Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

  • Βόλτα στο ιστολογοφόρο με μουσική του Μάουρο Τζουλιάνι

  • Περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα "Κύλικες και Δόρατα": Κλικ στην εικόνα

  • Δημοφιλή άρθρα και σελίδες

  • Οι καιροί που αλλάζουν...

  • Κυκλοφόρησε:

  • Εκδότης: Ι. Σιδέρης ISBN: 978-960-08-0850-6 Σελίδες: 646 Σχήμα: 17×24 Συγγραφέας: Β. Νόττας

  • *

  • ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΦΙΛΩΝ

  • LIBRI RECENTI DI AMICI

  • Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.

  • * Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.

  • * Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ .

  • * ¨Απριλίου ξανθίσματα¨. Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.

  • Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά στη μνήμη. Ήταν το παρελθόν που σαν αδέσποτο σκυλί είχε επιτεθεί στο είναι του. Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν κοκκίνισαν τις εικόνες. *** Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨

  • *** Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Αιφνίδια και διαρκή¨

  • Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****

  • Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

  • ***** Γραφει ο Gianfranco Bettin

  • ***** Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος

  • Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές εσύ τι θα γράψεις ; μου αντέτεινε η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης. Κι εγώ την αποκεφάλισα.

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι] Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή να γίνω τέλειος. Έτσι μίσησα την τελειότητα κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών. Έχω λοιπόν πολλά να κάνω αναζητώντας μέσα από ελλείψεις τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους με την σιγουριά του αλάθητου. Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι. *****

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.

  • Σχόλια

    suriforshee1988's avatarsuriforshee1988 στη Οι κορασίδες και οι παραχ…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Οι χαρταετοί θα επιστρέψουν κα…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Σκηνές από τη δεκαετία του…
    Jude's avatarJude στη Ευτυχισμένους έρωτες δεν …
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Ποιητικές παραβολές ή  Ο…
  • Βιβλία και άλλα κείμενα

    Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα

  • Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου

  • ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Κοινωνική και Οικιστική εξέλιξη: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.- Συγγραφείς: Βασίλης Νόττας, Πάνος Σταθακόπουλος. Δήμος Κρύας Βρύσης Εκδόσεις Δεδούση. Σελίδες: 154 Θεσσαλονίκη 1998.

  • Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα

  • Α΄Έκδοση Εκδότης ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ Θέμα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας (Ανώνυμος Ένας)

  • Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨

  • Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.

  • ¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.

  • Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου

  • *
  • Συγγραφικά φίλων

    Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)

  • Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)

  • Κάποιες απόψεις και άρθρα…

    Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα

  • …και ένα θεατρικό κείμενο: Ο Λυσίστρατος

    Παρωδία σε επτά σκηνές (κλικ στην εικόνα)

  • Περιπέτειες καρδιάς

    Για τα σχετικά κείμενα, κλικ στην εικόνα

  • Περιπέτειες συγγραφής

    Σημειώσεις για την ερασιτεχνική συγγραφή

Posts Tagged ‘Χιούμορ’

Όπου στην Πνύκα αρχίζει η συνέλευση (Λυσίστρατος – σκηνή έκτη)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Μαρτίου, 2012

Σκηνή Έκτη

[κάτω από την Ακρόπολη, έξω από το σπίτι του Κλεόβουλου] 

Συνοδευτική μουσική: D. Scarlatti – Fandango in modo dorico

Αφηγητής

Αφού πήρατε μια ιδέα, τι συμβαίνει εκεί πάνω,

στα ανάκτορα του Δία, που απόλυτη έχουν θέα

στων ανθρώπων τα τοπία,

στην Αθήνα ας πάμε πάλι, για να δούμε τι θα γίνει,

τώρα που θα μάθουν όλοι, η αποστολή πως πήγε

και τι βγάλαν τούτοι οι δύο από το μακρύ ταξίδι

στης Βοιωτίας το μαντείο.

Τώρα, που θα μαζευτούνε, κει, στο ίσιωμα της Πνύκας,

αποφάσεις για να πάρουν, όπως στις δημοκρατίες

είναι ταιριαστό και πρέπον:

με συζήτηση και κόντρες, φασαρίες και συγκρούσεις

έριδες, συμβιβασμούς, «χτύπησέ με, μα άκουσέ με»

που ’λεγε ο Θεμιστοκλής,

κι άλλα τέτοια λαϊκά, μα και δημοκρατικά.

 (Γιατί αυτός είναι ο δρόμος, για την εξουσία του Δήμου

Έστω κι αν θα ’ναι παρόντες, αρσενικοί μόνο πολίτες,

όπως ήταν τότε νόμος).

[γκονγκΦωνή σιδηροδρομικού σταθμού [από χωνί]: Ειδοποιούνται οι κυρίες και κύριοι θεατές ότι τώρα επί σκηνής θα τελεστεί μικροπαράβαση  -γκονγκ]

 Αφηγητής

Θαρρώ πως έφτασε η ώρα

-και δείξτε συγκατάβαση –

για μια μικροπαράβαση.

Όπως έκαναν οι αρχαίοι, που όταν τους τη βάραγε,

εγκατέλειπαν το νήμα, της πλοκής που αφηγούνταν

-κι όλα τα παραπανίσια –

και με το κοινό μιλούσαν, απ’ ευθείας και στα ίσια:

Εδώ που τα λέμε, τώρα,

-απροπό και μεταξύ μας –

τα ’χουμε ανακατέψει στην αφήγηση ετούτη,

λιγουλάκι, μια ιδέα, τα αρχαία με τα νέα.

Αλλά, τι τα θέλεις φίλε, οι καιροί τι κι αν αλλάζουν

κι αν αλλάζει η ιστορία;

Μία είναι η ουσία :

των θνητών τα πάθη, οι πόθοι, οι βαθιοί κι αληθινοί

δεν αλλάζουνε ταχέως, όπως οι τεχνολογίες

κι οι εφήμερες οι μόδες,

αλλά πάνε μπρος και πίσω, μέσα σε αργή πορεία.

Κι έτσι βάσανα κι πάθη των ηρώων των αρχαίων,

επικά ή ελεεινά, όταν είναι εκ βαθέων,

ενδιαφέρουνε ακόμη, σαν να είναι σημερινά!

Κι ενώ νομίζετε εσείς ότι μπροστά  πηγαίνετε,

κι ορκίζεστε στην Πρόοδο και στην αέναη αλλαγή,

με του Ηρακλή τα βάσανα

(Μα και του Οδυσσέα, του Μάκβεθ, του Οιδίποδα,

του ωραίου Δον Κιχώτη),

ακόμα ασχολείστε και με αυτά παθιάζεστε.

Γιατί μπορεί να είστε, θνητοί τετελεσμένοι,

όμως με πάθη αιώνια, είστε συνυφασμένοι,

όπως κι εγώ εξ άλλου!

Χα!

[γκονγκ

Φωνή: Τέλος της παραβάσεως –τις ζώνες ξεμπλοκάρετε -γυρίζουμε στο θέμα μας γκονγκ] 

Αφηγητής

Πού ήμουνα; Τι έλεγα; Α, ναι!

 Και να που τώρα φτάσαμε στη μέρα την επόμενη

-από το πισωγύρισμα  των δύο απεσταλμένων

(που ’γινε μεσ’ τη νύχτα).

Και όπως έλεγα και πριν, απ’ το πρωί, πολύ νωρίς,

όλοι εκεί στο πλάτωμα,  πιο κάτω απ’ τα Προπύλαια

μαζεύτηκαν και πάλι. 

Κι όλοι θέλουν ν’ ακούσουνε τι είπε ο Τειρεσίας

κι αν της θυσίας οι καπνοί καινούργια δείξανε τροπή.

Όμως, ας τους αφήσουμε, εκεί πάνω να συμπλέκονται,

να συζητούν, να αρπάζονται και να μην συμμαζεύονται

κι ας πάμε εδώ πιο κάτω, στο σπίτι του Κλεόβουλου,

όπου  ο συνοδοιπόρος, του τελευταίου ταξιδιού

τώρα φιλοξενείται.

 Γιατί…

…Μ’ όλα όσα συνέβησαν  στην πόλη αυτήν τη μέρα,

τον φίλο τον περιηγητή,  ο Στράτος και ο Βούλης,

λίγο παραμελήσανε.

Και μια που οι ξένοι δεν μπορούν στην Πνύκα να παρίστανται

μόνο του τον αφήσανε.

Καθώς όμως βραδιάζει…

Βραδιάζει;

Ναι βραδιάζει!

Ποιητική αδεία!.  Tη μέρα την εφάγαμε

για να τ’ αφηγηθούμε, όλα μαζί όσα έγιναν

-κι αυτό το κόλπο είναι παλιό και καταχωρημένο,

τη δράση ξεμπλοκάρει και τις σκηνές τις δύσκολες, 

με πλήθη και με σκηνικά, εύκολα σκαπουλάρει-

Ας είναι!

[επαναλαμβάνει]

Όμως καθώς βραδιάζει,

κι ο ήλιος έριξε βουτιά,  πίσω απ’ το Φαληράκι,

να που ο Κλεόβουλος γυρνά, πίσω στο σπιτικό του.

 Κλεόβουλος

Ώ φίλε οδοιπόρε,

συγγνώμη που σ’ αφήσαμε μονάχο όλη μέρα.

 Οδοιπόρος

Μη νοιάζεσαι δικέ μου.

Το ήξερα, μου το ’πατε, πως πρέπει στη συνέλευση

αναφορά να δώσετε.

Τώρα μονάχα πες μου: Πώς ’πήγανε τα πράγματα;

 Κλεόβουλος

Θα σου τα πω, θα σου τα πω.

Έτσι, αν τυχόν συμπέσει κι ανάλογα προβλήματα

παρουσιαστούν στον τόπο σου, να έχεις μια ιδέα

εδώ τι μέτρα πήραμε (αν τελικά τα πάρουμε)

για να αντιμετωπίσουμε τα γυναικεία καμώματα.

 Οδοιπόρος

Για πες λοιπόν τι έγινε;

Κλεόβουλος

Θα σου τ’ αρχίσω απ’ την αρχή:

Μεγάλη κοσμοσυρροή! Απ’ όλη την Αθήνα!

Ως κι απ’ την Ελευσίνα, το Λαύριο, κι άλλες μεριές

μαζεύτηκαν πολίτες.

Οι φαλοψάχτες στήθηκαν

στην είσοδο,

στο έμπα της πλατείας.

Χούφτωναν κι αποφαίνονταν αν είναι όλοι άντρες

εκείνοι που προσέρχονταν, γιατί πολλά παθήματα

τραβήξαμε στο παρελθόν  -μας γίνηκαν μαθήματα-

και Πραξαγόρες άλλες, στ’ αλήθεια δεν γουστάρουμε

να μπαίνουνε στη ζούλα κι όλα να τα’ ανατρέπουνε

στην εκκλησία του Δήμου.

Μετά το λόγο δώσανε, πρώτα σε εμάς τους δύο,

που όλα τ’ αφηγηθήκαμε.

Και τέλος, αναγνώσαμε του Τειρεσία το χρησμό

που έδωσε η Τειρεζίνα. 

Οδοιπόρος

Και τελικά τι έγραφε;

Ποια είναι η οδηγία, που στην Αθήνα θα ’φερνε 

πάλι την ευτυχία;

Κλεόβουλος

Δεν είναι πλέον μυστικό. Τον είπαμε δημόσια

Μπορώ και σένα να τον πω, του Τειρεσία τον χρησμό

Τον θες με λόγια λό-γι-α

και εξεζητημένα;

Άκου τον:

«Κομίζειν ουκ έτι ούσαν»

Στη λαϊκή τη γλώσσα, ο Τειρεσίας παράγγειλε:

«Φέρτε αυτή που ειν’ άφαντη, που πλέον δεν υπάρχει.

Κι έτσι θα ευτυχίσετε!»

Κι όπως καταλαβαίνεις,

κανένας δεν κατάλαβε, ποια είν’ ακριβώς ετούτη

και πού θε να την ψάξουμε, και πού θε να τη βρούμε

και πώς θα μας βοηθήσει…

Αφού,

το μόνο που διευκρίνισε, του Τειρεσία   ο χρησμός,

είναι πως η λεγάμενη και η αναζητούμενη

μπορεί και να υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει!

 Οδοιπόρος

Χ α χά! Χα χά! Μα τι μου λες!;

Κλεόβουλος

Να μη γελάς.

Μ’ αυτό το χούι που ’χουνε, οι μάντισσες κι οι μάντεις,

-να μας τα λένε δύσκολα –

απένταροι θα  μείνουνε και δίχως πελατεία

(και απορώ πως τούτο δα / μόνοι τους δε μαντέψανε).

 Οδοιπόρος

Για λέγε παρακάτω…

Κλεόβουλος

Ας είναι…

Αφού οι συμπολίτες μου, είδανε πως με το χρησμό

απόφαση δεν βγαίνει, άρχισαν να προτείνουνε

καθένας άλλη λύση.

Άλλοι είπαν να γυρίσουμε  πίσω στο ζοριλίκι

και ο πάτερ ο φαμίλιας, να ’ναι ξανά ο αφέντης.

Όμως αυτό δεν πάει πια, γιατί κι εμείς αλλάξαμε

όπως κι η κοινωνία

Κι έπειτα…

Όλες αυτές οι ευθύνες, στους ώμους μας που φέρναμε

όταν το παίζαμε αρχηγοί,  αφέντες και σατράπες…

Τώρα μας φαίνονται βαριές.

 Οδοιπόρος

Και ύστερα; Τι έγινε;

 Κλεόβουλος

Μετά βγήκε ο Κλεάνθης, ο ταρακουνημένος

κι είπε ότι τα φύλα πια,  μας έχουν ξεπεράσει.

Διότι άνδρες και γυναίκες, είναι φαινόμενα του Τότε!

Τώρα έχει νέα φύλα: τρίτο, τέταρτο και πέμπτο

έκτο, έβδομο και βάλε…

(Κι ο χορός καλά κρατεί)

Που φυτρώνουν και ξεπέφτουν, όπως όλοι οι συρμοί.

Οδοιπόρος

Και τι έγινε στο τέλος,  με το λόγο του Κλεάνθη

πού είναι και πολύ προχώ;

 Κλεόβουλος

Τον σφυρίξανε λιγάκι, για να σου τα λέω όλα,

και γυρίσανε και πάλι στην παλιά καλή διχόνοια!

Οδοιπόρος

Ξανά άνδρες ή γυναίκες…;

Κλεόβουλος

Άλλοι πάλι προτείνανε, ξανά να δοκιμάσουμε

με εκείνο που οι γυναίκες, παλιά μας απειλούσανε…

 Οδοιπόρος

Δηλαδή;

Κλεόβουλος

Την απεργία στον έρωτα. Το όχι στο κρεβάτι,

Αλλά αντιστραμμένο: οι απεργοί θα ’μαστε εμείς

 Οδοιπόρος

Ποιος το ’πε; Πώς το είπε;

Κλεόβουλος

Εγώ ξέρω, πως ο Στράτος αγαπάει την Κινησία,

μα θαρρώ αυτός το είπε.

Και αμέσως ήταν κι άλλοι,  που για να υποστηρίξουν

του έρωτα την απεργία, πήρανε τον λόγο κι είπαν :

[χορός ανδρών που έχει σιγά σιγά μαζευτεί πίσω από τους συνομιλητές:]

Άμα είναι οι γυναίκες  να το παίζουν τσαμπουκάδες

και να θες να τις πηδήσεις, είναι δύσκολο πολύ!

Εκτός κι αν είσαι φύσει θύμα, με τον βούρδουλα αν την βρίσκεις

και τον πόνο τον γουστάρεις.

[ένας:]

Αλλιώς ένα θα μου μείνει

Κλεόβουλος

-λέει ένας ακολούθως –

[ένας]

Μα την πίστη μου τον κόβω  και στην τράπεζα τον βάνω

Μπας και ξαναχρειαστεί, αν αλλάξουν οι καιροί!

Κλεόβουλος

Κι ύστερα όλοι μαζί, βάλθηκαν να ξεφωνίζουν:

[χορός:]

Τώρα δα κάνουμε τάμα, μα τον Δία τον μεγάλο

να τον κόψουμε τελείως, γιατί πια δε πάει άλλο

και με μάρτυρα τον Δία:  Απεργία! Απεργία!

Απεργία στο κρεβάτι  μέχρι να τους βγει το μάτι!

Γιατί άμα να πηδήξω,  πρέπει έναν βεληγκέκα

(άντε κι έναν καρατέκα –με βυζιά), είναι μαράζι!

τότε στρίβω προς αλλού,  και πηδάω τη φτερού

πού ’χει κούνημα και νάζι.

Από την Παναγιώταινα

τη ζόρικη την γκόμενα

καλύτερα ολότελα

Ολότελα, ολότελα

Κλεόβουλος

Εφωνάζανε με πάθος  από το κοινό καμπόσοι

 Οδοιπόρος

Όλα αυτά,  αν και στο βάθος, τις γυναίκες αγαπούν

είπες, αν δεν κάνω λάθος;

Κλεόβουλος

Έτσι είναι οδοιπόρε,  και εάν όλα όσα είπε

το παράξενο δαιμόνιο, ο τρελός ο Παπαράσιος,

κι εμείς όντας καυλωμένοι, τα νομίζαμε παπάρες

άρες μάρες κουκουνάρες

είναι αλήθειες…

Μα τον Δία!

Τότε άλλο ειν’ το παιχνίδι, που μας θέλει χωρισμένους

Χώρια νέοι, χώρια γέροι

Χώρια απ’τις γυναίκες οι άντρες

Κι είμαστε όλοι κυκλωμένοι, από του Παρά τα κόλπα,

του Ερμή την πανουργία 

 Οδοιπόρος

Και στο τέλος τι συνέβη;

Κλεόβουλος

Προς το τέλος ήταν χάος. Φασαρία  και αγωνία!

Ο Λυσίστρατος σαν είδε, πως το πράγμα αγριεύει

είπε: πριν την απεργία, τις γυναίκες να καλέσουν

τελευταία ευκαιρία, να τους δώσουμε άλλη μία.

Έτσι στείλαμε μαντάτο  και το απογευματάκι

καταφτάσαν οι γυναίκες.

Κι έγινε το έλα να δεις!

Ήτανε κι αυτές σε ομάδες  χωρισμένες –άλλα αντ’ άλλων

Διαφορετικές παρέες: 

Άλλες πιο φανατισμένες, άλλες πιο διαλλακτικές,

μα αποτέλεσμα κανένα…

Κι οι θεοί αν δεν βάλουν χέρι…

Μα για κοίτα, να κι ο Στράτος

Καταφτάνει. Να κι οι άλλοι.

Φαίνεται πως τη διαλύσαν την συνέλευση εκεί πάνω

(πλησιάζουν ο Λυσίστρατος κι η Κινησία )

 Λυσίστρατος

Γεια χαρά σου οδοιπόρε

Θα τα έμαθες τα νέα.

Οι χρησμοί δεν εφτουρήσαν κι είμαστε στο ίδιο πάντα,

το σημείο.

 Οδοιπόρος

Μην το λες, ω φίλε Στράτο. 

Μόνο πες μου, το κορίτσι, που κρατάς από το χέρι,

σαν τι λέει για όλα ετούτα;

 Κινησία

Κι εγώ είμαι λυπημένη. Οι καιροί είναι μπερδεμένοι.

Χειραφέτηση ζητήσαν, οι γυναίκες και την παίρνουν

κι όλοι πρέπει να ’ναι ίσοι.

Όμως όλα αυτά αξίζουν, μοναχά αν αγαπημένοι

ενωμένοι, ερωτευμένοι, θα τραβήξουμε το δρόμο

Κι όχι

ο καθένας μοναχός του κι ο καθείς κατά των πάντων

όπως πάει να γίνει τώρα.

Οδοιπόρος

Κι ο Λυσίστρατος τι λέει

 Λυσίστρατος

Ναι, βεβαίως συμφωνώ. Κι αν ο ρόλος μου  τελειώνει

όπως βλέπω, κάπου εδώ,

το διαισθάνομαι το ξέρω, πως υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι,

για να βρούμε την ειρήνη στις καρδιές και στις ψυχές μας,

κι αν το θέλει η ειμαρμένη,

ύστερα, σε άλλους στόχους, πιο σημαντικούς κι ωραίους,

να στραφούμε ενωμένοι.

Οδοιπόρος

Θα σας πώ ότι με πείσατε…

Και ήρθε η ώρα να μιλήσω και να σας ανακοινώσω:

Ξέρω του χρησμού τη λύση

-που από μόνη της δεν φτάνει-

μα έχω κι άλλα να προτείνω.

Όμως πριν ανοίξω στόμα, την εισαγωγή ας κάνει

ο εκπρόσωπος της μοίρας, αλλά και του συγγραφέα

η φωνή: ο αφηγητής.

 Αφηγητής

Να λοιπόν που ο οδοιπόρος ξαφνικά αλλάζει χρώμα

Παίρνει να φεγγοβολάει…

Να υψώνει, να φουσκώνει, σα θεριό να μεγαλώνει…

[ο οδοιπόρος φοράει ψηλά υποδήματα και ανεβαίνει σε ένα αυτοσχέδιο βάθρο – η φωνή του από ηχείο, την δοκιμάζει με ¨ένα¨, ¨δύο¨ ¨γκούχου¨]

Κι η φωνή του πια δε μοιάζει, με εκείνη που ’χε πρώτα

Αλλά είναι βροντερή!

Γιατί σε αυτήν τη φάση  της αρχαίας παρωδίας

έχουμε ανατροπή:

Άνευ μηχανής θεό!

Που για να υπάρξει λύση, πρέπει πρώτα να μιλήσει

κι ύστερα τάξη να βάλει, με τις υπερφυσικές δυνάμεις

που μονάχα αυτός κατέχει.

Και θνητός να μην τολμήσει, δαχτυλάκι να κουνήσει

κόντρα στου Θεού τη χάρη!

Κι όπως έχει καταλάβει,  κάθε ξύπνιος θεατής,

ο οδοιπόρος δεν είν’ άλλος, παρά μόνο αυτοπροσώπως

ο μεγάλος Αρχηγός, των θεών και των ανθρώπων

Των απάντων βασιλέας,

που ως μέγας προβολέας, είπε να ’ρθει και να ρίξει

φως στις σκοτεινές πτυχές, πού έστησε ο γιος της Μαίας

ο Ερμής ο πονηρός.

Κι αφού άκουσε και είδε, πως εισπράττουν οι ανθρώποι,

των θεών τους τα καπρίτσια,

τώρα θα αποκαλυφτεί!

Για να δούμε: θα μπορέσει, πλήρως το θεό να παίξει;

Ή οι μοίρες έχουν πάρει αποφάσεις ολικές

που μονάχα αυτές γεννάνε, 

και μαζί θεούς κι ανθρώπους  προς το άγνωστο τραβάνε;!

[Εμφαντική μουσική και χαμηλά έως σβηστά φώτα, καθώς ο οδοιπόρος μεταμορφώνεται στο Δία]

(τέλος έκτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Είδα ένα βασιλιά! (Ho visto un re!)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Μαρτίου, 2012

Παρατηρήσεις πάνω στο λάιφ στάιλ και τα βάσανα των εκάστοτε ισχυρών (VIPs) τραγουδισμένες από ένα χορό αγροτών, όπως τις κατέγραψε ο Ντάριο Φο και τις τραγούδησε ο Έντζο Γιαννάτσι. Εδώ και μία χειροποίητη απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα.

 

 ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΙΑ!

 

-Καλά… αϊντέ… καλά…

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Είδα ’να βασιλιά

-Τι είδες είπες;

-Ένα βασιλιά!

Καλά, αϊντέ, καλά…

– Ήταν καβάλα

 στη σέλα πάνω,

 κι έριχνε κι ένα κλάμα…

που μέχρι τ’ άλογό  του…

Ήτανε τι;

Ήταν καταμουσκεμένο!

-Α τον καημένο!

– Καημένο και το ζώο!

-Καλά… αϊντέ… καλά… 

-Φταίει ο Αυτοκράτωρ, που πίσω του είχε πάρει

Ένα καστέλο

-Α το τομάρι!

– Όμως του μέ-νου-ν τριά-ντα δυο!

-Α τον  καημένο!

– Καημένο και το πουλάρι…

-Καλά… αϊντέ… καλά…

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Είδα ’να ’Πισκ…

-Τι είδες είπες;

-Είδα να ’Πίσκοπο.

-Καλά… άιντέ… καλά…

-Κι αυτός, κι αυτός  επίσης, έριχνε μαύρο κλάμα

κι ως και το χέρι, εδάγκωνε με άχτι

-Το χερ’ ποιανού;

-Το χερ’ του καντηλανάφτη!

-Καημένε ’Πίσ-κοπέ…

-Καημένος και ο ’ανάφτης

-Καλά… αϊντέ… καλά…

 

 -Φταίει ο Καρδινάλιος, που του είχε βουτήξει:

’να μοναστήρι

-Του κακομοίρη!

– Όμως του μέ-νουν τριάντα δυο…

-Καημένος  Πίσκ-οπός

-Καημένος κι ο ’ανάφτης

-Καλά… άϊντέ… καλά…

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Ειίδα ένα πλούς…

-Τι είδες είπ’ς;

-Είδα ένα πλούσιο, έναν λεφτά…

-Καλά.., άιντέ… καλά…

-Ο κακομοίρης, μαύρο δάκρυ,

Έριχνε στάλα στάλα…

Μες τη μπουκάλα

-Μες το κρασί τ’;

– …και το ξενέρωνε  στα γερά.

-Φτωχέ λεφτά!

-Φτωχό και το κρασί του!

-Καλά,.. άιντέ… καλά…

 

– Ο Βασιλιάς, ο ’Πισκοπος, ο Αυτοκράτωρ,

Τον μισοκαταστρέψαν

Τρία σπίτια του κλέψαν.

Μαζί τον αχυρώνα

Όμως του μείναν  τριάντα δυο.

-Φτωχέ λεφτά!

-Φτωχό και το κρασί του!

-Καλά,.. άιντέ… καλά… 

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Είδα ένα χωριάτη

-Τι είδες είπς;

-Έναν χωρικό

-Καλά,.. άιντέ… καλά…

-Ο ’Πίσκοπος, ο Βασιλιάς, ο Πλούσιος,

ο Αυτοκράτωρ

Ως και ο Καρδινάλιος,

τον μισοκαταστρέψαν!

Με μια χεριά του κλέψαν:

Το σπίτι

Τον αχερώνα

Την αγελάδα

Το κλαρίνο

Το τάβλι

Το τρανζιστοράκι

Τους δίσκους με τα τσάμικα

Τη γυναίκα τ’…

-Τι άλλου;

-Το γιο του στους φαντάρους

Του σφάξαν και τους χοίρους

-Φτωχά γουρούνια!

-Φτωχός κι ο ζωντοχήρους

-Καλά,.. άιντέ… καλά…

 

-Μα εκείνος όχι, 

Όχι, δεν έκλαιγε καθόλου. 

Αντίθετα χασκογελούσε: Χα χα χα

 

-Τρελάθ’κε;

 

-Όχι.

 

Η αλήθεια είναι

 πως εμείς οι χωριάτες…

 

– Εμείς οι χωριάτες…

 

Να μαστε πρέπει πάντα κεφάτοι

Γιατί οι κλάψες μας τους ενοχλούν

Χούι το έχουν οι πρωτοκλασάτοι:

Στις στεναχώριες να μελαγχολούν

 

Κεφάτοι πάντοτε οι κερατάδες

Οι στεναχώριες μας τους ενοχλούν

Γιατί οι πλούσιοι κι οι βασιλιάδες

Πάντα στις κλάψες μας μελαγχολούν

 

 Σε ήχο: Οι στίχοι του Ντάριο Φο από τον Έντζο Γιαννάτσι

Εδώ γύρω από ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μπαρμπέρα στη μέση, τραγουδάνε παρέα οι Ντάριο Φο, Αντριάνο Τσελεντάνο, Τζόρτζιο Γκάμπερ, Αλμπανέζε, ενώ τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο Γιαννάτσι.

  Εδώ η ανάγνωση της απόπειρας για μια απόδοση στα Ελληνικά 

  

Ho visto un re 

 

-Dai dai, conta su…ah be, sì be….
– Ho visto un re.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un re!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Un re che piangeva

 seduto sulla sella
piangeva tante lacrime,

 ma tante che
bagnava anche il cavallo!
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– è l’imperatore che gli ha portato via
un bel castello…
– Ohi che baloss!
– …di trentadue che lui ne ha.
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; sì, beh.

– Ho visto un vesc…
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un vescovo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Anche lui, lui, piangeva, faceva
un gran baccano, mordeva anche una mano.
– La mano di chi?
– La mano del sacrestano!
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– e‘ il cardinale che gli ha portato via
un’abbazia…
– Oh poer crist!
– …di trentadue che lui ce ne ha.
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.

– Ho visto un ric…
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un ricco! Un sciur!
– S’…Ah, beh; si‘, beh.
– Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go, ed ogni goccia andava…
– Deren’t al vin?
– Si‘, che tutto l’annacquava!
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, l’imperatore
l’han mezzo rovinato
gli han portato via
tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce ne ha.
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.

– Ho vist un villan.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Un contadino!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore,
persino il cardinale, l’han mezzo rovinato
gli han portato via:
la casa
il cascinale
la mucca
il violino
la scatola di kaki
la radio a transistor
i dischi di Little Tony
la moglie!
– E po‘, cus’e‘?
– Un figlio militare
gli hanno ammazzato anche il maiale…
– Pover purscel!
– Nel senso del maiale…
– Ah, beh; si‘, beh.

– Ma lui no, lui non piangeva, anzi: ridacchiava!
Ah! Ah! Ah!
– Ma sa l’e‘, matt?
– No!
– Il fatto e‘ che noi villan…

Noi villan…

E sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam,
e sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam!

Posted in Έντσο Γιαννάτσι, Ντάριο Φο και άλλοι στα ελληνικά, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 2 Σχόλια »

Όπου οι θεοί συνεδριάζουν εκτάκτως (η πέμπτη σκηνή του Λυσίστρατου)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Μαρτίου, 2012

Σκηνή Πέμπτη 

[Στον Όλυμπο, στα ¨γραφεία¨ του Δία]

Μουσικούλα (Ντανιέλε Σέπε)

 

Αφηγητής

Μα πρέπει εδώ να κάνουμε, αστραπιαίως όπισθεν

(¨Φλάς μπακ¨ που λέν’ κι οι βάρβαροι, στης  Αλβιώνας το νησί).

Γιατί, αφού ξεκίνησαν, οι δύο Αθηναίοι,

να πάν’ πίσω στον τόπο τους, είχαμε εξελίξεις

κι εκεί, ψηλά,

στου Όλυμπου τα θεϊκά παλάτια.

Διότι, απ’ ό,τι φαίνεται, των Ολυμπίων ο αρχηγός

άρχισε να ψυλλιάζεται:

Κάτι καλά δε πάει, κάτι δεν του κολλάει,

και η ευδαιμονία του άρχισε να χαλάει.

Δεν ξέρουμε αν άκουσε τι είπε ο Παπαράσιος…

ή πάλι από μόνος του αν συνειδη-το-ποίησε,

πως όλα παν να αλλάξουν

με τρόπο μη αναστρέψιμο…

Ότι κι ο ίδιος ρίσκαρε το θρόνο του να χάσει

αν δεν ενε-ργο-ποι-ηθεί, και αν δεν λάβει μέτρα…

Για αυτό και αποφάσισε να συγκαλέσει σύσκεψη

και μερικούς πιο έμπιστους, έστειλε να φωνάξουνε

[εμπιστευτικά στο κοινό]

Να λέμε την αλήθεια, Είναι όλοι συγγενείς του:

Τα αδέλφια του, η γιαγιά του, και ή Ήρα η γυναίκα του.

Αλλά κι οι άλλοι θα μου πεις, ίδιο δεν είναι σόι;

Χέστα.

Έχει πολύ νεποτισμό στον Όλυμπο απάνω!

Και έτσι νάτοι, όλοι εδώ στην αίθουσα του θρόνου

είναι συγκεντρωμένοι.

Δεν τους αναγνωρίζετε;

Η μαύρη αλήθεια είναι, ότι έχουνε τα χάλια τους

τον τελευταίο τον καιρό.

Μα εγώ θα σας βοηθήσω:

και θα σας λέω τ’ όνομα, όποιου τον λόγο παίρνει

Ιδού, η Γαία είναι αυτή, που πρώτη θα μιλήσει…

  Γαία

Ακόμη και οι δαίμονες, πλέον το καταλάβανε,

που πνεύματα κατώτερα είναι του μέσου όρου,

τι αρρώστια με  βρήκε!

Μ’ είδαν και με λυπήθηκαν, πως έχω καταντήσει

κι αν ως τα τώρα φώναζα κι όλο παραπονιόμουν,

κανένας δε με άκουγε, ούτε κι εσύ ω Δία!

Που με άλλα ασχολιόσουνα, κι ας είσαι εγγονός μου.

 Δίας

Καλά, ω γραία Γαία!

 Γαία

Γραία;!

Γραία να πεις τη μάνα σου!

Εγώ ήμουν ωραία! Ως τη στιγμή που άρχισαν

να με δηλητηριάζουν,

τα δέντρα να μου κόβουνε, τα δάση να μου καίνε,

στο όνομα της Ανάπτυξης, της Παραγωγικότητας,

του Εκσυγχρονισμού…

 Κατάρα!

Ποιοι είναι τούτοι;

Νέοι θεοί στην πιάτσα;

Και από πού ξεφύτρωσαν; Πότε ήρθανε; Από πού ήρθανε;

Που να με ψήσουν ζωντανή

πάνε

Και να με φάνε;

 Δίας

Μ’ όλο το σεβασμό, στ’ αλήθεια που σου πρέπει

ω Γαία (ας πούμε νέα)

ας δούμε την κατάσταση πιο ολοκληρωμένα

κι οι άλλοι ας μιλήσουνε

κι ας πούνε αν τα πράγματα, είναι όντως τόσο τραγικά,

ως άκουσα να λένε,

ή τα παραφουσκώνουνε, να με κατηγορήσουνε.

 Αφηγητής

Ετούτος που σηκώνεται, το λόγο για να πάρει

Είναι ο….

δεν είναι δυνατόν!

Κρατάει ψαροτούφεκο ο μέγας Ποσειδώνας;

 Ποσειδώνας

Μα βλέπεις: το πετάω, τ’ άτιμο ψαροτούφεκο

Και πια δε την πατάω.

Θέλω ξανά την τρίαινα,

αλλά την έχω χάσει.

Πυρηνικά απόβλητα την έχουνε σκεπάσει.

Κι άσε που με γλυκό νερό, από λιωμένους πάγους

έχουνε πλημμυρίσει απέραντους ωκεανούς

κι έφτασα στο σημείο, εγώ, θεός του υγρού στοιχείου

να τρέμω και να αναρριγώ, να βήχω να φτερνίζομαι

και ν’ ανεβάζω πυρετό!

Άργησα μα κατάλαβα, τα ψάρια μου ψοφάνε

κι εγώ έπαθα τυμπανισμό, φουσκώνουν τα νερά μου

και τη γριά τη Γαία μας, σπρώχνω όλο προς τα πίσω

 Γαία

Α να σου πω!

Γριά να πας να πεις κι εσύ, τη μάνα σου τη Ρέα.

Μα και την Αμφιτρίτη, την δόλια τη γυναίκα σου!

(στο Δία)

Κι ο Κρόνος μου παράγγειλε, πως αν δεν κάνεις κάτι

μονάχος του θα ξεθαφτεί και όλους θα μας καταπιεί

χωρίς να μας μασήσει!

Δίας  [στον Ποσειδώνα]

Ησύχασε αδέλφι.

[στη Γαία]

Και συ να μη πετάγεσαι,  ω γαία (τέως νέα).

[στην Ήρα]

Κι έλα εσύ γυναίκα,

επίσημα να μας τα πεις, κι όχι όπως σ’ αρέσει

(με κρεβατομουρμούρα).

 Αφηγητής

Αυτή εδώ που βλέπετε, είναι η Ήρα, η άνασσα.

Ήρα

Τη γλώσσα μου εγάτσιασα, καιρό να σου τα λέω

και να στα ξαναλέω…

Τα ήθη παν’ χαλάσανε!

Κι η δόλια η Εστία, που συντροφιά μου έκανε

στο σπιτικό το βίο,

που τα τσουκάλια στη φωτιά

 επέβλεπε ,

καθώς εγώ εφρόντιζα των σύζυγων το στρώμα,

και την κρεβατοκάμαρα…

Πάει έπεσε σε κώμα!

Ακόμη και η Άρτεμη, σαν είδε κι αποείδε

τα δάση πως τελειώνουνε, όπως και τ’ άγρια ζώα,

μπήκε σε μοναστήρι!

Η Δήμητρα μονάχα, ακόμα δεν κατάλαβε

αν τα μεταλλαγμένα, αξίζουν να ’χουνε Θεά,

για να τα προστατεύει,

ή θα ’τανε καλύτερα,

παρά να τα αποδεχτεί και τα καταχωρήσει,

να πάει να αυτοκτονήσει!

Η Αθηνά η καψερή,

με λίγους ορθολογιστές που έχουν απομείνει

κάνει κι αυτή ό, τι μπορεί.

Κι ας την κατηγορούνε ότι είν’ παλιομοδίτισσα 

κι όχι μεταμοντέρνα, ξεσκολισμένη αρκετά!

Κι η λάγνα η Αφροδίτη, στο πάνδημο το σπίτι

με τον παμπόνηρο Ερμή

τα βρήκε

κι είναι απασχολημένη, να σκαρώνει νέα ράτσα

γονίδια βάζοντας μαζί, λαγνείας και πονηράδας!

Δίας

Κι ο άλλος μου αδελφός; Ο Πλούτωνας τι λέει;

 Αφηγητής

Αυτός είναι ο Πλούτωνας.

Μη σας γελάει το όνομα, με τον επίγειο Πλούτο

σχέση καμιά δεν έχει.

Συνήθως ζει στου Άδη τα σκοτεινά τα σπήλαια.

Μυστικιστής λιγάκι;

Ναι!

Αλλά χαζός δεν είναι. Κάθε άλλο.

Αντίθετα,

από κάθε μακαρίτη, πληροφορίες παίρνει

και για τα πάντα όλα, είναι διαρκώς ενήμερος

 Πλούτων

 Κοίτα: Να δεις πως βλέπω τα πράγματα εγώ,

με το δικό μου μάτι.

Σε λίγο μετακόμιση θα γίνει απ’ το παλάτι

-Του Όλυμπου-

 Και όλοι σας θα ’ρθείτε, σε εμέ μουσαφιραίοι

Διότι…

Κοίτα να δεις, το βλέπω:

Του Ήφαιστου οι φάμπρικες δουλεύουν νύχτα μέρα

και ο κουτσός με έπαρση, νέες τεχνολογίες

όλο κι επεξεργάζεται, ολέθρου και θανάτου.

Κι εάν ο Άρης ευνουχίστηκε κι είν’ εξουδετερωμένος

πρόσκαιρα – ο καημένος-

τα δυο παιδιά του τ’ άμυαλα, ο Δείμος και ο Φόβος,

είναι ξαμολημένα.

Δέος και τρόμο σπέρνουνε, στα ακραία τα βασίλεια

με ζήλο υπερβάλλοντα

γιατί άμαθοι είναι μάγοι!

Κι αφού και ο Απόλλων, δεν αντιδρά,

αλλά βαράει τη λύρα του

σε συναυλίες μαζικές, αλλά κι από-χαυνω-τικές

Και σύ ω Δία τίποτα, δεν κάνεις ως τα τώρα…

Σε λίγο

κανείς δε θα υπάρχει  θυσία να προσφέρει

σε όλους εμάς

-μονάχα οι μακαρίτες, ίσως ψελλίζουν που και που

τα έρμα ονόματά μας.

Κι έτσι σε μένα τελικά, θε να κουβαληθείτε

όλοι σας!

Στα βάθη τα απύθμενα  των σκοτεινών Ταρτάρων

θεοί μα και ανθρώποι!

Γι αυτό

καινούργιες επεκτάσεις, πρέπει να κάνω σύντομα

νέα να χτίσω σπίτια, και πτέρυγες καινούργιες

όλοι μας να χωρέσουμε, στου Άδη το βασίλειο.

Γιατί εκεί κάτω, μόνο εγώ,

διευθύνω κι αρχηγεύω.

 Δίας

Μη γλείφεσαι ω Πλούτωνα, κι αρχηγιλίκια  θέλεις.

Ακόμη υπάρχει χρόνος.

Μπορεί οι υπηρεσίες μου, να ’χουν σκουριάσει λίγο

κι όλα να μην τα έμαθα, εγκαίρως κι όπως πρέπει,

πάντως μέτρα θα πάρω!

Θα μείνω δε θα φύγω!

Κι οι φονταμενταλιστές θεοί, που βγήκαν στην ανατολή

-αν αληθεύουν όσα, μου έλεγε ο άλλος

-ο θεομπαίχτης ο Ερμής-

που  όλο καραδοκούνε

και αποκλειστικότητα απ’ τους πιστούς ζητούνε,

πολύ θα περιμένουνε,

αιώνες των αιώνων,

προτού χέρι να βάλουνε στου Όλυμπου το θρόνο.

Τώρα!

Καμία συμβουλή έχετε να μου δώσετε;

Ω συνεργάτες μου πιστοί;

 Γαία

Εμένα άκουσε μικρέ:

Εκείνοι που αμφισβητούν τους φυσικούς τους νόμους

όσο κι αν είν’ παράδοξο, είναι οι άνθρωποι οι θνητοί

που όσο στραβοί κι αόμματοι

κι αν είναι,

θέλουν να επεμβαίνουνε

στης πλάσης την εξέλιξη

μαζί και στη δικιά μου

-ίσως να είναι ακριβώς, αυτή η στραβομάρα τους

στο βάθος η αιτία.

Γι αυτό και μα τον Δία (Μα, δηλαδή, εσένανε)

όλα τα ανακατεύουνε, δεν ξέρουν τι γυρεύουνε

και ανικανοποίητοι, στου παραδόπιστου Ερμή

τα χέρια όλο ξεπέφτουν.

 Ποσειδώνας

Καλά τα λέει η γραία.

 Γαία

Σκασμός !

[στο Δία]

Γι αυτό κατέβα στων θνητών, τον κόσμο τον επίγειο

ίχνη ελπίδας ψάξε.

Κι αν όλα δεν τελειώσανε, κι αν η απογοήτευση

δεν στέγνωσε όλες τις ψυχές, ένα σε συμβουλεύω:

Πάρε ένα ζευγάρι: αρσενικό και θηλυκό

-αιώνια αντίθεση-

(αυτό το κόλπο είναι παλιό, μα πάντοτε λειτούργησε)

Παρ’ τους και ένωσέ τους.

Και φτιάξε νέα σύνθεση

Μετά επένδυσε σ’ αυτούς

(«επένδυσε;»

τη γλώσσα μας πως χάλασε, ο Ερμής ο κατεργάρης

ο νεωτεριστής, ο φραγγοπουλημένος!)

Ας είναι: ενδιαφέρσου!

Μπορεί και να δουλέψει!

Μια νέα αρχή να γίνει, κι όλα να μπούνε τώρα

σ’ ένα σύμπαν παράλληλο, μα πιο ευτυχισμένο.

Δίας

Θα το σκεφτώ ω Γαία,

(που αν τα καταφέρουμε, θα γίνεις πάλι νέα

και δροσερή κι αφράτη…)

[σκέφτεται]

Ίσως και άλλη λύση μπορεί και να υπάρχει…

Για να μην ξαναρχίσουμε πάλι από το Άλφα,

άσε να δω…

Και τώρα φέρτε νέκταρ!

 Αφηγητής

Αυτά είπε ο Δίας.

Τι είπες;

Στον ύπνο μου τα είδα;

Λες;

Ό ,τι ο Δίας ξύπνησε, ενώ εγώ κοιμόμουν;

Θα δούμε!

Και όπως έλεγαν συχνά και οι παλιοί οι αριστεροί

-οι γνήσιοι – και όχι τα κοσμικά κακέκτυπα-

Ο χρόνος θ’ αποδείξει, ότι το δίκιο υπάρχει

κι ότι αργά ή γρήγορα, στον κόσμο θριαμβεύει.

[μικρή παύση]

Ακόμα κι αν θα χρειαστεί, σ’ άλλο σύμπαν να πάμε

παράλληλο, αλλιώτικο, και προπαντός καλύτερο!

(τέλος πέμπτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όπου ο Λυσίστρατος και ο Κλεόβουλος επιστρέφουν στην Αθήνα (Λυσίστρατος σκηνή τέταρτη)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Μαρτίου, 2012

Σκηνή τέταρτη

[στον δρόμο προς την Αθήνα, μια ελιά, πουλάκια που κελαηδούν,  ο ήχος από ένα ποταμάκι]

 

Αφηγητής

Ο Λυσίστρατος ή Στράτος κι ο Κλεόβουλος ή Βούλης

είδανε τον Τειρεσία, που ’ναι μάντης με ουσία

-θηλυκιά κι αρσενικιά-

και αφού τους τα ’πε όλα, πήρανε το δρόμο πάλι

να γυρίσουν στην Αθήνα, τη καργιόλα τη μαργιόλα,

λύση να βρουν εν τω άμα, ’ρσενικοί,  μικροί μεγάλοι

μπας και δώσουν οι θεοί, της πατρίδας αυθωρί

να διορθώσουνε το χάλι.

 

Κι ενώ γυρίζαν πίσω, όσα είπε ο Παπαράσιος,

τα σκεφτόντουσαν και πάλι.

Eσκέφτονταν και έφριτταν, μα και καταλαβαίνανε

καλύτερα τι τρέχει.

Γιατί ο ποδαρόδρομος κάνει καλό στη σκέψη.

Το ’παν οι Περιπατητές, φιλόσοφοι μεγάλοι!

Που όλο βόλτες κόβανε  [σκέφτεται λίγο πώς μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο και καταλήγει:]

Μετράγανε τα βήματα

και ’λύναν τα προβλήματα!

[Ο Λυσίστρατος κρατάει δόρυ και φοράει περικεφαλαία, ενώ ο Κλεόβουλος κουβαλάει τις αποσκευές –δισάκι στον ώμο, δεμένο στην άκρη ενός μπαστουνιού]

 Λυσίστρατος

Βούλη τα πόδια κούνα

είδες, πως ειν’ τα πράγματα κι αν θέλουμε να αλλάξουν,

πίσω στο άστυ γρήγορα, πρέπει να επιστρέψουμε,

στους άντρες να μιλήσουμε, απόφαση να πάρουμε

την πόλη να γιατρέψουμε.

 Κλεόβουλος

Το ξέρω ότι βιαζόμαστε.

Μα μαραθωνοδρόμος, ποτέ μου δεν διατέλεσα

κι οι κάλοι με πονάνε, και πιάστηκε κι ο ώμος μου

απ’ το βαρύ δισάκι

-και άσε που πεινάω-

Γι αυτό λέω καλύτερα να πάρουμε μια ανάσα.

Στο σταυροδρόμι εκεί δα, βλέπω μια γέρικη ελιά,

με πλούσιο τον ίσκιο και δίπλα της μια ρεματιά,

με δροσερό νεράκι.

Ας κάτσουμε λιγάκι…

 Λυσίστρατος

Μα, αν δε κάνω λάθος, στον ίσκιο της γερο- ελιάς

και άλλος ξαποσταίνει…

Κι είναι οδοιπόρος σα και μας, αν κρίνω από τις μπότες

Που ναι φθαρμένες…

 Οδοιπόρος

Χαίρετε, Έλληνες πατριώτες!

 Λυσίστρατος

Γεια και χαρά σου φίλτατε.

Πηγαίνεις για Αθήνα;

Όπως και μεις;

 Οδοιπόρος
Στην Λακωνία πάω, μα η Αθήνα είναι στο δρόμο μου

και λέγω να περάσω, να δω τι γίνεται κι εκεί

κι απέ θα συνεχίσω, στου Πέλοπα τη νήσο.

 Λυσίστρατος

Μη σε παρεξηγήσω… Μα αν κατάλαβα καλά,

δε μοιάζεις να ανήκεις, σε Λακεδαίμονα γενιά

Οδοιπόρος

Και πού ’θε το κατάλαβες; 

 Λυσίστρατος

Απ’ τη λαλιά, που δωρική δεν είναι.

Κι είσαι και ευπροσήγορος, όχι σα τους Σπαρτιάτες,

που λέξη λένε μοναχά μία …

 Κλεόβουλος

…Την εβδομάδα

 Οδοιπόρος

Είμαι από τόπο μακρινό      

 -βουνήσιο –                          

κι ήρθα να περιηγηθώ τις πόλεις της Ελλάδας.

Μα ελάτε, ο ίσκιος της ελιάς, άπαντες  μάς χωράει.

Θέλω να σας τρατάρω.

Και έχω εδώ τυρί χλωρό και κρέας  ξεραμένο.

 Κλεόβουλος

(κάθεται και ανοίγει το δισάκι του)

Πολύ ευχαρίστως. Να κι εγώ προσφέρω κρεμμυδάκι

που απ’ του μαντείου τον μπαξέ, ξερίζωσα λιγάκι.

Και το βαρύ δισάκι μου καιρός να ξαλαφρώνω

Γι αυτό, ιδού ένα φλασκί, που τώρα ξεβουλώνω.

Ιδού και κάλυκες σωστοί να βάλουμε τον οίνο.

(Μοιράζει τσίγκινα ποτήρια)

Στων οδοιπόρων τους θεούς,

ξανθό κρασάκι πίνω (τσουγκρίζουν).

Οδιπόρος :

Ευοί!

Λυσίστρατος:

Ευάν !

Κλεόβουλος

Γιαχαραντάν ![στο κοινό:] Το λέω για τη ρίμα.

Οδοιπόρος

Και τώρα που φροντίσαμε την άτιμη τη πείνα

-την όρεξη που αυξάνεται σε κάθε ταξιδιώτη-

για πείτε μου πουθ’ έρχεστε;

Άκουσα για μαντείο;

Γιατί κι εγώ πριν από δω, επέρασα απ’ τους Δελφούς

του Χρυσοστόμου Απόλλωνα, να ακούσω τους χρησμούς.

 Κλεόβουλος

Όχι, εμείς ερχόμαστε από του Τειρεσία,

για το δικό μας πρόβλημα, δεν κάνει η Πυθία.

Οδοιπόρος

Και ποιο είναι το πρόβλημα, εάν δεν είμαι αδιάκριτος;

 Κλεόβουλος

 Προβλήματα έχουμε πολλά. Τι να σου πρωτοπούμε!

Ποιο θα ’πρεπε απ’ όλα αυτά, να βάλουμε επί τάπητος

πρώτο, δε το γνωρίζω.

 Λυσίστρατος

Να, στην αρχή νομίζαμε πως είναι το γαμήσι

Πως φταίνε οι γυναίκες μας…

 Κλεόβουλος

– Μας έχουνε πηδήσει…! –

 Λυσίστρατος

Που έχουνε αλλάξει, και ανικανοποίητες

μας έχουν ξεπετάξει.

Και τα ηνία θέλουνε σε όλα να κρατούνε

κι ό, τι σε μας προσάπτανε (βία και ζοριλίκι),

τώρα το κάνουνε αυτές.

 

Οδοιπόρος

Τι λες δικέ μου; Τι μας λες!

 Λυσίστρατος

Μα τώρα ο Τειρεσίας και το δαιμόνιό του…

Οδοιπόρος

Ο Παπαράσιος;

 Λυσίστρατος

Ναι αυτός !

Που ξέρει πόρτες σφαλιστές, να ανοίγει δίχως βία

και που της κλειδαρότρυπας είναι ο εφευρέτης

 Κλεόβουλος

Κι ο εραστής!

 Λυσίστρατος

Μας είπε για τις διαπλοκή και τη δολοπλοκία

Στου Ολύμπου τα παλάτια

Οδοιπόρος

Συν-ωμο-σιό-λο-γί-α;

Λυσίστρατος

Κι εγώ έτσι τ’ ονόμαζα, προτού νοήσω ότι

έτσι το λένε σήμερα, οι  άλλοι, οι μεγάλοι,

σα θέλουνε να κρύψουνε πράγματα που από μόνα τους

σου βγάζουνε το μάτι

-πιο φανερά δε γίνεται-

μα αν πας να τα πιστέψεις, αμέσως κρώζουν: «κίνδυνος»

και «λόγια του αέρα»,

που συνωμότες τρομεροί τα βάζουνε στο γύρο

για να πλανέψουν του λαού την εύστοχη τη κρίση.

 Οδοιπόρος

Για πέσ’ τα όλα φίλε μου.

Αν τελικά δεν ήτανε τ’ άτιμο το γαμήσι

το βασικό το πρόβλημα, τότε τι άλλο ήτανε ;

Γιατί στις αποικίες, «πυρ και γυνή και θάλασσα»

λένε οι παροιμίες,

πως είν’ τα τρία τα κακά, του βάσανου οι αιτίες!

 Λυσίστρατος

Δεν ήτανε μονάχα αυτό κι αν θέλεις πίστεψέ το!

Στη μέση είναι τα τάλαντα, το χρήμα, ο Παράς,

που ο Ερμής κατάφερε με πονηριά κι απάτη

Θεό να ανακηρύξει.

Στη ζούλα!

Και εκεί ψηλα, στου Ολύμπου τις κορφάδες,

ναούς έφτιαξε νέους: Φαντασμαγορικούς!

Με τζόγο εθιστικό!

Κι όλοι οι θεοί εμάθανε να παίζουν με τους κύβους!

Και ένα άλλο παίγνιο –στρογγυλό- με ένα μπαλάκι απάνω.

Και των θνητών τα ριζικά, μονά ζυγά τζογάρουνε,

και τα αποτιμάνε

μόνο σε χρήμα…

Οδοιπόρος

Ω μεγα Ζευ, Θεούλη μου, τι λάθος και τι κρίμα!

 Λυσίστρατος

Ενώ εδώ, στον κόσμο των θνητών,

να αποδομήσει προσπαθεί κάθε ανδρεία κι αρετή

μ’ όπλο τους σοφιστάδες,

που χρη-ματο-δοτεί

Και όχι μόνο αυτό…

Οδοιπόρος

Και άλλο τι;

 Κλεόβουλος

Ο Ερμής κάνει απορρύθμιση, κι αλλάζει ερμηνεία

σε λέξεις που πιστεύαμε πως είχαν μόνο μία

παντοτινή και σίγουρη και καίρια σημασία.

 Οδοιπόρος:

Τι δηλαδή σας άλλαξε και τι σας αναδόμησε;

 Λυσίστρατος

Πρώτα απ’ όλα η ευτυχία με τα λεφτά ταυτίστηκε  

όσο ποτέ πρωτύτερα …

μα κι η Δημοκρατία, έπαψε να (εί)ναι των πολλών

ο λόγος,

παρά το δήμο άρχισαν στη ζούλα να ρωτάνε

του μπαγαπόντη του Ερμή οι νέοι υπαλληλίσκοι

-οι δημοσκόποι-

και μ’ ερωτήσεις πονηρές, στραβοδιατυπωμένες,

το δίκιο πάντα δίνουνε σε κάθε ανθρωπάκι

τα προϊόντα του Ερμή, όπου καταναλώνει.

Οδοιπόρος

Κατάλαβα!

Κι η όρεξη των πολιτών όλο να μεγαλώνει,

η αγορά να ανοίγει, το χρήμα να κυκλοφορεί,

κι αφού φέρει μια βόλτα,

στις τσέπες του κερδώου Ερμή, πίσω να καταλήγει!

 Κλεόβουλος

Μα κι οι σοφοί λιγόστεψαν, στην πιάτσα βγήκαν άλλοι

-ιδιωτικοί –

Που τη σοφία δίνουνε μόνο σ’ όποιον πληρώνει

Κι άλλοι ακόμη, ρήτορες  – και κεφαλές ασώματες –

Πού ξέρουνε την τέχνη, το μαύρο, άσπρο να κάνουνε

Χωρίς βαφή –με λόγια.

 Λυσίστρατος

Κι όλα πως είναι σχετικά, τούτοι υποστηρίζουνε.

Οι αρχές δε μας χρειάζονται ούτε οι φιλοσοφίες…

Κι οι νόμοι μόνον είναι, να τους παραβιάζουμε.

Αν έχουμε τα μέσα!

 Οδοιπόρος

Πω! Πω! τι λέτε βρε παιδιά!

 Λυσίστρατος

Και των αντρών η μπέσα, σίγουρα δε χρειάζεται

για τις κρυφές κομπίνες, τα αόρατα τα ομόλογα

και τις δοσοληψίες.

Γι αυτό και ετοιμάσανε, μας το ’πε ο Τειρεσίας,

άλλα στελέχη κι αρχηγούς, να πάρουν τα ηνία.

Με το μυαλό πιο θηλυκό.

με οίστρο και μανία

νέα πόλη να φτιάξουνε παγκό-σμίο-ποιημένη,

για αυτό και ’μεις ω φίλτατε, την έχουμε βαμμένη…

 Κλεόβουλος

Και πεσμένη.

 Λυσίστρατος

Έτσι μας είπε ο ιερεύς, μάντης, οιωνοσκόπος

που πτερωτά πετούμενα, στον ουρανό ατενίζει…

 Κλεόβουλος (μασουλώντας)

Αλλά και σπλάχνα νόστιμα: πρώτα τα τηγανίζει,

με λάδι και κρομμύδι  

και του καπνού τους τη τροχιά, ύστερα μελετάει.

Αλλά και φύλα πράσινα και κίτρινα μασάει

κι ύστερα δαίμονες καλεί

-όπως ο Παπαράσιος –

κι αυτοί του μολογάνε, ποιες οι αιτίες του κακού

κι οι Μοίρες πού μας πάνε.

 Οδοιπόρος

Α,

πρέπει να το παραδεχτώ:  Κι ’μένα μου αρέσουνε

της θυσίας οι μεζέδες, των μαντείων οι λιχουδιές

και οι τσίκνες οι ιερές, οι καλοψημένες πέτσες

οι αχτύπητες μπριζόλες,  τα κοψίδια, τα παΐδια

τ’ αμελέτητα τα ίδια,

γιατί μια καλή θυσία

θέλγει ανθρώπους και θεούς!

Κλεόβουλος

Ας παραδεχτούμε πάντως, ότι τα μαντεία έχουν

ψήστες εξειδικευμένους.

Που στο μέλλον θα διαπρέψουν  και να μου το θυμηθείτε:

όταν οι απόγονοί τους, είμαι σίγουρος αδέλφια,

στο απώτερο το μέλλον, ψήνουν χοιρινά σουβλάκια

-οβελίδια δηλαδή-,

στης Ελλάδας τα σοκάκια,

θα έρχονται απ’ τον κόσμο όλο, πλήθος περιηγητές

τα οβελίδια να γευτούνε  και ξανθό κρασί να πιούνε

με άρωμα από ρετσίνι,

την ζωή αλλιώς να δούνε και να το ευχαριστηθούνε!

 

Αφηγητής

Αυτά και άλλα λέγανε, καθώς αφήναν της ελιάς

το δροσερό τον ίσκιο,

και δρόμο πάλι παίρνανε, προς το κλεινόν το Άστυ,

οι δύο Αθηναίοι.

Μαζί  κι ο οδοιπόρος, ο νέος τους ο φίλος

που όλο για όλα ρώταγε, φιλομαθής, περίεργος

και καλλιεργημένος.

Τον συμπαθήσανε πολύ κι είπανε να τον πάρουνε

μαζί τους στο ταξίδι, να τον φιλοξενήσουνε,

και τα αξιοθέατα της όμορφης Αθήνας,

μαζί να τριγυρίσουνε.

Να πάνε να θαυμάσουνε τα έργα του Φειδία

του Καλλικράτη το ναό, τους κίονες του Ικτίνου

καθώς κι ενός καινούργιου, από την Ιβηρία:

τον λενε Καλατράβιο,

και με σκοινιά και σύρματα, να στήνει έχει μανία

καμπύλες και υπερβολές που έχουνε και πλάκα

Κι ύστερα από τις βόλτες,

ρετσίνα και μαρίδα στο Φάληρο ή στην Πλάκα,

τους έταξε ο Κλεόβουλος, ότι θα τους κεράσει

Αλλά, -είπε ο Λυσίστρατος: Καλές είναι οι τσάρκες,

μα πρώτα, όμως, έπρεπε, να λύσουν τα σπουδαία…

Αυτά και άλλα τέτοια, λέγαν καθώς προχώραγαν,

περνώντας κάμπους και βουνά, ρυάκια και ποτάμια,

στο δρόμο -ισια κάτω:

ξανάπαν για γυναίκες, είπανε για πολιτική

οικονομία, αθλητικά…

Τις τέχνες και τα γράμματα, δεν άφησαν απ’ έξω

και προπαντός το θέατρο,

η ώρα να περνάει, μαζί και τα χιλιόμετρα,

μαζί κι οι παρασάγγες.

Κι έτσι καθώς ενύχτωνε κι έβγαινε το φεγγάρι

απ’ τον τρελό τον Υμηττό,

Έφτασαν επιτέλους

στα τείχη της Αθήνας

Κι εδώ θαρρώ πώς πρέπει, να κάνουμε ένα διάλειμμα.

Να πάρουμε μια ανάσα!

Γιατί όπου να ’ν, σε λίγο, με του ποιητή την άδεια

και του τρελού το θράσος,

σε μέρη πιο απίθανα μαζί μου θα σας πάρω

Αγάντα  και υπομονή.

Να δούμε τι θα γίνει…

(τέλος τέταρτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο Παπαράσιος λέει κι άλλα… (Λυσίστρατος, σκηνή τρίτη, β’)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Φεβρουαρίου, 2012

[Είμαστε εδώ: Λέει ο Τειρεσίας ο Νεώτερος στον Παπαράσιο, να βιαστεί να πει ό, τι έχει να πει, γιατί εγκυμονούνται εξελίξεις και αλλαγές (φύλου). Ο Λυσίστρατος και ο Κλεόβουλος συμφωνούν.  Έτσι ο φλύαρος Παπαράσιος, αφού τους τυραννίσει ακόμη λίγο, θα τους πει τι τρέχει με τους άντρες και τις γυναίκες την εποχή της Ερμοποίησης]
Συνοδευτική μουσική ragtime
Λυσίστρατος

Σίγουρα να μας πηδήσει…

Κλεόβουλος

Θα θελήσει.

Σκηνή τρίτη (δύο-η υπόλοιπη)

Παπαράσιος

Ναι τα ξέρω όλα ετούτα, αλλά για να καταλάβεις

τι συμβαίνει στα παλάτια και στα στέκια τ’ ουρανού,

πρέπει να σου περιγράψω με δυο λόγια παραπάνω,

τον διεκδικητή του θρόνου, τον πανούργο τον Ερμή,

που ίσως να τα καταφέρει

κι αύριο είναι ο Αρχηγός των θεών και των ανθρώπων,

 και μαζί με τον Παρά, κυβερνάει την πλάση όλη.

 Τειρεσίας

Άιντε πεθ το μας κι αυτό, γρήγορα παρακαλώ

 Παπαράθιε κουτθομπόλη 

και καργιόλη

Παπαράσιος

Σαν θεός ήτανε νέος,

στην αρχή,  

ήταν ενδιαφέρων τύπος, λίαν περιπετειώδης,

που όλο αρμάτωνε καράβια και για μακρινά ταξίδια

ξεκινούσε δίχως φόβο.

Έφτανε σε νέα μέρη, νέους γνώριζε ανθρώπους,

το μυαλό του; Ανοιχτό!

Ήθελε όλα να τα ζήσει, ήθελε όλα να τα ξέρει

και οι οπαδοί του ήταν

άνθρωποι εύθυμοι κι ωραίοι

πού ’καναν ανταλλαγές:  ίσα παίρνω, ίσα δίνω,

της ανάγκης τη μιζέρια καταφέρνω και τη σβήνω.

Όμως ύστερα, σαν είδε ότι οι περιπέτειές του

έφτιαχναν νέο παρά   [λέμε: χρήμα με ουρά]

κι ο παράς είναι εξουσία και η εξουσία νοιάζει

και πονάει και κεντρίζει  και ανθρώπους και θεούς

ήρθε κι άλλαξε μυαλά.

Με το μαζεμένο χρήμα, έστησε βιοτεχνίες

εργοστάσια, κομπανίες,  για να φτιάχνει προϊόντα

που ζητάει η αγορά.

Κι άλλαξε στο χαρακτήρα. Πήγε κι έγινε τσιγκούνης

χρήμα, να σωρεύσει κι άλλο και να κάνει επενδύσεις

τώρα πια σε μηχανές,

που στην προγιαγιά τη Γαία χάραζαν βαθιές πληγές

κι άρχισε η κακομοίρα, να αρρωσταίνει, να ασθμαίνει,

να βογκάει και να σκούζει.

 Τειρεθίας

Α, τον μπαγάθα…!  Α, τον γρουθούδη!!

Παπαράσιος

Κι επειδή η βιομηχανία θέλει καταναλωτές,

νάτος πάλι να αλλάζει, με τη φύση να τα βάζει

-μάνα ανθρώπων και θεών-.

Ύλες πρώτες να αρμέγει, να παράγει καυσαέρια,

πλαστικά να επινοεί

και λογιών λογιών σκουπίδια

Τειρεσίας

Ναι! μαθ δάλιθε τα αρχίδια!

Παπαράσιος

Μα δεν έμειν’ ουτ’ εκεί.

Τώρα άλλαξε και πάλι:  τον Παρά τον κολλητό του

ανακήρυξε θεό  και βοηθούς επήρε νέους:

τον Χρημαμυστήριο,  δαίμονα πλυντήριο

για τα κέρδη του Παρά,

τον Μουμουεδόνιο, δαίμονα των τελάληδων,

των πανηγυριτζήδων  κι όλων των αμετροεπών,

και τον Καταλώνιο με τον Λάιφστάλιο,

που πάνε πάντοτε μαζί, ως Δάμων και Φυντίας

[ή ως δαίμων και ως φιδίας κολοβός]

Στήσανε παντού Εταιρίες,  εν τω άμα και τω θάμα

με καινούργιες συμφωνίες,  νέα καταστατικά

νέα συμβόλαια, νέες συμβάσεις,

κι από τους θνητούς ζητάνε,

με ψιλόγραμμένες ρήτρες  κι  ασφαλιστικές παγίδες,

να δουλεύουνε στο τζάμπα.

Και τους νέους τους δαιμόνους, διόλου δε τους ενδιαφέρουν

οι πραγματικές ανάγκες  των ανθρώπων,

παρά μόνον οι σκιές κι οι πλασματικές εικόνες,

που ευρήκαν νέους τρόπους, ψεύτικους κι εικονικούς

στα κεφάλια να φυτεύουν,

 Τειρεσίας

Μη μου πειθ! Αυτό μ’ αρέθει!

 Παπαράσιος

Κι όλους  να τους διαφεντεύουν!

Τειρεσίας

Μα Καλά Κι ο γέρο Δίαθ;

Δε τα κθ(ξ)έρει όλα αυτά;

 Παπαράσιος

Όχι, γιατί με σνομπάρει και ποτέ δεν με ρωτάει

να τα πω όλα στην αράδα, να τα βγάλω και στα φόρα

τι σκαρώνουν και τι τρέχει, απ’ τη μύτη του από κάτω,

ο Ερμής κι οι νέοι δαιμόνοι…

Κλεόβουλος [διακόπτει]

Τειρεσία πάρε θέση!

 Λυσίστρατος

Καλές είναι οι ιστορίες, κι οι συνω-μοσιο-λογίες

που αυτός μας  περιγράφει.

Ναι, δε λέω, κάτι τρέχει, κάτι αλλάζει στο κουρμπέτι…

Κάτι πήραμε χαμπάρι!

Αλλά εδώ ήρθαμε γι άλλο, κι εσύ είπες πως τον ξέρεις

τον καημό μας τον μεγάλο, το μεγάλο μας το ντέρτι.

Τειρεσίας [δείχνει κατανόηση]

Τι έγινε με τις γυναίκεθ των θνητών ω Παπαρέθιε ;

Τι συνέβη κι όλα αλλάκθαν κι αντί απ’ τις αλλαγέθ

νάναι ευχαριστημένεθ,

 που εβγήκαν απ τα θπίτια και εμπήκαν στις δουλειές,

όλο σκούδουν και γκρινιάδουν;

[ο Τειρεσίας αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει: του πέφτει το γένι, του φουσκώνουν τα βυζιά, κουνιέται πιο πολύ πέρα δώθε και η φωνή του αρχίζει να γίνεται πιο ναζιάρα του συνήθους]

Παπαράσιος

Θα στα πω με δύο λόγια,  έτσι, να μην υποφέρεις

κι ύστερα…. θα μου επιτρέψεις, λίγο να στα αναλύσω…

 Λυσίστρατος

Όχι !


Κλεόβουλος

Φτάνει ! Κόψ’ το! Κάνε πίσω!

 Τειρεσίας/ινα

Και μένανε με έπιαθε μια ανυπομονηθία

κάτι θαν κάπθ(ψ)α εδώδα!

Για έλα θτην ουθία !

Μη θε γαμήθω  (τι είπα η άτιμη;)

Παπαράσιος [στον Τειρεσία]

Λιγουλάκι; Μια σταλίτσα;

Όχι; Τίποτα; Καλά!

Τότε θα τ’ απαριθμήσω: με το ένα, δύο, τρία.

 Τειρεσίας

Άντε μπράβο

Παπαράσιος

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Ένα: Ο Ερμής κι οι δαίμονες,  σ’ όλες τις εταιρείες,

Την ηγεσία άλλαξαν  και τα μεσαία στελέχη.

Δύο: Στη θέση των αρσενικών, που είχαν αποτύχει

να φέρουν Νέα Εποχή, να στήσουν Νέα Τάξη,

βάλανε τις γυναίκες.

Τειρεσίας /ζίνα

Γιατί καλέ; Δεν είχε  τόοοθα στελέχη άκθια;

Τόοοθους φτασθμένους (Γ)Ιάπειθ; Απ’ την προηγούμενη γενιά;

Παπαράσιος

Δεν ξέραν από φούσκες  – όχι αρκετά – όχι όσο χρειάζεται

σε εποχές ανατροπών,  χρόνους απορρυθμίσεων…

Κι έπειτα, χούγια αρσενικά, κρύβανε από κάτω

απ΄ τα μισά χαμόγελα, τα δημο-σιό-σχετίστικα

Τειρεζίνα

Κι αυτό τι τονε πείρα(ζ)δε, εμένανε μ’ αρέθουν,

τ’ αντράκια τα πολύ βαριά, σαν Τειρεδίνα γίνομαι

τα πάω δίχωθ άλλο!

Παπαράσιος

Όσο κι αν προσπαθούσανε  να εκσυγχρονιστούνε

παιδιά του Άρη μένανε και τσαμπουκά πουλάγανε

Όμως τι να το κάνεις;!

Άλλο το ξεσυνέρισμα, τα ψευτονταηλίκια,

οι ανδρικοί οι πόλεμοι, και το ιπποτηλίκι

κι άλλο η επιθετικότητα  η εκσυγχρονισμένη

με ζόρικες πολιτικές, πωλήσεις με το ζόρι

και ζόρικες εξαγορές…

 Τειρεζίνα

Εντάκθει. Έχει και τρίτο;

 Παπαράσιος

Τρία: Τον αντρικό τον τσαμπουκά,  (και την τεστοτερόνη

-ό, τι είχε απομείνει-)

Τον πολεμήσαν ύπουλα,  Με οιστρογόνα χημικά

που βάλανε στα πλαστικά, όπου πίναν οι άντρες.

-Μια εφεύρεσή τους νέα, που επιτυχία είχε τρανή!

Έστω και εάν τη Γαία,  σφόδρα την ενοχλούσανε

και βόγκαγε η καψερή, και αναταραζότανε.

Μα και  τα νέα θηλυκα, τα στε-λεχο-ποιημένα,

με τα παλιά, τα ατελή, τα απαρχαιωμένα,

δεν έπρεπε να μοιάζουν.

Γι αυτό τους κόψαν ριζικά  τα αγαπητηλίκια,

και τους πολλούς αλτρουϊσμούς

-Πού άλλωστε ήταν άχρηστοι-.

Έτσι κι αλλιώς δε θα ’πρεπε  μανάδες να το παίξουν,

παρά στελέχη ζόρικα, του ιδιωτικού τομέα.

Για να τις κολακέψουνε και να μην αντιδράσουνε

την αλαφράδα τη δροσερή, που από πάντα διέθεταν

οι όμορφες γυναίκες, πρώτα την θεσμοποίησαν

την έντα-τίκο-ποίησαν

κι ως υψηλή κουλτούρα,  την εξεπούλησαν παντού

σε όλο τον πλανήτη!

 Λυσίστρατος

Ποια; Την Αλαφράδα;

Παπαράσιος

Μα το Δία! Να μη σώσω, αν σας λέγω κουταμάρα!

Κλεόβουλος

Μας το ’κλεισαν το σπίτι.

Αλί σε μας!

Λυσίστρατος

Μη τον διακόπτεις Βούλη.

Τώρα που μόλις άρχισε να εξηγεί τι τρέχει…

[στον Παπαράσιο]

Ω δαίμονα ενήμερε, μα και δικτυωμένε,

το στόμα σου τ’ απύθμενο, ας το ανοιχτό ακόμη

για λίγο, να νοήσουμε, ποιος φταίει κατά βάση

εμείς, εκείνες ή ο Ερμής κι οι νεο-δαίμο-νές του,

που μας ετάραξαν το νου  και πια δεν λειτουργούμε;

 Τειρεσίας /Τειρεζίνα

Αχ όχι! Παπαράθιε!

Εδώ κάνε ένα διάλειμμά,

να πάρουμε μια ανάθα, γιατί όλα αυτά με κθ(ξ)άναπθ(ψ)αν…

Και θειθ ω ομορφόπαιδα, λιγάκι χαλαρώθτε

και μια που κάνει ζέθτη, βγάλτε κανα ιμάτιο

να βάλουμε και μουθική, να παίκθει η καραμού(ζ)δα

κι αθ έρθουν και τα ού(ζ)δα

μπας τελικά μια απίθανη  σκαρώθουμε παρτού(ζ)δα

Κλεόβουλος

Ωιμέ! Ετούτος μεταλλάχθηκε κι εγίνηκε ετούτη!

Λυσίστρατος [στον Κλεόβουλο]

Εγώ λέω να την κάνουμε,

τα πράγματα αγριεύουν…

Κλεόβουλος

Δεν είναι κι ασχημούλα!

Λυσίστρατος

Έλα σου λέω, πάμε…

 Παπαράσιος

Μα τι βλέπω; Εδώ έχει δράση

Α! αυτή είναι ωραία φάση!

Να τη καταγράψω πρέπει,

στους αιώνες (των αιώνων)

να περάσει!

[βάζει μπρος τα καταγραφικά του μηχανήματα]

Τερεζίνα  [τους τραβάει από τα ιμάτια]

Βρέ, Καθήθτε ακόμη λίγο, τι βία έχει, κρατηθείτε

και το δώρο μου δεχτείτε.

 Κλεόβουλος

Δώρο;

 Τερεζίνα 

Ναι! δελτίο θα θας βγάλω,  μετεώ-ρολό-γικό

για να κθέρετε εγκαίρωθ, κατά την επιθτροφή σας,

αν θα βρέχει συνεχώθ  ή απ τον ήλιο θα καείτε.

Κλεόβουλος

Ε Λυσίστρατε, τι λές; Παραμένουμε λιγάκι

στης Τειρεζίνας το κονάκι ;

 Λυσίστρατος [του δείχνει τον Παπαράσιο που καταγράφει τη σκηνή]

Για δες τονα εκείνον:  γράφει.

Κι αύριο οι τελάληδες, σ’ όλα τα πανηγύρια 

για σένανε θα ιστορούν.

Το  μόνο που δε ξέρω,  είναι εάν θα λένε πως εσύ

την Τειρεζίνα πήδηξες

ή πως ο Τειρεσίας  σε έκανε σουβλάκι…

 Κλεόβουλος

Μα δεν τα μάθαμε όλα, για τις γυναίκες και για μας…

 Λυσίστρατος

Μας είπανε τα βασικά.

 Κλεόβουλος

Τότε καλά, ας πηγαίνουμε…

Λυσίστρατος [στην Τειρεζίνα]

Μη μας τραβολογάς  ωραία Τειρεζίνα.

Εμείς τώρα σ’ αφήνουμε, πρέπει να ηρεμήσουμε

και να ξανασκεφτούμε πάνω σ αυτά που μάθαμε,

και πάλι θα επιστρέψουμε,  εάν έχουμε απορίες,

να μας τις διευκρινίσεις.

Κλεόβουλος

Πολύ σε ευχαριστούμε -ως γκόμενα είσαι πρώτη,

γεμάτη συγκινήσεις.

Λυσίστρατος

Και ακόμη να σου πούμε,

ότι καλύτερός σου, δεν είναι ο Τειρεσίας

που (ει)ν και σπαγκοραμμένος

κι ότι σε προτιμούμε.

Γι αυτό την άλλη τη φορά, σε σένανε  θα έρθουμε

ίσια  και απ’ ευθείας, πεζοί ή Καβαλαραίοι

Τειρεζίνα: [τους αφήνει]

Ωοοο

Γεά θαθ και ώρα σαθ καλή, ωραίοι μου Αθηναίοι  

Ααααααχ! Βαααααχ!

Ωθτόθο μην κθεχάθετε  να πάρετε ετούτο.

Λυσίστρατος

Ετούτο τι;

Τειρεζίνα:

Μα, τον χρηθμό, βεβαίωθ!

Λυσίστρατος

Μα πώς; Από τα πριν τον έφτιαξες;

Τειρεζίνα:

Είναι εδώ μέθα, θτο κουτί,  γραμμένοθ θε περγαμηνή

πολύ προτού να ρθείτε.

Και να μην απορείτε:

Εδώ ήμεθα  Μάντειθ και όπωθ λέει το ρητόν:

[εμφατικά σε ρυθμό διαφημιστικό]

« Το ημέτερον μαντείον

είναι εκ των καλυτέρων.

Στους χρηθμούς δε καταλήγει

αθφαλώθ εκ των προτέρων

Και εν μέθω φαινομένων

θκοτεινών και παραταίρων

την αλήθ-ει-α διακρίνει

σε χρηθμό την καταγράφει

κι έγκαιρα την παραδίνει».

(τέλος τρίτης σκηνής  – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όπου εμφανίζεται ο επικοινωνιακός δαίμων Παπαράσιος (η τρίτη σκηνή του Λυσίστρατου)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Φεβρουαρίου, 2012

 (Στη σκηνή αυτή  εμφανίζονται θεοί και τετρακέρατοι δαίμονες, και επειδή είναι λίγο μεγαλούτσικη λέω να σας την αναρτήσω σε δύο μέρη)

Σκηνή τρίτη (ένα)

[Μέσα από τους ατμούς ξεπροβάλλει δαίμονας. Ο προβολέας επικεντρώνεται στο προϊόν της μαγικής επίκλησης του Τειρεσία junior: τον επικοινωνιακό δαίμονα Παπαράσιο!]

Παπαράσιος

Είμαι ο Παπαράσιος!

Τειρεσίας [τινάζει το γιακά του]

Είναι ο Παπαράθιοθ !!!

Παπαράσιος [ενοχλημένος επαναλαμβάνει]

 Είμαι ο Παπαράσιος!

Ο Δαίμονας ο αδιάκριτος. Ο Μυθοπλαστικός.

Δε μου ξεφεύγει  τίποτα

-μέλλον ή παρελθόν-

και διασυνδέσεις έχω, και είμαι πάντα άξιος

και πανταχού παρών!

Ποιος μπήκε στης Ελένης την κρεβατοκάμαρα;

Εγώ!

Ποιος πήρε τον Ορφέα από πίσω ως τα Τάρταρα

Εγώ!

Ποιος του Οιδiπόδου τ’ άπλυτα κατάφερε να μάθει

Εγώ!

Ποιανού δε του ξεφεύγουνε οι πόθοι και τα πάθη

θεών, θνητών κι ημίθεων;

Μα φυσικά Εμένα!

Άλλα τα πιάνω με το αφτί.

Άλλα τα βλέπω στα κρυφά.

Μα έχω κι ένα χούι:

δεν τα κρατάω μυστικά!

…Και άμα πέσουν οβολοί,

μνες και δραχμές και τάλαντα

σας λέω

ως και τα κάλαντα

Εγώ ξέρω ποιος πήδησε,

ποια πήδησε

κι αν τελικά τη γκάστρωσε…

Εγώ ξέρω

ποιος τα ’ριξε σε ποια

και ξέρω και ποιος χώρισε,

ποιαν χώρισε…

Κι όχι μόνο αυτά.

Εγώ ακόμη ξέρω:

ποιος έκλασε,

πως μύριζε,

και το βρακί της Άρτεμης

αν έχει καμιά τρύπα.

Του Απόλλωνα τις ρίμες

πρώτος εγώ θα σας τις πω.

Και του Ήφαιστου τα κόλπα,

που με την τεχνολογία

φοβερή έχει μανία

και που σίδερα όλο λιώνει

και κολλάει και διορθώνει

τις μυστήριες μηχανές

μέσ’ στο εργαστήριό του,

μόνο εγώ ξέρω σε βάθος

τι σκαρώνει!

[συνοδευτική μουσικούλα ragtime]

Τειρεσίας

Άθε τις θάλτθες δαίμονα. Και έμπα θτην ουθία.

Τι το καινούργιο έγινε  θτη θεία κοινωνία

των αθανάτων;

Παπαράσιος

Τι  έγινε εκεί ψηλά

-στην κορυφή του Ολύμπου –

και γιατί άλλαξαν πολλά, αναφανδόν  και ξαφνικά;

Μόνον εγώ το ξέρω.

Μα μια και με καλέσατε και σίγουρα τυγχάνω

Δαιμόνιος Ερευνητής και επαγγελματίας,

με νι, σίγμα, και ύψιλον, τις φάσεις των πραγμάτων

-λιανά θα σας τις κάνω –

Τειρεσίας

Έλεκθε (έλεγξε) όμωθ τη γλώθθα σου κι άθε τις φλυαρίεθ.

Παπαράσιος [παίρνει βαθειά ανάσα]

Πετούσε μια φορά που λες,

με τα χρυσά σανδάλια του, που  ’χουν απάνω τους φτερά,

ο ταξιδιάρης ο Ερμής: Μέγας κομπιναδόρος,

αγγελιοφόρος του Διός!

Θεός αντάμα των κλεφτών, μα και του εμπορίου.

Πετούσε και σκεφτότανε: Πως άλλαξε ο κόσμος!

Και μήπως είναι πια καιρός κι ο Όλυμπος ν’ αλλάξει…

Τειρεσίας

Και πούθε  τα κθέρεις όλα αυτά,  αδιάκριτο δαιμόνιο;

Παπαράσιος

Μα από πίσω του έτρεχα, για να τα καταγράψω,

όλα όσα σκεφτότανε, στο ειδικό κατάστιχο

που πάντα κουβαλάω.

Γιατί δουλειά μου είναι,  σ’ αυτό  να σημειώνω

όλα όσα συμβαίνουνε, και πράξεις, μα και σκέψεις.

[Μικρή παύση]

Και ψέματα αν λέω, -μα το Δία, –

να μη σώσω,

μία μέρα να εκδώσω

Βιογραφίες των θεών,  εικό-νογρά-φη-μέ-νες.

Τειρεσίας

Άντε τώρα, προχώρα.

Παπαράσιος

Αν θέλεις όλα να στα πω, μη με ξανά-διακόψεις.

Ο Ερμής λοιπόν… [βρίσκει τη ροή του λόγου]

Πετούσε και σκεφτότανε:  Πως πέρασαν τα χρόνια!

Αλλά ο Δίας έμενε ατράνταχτος στη θέση του

εκεί, ο ίδιος πάντα: Όμοιος και απαράλλαχτος!

Να παίζει με τους κεραυνούς  και τ’ αστραπόβροντά του

και να πηδάει που και που καμιά θνητή στη ζούλα

ντυμένος αγριόχοιρος  ή κύκνος ή βουβάλι!

Και βολεμένος έτσι δα  στο θρόνο του απάνω,

ν’ αρνιέται κάθε αλλαγή στα θεία και στα εγκόσμια.

Τειρεσίας

Ετθι είναι; Κατά λέκθ(ξ)η;

Παπαράσιος

Να ανοίξω το μηχάνημα –τον έχω καταγράψει-

να πάρετε λίγες φλασιές,  απ’ του Ερμή την σκέψη.

[εμφανίζεται ο Ερμής- επί σκηνής ή επί της οθόνης]

Ερμής

Εδώ θέλει ανανέωση,  κι αν όχι εγώ, ποιος άλλος

διαθέτει πιότερο νιονιό  -διαρκώς αερισμένο

απ’ τα πολλά ταξίδια μου, στο πέρα και στο δώθε; –

Ποιος ο καταλληλότερος  τα πράγματα ν’ αλλάξει

και στον ντουνιά που γέρασε,  να βάλει νέα τάξη;

[προβληματίζεται]

Όμως, μονάχος δε μπορώ  τον Δία να εκθρονίσω

χρειάζομαι βοήθεια  και οπαδούς καμπόσους…

Κι ακόμη ειν’ απαραίτητη  μια νέα θεωρία

α-πο-δο-μη-τι-κή!

για να τους πείσω όλους αυτούς, το Δία να αρνηθούνε

και δίχως τζιριτζάντζουλες, με μένανε να ρθούνε.

[σκέφτεται]

Μια νέα θεωρία! Λές;

[σκέφτεται]

Καλά θα ’τανε να ’βγαινα  και να ’λεγα σε όλους,

ότι πολύ εκράτησε η απολυταρχία

του Δία

(γαμώ την ατυχία μου!)

Καιρός και ’δω να στήσουμε  μία Δημοκρατία

μαζί να αποφασίζουμε και όταν θα διαφωνούμε

τις ψήφους να μετρούμε!

Τειρεσίας

Μα τι ακούω; Τι έγινε;

με τα καμώματά τουθ και τιθ δημοκρατίεθ τουθ

ακόμη και τον Ουρανό  χαλάθαν οι Αθηναίοι;

Ερμής [συνεχίζει]

Ωστόσο αυτό δεν γίνεται, για δύο καίριους λόγους.

Τειρεσίας

Α!!!δεν γίνεται;  Ευτυχώθ! Ηθυχάθα! 

Ερμής

Πρώτον: Ο Δίας σίγουρα  δε θα καθυστερούσε

και κεραυνό θα έριχνε  στο δόλιο μου κεφάλι!

Το κράνος μου θα έλιωνε  και πίτα θα γινόταν

και ’γω για τρία τέρμινα, ’δώ ’κεί θα γυροβόλαγα

σαν αποσβολωμένος!

Δεύτερον: Διόλου δεν είμαι σίγουρος

πως η Δημοκρατία στα μέτρα μου ταιριάζει…

Τειρεσίας

Α! καθηθυχάθτηκα μωρέ!  Δεν ταιριάδει!

Ερμής [συνεχίζει]

…κι ότι εμένα γι αρχηγό / θα ψήφιζαν οι άλλοι

[αναλογίζεται]

Την Αθηνά; Ίσως, μπορεί να την εκλέγανε…

Ίσως τον Ποσειδώνα.

Ακόμη κι ο Απόλλωνας  μπορεί να τους τραβήξει

με τα χαζά τραγούδια του, που παίζει με την λύρα

εγώ που του τη χάρισα

και τους αποκοιμίζει κάνοντας συναυλίες…

Άρα;

Άκυρον, λέω, άκυρον! Κάτι άλλο πρέπει νά ’βρω. 

Τειρεσίας

Μπράβο Παιδί μου, μπράβο!

Ερμής

Έχω μια ιδέα!

Τειρεσίας

Αυτόθ έχει μια ιδέα!

Έρμης

Κι αν πάλι επι-κα-λεστώ,  αντί την ψήφο των πολλών

σαν μέτρο εξουσίας

Πόσο μεγάλη επιρροή  καθένας από μας ασκεί

στον κόσμο των ανθρώπων;

Ας το σκεφτώ κι αυτό καλά, να ’δώ αν με συμφέρει.

[Παίρνει πόζα σκεπτόμενου]

Έχουμε και λέμε:

[μίμος/ακόλουθος του Ερμή παρωδεί με κωμικές κινήσεις και μορφασμούς την αφήγηση του Ερμή- ο Ερμής ενδεχομένως τον διορθώνει μόνο με κινήσεις]

Τον Δία λατρεύουν οι αρχηγοί, οι ηγέτες, οι αφεντάδες,

γιατί μ’ αυτόν ταυτίζονται  και θέλουν να του μοιάζουν.

[στρέφεται προς το κοινό] Λίγοι!

Και τον κομψό Απόλλωνα / θέλουν οι καλλιτέχνες

[στο κοινό] Δεν είν’ πολλοί.

Την Άρτεμη οι κυνηγοί, λίγοι και τούτοι είναι

και μερικές παρθένες.

Αυτές κι αν είναι λίγες την σήμερον ημέρα!

Ο Πλούτων έχει τους νεκρούς στου Άδη το βασίλειο.

Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, μα δεν ανακατεύονται,

γιατί μαζί με τη ζωή, στερήθηκαν τα κίνητρα

ενέργεια που δίνουνε

στην πράξη την πολιτική.

Στο όνομα της Δήμητρας ορκίζονται οι γεωργοί

-είναι πολλοί μα αδύναμοι –

για αυτό, στο μοίρασμα της γης, είναι ο Άρης ο νταής

που κάνει το παιχνίδι.

Μα ο Άρης είναι μπουνταλάς, κι έτσι τον θέλουν μόνο

καραβανάδες της σειράς,  π’ άλλο μέσο δεν έχουνε

παρά διαρκείς πολέμους,  καριέρα για να κάνουνε

(και όχι για το κέρδος, να αλληλοσκοτώνονται,

που κίνητρο είναι μια χαρά, κι αξίζει και τον κόπο! )

[στο κοινό] Λίγοι και τούτοι / ευτυχώς!

Η Αθηνά έχει τους σοφούς και τους δια-νο-ουμέ-νους

-πολλοί ποτέ δεν ήτανε-

και σήμερα λιγότεροι  από ποτέ απομείνανε

Από -δεκά -τιστή –κανε από της Νέας Εποχής

την οργιώδη έλευση: Το ρίξαν στη διαφήμιση,

σε χορηγών προγράμματα

και… [καταλήγει]

Κοίτα τι φέρνουν οι καιροί! Μάλλον εμένα προτιμούν,

παρά την κουκουβάγια…!

Την Αφροδίτη πάλι, την καμπυλογραμμούσα,

οι αρσενικοί την θέλουνε, άδικο δε τους δίνω.

Και εγώ θα τη γαμούσα!

Μα εκείνη ένα θέλει,  -ετούτο εδώ- κι όταν το βρει

στα σκέλια της ανάμεσα, γι άλλο δεν ενδιαφέρεται.

Κι όσο για την πολιτική, τις νίκες και τις ήττες της

τις έχει γράψει η Άφρω, πάνω στις ωοθήκες της!

Ο τεχνολόγος Ήφαιστος έχει τους σιδεράδες

-συμπάθεια του έχουνε και κάτι κερατάδες-

και τεχνουργούς, μηχανουργούς  μετράει στους οπαδούς του

Καλά παιδιά – μέλλον λαμπρό-  αλλά ακόμη είναι νωρίς

ρόλο να παίξουν σοβαρό  σε θέματα εξουσίας…

Αργότερα ίσως.  Θα το δω!

Την Ήρα οι νοικοκυρές λατρεύουνε στο σπίτι, μαζί με την Εστία

είναι πολλές , μα δε μετρούν, στης εξουσίας τις πλοκές

καθώς η απιστία  κυρίως τις απασχολεί:

τον άντρα τους να ελέγξουνε, να μη τις απατήσει,

σαν δεν τον απατούν αυτές.

[στο κοινό] Είναι πολλές μα άχρηστες

[συμπερασματικά]

Έτσι έχει η κατάσταση μ’ όλους τους συναδέλφους

Εξέχασα κανένα;

Τειρεσίας

Τον Διόνυθθο και εθένα

Ερμής

Ο φουκαράς ο Διόνυσος, έμεινε στην απέξω,

μέσα στη λέσχη την κλειστή  των δώδεκα δε μπήκε.

Μα τι να πεις για δαύτονε; Που σουρωμένος τριγυρνά

από το βράδι ως το πρωί κι απ’ το πρωί ως το βράδι;

Αστον! [το ξανασκέπτεται]

Όμως αργότερα θα ’δώ, αν σώσει κι εκσυγχρονιστεί

κι αντι τ’ αρχαίο το κρασί, διαδώσει τίποτ’ άλλο,

πιο δραστικό, θα το σκεφτώ στο κόλπο να τον βάλω…

Τειρεσίας

Κι εθύ;

Ερμής

Τώρα για μένανε να πω,  τι δύναμη διαθέτω.

Ψύχραιμα να αναλογιστώ, πόσους θνητούς χειραγωγώ

πόσους επηρεάζω:

Είπαμε: κλέφτες, έμπορους, κανένα ταχυδρόμο…

Παλιά δε μέτραγαν πολύ, για να τα λέμε όλα.

Όμως…

Τον τελευταίο τον καιρό, τα πράγματα αλλάζουν…

Η εμπορευματοποίηση, άρχισε να περνάει!

Μαζί το λάιφ στάιλ (τι είπα ο δόλιος;

τι βαρβαρισμούς έμαθα τελευταίως

στα μακρινά ταξίδια μου στη γηραιά Αλβιώνα;)

Μα επιτέλους: ευτυχώς ! Οι κόποι μου ανταμείβονται!

Τον κόσμο επηρεάζω!

Καιρός κι εδώ να επιβληθώ/

και ΌΛΑ

αφού τα απορυθμίσω,  και τα αποδομήσω

την γενική Ερ’μοποίηση στον κόσμο θα κηρύξω!

Κι όλα θα τα γαμη…θα τα αλλάξω!

[γκονγκ]

Παπαράσιος

Και να που κατακέφαλα  η έμπνευση του ήρθε!

[γκονγκ]

Ερμής

Και να που κατακέφαλα η έμπνευση μου ήρθε!

Αφού δεν έχω σύμμαχο, καιρός είναι να φτιάξω

κανέναν από μόνος μου, κάποιον να μου ταιριάζει.

Κι αφού από τους έντεκα, πιστός δεν είν’ κανένας,

μα ούτε αρκετά ισχυρός,

στον Δία θα εισηγηθώ  -αφού τον καλοπιάσω –

ακόμη ένα νέο θεό, να μπάσουμε στον Όλυμπο.

Έτσι λέω να αρχίσω,  την νέα μου πορεία.

Λυσίστρατος

Έλα βρε Τειρεσία, το δαιμόνιο νομίζω

άλλες ιστορίες λέει  

κι όχι εκείνες που ενδιαφέρουν

της Αθήνας τους πολίτες, δηλαδή εμάς τους δύο!

Τειρεσίας

Θκάθε [σκάσε] νέε Αθηναίε

 [και]

πέραθέ μου κάνα φύλλο,  γιατί πάλι θα κθυπνήθω

και θα εκ-θαφά-νιθτεί  ο δικτυωμένοθ δαίμων…

Κλεόβουλος

Δος του για να μη ξυπνήσει και είτε αλήθεια είτε ψέμα,

κάτι θα μας ξεφουρνίσει, ο δαιμόνιος Παπαράσιος.

[Ο Λυσίστρατος δίνει στον Τειρεσία νέο σακουλάκι με φύλλα]

Τειρεσίας

Είπεθ άκθιε Παπαράθιε, πωθ αυτή είναι η αρχή.

Πεθ μαθ όμωθ παρακάτω, τι μα την ευχή θυμβαίνει; 

Ο καπάτθος ο Ερμής τον κατάφερε τον  Δία

νέο θεό να ειθαγάγει θτου Ολύμπου τα παλάτια

κι εκεί δώδεκα που ήταν, να γινούνε δέκα τρειθ;

Παπαράσιος

Εν τω άμα κι επί τόπου,  την απόφαση σαν πήρε,

και το σχέδιο στο μυαλό του  άρχισε μορφή να παίρνει,

πάει και βρίσκει τον Μεγάλο, και με επιτήδειο τρόπο

να του ψιθυρίζει αρχίζει, ότι όλο και πιο λίγοι

-από τους πρωτοκλασάτους-  στο βουνό ψηλά συχνάζουν

και αυτό πολλούς κινδύνους, για τη ράτσα των Ολύμπιων

σίγουρα εγκυμονεί!

Ότι ο Ποσειδώνας λείπει, όλο πιο συχνά στα βάθη,

της απύθμενης θαλάσσης.

Και ο Πλούτων, απ’ την άλλη, πια ποδάρι δε πατάει

αλλά μοναχά του Αδη  τα σκοτάδια προτιμάει.

Αλλά και πως όλοι οι άλλοι, μία στη μέσα, μία στην έξω.

 Ερμής

Ω μέγιστε Ζευ,

Παπαράσιος

του λέει

Ερμής

ακόμη και εγώ ο ίδιος

-μόνος δικαιολογημένος –

σε αποστολές πηγαίνω  κι όλο λείπω από εδώ.

Και με αυτήν την ευκαιρία, να σου πω:

Πέρα πίσω από την Τροία, στη βαθειά Ανατολή

νέοι γεννηθήκαν θεοί, ζόρικοι, απειλητικοί,

κι όλο προς δυσμάς κοιτάζουν, κι όλο θέλουν να μας φάνε

κι άμα δεν οργανωθούμε και σε νούμερο αυξηθούμε,

θα μας κάνουν μια χαψιά,

όπου να ’ναι!

Δίας

Μα τι θέλεις επιτέλους; 

Παπαράσιος

λέει ο Δίας

Δίας

Όλο το συγκενολόι, από ήρωες κι ημιθέους

εδώ πέρα έχω μαζέψει, θέλεις να μαζέψω κι άλλους;

Ερμής

Όχι.

Παπαράσιος

λέει ο Ερμής.

Ερμής

Πρέπει να προσλάβεις έναν,  πλήρους απασχόλησης

και με ειδικά προσόντα

και να πάρει μετοχές,  απ’ του Ολύμπου τις κορφές.

Δίας

Έχεις κάποιον να προτείνεις;

Ερμής

Έχω.

Δίας

Και πώς τονε λένε;

Ερμής

Κοίτα,

Μπορεί και να μη τον ξέρεις, γιατί εσύ αν θέλεις κάτι

δε ζορίζεσαι καθόλου, μόνο σκύβεις και το παίρνεις.

Μα στον κόσμο των θνητών, έχει πέραση μεγάλη

και τον αγαπάνε όλοι,

γιατί μοναχά μ’ αυτόν, αγαθά μπορείς να έχεις.

Δίας

Τι μου λες; Στα σοβαρά;

Ερμής

Σοβαρά! Τον λεν’ Παρά!

Και τον έχω για βοηθό μου  και για εμπιστευτικό μου,

και μπορώ να εγγυηθώ, πως όπου πατάει πόδι

βασιλεύει η Αφθονία.

Δίας

Μα εσύ δεν είχες φτιάξει, έναν άλλο… πώς τον λένε;

Που κι αυτός για Αφθονία  τσαμπουνούσε συνεχώς…

Πώς τον λέγαν; … Θαρρώ Πλούτο!

Ερμής

Ναι.

Αλλά αυτόν μου τον στραβώσαν  και γυρίζει με μπαστούνι

μη προσά-νατό-λισμένος

τους ανθρώπους τους μπερδεύει, τους θεούς δεν ξεχωρίζει

κάνει λάθη απανωτά…

και δε μοιάζει του Παρά, που στην Αγορά θερίζει…

Παπαράσιος

Απ’ την μια κι από την άλλη,  τον κατάφερε τον Δία

τον Παρά να τον προσλάβει και να τον ανακηρύξει

ως θεό πλήρους ισχύος –με αριθμό το δέκα τρία –

Κι έπειτα Παράς κι Ερμής, στήσανε μια εταιρεία

νέα, πολυεθνική και γεμάτη παρακλάδια

που εζώσανε τη Γαία, απ’ την μια άκρη ως την άλλη.

Τειρεσίας

Κι οι άλλοι οι Ολύμπιοι;

Πώς αντέδραθαν θαν είδαν

νέους θεούθ,  νέα ιθχύ,  νέες θχέθεις εκ(ξ)θουθίας;

Παπαράσιος

Ο καθένας το βιολί του,  ζουν στον κόσμο τους αυτοί!

Κι άσε που στο άψε σβήσε, ο Παράς ο θεομπαίχτης,

τους οργάνωσε καζίνα.

Κι από τότε με τα ζάρια, γίνονται μαλλιά κουβάρια

κάθε βράδι.

Μόνο ο Ήφαιστος τα βρήκε  με τη Νέα Κομπανία

και πατέντες καινοτόμες, για κομπίνες κερδοφόρες

άρχισε να αναλαμβάνει.

Κι όσο για το φουκαρά τον Άρη, είναι στο νοσοκομείο

-των θεών –

και στη πάπια κατουράει!

Γιατί του πλασάραν όπλα, τάχα με καινούργια κόλπα,

με εμβέλεια μεγάλη  και βαρύ θανατικό.

Πήγε να τα δοκιμάσει, σε μια έρημο εκεί κάτω

κάπου στην ανατολή,  μα αποδείχτηκαν μπιντόνια

και απλοί τσουτσουνοκόφτες,

ελειτούργησαν στραβά, και τον βγάλαν εκτός μάχης!

Κλεόβουλος [ανυπόμονος]

Τι θα γίνει δε θα φτάσει μέχρι το δικό μας θέμα;

Τειρεσίας

Κοίτα, λέγε τα με βιάθη, γιατί έχει πια βραδιάθει

κι άλλη μέρα πάει να αρχίθει, κι η τρελή η Τειρεδίνα

έτοιμη να εφορμίθει

είναι,

και δεν εγκυόμαι τι μπερδέματα θα στείθει

[μασουλάει μια χούφτα φύλα]

Μάλιθτα αν είν φτιαγμένη,  από το (ζ)δαλιθτικό ετούτο

που μαθ ήρθε από τη Δύθη, και βαράει θτο κεφάλι…

Λυσίστρατος

Σίγουρα να μας πηδήσει…

Κλεόβουλος

Θα θελήσει.

(Συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο Λυσίστρατος, σκηνή δεύτερη (στο Τροφώνιο μαντείο)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2012

Χτες το βράδυ, φίλοι πολλοί, ήρθαν στο θεατράκι του Βαφοπούλειου και γνώρισαν από κοντά τον Λυσίστρατο, διαβασμένο με θεατρική επιδεξιότητα απ’  τον Κώστα, τον Νίκο, τον Βαγγέλη, τον Αγγελο την Πέννυ και την Πέγκυ. Τους ευχαριστώ θερμά όλους,

Σήμερα σας έχω το κείμενο της δεύτερης σκηνής.  Την πρώτη σκηνή και το προοίμιο θα τα βρείτε εδώ παρακάτω.

Σκηνή δεύτερη

[Το εσωτερικό του Τροφώνειου Μαντείου. Ατμόσφαιρα σκοτεινή και μυστηριώδης. Ο βωμός όπου θυσιάζει ο Τειρεσίας, ο θρόνος από τον οποίο εκφέρει τους χρησμούς ]

 

Αφηγητής

Μακρύ δρόμο επήρανε, μακρύ δρόμο αφήσανε

-ο Στράτος και ο Βούλης-

τα σύνορα περάσανε, στη Βοιωτία φτάσανε

κι εκεί κοντά στης Λειβαδιάς το Άλσος,

του Αγαμίδη βρήκανε, τον γαμημένο λάκκο.

Οπού ’πεσε  ο Τροφώνιος, τ’ αδέλφι του Αγαμίδη

και ζωντανός ρουφήχτηκε, στα άδυτα του Άδη

και δεν ξανα-εφάνηκε!

Κι όπου μαντείο στήσανε -οι Βοιωτοί-

στη μνήμη του Τροφώνιου

του εξαφανισμένου.

 

Εκεί ’χαν πληροφορηθεί πώς έχει καταφύγει

τους τελευταίους τους καιρούς

ο νέος Τειρεσίας,

ο μάντης ο περίφημος!

Ο τελευταίος γόνος

του γένους των Τειρεσιδών!

Που όπως όλοι ξέρουν, από τα χρόνια τα παλιά

φύλο μπορούν να αλλάζουνε

-μια άντρες, μια γυναίκες –

και έτσι καλά γνωρίζουνε, τα μυστικά αμφοτέρων.

 

Σκεφτήκανε λοιπόν, αυτός,

ο νέος Τειρεσίας,

θα ναι ο πιο κατάλληλος για την περίπτωσή τους.

Μα να προσέξουν έπρεπε, την ημερομηνία,

να τον πετύχουν δηλαδή τη μέρα τη κατάλληλη,

που διέθετε αρχίδια,

και των αντρών το πρόβλημα,  θα το κατανοούσε

καλύτερα,

κι όχι τις μέρες που ’τανε φτιαγμένος Τειρεζίνα.

 

Τώρα θα πρέπει να σας πω, ότι τα βρήκαν σκούρα

σα φτάσαν στου Τροφώνειου το σκοτεινό μαντείο.

Γιατί προτού αντικρίσουνε το διάσημο το μάντη,

δοκιμασίες τρομαχτικές έπρεπε να περάσουνε:

Φίδια να αγκαλιάσουνε,

σκουλήκια να μασήσουνε,

και να ακροβατήσουνε πάνω από μαύρη τρύπα,

απύθμενη,

(κι άλλα πολύ φρικιαστικά, χειρότερα ακόμη

που φέρνουν αναγούλα, αλλά δε πρέπει να τα πω

γιατί ο νόμος του ιερού, ρητά τ’ απαγορεύει!)

Και όταν τα κατάφεραν

– άντρες ήταν γενναίοι –

Η τελευταία έκπληξη:

Τα τιμολόγια του ναού, στα ύψη είχαν ανέβη,

γιατί όπως ανάφερε και μία πινακίδα,

τον τελευταίο τον καιρό, έχει η ζωή ακριβύνει

και οι μισθοί και τα αγαθά, πτερόεντα έχουν γίνει.

Και είπαν οι δύο φίλοι:

μπας

οι πονηροί οι Βοιωτοί, επίτηδες το κάνουν

τους Αθηναίους γείτονες για να περιγελάσουν,

γιατί έχουν άχτι ιστορικό, επάνω τους να βγάλουν;

 

Το θέμα είναι ότι,

δώσε από δω, δώσε από κει,

ως και τον Πριαπάκη – τον Πάκη, το γαϊδούρι–

ενέχυρο τον άφησαν  για να τα βγάλουν πέρα

κι ως τις πηγές να φτάσουν.

 

Κι έτσι –μην τα πολυλογώ, 

της Μνημοσύνης το νερό

αφού ήπιαν, και της Λήθης,

στο τέλος τα κατάφεραν,  τον ένδοξο το μάντη

να δουν αυτοπροσώπως.

 

Ήτανε επιβλητικός!

Δαιμονικός!  Διεισδυτικός! Είχε πολλή σαγήνη!

 Ήταν ψηλός τα μάλα

-και ψεύδιζε μια στάλα.

Μα ήταν σαφής απ’ την αρχή:

 

Τειρεσίας

[Μακρύς χιτώνας και μακρύ μπαστούνι στο μπόι του-πίσω του ένας θρόνος- μπροστά του ο βωμός των θυσιών. Προφέρει το σ=θ και το ζ=δ]

Για να πιάθω επαφέθ, με του Ολύμπου τιθ κορφέθ,

βγάλτε έ(ξ)κθω τα βαλάντια, για να θτήθουμε θυθία.

Και δε θέλω οβολούθ, θκουριαθμένουθ και βαριούθ.

Οι θεοί και οι δαιμόνοι, δεν γουθτάρουν τθιγκουνιέθ.

 

Γι αυτό των Ελλήνων παίδεθ, για να έχετε αποκρίθειθ,

κι όλα να μην πάνε θτράφι,

βάλτε αθήμι και χρυθάφι εδώ πάνω θτην εθτία

και δε θέλω αντιρρήθειθ!

 

Λυσίστρατος

Θα σου δώσουμε ό, τι θέλεις,

δηλαδή ό, τι έχει μείνει στων θυλακίων μας τον πάτο,

μα την πίστη την αγία, φτάνει να τα καταφέρεις

να μας δώσεις απαντήσεις, παραινέσεις, συμβουλές.

Συ που διερευνάς και ξέρεις, των Ολύμπιων τις βουλές

και τι τρέχει αυτές τις μέρες, στις ουράνιες τις σφαίρες.

Όμως πρέπει να σου πούμε:

Τα ’χουμε δοσμένα  όλα,

όσα ως τώρα μας ζητήσαν  του μαντείου οι ανθρώποι,

πού πολύ μας βασανίσαν, μέρες τώρα αναμονή…

 

Κλεόβουλος

Και μελόπητες αφράτες

Και αρνάκι για θυσία

Και μοσχάρι και κριάρι

που αγοράσαμε βαρβατο

και πληρώσαμε αλμηρό

στο παζάρι εδώ πιο κάτω!

 

Λυσίστρατος 

-Αμέ!

 

Τειρεσίας

Ήταν προκαταρκτικά, όλα τούτα που μου λέτε,

για να δούμε αν οι θεοί, δέχονται να θαθ μιλήθουν

Μα αφήθτε τα αυτά -αν τελειώθαν τα λεφτά

Κατεβάδ(ζ)ω τα ρολά!

Τέλειωθε κι βίδ(ζ)ιτά θαθ!

 

Λυσίστρατος

Τειρεσία κάνε κάτι.

Δέξου αύριο να ρθούμε,

μα το Δία, τον παντογνώστη

 

Κλεόβουλος

Κάτι θε να σοφιστούμε…

Κι άλλους παράδες,

-ικανούς-

μα τη πίστη μου θα βρούμε.

 

Τειρεσίας

Αύριο θα ’μαι γυναίκα… Και θα μείνω με φουθτάνια

ένα μήνα πάνω κάτω, να ολοκληρωθεί ο κύκλοθ.

Άμα θέλετε ελάτε,

μα θα είναι η Τειρεδίνα που θα θαθ υποδεχτεί.

Κι επείδη θαθ βλέπω λαύρουθ, ρωμαλαέουθ και βαρβάτουθ,

ίθωθ άλλη γνώμη να’χει κι ίθωθ να θαθ απαντήθει,

αν και δεν το αποκλείω

και τον κώλο να κουνήθει…

 

Κλεόβουλος

Α!, το βύθθινο… χμ… το βύσσινο ας λείπει!

 

Τειρεσίας

Τότε ω άντρεθ Αθηναίοι, θτην πατρίδα θαθ γυρίθτε.

Δίχωθ του πθητού τη τθίκνα και χωρίθ θηκωταριά

χάνω τ’ ουρανού τα ίχνη

και δεν έρχονται οι δαιμόνοι

να μαθ πουν το τι θυμβαίνει.

Γιατί εδώ, θε μαθ, δεν είναι, θαν το θτέκι της Πυθίαθ,

που το δρόμο τηθ για νάβρει και θε έκθταθη να πέθει,

φύλλα πρέπει να μαθάει, θαν να ήτανε κατθίκα!

 

Λυσίστρατος [στο κοινο]

Φύλλα; Φύλλα!

Βρήκα; Βρήκα!

Μα τι έμπνευση! Τι λύση!

Μου ’ρθε τώρα στο κεφάλι.

Φτάνει να τον καταφέρω…

[στον Τειρεσία]

Φεύγουμε μεγάλε μάντη.

Μόνο θέλω να σου πω,

πως για έκσταση αν μιλάμε, στο δισάκι μου εδώ

ξεχασμένα από παλιά, έχω φύλλα από Κοκία

που μου δώσαν κάτι ναύτες, που τους πήρε ένα μπουρίνι

και τους πήγε μακριά, ως του ωκεανού τις άκρες.

Και να ξέρεις:

Απ’ τις δάφνες που μασάει η Πυθία,

το ταξίδι με Κοκία

είναι ανώτερο πολύ!

Τειρεσίας [με ξαφνικό ζωηρό ενδιαφέρον]

Τι λέθθθθ;!

Κάτι έχω ακουθτά.

Φέρε για να δοκιμάθω, κι αν το βότανο δουλεύει

τιθ θυχνότητεθ αν πιάθω, τότεθ επωφεληθείτε

Γιατί δαίμονεθ θα δείτε, που ’ναι πληροφορημένοι

και που θα τα πούνε όλα.

 

Λυσίστρατος και Κλεόβουλος [μαζί]

Είμαστε έτοιμοι ω μάντη.

Να σου πούμε τι ζητάμε;

 

Τειρεσίας

Δε χρειάζεται, το κθέρω!

Ειδαλλιώθ τι μάντηθ θάμαι!

Τώρα άνθρωποι θιγήθτε:

Να μιλήθουν οι θεοί!

[προς τα παρασκήνια-φωναχτά:]

Ατμόθφαιρα!

[Ακολουθούν ηχητικά και φωτιστικά εφέ (τύμπανα, πιάτα, μουσική, ατμοί κλπ) που φτάχνουν ατμόσφαιρα, ο Τειρεσίας σφίγγεται, αλλάζει χρώματα,  στο τέλος επικρατεί σκότος]

(τέλος δεύτερης σκηνής -συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΡΜΟΠΟΙΗΣΗΣ (μετά το προοίμιο, ιδού η πρώτη σκηνή)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Φεβρουαρίου, 2012

Σκηνή πρώτη 

[Φωτίζεται το τμήμα της σκηνής όπου είναι συγκεντρωμένοι οι  εργαζόμενοι: οι γυναίκες και παραδίπλα η ομάδα των ανδρών]

Αφηγητής

Ποιανού του ήρθε έμπνευση ;

Ποιος θέλει να προτείνει,

θέμα, ζήτημα, πρόβλημα να θεατροποιήσουμε;

[Σηκώνεται μία γυναίκα, αλλά αμέσως την πλαισιώνουν κι άλλες και γίνονται κάτι σαν χορός γυναικών. Επίσης, ενώ μιλάνε, αλλάζουν ρούχα, φοράνε τα κατάλληλα σεντόνια, -πριν, απλωμένα εν είδη μπουγάδας ή σκηνικού χωρίσματος- ανασηκώνουν τα μαλλιά και μετατρέπονται σε αρχαίες]

Γυναίκα Α

Εγώ θέλω να πω κάτι,  κι ένα θέμα να προτείνω…

Γιατί ζήτημα υπάρχει, κι είναι μάλιστα επείγον!

Φωνές από κάτω:

Τι; Πες; Πές το!

Γυναίκα Α  

Ποοοού επήγανε οι άντρες; (κοιτάζει διερευνητικά)

Πού επήγαν οι ιππότες;

που σου άνοιγαν τις πόρτες, κι έκαναν στο πλάι πάντα,

να περάσει μια κυρία; [γυρνάει στις άλλες]

Μου το έλεγ’ η γιαγιά μου: «Λίγο χαμηλοβλεπούσα

με τακούνι και με τσάντα και το σύζυγο στην μπάντα!» [επιδοκιμασίες]

Γυναίκα Β

Πού πήγαν οι αρσενικοί; 

Που απλώναν τα σακάκια τους τις λάσπες να περάσεις (στις άλλες)

-Κι αυτό μου τόπε η γιαγιά: ότι στα χρόνια τα παλιά

συνήθιζαν οι άντρες, γυναίκα για να ρίξουνε…

Όλες μαζί:

Εδώ υπάρχει πρόβλημα

και πρέπει να το θίξουμε (λύσουμε)

Γυναίκα Γ

Πού επήγανε τα αγόρια;

Που για τα μισοφόρια,

μπορούσανε να τσακωθούν ;

Και στο νοσοκομείο…

(την διακόπτει μια άλλη:)

Ακόμη και στης φυλακής

τα σίδερα! (μαζί:) να μπουν;

Γυναίκα Α

Ναι, πρέπει να το πω  και να το’ μολογήσω:

Δώσαμε τους αγώνες μας και κάμποσα κερδίσαμε.

Όμως, καθώς παλεύαμε [γυρίζει προς τις άλλες που συμφωνούν

] -και δε γυρνάμε πίσω-

είχαμε στόχους νόμιμους και ξεκαθαρισμένους:

Αυτούς τους άντρες τους σκληρούς, τους κακομαθημένους

να τους αλλάξουμε μυαλά…

Αλλά… [γελάει πονηρά στις άλλες που υπερθεματίζουν]

έτσι και  είχανε και μερικά καλά,

αυτά να μη τα χάσουμε,

γιατί τι να τον κάνουμε

τον άντρα τον λαπά, τον αποτριχωμένο;


Όλες μαζί:

Ω τι κακό είναι πια να ζεις

Καιρό ξεθωριασμένο

Κι άλλους καιρούς πιο ζόρικούς

Κι όχι ξενερωμένους

Να νοσταλγείς….

Γυναίκα Δ (η πιο μικρή και ξαναμμένη σε ρυθμό ραπ)

Που είναι η βαρβαρίλα;

Και οι παλιές αξίες;

Που είν’ τα νταηλίκια;

Που πήγαν τα καμάκια ;

Πού είναι οι εφαψίες;

Κορυφαία (Γυναίκα Α) [–την τραβάει απ’ την κοτσίδα]

Μωρή κάθισε κάτω!

Και άσε τις αηδίες!

Όλες μαζί: [ολίγον υστερικά]

Θέλω  μαμά μου ένα αντρούλη

Λίγο ζορικούλη

Λίγο μασκαρά

Μία Να πληρώνει στην ταβέρνα

Άλλη Στο ταξί στο σινεμά

Άλλη Και να έχει λίγη μπέσα

Όλες Να περάσουμε καλά!

Θέλω να με προστατεύει

Όλα να τα κουβαλά…

Τις γυναίκες να αγαπάει

Να λατρεύει τα μωρά…

[Συμβαίνει κάτι σαν μπουμπουνητό, ξαφνική βροντή Φωτίζεται η τεράστια οθόνη. Εμφανίζεται η επιγραφή Χέρμες Κόμπανυς Στην οθόνη εμφανίζεται παραταγμένη σειρά επιτυχημένων στημένων γυναικών σε στιλ Γιάπα! Κωμικός χορός: κάτι ανάμεσα σε ρομπότ/παρέλαση με γόβα/πασαρέλα (εκδοχή: εκθηλυμένος και πολιτικώς ορθός αυταρχισμός)

Φωνή από μεγάφωνο: [το ρ=γ]

Εδώ Χέγμες Κόμπανυς πα(ρ)γακαλούνται τα στελέχη να αφοσιωθούν αμέσως στην αύξηση της πα(ρ)γαγωγικότητας. Σκέψεις αναπα(ρ)γαγωγής αποκλείονται. Διανομή δονητών στο διάλειμμα. Π(ρ)γόζακ με μέτ(ρ)γο και όχι σε π(ρ)γόζα στο τέλος του ωα(ρ)γίου

[Εμφανίζονται στην οθόνη, σε γκρο πλάν, εμφανώς ξαναφτιαγμένες, οι δυο γριές των ¨εκκλησιαζουσών¨ (που δε θέλουν να αλλάξει τίποτα κι είναι ευχαριστημένες από την νέα την τροπή των πραγμάτων)].

Γριά στην οθόνη

Μα τι θέλουν επιτέλους –μα την Θεία Πραξαγόρα –

τούτες οι μαλακισμένες, τώρα που οι καιροί αλλάξαν;

κι έχουμε το πάνω χέρι;

Δεύτερη γριά

Τώρα που καταφέραμε τόσα ταμπού να ρίξουμε

Τόσες προκαταλήψεις!!!

Κι αντί για όσα έγιναν, με των θεών τη χάρη

και των πλαστικών χειρούργων

το θαυματουργό νυστέρι

να ναι ευχαριστημένες…

αυτές δες,  γκρινιάζουν πάλι!

Πρώτη γριά

Τώρα που τα κωλομέρια απ’ τη θέση τους δε πέφτουν.

Τώρα που και τα βυζιά, σηκωθήκανε ψηλά,

και κοιτάζουνε τα αστέρια…

Δεύτερη γριά

Τώρα που οι ελπίδες οι κρυφές και οι ανο-μολό-γητες

βρήκανε ανταπόκριση

Ας ειν’ καλά η διαφώτιση

-μη κυβερνητική-

Κι η- λίπο-άναρ-ρό-φηση

Πρώτη γριά

Τώρα τι θέλουνε αυτές;

Να μας κάνουνε χουνέρι;

Και οι αρσενικοί ξανά,

να χουνε το πάνω χέρι;

[Και οι δύο]  Άπα-πάπα παπαπά

Δεύτερη γριά

Τώρα Που ως και η γέννα, υποχρεωτική δεν είναι

κι έτσι κι έχεις το Παρά, και δε θέλεις την ευθύνη

πας, νοικιάζεις μια κοιλιά, και γλυτώνεις μια χαρά

κι από την εγκυμοσύνη

κι από τις επιπλοκές …

Χορός γυναικών

Μία είναι η εταιρία!

Μία είναι η μητρική!

Και πολλές και πιο μικρές

είναι οι θυγατρικές.

Κι είναι όλες θηλυκές!

Και εμείς κόρες μπιστικές

του πανέξυπνου Ερμή!

[Οι δικές μας ενώ τραγουδούν, μπαίνουν στη σειρά και απομακρύνονται από το προσκήνιο με βιομηχανικό ρυθμό. -Η οθόνη με τις δύο γριές σβήνει σιγά σιγά] Αφηγητής

Κι όμως θα ’λεγε κανένας πως τα πάνε μια χαρά!

Κι είναι κι επιτυχημένες.

Μα τι θέλουν οι γυναίκες επιτέλους;

Λέτε να ’ναι αυτή εδώ

-Άραγε-

η Αρχή του Τέλους;;;

[Σηκώνεται ένας από τους Άντρες (Λυσίστρατος), και μετά άλλοι, φτιάχνοντας τον χορό των ανδρών – φορούν και αυτοί, καθώς μιλούν, ιμάτια και μεταμορφώνονται σε αρχαίους]

Άνδρας/Λυσίστρατος

Καλά τά ’παν οι γυναίκες. Όμως όλα δε τα λένε.

Γιατί αυτές που ’χουν αλλάξει

είναι εκείνες κι όχι εμείς.

Κλεόβουλος

Αδελφέ μου τι τα θες;

Γίνανε επιθετικές!

Χορός

Μα το Δία! Τι μας λες!

Λυσίστρατος

Και αντί στην Αφροδίτη, την καυτή την ερωτιάρα,

που λατρεύαν μέχρι χτες,

θυσιάζουν στου Ερμή, την πανούργα πονηράδα!

Χορός

Άς τα είναι να τα κλαις!

Λυσίστρατος

Τώρα βγήκαν απ’ τα σπίτια κι ήρθανε στην Αγορά

και ζητάνε με τερτίπια, να διευθύνουν τον παρά…

Κι όλη την οικονομία…

Κορυφαίος Χορού ή όλος ο χορός

Πού  ‘νε η γυναίκα η μάνα;

Κι η καυτή  η ερωμένη;

Κι η καλόκαρδη πουτάνα;

Κι η ναζιάρα κι η μουσίτσα;

Κι  η τρελή καμωματού;

Απαλή και ερωτιάρα;

Που να κρυφτήκανε μου λες;

Τώρα είναι του συρμού

η γυναίκα η τσιτωμένη,

ζόρικη κι εκνευρισμένη.

[όλοι μαζί]

Στο είπα: είναι να τα κλαις!

Λυσίστρατος

Γίνανε όλες τους στελέχη. Αγοράζουν και πουλάνε

και για των αντρών τις κάψες

(όλοι μαζί: Πέρα βρέχει, πέρα βρέχει…) 

Ήμασταν κι εμείς, δε λέω, και αφέντες και τσογλάνια

Το ’χαμε παρατραβήξει, το σκοινί, το παλαμάρι…

Κλεόβουλος

Παραλίγο να μας πνίξει .

Λυσίστρατος

Με πολέμους και συγκρούσεις, μ’ άρματα τρομακτικά

Του θανάτου είχαμε γίνει όργανα.

-Αλλά κι εκείνη

–η Λυσιστράτη-

άλλα είχε υποσχεθεί.

Είπε: αν σταματήσουμε πολέμους να σκαρώνουμε

κι αντί να σκοτωνόμαστε και να ξεκοιλιαζόμαστε,

σπίτια μας αν γυρίσουμε, και στη γλυκιά παστάδα…

Χορός

Άιντε, και στη μπουγάδα, αν είναι αυτό το τίμημα.

Λυσίστρατος

Τότε του έρωτα οι θεοί, αυτοί θα αναλάβουνε.

Κορυφαίος χορού

Η Λυσιστράτη το ’λεγε, μα εμείς δεν την ακούγαμε.

Τον πόλεμο τον κάναμε, και ω τι μοίρα σκοτεινή!

Τον πόλεμο τον χάσαμε!

Λυσίστρατος

Το δίδαγμα το πήραμε, -αργά ήτανε βέβαια.

Τις επιθέσεις πάψαμε, τσακώματα κι αρπάγματα.

Βίαιοι πια δεν είμαστε…

Κι αν οι γυναίκες θέλουνε τα πράγματα να αλλάξουνε,

με αγάπη και με έρωτα

-τι πράγματα ευεπίφορα! και τι ελπίδες νέες !-

την πόλη ας διοικήσουνε,

αντίρρηση δεν έχουμε…

Χορός

Είναι καλοδεχούμενες,

Είπαμε… Τότε.

Κλεόβουλος

Μέχρι και την Πραξαγόρα με τις εκκλή-σιά-ζουσές της

Που ντυθήκανε σαν άντρες, μες την εκκλησία του Δήμου

και κοτσάρανε και γένια,μα και ξύλινα τσουτσούνια

Και που νέους νόμους φτιάξαν…

Κι εμάς μας υποχρέωσαν

-δήθεν της πόλης το καλό, πως το υπαγορεύει-

γριές να καβαλήσουμε, ξερές σταφιδιασμένες…

ως κι αυτό, το ανεχτήκαμε

Αλλά….

Χορός

…τούτες εδώ δε τρώγονται, με εμάς πάλι τα βάζουνε,

Και μας κατηγορούνε…

Κορυφαίος χορού

Πρόταση έχετε καμιά;

Πώς να το ξεπεράσουμε ;


Λυσίστρατος

Να μη τα παρατήσουμε κι απ’ τους θεούς ν’ αρχίσουμε.

Να πάμε στα μαντεία που επι-κοι-νωνία

έχουν με τις Δυνάμεις.

Δε ξέρω αν με πιάνεις;

Χορός

Ναι, το είπες, είναι η λύση:

Για να γίνει το γαμήσι πάλι άπιαστη ηδονή,

πρέπει να πάμε στα μαντεία, και εκεί -καλού κακού-

θα την βρούμε την αιτία του κακού μας ριζικού.

Κορυφαίος

Τότε, τι λες για την Πυθία;

Λυσίστρατος

Σ’ αυτήν όχι.

Χορός

Γιατί όχι;

Λυσίστρατος

Πρώτα απ’ όλα είναι γυναίκα.

Άλλα κι όπως όλοι ξέρουν, άλλα αντ’ άλλων ξεφουρνίζει.

Του ξεκάθαρου του λόγου δεν κατέχει την αξία

και χρειάζεται ερμη-νείες.

Δηλαδή πάλι ο Ερμής, βάζει την ουρά του μέσα

κι ο Ερμής δεν έχει μπέσα.

Κορυφαίος

Τότε πού;

Λυσίστρατος

Έμαθα στη Βοιωτία, στου Τροφώνιου το πηγάδι

έφτασε καινούργιος μάντης.

Είναι από τρανή γενιά και με επάξια θητεία.

Εγώ λέω σε αυτόν να πάμε, διόλου μην καθυστερούμε

κι ύστερα, αφού απ’ το μάντη έγκυρα διαφώ-τιστούμε

για τα αίτια των βασάνων που μας κάτα-τύραν-νούνε,

κι αφού μάθουμε τι τρέχει, εδώ δα στην Εκκλησία

α ξαναβρεθούμε πάλι, αποφάσεις να ληφθούνε

άπο-τέλε-σμάτι-κές,

για του βίου μας το χάλι.

Μέλη Χορού

Χαλάλι!  

Συμφωνώ.  – Κι εγώ κι εγώ!

Κορυφαίος

Και ποιος λέτε να αναλάβει 

την αποστολή ετούτη;

Μέλος χορού

Λέω να ’ναι ο Λυσίστρατος.

Που ίσα με τα τώρα, τα πε καλά -και ήτανε

σωστός μα και  λαλίστατος.

Άλλο μέλος χορού

Κι έπειτα, αμερόληπτος στα σίγουρα θα είναι.

Γιατί τις αγαπάει στο βάθος τις γυναίκες

Τουλάχιστον μιαν απ’ αυτές… [γελάνε πονηρά]

Λυσίστρατος

Εντάξει. Είμαι μέσα.

Και λέω να πάμε δύο,  

δώρα να κουβαλήσουμε στον ήρωα Τροφώνιο,

μα και στον Αγαμίδη, τον αδικοχαμένο.

Κι όσο για τους Βοιωτούς,

που μας αντί-παθούνε

κι αν μάθουνε τα χάλια μας, σίγουρα θα χαρούνε:

δώρα!: στάχτη στα μάτια…

Κορυφαίος

Ας πάει στα κομμάτια!

Και ποιον προτείνεις δεύτερο;

Λυσίστρατος

Το φίλο τον Κλεόβουλο.

Είναι λίγο χοντρούλης, μα στις πορείες αντέχει!

Κορυφαίος

Την έγκριση την έχει.

Λυσίστρατος

Τότε άντρες τι καθόμαστε και επαναπαυόμαστε

στις δάφνες τις παλιές; [στον Κλεόβουλο]

Παίρνουμε το ραβδάκι μας, μαζί και το δισάκι μας…

Κλεόβουλος

Και σε ένα γαϊδουράκι φορτώνουμε τα δώρα

Και ξεκινάμε…τώρα.

Λυσίστρατος  Άιντε, πάμε! (τέλος πρώτης σκηνής )

(συνεχίζεται)

………………………………..

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συνειρμικές μουσικούλες

1.  Tango του 1932 σε μουσική Bobby Collazzo και στίχους Πωλ Μενεστρέλ. 

2.Mama, yo quiero un novio

3.Εγώ είμαι η νέα γυναίκα. «Παναθήναια του 1908».  Στίχοι: Γιώργος Τσοκόπουλος & Μπάμπης Άννινος Μουσική: Vincenzo Di Chiara Eκτέλεση: Κατερίνα Κούκα

4.  Αχ Βαλεντίνα Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης Μουσική: Γιώργος Μητσάκης Πρώτη εκτέλεση: Μαρίκα Νίνου & Γιώργος Μητσάκης & Γιάννης Τατασσόπουλος ( Τερτσέτο )

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Θέλω μαμά έναν αντρούλη (1931)

Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να μην έχει ερωμένη
και να μη φορεί γυαλιά
για να είμαι ευτυχισμένη
και να μη μου αντιμιλά
να’ μαστε οι δυο μονιασμένοι
κι όλο να περνούμε με φιλιά τρελά.

Εν πρώτοις να μη καπνίζει
να πίνει μόνο νεράκι
στα κέντρα να μη γυρίζει
και να χορεύει λιγάκι.

Να έχει άκρα υγεία
στα σπορ να έχει μανία
να ξέρει και πυγμαχία
για τις δικές μας σκηνές.

Θέλω να έχει παράδες
να’ χει θείους και θειάδες
για κληρονομιά.

Απαραίτητος δε όρος
να μη μου ζητά παιδί
να μην είναι δικηγόρος,
δεν τον θέλω ποιητή.

Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να ξέρει γλώσσας πεντ-έξη
να έχει γλώσσα δεν πρέπει,
σαν του μιλώ, ούτε λέξη,
πολλές φορές να μη βλέπει.

Μετάλλια να ‘χει ανδρείας
να είν’ αβρός στας κυρίας
να μην αρνείται αγγαρείας
και να ‘ναι και τρυφερός.

Εγώ είμαι η νέα γυναίκα

Κάτω τα βέλα και τα καπέλα
και οι ουρές και τα πομ – πομ και τα φτερά
δεν θέλω φούστες, κορσέδες, σούστες
και οι καυγάδες, οι κουζίνες, τα μωρά.

Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω, [ψηφίζω]
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.

Δεν θέλω άντρες, κουμπιά και χάντρες
και παραιτούμαι από το νοικοκυριό,
δεν θα γυρεύω να μαγειρεύω
και εις τον άντρα μου θα κάνω το θεριό.

Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.

Αχ Βαλεντίνα

Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
μόρτικα κομμένα τα μαλλιά σου
σαν αγοροκόριτσο η μηλιά σου
‘έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
‘έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις

Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
είσαι μια μποέμισσα σπουδαία
κάνεις την πιο όμορφη παρέα
στα μπουζούκια σαν πηγαίνεις
και χασάπικο χορεύεις
ξετρελαίνεις την Αθήνα
κι όλοι οι μάγκες σ’ αγαπούνε ι
και παντού σε συζητούνε Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις

‘Έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
‘έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΡΜΟΠΟΙΗΣΗΣ (αρχίζει κάπως έτσι…)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Φεβρουαρίου, 2012

Συνοδευτική μουσικούλα: SCOTT JOPLIN The Ragtime Dance ( γράφτηκε το 1906)



 

Προοίμιο

[Η σκηνή αναπαριστά το κεντρικό σημείο της αίθουσας συγκεντρώσεων μιας μεγάλης εταιρείας, όπου έχουν τοποθετηθεί, παράξενα μηχανήματα με πολύχρωμους δείκτες και φωτάκια.

Υπάρχει συνεργείο τηλεόρασης που ετοιμάζεται να ¨τραβήξει¨ στιγμιότυπα.

Με το άνοιγμα της αυλαίας μπαίνουν τα στελέχη Α (άνδρας) και Γ (γυναίκα).

 

Στέλεχος Α

Είναι όλα εδώ εντάξει; Γιατί όπου να ’ναι φτάνουν…

 Στέλεχος Γ

Ναι. Νομίζω ότι μπορούμε και να τους υποδεχτούμε…

 Στέλεχος Α

Καλωδιώσεις; Διασυνδέσεις;

 Στέλεχος Γ

Όλα εντάξει!

Όλα μπήκανε απ’ τους ίδιους, τους στενούς τους συνεργάτες

του διασήμου ερευνητή Μιχαλάκη Κελκλιμένου,

της ψυχής αναλυτή, διανοητή και εφευρέτη,

και της Νέας Εποχής, ήρωα διακεκριμένου.

[δείχνει τις παράξενες μηχανές τριγύρω]

Φέρανε υπολογιστές, μηχανήματα μυστήρια,

και οθόνες και κονσόλες,

πρίζες, βύσματα, καλώδια

και τις διασυνδέσεις όλες,

τις εκάναν μοναχοί τους.

 Στέλεχος Α

Α, εντάξει! [εμπιστευτικά]

Κοίτα, είναι σοβαρό!  Και πολλές είναι οι καριέρες

που απολύτως εξαρτώνται, απ’ το πείραμα αυτό.

 Στέλεχος Γ

Το καταλαβαίνω πλήρως. Είναι κατανοητό

πως μετά τη νέα κρίση και τ’ αδιέξοδα τα νέα,

είναι η τελευταία ελπίδα.

Κι αν το πείραμα αποτύχει…

 Στέλεχος Α

Όχι, μη το λες. Δεν θέλω

να ακούω εικασίες,

πρόωρους πεσιμισμούς και απαισιοδοξίες,

Παρά λέγε:

Βγήκε ανακοίνωση σ’ όλους τους εργαζόμενους;

Και κυρίως προς εκείνους, που συμπτώματα εμφανίσαν

πως την ίωση την νέα, ενδεχόμενα κολλήσαν;

 Στέλεχος Γ

Ναι, αρχίζουμε απ’ αυτούς.

Έχουν όλοι προσκληθεί, κι έχει υπογραμμιστεί,

και με bold και δια ροπάλου:

Ολονών η παρουσία, είναι υποχρεωτική!

 Στέλεχος Α

Έτσι πρέπει. [ψάχνει τις τσέπες του]

Για να δω.

Δεν τις ξέχασα, είναι εδώ…

Λέω για τις σημειώσεις, γιατί πρέπει να εκφωνήσω

επίσημο χαιρετισμό.

 Στέλεχος Γ

Ετοιμάσου,

γιατί ήρθαν οι δικοί μας. Έφτασε η πρώτη ομάδα…

[Εύθυμη αλλά εμφαντική μουσική: Μπαίνει η ομάδα των εργαζόμενων -άνδρες και γυναίκες- παραπατώντας κωμικά και σκουντουφλώντας ο ένας στον άλλον]

Η ασφάλεια τους φέρνει

σηκωτούς,

δες, κινούνται σαν χαμένοι, όλοι καταπλακωμένοι,

έρμαια της νέας αρρώστιας…

Αλλά κοίτα κι απ’ την άλλη, έφτασε κι ο Κεκλιμένος…

[Μπαίνει ο καθηγητής, κάπως σαν του Κάλκουλους (Τουρνεζόλ) του κόμικ Τεν Τέν: Μακριά επιστημονική ρόμπα, στρογγυλά γυαλιά, παπιγιόν, φαλάκρα με πέριξ αχτένιστη φουντωτή κώμη, μουστακάκι και μούσι].

 Στέλεχος Α [σπεύδει προς τον καθηγητή και του δίνει το χέρι]

Χαίρετε καθηγητά!

Είναι ομολογουμένως

ευχαρίστηση μεγάλη, η παρουσία σας εδώ.

Και προσωπικά δική μου, αλλά και της εταιρείας…

Κεκλιμένος [δίνει το χέρι του στα δύο στελέχη]

Είμαι ο δόκτωρ Κεκλιμένος,

της ψυχο-τεχνολογίας, άσος αναγνωρισμένος,

[προς το στέλεχος Γ]

κι από την υποδοχή σας ασφαλώς γοητευμένος,

έτοιμος να απαντήσω, σ’ ερωτήσεις και απορίας

ευχαρίστως και ασμένως!

Στέλεχος Γ [χαιρετάει κι αυτή τον καθηγητή]

Η συνεργασία μαζί σας και την άξια ομάδα

διαπρεπών επιστημόνων, που επάξια οδηγείτε

είναι πλέον μόνη ελπίδα…

Στέλεχος Α (την διακόπτει και βγάζει τις σημειώσεις του)

Επιτρέψατέ μου δόκτωρ, να αναφέρω εν συντομία

τα κυριότερα σημεία, που τη νέα επιδημία

αφορούν και περιγράφουν

-Μια που ήρθε κι η Τι Βι-

του πειράματος αυτού, για να γίνει αντιληπτή,

από κάθε θεατή, η μεγάλη σημασία.

 Κεκλιμένος

Παρακαλώ.

 Στέλεχος Α

Που λέτε,

απ’ εκεί που ήμασταν όλοι,

(εργοδότες, εταιρείες), κατά-ενθουσιασμένοι

που κοπήκαν οι παλιές κι αντιπαραγωγικές,

σκορποχέρες παροχές,

και που φτιάξαμε μια νέα γενεά εργαζομένων,

ημι-απασχολουμένων,

με ωράριο ελαστικό, αμοιβές συντετμημένες,

-και με τα συμφέροντά μας, και τη Νέα Εποχή,

τέλεια συγχρονισμένες-

Να σου που απρόσμενα…

εμφανίστηκε ιός!

Φοβερός και τρομερός!

Πλήττει τους εργαζομένους!

Και η παραγωγικότης πέφτει, πιο πολύ κι από παλιά.

Και η ύφεση αρχίζει, σαν θηρίο που ξυπνά,

όλα να τα απειλεί.

Και… χωρίς σήμα να δώσει και να προειδοποιήσει

ξαφνικά, η επιδημία,

γίνεται απειλητική!

Κι οι εργαζόμενοι τα χάνουν…

Πιο πολύ οι ελαστικοί, κι οι μισό-ασφαλισμένοι.

Σκουντουφλούν, παραπατάνε, σ’ έναν λόξυγκα κολλάνε

κάθε τόσο.

Κάθε αίσθηση δικαίου, κι αν την είχανε την χάνουν.

Κι αν η κρίση ωριμάσει;

Ή φουσκώνουνε και σκάνε, σαν ελαστικοί που είναι,

μ’ ένα παταγώδες ¨Μπαμ¨!

Ή εάν την προσπεράσουν, γίνονται σκληρόπετσοι

μ’ ελαστική συνείδηση, και πολύ επικίνδυνοι.

Στέλεχος Γ

Και δεν ξέρεις τι να κάνεις, μήτε και υπάρχουν λύσεις.

Δεν τους προσέλαβες ποτέ, κι έτσι τώρα δεν μπορείς,

ούτε  να τους απολύσεις…!

 Στέλεχος Α

Αγαπητέ καθηγητά.

ξέρετε κι εσείς καλά, ότι κάτι δε πηγαίνει

κι ότι η πραγματικότης, τις προβλέψεις αντιβαίνει…

 Κεκλιμένος

Ακούσατέ με αγαπητοί.

Ενεδίφησα αρκούντως, εμβριθώς, σχολαστικώς,

εις το πρόβλημα το νέον –τον ατίθασον ιόν-

που ανεφάνη απροβλέπτως, αλλά και ακαριαίως

Όμως,

Εγώ και η ομάδα μου, η επι-στημο-νική

πάντα σε συνεργασία, αμοιβαίως ωφελή,

με την Μέγιστη Εταιρεία,

πρόγραμμα εκπονήσαμε και επινοήσαμε

μία νέα θεραπεία.

 Στέλεχος Α και Γ

Μπράβο, προφεσόρε, μπράβο [χειροκροτούν]

 Κεκλιμένος

Και ελπίζω ότι τώρα, θα μπορέσω ν’ αποδείξω

Ότι εάν αναμείξω, νέα μηχανολογία,

με αρχαίες πρακτικές, θεατρο-μιμητικές,

το παιχνίδι θα κερδίσω και θα αποκαταστήσω,

την εργασιακή ηρεμία!

Δείτε τώρα τι θα γίνει:

Ένας, ένας, οι ασθενείς, το κεφάλι τους θα βάλουν

μεσ’ την κάσκα εκεί πέρα, που αχνο-φεγγοβολάει.

Έτσι, θα υποβληθούνε σε λογο-ακτινοβολία

και θα τους λυθεί η γλώσσα

–σίγουρα θα πουν καμπόσα!

Παραλλήλως, θα εισπνεύσουν, εκεί δα στον ψεκαστήρα

μια ουσία καινοτόμο,

αμιγώς χειροφτιαγμένη εις τα εργαστήριά μου

κι ένα φάρμακο θα πιούνε, που θε να τους απαλλάξει

από τις ψευδο-αναστολές.

Τότε,

μία τεχνική παλιά, κι απελεύθ-ερωτική,

σίγουρη, δοκιμασμένη σε παλιές τελετουργίες,

παραστάσεις, τελετές

-την θεατροθεραπεία-

θα τους κάνω, να μιλήσουν.

Όχι ασυνάρτητα, αλλά μέσα σ’ ένα κύκλο

νοημάτων και πλοκής.

(Και το μόνο που δεν ξέρω, αλλά σύντομα θα δείξει,

είναι τι θέμα θα διαλέξουν, αυθορμήτως, αυτομάτως,

-κι ασφαλώς ασυνειδήτως-

καί αυτό-σχεδιασμούς, γύρω του θα επιχειρήσουν).

Κι όταν φτάσουν στον πυρήνα, και να πάρουνε θελήσουν

αποφάσεις για το μέλλον,

τότε παρεμβαίνω εγώ, κι όλα τα καθοδηγώ

για της νέας κοινωνίας το πραγματικό συμφέρον

(αλλά και της Εταιρείας).

Είμαστε έτοιμοι;

Στέλεχος Α

Βεβαίως!

[οι υπόλοιποι, τηλε -συνεργείο, νεύουν καταφατικά]

 Κεκλιμένος

Ας αρχίσουμε λοιπόν!

[Μουσική: αρχίζει ο χορός της κάσκας, κατά τον οποίο οι εργαζόμενοι μπαίνουν εναλλάξ κάτω από την κάσκα (κάτι αν ανάμεσα σε κάσκα εξερευνητή και σε κάσκα κομμωτηρίου), εισπνέουν από τον ψεκαστήρα, και παίρνουν, σε πλαστικό ποτηράκι, το μαντζούνι, από έναν αυτόματο διανομέα υγρών , ψιθυρίζοντας ρυθμικά και όλο πιο δυνατά: «κάσκα, ψεκασμός, μαντζούνι –κάσκα, ψεκασμός, μαντζούνι».

Σε κάποιο σημείο, ο Κεκλιμένος τραβάει ένα μοχλό και στην οθόνη εμφανίζεται ένας μονόχειρας ληστής του οποίου περιστρέφονται οι ροδέλες: η περιστροφή σταματά σε τριπλή ζωγραφιά αρχαίας γυναίκας, ή στην επιγραφή ¨Λυσίστρατος¨ οπότε οι εργαζόμενοι αποκτούν και περιφέρουν ένα μικρό πλακάτ, όπου αναγράφεται ο ρόλος ή οι ρόλοι που θα παίξουν στο παιχνίδι. Οι υπόλοιποι κινούνται επίσης ρυθμικά.

Μετά η σκηνή σκοτεινιάζει αργά, η μουσική χαμηλώνει, και εμφανίζεται στην οθόνη η εναρκτήρια επιγραφή (–ίσως και σχετικό σκίτσο) που προβάλλεται όσο διαρκεί η μουσική, περίπου τη διάρκεια ενός μικρού διαλείμματος, όσο χρειάζεται για να διαβαστεί το κείμενο και οι υποσημειώσεις.]

Επιγραφή:

Ο Θίασος «ό, τι ήθελε προκύψει» και ο συγγραφέας

(άλλοι συντελεστές)

Παρουσιάζουν

την μονόπρακτη παροδία (*)

Ο Λυσίστρατος

τον καιρό της Ερ’μοποίησης(**)

 

Σκηνικό παιχνίδι

πολιτικώς καθήμενο και επαναπαυμένο

(στις δάφνες του)

Τόπος: Ελλάδα-Ευρώπη

Χρόνος : στο παρακάτι

 ………………………. 

(*) Προς ορθογραφικώς ορθίους:

Παροδία: αφήγηση των δρώμενων στις παρόδους και τις παραπαρόδους της Ιστορίας

(**) Κατόπιν εμβριθών μελετών:

Ερ’μοποίηση: χειροποίητος νεολογισμός, που μπορεί εδώ να νοηθεί ως προερχόμενος:

1. Όσο αφορά στο πρώτο σκέλος από:

α) το όνομα του αρχαίου θεού Ερμή

β) το επίθετο έρμος(-η) = μονάχος, κακομοίρης, φουκαράς

γ) το ουσιαστικό (η) έρημος (στην συγκεκομμένη εκδοχή ¨ερ’μος¨) = μεγάλη άγονη έκταση,

και, (με λίγο ζόρι),

δ) το επίθετο έρμαιος (α) =παρασυρμένος, χωρίς δική του βούληση, ετεροκινούμενος

2. Όσο αφορά το δεύτερο σκέλος,

από τη λέξη ¨ποίηση¨, νοούμενη ως ¨φτιάξιμο¨ 

(πρβλ τη γνωστή φράση: ¨με την ποίηση φτιάχνομαι¨ )

  

(τέλος προοιμίου- συνεχίζεται…)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Ιανουαρίου, 2012

Δόξα σ’ όποιον φρενάρει, / γλιστράει, μα δεν πατάει

τ’ ανέμελο βατράχι / το δρόμο που περνάει.

Και δόξα στον μουρντάρη / πού  έκλεισε το μάτι

σε εκείνη που οι άλλοι / αφήνανε αμανάτι .

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

Δόξα στον μπάτσο που / κόβει τις λιμουζίνες,

το δρόμο σαν διασχίζουν / οι αδέσποτες ψιψίνες.

Μα και  στον ερωτύλο / που τα έριξε με πάθος

σε εκείνη που οι άλλοι / της φύσης ’λέγαν λάθος.

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

Δόξα σ’ εκείνον που / περνάει και δε μιλάει,

σαν σκούζουν, αλυχτούνε / ¨τσακάλια¨,  ¨παπαγάλοι¨.

Μα και στον Καζανόβα / που απτόητος φλερτάρει

με εκείνη που οι άλλοι / νομίζουν δίχως χάρη.

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

Δόξα στον ιερέα / που άπιστους συγχωράει,

τη μισαλλοδοξία / με αγάπη ξεπερνάει.

Μα και στον ερωτιάρη / που γέμισε φιλιά

εκείνη που οι άλλοι / κρατούσαν μακριά.

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

Δόξα στον στρατιώτη / που αμάχους να σκοτώσει

αρνήθηκε με πείσμα / και τώρα θα πληρώσει

Και δόξα στον μπερμπάντη / που άλλαξε τα γούστα

σ’ αυτήν που αμπαρωμένη / εκραταγε τη φούστα

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!.

Δόξα σε εσέ Αδελφή / πού αισθάνθηκες το χρέος

Και ζέστανες στο χέρι  / ενός κουλού το πέος.

Μα και στον Δον Ζουάν / που έκανε να ανθίσουν

οπίσθια λες φτιαγμένα / μόνον για να καθίσουν.

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

Και Δόξα…

Σ’ όσους, αφού δεν έχουν / πλέον ιδανικά

να μη τα σπάν’ στους άλλους / φροντίζουν τώρα πια.

Μα και στον εραστή / -σε πείσμα του καθένα-

που φρόντισε γι αυτή / που αλλιώς θα ‘ταν παρθένα.

Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!

(Ελεύθερη απόδοση του  Δον Ζουάν του Μπρασένς)
Το τραγούδι με τον Ζόρζ Μπρασένς

Με τους «Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει»

Georges Brassens, 1976.
DON JUAN

Gloire à qui freine a mort, de peur d’ecrabouiller

Le hérisson perdu, le crapaud fourvoyé!
Et gloire à don Juan, d’avoir un jour souri
A celle à qui les autres n’attachaient aucun prix!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.

Gloire au flic qui barrait le passage aux autos
Pour laisser traverser les chats de Léautaud!
Et gloire à don Juan d’avoir pris rendez-vous,
Avec la délaissée, que l’amour désavoue!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.

Gloire au premier venu qui passe et qui se tait
Quand la canaille crie « haro sur le baudet »!
Et gloire à don Juan pour ses galants discours
À celle à qui les autres faisaient jamais la cour!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.

Et gloire à ce curé sauvant son ennemi
Lors du massacre de la Saint-Barthélémy!
Et gloire à don Juan qui couvrit de baisers
La fille que les autres refusaient d’embrasser!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.

Et gloire à ce soldat qui jeta son fusil
Plutôt que d’achever l’otage à sa merci!
Et gloire à don Juan d’avoir osé trousser
Celle dont le jupon restait toujours baissé!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut

Gloire à la bonne soeur qui, par temps pas très chaud
Dégela dans sa main le pénis du manchot
Et gloire à don Juan qui fit reluire un soir
Ce cul déshérité ne sachant que s’asseoir
Cette fille est trop vilaine, il me la faut

Gloire à qui n’ayant pas d’idéal sacro-saint
Se borne à ne pas trop emmerder ses voisins!
Et gloire à don Juan qui rendit femme celle
Qui, sans lui, quelle horreur! serait morte pucelle!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Έρωτας εικονικός

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Δεκεμβρίου, 2011

Εάν το ότι οι Εσκιμώοι έχουν πολλές λέξεις για τα πράγματα που γνωρίζουν καλά, όπως το χιόνι, σημαίνει κάτι, τι να σημαίνει άραγε ότι εμείς εδώ (στην κάτω δεξιά άκρη της Ευρώπης) για να αποδώσουμε το μή αληθινό έχουμε (και λέμε): ψεύτικο, απατηλό, πλαστό, κίβδηλο, κάλπικο, δήθεν,τάχα, φτιαχτό, σικέ, κι άλλα που δε μού ‘ρχονται αυτή τη στιγμή;

(από τις συνειρμικές σκέψεις, καθώς προσπαθούσα να ταιριάξω λέξεις για να σας φτιάξω μια απόδοση στα Εληνικά της «ψεύτικης ιστορίας»  του Μπρασένς)

Μια ψεύτικη

ιστορία

Πάνω σε φόντο γαλανό,

κουκλόσπιτο εξοχικό,

είχε και κεραμοσκεπή

αυθεντικά συνθετική.

Δίπλα σε θάμνο πλαστικό

είχε πηγάδι ψεύτικο,

που τίποτα τ’ αληθινό

ποτέ δε θα ’βγαινε απ’ αυτό.

Να κι η σπιτονοικοκυρά,

στο περιβάλλον μια χαρά

που δένει -σαν σε κωμωδία,

σε μένα, να, έρχεται η κυρία.

Κι  εγώ κρατώ λίγα λουλούδια,

που τώρα μοιάζουν μαραμένα,

πλάι στου κήπου της τα άνθη

που ζωηρά είναι βαμμένα.

Το ψεύτικο γκαζόν περνώ,

στο σπίτι την ακολουθώ,

εδώ φωτιά έχει αναμμένη

που καίει δίχως να ζεσταίνει.

Να κι ο μπουφές –θεόρατος,

στιλ Φούφουτος ενδέκατος!

Να και βιβλία αραδιασμένα

με το κιλό αγορασμένα.

Σικέ χαλιά και πανοπλίες,

ψεύτικες  οι τοιχογραφίες,

φτιαχτή στο μάγουλο η ελιά

και για στολίδια: χαϊμαλιά…

Ψεύτικα νύχια και γκριμάτσες,

πιάνο που παίζει νότες φάλτσες,

με πλήκτρα γνήσια πλαστικά,

-με ελέφαντα σχέση καμιά!

Στων ψεύτικων κεριών το φως

σήκωσε τις δαντέλες της

και μου είπε ¨αν δεν κάνω λάθος,

είσαι το πρώτο μου το πάθος!¨

Δήθεν ντροπή και συστολή,

τάχατες έρωτα εμπλοκή,

νόθο, που ξέπεσε ως εδώ,

ουρί απ’ τον έβδομο ουρανό.

Το μόνο λίγο αληθινό

σ’ αυτή την ψεύτικη ιστορία,

είν’ πως για τούτη την κυρία

πραγματική είχα αδυναμία.

Κι ήταν αληθινή η σουβλιά

που ένοιωσα μέσα στην καρδιά

σαν πήγε να ερωτευτεί

μ’ αληθινό Ψευτο-Ποιητή.

Η Αφροδίτη είχε θελήσει

για μας να ψευδομαρτυρήσει

κι ο Έρως αντί να πάρει θέση,

είχε αρνηθεί να καταθέσει.

Παρά όλα αυτά, ομολογώ

-και δεν παραδοξολογώ-

ότι χρωστάω στην κυρία

μια ώρα γνήσια ευτυχία!

Σε ήχο:

1. Ο Μπρασένς αυτοπροσώπως

2. Σε τσίγκινο ήχο από τον Gobodobro.

3. Από την contreband-jazz-band 

4. Η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα

Histoire de faussaire

Se découpant sur champ d’azur

La ferme était fausse bien sûr,

Et le chaume servant de toit

Synthétique comme il se doit.

Au bout d’une allée de faux buis,

On apercevait un faux puits

Du fond duquel la vérité

N’avait jamais dû remonter.

Et la maîtresse de céans

Dans un habit, ma foi, seyant

De fermière de comédie

A ma rencontre descendit,

Et mon petit bouquet, soudain,

Parut terne dans ce jardin

Près des massifs de fausses fleurs

Offrant les plus vives couleurs.

Ayant foulé le faux gazon,

Je la suivis dans la maison

Où brillait sans se consumer

Un genre de feu sans fumée.

Face au faux buffet Henri deux,

Alignés sur les rayons de

La bibliothèque en faux bois,

Faux bouquins achetés au poids.

Faux Aubusson, fausses armures,

Faux tableaux de maîtres au mur,

Fausses perles et faux bijoux

Faux grains de beauté sur les joues,

Faux ongles au bout des menottes,

Piano jouant des fausses notes

Avec des touches ne devant

Pas leur ivoire aux éléphants.

Aux lueurs des fausses chandelles

Enlevant ses fausses dentelles,

Elle a dit, mais ce n’était pas

Sûr, tu es mon premier faux pas.

Fausse vierge, fausse pudeur,

Fausse fièvre, simulateurs,

Ces anges artificiels

Venus d’un faux septième ciel.

La seule chose un peu sincère

Dans cette histoire de faussaire

Et contre laquelle il ne faut

Peut-être pas s’inscrire en faux,

C’est mon penchant pour elle et mon

Gros point du côté du poumon

Quand amoureuse elle tomba

D’un vrai marquis de Carabas.

En l’occurrence Cupidon

Se conduisit en faux-jeton,

En véritable faux témoin,

Et Vénus aussi, néanmoins

Ce serait sans doute mentir

Par omission de ne pas dire

Que je leur dois quand même une heure

Authentique de vrai bonheur.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Aνθός κρυμμένος (σε πετσί αγελάδας)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Νοεμβρίου, 2011

Εδώ παρακάτω σας έχω ένα  ερωτικά αγανακτισμένο, τυραννιστικά σαγηνεμένο και σίγουρα  πολυτραγουδισμένο, δημιούργημα του Μπρασένς, με μουσική σε δύο εκδοχές:  η πρώτη απλή κι απελπισμένη (αλά Μπρασένς φυσικά), η δεύτερη απλή και στριφογυριστή. Στη πρώτη το ρεφρέν είναι μια φράση μόνο:

Με τραβολόγαγε από την καρδιά

…από της καρδιάς μου την άκρη

Στη δεύτερη η επωδός αποτελεί μια παρομοίωση που εμπεριέχει ανθό, αγελαδίτσα και, βέβαια, σούρσιμο/τραβολόγημα και εγώ, για να βγει παραστατικότερα η απόδοση, πρόσθεσα και μια σουσουράδα, παραμένοντας, ελπίζω, στο κλίμα.

Λουλουδάκι (κρυμμένο σε πετσί αγελάδας)

Ερωτευμένος δεν υπήρξε στη Γη

όσο εγώ, πιασμένος στην παγίδα,

μα μοναχός μου άνοιξα την πληγή

τα δυο της στήθη από κοντά σαν είδα

Ανθός κρυμμένος σε πετσί αγελάδας,

αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,

χάρη και νάζι πού ‘χει σουσουράδας

και πίσω της σε σέρνει ολοταχώς.

*

Η Φύση της χάρισε θέλγητρα χίλια

φωτιά σ’ ανάβουν μόλις την αγγίξεις

κι εγώ που με έτρωγε λιγάκι κι η ζήλια

διαρκώς ζητούσα αγάπης αποδείξεις.

Ανθός κρυμμένος μέσα σε αγελάδα,

αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,

που σου κουνιέται σα τη σουσουράδα

και πίσω της σε σέρνει, δυστυχώς!

Όχι πως είχε κουκούτσι μυαλό

πνεύμα δεν είχε, μοναχά καπρίτσια

μα, είπα, στον έρωτα δεν είναι λογικό

σοφίες να απαιτείς από τα κορίτσια.

Ανθός κρυμμένος σε πετσί αγελάδας,

αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,

χάρη και νάζι πού ‘χει σουσουράδας

και πίσω της σε σέρνει ολοταχώς.

*

Ως που μια μέρα άνοιξε τα φτερά,

μακριά μου εχάθη αφήνοντάς με μόνο

κι όλα τα βότανα και τα γιατρικά

δεν φτάνουν να μου γιάνουνε τον πόνο.

Πολύ την αγάπησα, αλλά τώρα πια

τη συγχωρώ, δεν της κρατώ κακία,

που έχει διαλύσει τη φτωχή μου καρδιά

κι άλλη αγάπη δε χωράει καμία.

Ανθός κρυμμένος μέσα σε αγελάδα,

αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,

που σου κουνιέται σα τη σουσουράδα

και πίσω της σε σέρνει, δυστυχώς!

Σε ήχο: O Brassens στην πρώτη εκδοχή:

*

Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η Αγελαδίτσα

*

Εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα

Η ¨αγελαδίτσα¨ (όμορφο λουλουδάκι) στα αραβικά:

*

…και στη γλώσσα των Κρεολών στης Καραϊβικής

*

Στη διάλεκτο των Λομβαρδών (Μιλανέζικα) από τον Νάννι Σβάμπα

*

…και στα ιταλικά από τον Σάλβο Λο Γκάλμπο

*

ή, αν προτιμάτε, στα ισπανικά:

*

ή από υπαίθρια χορωδία:

Une jolie fleur dans une peau de vache

Jamais sur terre il n’y eut d’amoureux

Plus aveugle que moi dans tous les âges
Mais faut dire que je m’était creuvé les yeux
En regardant de trop près son corsage.

Une jolie fleur dans une peau de vache

Une jolie vache déguisée en fleur

Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.

Le ciel l’avait pourvue des mille appas
Qui vous font prendre feu dès qu’on y touche
L’en avait tant que je ne savais pas
Ne savais plus où donner de la bouche.

Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.

Elle n’avait pas de tête, elle n’avait pas
L’esprit beaucoup plus grand qu’un dé à coudre
Mais pour l’amour on ne demande pas
Aux fille d’avoir inventé la poudre.

Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.

Puis un jour elle a pris la clef des champs
En me laissant à l’âme un mal funeste
Et toutes les herbes de la Saint-Jean
N’ont pas pu me guérir de cette peste.

Je lui en ai bien voulu mais à présent
J’ai plus de rancune et mon coeur lui pardonne
D’avoir mis mon coeur à feu et à sang
Pour qu’il ne puisse plus servir à personne.

Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 1 Comment »

Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2011


Θα πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι εγώ προσωπικά τις κυρίες αυτές δεν τις γνωρίζω. Ούτε εκείνες της εποχής του Μπρελ, ούτε τις μεταγενέστερες. Κι έτσι, όταν πρωτοάκουσα το τραγούδι, τις φαντάστηκα κάτι σαν αγκαζαρισμένες ηπειρώτισσες να χορεύουν γύρω γύρω την ¨καραγκούνα¨. Προφανώς τα πράγματα (οι εν λόγω κυρίες) είναι κάπως αλλιώς, αλλά εγώ μία φορά όλη κι όλη έχω πάει στις Βρυξέλλες και σας διαβεβαιώνω ότι ουδεμία μου προέκυψε επαφή με Φλαμανδή χορεύτρια (ούτε με Βαλλώνα –για να τα λέμε όλα).

Ξέρω πάντως ότι ο Ζακ Μπρέλ ήταν, από τη μεριά του πατέρα του, φλαμανδικής καταγωγής και, όσο να ‘ναι, κάτι θα ήξερε σχετικά. Μεταφέρω εδώ την (λιγο πολύ χιουμοριστική) εκδοχή για τις βορειοβελγίδες συμπατριώτισσές του,  έτσι, για να γνωριζόμαστε λίγο καλύτερα μεταξύ ευρωπαίων (και το αυτοσαρκαστικό χιούμορ είναι καλός οδηγός για κάτι τετοιο).

Προσθέτω ότι,  μια που όλοι έχουμε μπλέξει σε μια συλλογική περιπέτεια, (ευρωπαϊκοί λαοί εναντίον καταβροχθιστικών τεράτων με ταμεία γαμψά) καλό θα είναι να γνωριστούμε καλύτερα γιατί μόνο συντονισμένα θα μπορέσουμε ίσως να τη βγάλουμε καθαρή…

… έχουμε λοιπόν σε ήχο


1. Τον ίδιο τον Ζακ Μπρελ

.

2. Την Μπαρμπαρά

.

3. Piêro, les flamandes

.

4. Την απόδοση στα ελληνικά που σας ετοίμασα

Και σε κείμενο

1. Την απόδοση (αφιερωμένη στους φίλους που με διαβάζουν στις Κάτω Χώρες)

2.Τους στίχους στα γαλλικά  

Οι Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν

Μιλιά, τις μετρημένες Κυριακές

Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν

Οι Φλαμανδές είναι γυναίκες σιωπηλές

Χορεύουν γιατί είναι είκοσι χρονών

Κι οι εικοσάρες πρέπει να λογοδοθούν

Για να μπορέσουνε μετά να παντρευτούν

Και μάνες να γινούν γερών παιδιών

Αυτός, τους είπαν οι γονιοί, είναι ο σκοπός

Τόπε κι ο ηγούμενος και το ‘πε αυστηρά

Το ‘πε ο παπάς, και των παπάδων ο αρχηγός

Γι αυτό χορεύουνε, χορεύουν στη σειρά

Οι Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές

Οι Φλα – οι Φλα – οι  Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν ριγούν

Δεν έχει πάθος στον χορό της Κυριακής

Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν ριγούν

Οι Φλαμανδές προκύπτουν αξιοπρεπείς

Χορεύουν γιατί είναι στα τριάντα πια

Πως  όλα πήγανε καλά να δείξουν πρέπει

Το ζυθοβότανο,  το στάρι, τα παιδιά

Όλα σε τάξη, αν ο Θεός το επιτρέπει

οι Φλαμανδές ειν’  των γονιών τους το καμάρι

Kαι του Ηγούμενου που ψέλνει δυνατά

Kαι του παπά που του Θεού δίνει τη χάρη

Γι αυτό χορεύουνε, χορεύουν στη σειρά

Οι Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές

Οι Φλα – οι Φλα – οι  Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές χορεύουν –δεν χαμογελούν

Χωρίς χαμόγελα ο χορός τις Κυριακές

Οι Φλαμανδές χορεύουν –δεν γελούν

Οι Φλαμανδές είναι γυναίκες σοβαρές

Χορεύουν γιατί πιάσαν τα εβδομήντα χρόνια

Πως  όλα πήγανε καλά να δείξουν πρέπει

Το ζυθοβότανο,  το στάρι, τα εγγόνια

Όλα σε τάξη, ο Θεός αν το επιτρέπει

Σαν τις μανάδες τους τα μαύρα εφορέσαν

Σαν τον ηγούμενο που αναμασάει ρητά

Σαν τον παπά, που τα κηρύγματα τ’ αρέσαν

Κληροδοτούν, γι αυτό χορεύουν στη σειρά

Οι Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές

Οι Φλα – οι Φλα – οι  Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές χορεύουν τεντωμένες

Χωρίς χαλάρωμα ο χορός τις Κυριακές

Οι Φλαμανδές χορεύουν τεντωμένες

Δεν χαλαρώνουνε ποτέ οι Φλαμανδές

Χορεύουν γιατί φτάσαν στα εκατό

Και στα εκατό σωστό να δείξουν κρίνουν

Πως  έχουνε καλό ποδαρικό

Στάρι και ζυθοβότανο άφθονα  θα  απομείνουν

Κι αυτές θα πάνε τους γονιούς ν’ αναζητήσουν

Και τον παπά που κείται εκεί κοντά

Και τον ηγούμενο εκεί θα  συναντήσουν

Γι αυτό χορεύουνε… για τελευταία φορά

Οι Φλαμανδές

Οι Φλαμανδές

Οι Φλα – οι Φλα – οι  Φλαμανδές

Les Flamandes :

Les Flamandes dansent sans rien dire

Sans rien dire aux dimanches sonnants

Les Flamandes dansent sans rien dire

Les Flamandes ça n’est pas causant

Si elles dansent c’est parce qu’elles ont vingt ans

Et qu’à vingt ans il faut se fiancer

Se fiancer pour pouvoir se marier

Et se marier pour avoir des enfants

C’est ce que leur ont dit leurs parents

Le bedeau et même Son Eminence

L’Archiprêtre qui prêche au couvent

Et c’est pour ça et c’est pour ça qu’elles dansent

Les Flamandes

Les Flamandes

Les Fla – Les Fla – Les Flamandes

Les Flamandes dansent sans frémir

Sans frémir aux dimanches sonnants

Les Flamandes dansent sans frémir

Les Flamandes ça n’est pas frémissant

Si elles dansent c’est parce qu’elles ont trente ans

Et qu’à trente ans il est bon de montrer

Que tout va bien que poussent les enfants

Et le houblon et le blé dans le pré

Elles font la fierté de leurs parents

Et du bedeau et de Son Eminence

L’Archiprêtre qui prêche au couvent

Et c’est pour ça et c’est pour ça qu’elles dansent

Les Flamandes

Les Flamandes

Les Fla – Les Fla – Les Flamandes

Les Flamandes dansent sans sourire

Sans sourire aux dimanches sonnants

Les Flamandes dansent sans sourire

Les Flamandes ça n’est pas souriant

Si elles dansent c’est qu’elles ont septante ans

Qu’à septante ans il est bon de montrer

Que tout va bien que poussent les petits-enfants

Et le houblon et le blé dans le pré

Toutes vêtues de noir comme leurs parents

Comme le bedeau et comme Son Eminence

L’Archiprêtre qui radote au couvent

Elles héritent et c’est pour ça qu’elles dansent

Les Flamandes

Les Flamandes

Les Fla – Les Fla – Les Flamandes

Les Flamandes dansent sans mollir

Sans mollir aux dimanches sonnants

Les Flamandes dansent sans mollir

Les Flamandes ça n’est pas mollissant

Si elles dansent c’est parce qu’elles ont cent ans

Et qu’à cent ans il est bon de montrer

Que tout va bien qu’on a toujours bon pied

Et bon houblon et bon blé dans le pré

Elles s’en vont retrouver leurs parents

Et le bedeau et même Son Eminence

L’Archiprêtre qui repose au couvent

Et c’est pour ça qu’une dernière fois elles dansent

Les Flamandes

Les Flamandes

Les Fla – Les Fla -Les Flamandes

Posted in Μπρελ στα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όταν είναι κανείς Βλαξ (Το χάσμα των γενεών)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Αυγούστου, 2011

Περί βλακείας έχουν γραφτεί πολλές εξυπνάδες. Και βλακείες επίσης. Θα αποτολμούσα, ίσως, να πω ότι η βλακεία αποτελεί προνομιούχο πεδίο για τη διατύπωση «εξυπνακισμών», δηλαδή μιας εννοιολογικής κατηγορίας που ακροβατεί ανάμεσα στο μέτριο/κακό χιούμορ και την αμιγή βλακεία. Δεν το λέω όμως γιατί διαισθάνομαι ότι το πεδίο είναι ναρκοθετημένο από την ίδια τη ζωή. Ο μπάρμπα Φιοντόρ (Ντοστογιέφσκι) εμπλούτισε τη λογοτεχνία με την περιγραφή ενός υπέροχου ηλίθιου, ενώ, αντίστροφα,  αν επιχειρήσετε μια (ας πούμε κοινωνιολογική) διερεύνηση γύρω από το  ποια είναι η μέση εικόνα του ¨μη βλάκα¨ [ξύπνιου, καπάτσου, καταφερτζή, σπίρτου, γατονίου, σαϊνίου, ανοικτομάτη, αετονύχη, ευέλικτου, πονηρού-με-την–καλή(!)-έννοια],  στη σημερινή κοινωνία, θα εκπλαγείτε από την τάση για αυτοχειριασμό της εν λόγω κοινωνίας, η οποία προκρίνει ως πιο ¨έξυπνα¨ (άρα έγκριτα)  τα αντικοινωνικότερα από τα στοιχεία (στοιχειά) που διαθέτει.

Ας περάσουμε όμως στην γελοιογραφική μεγέθυνση της βλακείας, που, σε μία από της ελληνικές της εκδοχές έχει τις (ονοματοποιητικές) ρίζες στο αρχαιοελληνικό ρήμα ¨μαλάσσω¨.  Επί του προκειμένου θα πρότεινα το εξής πείραμα: πληκτρολογήστε στον Γκούγκλη (ή άλλη ανιχνεύουσα μηχανή) την πιο παγκοσμιοποιημένη από τις λέξεις του νεοελληνικού ρεπερτορίου  [¨μαλάκας¨(*)], περιδιαβείτε τα ευρήματα και θαυμάστε το πλήθος και την ποικιλία των καλλιτεχνικών και μη επιτευγμάτων που έχουν κατασκευαστεί/στηριχτεί  απάνω της.  Είναι περισσότερα από όσα φαντάζεστε.

Θα μου πείτε ότι κάτι τέτοιο είναι εντέλει απολύτως αναμενόμενο μια που η λέξη, στην εξελισσόμενη νεοελληνική, δεν σημαίνει απαραιτήτως ¨βλάκας¨, αλλά (ενίοτε) και ¨δικός μου¨, ¨έμπιστος¨, ¨δικαιολογημένος¨, ¨έντιμος¨, φορολογικώς εν τάξει¨, ¨φιλότιμος¨  και πιθανώς και άλλα, υπό διαμόρφωση. Συμφωνώ. Γι’ αυτό εξ άλλου η περιήγηση στην αυτοκρατορία Του  έχει ενδιαφέρον.

Ας σημειώσουμε επίσης ότι μερικά από τα βασισμένα στον περί ου ο λόγος όρο (¨μαλάκας¨) πονήματα διαθέτουν το σωσίβιο του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού, επομένως αξίζουν επισήμανση και αναπροβολή.

Σε αυτό το σημείο οι πιο υποψιασμένοι από τους επισκέπτες του ιστολογοφόρου(**) θα έχουν ήδη ψυλλιαστεί ότι επίκειται η παρουσίαση ακόμη ενός τραγουδιού του Μπρασένς (ενός από τα κάμποσα επί του θέματος). Και έχουν δίκιο. Πρόκειται για το γνωστό ¨Quand on est  con¨ (1961), όπου ο όρος ¨con¨ έχει μεν διαφορετική ετυμολογία, αλλά ανάλογο εννοιολογικό περιεχόμενο.

Πρώτα όμως μερικές διευκρινιστικές σημειώσεις

  1. Ο Μπρασένς έχει μελοποιήσει  τμήμα δικού του ποιήματος δημοσιευμένου με τίτλο Le temps ne fait rien à l’affaire  Το ποίημα, όπως και το μελοποιημένο απόσπασμα αναφέρεται κυρίως στη βλακεία των ηλικιακών άκρων (νέοι, γέροι), στην αναμεταξύ τους ¨αντιπαράθεση¨  και τη δημιουργία του περιβόητου ¨χάσματος των γενεών¨.
  2. Το ποίημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον ποιητή Γ. Βαρβέρη   (Georges Brassens «Ο Γορίλας και άλλα ποιήματα», εκδόσεις “Ύψιλον”, 1983) και προσαρμοστεί για της ανάγκες της (δικής του) μελοποίησης από τον  τραγουδοποιό Θόδωρο Αναστασίου ( δίσκος “Μικρή ζωή”, 1997). Το βιβλίο δεν κατάφερα να το βρω στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, το παράγγειλα και ελπίζω να βρεθεί. Το τραγούδι και το κείμενο το παραθέτω όπως το βρήκα στο διαδίκτυο.

(*)Ο αυτόματος διορθωτής του word (κάνει ότι) αγνοεί τη λέξη ¨μαλάκας¨, σου τη βγάζει λάθος και σε προσκαλεί να την προσθέσεις στη λίστα με δική σου πρωτοβουλία και ευθύνη, πράγμα που σημαίνει ή ότι προέρχεται από άλλο πλανήτη (μια που η λέξη προκύπτει παγκοσμίως γνωστή) ή ότι είναι ένας ανεπανορθώτως σεμνότυφος ηλεκτροδιορθωτής.

(**) Χαίρομαι που η λέξη ¨ιστολογοφόρο¨ άρχισε να υιοθετείται και από άλλα ιστολόγια. Η λέξη πλάστηκε για να δηλώνει την προτεραιότητα του λόγου ακόμα κι όταν αυτός συνοδεύεται από εικόνες και ήχους

Ακολουθούν 1. Σε ήχο:

1. Το τραγούδι Le temps ne fait rien à l’affaire (Quand on est  con) από τον δημιουργό  του (1961)

2.  Quand on est eletrocon (διασκευή)

3. Σε διασκευή Τζαζ (κουαρτέτο Plein Jazz)

4. Ανάγνωση της απόδοσης των στίχων στα ελληνικά που σας έφτιαξα

5. Το τραγούδι ¨Οι μαλάκες¨  (Brassens, Γ.Βαρβέρης, Θόδωρος Αναστασίου ¨Μικρή Ζωή¨ 1997).  (Ο Γ. Βαρβέρης -χάθηκε πρόσφατα- είναι εξαιρετικός ποιητής, και ο Αναστασίου ευαίσθητος τραγουδοποιός, επομένως αργά ή γρήγορα θα επανέλθουμε).

 

Και σε κείμενο:

  1. Οι στίχοι του τραγουδιού (δεν βρήκα το συνολικό ποίημα στα γαλλικά)
  2. Η απόδοση των στίχων στα ελληνικά
  3. Οι στίχοι (Μπρασένς, Βαρβέρης) προσαρμοσμένοι από τον Αναστασίου.

Le temps ne fait rien à l’affaire (Quand on est  con)

Quand ils sont tous neufs,

Qu’ils sortent de l’œuf,

du cocon.

Tous les jeunes blancs becs

prennent les vieux mecs

pour des cons.

Quand ils sont venus les têtes chenues,

les grisons.

Tous les vieux fourneaux prennent les jeunots

pour des cons.

Moi qui balance entre deux âges Je leur adresse à tous un message.

Le temps ne fait rien à l’affaire.

Quand on est con, on est con!

Qu’on ait 20 ans, qu’on soit grand-père

Quand on est con, on est con!

Entre vous plus de controverses,

Cons caduques ou cons débutants.

Petits cons de la dernière averse

Vieux cons des neiges d’antan

Vous les cons naissant, les cons innocents,

les jeunes cons,

Qui, ne le niez pas, prenez les papas pour des cons.

Vous les cons âgés, les cons usagés,

les vieux cons.

Qui, confessez-le, prenez les p’tits bleus pour des cons.

Méditez l’impartial message d’un qui balance entre deux âges.

Le temps ne fait rien à l’affaire.

Quand on est con, on est con!

Qu’on ait 20 ans, qu’on soit grand-père

Quand on est con, on est con!

Entre vous plus de controverses,

Cons caduques ou cons débutants.

Petits cons de la dernière averse

Vieux cons des neiges d’antan

Όταν είναι κανείς βλαξ (Το χάσμα των γενεών)

Πριν βγουν απ’ τ’ αυγό, το είδα και εγώ,

κάτι μικροί

λεν πως όλοι οι μεγάλοι έχουνε χάλι

κι είναι χαζοί.

Μα σαν θα ωριμάσουν, στάση θα αλλάξουν

κάποια στιγμή

θα λέν’ οι μπουνταλάδες: οι πιτσιρικάδες

πως ειν’ οι χαζοί

Μα εμένα ακούστε με ηρεμία, που είμαι στη μέση ηλικία

Το χάσμα των γενεών δεν φταίει

κι ας μην γκρινιάζετε εναλλάξ

είτε ξεκούτες είτε νέοι

ο βλάκας μένει πάντα βλαξ.

Μαλάκες νέας εσοδείας, μαλάκες της παλιάς γενιάς

κάντε μια νέα συμμαχία, γιατί ο καυγάς είναι μπελάς

κάντε μια συμμαχία νέα, κακός μπελάς  ειν’ ο καυγάς.

Βλάκες περιωπής, βλάκες της στιγμής

νέοι ζαβοί

που να πουν για πλάκα, τον μπαμπά μαλάκα

ζητούν αφορμή.

Ηλικιωμένοι, ελαφρά φθαρμένοι

γέρο στραβοί

που δεν υποχωρείτε και για όλα θαρρείτε

πως φταιν’ οι μικροί.

Εγώ, της μέσης ηλικίας, σας στέλνω μήνυμα ομονοίας:

Αδέλφια κόψτε τις αηδίες,

βλάκες παλιοί ή του κουτιού,

μαλάκες  νέας εσοδείας,

μαλάκες του παλιού καιρού.

Το χάσμα των γενεών δεν φταίει

κι ας μην γκρινιάζετε εναλλάξ

είτε ξεκούτες είτε νέοι

ο βλάκας μένει πάντα βλαξ

είτε ξεκούτες είτε νέοι

ο βλάκας παραμένει βλαξ

Οι Μαλάκες

Σαν είναι νέοι και σκάνε μύτη, από τις φάκες, από το σπίτι
βρίζουν, καπνίζουν και βλαστημάνε, στα καφενεία κωλοβαράνε

Φρέσκοι μαλάκες, νέοι κι ωραίοι, ζητάνε δόξα, γυρεύουν κλέη
γέροι μαλάκες, ανοίξτε δρόμο , τώρα οι νέοι, έχουν το λόγο

Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση
έχω ένα μήνυμα λίγο σκληρό, που δεν θ’ αρέσει:

Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο
είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας είναι μαλάκας

Νέοι αθώοι, γέροι με πείρα, μ’ άδειο κεφάλι, με σκέψη στείρα
μη μου τσακώνεστε, μη μου λυπάστε , όλοι με βούλα, μαλάκες θα ‘στε

Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση
έχω ένα μήνυμα πιο θετικό, θα σας αρέσει:

Πάρτε τα πλοία, τ’ αεροπλάνα, διακοπές κάντε για πάντα
τσάμπα κρασί, φαΐ και ξάπλες, τσάμπα γυναίκες που θέλουν βλάκες

Πληρώνω εγώ και κάτι φίλοι, μ’ ό,τι λεφτά μας έχουν μείνει
κι αν δεν μας βγαίνουν τα έξοδά μας , θα δανειστούμε για τη χαρά μας

Μόνοι στην πόλη, δίχως μαλάκες θα είναι ωραία
καλό κρασί, πέντ’-έξι φίλοι και λίγη θέα

Μα η χαρά μας, δεν πιάνει τόπο, γιατί οι μαλάκες έχουν τον τρόπο
Από τη στάχτη ξαναγεννιούνται κι όλους εμάς δεν μας λυπούνται

Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο,
είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας, είναι μαλάκας

Λίγο κι εγώ ανησυχώ μήπως τους μοιάσω
αν το τραγούδι μου το συνεχίσω και σας κουράσω

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Misogynie a part / Μισογυνισμού εξαιρουμένου (Παλιοί καλλιτέχνες κατά της άνοιας της ¨πολιτικής ορθότητας¨).

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Ιουλίου, 2011

Κατά τη διάρκεια του περασμένου (20ου ) αιώνα, ορισμένοι Ευρωπαίοι λαϊκοί καλλιτέχνες, συχνά σε αντιπαράθεση με τη ραγδαία αναπτυσσόμενη πολιτισμική βιομηχανία, κατάφεραν να αναδειχτούν σε σημεία αναφοράς για μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ξεπερνώντας τα συνήθη πολιτισμικά όρια και τις ήδη υπάρχουσες ¨ετικέτες¨.

Ιδιαίτερα στην (αυτονόητα) λαϊκή τέχνη του τραγουδιού (που αποτελεί και το συνηθέστερο φορέα της λαϊκής ποίησης), μερικοί από αυτούς τους καλλιτέχνες αναδείχτηκαν σε ενοποιητικά κοινωνικά σύμβολα με τεράστια απήχηση, παρά την συνήθως αρνητική ή αδιάφορη στάση, τόσο της καθεστωτικής, όσο και της εμπορευματικής επικοινωνιακής εξουσίας (η απόλυτη ταύτιση αυτών των δύο μορφών επικοινωνιακής εξουσίας είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο -στο παρελθόν κρατούσαν μια αμοιβαία απόσταση, έστω για τα ¨μάτια του κόσμου¨).

Ένας τέτοιος καλλιτέχνης υπήρξε πχ για τον ελληνόφωνο χώρο ο Στέλιος Καζαντζίδης ή ο Βασίλης Τσιτσάνης, για τον γαλλόφωνο ο Ζωρζ Μπρασένς και άλλοι, στην Ιταλία μπορούσες (και μπορείς ακόμη) να συναντήσεις αποκόμματα περιοδικών με την εικόνα του Αντριάνο Τσελεντάνο κολλημένα σε παρμπρίζ φορτηγών, σε ενοριακές λέσχες, σε κομμωτήρια και συνεργεία, ενώ τις λίγες φορές που παρουσιάζεται, θυμοσοφώντας, στα μεγάλα μέσα γίνεται χαμός θεαματικοτήτων.

Πέρα από την διαχρονικότητα, την εμβέλεια και την γνήσια λαϊκή τους καταγωγή, ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσα σε τέτοιου είδους καλλιτέχνες είναι ο μη ¨πολιτικά ορθός ¨ (συχνά σατυρικός ή σαρκαστικός, ενίοτε μελοδραματικός) τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τα θέματά τους.

Θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα ξενέρωτο, αλλά όχι για αυτό το λόγο λιγότερο ιδιοτελές κίνημα της εποχής της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού, επινοημένο για να προφυλάξει από την επιδιωκόμενη γενική αποδόμηση, κάποιους τομείς γενικότερης χρήσεως, όπως κάποιες -ακόμα χρήσιμες για τις νέες εξουσίες- ανθρώπινες ευαισθησίες, πριν τις διοχετεύσει σε (ελεγχόμενες) ¨μη κυβερνητικές¨ οργανώσεις ή ¨Αρχές¨.

Πράγματι, άλλα ήταν τα ζόρια τον καιρό που στην Ευρώπη ανθούσαν, έξω από τα εμπορικά κυκλώματα, οι παραπάνω καλλιτέχνες. Ωστόσο παρατηρώ ότι, αν όχι αυτά καθαυτά (όχι όλα) τα μηνύματα και οι προβληματισμοί του καιρού εκείνου, τουλάχιστον ο αυθόρμητος και μη υποκριτικός, μη κυνικός, μη πραγματιστικός, λόγος τους, λειτουργεί ακόμη.

Σήμερα, βέβαια, η¨ γενική αναγνώριση¨ μερικών από αυτούς έχει τρόπον τινά επέλθει. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιους καλλιτέχνες κουβάλησε μαζί της μια γενιά που αναρριχήθηκε στην εξουσία τραγουδώντας τους, για να τους εγκαταλείψει αμέσως μετά, με δύο τρόπους: είτε προσπαθώντας να τους μετατρέψει σε αποστειρωμένους θεσμούς είτε επιλέγοντας αυστηρά και προωθώντας μόνο τμήματα της δουλειάς τους.

Γι αυτό, λέω, εδώ να εξακολουθήσουμε να ψάχνουμε για πηγαία λόγια και νότες, παλιών ή πρόσφατων καιρών (έστω για παρηγοριά στον άρρωστο…) και για σήμερα bien sûr

έχουμε Μπρασένς και Misogynie a part (Μισογυνισμού εξαιρουμένου).

Σημείωση 1. Ο Μπρασένς αρχίζει ορμώμενος από μία ρήση του Πολ Βαλερί ¨Il y a trois sortes de femmes: les emmerdantes, les emmerdeuses et les emmerderesses¨.

Σημείωση 2. Στη θέση του Claudel, ίσως όχι επαρκώς γνωστού στην Ελλάδα ως εκπρόσωπου του ακαδημαϊκού ύφους, προτίμησα τους αρχαίους τραγικούς. Ενίοτε έχουν κι αυτοί τα θύματά τους.

Σημείωση 3. Το ανέβασμα στο ιστολογοφόρο, οι ηχογραφήσεις και το ραπ ψάλσιμο, έγιναν σε συνθήκες εκδρομής, κάπως (πολύ) άτσαλα. Ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη θα τα συμμαζέψω κατά το δυνατόν.

Σημείωση 4. Στην ελληνική απόδοση έβαλα τελευταία την 6η στροφή, γιατί καταλήγει πιο αποφατικά από την 8η.

Οπότε, ακούστε και διαβάστε:

Σε ήχο:

1. O Brassens στο Misogynie apart

2. Την απόδοση που σας έφτιαξα: Μισογυνισμού εξαιρουμένου

3. Την απόδοση στα ιταλικά του Nanni Svampa : Lei mi rompe

4. Κάτι το ανάλογο, χιουμοριστικό και ελληνικό της ιδίας περιόδου Σερσέ λα φαμ (1948 Βασίλης Τσιτσάνης και Ε. Λαμπίρη)

5. Επίσης: των Παπαδόπουλου, Γιαννακόπουλου, Σακελλάριου

Η Γυναίκα είναι ζημιά (Φ. Πολυμέρης 1953)

Και τα κείμενα

1. Του Βρασένς: Misogynie a part

2. Η απόδοση στα ελληνικά: Μισογυνισμού εξαιρουμένου

3. Σερσέ λα φαμ

4. Η γυναίκα είναι ζημιά

Misogynie a part

Misogynie à part, le sage avait raison

Il y a les emmerdant’s, on en trouve à foison

En foule elles se pressent

Il y a les emmerdeus’s, un peu plus raffinées

Et puis, très nettement au-dessus du panier

Y a les emmerderesses

La mienne, à elle seul’, sur tout’s surenchérit

Ell’ relève à la fois des trois catégories

Véritable prodige

Emmerdante, emmerdeuse, emmerderesse itou

Elle passe, ell’ dépasse, elle surpasse tout

Ell’ m’emmerde, vous dis-je

Mon Dieu, pardonnez-moi ces propos bien amers

Ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde, ell’ m’emmer-

de, elle abuse, elle attige

Ell’ m’emmerde et j’regrett’ mes bell’s amours avec

La p’tite enfant d’Marie que m’a soufflée l’évêque

Ell’ m’emmerde, vous dis-je

Ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde, et m’oblige à me cu-

rer les ongles avant de confirmer son cul

Or, c’est pas callipyge

Et la charité seul’ pouss’ ma main résignée

Vers ce cul rabat-joie, conique, renfrogné

Ell’ m’emmerde, vous dis-je

Ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde, je le répète et quand

Ell’ me tape sur le ventre, elle garde ses gants

Et ça me désoblige

Outre que ça dénote un grand manque de tact

Ça n’favorise pas tellement le contact

Ell’ m’emmerde, vous dis-je

Ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde , quand je tombe à genoux

Pour cetain’s dévotions qui sont bien de chez nous

Et qui donn’nt le vertige

Croyant l’heure venue de chanter le credo

Elle m’ouvre tout grand son missel sur le dos

Ell’ m’emmerde, vous dis-je

Ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde, à la fornication

Ell’ s’emmerde, ell’ s’emmerde avec ostentation

Ell’ s’emmerde, vous dis-je

Au lieu de s’écrier: » Encor ! Hardi ! Hardi ! «

Ell’ déclam’ du Claudel, du Claudel, j’ai bien dit

Alors ça, ça me fige

Ell’ m’emmerde, ell’ m’emmerde, j’admets que ce Claudel

Soit un homm’ de génie, un poète immortel

J’reconnais son prestige

Mais qu’on aille chercher dedans son œuvre pie

Un aphrodisiaque, non, ça, c’est d’l’utopie

Ell’ m’emmerde, vous dis-je

Μισογυνισμού εξαιρουμένου

Μισογύνης αν είμαι, δεν το ξέρω αδέλφια

Μα υπάρχουν, στριμμένες που διαλύουν τα κέφια

Μάτσα υπάρχουν, δεσμίδες

Είναι οι σπαστικές, που είν’ γεμάτος ο τόπος

Οι προβληματικές, δες και στρίβε όπως, όπως

Είναι και οι σπαζαρχίδες

.

Η δική μου από μόνη της τα καταφέρνει

Ναν ’ προβληματική, σπαστική και στριμμένη

Αλλά και σπαζαρχίδω

Πρόκειται για ένα θαύμα, τέτοιο δεν έγιν’ άλλο

Πως αντέχω δεν ξέρω, -και ποσώς υπερβάλω-

Μα δε μπορώ να ξεφύγω

Θεέ μου συγχώρεσέ με, η υπομονή μου ξεφτάει

Μου τα πήζει, τα διαλύει, τα γκαστρώνει, τα σπάει

Και μου τα θρυμματίζει

Και η θύμηση εκείνη, με την Χριστιανοπούλα

Που μου έκλεψε ο επίσκοπος και δεν την ξαναείδα

Πίσω ξαναγυρίζει

.

Για να της πιάσω τον κώλο, πάντα με υποχρεώνει

Νύχια, κάλους να κόβω κι έτσι με ξενερώνει

Και δεν είναι κι η Αφροδίτη!

Κι αν εν τέλει τον πιάνω, είν’ γιατί βάζω ζόρι

Αν και θα ‘θελα να ‘μουν στα βουνά και τα όρη

Κι όχι σ’ αυτό το σπίτι

Μ’ ενοχλεί σαν αγγίζει τη γυμνή μου κοιλιά

Μα φορώντας τα γάντια ¨έτσι είναι πιο υγιεινά¨

Και μου φέρνει φαγούρα

Αυτό  σημαίνει επίσης, ότι η αγωγή

Λείπει πια απ’ τους ανθρώπους κι όπως λένε πολλοί

Εδώ θέλει μαγκούρα  

.


Με ενοχλεί, με ενοχλεί, ως και στην συνουσία

Που ενοχλείται κι αυτή, σκέτη ψυχρολουσία

Και μου φέρνει ναυτία

¨Κι άλλο!¨, αντί να φωνάζει, ¨δωσ’ τα, θέλω πολύ!¨

Στίχους μου απαγγέλει, Αισχύλο και Σοφοκλή

Θεέ μου τι τραγωδία!


Και εντάξει, δε λέω, είναι ωραίοι οι αρχαίοι

Καλλιτέχνες μεγάλοι, συγγραφείς κορυφαίοι

Και αξίζουνε μνεία

αλλά πως λειτουργεί ο αρχαίος τους στίχος

γι αφροδισιακό, μάλλον είναι ένας μύθος

είναι μια ουτοπία

.

Κι όταν για χάρη της πέφτω, ως και στα γόνατα πια

Τιμές για να αποτίσω στης ηδονής τη σπηλιά

(Αυτό σε μας ειν’ συνήθεια)

Αυτή πως της προσευχής  ήρθε η ώρα νομίζει

Και το προσευχητάρι, στην πλάτη μου στηρίζει

Πες μου αν δεν είναι ηλίθια

Σερσέ λα φαμ (Αναζητήστε τη γυναίκα)

Χασάπικο.

Μουσική και στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης

Πρώτη ηχογράφηση: 1948

Πρώτη εκτέλεση: Ελένη Λαμπίρη και Βασίλης Τσιτσάνης

Κι αν γυρίζουμε ξενύχτηδες τα βράδια

Κι αν ρομάντζες τραγουδάμε στα σκοτάδια

Κι αν τα νιάτα μας τα κάναμε ρημάδια

Και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ’

Σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ

Κι αν δεν πάμε στη δουλειά μας και στο σπίτι

Κι αν ο Έρως μας τραβάει σαν το μαγνήτη

Κι αν γουστάρουμε τον βίο τον αλήτη

Και δεν έχουμε το σήμερα να φάμ’

Σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ

Κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια

Κι αν στα μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια

Κι αν τα τρώμε μέχρι φράγκο στα μπουζούκια

Και στην ψάθα κακομοίρηδες ψοφάμ’

Σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ

Η γυναίκα είναι ζημιά

Μουσική: Θόδωρος Παπαδόπουλος

Στίχοι: Χρήστος Γιαννακόπουλος & Αλέκος Σακελλάριος

Πρώτη εκτέλεση: Φώτης Πολυμέρης

Η γυναίκα είναι ζημιά,

μην μπλεχτείτε με καμιά,

μην μπλεχτείτε με καμιά,

η γυναίκα είναι ζημιά!

Γιά κάποια Μπέττυ, πρωτοβγήκα πιτσιρίκος στο κουρμπέτι,

γιά κάποια Νίνα, ένα βράδυ πήρα είκοσι κινίνα,

γιά κάποια Ρόζα, ξευτελίστηκα Σταδίου Σανταρόζα

και γιά μιά Νίκη, περπατούσα τρεις χρονιές στη Σαλονίκη.

Η γυναίκα είναι ζημιά,

μην μπλεχτείτε με καμιά,

μην μπλεχτείτε με καμιά,

η γυναίκα είναι ζημιά!

Για κάποια Στέλλα, μου τη στήσανε μια νύχτα στη Καστέλα,

για κάποια Ρίνα, την εδάγκωσα τρελά τη λαμαρίνα,

για μια Μιράντα, εξηλώθηκα, παιδιά, μέχρι τιράντα

και για μια Ρέα, φεύγω τώρα εθελοντής για την Κορέα.

Η γυναίκα είναι ζημιά,

μην μπλεχτείτε με καμιά,

μην μπλεχτείτε με καμιά,

η γυναίκα είναι ζημιά!

Γιά κάποια Σόνια, με τραβάγανε δέκα οκτώ γκαρσόνια,

γιά κάποια Μπίλλυ, με ρημάξανε δυό μάγκες στο σκαμπίλι,

για μι’ Αντιγόνη, μού στραβώσανε τρεις πόντους το σαγόνι

και για μια Μόνια, με ταράξανε στα σάπια τα λεμόνια.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι, ΣΧΟΛΙΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , | 2 Σχόλια »

Και τώρα η Φερνάνδα!

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Ιουνίου, 2011

Μετά το νοσταλγικό/ρομαντικό Les passantes και το σαρκαστικό/αυτοειρωνικό Trompe la mort, λέω να κλείσω (προς το παρόν) τον κύκλο των (ερασιτεχνικών) αποπειρών απόδοσης τραγουδιών του Μπρασένς στα ελληνικά, με την περίφημη Fernande

H Fernande είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ελευθερόστομα τραγούδια του Γάλλου συνθέτη – ποιητή, πολυμεταφρασμένο και πολυτραγουδισμένο. Για τις ελληνικές αποδόσεις/μεταφράσεις και τους σχετικούς προβληματισμούς σας παραπέμπω στο πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου,  Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία  και συγκεκριμένα εδώ από όπου και δανείστηκα (διαδικτυακή αδεία, μα ούτως ή άλλως ευχαριστώ) και τη ¨ζωντανή¨ ηχογράφηση του τραγουδιού από τον Δημήτρη Μπόγδη.

Εδώ θα ήθελα να προσθέσω μόνο μια επί μέρους παρατήρηση:

Όπως ξέρουν όσοι ασχολούνται με θέματα επικοινωνίας, η αποτελεσματικότητα (εμβέλεια, διεισδυτικότητα, πειστικότητα) των μηνυμάτων (και εκείνων από αυτά που διεκδικούν καλλιτεχνική υπόσταση), δεν εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενό τους (το οποίο είναι ως ένα σημείο σταθερό και δεδομένο στην αρχική του μορφολογική καταγραφή, αλλά αρχίζει ήδη να αλλοιώνεται με την πρώτη προσπάθεια μετάφρασης/απόδοσης που θα του τύχει), αλλά εξαρτάται και από μια σειρά άλλων (ρευστών) παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους σημαντικός είναι η ευαισθησία και ο τύπος προσληπτικότητας του εκάστοτε ακροατηρίου.

Έτσι η προσέγγιση/επέμβαση σε οποιοδήποτε μήνυμα (και οπωσδήποτε στο καλλιτεχνικό) δεν μπορεί να αποφύγει κάποιους προβληματισμούς ιστορικού/διαχρονικού χαρακτήρα.

Τα λέω αυτά γιατί θέλω να υπογραμμίσω ότι αλλιώς δρούσε, επηρέαζε, συγκινούσε η ελευθεροστομία (του Μπρασένς και πολλών άλλων καλλιτεχνών) στις δεκαετίες του 40, του 50, άντε και των αρχών του 60 και αλλιώς σήμερα.

Τότε, ο κατεστημένος καθωσπρεπισμός (αμήχανος, έκθετος, ένοχος  για την απραξία και τις αντιφάσεις του, τόσο κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης, όσο και μετά), ήταν ένας πρόσφορος στόχος της απελευθερωμένης  γλώσσας των (νέων συνήθως) λογοτεχνών. Και αυτή η ¨επίθεση¨ απέδιδε απελευθερωμένες ανάσες.

Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, το αντίστοιχο του τότε ¨καθωσπρεπισμού¨ αποτελείται από ένα υβριδικό κατασκεύασμα  όπου αναμειγνύονται η καθεστωτική ¨πολιτική ορθότητα¨ και μια ¨εντυπωσιακή¨ (αποβλέπουσα στον εντυπωσιασμό) μιντιακή βωμολοχία, συν ολίγη από υποτιθέμενη εξοικείωση με ό,τι έχει να κάνει με την εμπορευματική εκδοχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αυτό το (μεταμοντέρνο) συνονθύλευμα δεν μπορεί να θιχτεί από τα χοντρά λόγια που στο παρελθόν λειτουργούσαν απελευθερωτικά.

Έχω την εντύπωση ότι ο σημερινός (μεταμοντέρνος και ¨πολιτικώς ορθός¨) καθωσπρεπισμός δυσανασχετεί (και βάλλεται) περισσότερο από τον διάχυτο ρομαντισμό και την ενδόμυχη ευγένεια του Μπρασένς παρά από τις (σήμερα: τζάμπα μαγκιά) τυχόν προκλητικές του λέξεις.

Εδώ παρακάτω σας έχω:

  1. Το κείμενο της ¨Φερνάνδας¨ στα γαλλικά
  2. την απόδοση που έφτιαξα προσπαθώντας κυρίως να χωράνε οι λέξεις στις νότες (χωρίς πολύ ζόρι, είπαμε)

και σε ήχο:

Τον Μπρασένς: Ανεπίσημη ηχογράφηση με παρέα 

Την ηχογράφηση του Δ. Μπόγδη που πήρα από τον Σαραντάκο 

Την ηχογράφηση της Κυρίας Σαρκοζί

Ακόμη μία με τον Μαξίμ λε Φορεστιέ

FERNANDE

Une mani’ de vieux garçon,

Moi. j’ai pris l’habitude

D’agrémenter ma solitude

Aux accents de cette chanson:

[Refrain]

Quand je pense à Fernande,

Je bande, je bande,

Quand j’ pense à Felici’,

Je bande aussi.

Quand je pense à Léonore,

Mon Dieu, je bande encore,

Mais quand pense à Lulu,

Là, je ne bande plus!

La bandaison, papa,

Ça n’ se commande pas.

C’est cette mâle ritournelle,

Cette antienne virile,

Qui retentit dans la guérite

De la vaillante sentinelle:

[Au refrain]

Afin de tromper son cafard,

De voir la vi’ moins terne,

Tout en veillant sur la lanterne

Chante ainsi le gardien de phar’:

[Au refrain]

Après la prière du soir,

Comme il est un peu triste,

Chante ainsi le séminariste

A genoux sur son reposoir:

[Au refrain]

A l’Étoile, où j’étais venu

Pour ranimer la flamme,

J’entendis, ému jusqu’aux larmes,

La voix du Soldat inconnu:

[Au refrain]

Et je vais mettre un point final

A ce chant salutaire,

En suggérant aux solitaires

D’en faire un hymne national:

Quand je pense à Fernande,

Je bande, je bande,

Quand j’ pense à Felici’,

Je bande aussi.

Quand je pense à Léonore,

Mon Dieu, je bande encore,

Mais quand pense à Lulu,

Là, je ne bande plus!

La bandaison, papa,

Ça n’ se commande pas.

Η Φερνάρδα  (Το ανασήκωμα)    

Κάθε φορά που μού ’ρχεται

βαριά μελαγχολία

τη μοναξιά μου ξεγελώ

κι αυτές τις στροφές τραγουδώ:

Σα σκέφτομαι τη Μένη

ετούτος σκληραίνει

κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή

φουσκώνει πολύ

κι αν πάει τυχόν στην Ελένη

αυτός πιο πολύ ανεβαίνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά

μου μένει  μια σταλιά.

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Και στης σκοπιάς τη μοναξιά

απ’ το κουβούκλιο μέσα

ο φανταράκος τραγουδά

αντρίκιες στροφές φωναχτά:

Αναπολώ την Νόνη

κι ετούτος τυλώνει

κι αν σκέπτομαι την Αθηνά

σκληραίνει ξανά

κι ο νους μου αν πάει στην Υβόνη

αυτός πιο πολύ μεγαλώνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά

μου μένει  μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Κι ο φαροφύλακας, που λες,

‘κεί πάνω στο φανάρι

ρεφάρει τους παλιούς καημούς

τραγουδώντας στους ωκεανούς:

Σα σκέφτομαι τη Εύη

φουσκώνει, θεριεύει

κι ο νους μου αν πάει στη Λιλή

σκληραίνει πολύ

κι αν φτάσει ως τη Μελπομένη

αυτός πιο πολύ ανεβαίνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά

μου μένει [αδελφέ] μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά

Μα κι ο υποψήφιος μοναχός

δε θα τα καταφέρει

αν του καρφώσει ο Εξ’ αποδώ

στο μυαλό το τροπάρι αυτό:

Ο νους μου σαν πάει στην Ρωξάνη

φαγούρα με πιάνει

και την Ευτέρπη αν σκεφτώ

με τέρπει κι αυτό

κι αν σκέπτομαι τον Ιορδάνη

αυτή η φαγούρα επαυξάνει

μα αν φτάσω στη Γαρουφαλλιά

η φαγούρα ξαφνικά σταματά   [δεν την αισθάνομαι πια}

Η έκσταση, αδελφοί, δεν είναι εφικτή.

Ακόμη και στον  Άγνωστο

σαν βρέθηκα Στρατιώτη

τον άκουσα σε μια στιγμή

να λέει με φωνή σιγανή:

Σα σκέφτομαι τη Μένη

φουσκώνει, σκληραίνει

κι η σκέψη μου αν πάει στην Νανά

τυλώνει ξανά

κι αν φτάσει τυχόν ως την Ζέτα

φουσκώνει δικέ μου αβέρτα

μα αν πάει στη Γαρουφαλιά

μου μένει  μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Και το τραγούδι μου αυτό

εδώ ολοκληρώνω

μια π’ ύμνους σκάρωσα εθνικούς

για εργένηδες μοναχικούς

Σα σκέφτομαι τη Μένη

ετούτος σκληραίνει

κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή

φουσκώνει πολύ

κι αν πάει τυχόν στην Ελένη

αυτός πιο πολύ ανεβαίνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλιά

μου μένει  μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | 2 Σχόλια »

Αριστερά; Δεξιά;

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Οκτωβρίου, 2009

Σαν ήμουν φοιτητής στην Ιταλία, μιλάμε για τον παλιό εκείνο τον καιρό, άκουγα Jannacci, Fabrizio de Antrè, Giorgio Gaber, Murolo, εκτός από Brassens, Νέο Kύμα και Θεοδωράκη που είχα κουβαλήσει μαζί μου σε βινύλιο. Πρόσφατα κάνοντας μια βόλτα στο ¨you tube¨ ανακάλυψα κάποιες απίθανες παλιές μαγνητοσκοπήσεις και ξανάκουσα τον,  συγχωρεμένο πια (το Γενάρη του ’03, -63 χρονών)  Gaber, να τραγουδάει προβληματισμένος «Δεξιά; Αριστερά;» Ερώτημα που υπό ορισμένες προϋποθέσεις (δηλαδή διατυπωμένο σε μια εποχή που ακόμη και τα πιο ¨καθώς πρέπει¨ κόμματα την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια, πότε προς τα εδώ, πότε προς τα εκεί), μου φαίνεται απόλυτα θεμιτό.

Είπα λοιπόν να κάνω μια προσπάθεια απόδοσης των στίχων στα ελληνικά. Και επειδή πρόκειται περί ελεύθερης απόδοσης σας παραθέτω από κάτω και το originale.

 Giorgio_Gaber

 http://www.youtube.com/watch?v=SzUoAfcyPsk&feature=related

http://www.youtube.com/watch?v=JXTVAtDNgww

http://www.youtube.com/watch?v=Ii45hsywiuY&feature=related

Αριστερά; δεξιά;

 Τα βάζουμε με τη δόλια Ιστορία

μα, λέω εγώ, πώς είναι προφανές

ότι στο βάθος-βάθος εμείς φταίμε

και ότι η σοβαρότητα μας λείπει

σαν θέλουμε να ορίσουμε ακριβώς

τι είναι αριστερός, τι δεξιός!

 

Μα τι είναι αριστερά; Τι δεξιά;

Το μπάνιο στη μπανιέρα είναι δεξιά,

το ντους σε καταβρέχει αριστερά;

Το Μάλμπορο φουμάρεις στο δεξί,

και για λαθραίο απλώνεις το ζερβό;

Μη με ρωτάς, δε ξέρω να σου πω

τι είναι αριστερό, τι δεξιό!

 

Τo κονσομέ δεξί, αλλά η σούπα

αριστερή συνήθως θα προκύψει

Και όλες οι ταινίες οι σημερινές

είναι δεξιές,

εκτός από εκείνες που βαριέσαι

που είναι εγγυημένα αριστερές.

 

Μη με ρωτάς, δε ξέρω να σου πω

τι είναι αριστερό τι δεξιό!

 

Τ’ αθλητικά παπούτσια για το τένις

έχουνε σίγουρα μια γεύση δεξιά,

αν όμως τα φοράς λυτά

και βρωμισμένα,

λέω πως ταιριάζουν μάλλον για χαζούς

παρά γι αθλητικούς αριστερούς.

 

Τα τζιν για αριστερούς είναι σημάδι,

αλλά, αν τα φορέσεις με σακάκι,

αλλάζουν και ψηφίζουν δεξιά.

Κι οι συναυλίες, ακόμα, οι λαϊκές,

που πάντα ήταν ντιπ αριστερές,

τέτοιες τους βάζουνε τιμές εισιτηρίων

που παίρνουνε ανάποδες στροφές

και γίνονται αμέσως δεξιές.

 

Και τα κολάν αριστερά δηλώνουν

-σχεδόν πάντα-

ενώ οι ζαρτιέρες είναι πάντα δεξιές.

Και το κατούρημα, όταν είναι με παρέα

περνιέται πιο συχνά για αριστερά,

ενώ το ουρητήριο είναι πάντα

στο βάθος του διαδρόμου δεξιά.

 

Η γαλανόλευκη και διαφανής πισίνα

είναι σαφές πως γέρνει δεξιά,

ενώ οι θάλασσες, οι λίμνες, τα ποτάμια,

θα έλεγα πως είναι από σκατά,

περισσότερο, παρά αριστερά.

 

Αχ η ιδεολογία, η ιδεολογία,

που θα έλεγα (παρ’ όλα αυτά)

πως θεμιτό  είναι πάθος,

πού να πήγε;

Την έκανε κι αυτή σιγά σιγά

Κι ουδείς γνωρίζει τώρα που γυρνά…

 

Κι αν είναι το προσιούτο δεξιό

θα είναι το σαλάμι αριστερό;

Δεξιά η ελβετική η σοκολάτα

και κόκκινη η ρώσικη σαλάτα;

 

Και εάν τα φιλελεύθερα τα κόλπα

είναι δεξιά,

είναι η Αριστερά που τα ’κανε σαλάτα,

και μπέρδεψε τα μπούτια μια σταλιά.

 

Κι αν είν’ στο κάτω κάτω η ρέντα δεξιά,

το φάρδος και το γούρι, και  ο κώλος,

μπας κι έφτασε ο καιρός, ο κόσμος όλος,

να πει πως είναι η γκίνια αριστερά;

 

Η σηκωμένη η γροθιά δεν είναι

αρχαίος αριστερός χαιρετισμός;

Αρχαίο, (όμως για καθίκια),

δεν είναι και το χέρι να σηκώνεις

ρωμαϊκά, όπως ζητούσε ο φασισμός;

 

 Αχ η ιδεολογία, η ιδεολογία

(που θα έλεγα -παρ’ όλα αυτά- υπάρχει)

Κάπως σαν: λες και ξαναλές μια σκέψη 

απάνω σε μια αντίθεση φτιαγμένη,

που είναι όμως πια εξαφανισμένη

και μόνο ένας θεός,

κι εκείνος άμα λάχει,

ξέρει που έχει πάει και που είναι χωμένη

 

 

Όλόκληρη η παλιά ηθικολογία

αριστερή φαντάζει,

καθώς η (νέα) δεξιά μπορεί,

ακόμα και χωρίς την ηθική

ανέξοδα στη ζούλα να τη βγάζει.

 

Τον τελευταίο τον καιρό ως κι ο Πάπας

το παίζει μια ιδέα αριστερός,

ενώ όλοι οι δαίμονες,

αλλάξανε κι αυτοί

και προς τα δεξιά επήγαν καρφωτοί.

 

Και οι μάζες απαντούν: αριστερά,

αν και γέρνουνε λιγάκι δεξιά

Κι εάν  οι μπάσταρδοι το παίζουνε ζερβά,

στη δεξιά θα παραμείνουνε πιστοί

σύσσωμοι  της πουτάνας όλοι οι γιοί.

 

Αριστερές οι χειραφετημένες;

Δεξιές οι κάπως πιο συμμαζεμένες;

Αλλά κανένας τελικά δε διαφωνεί

πως όλα τα μανούλια μας ¨τραβάνε¨

είτε είμαστε από εδώ, είτε από εκεί.

 

Μη με ρωτάς, δε ξέρω να σου πω

Τι είναι αριστερό τι δεξιό!

Μα, λέω εγώ, πώς είναι προφανές

ότι στο βάθος-βάθος εμείς φταίμε

Και ότι η σοβαρότητα μας λείπει

σαν θέλουμε να ορίσουμε ακριβώς

Τι είναι αριστερός, τι δεξιός!

 

Destra-sinistra

Destra-sinistra

Destra-sinistra

Destra-sinistra

Destra-sinistra

 

Basta!

 

Destra Sinistra

di Giorgio Gaber

 

Tutti noi ce la prendiamo con la storia

ma io dico che la colpa è nostra

è evidente che la gente è poco seria

quando parla di sinistra o destra.

 

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Fare il bagno nella vasca è di destra

far la doccia invece è di sinistra

un pacchetto di Marlboro è di destra

di contrabbando è di sinistra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Una bella minestrina è di destra

il minestrone è sempre di sinistra

tutti i films che fanno oggi son di destra

se annoiano son di sinistra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Le scarpette da ginnastica o da tennis

hanno ancora un gusto un po’ di destra

ma portarle tutte sporche e un po’ slacciate

è da scemi più che di sinistra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

I blue-jeans che sono un segno di sinistra

con la giacca vanno verso destra

il concerto nello stadio è di sinistra

i prezzi sono un po’ di destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

I collant son quasi sempre di sinistra

il reggicalze è più che mai di destra

la pisciata in compagnia è di sinistra

il cesso è sempre in fondo a destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

La piscina bella azzurra e trasparente

è evidente che sia un po’ di destra

mentre i fiumi, tutti i laghi e anche il mare

sono di merda più che sinistra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

L’ideologia, l’ideologia malgrado tutto

credo ancora che ci sia è la passione,

l’ossessione della tua diversità

che al momento dove è andata non si sa

dove non si sa, dove non si sa.

 

Io direi che il culatello è di destra

la mortadella è di sinistra

se la cioccolata svizzera è di destra

la Nutella è ancora di sinistra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Il pensiero liberale è di destra

ora è buono anche per la sinistra

non si sa se la fortuna sia di destra

la sfiga è sempre di sinistra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Il saluto vigoroso a pugno chiuso

è un antico gesto di sinistra

quello un po’ degli anni ’20, un po’ romano

è da stronzi oltre che di destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

L’ideologia, l’ideologia malgrado tutto

credo ancora che ci sia

è il continuare ad affermare un pensiero

e il suo perché

con la scusa di un contrasto che non c’è

se c’è chissà dov’è, se c’é chissà dov’é.

 

Tutto il vecchio moralismo è di sinistra

la mancanza di morale è a destra

anche il Papa ultimamente è un po’ a sinistra

è il demonio che ora è andato a destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

La risposta delle masse è di sinistra

con un lieve cedimento a destra

son sicuro che il bastardo è di sinistra

il figlio di puttana è di destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Una donna emancipata è di sinistra

riservata è già un po’ più di destra

ma un figone resta sempre un’attrazione

che va bene per sinistra e destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

 

Tutti noi ce la prendiamo con la storia

ma io dico che la colpa è nostra

è evidente che la gente è poco seria

quando parla di sinistra o destra.

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

Ma cos’è la destra cos’è la sinistra…

Destra-sinistra

Destra-sinistra

Destra-sinistra

Destra-sinistra

Destra-sinistra

 

Basta!

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ, Τζόρτζιο Γκάμπερ στα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨, νέα κεφάλαια

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Σεπτεμβρίου, 2009

Πέντε νέα κεφάλαια, από το 11ο έως 15ο από το ¨καλοκαιρινό ανάγνωσμα¨, μαζί με όλα τα παλαιότερα σχετικά κείμενα, (όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου) δημοσιεύονται εδώ αριστερά, στις ¨σελίδες¨ .

Η μεταφορά έγινε επιδιώκοντας κάποια αποσυμφόρηση στην αρχική σελίδα.

Θα τα πούμε σύντομα. Β.Ν.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 10

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιουλίου, 2009

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  10.  Επιτόπια έκρηξη (συναισθημάτων)

Το κείμενο μεταφέρθηκε εδώ αριστερά, στις ¨σελίδες¨, με τον τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨.

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | 2 Σχόλια »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 9

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  9.  Αημαρκσίδης: Κάτι κάνει κλικ μέσα μου

Το κείμενο μεταφέρθηκε εδώ αριστερά, στις ¨σελίδες¨, με τον τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨.

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 8

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  8.  Την ίδια ώρα,

              αρκετά μέτρα πιο κάτω.

Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

     

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 7

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  7. …και (ενώ ο Χαράλαμπος φτιάχνει Χαράλαμπους)

              ο Δέλτας παίρνει μια πρώτη γεύση από τα

              τεκτενόμενα

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 6

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Ιουλίου, 2009

  ΚΕΦΑΛΑΙΟ  6. Κυλικείο.

             Όπου ο Αημαρκσίδης

             και ο Δέλτας τα λένε…

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινά αναγνώσματα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

 Σας έχω εδώ παρακάτω  -σπονδή στην αυξανόμενη ζέστη- τα πρώτα κεφάλαια από «Το πολυτεχνείο τρέμει». Πιο κάτω θα βρείτε και την (ήδη αναρτημένη) εισαγωγή και, στις σελίδες αριστερά, τα περιεχόμενα και τα βασικά πρόσωπα. Καλές δροσιές.

Β.Ν.  

 

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 5

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Στοπ καρέ στον Βαρωνάκο.

    Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

 

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 4

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  4. Όπου ο Tομέας ΑΠΑΣ συνεδριάζει…

    Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨ 

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 3

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  3.  Γραφεία του ΤΑΠΑΣ ([1])

                          Λίγο  αργότερα…

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 2

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2. Δόνηση πρώτη

                        Απαλά, απαλά

                        Από τα δεξιά προς τ’ αριστερά

                        Κι αντίστροφα.

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 1

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:  Δευτέρα

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1  

          Ώρα 05.30, Στρούμφειο

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨ 

   

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Η μπίρα και οι ορμόνες

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 2 Ιουλίου, 2009

Σημείωση: Δε ξέρω αν κυκλοφορεί ήδη στο διαδίκτυο, σε εμένα πάντως έφτασε με ιμέιλ, από τον φίλο Κώστα (τον Ντάγιο). Επειδή το χιούμορ κάνει καλό, σκέφτηκα να το αναδημοσιεύσω στο μπλογκ. Όμως για να τεστάρω τις ενδεχόμενες αντιδράσεις όχι των πολιτικώς ορθίων (που ποσώς με ενδιαφέρουν), αλλά της γενιάς των (πρωην) σκληρών φεμινιστριών,  το διάβασα πριν λίγο στη Σόφη. Γέλασε έστω με κάποια συγκατάβαση, και έτσι το τηλεταχυδρομώ άνευ ιδιαίτερων αναστολών (απέναντι στους μη διαθέτοντες επαρκή χιουμοριστική αίσθηση φεμινοκράτες).

  

Η ΜΠΙΡΑ ΠΕΡΙΕΧΕΙ …ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΟΡΜΟΝΕΣ 

Τις προάλλες καθόμασταν με μια παρέα σε ένα τραπέζι και κάποιος ισχυρίστηκε ότι η μπίρα περιέχει γυναικείες ορμόνες. Αρχικά γελάσαμε αλλά σαν επιστήμονες που είμαστε είπαμε να το ερευνήσουμε το θέμα.

Ήπιαμε ο καθένας από 10 μπίρες (καθαρά για επιστημονικούς λόγους).
 
Μετά το τέλος του πειράματος καταλήξαμε στα παρακάτω συμπεράσματα:
 
 
1.          είχαμε παχύνει
2.          μιλούσαμε ακατάπαυστα χωρίς να λέμε τίποτα
3.          αντιμετωπίσαμε προβλήματα στην οδήγηση και στο παρκάρισμα
4.          ήταν αδύνατο να κάνουμε λογικές σκέψεις
5.          μας ήταν αδύνατο να παραδεχτούμε ότι είχαμε άδικο, παρότι
             ήταν ξεκάθαρο ότι δεν είχαμε δίκιο
6.          κάθε ένας μας θεωρούσε ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος
7.          είχαμε πονοκέφαλο και δεν είχαμε διάθεση για σεξ
8.          και η αποκορύφωση: έπρεπε να πάμε κάθε 10 λεπτά στην
             τουαλέτα και μάλιστα όλοι μαζί.
 
  
Περαιτέρω ανάλυση μάλλον είναι περιττή: Η ΜΠΙΡΑ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΟΡΜΟΝΕΣ 

Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »