Πατέρα που βρίσκεσαι στους ουρανούς,
μείνε εκεί.
Eμείς θα μείνουμε εδώ, στη Γη
που μερικές φορές είναι τόσο χαριτωμένη…
Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο
και τα οστά μου θα χουν πρασινίσει,
αν πουν ότι χασκογελώ για κάποιο αστείο
θα’ν’ ένα ψέμα (…που
δεν θα με αναστήσει!).
Διότι δεν θα ’ν’ εκεί
του σώματός μου η σάρκα,
που ευθύς, στο τάκα τάκα,
κάτι αχρείοι λιμασμένοι ποντικοί
θα ’χουν καταβροχθίσει.
Κι εγώ δηλώνω πως, χωρίς, δεν κάνω:
Τα αμελέτητά μου,
τα πόδια, τα κανιά, τα γόνατά μου,
τα μπούτια μου, και βέβαια τον κώλο,
όπου καθόμουν πάνω.
Τα έντερα, τ’ αγγεία, τα μαλλιά μου
τα μάτια τα γλαρά μου
τη γλώσσα, τα σαγόνια που μασούσα
και σας περιγελούσα
Τη μύτη μου την κομπορρημονούσα,
τη ράχη, τη καρδιά μου, το συκώτι.
Όλα φθαρτά, μα θαυμαστά!
Κι ας μην ξεχνάμε ότι
χάρη σ’ αυτά μπορούσα
να εκτιμώ δεόντως:
Τις δούκισσες, τους δούκες,
κάτι τζιτζιφιόγκους με περούκες,
τις πάπισσες, τους πάπες, τους αβάδες, τις αγίες
και προ όλων αυτών,
ας μη ξεχνώ,
τους (συναδέλφους) επαγγελματίες
Κι έπειτα πια μυαλό δε θα ’χω,
ούτε σταλιά απ’ τη φαιά ουσία,
με φώσφορο επαρκή για να προβλέπω
τι μπορεί να ’χει πλέον σημασία,
καθώς τα κόκαλά μου
θα ’ν’ πια πρασινισμένα
και του κρανίου τα οστά
καλά αερισμένα…
Αχ πως μισώ, τα γηρατειά,
να τυραγνούν κι εμένα!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Μπορίς Βιάν, εδώ ερμηνευμένο από τον Σερζ Ρεζιανί. Στην αρχή εν είδη προμετωπίδας ο Βιάν έχει παρεμβάλει τις πρώτες αράδες από το ποίημα του Πρεβέρ ¨
PATER NOSTER
¨ (ένα όμορφο ποίημα που θα το δούμε χώρια). Αυτή τη φορά είπα να μη ζορίσω πολύ την προσαρμογή και έτσι προέκυψαν μερικοί παραπανίσιοι στίχοι. Ελπίζω ότι το πνεύμα παραμένει, όσο το δυνατό, κοντά στο πρωτότυπο.
Εδώ το τραγούδι του Μπορίς Βιάν
Εδώ η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vert sur mes osses
P’tet qu’on croira que je ricane
Mais ça sera une impression fosse
Car il me manquera
Mon élément plastique
Plastique tique tique
Qu’auront bouffé les rats
Ma paire de bidules
Mes mollets mes rotules
Mes cuisses et mon cule
Sur quoi je m’asseyois
Mes cheveux mes fistules
Mes jolis yeux cérules
Mes couvre-mandibules
Dont je vous pourléchois
Mon nez considérable
Mon coeur mon foie mon râble
Tous ces riens admirables
Qui m’ont fait apprécier
Des ducs et des duchesses
Des papes des papesses
Des abbés des ânesses
Et des gens du métier
Et puis je n’aurai plus
Ce phosphore un peu mou
Cerveau qui me servit
A me prévoir sans vie
Les osses tout verts, le crâne venteux
Ah comme j’ai mal de devenir vieux.