόσο τον Πειραιά, όσο μάλλον την βαβούρα του λιμανιού των Συρακουσών. Ξέρεις Χοντρόη πως η πόλη που γεννήθηκα είναι κι αυτή χτισμένη πάνω σε ένα νησάκι, δίπλα στη στεριά όπως αυτό εδώ;…» Κοντοστέκεται… «Όμως, πριν συνεχίσουμε τον περίπατο, τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε τι τρώνε για πρωινό οι ντόπιοι;… Απ’ ό, τι θυμάμαι έχει πολλά εστιατόρια στα στενά πίσω απ’ την προκυμαία».

Ο Χοντρόης ανασηκώνει τον αφράτο κύλινδρο που χρησιμοποιεί ως δεξί χέρι και δείχνει προς τα δυτικά, εκεί όπου η ευδιάκριτη οριζόντια γραμμή ξεχωρίζει τη θάλασσα από τον πρωινό ουρανό.

«Όρα ω Οίνον Εκράτα… Στίγματα τινά εν τω ορίζοντι ενεφάνησαν. Νήες δε ταύτα έσονται ει απαπαπατώμαι ουκ. Δοκείς ταύτα έσοιντο οιτινα ημείς αναμένομεν;

«Χοντρόη, μου φαίνεται ότι δε ξέρεις τίποτα από μεγάλα λιμάνια. Στα μεγάλα λιμάνια μπαινοβγαίνουν συνεχώς πλοία. Μικρά και μεγάλα. Πάντως αυτά που μου δείχνεις είναι πολύ μακριά. Μπορεί να στρίψουν προς τα εδώ, μπορεί και να συνεχίσουν για παρακάτω. Θα δούμε. Αλλά μέχρι να γίνει αντιληπτή η πορεία τους έχουμε καιρό… Προλαβαίνουμε να κάνουμε έναν γύρο στα πέριξ. Άντε πάμε», αποφασίζει ο Συρακούσιος και στρίβει εγκαταλείποντας την προκυμαία και παρασύροντας μαζί του τον Πέρση προς τα ενδότερα.

21010707-antica-nave-da-guerra-romana-archivio-fotografico

Στα εσωτερικά σοκάκια υπάρχουν πολυποίκιλα εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια και βέβαια πολυάριθμοι χώροι εστίασης όπου οι γηγενείς και οι διερχόμενοι μπορούν να βρουν ό, τι χρειάζεται για να καταλαγιάσουν την πείνα και την δίψα τους.

Τα στενά, δεν είναι ακόμη φίσκα γεμάτα κόσμο, πράγμα που θα συμβεί σίγουρα λίγο αργότερα, όταν η ημέρα θα ωριμάσει, αλλά είναι ήδη γεμάτα από γαργαλιστικές μυρουδιές, καθώς τα εστιατόρια αρχίζουν την παρασκευή των μεσημεριανών εδεσμάτων.

Οι οσμές αυτές ασκούν ισχυρή έλξη στους δύο περιηγητές, οι οποίοι προτού επιλέξουν που θα καθίσουν, θέλουν να επιθεωρήσουν τις πολυάριθμες προσφορές κι έτσι, προχωρώντας από τσίκνα (τηγανιτή) σε τσίκνα (ψητή), απομακρύνονται βαθμηδόν από τα πιο πολυσύχναστα εξωτερικά δρομάκια, σε άλλα, πιο απομακρυσμένα, πιο εξωτικά και εδώ που τα λέμε πιο επικίνδυνα μέρη του λιμανιού.

Έχουν μόλις μπει σε ένα περίεργο στενό, σκοτεινό, καλυμμένο με υφασμάτινο στέγαστρο, από όπου αναδύεται έντονη μυρουδιά ανατολίτικων καρυκευμάτων, όταν ο Οινοκράτης σταματάει απότομα και αρπάζοντας το μανίκι του Χοντρόη  τον εμποδίζει κι αυτόν να προχωρήσει. Και καθώς μια  ερωτηματική έκφραση απλώνεται στο πρόσωπο του Ασιάτη, ο Οινοκράτης του κάνει νόημα να  μην κάνει θόρυβο, αλλά να προσέξει την αντήχηση από τους μεταλλικούς ήχους που προέρχονται από το βάθος του σκιερού στενού. Ο Χοντρόης απαντάει στην νοηματική την οποία κατέχει εξ ίσου καλά με την γλώσσα των Δαναών, ότι εντάξει, κατάλαβε ότι οι ήχοι συμπεριλαμβάνουν τις κλαγγές διασταυρούμενων (αγρίως) σπαθιών.

Και καθώς η έμφυτη περιέργεια (εξ ίσου καλά εγκατεστημένη και στους δύο), υπερτερεί της απαιτούμενης σωφροσύνης, οι δύο φίλοι προχωρούν προσεκτικά στο εσωτερικό του σκιερού στενού για να δουν τι τρέχει και προς τι αυτός ο σαματάς. Μια δυο στροφές παρακάτω θα χρειαστεί να σκύψουν για να αποφύγουν μερικά ιπτάμενα αντικείμενα που, αμέσως μετά, βλέπουν πως εκτοξεύονται από έναν αμυνόμενο άνδρα, ο οποίος στριμωγμένος δίπλα στον πάγκο ενός ¨τραπεζίτη¨ (προφανώς ειδικευμένου σε ¨σκοτεινές συναλλαγές¨ μια που έχει εγκατασταθεί ακριβώς στο βάθος του σκιερού στενού), προσπαθεί να αποκρούσει μια ομάδα από τρεις – τέσσερεις μικρόσωμους, πλην όμως γεροδεμένους νεαρούς, οπλισμένους με μαχαίρια και κοντά σπαθιά. Ό ίδιος χειρίζεται με επιδεξιότητα ένα επίσης κοντό ξίφος, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τους επιτιθέμενους πετώντας εναντίον τους ό, τι μπορεί από τις πλάκες αργίλου και τα αγαλματίδια που βρίσκονται πάνω στον πάγκο. Ο ιδιοκτήτης του τραπεζιού δεν είναι ορατός αυτή τη στιγμή, αλλά μάλλον είναι αυτός που ακούγεται να στριγγλίζει απελπισμένα κρυμμένος κάπου ανάμεσα στα υφασμάτινα παραπετάσματα του καταστήματος.

polyeres

Ο Οινοκράτης δε μπορεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του αμυνόμενου, αλλά αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάτι το μη συνηθισμένο στον τρόπο που κινείται. Το εντοπίζει. Τίποτα το εξαιρετικά ανακόλουθο: ο αμυνόμενος είναι αριστερόχειρας. Όμως αυτή η παρατήρηση βάζει σε κίνηση μια σειρά συνειρμούς που οδηγούν τον οξυδερκή Σικελό σε μια άμεση (παρεμβατική) απόφαση.  Κάνει νόημα στον Πέρση, δείχνοντάς του μια σειρά από μεγάλα τηγάνια που τυχαίνει να είναι κρεμασμένα (προς πώληση) ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Εκείνος αντιλαμβάνεται και (ευτυχώς) αποφεύγει να σχολιάσει την υπονοούμενη παρότρυνση.

Παίρνουν λοιπόν ανά χείρας από ένα βαρύ σιδηρούν τηγάνι έκαστος.

Εκείνο που θα αλλάξει την πορεία της σύγκρουσης στο απομακρυσμένο σκιερό στενό, δεν είναι βέβαια το ότι στην πλευρά του αμυνόμενου αριστερόχειρα προστέθηκαν δύο τηγανοφόροι, όσο το ότι αυτό συνέβη αρκούντως ξαφνικά και απροσδόκητα και κυρίως στο ότι η μη αναμενόμενη εμπλοκή τους προέρχεται από τις πλάτες των επιτιθέμενων.    Και έτσι (τοιουτοτρόπως) μερικές καλοζυγιασμένες τηγανιές αρκούν για να αποτραπεί η επίθεση των νεαρών, όσοι από τους οποίους δεν βυθίζονται άμεσα σε καρουμπαλοφόρα κώματα, αποχωρούν επισπευσμένα  προς άγνωστους προορισμούς.

«Εσάς κάπου σας έχω ξαναδεί…» είναι τα πρώτα λόγια του διασωθέντος προς τους αναπάντεχους, αν όχι σωτήρες, τουλάχιστον ενισχυτές και απρόσμενους συμπαραστάτες του.

«Ημείς παπαρομοίως»,  επιβεβαιώνει ο Χοντρόης.

«Μόνο που δε περιμέναμε να σε συναντήσουμε εδώ», συμπληρώνει ο Οινοκράτης.

«Μάλλον εν ταις Αθήναις, το πιπιθανότερον…» διευκρινίζει ο κυκλικός Ανατολίτης

Ο αριστερόχειρας πολεμιστής τους κοιτάζει προσεκτικότερα, από κοντά.

«Μα ναι, μα ναι, οι απεσταλμένοι της Θαίδας στα Σούσα», θυμάται ξαφνικά.

«Όχι ακριβώς αυτοί, αλλά εκείνοι που τους συνόδευαν. Και εσύ επομένως -είχα δίκιο- είσαι ο τραυματίας πολεμιστής, ο Παλαμήδης ο Αθηναίος. Δε σε αναγνώρισα αμέσως, αλλά θυμόμουν ότι είχες τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί χέρι και αυτό ήταν η βασική αιτία που επέστρεφες στην Ελλάδα. Μου ήρθε στο νου καθώς παρατηρούσα τον τρόπο που αντιμετώπιζες τους ληστές. Το εξάσκησες βλέπω μια χαρά το ευώνυμο… Μα καλά, δε θα έπρεπε να είσαι ήδη στην Αθήνα…;»

«Πάμε να σας προσφέρω από μια κύλικα οίνο κεκραμένο, και θα σας αφηγηθώ τις περιπέτειες του ταξιδιού μου ως εδώ. Μόνο ας πάμε προς ένα πιο πολυσύχναστο μέρος γιατί εδώ μέσα είναι πολύ σκοτεινά και δε ξέρει κανείς από πού πρέπει να φυλαχτεί…» είπε ο πολεμιστής μαζεύοντας τα όπλα και τον ταξιδιωτικό του σάκο.

images-23

Εν τω μεταξύ, το ίδιο εκείνο πρωί, στο βαρύρρυθμο διοικητικό Μέγαρο που κυριαρχεί στην πλατεία του Αγηνορείου, ο Ύπαρχος Μένης από την Πέλλα και ο λόγιος Εύελπις ο Μεγαρεύς, συζητούν προσπαθώντας να βρουν μια λύση που θα επιτρέψει τη συνέχιση του ταξιδιού των κειμηλίων και της ομάδας που τα συνοδεύει προς την πατρίδα τους: το περίφημο, αλλά ακόμη μακρινό Ένδοξο (κλεινόν) Άστυ των Αθηνών. Τα πλοία που θα μεταφέρουν τους χάλκινους ¨τυραννοκτόνους¨ και την συνοδεία τους, αν και θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ, ακόμη καθυστερούν με τρόπο ανεξήγητο και δυσοίωνο.

«Όχι, δεν υπάρχουν ακόμη νέα από τη έκτακτη Μοίρα του στόλου που περιμένουμε», επαναλαμβάνει ο Μένης θωπεύοντας αφηρημένα το κοντό κοκκινωπό του γένι.   «Εκείνο που είναι γνωστό είναι ότι αποτελείται από τέσσερα αθηναϊκά  πλοία που απέπλευσαν από την Κύπρο αμέσως μόλις έλαβαν το μήνυμά μας. Ξέρω επίσης ότι τα πληρώματα είναι έμπειρα και ο μοίραρχος ένας ικανός πειραιώτης ναυτικός. Έφτασαν βέβαια νέα ότι τις τελευταίες μέρες εμφανίστηκαν καταιγίδες στην νότια εσωτερική θάλασσα. Ελπίζω η κακοθυμία του Ποσειδώνα απλά να τους καθυστερεί κι όπου να ΄ναι να καταπλεύσουν στον λιμένα. Αν δεν είχε προηγηθεί η πειρατική επίθεση για την οποία σου μίλησα δεν θα ανησυχούσα καθόλου, αλλά και πάλι είμαι αισιόδοξος».

«Εάν όμως η αισιοδοξία σου, για οποιοδήποτε λόγο, δεν επαληθευτεί;» ρωτάει στα ίσια ο Εύελπις. «Ξέρεις  ότι το ταξίδι μας πρέπει να ακολουθήσει ένα χρονοδιάγραμμα που δεν έχει πολλά περιθώρια υπέρβασης».  

«Μην ανησυχείς. Αν τα πλοία δεν φτάσουν έγκαιρα, η διοίκηση της Τύρου θα αναλάβει την πλήρη οργάνωση του υπόλοιπου ταξιδιού σας ως την Αθήνα. Όμως θα προτιμούσα να σας συνοδεύσουν τα αθηναϊκά πλοία, γιατί έχω φτάσει πρόσφατα εδώ και δεν είμαι σε θέση να ξέρω με απόλυτη σιγουριά σε ποιον μπορώ να έχω εμπιστοσύνη και σε ποιον όχι. Πάντως εξετάζω και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουμε τα ντόπια πλοία».

images-22

Ο Μένης έστειλε το βλέμμα του στο μεγάλο παράθυρο κι από εκεί στον μακρινό δυτικό ορίζοντα. Έπειτα στράφηκε πάλι προς τον Μεγαρέα. «Επί τη ευκαιρία ήθελα να σε ενημερώσω ότι χτες το βράδυ είχα μια απρόσμενη πρόταση σχετική με το θέμα μας…»

«Δηλαδή;» απόρησε ο Εύελπις.

«Με επισκέφτηκε μια αντιπροσωπεία από γηγενείς. Ήταν ενήμεροι για το ταξίδι σας, πράγμα άλλωστε που δεν κρατήσαμε κρυφό, μια που η επιστροφή των κειμηλίων είναι μια πράξη δικαιοσύνης και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνεται γνωστό σε όλους. Παρατήρησαν, μου είπαν, ότι αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με τη συνέχιση του ταξιδιού και προσφέρθηκαν να βοηθήσουν…»

«Με ποιο τρόπο;»

«Έφτασε πρόσφατα στο λιμάνι μια εμπορική νηοπομπή  από την Καρχηδόνα, ξέρεις, την ισχυρή δυτική αποικία της Τύρου με την οποία συγκρούονται συχνά οι έλληνες της Σικελίας. Σε δείγμα καλής θέλησης και εν όψει μιας ενδεχόμενης συνεργασίας μαζί μας, προσφέρονται επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, να σας μεταφέρουν εκείνοι στον Πειραιά, έναντι βέβαια μιας συμβολικής αμοιβής. Τι λές;»

«Πότε αναχωρούν;»

«Σήμερα ολοκληρώνουν την φόρτωση, μου είπαν. Από αύριο μπορούν να αποπλεύσουν».

«Εσύ τι λες;»

«Σου είπα ήδη ότι δεν γνωρίζω ακόμη καλά πόσο αξιόπιστοι είναι οι ντόπιοι. Ακόμη και οι πληροφοριοδότες μας είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη μεριά οι Καρχηδόνιοι είναι γνωστοί για την εμπορική τους πολυπραγμοσύνη, αλλά δρουν στην άπω Δύση και δεν είχαμε ως τώρα την ευκαιρία να διερευνήσουμε άμεσα τις προθέσεις τους».

  «Πόσα πλοία;»

Δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά, μικρότερα και ευέλικτα, ανάλογα με τις δικές μας τριήρεις. Υπάρχει χώρος, μου είπαν, γιατί ο όγκος των εμπορευμάτων με τα οποία επιστρέφουν είναι μικρότερος από τον όγκο εκείνων που μετέφεραν στην Τύρο από την Καρχηδόνα.

«Είναι αραγμένοι εδώ ή στο νότιο λιμένα, τον ¨Προς την Αίγυπτο¨;»

«Εδώ. Αν πας ως το παράθυρο θα διακρίνεις τα χοντρά φορτηγά στην πρώτη προκυμαία».

«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να κάνω μια βόλτα ως τα εκεί», απάντησε ο Εύελπις και σηκώθηκε.

«Περίμενε, θα έρθω μαζί σου», τον πρόλαβε ο Μένης, ενώ παράλληλα έκανε νόημα στους δύο φρουρούς που έστεκαν στην είσοδο της αίθουσας να τους ακολουθήσουν.

images-20

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, κεφάλαιο τρίτο: Καθ’ οδόν…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Νοεμβρίου, 2016

Αποσπάσματα από τα ανευρεθέντα κείμενα που αποδίδονται στον Ευέλπιδα τον Μεγαρέα, ιστορικό, στην υπηρεσία του Αλεξάνδρου του Γ΄ του Μακεδόνα (μετάφραση ευανάγνωστων τμήματων)

images%ce%b1-6

[…]  Τα χάλκινα αγάλματα των τυραννοκτόνων συσκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν στην ειδικά μεταποιημένη αρμάμαξα, ύστερα από μια σύντομη τελετή που έγινε στο προαύλιο του θησαυροφυλακίου των Σούσων.

Στην τελετή αυτή, εκτός από τους δύο αθηναίους πρέσβεις -τον Ηλιόδωρο το γιο του Κίμωνα και τον Αθήναιο του Φωκίωνα, που κατέφτασαν επειγόντως στα Σούσα για να συμμετάσχουν στην αποστολή- παρέστη, υποβοηθούμενος από τον Ακαρνάνα  γιατρό Φίλιππο, ο Καλλισθένης ο ίδιος.  Εκφώνησε μάλιστα ένα σύντομο λογύδριο, που μας έκανε να αισθανθούμε όλοι συγκινημένοι.

Όπως είπε, η Ιστορία, στην ύφανση των νημάτων της οποίας συμμετέχουμε, δεν είναι μια απλή παράθεση ετερόκλητων γεγονότων, αλλά κάτι με εσωτερική συνέπεια και -κυρίως- κάτι που εμπεριέχει κανόνες δικαιοσύνης, άρα νόημα και ελπίδα. Η επιστροφή των κειμηλίων στους Αθηναίους είναι μια πράξη με την οποία καταφανώς η Ιστορία απονέμει δικαιοσύνη. Εμείς, με το ταξίδι που θα ξεκινούσε την επαύριο, θα είχαμε την τιμή να ολοκληρώσουμε την πράξη αυτή. […]

 […]Το ταξίδι της μεταφοράς των αγαλμάτων των Τυραννοκτόνων προκειμένου να επιστραφούν στους Αθηναίους, διεξήχθη, κατά το πρώτο τουλάχιστον μέρος, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες ή ανεπιθύμητα απρόοπτα.

Για να αποδώσουμε τα των Θεών -δηλαδή εκείνα που δεν εξαρτιόνται από τις δικές μας προσπάθειες- στους Θεούς, θα πρέπει να πούμε ότι ο Νεφεληγερέτης φρόντισε ώστε ο ουρανός να είναι ως επί το πλείστον καθαρός, η θερμοκρασία ανεκτή και οι άνεμοι όχι και τόσο ισχυροί ώστε να μας δημιουργήσουν προβλήματα όταν διασχίζαμε τα ερημικά, αμμώδη τμήματα της διαδρομής. Ο Γοργοπόδαρος Ερμής, από τη μεριά του, είχε βάλει ένα χέρι ώστε οι ημεροδρόμοι να έχουν παραδώσει εγκαίρως τα μηνύματα με το οποία ειδοποιούσαμε τους διοικητές των φρουρών των ενδιάμεσων πόλεων για την επικείμενη άφιξή μας. Έτσι οι φρούραρχοι, αλλά και κάποιοι από τους νεοδιορισμένους τοπικούς σατράπες, υποδέχτηκαν  με ευμένεια την μικρή μας ομάδα, φρόντισαν για τον ανεφοδιασμό μας και συχνά προσφέρθηκαν να μας πλαισιώσουν με πρόσθετη στρατιωτική δύναμη, η οποία όμως δεν υπήρξε απαραίτητη, μια που ο Μαχόμενος Άρης πρέπει να είχε δουλειά στο μέτωπο της εκστρατείας και δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί μας.

Έτσι, το άγημα που μας συνόδευε δεν χρειάστηκε να συγκρουσθεί με ληστές ή αντάρτες μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της χερσαίας διαδρομής, αφήνοντάς μας έτσι απερίσπαστους να διασχίσουμε τους κάμπους, τα ποτάμια, τις ερήμους και τα ορεινά δάση της οροσειράς του Λίβανου, πριν αντικρίσουμε την θάλασσα και κατηφορίσουμε προς την Τύρο. […]

images-5

Κεφάλαιο 3ο Καθ’ οδόν…

[αφηγείται ο Εύελπις]

 

 Να ‘μαστε λοιπόν, όπως άλλοτε οι μύριοι του Ξενοφώντα, να διασχίζουμε την Ασία απ’ την Ανατολή προς τη Δύση, αναζητώντας την θάλασσα, την τόσο προσφιλή και οικεία σ’ εμάς τους Έλληνες.

Εντάξει, η παρομοίωση είναι κάπως υπερβολική, το παραδέχομαι, έτσι κι αλλιώς οι καιροί έχουν  αλλάξει δραστικά από τότε: εκείνους τους κυνηγούσε το μένος των Περσών, ενώ εμάς μας υποδέχονται σε κάθε πόλη-σταθμό δικοί μας άνθρωποι,  εκείνοι ήταν πάνω από μύριοι ενώ εμείς, μαζί με τους επικουρικούς, δεν ξεπερνούμε τις τρεις δεκάδες. Εκείνοι μάχονταν διαρκώς, εμείς δε χρειάστηκε να βγάλουμε τα όπλα απ’ τα θηκάρια.

Έτσι κι αλλιώς, το σχέδιο άμυνας σε περίπτωση επίθεσης από μεγάλο αριθμό ληστών, ήταν να αντισταθούμε για όσο χρόνο χρειαζόταν, ώστε ένας ταχύς ιππέας να ειδοποιήσει το πλησιέστερο ελληνικό φυλάκιο να μας στείλει ενισχύσεις. Ευτυχώς κάτι τέτοιο δε χρειάστηκε κι έτσι  φτάσαμε χωρίς ανθρώπινες απώλειες και χωρίς να έχουμε παραβιάσει πολύ τις αρχικές προβλέψεις για τη διάρκεια του ταξιδιού, στα όρη των ασιατικών παραλίων.

Από τα περάσματα στα υψώματα αυτών των πυκνά δασωμένων βουνών που χωρίζουν την Συρία από τις μεσογειακές ακτές, ατενίσαμε επιτέλους με ευφορία το απέραντο γαλάζιο βασίλειο του Ποσειδώνα και επαναλάβαμε, χωρίς ίσως πρωτοτυπία, αλλά με ανυπόκριτο ενθουσιασμό, τα επιφωνήματα των μυρίων: ¨θάλαττα, θάλαττα!¨ Ύστερα, αφού κάναμε τις απαραίτητες ευχητήριες σπονδές στον Ενάλιο, κατηφορίσαμε προς τα νοτιοδυτικά, όπου, στο βάθος, σύντομα φάνηκε το παράκτιο νησί με τα δύο λιμάνια: Η Τύρος.

 tyre300

Προσωπικά θα είχα ευχαρίστως αποφύγει να συμπεριλάβω την Τύρο ανάμεσα στους σταθμούς της διαδρομής προς την Αθήνα. Θα προτιμούσα, για το θαλάσσιο τμήμα του ταξιδιού μας, να επιβιβαζόμαστε σε κάποιο πιο βόρειο λιμάνι∙ στη Σιδώνα ας πούμε ή στην Βύβλο, πράγμα που, εξ άλλου, θα έκανε τη διαδρομή κατά τι συντομότερη.

Οι αναμνήσεις μου από αυτήν την πόλη-νησί, που κυριαρχούσε ως τότε στα φοινικικά παράλια, δεν ήταν οι καλύτερες. Οι Τύριοι Φοίνικες είχαν στοιχηματίσει πάνω στην υπεροχή της αυτοκρατορίας, προτιμώντας την περσική επικυριαρχία, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους ομόφυλούς τους που είχαν ήδη σπεύσει να απαρνηθούν τους Πέρσες και να προσχωρήσουν στον επελαύνοντα Μακεδόνα.   

Η επιλογή τους αυτή δε με εξέπληξε. Η Τύρος ήταν μια εμπορική ναυτική δύναμη, επομένως οι δραστηριότητές της ήταν μάλλον συμπληρωματικές παρά ανταγωνιστικές με εκείνες των Περσών, οι οποίοι ούτε δική τους αξιόλογη ναυτική δύναμη διέθεταν ούτε αυτοτελές ναυτικό εμπόριο ασκούσαν. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος έφερνε δυναμικά στην περιοχή τους τούς Έλληνες, επίφοβους ανταγωνιστές, που είχαν ήδη εδώ και αιώνες περιορίσει τους Φοίνικες στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ τους είχαν τελείως αποκλείσει την πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο.

Οι Τύριοι λοιπόν, εμπιστεύτηκαν τις αμυντικές αντοχές του καλά οχυρωμένου νησιού τους και επέλεξαν τη γραμμή της σκληρής αντίστασης. Έτσι εμπλακήκαμε σε μια ανηλεή-αιματηρή σύγκρουση που κράτησε τη στρατιά ακινητοποιημένη για πάνω από μισό έτος.

Βέβαια, θα πρέπει να αναφέρω ότι, παρά την αντίστοιχη ευρηματικότητα των Τυρίων, οι μηχανικοί μας έκαναν εξαιρετική δουλειά επινοώντας και κατασκευάζοντας πολιορκητικές μηχανές, γέφυρες και αναχώματα -ακόμα και μέσα στο νερό, καθώς και ότι η επιμελητεία της στρατιάς (στην οποία, υπενθυμίζω, συμμετέχει αποφασιστικά η δική μας ¨ομάδα των λογίων¨), έκανε κυριολεκτικά θαύματα, ανεφοδιάζοντας ανελλιπώς το ακινητοποιημένο στράτευμα με τα απαραίτητα τρόφιμα, όπλα και λοιπά αναλώσιμα, για ένα τόσο μακρύ χρονικό διάστημα.

images-19

Παρόλα αυτά, το νησί δεν έπεσε παρά  μόνον όταν ο Αλέξανδρος φρόντισε να αυξήσει τις ναυτικές δυνάμεις  της πολιορκίας, φέρνοντας πλοία από την Κύπρο, τη Ρόδο, ακόμη και από τη Μακεδονία και τις γειτονικές φοινικικές πόλεις.

Η τελική ήττα των Τυρίων ήταν αιματηρή. Είναι πάντοτε δυσάρεστο να βλέπει κανείς την κατάρρευση μιας ισχυρής πόλης, όσο αλαζονική,  υπεροπτική, και περιφρονητική για τους άλλους κι αν ήταν η -προ της πτώσης- πολιτική της.

Όμως οι προσωπικοί μου ενδοιασμοί μέτραγαν λίγο, καθώς ο Καλλισθένης επέμεινε να συμπεριλάβουμε την Τύρο στη διαδρομή. Θεώρησε ότι το ταξίδι, μας έδινε την ευκαιρία να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκεται η ισχυρότερη μέχρι τότε πόλη των Φοινίκων, δύο- δυόμισι χρόνια μετά την επώδυνη ήττα της. Ήθελε να μάθει σε ποιο βαθμό ελέγχουμε  την πόλη που μας καθυστέρησε για επτά μήνες δίνοντας την ευκαιρία στον Δαρείο να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Μου ζήτησε μάλιστα να του στείλω μια περιγραφή της κατάστασης που επικρατεί εκεί και να εστιάσω, κυρίως, στο κατά πόσο έχει εδραιωθεί η νέα εξουσία. Σε περίπτωση που οι θετικές αναφορές που είχε για την κατάσταση της πόλης  ήταν λανθασμένες, τότε θα μπορούσαμε να ανηφορίσουμε ως την γειτονική Σιδώνα, όπου είχαν επίσης σταλεί οι απαραίτητες οδηγίες και να επιβιβαστούμε εκεί.

.images-23

Ήταν απομεσήμερο όταν φτάσαμε στα απομεινάρια της ηπειρωτικής Παλαιάς Τύρου. Η απόσταση ως το νησί ήταν μικρή, πέντε ή έξι στάδια το πολύ. Περάσαμε απέναντι πάνω σε ξύλινες σχεδίες οι οποίες, υποβοηθούμενες από φουσκωμένα ασκιά και ωθούμενες από ψηλά κοντάρια που άγγιζαν τον ρηχό βυθό, πηγαινοέρχονταν  ανάμεσα στην ακτή και το βόρειο λιμάνι της νησιωτικής Νέας Τύρου, το αποκαλούμενο ¨λιμάνι προς τη Σιδώνα¨.

Τα τείχη της πόλης σε εκείνο το σημείο ορθώνονταν επιβλητικά σε όλο τους το ύψος, μια που τα στρατεύματά μας είχαν τελικά διεισδύσει από ένα νοτιότερο ρήγμα.  Από το λιμάνι ανηφορίσαμε προς την πλατεία του Αγηνόριου[1], όπου αφήσαμε το στρατιωτικό άγημα και τα φορτία μας στις φροντίδες της τοπικής φρουράς, ενώ οι δύο Αθηναίοι πρέσβεις και εγώ, ζητήσαμε να δούμε   τον ανώτατο διοικητή.

e4

Τον ψηλό γαλανομάτη άνδρα με την κοντό κοκκινωπό γένι, που μας υποδέχθηκε στο κεντρικό παλάτι της πόλης (ακριβέστερα σε ένα τμήμα του, γιατί στο υπόλοιπο μέγαρο εκτελούνταν ακόμη εργασίες αναστύλωσης) τον Μένη του Διονυσίου από την Πέλλα, τον γνώριζα προσωπικά. Όχι πολύ καλά βέβαια, αλλά παλιότερα είχα την ευκαιρία να ανταλλάξω μερικές κουβέντες μαζί του, από εκείνες τις αυθόρμητες και φιλικές, που λέγονται συνήθως στις συνεστιάσεις και τα συμπόσια των μεσαίων στελεχών της στρατιάς.

Όμως, μετά  τη μάχη της Ισσού, όταν ο Αλέξανδρος τον προήγαγε στην επίζηλη θέση του σωματοφύλακα[2], τον είχα χάσει.  Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής της επελαύνουσας στρατιάς στα Σούσα, έμαθα ότι ο Μένης είχε αναλάβει υψηλά διοικητικά καθήκοντα ως Ύπαρχος  για τη Συρία, την Φοινίκη και την Κιλικία, περιοχές κρίσιμες για την επαφή του μετώπου με τα μετόπισθεν. 

Ο Πελλαίος άνοιξε εγκάρδια τα χέρια του. Παρά το χαμογελαστό του ύφος, στο πρόσωπό του  ήταν χαραγμένες ρυτίδες που άλλοτε έλειπαν.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Μεγαρέα, καθώς και εσάς ευγενικοί αθηναίοι άρχοντες».  

Του έσφιξα πρώτος τα χέρια. «Ελπίζω η άφιξή μας να μη σε εκπλήττει Ύπαρχε. Υποθέτω ότι έφτασε έγκαιρα η αναγγελία της διέλευσής μας από την Τύρο…»

Οι Αθηναίοι τον χαιρέτισαν κι αυτοί με τη σειρά τους.

«Μα ναι, μα ναι», με διαβεβαίωσε. «Το μήνυμά σας ήταν εδώ έγκαιρα. Εγώ είμαι  εκείνος που μόλις έφτασε. Ήμουν στις βορειότερες περιοχές της Υπαρχίας την ευθύνη για την οποία, όπως ξέρεις φαντάζομαι, ανέλαβα πρόσφατα. Για να οργανωθεί αποτελεσματικά η διοίκηση θεώρησα σωστό να πληροφορηθώ προσωπικά για την κατάσταση που επικρατεί όχι μόνον εδώ, στις πόλεις της Φοινίκης, αλλά και στη Συρία και την Κιλικία. Όμως επέστρεψα εσπευσμένα για δύο λόγους: Ο ένας είναι, βέβαια, γιατί ήθελα να σας υποδεχθώ και να συμβάλω προσωπικά στην προώθηση της αποστολής σας∙ ο άλλος ότι παρουσιάστηκαν κάποια προβλήματα στη μετάβαση της τελευταίας ομάδας των απομάχων και των τραυματιών πίσω στην Ελλάδα».

Τον κοίταξα ερωτηματικά. Οι πρέσβεις ανασήκωσαν τα κεφάλια τους με ενδιαφέρον, για να ακούσουν καλύτερα τις διευκρινίσεις του Μένη.

«Η οργάνωση της επιστροφής των στρατιωτών δεν είναι τόσο απλή υπόθεση όσο μπορεί να μοιάζει εκ πρώτης όψεως», συνέχισε εκείνος. «Οι περισσότεροι απόμαχοι μεταφέρουν στην πατρίδα τους μικρούς προσωπικούς τους θησαυρούς, μισθούς και λάφυρα, που προσελκύουν το έντονο ενδιαφέρον τόσο των άτακτων ληστών  στη στεριά, όσο και των πειρατών στη θάλασσα.

»Εκείνο που συνέβη, είναι ότι η τελευταία νηοπομπή που οργανώσαμε δέχτηκε επίθεση από απρόβλεπτα πολυπληθή πειρατικά πλοία, στη μέση της πλεύσης προς την Κύπρο και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην ασφάλεια των λιμανιών μας, εδώ στην Τύρο. Ευτυχώς χωρίς μεγάλες απώλειες.

»Επί πλέον, τα Αθηναϊκά πλοία που ειδοποιήθηκαν να καταπλεύσουν για να ενισχύσουν την νηοπομπή, αλλά και να αναλάβουν το δικό σας ταξίδι, δεν έχουν  ακόμη φτάσει, αν και θα έπρεπε να είναι εδώ από χτες. Πάντως δεν έχουμε λάβει κανένα ανησυχητικό μήνυμα και ελπίζω ότι θα καταφτάσουν από ώρα σε ώρα.

»Αλλά υποθέτω ότι πρέπει να είστε κουρασμένοι γι αυτό τώρα θα οδηγηθείτε στα καταλύματά σας. Έχετε λίγο χρόνο για να πάρετε μια ανάσα. Περισσότερα θα πούμε, αμέσως μετά,  κατά τη διάρκεια του δείπνου». 

Οι υπηρέτες μας οδήγησαν σε πολυτελή δωμάτια που έβλεπαν στο λιμάνι, από όπου εξάλλου έφτανε ως εκεί ο απόηχος απ’ τη φασαρία και τις φωνές, παρά την προχωρημένη ώρα.

Δεν ξέρω τι ακριβώς έκαναν οι δύο Αθηναίοι έως ότου να έρθει η ώρα του δείπνου, υποθέτω ότι ξεθεωμένοι από το ταξίδι θα πρέπει να αφέθηκαν στην αγκαλιά του Μορφέα∙ εγώ όμως επέστρεψα στην αίθουσα υποδοχής και αναζήτησα και πάλι τον Μένη. Υπήρχαν μερικά πράγματα που έπρεπε να πούμε εμπιστευτικά, οι δυο μας, μακριά  από αδιάκριτα αυτιά…

0063

*

[1] Αγηνόριο: Ναός αφιερωμένος στον μυθικό Αγήνορα, γιο του Ποσειδώνα,  που θεωρείται ο ιδρυτής της Τύρου και της Σιδώνας

[2] Οι ¨σωματοφύλακες¨ (μακεδόνες στρατιωτικοί,  συνήθως μέλη αρχοντικών οικογενειών) ήταν υπεύθυνοι για την προσωπική ασφάλεια του Βασιλιά αλλά και έμπιστοι συμμέτοχοι στην καθημερινή του ζωή. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Αργεαδών η σωματοφυλακή αριθμούσε επτά μέλη. Σε περίπτωση θανάτου ενός εξ αυτών ή ορισμού του σε υψηλή διοικητική θέση, τον αντικαταστάτη του όριζε ο ίδιος ο Άνακτας. Ο Μένης του Διονυσίου, ευπατρίδης από την Πέλλα είχε διαδεχθεί στην Σωματοφυλακή τον Βάλακρο, στον οποίο είχε τότε ανατεθεί η σατραπεία της Κιλικίας. Στις αρχές του 330 π.Χ. ο Μένης ορίστηκε Ύπαρχος για τις περιοχές της Κιλικίας, Φοινίκης και Συρίας

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, κεφάλαιο δεύτερο: Ο Οινοκράτης και το ταξίδι

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Οκτωβρίου, 2016

1

Μέρος Ε  Αποστολή στην Αθήνα

Κεφάλαιο 2ο  Ο Οινοκράτης και το ταξίδι

 

Δεν είναι πως ο Οινοκράτης δεν ξέρει από ταξίδια. Ξέρει.

Έχει μάλιστα ζήσει ταξίδια ζόρικα, όπως εκείνο με το δουλεμπορικό που τον μετέφερε αλυσοδεμένο από τις θάλασσες της Σικελίας ως το λιμάνι του Πειραιά. Είναι σίγουρος ότι δύσκολα θα αντιμετωπίσει ξανά μια μετακίνηση κάτω από τόσο εφιαλτικές συνθήκες, όσο τότε.

Άλλωστε και η ίδια η εκστρατεία τον έχει γεμίσει ταξιδιωτικές εμπειρίες. Κατά βάθος του αρέσει να σκέφτεται (και η ιδέα αυτή κάπως τον παρηγορεί) ότι η εκστρατεία στην οποία θέλει δε θέλει συμμετέχει, άλλο δεν είναι  παρά ένα μεγάλο διηπειρωτικό ταξίδι: συναρπαστικό, γεμάτο με κυριολεκτικά πρωτόγνωρες περιπέτειες, αλλά και αρκετά διδακτικό, κυρίως σε σχέση με τα παθήματα και κάποιες δυσάρεστες  εκπλήξεις που περιέχει.

Επομένως, η μετακίνηση που διαγράφεται τώρα μπροστά του, δεν είναι ότι τον φοβίζει.

Σιγά τα λάχανα! Αυτό εδώ είναι ένα ταξίδι οργανωμένο από τις Αρχές, θα διεξαχθεί παρέα με πρέσβεις και αξιωματούχους, θα πλαισιώνεται από επιλεγμένη φρουρά ενάντια σε οποιαδήποτε επιβουλή μπορεί να παρουσιαστεί καθ’ οδόν και θα διαθέτει ειδικό έγγραφο που αφενός θα πιστοποιεί ότι οι ταξιδιώτες εκτελούν εντολές του  άνακτα και αφετέρου θα περιέχει κέλευσμα προς κάθε παραλήπτη να τους εξυπηρετήσει με απόλυτη προτεραιότητα.

Για να μη πούμε για τη διατροφή (σίγουρα εγγυημένης ποσότητας) και τις διανυκτερεύσεις (μάλλον ανεκτής ποιότητας).

Και δεν είναι μόνον οι παραπάνω εξαιρετικές συνθήκες, είναι ελκτικός και ο προορισμός του ταξιδιού. Μπορεί βέβαια να μην πρόκειται για τις γενέθλιες Συρακούσες,  πάντως είναι ένας τόπος με τον οποίο ο Οινοκράτης έχει -όπως και να το κάνουμε- δεθεί, ένας τόπος που πολλοί από τους αυτοαποκαλούμενους ¨ελεύθερους¨ όλης της οικουμένης, δίνουν πολλά (και θα έδιναν σίγουρα περισσότερα) για να μπορέσουν να ζήσουν έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα: ο προορισμός είναι η απαράμιλλη Αττική Γη.

Εδώ που τα λέμε, ταξίδι με τέτοιες προϋποθέσεις δεν έχει ξανακάνει, δεν ξέρει πως ακριβώς είναι, αλλά όλα μοιάζουν να προοιωνίζονται ευνοϊκά και ο Οινοκράτης δεν έχει καμία εκ των προτέρων αντίρρηση.

Εάν δεν χοροπηδάει από τη χαρά του, είναι γιατί αυτή η απόφαση, που του ανακοινώνει τώρα ο αφέντης του, τού φαίνεται υπερβολικά ξαφνική. Και μάλιστα παρμένη απρόσμενα, την ώρα που ο ίδιος μόλις άρχιζε να εγκαταλείπει κάποιες σκεπτικιστικές αμφισβητήσεις που τον θωράκιζαν ως τα τώρα και να προσαρμόζεται στη νέα προοπτική: εκείνη που θα του δώσει και πάλι κάποιες ¨επίσημες¨ ελευθερίες και υπευθυνότητες, από αυτές που έχει ξεχάσει ηθελημένα.

 Ο Συρακούσιος χαίρεται που ο Εύελπις γύρισε στα Σούσα συντομότερα του αναμενόμενου, αλλά εκεί που περίμενε ότι οι δυο τους θα αντιμετωπίσουν πλέον από κοινού κάθε δολοπλοκία και επιβουλή εδώ στα Σούσα, μαθαίνει ότι θα πρέπει να τα παρατήσει όλα και να φύγει ταξίδι -ευτυχώς μαζί με  τον νεαρό Μεγαρέα τον οποίο θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να ακολουθεί και να προστατεύει. Το νέο του έρχεται κάπως απότομα, τώρα, που ως νεοφώτιστο μεν, αλλά με αρκετή δόση καλής διάθεσης μέλος των Υπηρεσιών, προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα του καθήκοντα.

Αυτές οι μάλλον ανεπαίσθητες ανησυχίες του, καταλαγιάζουν οριστικά μόνον όταν ο Εύελπις τον διαβεβαιώνει ότι η αποστολή στην Αθήνα είναι σημαντική και ότι αναμφίβολα θα έχει την δυνατότητα να ασκήσει και εκεί, τόσο τις ήδη γνωστές ικανότητές του, όσο και τις νέες του αρμοδιότητές.

Ανακουφισμένος ο Οινοκράτης χαμογελάει πλατιά και διηγείται αναλυτικά στον Εύελπι τι έχει προλάβει να κάνει όσο εκείνος έλειπε στην Πόλη των Περσών.

Μετά την αναχώρηση του κυρίου του για την Περσέπολη και σύμφωνα με τα όσα του είχε ζητήσει εκείνος πριν φύγει, είχε προσπαθήσει να ξαναβρεί τα ίχνη του Άρπαλου και παιδεύτηκε αρκετά μέχρι να ανακαλύψει ότι ο ιδιόρρυθμος μακεδόνας άρχοντας είχε εγκαταλείψει την Πόλη των Κρίνων σχεδόν ταυτόχρονα με τον Εύελπι, κατευθυνόμενος κι αυτός προς τα ανατολικά.

Ύστερα άρχισε  να επισκέπτεται τον βαβυλώνιο νομομαθή λόγιο Μαρτούκη, (εκείνον που είχε ομολογήσει ότι συμμετείχε στις δραστηριότητες των σκοτεινών κύκλων), αλλά ο βαβυλώνιος καλαμαράς (όντως εδώ στη Μεσοποταμία χρησιμοποιούν πολύ το καλάμι στο γράψιμο) ή το έπαιζε σκληρό καρύδι και δεν έλεγε τίποτα, ή όντως η δράση των  συνωμοτών έχει μεταφερθεί σε άλλη περιοχή της αυτοκρατορίας. Ο Οινοκράτης δεν πτοήθηκε από την επιφυλακτικότητα του βαβυλώνιου και είχε σκοπό να μην τον αφήσει σε χλωρό κλαρί.

Στο μεταξύ, βρήκε κι άλλα πράγματα να κάνει, και όντως τα έκανε με ερασιτεχνική επιμέλεια (και μια που δεν του είχαν δώσει άλλα σημεία αναφοράς, περίμενε την επιστροφή του κυρίου του για να αναφέρει σε εκείνον): Κατέγραφε με επιμέλεια φωνές και ψιθύρους που κυκλοφορούσαν στην Αγορά και στους στρατώνες την πόλης των Κρίνων, φρόντιζε να μαθαίνει τι σχολιάζουν οι εταίρες στις μεταξύ τους, φαινομενικά ανώδυνες, κουβεντούλες και ακόμη (επιστρατεύοντας τις -απαράμιλλες- γλωσσικές ικανότητες του Χοντρόη) τι λέγεται ανάμεσα στους γηγενείς -ιδιαίτερα τους υπηρέτες όσων διατήρησαν τα αξιώματα τους, όπως ο Αβουλίτης- σχετικά με τα καμώματα και  τις προθέσεις των αφεντικών τους.

Ο Οινοκράτης παρατήρησε με ανακούφιση το ικανοποιημένο χαμόγελο του Εύελπι, όμως το χαμόγελο αυτό έσβησε σύντομα και ο Σικελός σκέφτεται πάλι ότι ο κύριός του τού φαίνεται κάπως διαφορετικός μετά την επιστροφή. Λιγότερο ενθουσιασμένος; λιγότερο ονειροπόλος; λιγότερο εύθυμος; πιο προβληματισμένος ίσως; Κάτι πρέπει να του συνέβη στην Περσέπολη, αλλά τι;  

Είχε ήδη μάθει ότι εκεί συνέβησαν πολλά. Ο ίδιος Εύελπις του είχε πει ότι η εντολή για το ταξίδι προερχόταν από τον Αλέξανδρο, άρα πιθανότατα είχε συναντήσει προσωπικά τον Ύπατο Αρχηγό, όπως του είχε πει επίσης, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ότι είχε διασταυρωθεί καθ’ οδόν με τον Άρπαλο. Επιπλέον ο Οινοκράτης ήταν απόλυτα σίγουρος ότι ο Εύελπις είχε συναντηθεί με την Θαϊδα.  Είναι μία από αυτές τις συναντήσεις ή μήπως το βάρος της νέας αποστολής που τον έκανε να είναι ¨κάπως¨ μετά την επιστροφή. Φταίει άραγε η σαγηνευτική Θαίδα ή μήπως είναι η θλίψη για την πυρκαγιά και τις απώλειες των συγγραμμάτων στα οποία τόσο αυτός όσο και ο προϊστάμενός του ο Καλλισθένης έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία;

Ο πιστός Οινοκράτης θα έχει το νου του και θα μάθει. Κι έτσι θα ξέρει με ποιο τρόπο θα μπορέσει να βοηθήσει τον Εύελπι να ξεπεράσει  ό, τι κι αν είναι αυτό που τον στεναχωρεί.

30fe7-6a0168e53be7ff970c01a511bd202b970c-pi

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Σχετικά με το μυθιστόρημα που συνεχίζεται…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Οκτωβρίου, 2016

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82-4

Αυτό το καλοκαίρι, με την ιδιότητα του συλλέκτη ιστορικού υλικού για το μυθιστόρημα, ήμουν εγκατεστημένος στην (αρχαία) Αθήνα και μπορώ να πω ότι δεν πέρναγα άσχημα, κάθε άλλο.

Εντάξει, παραδέχομαι ότι μερικές αναπόφευκτες συγκρίσεις ήταν επώδυνες για κάποιον που προερχόταν από το δηλητηριασμένο παρόν, μια που τότε το λεκανοπέδιο ήταν ακόμη πυκνά δασωμένο, υπήρχαν ποτάμια, μικρά μεν, αλλά γάργαρα, και η ¨θεά¨ Φρύνη μπορούσε να αναδυθεί από τα νερά του Φαλήρου χωρίς να αλειφτεί  με κηλίδες πετρελαίου που θα προβλημάτιζαν τον Απελλή και ίσως να τον οδηγούσαν στο να εισαγάγει ένα πρώιμο εικαστικό αντικλασικισμό που μόνον λίγοι (προφήτες) θα κατανοούσαν (τότε).

Τότε, που για τους Αθηναίους του Άστεως ο Λυκαβηττός ήταν μια κοντινή εξοχή, που ο Κεραμικός ήταν το ωραιότερο προάστιο της πόλης και που η ατίθαση νεολαία σύχναζε στις όχθες του Ιλισσού, στην περιοχή του Κυνοσάργους, για να αμφισβητήσει (τους πάντες) και να κάνει  τους απαραίτητους κατά πάντων αστεϊσμούς (πλάκες).

Ωστόσο, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω (και να συγκρίνω) και  άλλα πράγματα των οποίων η γεύση (μία από τα ίδια, τα σημερινά) ήταν μάλλον παρηγορητική, με την έννοια ότι διαπίστωνα πως ακόμη και τότε, σε εποχές που αναγνωρίστηκαν ως κλασικές, ξεχωριστές, δημιουργικές, σημεία αναφοράς για τους μεταγενέστερους, οι άνθρωποι  εδώ, κάτω από τον διαυγή αττικό ουρανό, διέθεταν τις ρίζες όχι μόνον των ¨καλών¨, αλλά και των ¨κακών¨ χαρακτηριστικών που θα μας παίδευαν και θα μας έσωζαν διαχρονικά. Αυτά που θα εξακολουθούσαν για αιώνες να οδηγούν σε εξάρσεις και καταπτώσεις, σε συλλογικούς ενθουσιασμούς και ομαδικές καταθλίψεις, σε ηρωισμούς και προδοσίες, σε αυτοπεποίθηση και αυτολύπηση.

Το ταξίδι, όπως ξέρετε ήδη, αφορά στην Αθήνα του 4ου αιώνα πΧ, την οποία είπα να συμπεριλάβω στη μυθιστορία που σκαρώνω, έστω κι αν αυτή (η μυθιστορία) παρακολουθεί μέχρι τώρα την εκστρατεία του Αλέξανδρου και  (ως εκ τούτου) διαδραματίζεται στην εξωτική Ανατολή.

Από σήμερα λοιπόν αρχίζω την ανάρτηση των πρώτων κεφαλαίων του 5ου μέρους, δηλαδή εκείνων (των λίγων) των οποίων η πρώτη εκδοχή είναι ήδη έτοιμη. Φυσικά πρόκειται για πρωτόλεια κείμενα που κατά πάσα πιθανότητα θα διορθωθούν εν καιρώ, ενδεχομένως και με τις συμβουλές-συμβολές των διαδικτυακών αναγνωστών. Τα σημερινό αφορά στην προετοιμασία της ¨Αποστολής στην Αθήνα¨ του Εύελπι, ο οποίος δεν είναι μόνο επιφορτισμένος να παραδώσει στους Αθηναίους τα αγάλματα των ¨τυραννοκτόνων¨, αλλά που του έχουν ανατεθεί και άλλα, λιγότερο ¨επίσημα¨ καθήκοντα.

images-6

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΣΧΟΛΙΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Ιντερμέδιο τέταρτο. Η επιστολή του Ευμένη προς τον Καλλισθένη.

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Αυγούστου, 2016

Ιντερμέδιο ανάμεσα στο Δ΄ και το Ε΄ μέρος

Η Επιστολή του Ευμένη του Καρδιανού προς τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο

Αγαπητέ Καλλισθένη Χαίρε

Επωφελούμαι από την εσπευσμένη επιστροφή του Εύελπι στα Σούσα για να σου στείλω, μαζί με τους χαιρετισμούς και τις ολόψυχες ευχές για την πλήρη ίασή σου, την παρούσα γραφή, έτσι ώστε να σε ενημερώσω για τα τελευταία νέα της εκστρατείας, καθώς και για τις απόψεις μου πάνω σε ορισμένα από τα τρέχοντα θέματα που απασχολούν την υπηρεσία μας.

Πρωτύτερα όμως θέλω να σε συγχαρώ για τα ενδιαφέροντα στοιχεία που αναδείχτηκαν στα Σούσα, κατά την έρευνα σχετικά με την κλοπή των κειμηλίων που επιχειρήθηκε εκεί. Πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν όχι μόνο να εξιχνιάσουμε πλήρως τις ανθελληνικές απόπειρες  που άρχισαν να εκδηλώνονται από τους μέχρι τώρα αιφνιδιασμένους Πέρσες, αλλά και στο να τροποποιήσουμε την πολιτική μας σε όποιον τομέα χρειαστεί, έτσι ώστε να γίνουμε χρησιμότεροι στην επίτευξη των στόχων της εκστρατείας.

Αναλυτικότερα, θα ήθελα να υποβάλω στην προσοχή σου τις ακόλουθες σκέψεις μου.

Πρώτο: Σχετικά με τις κινήσεις των Περσών Πριγκίπων.

Όλα δείχνουν ότι ο βασιλέας προσανατολίζεται στο να αναλάβει την ηγεσία της αυτοκρατορίας, όχι επικαλούμενος το ¨δίκαιο των νικηφόρων όπλων¨, αλλά μέσω μιας,  όσο το δυνατό περισσότερο νομιμοποιημένης, ¨διαδοχής¨. Θεωρεί ότι αυτή η λύση θα εξασφαλίσει αποδοχή και μακροβιότητα στην ελληνική παρουσία στα εδάφη που αποσπούμε από τους Πέρσες. Εκείνος όμως που είναι ο πλέον ενδεδειγμένος για να δώσει την απαιτούμενη νομιμοποίηση σε μια τέτοια αλλαγή, δεν είναι άλλος από τον Δαρείο τον ίδιο.

Το οικογενειακό περιβάλλον του Αχαιμενίδη, όπως ήδη γνωρίζεις, με πρώτη την μητέρα του την Σισύγαμβρη,  τον προτρέπει να τα βρει με τον Αλέξανδρο και να αποδεχτεί τον ρόλο του υποτελούς τοπικού ηγεμόνα.  Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συνοδευτεί από τον γάμο του Αλέξανδρου με την κόρη του φυγάδα -όσο κι αν οι μακεδόνες στρατηγοί διαφωνούν ριζικά, γιατί, όπως ξέρεις,  θα προτιμούσαν αναφανδόν μια βασίλισσα από μακεδονικό οίκο ή εν πάση περιπτώσει, με ελληνικό αίμα. Αυτό  είναι ίσως το μόνο θέμα στο οποίο οι παλαίμαχοι στρατηγοί του Φίλιππου ομονοούν με την βασιλομήτορα Ολυμπιάδα -επί του παρόντος απομακρυσμένη, αλλά που ασκεί πάντοτε ισχυρή επιρροή.

Ο ίδιος ο Δαρείος φαίνεται ότι δεν απορρίπτει τελεσίδικα ένα τέτοιο ενδεχόμενο και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο υποχωρώντας, όσο πιο συντεταγμένα μπορεί, έως ότου τα πράγματα ισορροπήσουν ευνοϊκότερα για τον ίδιο.

Όμως αυτή η προοπτική δεν προκαλεί μόνο τις αντιδράσεις των παλαίμαχων εταίρων, αλλά -απ’ ό, τι φαίνεται- και πολλών ισχυρών ιρανών ευγενών. Ο κίνδυνος από την ενδεχόμενη συσπείρωσή τους είναι ορατός, και τα όσα μου μετέφερε ο Εύελπις σχετικά με την κλοπή των κειμηλίων, επιβεβαιώνουν ότι είναι έτοιμοι να επέμβουν δραστικά. 

Θεωρώ ότι η απόφασή σου να ψάξεις τους πιθανότερους υποκινητές μιας ανταρσίας κατά του Δαρείου ανάμεσα στους δυσαρεστημένους αποτυχόντες υποψήφιους διαδόχους του προηγούμενου αυτοκράτορα, είναι σωστή. Περιμένω τα πορίσματα της ομάδας που ερευνά το θέμα, έτσι ώστε να μπορέσω να εισηγηθώ τις απαραίτητες κινήσεις και επαφές στον Αλέξανδρο.

Εμείς άλλωστε, ως υπηρεσία, θα κινηθούμε προς το παρόν άτυπα, αλλά άμεσα: Σκέφτομαι να αναθέσω στον νεαρό Ευρυμέδοντα -εκείνον με τον οποίο σου απέστειλα τα συγγράμματα που καταφέραμε να περισώσουμε εγκαίρως- αποστολή διείσδυσης στο περιβάλλον του σατράπη στον οποίο αναφέρεσαι, τον Βήσσο.  Ο Θεσσαλός Ίλαρχος αποδείχτηκε εξαιρετικά ικανός και έχει κάποιες φιλίες που θα διευκολύνουν την αποστολή.  Είναι καλό να γνωρίζουμε αν ο Βήσσος κινείται από πατριωτισμό ή από προσωπική φιλοδοξία, ώστε να χειριστούμε κατάλληλα την περίπτωσή του. Καλό είναι επίσης να μάθουμε εάν κατέληξαν σε αυτόν τα κειμήλια που κλάπηκαν στα Σούσα -και, γιατί όχι, να τα πάρουμε πίσω.

Επίσης, θέλω να σε ενημερώσω ότι εισηγήθηκα στον βασιλέα την έμμεση ανταμοιβή του σατράπη Αβουλίτη για την συνεργασιμότητά του, με τον διορισμό του γιού του ως διοικητή-σατράπη σε μια από τις περιοχές που θα περάσουν στην κυριότητα μας κατά τη προέλαση προς τα βόρεια.

Δεύτερο: Σχετικά με το περσικό ιερατείο και την πολιτική του.

Έχουμε ήδη συζητήσει στο παρελθόν για τις ιδιομορφίες των ιερατείων της Ανατολής και συμφωνούμε όσον αφορά στη σημασία των πολιτικών και των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, που είναι εντονότερες και πολύ περισσότερο οργανωμένες από εκείνες των αντίστοιχων του ελληνικού χώρου. Μετά τα όσα μου έγραψες στην τελευταία επιστολή σου και εκείνα που μου μετέφερε ο Εύελπις σχετικά με τις προτάσεις του επίσημου ιερατείου των πιστών στον Αχούρα Μάσδα, νομίζω ότι θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα με απροκαταληψία και προσοχή.

Πολύ περισσότερο που, πάντα σύμφωνα με τα όσα ανακαλύψατε στα Σούσα, το ανταγωνιστικό ιερατείο, εκείνο των πρώην υποτελών στους Πέρσες περιοχών -οι ιερείς του Μαρδούκ και άλλοι παρόμοιοι- τα έχει βρει με τους ¨αυτοκρατορικούς¨ του Ανάξαρχου, τους οποίους και ενισχύει οικονομικά με αντάλλαγμα την πρόσβαση σε ορισμένους τομείς της νέας διοίκησης. Πάντως, νομίζω ότι αυτό το θέμα, αν και σοβαρό, δεν επείγει, και ότι θα έχουμε τον χρόνο να το διερευνήσουμε από κοινού, όταν με τη βοήθεια του Νεφεληγερέτη Δία επανέλθεις στην προελαύνουσα εκστρατεία.

Τρίτο: Σχετικά με ακριβώς αυτούς τους ¨σοφίζοντες¨ υπέρμαχους των αυτοκρατορικών τρόπων διοίκησης, τον Αβδηρίτη Ανάξαρχο και τους δικούς του.

Δυστυχώς θα πρέπει να σε ενημερώσω ότι κατά την πρόσφατη περίοδο της απουσίας σου η επιρροή τους μοιάζει αυξημένη. Όσο και αν είναι ελάχιστα δημοφιλείς ανάμεσα στους εταίρους, έχουν αποκτήσει γερές ρίζες στις ορδές των ακολουθούντων, ιδιαίτερα εκείνων που ασχολούνται με τις ανταλλαγές και τις προμήθειες. Επί πλέον, οι σχέσεις τους με το βαβυλωνιακό και  ελαμικό ιερατείο, επιβεβαιώνονται από την συνάθροιση που εντοπίσατε στα Σούσα. Οι μέθοδοί τους εξακολουθούν να διέπονται από άμετρο κολακεία προς όποιον ισχυρό παρουσιάζεται ευεπίφορος σε αυτήν, αλλά προφανώς δεν εξαντλούνται εκεί. 

Νομίζω ότι θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τις πλεκτάνες τους, γιατί, μεταξύ άλλων, ο βασιλιάς μοιάζει να θέλει να αλλάξει κάπως τη δημόσια εικόνα του – που μέχρι σήμερα χαρακτηριζόταν από το ελληνικό μέτρο, την συντροφικότητα, και την λιτότητα- και τελευταία  αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στους μεγαλόσχημους τρόπους συμπεριφοράς των κατακτημένων. Θα πρέπει να έχουμε το νου μας, γιατί αυτήν την χρονιά, χρονιά κατά την οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το θέμα του Δαρείου θα λήξει, θα παρθούν σημαντικότατες αποφάσεις. Όμως και γι αυτό το θέμα θα τα πούμε από κοντά. Ελπίζω σύντομα.

Τέταρτο: Σχετικά με την χθεσινή πυρκαγιά που κατέκαψε μεγάλο μέρος του  ανακτορικού συγκροτήματος, για την οποία σίγουρα θα έχεις ήδη πληροφορηθεί από τις φρυκτωρίες πριν λάβεις την παρούσα επιστολή.

Δεν εξεπλάγην. Φοβόμουνα μια τέτοια εξέλιξη και σου έγραψα σχετικά όταν σου απέστειλα με τον Ευρυμέδοντα ό, τι μπόρεσα να περισώσω από τα συγγράμματα της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης και του ναού.  Όμως, όπως και εσύ, θα προτιμούσα να την είχαμε αποτρέψει. Δυστυχώς δεν στάθηκε δυνατό.

Ωστόσο εκείνο που με προβληματίζει είναι ότι η εντολή για τον εμπρησμό δεν δόθηκε από τον Αλέξανδρο, ούτε από κάποιο αρμόδιο όργανο της μακεδονικής ή της συμμαχικής διοίκησης.

Το ξέρω γιατί είχα μιλήσει μαζί του πρόσφατα, ακριβώς πάνω σε αυτό το θέμα. Ο Αλέξανδρος είναι αλήθεια ότι εξέταζε την σχετική πρόταση ορισμένων στρατηγών, οι οποίοι επιχειρηματολογούσαν ανοιχτά υπέρ της λήψης εκφοβιστικών μέτρων, πριν από το νέο ξεκίνημα των στρατευμάτων. Όμως έκρινε ότι τα αποτελέσματα από την λεηλασία της ¨Πόλης των Περσών¨ που προηγήθηκε, δεν ήταν τα αναμενόμενα και ότι η ανεκτική πολιτική που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα με τις πόλεις που δεν αντιστάθηκαν στην επέλασή μας, φέρνει καλύτερα αποτελέσματα.

Εγώ βέβαια υπερθεμάτισα ζητώντας να προστατεύσουμε την αξιοπιστία που έχουμε ήδη κερδίσει και εγγυήθηκα ότι έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες αγορές και επιτάξεις ώστε να μην έχουμε προβλήματα ανεφοδιασμού κατά την επικείμενη προέλαση, ακόμη και αν οι τοπικοί πληθυσμοί δεν φανούν πλήρως συνεργάσιμοι. Ο βασιλιάς συμφώνησε ότι δεν χρειάζονται άλλες εκφοβιστικές πράξεις. Αποκλείω να άλλαξε γνώμη στο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ως το ξεκίνημα της φωτιάς.

Έτσι, πιθανότατα, θα κατέληγα ότι η πυρκαγιά εξερράγη τυχαία, πολύ περισσότερο που υπήρχαν πολλές μεγάλες φωτιές αναμμένες στους δρόμους της Περσέπολης, καθώς διεξάγονταν οι ευχετήριες γιορτές για τη νέα εξόρμηση. Όμως -ο Εύελπις θα σου πει τις λεπτομέρειες- υπάρχουν πληροφορίες που μιλούν για εμπρησμό, στον οποίο είναι ανακατεμένοι αφενός κάποιοι από τους συνακολουθούντες και αφετέρου η γνωστή ομάδα των ¨αυτοκρατορικών¨. Στόχος τους είναι να ενοχοποιηθούν οι Αθηναίοι ως ¨σύμμαχοι¨ που δε σέβονται την κοινή διοίκηση και παίρνουν εκδικητικές πρωτοβουλίες σε βάρος του τοπικού πληθυσμού, υπονομεύοντας την επίσημη ανεκτική πολιτική του Αλέξανδρου. Στον άτυπο ¨ιδεολογικό¨ πόλεμο που έχουν κηρύξει κατά των ανεξάρτητων πολιτειών που αυτοδιοικούνται και υπέρ της αυτοκρατορικής ομοιογένειας και ισοπέδωσης, κρίνουν ότι ένας τέτοιος μύθος θα τους έδινε επιχειρήματα και προπαγανδιστικά όπλα.

Παρόλα αυτά αποφάσισα -ο Εύελπις θα σου μεταφέρει το σκεπτικό μου- να μην ενεργήσω ανοικτά εναντίον τους, τουλάχιστον προς το παρόν. Τους θεωρώ φίδια και θα ήθελα να τους επιτεθούμε μόνον όταν θα κατέχουμε τα κατάλληλα όπλα. Προς το παρόν προέχει η συλλογή πλήρως τεκμηριωμένων στοιχείων. Πάντως θα ήθελα και τη δική σου άποψη πάνω σε αυτό το θέμα. 

Αυτά για τα γενικότερα ζητήματα.

.

Τώρα θα ήθελα μόνο να προσθέσω ότι η εισήγησή σου για την αποστολή του νεαρού Μεγαρέα στην Αθήνα, με την ιδιότητα του συνοδού των αγαλμάτων που επιστρέφουμε στους αθηναίους πολίτες, εγκρίθηκε άμεσα από τον ίδιο τον βασιλέα.

Η ιδέα να παραδοθούν από έναν μη μακεδόνα, και πολύ περισσότερο από κάποιον που γνωρίζει καλά την πόλη και που μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν Αθηναίος, κρίθηκε ως χρήσιμη διπλωματική  κίνηση.  Όπως ξέρεις, ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε ανέκαθεν ευνοϊκά την πόλη της Παλλάδος Αθηνάς, παρά το ότι είναι ενήμερος για την σκληρή αντιπολίτευση στη μακεδονική πολιτική που ασκείται εκεί από ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων ρητόρων. 

Όμως υπάρχουν -αυτή είναι η προσωπική μου άποψη- τουλάχιστον δύο θέματα εξ αιτίας των οποίων η στάση των Αθηνών κατά το προσεχές χρονικό διάστημα γίνεται και πάλι σημαντική και είμαι σίγουρος ότι και εσύ συμμερίζεσαι αυτές μου τις διαπιστώσεις:

Το πρώτο σχετίζεται με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα επέμεναν να διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους Έλληνες και να δημιουργούν αντιμακεδονικές συσπειρώσεις και διασπαστικά προβλήματα∙ συχνά ύστερα από περσικές προτροπές και με την υλική βοήθεια ορισμένων ασιατών σατραπών. Εντούτοις, μετά την πρόσφατη ήττα τους στη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου από τον αντιβασιλέα Αντίπατρο, όλα δείχνουν ότι, εκόντες άκοντες, θα ηρεμήσουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Αυτό όμως σημαίνει ότι η Αθήνα είναι και πάλι απαλλαγμένη από τον προαιώνιο αντίπαλό της στον ελλαδικό χώρο, και κάτι τέτοιο είμαι σίγουρος ότι θα δημιουργήσει στους Αθηναίους ισχυρό πειρασμό να αναζητήσουν και  πάλι τον ηγεμονικό ρόλο του παρελθόντος. Πολύ περισσότερο που, μετά την ήττα των Σπαρτιατών, οι απανταχού αντιμακεδόνες θα στραφούν και πάλι προς την Αθήνα.  Επομένως συμφωνώ μαζί σου ότι η μέγιστη επιτόπια εποπτεία είναι χρήσιμη.

Από την άλλη πλευρά, όπως ξέρεις, η νίκη του Αντίπατρου δεν ήταν εύκολη. Ο μακεδόνας αντιβασιλιάς είχε μεγάλες απώλειες, έστω κι αν η ¨συσπείρωση¨ των Σπαρτιατών είχε μεγαλύτερες. Ήταν πάντως μια νίκη επί των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι αν και δεν βρίσκονται αυτή την στιγμή στις καλύτερες μέρες τους, έχουν ακόμη ισχύ και απήχηση στην παλιά Ελλάδα.

Το δεύτερο θέμα αφορά ακριβώς τις ενδεχόμενες παράπλευρες επιπτώσεις αυτής της νίκης. 

Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, όπως θα έλεγε και ο δάσκαλός σου, ο Αριστοτέλης: Αφού  ο   Αντίπατρος κατάφερε να εξουδετερώσει τους Λάκωνες, εξασφάλισε μια νίκη που του προσδίδει μέγιστο κύρος. Ίσως υπερβολικό. Για τους περισσότερους έλληνες το να νικάς τους Σπαρτιάτες αποδίδει, ακόμη και σήμερα,  αίγλη σχεδόν ισοδύναμη με το να καταλύεις την αυτοκρατορία των Περσών. Επομένως, η ήττα των Λακεδαιμονίων μας απαλλάσσει μεν από τους προαιώνιους παρενοχλητές, αλλά η υπερβολική ενίσχυση του αντιβασιλέα δεν εντάσσεται ανάμεσα στα ευκταία γεγονότα, πολύ περισσότερο που ο Αντίπατρος δεν τα πάει και τόσο καλά με την βασιλομήτορα Ολυμπιάδα, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να τον κατηγορεί στον γιό της. 

Είμαι σίγουρος ότι εκφράζω και την  δική σου άποψη αν πω ότι το καλύτερο σημείο για να παρατηρήσει κανείς αυτού του είδους τις εξελίξεις, δεν είναι η αυλή του Αντίπατρου όπου βέβαια υπάρχουν ήδη κάποιοι απαραίτητοι πληροφοριοδότες, αλλά η εποπτική παρουσία μας στην πόλη εκείνη όπου το πρόβλημα δεν είναι να βρεις την οποιαδήποτε πληροφορία χρειάζεσαι, αλλά να τη ζυγιάσεις, να την αξιολογήσεις και να την ξεχωρίσεις από τις άπειρες εσκεμμένες παραπλανητικές φήμες που κυκλοφορούν.

Ο Βασιλιάς λοιπόν συμφώνησε μαζί μας ότι ο δικός σου, ο Εύελπις, είναι σε θέση να παίξει αυτόν το ρόλο για ένα διάστημα. Στην συγκατάθεσή του μέτρησε βέβαια, τόσο η συμβολή του Μεγαρέα στη μεταφορά του τμήματος του θησαυρού της Περσέπολης στα Σούσα, όσο και η ταχεία έρευνα που διεξήγαγε για τη θρασεία ενέργεια των Περσών στο εκεί θησαυροφυλάκιο. Βέβαια μέτρησε και ότι γνωρίζει καλά το -εδώ που τα λέμε πολύπλοκο- σύστημα θεσμών και αξιών που ισχύει στην πόλη της Παλλάδος.

Μίλησα σε γενικές γραμμές στον Μεγαρέα, για τα καθήκοντα που καλείται να αναλάβει στην πόλη των Αθηνών, αλλά είμαι σίγουρος ότι εσύ θα τον κατατοπίσεις πολύ καλύτερα.

.

Σε όλα αυτά, θα ήθελα αγαπητέ Καλλισθένη να προσθέσω και κάτι τελευταίο:

Ο Άνακτας ζήτησε να διεξαχθεί μια αξιόπιστη έρευνα σχετικά με το ηθικό του στρατεύματος, κυρίως των μακεδόνων, αλλά και των λοιπών ελλήνων οπλιτών, ιδιαίτερα των μη μισθοφόρων. Είναι φανερό ότι το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας θα βαρύνει στην απόφασή του για τη συνέχιση ή όχι της εκστρατείας, μετά την εξουδετέρωση του Δαρείου.

Όμως, παρά το ότι μια τέτοια έρευνα ανήκει φυσιολογικά στα καθήκοντα της δικής μας ομάδας, ο βασιλιάς δεν όρισε ακόμη σε ποιον θα την αναθέσει, αλλά ζήτησε να του υποβληθούν προτάσεις σχετικά με την μέθοδο που θα ακολουθηθεί.

 Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι, μέχρι στιγμής, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν είναι τρεις, εκ των οποίων οι δύο έχουν συνταχθεί από τη δική μας υπηρεσία, ως ενδεχόμενες εναλλακτικές μέθοδοι.

Προτείνουμε ή την παραδοσιακή μέθοδο, δηλαδή τη χρησιμοποίηση του δικτύου των πληροφοριοδοτών που ήδη δρα στις χαμηλές βαθμίδες του στρατεύματος, αφού πρώτα τους εκπαιδεύσουμε ειδικά  πάνω στα ακριβή ζητούμενα της έρευνας,  ή μία ηπιότερη και περισσότερο καινοτόμο μέθοδο: να δημιουργήσουμε συνεργεία ερευνητών που θα εξηγούν στους οπλίτες ότι η γνώμη τους για τις συνθήκες που διεξάγεται η εκστρατεία μετράει στη λήψη των αποφάσεων και ότι μπορούν να την εκφράσουν ελεύθερα. Στη συνέχεια θα αξιολογήσουμε τις απαντήσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και ορισμένα άλλα στοιχεία, όπως τον χρόνο που ήδη υπηρετούν οι ερωτώμενοι, το όπλο στο οποίο ανήκουν, την προέλευσή τους, την ηλικία τους κλπ.

Βέβαια, στην εισήγησή μας διευκρινίζουμε ότι οι δύο αυτές μέθοδοι είναι δυνατό και ίσως ωφέλιμο, να υιοθετηθούν παράλληλα αμφότερες.  

Η τρίτη πρόταση δεν προέρχεται από εμάς και δεν είμαι σε θέση να σου πω την ακριβή προέλευσή της, αλλά όταν την ακούσεις, πιστεύω ότι θα καταλάβεις χωρίς δυσκολία ποιοι την εμπνεύστηκαν.

Στην ουσία πρόκειται για μια απάτη σε βάρος των οπλιτών: Υποτίθεται ότι οργανώνεται μια νέα ημεροδρομική υπηρεσία και με την ευκαιρία οι στρατιώτες καλούνται να επικοινωνήσουν δωρεάν με τους οικείους τους στην πατρίδα, Οι επιστολές αυτές όμως καταλήγουν σε ειδικά συνεργεία που καταγράφουν και αξιολογούν οποιεσδήποτε απόψεις έχουν σχέση με το ζητούμενο, δηλαδή με το κατά πόσο οι οπλίτες ευνοούν, αντέχουν ή αποστρέφονται μια παράταση της εκστρατείας. Όμως, οι εμπνευστές αυτής της πρότασης αποφεύγουν να εικάσουν κατά πόσο θα μειωθεί η αξιοπιστία της ηγεσίας στο στράτευμα και ποιες θα είναι οι λοιπές αντιδράσεις των οπλιτών όταν θα μάθουν -γιατί είμαι σίγουρος ότι το πράγμα θα μαθευτεί, Έλληνες ήμαστε- ότι η ηγεσία τους κορόιδεψε.

Το μόνο που μπορώ να προσθέσω αγαπητέ Καλλισθένη είναι ότι, κατά τη γνώμη μου, η επιλογή των μεθόδων για την υλοποίηση της συγκεκριμένης έρευνας θα δείξει κατά που γέρνει η πλάστιγγα στο στενό βασιλικό περιβάλλον. Εγώ, που ξέρεις πόσο αγαπώ και σέβομαι το νεαρό βασιλιά μας, δε σου κρύβω ότι ανησυχώ.

.

Φίλτατε Καλλισθένη

Σου ζητώ συγγνώμη για τον χρόνο που υποθέτω ότι θα χρειάστηκε για την αποκρυπτογράφηση ορισμένων τμημάτων της επιστολής, αλλά ξέρεις όσο κι εγώ ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ισχύει απολύτως η λαϊκή ρήση η σχετική με το ¨φυλάττειν τα ιμάτια¨.

.

Ας είσαι γερός και είθε να επανέλθεις υγιής στο μέτωπο το συντομότερο δυνατό.

.

Ο εκ Καρδίας Ευμένης του Ιερωνύμου.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »