Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Σεπτεμβρίου, 2019
Μια συνομιλία ανάμεσα στον Βασίλη Νόττα και τον Γιώργο Καλιεντζίδη μεταδόθηκε από τον 9.58 της ΕΡΤ 3 την Δευτέρα 16 και (σε επανάληψη) το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου, στα πλαίσια της εκπομπής ¨Βουστροφηδόν¨.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Αυγούστου, 2019
George Brassens: Πηνελόπη
Εσύ γυναίκα ιδανική
του σπιτιού το τριζόνι
που η φορεσιά σου η σπιτική
λαδιές δε σηκώνει
η ακλόνητη εσύ Πηνελόπη.
Εσύ που πάντα ακολουθείς
το καλοκάγαθό σου ταίρι
σου ‘τυχε, πες μου, να βρεθείς
με σκέψεις πονηρές απ’ άλλα μέρη
που να σε πάρουν το κατόπι;
και να σε πάρουν το κατόπι;
.
Πίσω από τις κουρτίνες
της ζεστής σου φωλιάς
καθώς προσμένεις να επιστρέψει
ο Οδυσσέας της γειτονιάς
κι υφαίνουν τα λεπτά σου χέρια
δεν ονειρεύτηκες ποτέ
τις ώρες της μελαγχολίας
σε άλλης κλίνης ουρανό
με γεύση άλλης ουτοπίας
να μετράς τα νεόφαντα αστέρια;
να μετράς τα καινούργια τ’αστέρια;
.
Δεν έχεις άραγε ευχηθεί
μια ¨περιπέτεια¨ που περνάει
που σε τραβάει απ’ τα μαλλιά
που σ’ άλλο όνειρο σε πάει
και ψιθυρίζει γι άλλες τρέλες;
Που στον λαχανόκηπό σου
φυτεύει μαργαρίτες
σου τάζει μήλα αμαρτωλά
και καμπανίτες και μηλίτες
και σ’ ανακατώνει τις δαντέλες
και να σ’ αναστατώνει τις δαντέλες
.
Δεν έχεις άραγε ευχηθεί
στο δρόμο σου να συναντήσεις
το γελαστό τ’ αερικό
που δε μπορείς να τ’ αγνοήσεις
με πονηριά να σε στοχεύει;
Που σάρκα λεία, τρυφερή
στα κρύα αγάλματα χαρίζει
τους παίρνει κάθε αρετή
από τα βάθρα τα γκρεμίζει
και τα συκόφυλλα τους κλέβει
και τα φύλλα της συκής τους κλέβει
.
Αλλά… μη φοβάσαι, ο ουρανός
δε σου κρατάει κακία
δεν έχει λόγο σοβαρό
να βάλει μια Αμαρτία
στων ατοπημάτων σου τη χύτρα.
Θα ‘ναι ένα λάθος τυπικό
σφάλμα αμελητέο
όψη του φεγγαριού κρυφή
κρίμα συγχωρητέο
και της Πηνελόπης τα λύτρα.
και της Πηνελόπης τα λύτρα.
Από τον τροβαδούρο:
και μια ανάγνωση:
Pénélope
Toi l’épouse modèle, Le grillon du foyer; Toi qui n’a point d’accrocs Dans ta robe de mariée; Toi l’intraitable Pénélope En suivant ton petit Bonhomme de bonheur, Ne berces-tu jamais En tout bien tout honneur De jolies pensées interlopes? De jolies pensées interlopes…
.
Derrière tes rideaux, Dans ton juste milieu, En attendant l’retour D’un Ulysse de banlieue; Penchée sur tes travaux de toile, Les soirs de vague a l’âme Et de mélancolie N’as tu jamais en rêve Au ciel d’un autre lit Compté de nouvelles étoiles? Compter de nouvelles étoiles…
.
N’as-tu jamais encore Appelé de tes vœux L’amourette qui passe, Qui vous prend aux cheveux? Qui vous compte des bagatelles, Qui met la marguerite Au jardin potager, La pomme défendue Aux branches du verger, Et le désordre a vos dentelles? Et le désordre a vos dentelles…
.
N’as-tu jamais souhaite De revoir en chemin Cet ange, ce démon, Qui son arc a la main Décoche des flèches malignes? Qui rend leur chair de femme Aux plus froides statues, Les bascul’ de leur socle, Bouscule leur vertu, Arrache leur feuille de vigne… Arrache leur feuille de vigne…
.
N’ait crainte que le ciel Ne t’en tienne rigueur, Il n’y a vraiment pas la De quoi fouetter un cœur Qui bat la campagne et galope… C’est la faute commune et le péché véniel, c’est la face cachée de la lune de miel et la rançon de Pénélope… Et la rançon de Pénélope.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Αυγούστου, 2019
Και μια που ξαναβρεθήκαμε με τον μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) ιδού ένα (καλοκαιρινό θα έλεγα) τραγουδάκι από τα πιο παλιά: Η μυγδαλιά. Συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ JE ME SUIS FAIT TOUT PETIT (1957) -το ομώνυμο άσμα σας το έχω ήδη μεταφράσει εδώ.
(τραγουδά ο Μπρασένς)
Η Μυγδαλιά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
μια φορά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
στη γειτονιά
μοναχά για τα κορίτσια
που ‘χαν στόμα λαίμαργο
-ίσως και άλλα καπρίτσια-
φύτεψα, τ’ ομολογώ.
*
Ένας σκίουρος με φούστα
δίνει μια-
Ένας σκίουρος με φούστα
ξαφνικά
σκαρφαλώνει και μου λέει:
Είμαι λαίμαργη πολύ
ένα μύγδαλο αν μου δώσεις
θα σου δώσω ένα φιλί.
*
Εσύ ανέβα όσο θες
αν μπορείς
εσύ ανέβα όσο θες
κι αν μπορείς
στ’ άψε σβήσε τσιμπολόγα
και προπάντων μη ξεχνάς
ότι πρέπει να μου δώσεις
το φιλί που μου χρωστάς.
*
Όταν τα ροκάνισε όλα
τι μου λέει;
Με το στόμα της γεμάτο
τι μου λέει;
Θα σε ξεπληρώσω όταν
οι ζαβοί βγάλουν φτερά
και θα πάρεις το φιλί μου
όταν θα πετάς ψηλά.
*
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
αλλά αν κάνεις ότι πέφτεις
να σε κλάψω δε μπορώ
κι αν τυχόν τα κακαρώσεις
δεν θα μαυροφορεθώ
*
Τίποτα δεν μένει πια
στη μυγδαλιά
Τίποτα δεν έχει πια
η μυγδαλιά
μόνο τσόφλια μες το χώμα,
πάει χαμένη η σοδιά,
μα, το λαίμαργό της στόμα
μ’ ανταμείβει με φιλιά.
*
Η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή
η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή,
ύστερα ο καιρός θυμώνει
κρύο, κεραυνοί, βροχή
η μυγδαλιά μου έγινε σκόνη
κι η αγάπη μου μαζί.
(ανάγνωση)
Georges Brassens «L’amandier»
J’avais le plus bel amandier Du quartier Et, pour la bouche gourmande Des filles du monde entier Je faisais pousser des amandes Le beau, le joli métier!
.
Un écureuil en jupon Dans un bond Vint me dire «Je suis gourmande Et mes lèvres sentent bon Et, si tu me donnes une amande Je te donne un baiser fripon!».
.
«Grimpe aussi haut que tu veux Que tu peux
et tu croques, et tu picores Puis tu grignotes, et puis tu Redescends plus vite encore Me donner le baiser dû!»
.
Quand la belle eut tout rongé Tout mangé «Je te paierai, me dit-elle A pleine bouche quand les Nigauds seront pourvus d’ailes Et que tu sauras voler!»
.
«Monte m’embrasser si tu veux,
si tu peux Mais dis-toi que, si tu tombes Je n’aurais pas la larme à l’œil Dis-toi que, si tu succombes Je ne porterai pas le deuil!»
.
Les avait, bien entendu Toutes mordues Toutes grignotées, mes amandes Ma récolte était perdue Mais sa jolie bouche gourmande En baisers m’a tout rendu!
.
Et la fête dura tant Que le beau temps Mais vint l’automne, et la foudre Et la pluie, et les autans Ont change mon arbre en poudre Et mon amour en même temps!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Αυγούστου, 2019
Έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι που μιλάει για τη νεανική εξέγερση του ’68. Τυχαία -η πεντηκονταετία από τα γεγονότα συμπληρώθηκε πέρυσι και με την ευκαιρία ειπώθηκαν ήδη πολλά.
Αυτή τη φορά όμως οι έμμετρες σκέψεις ήταν τραγουδισμένες από τον Γάλλο τροβαδούρο στον οποίο το παρόν Ιστολογοφόρο έχει μια κάποια αδυναμία. Να λοιπόν που γυρίζουμε πίσω στη μουσική και τους στίχους του George Brassens.
Πρόκειται για τη ¨Λεωφόρο του καιρού που περνάει¨ (Boulevard du temps qui passe) και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ Δον Ζουάν το οποίο κυκλοφόρησε το 1976. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι πως ο Βrassens δεν είχε μέχρι τότε εκφραστεί με σαφήνεια υπέρ ή κατά της νεανικής εξέγερσης (όπως άλλωστε και ο Βrel -ο οποίος όμως είχε ήδη ξεκαθαρίσει την ευρύτερη θέση του από το ‘61. Τους χαρακτηριστικούς στίχους του Brel για τους μπουρζουάδες και τους γόνους τους θα βρείτε εδώ ). Όπως θα δείτε, ανάλογος σκεπτικισμός επικρατεί και στο Boulevard du temps qui passe.
Στις πρώτες έξι στροφές ο τροβαδούρος χρησιμοποιεί, με ύφος εξομολογητικό, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς. Εμείς οι νέοι, οι ωραίοι, οι επαναστάτες. Στην έβδομη στροφή μιλάει για ¨αυτούς¨ και δε διστάζει να τους παρομοιάσει με ¨ασβεστωμένους τάφους¨ με αναφορά σε ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (XXIII 27) όπου ο Χριστός λέει: Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας
Σημείωση: Μια που τον καιρό εκείνο ξεκινώντας από τη Φλωρεντία είχα επισκεφτεί (με οτοστόπ) το Παρίσι, έχω κάποιες προσωπικές εντυπώσεις, που ίσως συμπεριλάβω σε προσεχή ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο.
Ακολουθούν:
*Το τραγούδι (ηχητικό)
* Μια απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα με τη (συνήθη) προσπάθεια οι στίχοι να ¨χωράνε¨ στη μουσική, έστω με λίγο ζόρι, έτσι ώστε το τραγούδι να αποκτήσει μια εκδοχή στην ελληνική γλώσσα.
* Μια πιο ¨ελεύθερη¨ απόδοση, εκτός μουσικής, δηλαδή απαλλαγμένη από το άγχος που δημιουργούν οι πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις όταν πρέπει να στριμωχτούν σε μια δοσμένη μελωδία.
* Το κείμενο στα γαλλικά
Το τραγούδι
Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ
Πλέον χωρίς το μπιμπερό
είπαμε ας πάμε έξω από ‘δω
όπου οι καιροί μας προσπερνάνε
την ¨ξαστεριά¨ γυρεύοντας
γέρους κι οκνούς στοχεύοντας
που δεν τα παρατάνε
*
Κοίταξε, ήτανε μόλις χτες
στους δρόμους, μ’ όψεις γελαστές
-ποιοι τάχα θα μας υποτάξουν;-
Πατήσαμε φράχτες κι αυλές
κι ανάψαμε χαράς φωτιές
οι μπουρζουάδες να τρομάξουν.
*
Ψηλά τα λάβαρα ξανά
κι όρκος στο επτά -οκτώ -εννιά:
Να ξαναπέσει η Βαστίλη!
και αγκαλιάσαμε με ορμή
όσες δεν άγγιζαν πια αυτοί
Έρως-Θεός μας είχε στείλει
*
Σε βάλτο μ’ έντυπα παπιά
εμείς τα γελαστά παιδιά
Πέτρες πετάξαμε απ’ το δρόμο
Τίποτα πια δεν μένει ορθό:
ταμπού ή πίστη σε θεό,
σε νόμο ή σε τρόμο
*
Σαν ήχησε ¨παύσατε πυρ¨,
άλλος κρανίο του Βλαδιμίρ
κι άλλος γκριζάδα και ρυτίδες
και διαπιστώσαμε εκεί δα
πόσο στην άνοιξη κοντά
είν’ οι αλκυονίδες
*
Γυρνάμε τότε: βήμα αργό!
ναι, με τον τρόπο τον παλιό,
κι όσο κι αν φαίνεται αστείο
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο
******
…Όλους, φθαρτούς και πλαδαρούς
Φαρισαίους και τάφους λευκούς
παιδιά ενός Μάη που γερνάει
τους είδαμε ξανά εχτές
να επελαύνουν νέοι και νιες
στη λεωφόρο του καιρού που
[άτεγκτος] περνάει
Η λεωφόρος των Καιρών που Περνάνε
Από τη κούνια μόλις είχαμε ξεμυτίσει
και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα
εκεί που όλα είχαν ξεκινήσει:
Που πάει να πει ωστόσο
εκεί που οι καιροί,
ενώ κανένας δεν το περιμένει,
μοιάζουν αναγκασμένοι
το δέρμα τους να αλλάζουν κάθε τόσο
*
Ψέλναμε τα τραγούδια μας, τα επαναστατικά
ενάντια σ’ όλα τα κακά
και προπαντός
σ’ όσα κατάφερναν ακόμη οι παλιοί,
οι γερασμένοι, οι χοντροί, οι πλαδαροί
που ζουν -οχυρωμένα σκιάχτρα-
στων σκουριασμένων ιδεών τα κάστρα
*
Μας είδαν όλοι – ήταν σαν χθες.
Νέοι, και υπερήφανοι,
ποδοπατώντας τα παρτέρια των παλιών
ανάψαμε χαράς φωτιές
και λικνιστήκαμε σ’ αλλόκοτο χορό,
καθώς του φόβου το σκουλήκι
μέσα στον κάθε μπουρζουά
τρύπωνε ζοφερό.
*
Είπαμε:
εμείς θα επαναλάβουμε το επτά-οκτώ-εννέα
εμείς θα κυριεύσουμε μία Βαστίλη νέα
και από αύριο κιόλας, όλα θα ‘ ναι καινούργια
…κι ύστερα αγκαλιάσαμε λαίμαργα και με φούρια
εκείνες που δεν άγγιζαν οι μπουρζουάδες πια
και για να πάνε όλα καλά στις νέες τις ημέρες
τους γονιμοποιήσαμε κάμποσες θυγατέρες.
*
Με ευθυμία εύλογη και κοροϊδευτική
ρίχναμε τους κυβόλιθους
στον βάλτο με τις πάπιες τους.
Τι θύελλα! Τι θέαμα! Τι υπερπαραγωγή!
Τίποτα πια δεν έμεινε ορθό
καθώς κατεδαφίζαμε ο, τι είχε κάποια σχέση
με τα δικά τους τα ταμπού, αρχές ή πίστη σε θεό.
*
Όμως, σαν σήμανε η κατάπαυση πυρός
δεν αναγνωρίζαμε ούτε κι εμάς τους ίδιους
άλλος δεν ήταν πια μαλλιάς, μα φαλακρός
και άλλος τους κροτάφους είχε γκρίζους
και έτσι καταλάβαμε εν τέλει
– ο, τι κι αν υπαγόρευαν οι ελπίδες-
πόσο είναι η άνοιξη κοντά
στις λιγοστές χειμερινές αλκυονίδες.
*
Γυρνάμε τότε, αλλάζουμε, σε βήμα πιο αργό
ναι, πάνω κάτω, με τον τρόπο τον παλιό,
τον παραδοσιακό,
γιατί,
όσο κι αν φαίνεται αστείο,
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά,
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο.
***********
…Όλους αυτούς τους φθαρτούς και φτιαγμένους
φαρισαίους και τάφους ασβεστωμένους
στο καβούκι τους μέσα που παραπαίουν
ναι τους είδαμε χτες
υπερήφανους νέους να κατηφορίζουν
στη λεωφόρο των καιρών που λακίζουν.
*
Μια ανάγνωση:
Boulevard du temps qui passe
A peine sortis du berceau, Nous sommes allés faire un saut Au boulevard du temps qui passe, En scandant notre » Ça ira » Contre les vieux, les mous, les gras, Confinés dans leurs idées basses.
*
On nous a vus, c’était hier, Qui descendions, jeunes et fiers, Dans une folle sarabande, En allumant des feux de joie, En alarmant les gros bourgeois, En piétinant leurs plates-bandes.
*
Jurant de tout remettre à neuf, De refaire quatre-vingt-neuf, De reprendre un peu la Bastille, Nous avons embrassé, goulus, Leurs femmes qu’ils ne touchaient plus, Nous avons fécondé leurs filles.
*
Dans la mare de leurs canards Nous avons lancé, goguenards, Force pavés, quelle tempête! Nous n’avons rien laissé debout, Flanquant leurs credos, leurs tabous Et leurs dieux, cul par-dessus tête.
*
Quand sonna le » cessez-le-feu » L’un de nous perdait ses cheveux Et l’autre avait les tempes grises.
Nous avons constaté soudain Que l’été de la Saint-Martin N’est pas loin du temps des cerises.
*
Alors, ralentissant le pas, On fit la route à la papa, Car, braillant contre les ancêtres, La troupe fraîche des cadets Au carrefour nous attendait Pour nous envoyer à Bicêtre.
***
Tous ces gâteux, ces avachis, Ces pauvres sépulcres blanchis Chancelant dans leur carapace, On les a vus, c’était hier, Qui descendaient jeunes et fiers, Le boulevard du temps qui passe.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Αυγούστου, 2019
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
O Σωτηράκης Τσιάρτας ισόβιος
Είναι μεσημεράκι προς απόγευμα τέλος Ιουλίου και έξω έχει 38 βαθμούς με αίσθηση 40.Ο Σωτηράκης Τσιάρτας κάθεται γυμνός μόνο με το σώβρακο και το ερκοντίσιον στο φουλ. Κοιτάζει έξω απ τη μπαλκονόπορτα τις απέναντι πολυκατοικίες που δεν υπάρχει ψυχή γιατί όλοι έχουν πάει στη θάλασσα.
Σκέφτεται πως έχει να πάει 28 χρόνια σε παραλία. Σκέφτεται και τραβάει βαθιές ρουφηξιές απ το τσιγάρο του που οι ξεφτιλισμένοι το έχουν πάει 4,30 το πακέτο άρα 4,30 επί 30 ίσον 129 και από τα 650 της σύνταξης μείον 129 ίσον 521.
Σκέφτεται αν αφαιρέσει φως, νερό, τηλέφωνο, μένουν γύρω στα 400 που αν τα διαιρέσει με το 30 μένουν 13 ευρουλάκια ημερησίως και γι αυτόν ακριβώς το λόγο οι παραλίες δεν υπάρχουν. Άλλωστε αυτές τις προσθαφαιρέσεις τις έχει κάνει άπειρες φορές.
Αν θυμάται καλά -και το θυμάται- η τελευταία φορά που πήγε σε παραλία ήταν με τη χοντρή γυναίκα του που γκρίνιαζε συνεχώς για τα λεφτά ενώ αυτός κοίταζε ως μαγεμένος δύο κοπέλες που έπαιζαν ρακέτες με τα υπέροχα κορμιά τους ν’ αντιμετωπίζουν θρασύτατα το ελαφρό αεράκι. Θυμάται τα τελευταία λόγια της γυναίκας του ‘εγώ σου λέω πως δεν τα βγάζουμε πέρα κι εσένα σου τρέχουν τα σάλια με τα κοριτσάκια…’
Το ίδιο βράδι ο Σωτηράκης Τσιάρτας χώρισε κι εγκαταστάθηκε σ αυτό το μικρό διαμέρισμα των 38 τετραγωνικών που έμενε η μάνα του πριν πεθάνει.
Σκέφτεται πως τα δυο κοριτσάκια που παίζαν ρακέτες τότε, τώρα θάναι σίγουρα σαρανταπεντάρες και μάλλον θα έχουν παιδιά, κυτταρίτιδα ή άλλα που φέρνει η ηλικία και μ’ αυτήν την ιδέα ανάβει ένα τσιγάρο ακόμα, ενώ η τηλεόραση λέει για τη κρίση που έρχεται απ τη διπλανή χώρα.
Σκέφτεται πως αν ξεσπάσει κρίση τώρα μες στο κατακαλόκαιρο θα σηκωθούν να φύγουν οι τουρίστες απ’ τις παραλίες και τα νησιά κι ο κόσμος θα τρέχει στα σούπερ-μάρκετ για μακαρόνια, κονσέρβες και ρύζια.Η τηλεόραση επιμένει πως η κρίση υπάρχει και βγάζει έναν μαλακοπίτουρα πρώην στρατηγό, ο οποίος δηλώνει πως ‘ήμαστε πανέτοιμοι ως κράτος’ ενώ ο Σωτηράκης Τσιάρτας σκέφτεται πως δεν είναι καθόλου έτοιμος ο ίδιος αν και βρίσκεται σ’ αυτή τη φυλακή για το υπόλοιπο του βίου του χωρίς να έχει αποθηκεύσει τρόφιμα για τις όποιες δύσκολες μέρες…
Πάει στο διπλανό δωμάτιο και βγάζει από ένα μεταλλικό κουτί του νες-καφέ πέντε εικοσάρικα, φοράει ένα φαρδύ άσπρο πουκάμισο που το έχει απ’ τη δεκαετία του 80, βάζει τις σαγιονάρες του κλειδώνει και φεύγει απ το σπίτι ψιθυρίζοντας διαρκώς για μην ξεχάσει τη νοητή λίστα με τα ψώνια απ το γειτονικό σούπερ μάρκετ, μακαρόνια, ρύζι, κονσέρβες, παξιμάδια, παξιμάδια, μακαρόνια, ρύζι, κονσέρβες, παξιμάδια κι ένα ουίσκι φτηνό για δύσκολες ώρες….καθώς και δέκα πακέτα τσιγάρα… γαμώ τη τύχη μου γαμώ…..
Πυρ ομαδόν στο κάπνισμα…
Έχω την εντύπωση πως αυτή τη φορά η απογόρευσις του καπνίζειν είναι οριστική και αμετάκλητη σαν την κλιματική αλλαγή.
Όλοι αυτοί που σακατέψαν τον πλανήτη με τα φουγάρα τους κι όσοι διδάχθηκαν από αυτούς για το μεγαλείο των ιδιωτών -που έφτιαξαν τα φουγάρα- την έπαρση των ‘αυτοδημιούργητων’ και όσοι παλεύουν για ένα καλύτερο ‘απαγορεύειν’ …θα μας νικήσουν.
Θα μας νικήσουν αμετάκλητα και μπορεί να μας απαγορεύσουν το κάπνισμα ακόμα και στο σπίτι μας,στο Βεσέ μας,στο μπαλκόνι μας, γιατί έχουν απεριόριστη δύναμη κι η μεγάλη πλειοψηφία του ελεύθερου ή σκλαβωμένου κόσμου είναι μαζί τους.
Μαζί τους είναι οι Μπλε, οι Πράσινοι, οι Οικολόγοι, οι μισοί Κόκκινοι και πάμπολλοι άλλοι ακτιβιστές με φούξια. Μαζί τους είναι ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, όλοι οι εργαζόμενοι στα Χρηματιστήρια, όλοι οι Σύλλογοι μεταφορέων κενών κιβωτίων ιχθύων, ο πρόεδρος Τραμπ, οι Καρδινάλιοι, οι Μητροπολίτες, οι αθλητές παντός τύπου, οι εργαζόμενοι στα γυμναστήρια, οι φίτνες-φόλουερς, οι ναυαγοσώστες καθώς και όλα τα μέλη της Σκωτσέζικης Στοάς με τα σπαθάκια τους και τις ποδίτσες τους.
Όλοι αυτοί,μαζί με τους άλλους που πιστεύουν πως ο κόσμος γίνεται ολοένα και καλύτερος -αν δεν ανάψω το τσιγαράκι μου- μπορεί μεν να κοιτάζουν όλο το 24ωρο το κινητό τους σαν υπνωτισμένοι, εξαρτημένοι, να σκοτώνονται γι αυτό, να σε απολύουν με SMS, ή να δουλεύουν ολονυκτίς στο διαδίκτυο, αλλά στο θέμα του τσιγάρου είναι απόλυτοι διότι ενδιαφέρονται για την υγεία μου και την υγεία όλων όσων δεν έτυχε να βάλουν για δικούς τους λόγους, ένα τσιγαράκι στο στόμα τους.
Το ξέρω, θα μας νικήσουν κατά κράτος διότι η χώρα πρέπει να πάει μπροστά χωρίς εξαρτήσεις από ανθρώπους που είναι εξαρτημένοι από ανόητους εθισμούς και θέλουν σαν τρομοκράτες να φυσούν τον καπνό τους πάνω στους άλλους, που μπορεί κάποτε να ήταν μ’ αυτούς αλλά τώρα είναι αθεράπευτα οι άλλοι…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Ιουλίου, 2019
Από τις περιπέτειες ενός αρχιτέκτονα κένταυρου και μοναχικού ταξιδευτή.
Περιγραφές και εντυπώσεις από τις (μοτοσικλετιστικές) αποδράσεις του φίλου Βασίλη Μεταλλινού.
SUDAN 2010… Ιστορίες γι’ αγρίους (Part 1)
To ποταμόπλοιο απ’ το Aswan για τη Wadi Halfa (Σουδάν) ξεκίνησε στις 5 τ΄απόγευμα, με καθυστέρηση 7 ωρών μ’ ένα εκκωφαντικό κροτάλισμα που θύμιζε την έλευση ηφαιστιογενούς σεισμού… Η ιδέα για εισιτήριο πρώτης θέσης δεν ήταν η σοφότερη… Τα στρώματα στην παλιά καμπίνα φαίνονταν να φιλοξενούν όλες τις συνομοταξίες αθροπόδων, απτέρων και μπόλικων άλλων με εκλεπτυσμένες γαστριμαργικές προτιμήσεις σε μενού με ανθρώπινο αίμα. Τα σεντόνια, με την σχετική ακαμψία από τη βρώμα, είχαν να πλυθούν απ΄την εποχή της ανατροπής του Αχμέτ αλ-Μιργκανί. Μπαίνοντας στην τουαλέτα μια γαλλιδούλα τσίριζε αποτροπιασμένη στη θέα της στάθμης των σκουριασμένων βρωμόνερων και ούρων του δαπέδου, που ήταν ψηλότερη απ΄το πάχος της σαγιονάρας της, έχοντας εξαντλήσει όλη την playlist του Γαλλικού υβρεολογίου για τον καπετάνιο και το πλήρωμα που στρίμωξαν περίπου 500 άτομα …σ΄ένα καράβι που ήταν για 200! Ανεπαισθήτως η σκέψη μου πήγε στην μοτοσυκλέτα μου που ταξίδευε παρά πίσω σε μια μαούνα με οχήματα και θα έφτανε σε 32 ώρες (κανα 8ωρο – 10ωρο αργότερα) μιας και δεν ταξίδευε το βράδυ ελλείψει οργάνων ναυσιπλοΐας… Αθεράπευτα πάσχων απ’ το «σύνδρομο του Λευκού Ιππότη» την πήρα αγκαλιά και την έβγαλα στο κατάστρωμα, όπου χωρίς κλιματισμό, με υγρασία 90% , θερμοκρασία στους 40 βαθμούς και εκατοντάδες κελεμπιοφόρους με …χειραποσκευές πλυντήρια και τηλεοράσεις, να έχουν καταλάβει και τον τελευταίο πόντο, η νεαρά έπαθε ψαϊκολότζικαλ κολάψους… Την τράβηξα πίσω μου, ανοίγοντας δρόμο διαγκωνίζοντας και την έσυρα κάτω από μια σωστική λέμβο που βρίσκονταν κάτι δυτικοί ταξιδευτές ενώ αυτή φώναζε «περπατάμε στην κόλαση ενώ δεν έχουμε πεθάνει!» Εκεί της έδωσα μωρομάντηλα να καθαρίσει τα πόδια της και της έκανα σπρέι με διάλυμα πρόπολης (που ‘χω πάντα στη τσέπη) για απολύμανση. Παρόλο που φάνηκε να ικανοποιείται απ΄την φροντίδα μου, δεν έλεγε να ηρεμήσει και συνέχιζε τα «γαλλικά» επαναλαμβάνοντας κάθε 3 δευτερόλεπτα μεταξύ άλλων την λέξη «con»… Συστηθήκαμε, την έλεγαν Λορελά. Μου ‘πε ότι μάλλον της είχαν κλέψει ένα μικρό λάπτοπ, με όλες τις φωτογραφίες της και μπαίνοντας στις τουαλέτες για να βρει τον φίλο της για βοήθεια, πάτησε στα βρωμόνερα. Προσπάθησα να την παρηγορήσω επιστρατεύοντας τα γαλλικά μου, με φωνή Jacques Brel, ψιθυρίζοντας κάτι μαλακίες στιλ «ό,τι άσχημο κι αν σου τύχει, το έχουν ζήσει κι αντέξει άλλοι πριν από σένα. Θυμήσου ότι ξέφυγες απ΄την ρουτίνα αυτή την ύπουλη ερωμένη, που μας σφίγγει στην αγκαλιά της και μας στερεί περισσότερα απ’ όσα προσφέρει… Χέσε το λάπτοπ… Στο κάτω-κάτω είναι γεμάτο με ψηφιακά λάφυρα μνήμης που υπόσχονται πολλαπλές επαναλήψεις δευτεροβάθμιας βίωσης, προκρίνοντας την πλαστή αιωνιότητα σε μικρότερη διάσταση, από την αστραπιαία στιγμή, εκείνη που δεν χαίρεσαι τρισδιάστατη και ζωντανή μπροστά σου…! Ένα 24ωρο υπομονή, να βγούμε απ’ το καράβι και θα στρίψεις το τιμόνι … πάλι στην λεωφόρο των μεγάλων συγκινήσεων»… Πάντα πίστευα ότι η ποίηση και το χιούμορ είναι το ντεκολτέ του άντρα… Από κείνο το απόγευμα άρχισα ν΄αμφιβάλλω… Αυτή αντί να καλμάρει τα πήρε στο κρανίο με τις μαλακίες που της ξεφούρνιζα, τη ζέστη, τον χαμό στο κατάστρωμα, με τη βρώμα και την ιδρωτίλα και βγάζει ξαφνικά το ολόσωμο ινδικό φόρεμα που φορούσε και μένει μ’ ένα μαγιό που φορούσε από κάτω. Πάγωσα! Όλοι οι άνδρες άρχισαν να μουρμουρίζουν και την κοιτούσαν σαν καυλωμένοι κεραμιδόγατοι. Την ώρα που 2 Αιγύπτιοι ετοιμάζονταν να τη χουφτώσουν, ένας ηλικιωμένος μάλλον μουσουλμάνος κληρικός, έβγαλε από κάτι μπαγκάζια ένα σεντόνι και την σκέπασε ολόκληρη κάνοντάς τη νόημα να μη το βγάλει. Αυτή η ηλίθια, όπως ήταν εκνευρισμένη …του το πετάει στη μάπα. Πάει, μπλέξαμε σκέφτηκα… Εδώ θ’ αφήσουμε την παρθενιά μας…. (Συνεχίζεται…)
SUDAN 2010, Ιστορίες γι’ αγρίους (Part 2)
. Εκεί που ήμουνα σίγουρος ότι θα μας πετάξουν στο Νείλο αφού μας πηδήξουν και τους δύο, εμφανίστηκε ο δίμετρος γκόμενός της που ‘χε κολλήσει στην τουαλέτα με κάτι διάρροιες από κάτι κεμπάπια που έφαγε την προηγούμενη μαζί με τις καλοθρεμμένες αλογόμυγες της δυτικής όχθης του Νείλου, φωνάζοντας «Λορελά! Λορελά!» Έφτασε πάνω στην ώρα και την μάζεψε οδηγώντας την πίσω στην καμπίνα, αφού της πέρασε στα γρήγορα το φόρεμα με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις… Ο ηλικιωμένος ιμάμης μου ζήτησε εξηγήσεις μιλώντας λίγα αγγλικά και του ξεφούρνισα ότι η κοπέλα πάσχει από behavioral mental disorder κι ο ψηλός που τη μάζεψε ήταν ψυχίατρος και κάνοντας νοήματα – παντομίμα στους γύρω ότι «χάνει λάδια» και ότι δεν την γνωρίζω κλπ κλπ… Εκείνη τη στιγμή βέβαια ντράπηκα …αλλά η ακεραιότητα είναι μια σχετική έννοια που καλύτερα να την αφήνει κανείς για το διεισδυτικό πνεύμα του Μαχάτμα Γκάντι… Η πραγματικότητα είναι ότι όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετικές αρχές και κινδυνεύεις να σου κάνουν τον κώλο τάλιρο και να σε πετάξουν για ορντέβρ σε κανέναν 7μετρο υδρόβιο μερακλή της συνομοταξίας Crocodylus niloticus …η ειλικρίνεια και τα υψηλά ιδανικά έχουν την τάση να εξαφανίζονται σε μια δίνη, όπως το νερό στο σιφόνι της ελεεινής τουαλέτας του καραβιού… Οι Σουδανοί είναι εξαιρετικοί άνθρωποι και φάνηκαν να δείχνουν κατανόηση. Πήγα πίσω στη καμπίνα αλλά στη θέα 2 μικρών ποντικών που ‘χαν ανέβει στο κρεβάτι αποφάσισα να αναθεωρήσω και να πάρω τον σάκο με τα πράγματά μου για να βγώ πάλι έξω. Από μακριά άκουσα τους Γάλλους να ρωτάνε που θα βρουν τον καπετάνιο… Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και τα πράγματα ησύχαζαν στο κατάστρωμα. Δεν υπήρχε ούτε πόντος να βολευτώ. Κάτω από μια μεταλλική σκάλα 2 Τούρκοι μοτοσυκλετιστές μου κάνανε λίγο χώρο να στρώσω το υπόστρωμά μου. Από απέναντι ένας μεσήλικας Σουδανός μας πρόσφερε ζεστό καρκαντέ. Συλλογιζόμενος ότι εδώ και μέρες είχα αφεθεί στην σύμπτωση, στην περιπέτεια του τυχαίου, πλάνης να περνάω άσκοπα και αθόρυβα μέσα από τον αδιόρατο ιστό της Αφρικής, έπεσα γκροκί. Νανουρισμένος από τον θόρυβο του πλοίου που θύμιζε πλυντήριο με χαλασμένο ιμάντα κι ακούγοντας από το κινητό του διπλανού μου, τη μουσική του Seher Vakti και τη μαγική φωνή της Birsen Tezer να τραγουδάει «αμάν εφέντιμ, τσανούμ εφέντιμ κονούς μπιράζ…» βυθίστηκα σ΄έναν γλυκό ύπνο.
ΥΓ1 Για την ιστορία, την επόμενη μέρα, μόλις φτάσαμε στη Wadi Halfa και πριν βγούμε από το πλοίο είδα κάτι αστυνομικούς να βγάζουν κωλοτουμπιδόν δύο νεαρούς Αιγύπτιους κελεμπιοφόρους, με τη δέουσα τρυφερότητα και με φάπες ν’ ακούγονται σε dolby surround, συνοδεία ακατάληπτων γρυλισμάτων. Πίσω ακολουθούσε η Λορελά με κελεμπία και τουρμπάν, γητεύτρα, σαγηνευτική και σέξι και παραπίσω ο γκόμενος που μου κατέστρεψε κάθε ελπίδα… YΓ2 Τα ταξίδια μου είναι σαν κακοκομμένη ταινία. Χωρίς να το θέλω μου έρχονται στο μυαλό μόνο οι κομμένες σκηνές, σαν να τις έκλεψα από την καμπίνα ενός μηχανικού προβολής και να τις προβάλω ανακατεμένες…. Sorry! ΥΓ3 Ώρα για ζεστό καρκαντέ… Cheers!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Ιουλίου, 2019
Ένα ιταλικό τραγουδάκι από τη μακρινή έβδομη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Εδώ παρακάτω τραγουδισμένο από τον Enzo Jannacci. Η μουσική είναι του Paolo Conte και οι στίχοι του Vito Pallavicini.
Για τι πράγμα μιλάει: για μια αγάπη από μακριά. Εκείνη βρίσκεται σ’ ένα (μελαγχολικό) Μεξικό, εκείνος αναλογίζεται τραγουδιστά. Το σύνολο είναι κάπως σουρεαλιστικό και φυσικά επιδέχεται υποκειμενικές εκδοχές.
Υ.Γ. Ως συνήθως, σας έφτιαξα και μία πρώτη απόδοση στα ελληνικά.
Από τον Enzo Jannacci
.
Από τον Paolo Conte
.
Η ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
Οι στίχοι στα Ιταλικά:
Messico e nuvole
Lei è bella lo so
è passato del tempo e io ce l’ho nel sangue ancor.
Io vorrei io vorrei
ritornare laggiù da lei ma so che non andrò.
Questo e’ un amore di contrabbando
meglio star qui seduto a guardare il cielo davanti a me.
.
Messico e nuvole il tempo passa sull’America
il vento suona la sua armonica
che voglia di piangere ho.
Messico e nuvole
la faccia triste dell’America
il vento insiste con l’armonica
che voglia di piangere ho.
.
Chi lo sa come fa quella gente
che va fin là a pronunciare sì… mah!
Mentre sa che è già provvisorio l’amore
che c’è sì ma forse no… ah!
Queste son situazioni di contrabbando
a me non sembra giusto neanche in Messico, ma perchè?
.
Messico e nuvole il tempo passa con l’America
il vento insiste con l’armonica,
che voglia di piangere ho
Messico e nuvole la faccia triste dell’America
il tempo straccia anche l’armonica,
che voglia di piangere ho.
.
Torno a lei torno a lei
la chitarra risuonerà per tanto tempo ancor
e il mio amore per lei
i suoi passi accompagnerà nel bene e nel dolor.
Queste son situazioni di contrabbando
tutto si può inventare ma non un matrimonio non si può più.
.
Messico e nuvole il tempo passa con l’America
il vento insiste con l’armonica,
che voglia di piangere ho.
Messico e nuvole la faccia triste dell’America
il vento insiste con l’armonica,
che voglia di piangere ho.
… και Ελληνικά
Νέφη στο Μεξικό
Είναι Ωραία. Γνωστό!
Μέσα μου πάντα ζει, κι ας πέρασε τόσος καιρός
Θα ‘θελα, ναι, πολύ!
να γυρίσω πίσω σε κείνη …αλλά δεν ωφελεί
Αυτή είναι μια αγάπη απ’ τις λαθραίες
Κάλιο εδώ να μείνω, -σύννεφα π’ αλητεύουνε να μετρώ.
.
Νέφη και Μεξικό
περνάει ο χρόνος στην Αμέρικα
ο αγέρας παίζει φυσαρμόνικα
και θέλω να κλάψω κι εγώ
Νέφη στο Μεξικό
όψη θλιμμένη της Αμερικής
ο αγέρας παίζει να τον λυπηθείς
και θέλω να κλάψω κι εγώ
.
Ποιος μπορεί να μας πει
μερικοί για να πουν το ¨ναι¨ πώς φτάνουν ως εκεί;
ενώ ξέρουν κι αυτοί
πως συχνά η αγάπη είναι προσωρινή
Αυτές οι καταστάσεις είναι λαθραίες
για μένα λαθεμένες ως και κει κάτω στο Μεξικό
.
Νέφη και Μεξικό
ο χρόνος φεύγει στην Αμέρικα
τ’ αγέρι κλαίει με την αρμόνικα
και θέλω να κλάψω κι εγώ
Νέφη στο Μεξικό
όψη θλιμμένη της Αμερικής
ο χρόνος φεύγει να τον λυπηθείς
και θέλω να κλάψω κι εγώ
.
Σε εκείνη γυρνώ
η κιθάρα μου θα ηχεί γι αυτήν ακόμη για καιρό
θα την ακολουθεί
θα της λέει πώς, ό, τι και να γίνει, θα την αγαπώ
Αυτές οι καταστάσεις είναι λαθραίες
Όλα ίσως να γίνουν, μόνο ένας γάμος δεν δένει πια!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Απριλίου, 2019
Η Λίτσα απ’ τα Νάματα
(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Καθόμασταν σ ένα καφενείο στην πλατεία της Εράτυρας και πίναμε το τσιπουράκι μας, όταν εμφανίστηκε ο Τάκης ο Γεμάτος κι άρχισε τις γαλιφιές του για να πάμε όλη η παρέα στο χωριό του, τα Νάματα κάτω απ το Συνιάτσικο.
Το βουνό -όπως υποστήριζε- ήταν στα καλύτερά του αυτή την εποχή κι επίσης είχε ένα τσίπουρο σαν μεταλαβιά και από τα χθες ένα μαγειρεμένο ζυγούρι που στο στόμα γινόταν μπακλαβάς…
Φύγαμε με δυο τζιπ περνώντας από μια εκπληκτική ανοιξιάτικη διαδρομή ανεβαίνοντας τις στροφές του πανέμορφου βουνού και σε μια ώρα φθάσαμε στα Νάματα όπου η μητέρα του Τάκη άπλωνε ρούχα στη μεγάλη καταπράσινη αυλή της.
Το χωριό σκαρφαλωμένο στις πλαγιές είναι πανέμορφο τώρα την άνοιξη μέσα σε περήφανα ψηλά δέντρα και πλατάνια με τα πολλά νερά του, να τρέχουν σ’ όμορφα ρυάκια και οι κήποι να μοσχομυρίζουν απ τα λουλούδια που φυτρώνουν ακόμα κι ανάμεσα στις πλάκες των πεζόδρομων. Εδώ ο Τάκης αρχίζει να περιαυτολογεί πως πήρε χρήματα από τη Περιφέρεια κι έφτιαξε τους δρόμους του χωριού, -που κάποτε είχε οκτακόσιους κατοίκους – έβαλε φώτα παντού και το χωριό λάμπει μες τη νύχτα- και ότι γι αυτό ακόμα και με τον ‘Κλεισθένη’ στα Αυτοδιοικητικά, τον βγάζουν συνέχεια εκπρόσωπο, σ’ ένα χωριό που το χειμώνα έχει μόνο πέντε-έξι κατοίκους και μερικές αρκούδες που κατεβαίνουν απ το βουνό…
Η κυρά-Τασιά η μάνα του, άρχισε τα καλωσορίσματα, μας γνώρισε την αδερφή της και κείνο που με εντυπωσίασε αμέσως ήταν τα μουστάκια που είχαν οι δυο αδερφές, χήρες κι οι δύο από χρόνια, γύρω στα ογδόντα…
‘Μάνα το ζυγούρι’ λέει ο Τάκης κι αυτή απαντάει ‘καλά βρε παιδί μου παινέψου λίγο ακόμα στους φίλους σου και θάρθουν τα πιάτα, να το ζεστάνουμε λίγο το ρημάδι…’
Καθόμαστε στην μεγάλη αυλή, στρώνεται ένα μεγάλο τραπέζι με τα μεζέδια κι ένα τσίπουρο πριγκιπικό κι ο Τάκης με τα εκατό και βάλε κιλά του δίπλα μου, μου λέει σιγανά να ρωτήσω τη μάνα του για τη Λίτσα… ‘ποια είναι η Λίτσα ρε νούμερο..’’ τον ρωτάω κι αυτός χαμογελώντας πονηρά, απαντάει πως η Λίτσα είναι μια αρκούδα που κατεβαίνει στο χωριό με τα δυο μικρά της και η μάνα του την κυνηγάει όταν έρχεται στην αυλή… Επίσης μου εξηγεί, πως οι λίγες νοικοκυρές στο χωριό είναι συνηθισμένες απ’ την επίσκεψη μερικών αρκούδων που κατεβαίνουν απ το Συνιάτσικο την άνοιξη και ψάχνουν να φάνε κάτι απ τα αποφάγια των σπιτιών.
Έχω μείνει ενεός κι όταν έρχεται η μάνα του κουβαλώντας δυο πιάτα με πιπεριές και τα κρεατικά την ρωτάω δήθεν στο αδιάφορο ‘κυρά Τασιά κατεβαίνουν αρκούδες μέχρι εδώ..ε .’
Ναί κατεβαίνουν, μου λέει, εντελώς φυσικά η μάνα του Τάκη κι αυτή που έρχεται εδώ, την έχω ονοματίσει Λίτσα γιατί είναι πεισματάρα σαν τη κουμπάρα μου κι ενώ την διώχνω με τις φωνές και τρεις φορές έριξα στον αέρα με το δίκανο του μακαρίτη, αυτή πάει λίγο πιο πέρα και μετά ξαναγυρίζει κι έχει και τα δυο μωρά της μαζί που παίζουν μεταξύ τους κι αυτά πάλι ούτε που φοβούνται, κατάλαβες…
Δηλαδή, την ρωτάω, πόσο κοντά έρχεται η Λίτσα. Αχ βρε καλέ μου,λέει η μάνα του Τάκη, να μέχρι εδωπέρα φτάνει, στην άκρη της αυλής και με κοιτάζει σαν άνθρωπος μές στα μάτια κάτι να της δώσω. Της πετάω πέντε-έξι μήλα και της φωνάζω ‘τσακίσου Λίτσα τώρα μη σε πάρει ο διάολος’… Μόνο δυο-τρεις φορές βγήκα με το δίκανο κι έριξα προς τα πάνω και τρόμαξαν τα μωρά κι αυτή έφυγε τρέχοντας μαζί τους. Αλλά να σου και την αλήθεια, τη λυπάμαι τη φουκαριάρα γιατί μάλλον την παράτησε ο άντρας της ή θα σκοτώθηκε ο φουκαράς κάτω προς την Εγνατία από κανά αυτοκίνητο κι αυτή η καψερή έμεινε μόνη της να θρέψει τα παιδιά της. Ψυχούλα είναι κι αυτή τι να σου κάνει…
Ο Τάκης δίπλα μου γελάει δυνατά,μου δίνει μια χαιδευτική σφαλιάρα στη πλάτη και φωνάζει ‘Νάματα, Νάματα και του θεού τα πράγματα..
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Απριλίου, 2019
Θεσσαλονίκη – Ένα μήνας καί, από την τελευταία ενημέρωση.
Ο Μάρτης δεν φτούρησε. Ο Απρίλης παρά τις ψεύτικες υποσχέσεις (και πλάκες) με τις οποίες μας δουλεύει μπαίνοντας, ας πούμε ότι θα πάει αλλιώς.
Το ιστολογοφόρο αποπλέει και πάλι. Παρέα με τους γνωστούς φίλους και τους αναπάντεχους και απρόβλεπτους περαστικούς.
Βέβαια, παρατηρώ ότι το σκάφος έχει ανάγκη από συντήρηση και επιδιορθώσεις. Όπου νάναι θα τις βάλω μπρος.
Λέω ας πούμε να αναρτήσω μια ταμπέλα πρωτοσέλιδη που να ενημερώνει ότι πρόκειται για ένα είδος προσωπικού ημερολόγιου ή μάλλον εβδομαδολόγιου ή ακόμη καλύτερα ¨όποτε μπορέσουμε¨ (όλα αυτά στο μέτρο του δυνατού), το οποίο ξεκίνησε πριν μια δεκαετία και βάλε, συν τοις άλλοις ως διδακτικό βοήθημα, αλλά δεν είναι πια τέτοιο (γιατί οι καιροί περνούν και αλλάζουν), ωστόσο στην λίγο πολύ αυθαίρετη πορεία του εξακολουθεί να μεταφέρει λόγια (ποιήματα και αφηγήματα φίλων, μυθιστορήματα σε συνέχειες, μεταφράσεις παλιών αγαπημένων τραγουδιών, σχόλια, εικόνες (ως επί το πλείστον αλιευμένες στο διαδίκτυο) και μουσικές.
Να υπενθυμίσω επίσης ότι το ιστολογοφόρο, όχι μόνο αντιπαθεί κάθε εμπορευματοποίηση της επικοινωνίας, αλλά και καταβάλει στη φιλοξενούσα εταιρία εκείνο τον στοιχειώδη δασμό (συνδρομή) που του επιτρέπει να απαλλάσσεται από τις (αυθαίρετες) διαφημίσεις που επιβάλλονται στα αδέσποτα μοναχικά ιστολόγια όπως αυτό εδώ.
Ίσως θα πρέπει ακόμη να εξηγήσω πώς συνέβη και ο υπογράφων υπεύθυνος πλεύσης βρέθηκε (χωρίς ουσιαστικά να συμμετέχει) κάτοχος σελίδας στο προσωπο-βιβλίο.
Όλα αυτά (και διάφορα άλλα) θα τα πούμε προσεχώς. Για την ώρα σας ενημερώνω πως η επικοινωνία κάτω από τις δημοσιεύσεις είναι ¨ανοικτή¨ και ότι στη σχετική σελίδα υπάρχει ηλεκτρονική διεύθυνση.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2019
Ένα ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου και ένα μικρό αφήγημα του Ηλία Κουτσούκου
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Ποιητές γεμάτο είναι το βαγόνι
του τρένου που περνά στο Λιανοκλάδι
πως γίνεται η μνήμη να παγώνει
πολύκαιρες μορφές χωρίς ψεγάδι.
.
Να η Πολυδούρη, δίπλα της ο Καρυωτάκης
απέναντι ο Βιζυηνός με τον Φιλύρα
πίσω τους σοβαρός ο Αναγνωστάκης
λίγο πιο μπρος ο Ρίτσος κι ο Πορφύρας.
.
Ο Σολωμός συζήτηση έχει πιάσει
με προσοχή ακούει ο Καβάφης
βαρύ φορτίο έλεγε να γράφεις
απορημένος είν’ ο Μαλακάσης.
Ακόμα είδα Αισχύλο κι Ευριπίδη
κι άλλους πολλούς. Αξέχαστο ταξίδι.
Ξεκούρδιστη βόλτα
Μου είχε σπάσει τα νεύρα το χιόνι γιατί δεν μπορούσα να πάρω τη μηχανή και να πάω μια βόλτα στη θάλασσα, να αράξω και να πιω ένα καφέ στον ‘κήπο του νερού’ στη παραλία, όπως κάνω συχνά κι έτσι είπα μέσα μου να κάνω τη βόλτα με τα πόδια κι ας χιόνιζε ελαφρά.
Ξεκίνησα προσεχτικά στο γλιστερό πεζοδρόμιο από την Εγνατία και κατέβηκα την Αγία Σοφίας τραβώντας για την Παύλου Μελά κι ευχόμουν μέσα μου μη πέσω σε γνωστούς που αρχίζουν τα ‘πού χάθηκες’ κι όλα αυτά τα τυπικά και γελοία που είναι η πεμπτουσία της μικροαστικής ευγένειας των συνταξιούχων και που σε βγάζουν σ αυτή την παγερή πλατεία της αμηχανίας-τουλάχιστον για μένα-που δεν μπορώ να πω για λόγους ακαθόριστης ευγένειας [ενώ το θέλω πολύ..] ‘βρε άντε σιχτίρ πρωί-πρωί..’
Κατέβαινα αργά την Παύλου Μελά και σκεφτόμουν τι σκατά θα κάνω με τις αρρυθμίες της καρδιάς γιατί με τίποτα δεν ήθελα να μπω για εγχείρηση και γιατί επίσης δεν μπορούσαν να χειρουργήσουν τη κήλη μου αν δεν έφτιαχναν πρώτα τη καρδιά κι επίσης σκεφτόμουν πόσο ξεφτιλισμένος μπορεί να αισθανθεί κάποιος σαν του λόγου μου που σιχαίνεται τη φυσιολογική φθορά του σώματος.
Βάδιζα και σκεφτόμουν επίσης πως έχω χάσει πρόσφατα φίλους απ τη παλιά δουλειά, τον γιό μου που έχει ένα μήνα να μου τηλεφωνήσει, μια κωλοδόση που έχω να πληρώσω, το δίπλωμα που έχω να ανανεώσω, σκεφτόμουν πως δεν μου σηκώνεται ούτε με βίντσι κι ένα σωρό άλλες μαύρες σκέψεις απ αυτές που κάνουν όσοι έχουν έστω ένα υπόλοιπο μυαλού να τις κάνουν.
Είπα μέσα μου να στρίψω στη Τσιμισκή και να γυρίσω από Αριστοτέλους και ξαφνικά τον βλέπω μπρος μου φάντι-μπαστούνι. Μου την είχε στημένη με κείνο το παγερό βλέμμα του από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Φορούσε μια γελοία χωριάτικη τραγιάσκα σαν κι αυτή που φορούσαν όλοι οι άνδρες μέσης ηλικίας στην επαρχία την άθλια δεκαετία του 50 κι ένα παλτό τσόχινο της παλιάς Βασιλικής Χωροφυλακής στο χρώμα της μούχλας. Τα δόντια του είχαν φύγει από καιρό κι έβγαζε ένα δυνατό χνώτο που βρωμοκοπούσε φτηνό κρασί και χωματίλα.
Στεκόμουν σαν ηλίθιος και φοβόμουν μήπως και με κοιτάζει περίεργα ο κόσμος που περνούσε στο πεζοδρόμιο της γωνίας, μη τύχει και πέσει πάνω μου κάποιος γνωστός και τότε θα έπρεπε να τον συστήσω και τι να έλεγα δηλαδή.. ‘από δω ο πατέρας μου… που μας άφησε 20 χρόνια τώρα,,’ θα γινόμουν ρεζίλι των σκυλιών και φαίνεται πως το κατάλαβε γιατί με μια συριχτή φωνή άρχισε να μιλάει και να λέει ειρωνικά πως δεν πρέπει να ανησυχώ, ο κόσμος πάει στις δουλειές του και δεν ασχολείται μ’ αυτούς που έχουν εγκαταλείψει τον πατέρα τους κι έχουν να πατήσουν στο χωριό 20 χρόνια και πως μαθαίνει με ποιους κάνω παρέα όλα αυτά χρόνια κι ότι καλά να αδιαφορώ γι αυτόν, αλλά ούτε καν δεν βρίσκομαι με τον εγγονό του, ε αυτό κι αν είναι απ τα άγραφα κι ότι βεβαίως τίποτα δεν έχω να του απαντήσω γιατί πάντα τέτοιος ήμουν…
Έλεγα μέσα μου, δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνουν τέτοια πράγματα όταν απ το απέναντι πεζοδρόμιο είδα τον διαχειριστή της πολυκατοικίας και φώναξα ‘Στέλιο κάτι θέλω να σου πω’ και τον άφησα σύξυλο να μουρμουρίζει περνώντας απέναντι.
Ο διαχειριστής, ένα γελαστός ψηλός μηχανικός σαρανταπεντάρης, μου έδωσε ευγενικά το χέρι του λέγοντας ‘σας είδα που μιλούσατε με έναν κύριο στη γωνία και είπα να μην σας διακόψω .Μέχρι το μεσημέρι να ξέρετε θα ‘ρθει ο συντηρητής και θ αλλάξει όλα τα καρούλια του ασανσέρ…’
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Φεβρουαρίου, 2019
Διευκρινίσεις από τον Ηλία Κουτσούκο
Γράφω γιατί κάτι μου καίει τα σωθικά.
Γράφω γιατί κάποια στιγμή κατάλαβα την ομορφιά του κόσμου, το ανεκπλήρωτο των επιθυμιών μου, τις κραυγές αυτών που έφυγαν, τα αγκομαχητά αυτών που έμειναν, τη ματαιότητα του χθες, το ατελές του σήμερα, το αναπόφευκτο του μέλλοντος… κι έτσι άρχισα να γράφω.
Γράφω γιατί αυτό μοιάζει με μια μποτίλια ναυαγού, μοιάζει- βεβαίως εγωιστικά- με τη πρωτιά του νικητή, το ρόγχο του αγωνιστή , το μπλά-μπλά του αγνωστικιστή και του δρομέα κυρίου-Τίποτα, γι αυτό… γράφω.
Γράφω για έρωτες που δήθεν υπήρξαν, για ιδεολογίες που δήθεν τελεσφόρησαν, για τις πρακτικές που δήθεν πέτυχαν και τις ελπίδες που δήθεν θα βγουν αληθινές ενώ αντιλαμβάνομαι τις γελοιότητες των πραγμάτων.
Γράφω γιατί κατάλαβα πως το πέρασμα μου από εδώ είναι ένα σχεδόν μηδενικό σημείο στον απέραντο μαυροπίνακα του απόκοσμου χάους.
Γράφω γιατί δεν κληρονόμησα λεφτά, ακίνητα, περιουσίες τοπογραφικού περιεχομένου ή άυλες μετοχές και δεν έλαβα ουδέποτε ακριβό δώρο από τους εξ αίματος συγγενείς μου, οι οποίοι για εντελώς τυχαίους λόγους υπήρξαν δικοί μου.
Γράφω διότι δεν εμπιστεύομαι τους ψυχιάτρους, τους τύπους των αναλυτών προσωπικοτήτων, τους δήθεν ψυχολόγους, τις δήθεν θεραπείες των διαφόρων συνδρόμων κι επίσης όλους όσους είναι τακτικοί συνδρομητές σε έντυπα κλαδικών ενδιαφερόντων.
Γράφω γιατί δεν επιθυμώ να εξηγήσω το γιατί και το διότι, το αλλά και το εντέλει, τα παραθετικά των επιθέτων, τα πάθη των γλωσσών και την απίστευτη εξέλιξη των τεχνολογιών που καταλήγουν σε καλαίσθητες χειροπέδες με σάλτσα γκουρμέ του μυαλού.
Γράφω γιατί δεν πιστεύω σε σημαίες, θρησκείες, πολιτισμούς που αποδέχονται πλέον, 38 πρόσωπα, να έχουν περισσότερο πλούτο από 7 δισεκατομμύρια και διότι αυτή η αριθμητική αναλογία είναι χυδαία και αναξιοπρεπής
Γράφω γιατί το μάταιο αποτελεί μέρος του εαυτού μας και προτροπή για έναν ακόμα αέναο κύκλο πραγματικής ζωής.
Τέλος γράφω γιατί δεν αντέχω το Αουσβιτς μέσα μου και επειδή οι παπαρούνες είναι κόκκινες κι έχουν μαύρη γύρη.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Δεκεμβρίου, 2018
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Ντοκουμέντο –
Πιάνα στον Θερμαϊκό
Ο μπάρμα-Γιάννης Ξεφτέρης παλαιός ιδιοκτήτης του Ντορέ, μου είπε ένα βράδυ αυτή την ιστορία που εξαιτίας της ο μύθος, είναι πραγματικότητα είτε εδώ είτε αλλού κι όπου η πραγματική ιστορία, αποκτά την υπόσταση του μύθου…
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο μεγαλοεκδότης της Μακεδονίας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του εδώ πάνω χώρου, μιλούσε στον ενικό στους πρωθυπουργούς, κυκλοφορούσε με Ρολς-Ρόυς, κάπνιζε πούρα Αβάνας κι αγαπούσε τους φίλους του και το ωραίο φύλο.
Υπήρχαν κάποιες νύχτες, τρείς
τέσσερις το χρόνο, όπου ανάμεσα σε φίλους, όμορφες γυναίκες, μυρωδάτους καπνούς
κι ακριβά κονιάκ, καθόταν σιωπηλός κοιτώντας τη θάλασσα του Θερμαϊκού μ’ ένα
περίεργο βλέμμα ανάμεσα σε νοσταλγία και ματαιότητα.
Τότε έμπαινε στο ακριβό μπιστρό ο
οδηγός του και του έλεγε ‘όλα έτοιμα κύριε Γιάννη, το καΐκι είναι μπρος στο
λευκό Πύργο με το πιάνο επάνω…’
‘Άκου τι γινόταν τότε’ μου λέει ο
κύριος Ξεφτέρης κι ανάβει ένα Astorτης εποχής.
Σηκωνόμασταν λοιπόν μ’ ένα νεύμα του εκδότη, μπορεί να ήταν δύο ή τρεις τη νύχτα και τραβούσαμε εκατό μέτρα από δω ως τον Πύργο και μπαίναμε στο καΐκι. Στη πλώρη μπροστά ήταν ένα πιάνο και πέντε έξι μουσικοί με κιθάρες, βιολί, τρομπέτα και κλαρίνο. Εμείς με τις κυρίες καμιά εικοσαριά άτομα. Ο καπετάνιος από τη Μηχανιώνα έβαζε πλώρη για τ’ ανοιχτά και εμείς αρχίζαμε τα τραγούδια της εποχής. Τραγούδια, σμυρνέικα, σεκλετίδικα, τραγούδια βαριετέ, ότι τραβούσε ο νους του καλού γλεντζέ…Οι μουσικοί παίζαν ένα μεγάλο ρεπερτόριο. Δυο βοηθοί του καπετάνιου κερνούσαν σαμπάνιες σε κρυστάλλινα, δυο-τρεις από μας έπαιρναν τις κυρίες κάτω και γινόταν χαμός από τσιρίδες και γέλια, ενώ ο εκδότης έμενε όρθιος σαν θαλασσόλυκος καπνίζοντας το πούρο του στην άκρη της πλώρης. Τέτοια γλέντια δεν μπορούσε να κάνει κανείς άλλος εκείνη την εποχή.
Το γλέντι κρατούσε δύο-τρεις ώρες. Χαμός
σου λέω, τσιρίδες και να καταβρέχει ο ένας τον άλλον με σαμπάνιες. Κάποια
στιγμή που μόνο τ’ αφεντικό κι ο καπετάνιος ήξεραν, το σκάφος έκανε μια γλυκιά
μεγάλη στροφή κι επέστρεφε προς τη πόλη. Βλέπαμε τα φώτα να παίζουν πάνω στο
νερό και δώσ’ του εμείς φωνές και τραγούδι.
Πριν φτάσουμε στη παραλία του Πύργου
μπορεί και τριακόσια μέτρα πριν, τ’ αφεντικό φώναζε δυνατά ‘σκάστε όλοι, το
πιάνο στη θάλασσα’… Πιάναμε όλοι μαζί το πιάνο και το πετούσαμε απ τη πλώρη
στο νερό ανάμεσα σε ζητωκραυγές και διάφορα… Έτσι γλεντούσε τ’ αφεντικό με
μας. Δεν υπάρχουν πια τέτοιοι άντρες, δεν υπάρχουν…
Είχα ακούσει πολλά και διάφορα για
τον μεγαλοεκδότη της Μακεδονίας, αλλά
αυτό με τα πιάνα παραπήγαινε∙ μέχρι την άνοιξη του 2005.Τότε καλέσαμε έναν αρχαιολόγο των ενάλιων
αρχαιοτήτων να μας μιλήσει για τα ευρήματα στον Θερμαϊκό. Ακούγαμε για τα
διάφορα αντικείμενα στον πυθμένα όταν μείναμε ενεοί στη πληροφορία πως ανάμεσα
σ άλλα υπήρχαν πολλά ξύλινα πόδια από πιάνα και αμέτρητα πλήκτρα πιάνων στα
διακόσια μέτρα από την ακτή.
‘Δεν ξέρουμε πως βρέθηκαν εκεί..’ μας είπε χαμογελώντας ο δύτης αρχαιολόγος…
Χριστούγεννα ’58
Τις
προάλλες βρήκα τρεις φίλους μου στη καφετέρια που συχνάζουμε να έχουν ανοίξει
μια κουβέντα για τις γιορτές των Χριστουγέννων σε άλλες εποχές. Εγώ τους είπα
πως σιχαινόμουν από μικρούλης τις γιορτές κι αυτοί μου είπαν πως παραγέρασα γι αυτό
και γίνομαι παράξενος τελευταία.
Θυμήθηκα
τότε εκείνα τα άθλια Χριστούγεννα που πέρασα το 1958 με τον πατέρα μου στο
χωριό της γιαγιάς μου στην ορεινή Μεσσηνία.
Κάναμε για
φτάσουμε από την Αθήνα στην Ανδρίτσαινα 12 ώρες και γω έκανα στη διαδρομή πάνω από
δέκα φορές εμετό μέσα σε κείνο το σαράβαλο λεωφορείο που βρωμοκοπούσε από την
απλυσιά των ανθρώπων και της σακατεμένης μηχανής του. Ο πατέρας μου, μου έλεγε -ήμουν οκτώ χρόνων παιδάκι- πως οι άντρες δεν
κάνουν εμετό κι ότι θα συνηθίσω τα μεγάλα ταξίδια.
Στην
Ανδρίτσαινα μας περίμενε ο αδερφός του πατέρα μου με δύο μουλάρια και μένα μ’
έβαλε πάνω στο ένα και ξεκινήσαμε για το χωριό που βρισκόταν πάνω από τρεις
ώρες μακριά. Είχε βραδιάσει και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλά μου έμπαινε από το
κοντό παντελονάκι μου σ’ όλο μου το σώμα, τρόμαζα από τις σκιές των δέντρων, τρόμαζα
από τον κακοτράχαλο δρόμο, ήθελα να κλάψω, αλλά φοβόμουν πως ο πατέρας μου κι ο
θείος μου θα θύμωναν μαζί μου. Έκλεινα τα μάτια μου συνεχώς σ’ αυτή την απαίσια
διαδρομή μέχρι που φτάσαμε στο κατσικοχώρι και μπήκαμε στο μικρό σπιτάκι της γιαγιάς μου που με
κατασάλιωσε με τα φιλιά της.
Θυμάμαι
πως σιχαινόμουν τα πάντα σε κείνο το ένα και μοναδικό χωριάτικο δωμάτιο που
είχε σε μια γωνιά ένα μικρό τζάκι που κάπνιζε και τα μάτια μου τρέχαν απ το
ντουμάνι που έβγαζαν τα βρεγμένα ξύλα.
Σε λίγο
έφτασαν να μας επισκεφτούν δυο πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου που έκαναν μεγάλη
χαρά γιατί πρώτη φορά με συναντούσαν.
Ο ένας
ξάδερφος που ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον πατέρα μου και το θείο μου πήγαινε στη τελευταία τάξη του γυμνασίου, ήταν
δηλαδή γύρω στα δεκαεπτά είχε το ίδιο όνομα με μένα και ήταν ένα γλυκό ευγενικό
παιδί που φορούσε ένα ντρίλινο παλιό παντελόνι και αρβύλες χωρίς κάλτσες.
Κοιτούσα
με έκπληξη τα πόδια του και είδα πως η μια αρβύλα μπροστά είχε ανοίξει και
φαινόταν το γυμνό δάκτυλό του. Ο ξάδερφος το κατάλαβε κι άρχισε
να λέει
αστεία πως τα δάκτυλα του ποδιού του νομίζουν ότι είναι στο καλοκαίρι γι αυτό
και δεν τα πειράζει το κρύο κι ας μελανιάζουν τις περισσότερες φορές, αλλά
τόνισε ‘του χρόνου τα Χριστούγεννα που θα ξαναβρεθούμε θα φοράω κάλτσες για μη
τρομάζεις που τα βλέπεις έτσι..’
Για
κάποιους τέτοιους λόγους, μου είναι πλήρως αδιάφορες και απαξιωμένες οι μέρες
των Χριστουγέννων.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Οκτωβρίου, 2018
Στα πλήκτρα: Βασίλης Μεταλλινός
Πίνω νωχελικά μια Kingfisher, στο ετοιμόρροπο ημιυπαίθριο καφέ του Sadar Bazaar, στο Παλιό Δελχί. Στο διπλανό τραπέζι ένας μικροκαμωμένος Ινδός, πασάρει δύο αγαλματίδια του Σίβα σε δύο Γάλλους, με γρανιτώδη επιμονή …που θα ‘κανε τους Μαροκινούς συναδέλφους του στα παζάρια της Φεζ, να φαντάζουν σαν φοιτητές marketing δημοσίου ΙΕΚ που κάνουν την πρακτική τους.
Στο βάθος ένας νεαρός που θυμίζει γνωστό ηθοποιό του Bollywood, με παρδαλό ψευτομεταξωτό πουκάμισο, ιδανικό για γκαρνταρόμπα των εντόπιων λαμπραντόρ πίστας του Θεσσαλικού κάμπου, ψήνει δυο Αμερικάνες να τον ακολουθήσουν σε μαγαζί με τουρμπάνια, ενώ δίπλα τους ένας κουρελής μεσήλικας του αθέατου αυνανισμού, έχει καρφωμένο το καυλωμένο βλέμμα του στα μπούτια των δύο γυναικών. Ο μικρόσωμος Ινδός μΕ την πέφτει χαμηλοφώνως, ενώ μια λεπτή μυρωδιά χασίς γεμίζει τον αέρα από μια παρέα Ιταλών που φλυαρεί ραγδαίως μ’ έναν Ινδό γκουρού του φιλοσοφικού λιανεμπορίου. «Άμα θέλεις ένα όμορφο αγόρι…» μΕ πετάει, κοιτάζοντάς με στα μάτια με το γαλακτερό βλέμμα νεογέννητης ύαινας. «Γκουχ γκουχ (ξερόβηχας) το ξέρω ότι θα με θεωρήσεις βιτσιόζο, αλλά γκουχ γκουχ (ξερόβηχας) …αλλά πως να στο πω …είμαι βαθέως μεροληπτικός υπέρ των γυναικών» του εξηγώ διακριτικώς και χαμηλοφώνως, προσέχοντας μη κάνω κάποιο ρατσιστικό σχόλιο για την αξιότιμη συνομοταξία των κωλομπαράδων… «Ξέρω μία 14χρονη ανατομική βόμβα που κάνει τα πρώτα καλλιτεχνικά της βήματα στο Bollywood και …» μου ψιθυρίζει χειρονομώντας, σα ν’ απαγγέλλει ποίηση στη νοηματική. «Δεν ήρθα μέχρι την Ινδία για να γαμήσω»… τον κόβω με τάκλιν … βλέποντας την αυτοπεποίθησή του να παθαίνει black out. «Μαχές» μου συστήθηκε και δείχνοντας με το βλέμμα του τον άλλον Ινδό με τις Αμερικάνες, συμπληρώνει… «Πρέπει να ‘σαι πολύ προσεχτικός στην Ινδία.» μου πετάει ασκώντας τη ρητορική της προστατευτικής σταυροβελονιάς… «Το ‘χω υπ’ όψη» απαντώ, εξασκημένος στην αδιάκοπη παραπλανητική γιόγκα. Κάθεται στο τραπέζι μου και με πιάνει κουβέντα, ανακατεύοντας στο ρητορικό του τσουκάλι και τις τελευταίες ελπίδες για ένα κομίσιον της προκοπής …ενώ εγώ αναρωτιέμαι άμα πρέπει ν’ αρχίσω τα μεγαλοπρεπή μπινελίκια ή τις σεξουαλικές ευχές… Τελειώνω την μπύρα μου, εξηγώντας του ότι η Ελλάδα που λατρεύει, δεν συνορεύει με την Γαλλία και πληρώνω. «Την κάνω» του λέω. «Που πας» μου λέει… «Αύριο φεύγω για το Punjab και θέλω να δω τιμές για guesthouse κλπ» απαντώ. «Μην πας σε ταξιδιωτικό πρακτορείο my friend. Θα σε κλέψουν. Μόνο στο επίσημο Government of India Tourism Office! Πουθενά αλλού!» μου τονίζει με αυστηρότητα ο Μαχές. «Και να προσέξεις, όπου πας να γράφει Ministry of Tourism» συμπληρώνει, ασκώντας τη ρητορική της ανθρωπιστικής ευαισθησίας. «I know» γρύλισα, σκεπτόμενος ότι οι τελευταίες του κουβέντες απετέλεσαν την εξόδιο ακολουθία των φόβων μου για το τίποτα…. Η μπουγάδα εγκεφάλου περί Ινδών απατεώνων, προφανώς μ’ έκανε να παραφέρομαι… Βγαίνουμε μαζί έξω. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει… «Πηγαίνω προς την πλατεία Connaught με το μηχανάκι» μου λέει δείχνοντάς μου ένα σαραβαλιασμένο Bajaj. «Άμα θέλεις να σου δείξω που βρίσκεται το Tourism Office» μου προτείνει… «Government of India» συμπληρώνει με νόημα. Μιλάει για λίγο στο κινητό του. Πατάει τη μανιβέλα. Ανεβαίνω στη σέλα. Η οδήγηση του Μαχές με αναγκάζει σε άτακτο επαναπροσδιορισμό των ορίων ταχύτητας και κρατήματος μοτοσυκλέτας σε κυκλοφοριακή συμφόρηση, καθώς οδηγεί μονίμως «τέρμα γκάζι»… Σταματάει ξαφνικά σ΄ένα μικροσκοπικό δισκάδικο ενός «ξαδέλφου» του για να μου πασάρει κανά σι ντι. Από τα ηχεία ακούγεται η τσιριχτή φωνή μιας Ινδής στη διαπασών, που στη κλίμακα των βασανιστηρίων θα τη συνέκρινα μόνο με κλείσιμο σε λευκό κελί όπου ακούγεται νυχθημερόν η «πριγκιπέσα» του Μάλαμα. Τσαμπουκαλεμένος του κάνω νόημα να φύγουμε αμέσως. Καβαλάμε το σαράβαλο Bajaj και συνεχίζουμε «τέρμα γκάζι», προξενώντας αλγεινή φρενίτιδα πανικού σε πεζούς και οδηγούς … Μπαίνουμε στην πλατεία. Η επιγραφή Government of India, Μinistry of Tourism κλπ κλπ φαντάζει εν κραταιά φωτοστασία. Ο Μαχές με κατεβάζει έξω από τα γραφεία. Ένας νεαρός βγαίνει να με καλωσορίσει και με οδηγεί σ’ ένα διάδρομο. Τα σεπαρέ είναι γεμάτα με δυτικούς τουρίστες. Ένας απροσδιορίστου ηλικίας τουρμπανοφόρος γέροντας, που σίγουρα θα’ χε δει τις πρεμιέρες της Nargis και της Madhubala, με οδηγεί σ’ ένα άδειο γραφείο και μου λέει να περιμένω. Σε 2-3 λεπτά έρχεται ένας χαμογελαστός νεαρός και κάθεται στο γραφείο με πολλά σερμπέτια και κολακία au creme chantilly. Να μη σΕ κουράζω φίλτατε αναγνώστα, αλλά μέσα σε 5 λεπτά αντιλήφθηκα την κανιβαλίζουσα διάθεση του συνομιλητή μου, να ελαφρύνει την πιστωτική μου κάρτα κατά μερικές εκατοντάδες ευρώ, ακούγοντας πολυβοληδόν τα γυαλισμένα επιχειρήματα, ώστε να «κλείσω» εκείνη τη στιγμή, τα καταλύματα που μου πρότεινε για έναν ολόκληρο μήνα… Τα τελευταία 40 χρόνια, έχοντας μασήσει πολλά στρέμματα γκαζόν παραπλανητικής παπαρολογίας, είναι δύσκολο να καταπιώ τις γλυκές αυταπάτες που ταϊζουν παρόμοιοι κράχτες και μικροαπατεώνες, που ευδοκιμούν και φύονται σε τουριστικές πιάτσες …περισσότερο κι από τα κάσιους της Καρνατάκα. «Θα το σκεφτώ» του λέω και πάω να φύγω. «Μη χάσεις τις τιμές που σου δίνω!» επιμένει ανατροφοδοτώντας με ματαιόσπουδα και επαναφορτιζόμενα επιχειρήματα το fame story των πολυβιταμινούχων προσφορών. Σηκώνομαι να φύγω βλέποντας τον Ινδό, απογοητευμένο να πέφτει σε βαθιά περισυλλογή. Περνώντας έξω από τα άλλα γραφεία, παίρνει το μάτι μου κάτι ζευγάρια θεϊκά παραμυθιασμένων Αμερικανών, να δίνουν τις πιστωτικές τους κάρτες, χαμογελαστοί σε κατάσταση μακαρίου αγνοίας… Έξω από την είσοδο μια παρέα ενθουσιασμένων Ιαπώνων με φωτογραφικές μαγκούρες, στέλνουν τα ψηφιακά τους είδωλα αγκαζέ με του πορτιέρη, στο διαδικτυακό υπερπέραν. Παίρνω την Chelmsford road για να πάω στο ξενοδοχείο μου στο Paharganj. Έχει σκοτεινιάσει και ο δρόμος είναι άδειος. Περπατάω προβληματισμένος. Δεν είναι δυνατόν οι οικόσιτοι τεμπελχανάδες των Ινδικών κρατικών υπηρεσιών, να είναι τόσο πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση, πλάθοντας κουλουράκια ταξιδιωτικών προσφορών …που για να τα χάψεις θα πρέπει να ‘χεις μυαλό αμνοεριφίου …μαγειρεμένου. Όμως η φωτεινή επιγραφή στο κεντρικότερο σημείο του Δελχί έγραφε: Υπουργείο Τουρισμού κλπ κλπ. Μπαίνω στο δωμάτιό μου. Ανοίγω τον Lonely Planet. Βρίσκω την διεύθυνση του Γραφείου Τουρισμού, ανοίγω και τον χάρτη… ΔΕΝ είναι αυτό που πήγα!!! Βρίσκεται στο δεύτερο τετράγωνο μετά την Connaught place. Είναι απάτη… Είναι δυνατόν? Την επομένη το πρωί φεύγω με τη μοτοσυκλέτα μου για το Punjab. Όμως έχω σκάσει να ξαναδώ το γραφείο που με πήγε ο Μαχές το προηγούμενο βράδυ. Είμαι απ’ έξω. Είναι κλειστό. Η φωτεινή επιγραφή? Εκτός από το «Tourist Information» τα «Goverment of India» και λοιπά νόστιμα και δελεαστικά, είναι σχηματισμένα από μικροσκοπικά led λαμπάκια που προφανώς ανάβουν μόλις οδηγείται εκεί το θύμα… Ένας κουρελής τουρμπανοφόρος με πλησιάζει, λέγοντάς μου ότι το αφεντικό είναι ξάδελφός του και με ρωτάει άμα θέλω να του πάρει τηλέφωνο τώρα για ν’ ανοίξει …το Υπουργείο. Δίπλα μου σταματάει ένα autorickshaw κι ο οδηγός μου προτείνει να με πάει δωρεάν στο πρακτορείο ενός φίλου του με τις καλύτερες τιμές στην Ινδία… Ανεπαισθήτως περνάει απ’ το μυαλό μου, πως σε παρόμοιο πρακτορείο έκλεισα δωμάτιο για ξενοδοχείο στο προηγούμενό μου ταξίδι στο Bangalore και βρήκα μια διώροφη βρωμερή παράγκα με την όψη της φωτογραφίας που είχα δει …σε σκηνικό από κόντρα πλακέ! Πατάω τη μίζα, βάζω ταχύτητα και μπερδεύομαι ανάμεσα σε εκατοντάδες μοτοσυκλέτες κι αυτοκίνητα που κορνάρουν δαιμονισμένα, φέρνοντας στο μυαλό μου το επίσημο τουριστικό σλόγκαν …»Incredible India»!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Οκτωβρίου, 2018
(Του γνωστού σας πλέον μοτο-ταξιδευτή, αρχιτέκτονα και αφηγητή Βασίλη Μεταλλινού).
«Όνειρα φθινοπωρινής νυκτός»: Όλο το δραματικό παρασκήνιο, αποκλειστικά για τους θαμώνας του παρόντος Ιστολογοφόρου. Συνεχής ενημέρωση.
H πρόταση έπεσε ως κεραυνός εν …Ερυθραία και …το τηλέφωνο μού ‘πεσε απ’ τα χέρια, είπα «δεν γίνεται δεν είναι δυνατόν» (παραφράζοντας «το προσκλητήριο» του Μάκη Χριστοδουλόπουλου…)
Κόντρα στο κατεστημένο των σύγχρονων ντελιβεράδων ταξιδιωτικής ιδεολογίας και το μοτοταξιδιωτικό body building με τα παραφουσκωμένα με φαρινάπ κατορθώματα, η αναγνώριση ήρθε απ’ το εξωτερικό. Νιώσε συμπόνια για τον χαζοενθουσιασμό μου, φίλτατε αναγνώστα, αλλά ακόμα δεν μπορώ να το κάνω upload στον εγκέφαλο μου… Ο Δρ Χάρτγουιγκ Φίσερ, διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, σε τηλεφωνική συνομιλία που μύριζε τέιον και pluralis majestatis, με τούμπαρε μετά από σκληρό διαπραγματευτικό κικ μποξ… Εντελώς μεταξύ μας, ποντάροντας στην απόλυτη εχεμύθειά σου, παραθέτω μερικά αποσπάσματα απ’ τον τηλεφωνικό διάλογο: «Μίστερ Βασίλης, διακρίνω έναν λογοτεχνικό ασκητισμό, εν είδει θιβετιανού γκουρού! Γίνεστε εντελώς αόρατος στο κοινό… Θεωρείτε ότι είναι δίκαιο για τους αναγνώστες σας?» με ρώτησε με ρωγμώδη λυγμό ανθρώπινου ράκους, μετά πολλαπλών κόμπων στο λαιμό… «Μίστερ Χάρτγουιγκ, δεν είναι στον πνευματότυπό μου να περιφέρω το ημιτελές βιβλίο μου από μπαράκι σε μπαράκι σαν freak show, εκθέτοντας τις παρα-λογοτεχνικές δυσπλασίες μου για ν’ ασημώνει το κοινό» απάντησα αδιάφορα, διαβάζοντας παράλληλα και το φλυτζάνι. «Κι αυτός ο ρεαλιστικός λυρισμός αυτού του λοξού ταξιδιωτικού βλέμματος, μίστερ Βασίλης…; Αυτό το ημιτελές λογοτεχνικό έδεσμα…; Θα παραμείνετε ένας άσπλαχνος δεσμοφύλακας των ταξιδιωτικών σας κειμένων;» μΕ ρώτησε με στόμφο σαν ν’ απήγγειλε Σαίξπηρ. «Μίιιιιιιστερ Χάααααααααρτγουιγκ….» τον έκοψα με ελεγχόμενη θεατρικότητα σαν σολίστ του λυρικού θεάτρου. «Εν ονόματι της τέχνης και του πολιτισμού! Αυτό το ταλέντο θα μείνει στο σκοτάδι, μίστερ Βασίλης?» με κεραυνοβόλησε υψώνοντας φωνή απελπισίας …ανθρώπου που είναι έτοιμος να πέσει απ΄ την Tower Bridge του Λονδίνου.
.
«Γκουχ, γκουχ …υπερβάλλετε, εγώ δεν πιστεύω ότι έχω κάποιο ταλέντο, κόντρα στις ψευδαισθήσεις κάποιων ψώνιων που πιστεύουν ότι έχουν… Αλλωστε το ‘χω ξαναπεί ότι δεν …εκδίδομαι!», απάντησα με απάθεια Αφγανού οπιοφάγου, έχοντας επιλέξει σχολαστικά τις λέξεις μία μία …με χειρουργική πένσα.
«Με μπερδεύετε μίστερ Βασίλης!» μου πέταξε με προσποιητή άνεση κι αδιαφορία σαν να ξεφύλλιζε συγχρόνως τις σελίδες της βρετανικής Vogue. «Δεν θέλω να το δραματοποιήσω, αλλά τα πράγματα είναι τραγικώς απλά μίστερ Χάρτγουιγκ. Στη ζωή όλα ξεκινάνε μ’ ευαισθησία, ονειροπόληση και συναισθηματισμό αλλά στο τέλος καταλήγουν στους γαλβανιζέ πάγκους στις λαϊκές να πωλούνται με την οκά… Αφήστε με να παραμείνω ρομαντικός!» απάντησα με την έπαρση του Μάικ Τάισον, έχοντας καταφέρει αριστερό ντιρέκτ στο σαγόνι του μοτο-ταξιδιωτικού λιανεμπορίου, της άξεστης ματαιοδοξίας και της κάλπικης μετριοφροσύνης. «Με παρεξηγήσατε μίστερ Βασίλης, απλά …οι αιρετικές σας απόψεις περί ταξιδιωτικού μοτοσυκλετισμού, είναι το λυχνάρι που φωτίζει το καταθλιπτικό σκότος της γνήσιας περιπέτειας και…», πήγε να με τριπλάρει με γαλιφιά Εβραίου τοκογλύφου… «Άσε τα π@ύστικα μίστερ Χάρτγουιγκ και στρώσε χαλίκι…», τον έκοψα με δυνατό τάκλιν. «Θα είμαι ευθύς μίστερ Βασίλης. Θέλουμε διακαώς τα χειρόγραφα του ημιτελούς βιβλίου σας στο Βρετανικό Mουσείο, δίπλα στα περίφημα τετράστιχα του Ομάρ Καγιάμ, τα ρουμπαγιάτ …ή αν θέλετε ακόμα και δίπλα στα χειρόγραφα «Gitanjali» του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ…» έπεσε η πρόταση σαν νταμπλάς από βρασμένη οξιά! «Παρόλο που είμαι ιδεολογικώς εναντίον των τιμών και βραβεύσεων, αν είναι δίπλα στους χειρόγραφους στίχους του «Strawberry Fields Forever» του Λένον …τότε ίσως …ίσως καμφθούν όλες οι κυνικές μου αντιστάσεις… Γκουχ, γκουχ …τέλος πάντων …θα σφίξω τα δόντια να κάνω την παραχώρηση, μίστερ Χάρτγουιγκ!», απάντησα πέφτοντας σε βαθιά περισυλλογή …ενώ ανέκοπτα ένα κρυμνιζόμενο δάκρυ με την ανάστροφη της παλάμης μου. «Done! Θα σας περιμένω αύριο στο Βρετανικό μουσείο για την επίσημη τελετή παραλαβής του ημιτελούς βιβλίου σας, παρουσία του αποσυρθέντος των βασιλικών καθηκόντων, πρίγκιπα Φίλιππου, φανατικού αναγνώστη των ταξιδιωτικών κειμένων σας στο Ιστολογοφόρο, που τον βοηθούν στην καταπολέμηση της αϋπνίας. Θα σας ενημερώσει η γραμματέας μου… Γκουντ μόρνινγκ μίστερ Βασίλης!», με χαιρέτησε με τόνο full serbet, ενώ έκανα τη σκέψη ότι ο άνθρωπος είχε τάσεις επαγγελματικού αυτοχειριασμού. «Γκ… γκουντ μόρνινγκ μίστερ Χάρτγουιγκ» ψέλλισα κλείνοντας το τηλέφωνο, φανταζόμενος ήδη νεαρές επισκέπτριες του Βρετανικού Μουσείου να κατασκηνώνουν έξω απ’ το country house στο Χολομώντα, εκλιπαρώντας για ένα αυτόγραφο…. Ίσως …ίσως και μια σεμνή τελετή στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, για την παραλαβή του παράσημου του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τον πρίγκηπα Ουίλιαμ, μετά τον Ringo Starr… Ποτέ δεν ξέρεις…
***
ΥΓ1. Άμα καταφέρω να σπρώξω και κάτι στραβοκουνημένες φωτό …σε κανα Μουσείο Αφηρημένης Τέχνης, θα μπορώ πλέον ν΄αποσυρθώ ν’ αρμέγω γιακ στη στέπα της Μογγολίας… ΥΓ2. ……καλάααααααα ας είναι και κατσίκες στα highlands του Χολομώντος.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Οκτωβρίου, 2018
Γράφει ο Βασίλης Μεταλλινός
Vietnam 2015.
Σηκώνομαι από τον πορσελάνινο θρόνο μου και τραβάω το καζανάκι. Αφήνω πάνω στον νιπτήρα την ιλουστρασιόν κολεξιόν μοτοσυκλετικής ενδυμασίας «Φθινόπωρο’15-Χειμώνας ’16» γνωστής ουρανοπαρμένης εταιρίας και πατάω το τηλεκοντρόλ ν’ ανάψει ο κινητήρας της μοτοσυκλέτας μου στο γκαράζ. Ανάβω την κάμερα πάνω στο κράνος, στερεώνω την φωτογραφική μαγκούρα στο τιμόνι και προγραμματίζω το drone να ακολουθεί τις συντεταγμένες του GPS, τραβώντας χολιγουντιανά πλάνα απ’ τον ουρανό… Γκαζώνω τέρμα. Η πολυβιταμινούχος μηχανή περιπέτειας ξεχύνεται στον χωμάτινο δρόμο. Περνάω όλες τις πλημμυρισμένες λακκούβες από πάνω και χαιρετάω εγκαρδίως τους ιθαγενείς αγροτοποιμένας. Φωτογραφίζομαι με μεταφορείς γκαρμπολάχανου. Σταματώ παρακάτω. Διαλέγω φωτογραφίες και δικτυωμένος μέσα στο φετιχισμό του συνεχούς sharing, τις επισυνάπτω από το δορυφορικό μου i-phone, στο ιντερνετικό υπερπέραν, ελπίζοντας να έχουν μια προνομιακή θέση στο ταξιδιωτικό εικονοστάσι των μοτοσυκλετιστών περιπέτειας. Θέλω να δείτε πως οδηγώ, πως περνάω καλά, πως τρώω, πως διασκεδάζω. Θέλω να ξέρετε ότι κάνω κάτι ηρωικό, κάτι μοναδικό! Donate! Donate και θα σας ενημερώνω για κάθε λεπτό της ζωής μου! Θέλω να σας αρέσω… Θέλω να μΕ κάνετε «like»… Μπαίνω στην πλατεία μιας μικρής κωμόπολης, μαρσάροντας και πυροδοτώντας το έγκαυλον exhaust system, να προκαλεί οργασμικούς σπασμούς στις τζαμαρίες. Ο κόσμος είναι συγκεντρωμένος… Αλλόφρων με χειροκροτεί. Κατεβαίνω από τη μοτοσυκλέτα. Δύο τηλεοπτικές κάμερες με προβολείς είναι στημένες μπροστά σε μια τιμητική εξέδρα. Ο Δήμαρχος με μούρη μυρμηγκοφάγου κι ένα ημίψηλο μαύρο καπέλο, φορώντας φράκο πλησιάζει το μικρόφωνο και απευθυνόμενος στο αλαλάζον πλήθος ανακοινώνει… «Ας εγείρομεν και τούτον τον αδριάντα προς τιμήν του μεγάλου ταξιδευτή που άφησε τη σκόνη των τροχών του στην ταπεινήν κωμόπολιν μας…» Η Δημοτική μπάντα παιανίζει ηρωικά εμβατήρια και η χορωδία της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών, την συνοδεύει σε μια ακατάλυπτη διάλεκτο, ενώ ένα ζευγάρι νταλικιέρηδων από την Αλαμπάμα, που περνά τον μήνα του μέλιτος στην περιοχή, χορεύει τάνγκο… Ο Δήμαρχος συγκινημένος μου προσφέρει τις χρυσές χειροπέδες του Δημοτικού Οίκου Ανοχής της πόλης κι ανταποδίδω μ’ ένα λάβαρο του ΠΑΟΚ… Κάποιοι δημοτικοί υπάλληλοι, σημαδεύοντας με τα περίστροφά τους το πλήθος, πουλάνε τυχερούς λαχνούς για την κλήρωση ενός αντιγράφου του …ημιτελούς βιβλίου μου. Τρέχοντας να προλάβουν μερικοί ποδοπατούνται. Μία εξηνταρίζουσα ζωντοχήρα, με μια ακαθόριστη ομοιότητα με τροπικό πτηνό, με προσκαλεί να …παρουσιάσω το ταξιδιωτικό μου το βράδυ σε μπαρ για μοναχικές … ενώ ένα τσούρμο εξαϋλωμένων ταλιμπάν της μόστρας, κρατώντας τηλεσκοπικές μαγκούρες, με περικυκλώνει για σέλφις. Αστροπελέκια αυλακώνουν τον γκρί ουρανό κι αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς…. Χαμογελάω μουσκεμένος, με απαράμιλλο στιλ καταραμένου ταξιδευτή, φωνάζοντας…. «Θέλω να αρέσω, σας δείχνω τα κατορθώματά μου, θέλω να πουληθώ, θέλω να μ’ αγοράσετε, θέλω σπόνσορες, θέλω ν’ αρέσω σε πιό πολλούς, θέλωωωωωω περισσότεραααααα likes!!!!», ………………………………………………………………………. Ξυπνάω ιδρωμένος από τον εφιάλτη, ψελλίζοντας βραχνά «θέλω likes» και νοιώθοντας την βρεγμένη πετσέτα που κρατάει στο μέτωπό μου η Τουρκάλα αεροσυνοδός, μ’ ένα ερωτηματικό ύφος… «Mister, are you all right? You must leave the aircraft… We arrived in Vietnam…»
………………………………………………….
Σαϊγκόν, πρωί 6.30′. Βγαίνω απ’ το guest house, στο στενό λασπωμένο δρόμο. Αποφεύγοντας κάτι τάφρους σαν πλημμυρισμένα χαρακώματα των Βιετκόγκ, φτάνω στην πολύβουη Do Quang Dao. Η υγρή ζέστη κάνει τα ρούχα να κολλάνε… Με UHU. Στη γωνία μια σταφιδιασμένη γριά με κωνικό καπέλο και πουράκι στο στόμα, σοτάρει σ’ ένα τεράστιο τηγάνι, ρύζι με ανοιγμένα κοχύλια. Γεμίζει ένα πιάτο και μου το προτείνει φωνάζοντάς μου «ουάν ντόλαρ, ουάν ντόλαρ»… Από μια στενή πόρτα βγαίνει μια μικροσκοπική Βιετναμέζα και μου δίνει ένα φέιγ βολάν-τιμοκατάλογο με υπηρεσίες full body massage. Από το διπλανό μπαρ μια τσατσά απροσδιορίστου ηλικίας με χείλια σα να ΄βαλε από την ελαττωματική σιλικόνη, με μια ρέμπελη πρόστυχη ματιά, μαζί με το φέιγ βολάν των αμαρτωλών λύτρων της ηδονής, μΕ πετάει και το παρασύνθημα… Της υπόσχομαι ότι θα την επισκεφτώ αργότερα, ψευδόμενος με πειθώ …που θα ζήλευε υπουργικό συμβούλιο ακτιβιστών της πολιτικής, σε χώρα του Μεσογειακού Αρχιπελάγους. Μπαίνω σε μια αυλή που ‘χω παρκαρισμένο το σκούτερ μου και βολεύω το σακίδιο ανάμεσα στα πόδια μου με τους ιμάντες περασμένους στο τιμόνι. Βάζω μπροστά. Ένας τυπάκος με ξανθές ανταύγειες και ενδυματολογικές επιλογές προσιδιάζουσες μάλλον σε Απόκρεω, μου κάνει νόημα να τον πληρώσω. Του δίνω 10.000 dong (περίπου 40 cents) και βγαίνω στο δρόμο. Τρεις αμερικανοί βγαίνουν απ’ το απέναντι μπαρ, λιώμα στο μεθύσι, με τα νούμερα αλκοόλ ανά λίτρο αίματος να συναγωνίζονται τις τιμές του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης… Απ’ το μπαρ ακούγεται στη διαπασών το «no woman no cry» του Μάρλεϋ, ενώ στο βάθος σε μια σκοτεινή γωνία με σικλαμέ φωτισμό, κάτι πιτσιρίκες με χαιρετούν χαμογελαστές τρώγοντας ηλιόσπορους και τσιρίζοντας «come here foxy!» Χαμογελάω γκαζώνοντας το Yamaha-κι και μπαίνω στην Pham Ngu Lao. Απ’ το πάρκο ακούγεται το «Feliz Navidad» σε βερσιόν ντίσκο με καμιά 20αριά γιαγιάδες με φόρμες να κάνουν αερόμπικ… Γκαζώνωανάμεσα σε εκατοντάδες παπάκια, ακολουθώντας με προσήλωση Ιησουίτη τους ρυθμούς και τους κώδικες οδήγησης των ντόπιων, που κάνουν κομπόστα τον τσαμπουκά του κάθε πεοφορούντα ταξιτζή των παραβαρδάριων περιοχών… Ένα ταξίδι 3800 χιλιομέτρων αρχίζει… Απ’ τη Σαϊγκόν και τα υψίπεδα του δυτικού Βιετνάμ στο Ανόι. Κι απ’ το Ανόι κατεβαίνοντας τσαϊράδα την ακτογραμμή της νότιας Κινεζικής θάλασσας, πίσω στη Σαϊγκόν. Σε δρόμους άγνωστους στους ταξιδιωτικούς τσελεμεντέδες… Για τους αποσυνάγωγους του μοτοσυκλετισμού, που έχουν σκουπίσει τον κώλο τους στους adventure χάρτες των glamorous τοπωνυμίων των αλιέων φήμης και αλοξοκωλιάς των «like»… Ένα αναρχικό ταξίδι με μηχανάκι-αιμορροΐδα στον κώλο του μοτοσυκλετισμού! Σ’ αυτό το σημείο, ο ιδρυτής του παρόντος πόστ, ανοίγει μία σπιτική φιάλη Ραψάνη καθώς και το αμπάρι των αναμνήσεών του, δια μερικάς φωτό. Ιντζόι….
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Οκτωβρίου, 2018
Αυτές τις τελευταίες μέρες έλειπα. Μαζί με φίλους, σύντομο ταξίδι στην Πολωνία. Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη εκεί και οι εντυπώσεις ολότελα ενστικτώδεις και υποκειμενικές (ένας νότιος σε μια ακόμη χώρα του βορρά). Ο τόπος μου φάνηκε ευρύχωρος, οι άνθρωποι πράοι και ευγενικοί, η πρωτεύουσα Βαρσοβία ηθελημένα και επίμονα αναγεννημένη να προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τα (δυσερμήνευτα) κενά της. Ανακάτεμα ξαναφτιαγμένου παλιού και καινούργιου, που κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ¨μεταμοντέρνο¨. Άφθονο πράσινο και γευστική κουζίνα.
Με το που επέστρεψα, ο Νίκος, που είχε κάνει το ίδιο ταξίδι παλιότερα, μου έστειλε το παρακάτω ποίημα:
Νίκος Μοσχοβάκος
ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Στης Βαρσοβίας το παράθυρο
έμπαινε ο ήλιος
κι ανέμιζε η κουρτίνα της μνήμης
ξεδιπλώνοντας ξεθωριασμένες εικόνες.
Ανάμεσα σε απαλή μουσική του Σοπέν
η χήρα πια Μαντάμ Μαρί Κιουρί
χόρευε συνεπαρμένη βαλς
με τον νεαρό εραστή της
παραδομένη στου έρωτα την παλιά εφεύρεση
χωρίς την υποψία θανάτου
μακριά απ’ τις ιδιότητες των μετάλλων.
Στης Βαρσοβίας το παράθυρο
έμπαινε ο ήλιος και φώτιζε
διαλεγμένες στιγμές
που επέστρεφαν από το άλλοτε
με την αυθαίρετη λογοκρισία του μυαλού.
*
(έπονται μότο-ταξιδιωτικές ιστορίες του Βασίλη Μεταλλινού -που έφτασαν εν τω μεταξύ)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Σεπτεμβρίου, 2018
Ένα ακόμη ταξιδιωτικό κείμενο από τον Βασίλη Μεταλλινό.
. Δύο μήνες μετά την …πρωτόγονη κι «άβγαλτη» Μαδαγασκάρη, τα πράγματα στην Κούβα ήταν διαφορετικά. Ο μελαψός Κουβανός με το ανοιχτόχρωμο stetson panama, έσβησε τον κινητήρα της Chevrolet Belair του ’57, μ’ έναν ιδιαίτερο ήχο που θύμιζε ξερόβηχα και ακροαστικά, μπροστά στον αριθμό 104 της San Juan de Dios στην παλιά Αβάνα. Από την σκονισμένη σκάλα κατέβηκε άνετη όπως η Τina Turner στη συναυλία του San Bernardino, μια τύπισσα ντυμένη στα άσπρα με τουρμπάν, για να μας υποδεχτεί. Ο ταξιτζής αφού της «πέρασε» στο χέρι, με ταχύτητα φωτονίου, ένα χαρτονόμισμα των 5 pesos για το αγώγι απ’ το αεροδρόμιο, εξαφανίστηκε με …ιλιγγιώδη ταχύτητα αφού απέφυγε στο χιλιοστό έναν μεθυσμένο κουβανό μεσήλικα που τρίκλιζε, σα να ‘παιζε τον μεθυσμένο σε ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα. Το σενάριο γνωστό από την Ινδία, την Αίγυπτο και τινών ακόμη χωρών με ιδιοκτήτες guest house, που κάνουν τους απαγωγείς της Μπόκο Χαράμ να φαντάζουν γατούλες του καναπέ… Η ασπροφορεμένη santeros, πατρόνα της casa particular, παίρνοντας ξαφνικά ένα σοβαρό ύφος … σα να επρόκειτο να μου διαβάσει το σημείωμα κάποιου απαγωγέα που ζητούσε λύτρα για την 92 χρονη μάνα μου, μας εξήγησε ότι το δωμάτιο που είχαμε προπληρώσει, είχε βλάβη στα υδραυλικά και τον κλιματισμό, κι ότι θα μέναμε 6 οικοδομικά τετράγωνα πιο μακριά στο σπίτι του Μιγκέλ -ενός ξαδέλφου της- ο οποίος κι έκανε την εμφάνισή του εκείνη τη στιγμή μαζί μ’ έναν φίλο του. Μετά από 14 ώρες ταξίδι και βλέποντας τη σύντροφό μου έτοιμη να καταλήξει με έμφραγμα του μυοκαρδίου που μπροστά του οι πρόσφατες εκρήξεις του ηφαιστείου Φουέγκο θα μοιάζαν με λόξυγγα, πήρα την απόφαση ν΄ακολουθήσω τον »ξάδελφο». Το μέλλον της πρώτης διανυκτέρευσης στην Κούβα ήδη διαγραφόταν θολό σαν μπουγαδόνερο…
.
Μετά το 3ο οικοδομικό τετράγωνο περπατώντας νότια, το σκηνικό ήταν βγαλμένο από τις σελίδες της «βρώμικης τριλογίας της Αβάνας» του Γκουτιέρες. Κάπου στο τέρμα της Aguacate, ανεβήκαμε 3 ορόφους από ένα στενό κλιμακοστάσιο που θύμιζε πυργίσκο υποβρυχίου του 2ου Παγκοσμίου, για να καταλήξουμε σ΄ ένα μικρό τυφλό δωμάτιο, χωρίς κουφώματα κι αερισμό. Αναγνωρίζοντας ότι και η σύντροφός μου στάθηκε αρκετά γενναία για να μην εγκαταλείψει ουρλιάζοντας το δωμάτιο, αποφασίσαμε να συμβιβαστούμε φέρνοντας και πάλι στο νου έναν προβληματισμό από μια αράδα της Βρώμικης Τριλογίας: «Για να ζήσεις με εσωτερική γαλήνη πρέπει να είσαι ηλίθιος. Ή όχι?» Άλλωστε η πλοκή του βιβλίου σου δείχνει πως πρέπει να ζεις σ’ αυτή την πλέον μυθική χώρα. Ο ήρωας έχει μάθει να μην έχει την παραμικρή απαίτηση από αυτή τη ζωή… Να περιμένει το σούρουπο για να κοιτάξει τις δυο όψεις της πόλης (παλαιά – σύγχρονη), να αναπνεύσει την αρμύρα των παλιών σπιτιών, να κατεβάσει ρούμι όπως άλλοι πίνουμε νερό και να σκεφτεί με διαύγεια, πετώντας μακριά από τον εαυτό του, παρατηρώντας τον από μακριά. Η φωνή του Μιγκέλ διέκοψε τους συνειρμούς μου στις ιστορίες του Γκουτιέρες, ζητώντας μου τα διαβατήρια, ενώ η σύζυγός του, μια μελαμψή Κουβανέζα με γαμψή μύτη αρπακτικού, που δεν διορθώνονταν ούτε με ψυχρή σύντηξη, με ρωτούσε άμα θα παίρναμε πρωινό την επόμενη μέρα, με το επιπλέον ευτελές (για τους Κουβανούς?) ποσό των 10 δολαρίων. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι η «ξαδέλφη» του συζύγου της είχε συμφωνήσει στην τιμή του δωματίου και το πρωινό αλλά τυφλωμένη στο κυνήγι του δεκαδόλαρου, αδυνατούσε να επεξεργαστεί οποιαδήποτε πληροφορία υπερέβαινε σε πολυπλοκότητα ένα διαφημιστικό καθαριστικού πιάτων… «Πέστε και στη σύζυγο να έρθει να υπογράψει» συμπλήρωσε ο Μιγκέλ, ενώ του εξηγούσα ότι δεν είμαι παντρεμένος αλλά και ούτε θα το ξανασκεφτόμουνα …τουλάχιστον μέχρι να σημειωθεί κάποιο τεράστιο τεχνολογικό άλμα στη ρομποτική…
.
20 λεπτά αργότερα… Παλιά Αβάνα. Υπέροχα κτίρια, γεμάτα μπαρ-ρεστοράν με λάτιν μπάντες και μαγαζιά να πουλούν φιγούρες του Τσε κι επανάσταση με το τσουβάλι… Ετερόκλητο τουριστικό σερσελέμι, με γκλάμορους παρέες σε ροζ convertibles των ’50ς να αυτοφωτογραφίζονται (πιθανολογώ) αναφωνώντας «είμαστε ένα έργο τέχνης!», γκρουπ Κινέζων να μαθαίνουν ομαδικά ρούμπες, τσα-τσά και σάλσα καθώς και back packers σε mood τρυφερότητας κι αιθέριας επαναστατικότητας, σε badget απέριττα μαγαζιά πάντα συνοδεία κάποιου λάτιν τρίο ή κουαρτέτου… Διακριτικές jineteras και jineteros σε εγρήγορση, παραιτημένοι ένοικοι στα σκαλοπάτια των χαμόσπιτων, ηλικιωμένοι που φοράνε τα καλά τους ρούχα …αναπολητές περασμένων μεγαλείων. Γραφικοί δρόμοι, επαναστατικά γκράφιτι, εμπνευσμένα συνθήματα να χαρακώνουν το μυαλό. Όμως η λέξη «εκλογές» να φαντάζει πιό σπανιοφανής κι απ’ τον ροζ ιπποπόταμο της Κένυα! Η βραδιά πέρασε αποτίοντας φόρο τιμής στην τοπική παραγωγή rum Santero υπό μορφή mojitos κατά ριπάς… Το σταματώ εδώ γιατί με την Αβάνα ανοίγεται ένας ωκεανός γραφής…
.
3 μέρες αργότερα… Κόντρα στα αυτοδοξαστικά μοτοσυκλετικά κλισέ που εκτοξεύονται σαν θρησκευτικά μηνύματα από μεντρεσέ του Κανταχάρ …περί της μοναδικής απόλαυσης που προσφέρει η μοτοσυκλέτα στα ταξίδια, οδηγώντας μια Ford sedan του ’53 και μια Chevrolet Impala του ’58, γυρίσαμε τη μισή Κούβα, σ’ ένα υπέροχο ταξίδι, με μοναδικά μέρη και μοναδικούς αυθεντικούς ανθρώπους… Off the beaten track! Πιστός πάντα στην τέχνη της ατέλειας και του διαρκούς σφάλματος …