Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Ο Georges Brassens ήρθε κι έφυγε τέλη μήνα Οκτώβρη (22. 10. 1921 – 29. 10. 1981). Τέτοιες μέρες, ενενήντα χρόνια από τον ερχομό και τριάντα από την αποδημία, οι γαλλόφωνες κοινωνίες και οι απανταχού φίλοι του τον θυμούνται με ποιήματα και τραγούδια, με αφιερώματα και ποικίλες άλλες εκδηλώσεις .
Σας έχω εδώ μερικές φωτογραφίες. Όσο αφορά στην προσπάθεια απόδοσης κάποιων τραγουδιών του στα ελληνικά, όπου να ‘ναι θα επανέλθουμε.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Σεπτεμβρίου, 2011
Έτυχε να βρω αυτό το ρομαντικό (λίγο ειρωνικό, λίγο σπαραξικάρδιο) τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς πριν από την ισημερία και είπα να σας το προσφέρω ¨επί τη ευκαιρία¨, στις 22 τουΣεπτέμβρη ανήμερα, καθώς θα έμπαινε μετεωρολογικά το Φθινόπωρο.
Όμως στις 22 ήμουν σε οργισμένες ακεφιές, όχι μόνο για τα όσα συμβαίνουνε γύρω μας (ακόμη ένα πακέτο ¨μέτρων¨, ακόμη μια παραβίαση των κανόνων συμβίωσης και της κοινής λογικής), αλλά πιο πολύ για το πως μας τα διοχετεύουν οι παπαγάλοι των Μέσων (αντιφατικά, υποβολιμαία, με ασάφειες, με υπαινιγμούς, με πατερναλισμό, με μητερναλισμό(*), με υστεροβουλία, με μεροληψία, με μεμψιμοιρία, με άφθονη κακογουστιά, κακομοιριά και μιζέρια).
Τώρα, όσοι από εσάς παρακολουθείτε το Ιστολογοφόρο, (και ιδιαίτερα τις ¨σελίδες¨ αριστερά) ξέρετε την άποψή μου: Τα περισσότερα από τα δεινά που μας μαστίζουν οφείλονται στην έξαρση της ανισορροπίας ανάμεσα στις βασικές ¨εξουσίες¨: την πολιτική, την επικοινωνιακή και την οικονομική. Συγκεκριμένα, η οικονομική εξουσία κατάφερε να οικειοποιηθεί την επικοινωνιακή (ιδιοποιούμενη τα ΜΜΕ και εκμισθώνοντας/δημιουργώντας ¨μεταμοντέρνους¨ επικοινωνητές) και να εξαγοράσει σημαντικό τμήμα των φορέων της πολιτικής εξουσίας.
Βέβαια, θα μου πείτε ότι εάν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος για τα χειρότερα και να μη πτοείται από τα εκάστοτε ¨πακέτα¨ και τις συνημμένες απειλές και τρομοκρατίες. Έχετε, ως συνήθως, δίκιο. Η ακεφιά και η κατάθλιψη είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι, οι χειρότεροι σύντροφοι.
Γι αυτό σταματάω την γκρίνια και επιστρέφω, όσο ακόμα αυτό είναι εφικτό, στα απλά πράγματα της ζωής (που ξορκισμένα από το απαράμιλλο ραβδί της τέχνης μπορούν να γίνουν ως και λοστοί έξαρσης, ως και συνοδοί αγώνα).
Ας πούμε, για παράδειγμα, στο (παλιό) τραγούδι του ερωτευμένου που, στις 22 του Σεπτέμβρη, ανήμερα, προσπαθεί να αναρρώσει από τις χαρακιές μιας εγκατάλειψης.(**)
………………
(*) Υβριδική/¨εκσυγχρονισμένη¨ εκδοχή του κλασικού πατερναλισμού με ¨θηλυκό¨ πρόσημο, ιδιαίτερα του συρμού τελευταία.
(**)Για να σας τα πω όλα, έπεσα πάνω στο τραγούδι ¨22 του Σεπτέμβρη¨ καθώς μανουβράριζα τον Γκούγκλη ψάχνοντας υλικό για τις ¨3 του Σεπτέμβρη¨. Εκείνο που προσπαθούσα να βρω ήταν στοιχεία και τεκμήρια για το πώς σε εγκαταλείπει/προδίδει ξαφνικά, όχι ένας έρωτας, αλλά ένας ριζοσπαστικός συμβολισμός, ένα κοινωνικοπολιτικό όραμα…
……………..
Σημείωση 1. Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται στη γαλλική γλώσσα, ο ερωτευμένος απευθύνεται και ¨τα σέρνει¨ στην καλή του σε άπταιστο πληθυντικό αριθμό. Στην απόδοση διατήρησα αυτόν τον γλωσσικό τύπο, αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις:
Προσωπικά συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν πως η χρήση του πληθυντικού, όταν κανείς απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, είναι έξω από το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας, που στην ιστορική της διάσταση υπήρξε πολύ δημοκρατικότερος τρόπος έκφρασης. Ωστόσο, μετά την εισαγωγή του πληθυντικού (ευγενείας;) στα νέα ελληνικά, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον δύο εκδοχές: μιλάς (ή σου μιλούν) σαν να απευθύνεσαι σε πολλαπλούς, για να επιβεβαιώσεις κοινωνική (οικονομική, μορφωτική) απόσταση, ή πάλι, χρησιμοποιείς αυτόν τον τύπο ομιλίας για να υποδηλώσεις καλή διάθεση και αποδοχή κάποιων τύπων συμβίωσης. Ο ενικός αντίστοιχα μπορεί, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, να υποδηλώνει από παθολογική αυταρχικότητα ως τρυφερή οικειότητα. (μια άλλη φορά θα σας διηγηθώ κάποια από τα ιλαροτραγικά που μου συνέβησαν όταν, ύστερα από πολύχρονη συνεχή διαμονή στο εξωτερικό, επέστρεψα στην Ελλάδα, με το γλωσσικό μου κριτήριο αναπόφευκτα αλλοιωμένο).
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι στην ελληνική γλώσσα δεν χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό αριθμό για να τα ψάλουμε στην ¨σκορδόπιστη¨ που μας εγκατέλειψε. Εδώ όμως διατήρησα αυτόν τον τύπο, γιατί μου φάνηκε ότι ενισχύει την ποιητική ατμόσφαιρα του μονόλογου. Και εδώ που τα λέμε δίνει στο ρομαντισμό του κειμένου μια εξωτική νότα, απ’ αυτές που, καμιά φορά, προσδίδουν πρόσθετη γοητεία στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μέσης Δύσης.
Σημείωση 2. Όπως θα δείτε στο γαλλικό κείμενο ο Μπρασένς αναφέρεται στον Πρεβέρ και τα σαλιγκάρια του. Επειδή αυτά τα τελευταία δε χώρεσαν στην απόδοση, σας υπενθυμίζω ότι σας τα έχω ήδη παρουσιάσει αυτονόμως σε προηγούμενη ανάρτηση.
Και τώρα οι ήχοι:
1. Το τραγούδι από τον δημιουργό
Στα Ιταλικά (Salvo lo Galbo) Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη σαν μ’ αφήσατε μόνο.
Τέτοια μέρα από τότε πάντα ψυχοπλακώνω
τη φτωχή μου καρδιά, καθώς σκέφτομαι εσάς.
Όμως λέω, αρκετά, από σήμερα αλλάζω.
Όχι δάκρυα πια, κι απ’ το νου μου σας βγάζω.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς!
Δε θα τριγυρνά πια στου φθινοπώρου τα φύλλα
αερικό που μου μοιάζει, στη ψυχή του η μαυρίλα
κάθε φύλου νεκρού, και με εσάς στην καρδιά…
Κι ο Πρεβέρ, ο ποιητής του φθινοπώρου των φύλλων,
ας με βγάλει απ’ τη λίστα των οπαδών και των φίλων
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Κάθε φορά, ως τα χτες, που άνοιγα τα φτερά μου,
χελιδόνι κι εγώ, χελιδόνια σιμά μου,
γκρεμιζόμουν ξανά, σαν σκεπτόμουν εσάς…
Του Ικάρου οι μανίες πια στο διάβολο πήγαν,
δε θα ‘ρθει η χειμωνιά, τα χελιδόνια κι ας φύγαν…
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, ημέρα της λησμονιάς
Στο μπαλκόνι για Σας μία γλάστρα έχω βάλει
Που με δάκρυα ποτίζω, κι ως τα τώρα χαλάλι.
Τ’ άνθη πού ‘χανε πάρει, από σας ευωδιά
Θα τα δώσω, αν περάσει, καν’άς μακαρίτης
Εγώ παύω να κλαίω, παύω να ‘μαι ισοβίτης
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Τώρα πια απ’ την καρδιά μου ό, τι λίγο έχει μείνει,
δεν περνάει της ισημερίας τη δίνη,
τυλιγμένο σε φλόγα, αναμμένη από Σας.
Η μεγάλη φωτιά, πάει πια, έχει σβήσει…
Κανά κάστανο μόνο ίσως φτάνει να ψήσει.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς
….
…Και τι θλίψη χωρίς νοσταλγία για σας!
LE VINGT-DEUX SEPTEMBRE (Georges Brassens, 1964).
Un vingt-et-deux septembre au diable vous partîtes,
Et, depuis, chaque année, à la date susdite,
Je mouillais mon mouchoir en souvenir de vous…
Or, nous y revoilà, mais je reste de pierre,
Plus une seule larme à me mettre aux paupières:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
On ne reverra plus, au temps des feuilles mortes,
Cette âme en peine qui me ressemble et qui porte
Le deuil de chaque feuille en souvenir de vous…
Que le brave Prévert et ses escargots veuillent
Bien se passer de moi pour enterrer les feuilles:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Jadis, ouvrant mes bras comme une paire d’ailes,
Je montais jusqu’au ciel pour suivre l’hirondelle
Et me rompais les os en souvenir de vous…
Le complexe d’Icare à présent m’abandonne,
L’hirondelle en partant ne fera plus l’automne:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Pieusement noué d’un bout de vos dentelles,
J’avais, sur ma fenêtre, un bouquet d’immortelles
Que j’arrosais de pleurs en souvenir de vous…
Je m’en vais les offrir au premier mort qui passe,
Les regrets éternels à présent me dépassent:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Désormais, le petit bout de coeur qui me reste
Ne traversera plus l’équinoxe funeste
En battant la breloque en souvenir de vous…
Il a craché sa flamme et ses cendres s’éteignent,
A peine y pourrait-on rôtir quatre châtaignes:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Σεπτεμβρίου, 2011
Είμαστε ακόμη στον αστερισμό Μπρασένς και σήμερα το μενού περιλαμβάνει τραγουδάκι βουκολικό. Πρωταγωνιστούν: ο ποιητής, η χωριατοπούλα και ο Έρωτας. Την χωριατοπούλα την λένε Μαργκώ, (όνομα που μου θυμίζει την πιο αγαπημένη από τις γιαγιάδες μου, την Μαριγώ, που είχε γεννηθεί στην ορεινή Αρκαδία. Άσχετο). Το τραγούδι το λένε Je suis un voyou (είμαι ένας κατεργάρης, μάγκας, αγύρτης, μόρτης). Εδώ ο ποιητής, για να περιγράψει την αμοιβαία έλξη του λαϊκού με το αγροτικό, μπαίνει στα ρούχα ενός ερωτευμένου, άρα συμπαθούς, κατεργάρη που γοητεύεται από μια όμορφη ¨Θεά με τσόκαρα ¨. Ακολουθούν μουσικές και στίχοι. Πρώτα ο Brassens Στα ιταλικά Στα ρώσικα Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει (Brassens not dead)
Προσαρμογή στα ελληνικά με δημοτικό χαλί
Προσαρμογή στα ελληνικά με λαϊκό χαλί
Οι στίχοι του Μπρασένς Ci-gît au fond de mon coeur une histoire ancienne, Un fantôme, un souvenir d’une que j’aimais… Le temps, à grands coups de faux, peut faire des siennes, Mon bel amour dure encore, et c’est à jamais…
J’ai perdu la tramontane En trouvant Margot, Princesse vêtue de laine, Déesse en sabots… Si les fleurs, le long des routes, Se mettaient à marcher, C’est à la Margot, sans doute, Qu’elles feraient songer… Je lui ai dit: «De la Madone, Tu es le portrait!» Le Bon Dieu me le pardonne, C’était un peu vrai… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
La mignonne allait aux vêpres Se mettre à genoux, Alors j’ai mordu ses lèvres Pour savoir leur goût… Elle m’a dit, d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Je lui ai dit: «Par la Madone, Reste auprès de moi!» Le Bon Dieu me le pardonne, Mais chacun pour soi… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
C’était une fille sage, A «bouche, que veux-tu?» J’ai croqué dans son corsage Les fruits défendus… Elle m’a dit d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Puis, j’ai déchiré sa robe, Sans l’avoir voulu… Le Bon Dieu me le pardonne, Je n’y tenais plus! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
J’ai perdu la tramontane En perdant Margot, Qui épousa, contre son âme, Un triste bigot… Elle doit avoir à l’heure, A l’heure qu’il est, Deux ou trois marmots qui pleurent Pour avoir leur lait… Et, moi, j’ai tété leur mère Longtemps avant eux… Le Bon Dieu me le pardonne, J’étais amoureux! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
Η απόδοση που σας έφτιαξα
Μάγκας και Μπερμπάντης
Κάπου μέσα μου βαθιά, ιστορίες παλιές
Μια σκιά, μια οπτασία / μια π’ αγάπησα
Κι αν η μοίρα κι ο καιρός, / κάνουν ζαβολιές
Στην ψυχή μου πάντα μέσα / την εκράτησα
Έχω χάσει τα μυαλά μου / βρήκα τη Μαριγώ
Γήινη πριγκίπισσά μου / Θεά από χωριό
Τα λουλούδια δρόμο αν παίρναν / και τριγύριζαν
Τη Μαριγώ μου δίχως άλλο / θα μου θύμιζαν
¨Σαν της Παναγιάς¨ της είπα, / ¨είσαι εικόνισμα¨
Κι ήτανε και λίγο αλήθεια / Βόηθα Παναγιά
Κι άμα δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μάγκας και μπερμπάντης / και ήδη σου χρωστώ
Η μικρή στην εκκλησία / πήγαινε συχνά
Την εδάγκωσα στα χείλη / δοκιμαστικά
¨Μα τι κάνεις εκεί πέρα;¨ / μου ’πε αυστηρά
Μα δε μού ’κοψε την φόρα / ξέρω κι από αυτά.
¨Μα την Παναγιά¨ της είπα / ¨μείνε πλάι μου¨
Ο Θεός να με σ’ χωρέσει / μα χαλάλι μου!
Κι άμα δε με συγχωρήσει / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης και αλάνης / και ήδη του χρωστώ
Ήταν μια σοφή κοπέλα: / ¨Πες μου εσύ τι θες;¨
¨Τα απαγορευμένα μήλα! / στου μπούστου τις πτυχές¨
¨Μα τι κάνες εκεί πέρα;¨ / μου είπε αυστηρά
Δεν με έπιασε η φοβέρα / ξέρω κι απ’ αυτά.
Μα της έσκισα τη φούστα / βόηθα Παναγια!
Δεν ειν’ πού ’χω τέτοια γούστα / δεν κρατιόμουν πια!
Μα κι αν δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι παλιοχαρακτήρας / και ήδη σου χρωστώ
Έχω χάσει τα μυαλά μου / Πάει η Μαριγώ!
Την παντρέψαν την κυρά μου /με ένα απ’ το χωριό
Τώρα πρέπει να ’χει κάνει / καναδυό παιδιά
που το γάλα της ζητάνε / απαιτητικά!
Εγώ βύζαξα από τούτα / πολύ πιο μπροστά
Ας σ’γχωρέσουνε κι εμένα / και τον Έρωτα
Κι άμα δε με συγχωρούν / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης, κατεργάρης / κι ήδη τους χρωστώ
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 29 Αυγούστου, 2011
Το καλοκαίρι, φέτος, είχα μαζί μου τον μικρό Ανυστερόβουλο (υπολογιστή), αλλά όχι πάντα τη δυνατότητα να τον συνδέω στο διαδίκτυο. Πάντως είχα (είχε) απομνημονεύσει υλικό για διάφορες χρήσεις, ανάμεσα στο οποίο υπήρχαν τα λόγια από μερικά τραγούδια υποψήφια για επεξεργασία και λεκτική προσαρμογή στα καθ’ ημάς. Μεταξύ αυτών Le vent, Ο άνεμος: το γαλλικό κείμενο, οι άγνωστες λέξεις και ό, τι από σχόλιο είχα βρει στις περιηγήσεις μου στην κυβερνοθάλασσα (φυσικά κι αυτό γραμμένο από τον μουστακοφόρο φίλο).
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο Άνεμος ενέπνευσε πρώτα τον καλλιτέχνη μουσικά: το αποτέλεσμα ήταν μια μελωδία πεταχτή, αεράτη, στριφογυριστή, ανοδική, γρήγορη, ορμητική και αποκαλυπτική. Μετά (υποθέτω πάντα) αυτός ο (χορευτικός) άνεμος, με ήδη αποκτημένη τη μουσική του υπόσταση, για να γίνει τραγούδι θα έπρεπε να αποκτήσει λόγια. Και για να αποκτήσει λόγια έπρεπε να καταγραφεί μέσα/πάνω σε έναν τόπο.
Θα μπορούσε, ας πούμε, να σφυρίζει σε ερήμους, σε βουνοκορφές, ανάμεσα σε κλαδιά, ανάμεσα σε κατάρτια ή όπου αλλού. Ο καλλιτέχνης προτίμησε ένα γεφύρι. Κι όχι όποιο κι όποιο. Le pont des Arts, Το Γιοφύρι των Τεχνών, στον παρισινό Σηκουάνα. Γεφύρι Ναπολεόντειο και προορισμένο για πεζούς, αποκτά τώρα την ποιητική του διάσταση: γίνεται ανεμοδρόμιο.
Και αφού προσδιορίστηκε ο τόπος, μπορεί πλέον να εμφανιστεί και η δράση. Να ‘τος λοιπόν ο Άνεμος που, γενικά, μπορεί να κάνει τις δουλειές που ξέρει καλά, να ξεσηκώνει κύματα, να ξεριζώνει δέντρα, να ξεκαρφώνει κουφώματα και στέγες, αλλά αν τον στριμώξεις σε ένα γεφύρι, τότε βέβαια μάλλον περιορίζεται στο να διασκεδάζει με το να σηκώνει φούστες, να παρασύρει καπέλα, να χαλάει χτενίσματα.
Εγώ λέω λοιπόν, ότι κάπως έτσι θα πρέπει να άρχισαν να πλέκονται οι στίχοι πάνω στην αεράτη μουσική. Το μόνο που θα έπρεπε τώρα να προστεθεί, για να ενταχθεί το πόνημα στο συγκεκριμένο ύφος του δημιουργού του, είναι μια κάποια έστω υπαινικτική, έστω αλληγορική, έστω μεταφορική ή, στο κάτω κάτω, γιατί όχι, ρητή και κατηγορηματική ¨θέση¨. (οι ποιητές του νεωτερισμού το ‘χουν αυτό το χούι, σε αντίθεση με μερικούς αλτσχαμέριους ρεϊβόρυθμους κατοπινούς τους).
Ελάτε λοιπόν εδώ αντιπαθητικοί τύποι, και των δύο άκρων. Πάρτε θέση στόχου: από τη μια μεριά ιδού οι ¨Ωχ αδελφέ¨, οι επιλεγόμενοι και ¨Δε βαριέσαι!¨, ανέκαθεν και πανταχού παρόντες, και από την άλλη, να ‘τοι και οι ¨Καθώς πρέπει¨, να αποτελούν το εξ ίσου αντιπαθές, στημένο και ποζάτο, αντίβαρο στους ¨Ωχ¨.
Και να ‘τος και ο πρωταγωνιστής Άνεμος, να τους περιπαίζει αμφότερους αποδίδοντας εναέρια δικαιοσύνη.
Πάντως, για την ώρα, ο Άνεμος θα είναι επιεικής και παιχνιδιάρης ακόμη και μ’ αυτούς: θα περιοριστεί να τους σηκώνει τις φούστες, να τους παίρνει τα καπέλα, άντε και να τους χαλάει την κόμμωση. Μέχρι να ολοκληρωθεί και το τελευταίο ρεφρέν δεν θα έχει πετάξει κανέναν στο ποτάμι.
Και τώρα αδέλφια ας πάρουμε αυτόν τον φυσσαλέο τιμωρό και ας επιχειρήσουμε να τον μεταφέρουμε νοτιότερα, σε μια πόλη χωρίς ποτάμια, σε μια γλώσσα με πολυσύλλαβες λέξεις, (και πολύλεξες υποτακτικές), όπου όμως οι άνεμοι, όλων των τάσεων, ειδών και χαρακτήρων ευδοκιμούν.
Και όπου, βέβαια, δεν λείπουν ούτε οι ¨Ωχ αδελφέ!¨ (κάθε άλλο, υπάρχει μάλιστα άφθονη τοπική παραγωγή Προστατευμένης Ονομασίας και Κατοχυρωμένης Προέλευσης) ούτε οι ¨Καθώς πρέπει¨. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι τα ‘χουν ολίγον παίξει, γιατί αλλιώς τους τα λέγανε οι συντηρητικοί (στα πάνω τους έως πριν λίγο καιρό) και αλλιώς τους τα ζήτησαν οι ¨εκσυγχρονιστές¨ (πρόσφατα). Για να μη πούμε τι τραλαλά παθαίνουν λόγω κρίσης (τώρα). Γιατί άλλο να είσαι ένας καθώς πρέπει ¨Καθώς πρέπει¨ τον καιρό της σεμνότητας και της αποταμίευσης, άλλο τον καιρό της φουντωτής επιδεικτικής (ξέκωλης) κατανάλωσης και άλλο στα συλλογικά ζόρια. Αλλά, όπως λέγαμε και στα προηγούμενα τραγούδια, «Ο ¨Καθώς πρέπει¨ μένει πάντα ¨Καθώς πρέπε騻 -και για να το πετύχει συχνά εντάσσεται στους γνωστούς ΟΦΑ –Όπου Φυσάει ο Άνεμος .
Και τώρα νομίζω ότι χρειαζόμαστε ένα γεφύρι, λέω στα παιδιά (καλοκαίρι, Μάνη, στο σπίτι του Νίκου).
Όχι, το γεφύρι της Άρτας δεν μας κάνει. Παραείναι βουκολικό. Ας το αφήσουμε για όταν θα ασχοληθούμε με πρωτομάστορες και κωμειδύλλια. Εμείς αναζητάμε κλίμα πρωτευουσιάνικο, όπου να χωράει άνετα η πολυπληθής ποικιλία των ενοχλητικών.
Ναι, αλλά η πόλη που έχουμε στη διάθεσή μας έχει στραβοκαταπιεί τα ποτάμια της, κι από γεφύρια, το πολύ καμιά πεζογέφυρα, πάνω από λεωφόρο ταχείας θρόμβωσης.
Γιατί όχι!
Μια αερο-πεζογέφυρα.
Άρα;
Άρα το υστερόγραφο του σενιόρ Καλατράβα, το Καλατραβάκι.
Το Καλατραβάκι πάει μια χαρά, κι ας μην ανακαλεί τον Ναπολέοντα (πλην εκείνου του πάλαι ποτέ Δρομοκαϊτείου, όταν το παίζει ολυμπιονίκης), έχει μήκος και (πρέπει να) έχει εκ των κάτωθεν ανοδική θέα (υποθέτω, δεν πήγε ακόμη κανείς απ’ την παρέα να το επαληθεύσει).
Όμως υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: οι συλλαβές. Κοίτα το πρωτότυπο: Si, par hasard (4 συλλαβές), Sur l’Pont des Arts (κι εδώ, εν τέλει, 4συλλαβές) Η λέξη ¨Καλατραβάκι¨ έχει 5, μαζί με το απαραίτητο (πρόθεση + άρθρο) ¨στο¨, μας κάνουν 6 (έξι). Ζόρικο. Μήπως όμως οι έξι συλλαβές χωράνε στις νότες, έστω με γρηγορότερη εκφορά, γιά όλοι μαζί: Στο Καλατραβάκι/ πρόσεχε λιγάκι… πάει; Πάει.
Ξανά: Πρόσεχε λιγάκι/ στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά/ κράτα τη φούστα σου σφικτά…
Και τώρα χρειαζόμαστε κάτι να ομοικαταληκτεί (ριμάρει) με ¨καπέλο¨ . Δε βγαίνει; Είναι που το καπέλο είναι και παροξύτονο. Κι αν τον βάζαμε να χαλάει τα μαλλιά; παρατηρεί εύστοχα η Ιωάννα. Γιατί όχι! Και ποιος σε ¨ –ιά¨ θα τα ανακατεύει; Μα ο παιχνιδιάρης ο Βοριάς, ξαναλύνει τον βρόγχο η Ιωάννα. Σωστό!
Άρα έχουμε: Πρόσεχε λιγάκι/ στο Καλατραβάκι
Τον παιχνιδιάρη τον βοριά / που σου χαλάει τα μαλλιά.
Κάπως έτσι άρχισε να πλέκεται η παρακάτω εγχώρια προσαρμογή των στίχων του Μπρασένς. Σας τους παραθέτω μαζί με το αρχικό κείμενο και ό, τι από μουσική (αρχική και διασκευές) βρήκα.
…………
(*)Όπως θα παρατήρησαν οι τακτικοί επισκέπτες της παρούσας ιστοσελίδας, αυτό το καλοκαίρι, το κύριο θέμα των αναρτήσεων ήταν παλιά ξένα τραγούδια που ανασύρθηκαν ξανά στην επιφάνεια, ψαχουλεύτηκαν, παρουσιάστηκαν και έγινε ερασιτεχνική προσπάθεια να μεταφραστούν(;), αποδοθούν(;) προσαρμοστούν(;) στην τρέχουσα ελληνική. Αυτό το παιχνίδι άρχισε όταν το παρόν ιστολογοφόρο απόκτησε τη δυνατότητα μεταφοράς προφορικού λόγου και μουσικών ήχων.
Τώρα, το καλοκαίρι τελειώνει και μαζί του ο (ικανός για τέτοιες ενασχολήσεις) ελεύθερος χρόνος. Έτσι, όπου να ’ναι, πάμε γι άλλα. (Εκτός, βεβαίως, απρόοπτης θυμικής εμμονής, που δεν είναι να την αποκλείεις κι αυτήν, γιατί, που και που, σκάει μύτη απρόσκλητη και απαιτητική). Πάντως, έτσι κι αλλιώς, έχω ακόμη δυο τρία Μπρασένεια άσματα στο δισάκι μου, επεξεργασμένα σε περίοδο θερινής ραστώνης, πακεταρισμένα και έτοιμα για ανάρτηση.
Επομένως… ιδού ένα από αυτά:
Πρώτα οι ήχοι:
1.Από τον δημιουργό (στίχοι, μουσική, τραγούδι) Μπρασένς 2. Από το κουαρτέτο Plein Jazz 3. Από τους Pierre et Willy 4. Εκτέλεση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα των Μπρασένς 5. Ισπανικά 6. Ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά (από κάτω το Duo Brassens Jazz)
Και τα κείμενα: 1. Οι στίχοι στα γαλλικά 2. Η προσαρμογή στα ελληνικά
Le vent
Georges Brassens
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau
Les jean-foutre et les gens probes
Médis’nt du vent furibond
Qui rebrouss’ les bois, détrouss’ les toits, retrouss’ les robes
Des jean-foutre et des gens probes
Le vent, je vous en réponds
S’en soucie, et c’esαιt justic’, comm’ de colin-tampon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau
Bien sûr, si l’on ne se fonde
Que sur ce qui saute aux yeux
Le vent semble une brut’ raffolant de nuire à tout l’monde
Mais une attention profonde
Prouv’ que c’est chez les fâcheux
Qu’il préfèr’ choisir les victimes de ses petits jeux
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau
Ο άνεμος
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά
Προσοχή λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Στον παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά
Οι ¨ωχ αδελφέ¨ κι οι ¨καθώς πρέπει¨
για τον άνεμο ρωτούν
που δέντρα ρίχνει, στέγες παίρνει και φούστες σηκώνει
¨Ωχ αδελφέ¨ και ¨καθώς πρέπει¨
θα σας απαντήσω εγώ
πως ο άνεμος σας έχει
γραμμένους και τους δυο
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Τον παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά
Έτσι βέβαια κι αρκεστείς
σε ό, τι μοιάζει προφανές
ο αέρας ίδιος είναι για όλους τους ανθρώπους
αλλά αν προβληματιστείς
περισσότερο θα δεις
πώς να ενοχλεί του αρέσει στριμμένους και εμπαθείς
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Αυγούστου, 2011
Μια που είναι ακόμη Αύγουστος, κάνει ζέστη, και το Πνεύμα των Διακοπών ως εξωτικό ξωτικό εξακολουθεί απτόητο, ανέμελο και ηλιοκαμένο να κόβει βόλτες πάνω από πόλεις και εξοχές, βγάζοντας γλώσσα στην κρίση, την ανησυχία, την αμφιβολία, το άγχος, και την (προσωρινά καταλαγιασμένη) οργή, λέω να μην αλλάξουμε θέμα και να μείνουμε (με καλή θερινή διάθεση) στα όσα (διαπιστωτικά και αυτοκριτικά) λέγαμε στο προηγούμενο δημοσίευμα.
Πολύ περισσότερο που ξετρύπωσα ακόμα ένα σχετικό τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς. [Λέω φίλου και τον φαντάζομαι γεννημένο κανα παράλληλο πιο κάτω(*), σε κάποιο ελληνικό νησί, να τον λένε (ας πούμε) Γιώργη Μπρασένη, να έχει τα ίδια μουστάκια, την ίδια κιθάρα (ίσως κι ένα μπουζούκι στο πλάι) και να μιλάει λίγο πολύ για τα ίδια πράγματα (τον έρωτα, τις γυναίκες, τους καλούς απλούς ανθρώπους, την ενδημική ανθρώπινη βλακεία) με το χιούμορ που μπορεί να αναπτύξει εν τέλει μόνο ο παθών (από τον έρωτα, τις γυναίκες, την ανθρώπινη βλακεία) και με την συμπάθεια που μπορεί να νοιώσει μόνον ο συμπάσχων (με τους απλούς καλούς ανθρώπους)].
Το τραγουδάκι αυτό ο Μπρασένς δεν πρόλαβε να το ηχογραφήσει, και έτσι κυκλοφόρησε τελικά, μαζί με μερικά άλλα, μετά την αναχώρησή του (προς εκείνον τον κατά τεκμήριο καλόβολο θεό, μια που ανεχόταν τις ενστάσεις, αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες που ο ποιητής του απηύθυνε απανωτά).
Ο τίτλος του τραγουδιού είναι Quand les cons sont braves (Όταν οι βλάκες/μαλάκες είναι καλοί, ικανοί, εν τάξει) και το ερμηνεύει ο φίλος του Μπρασένς Jean Bertola. Εδώ η ανάλυση της ανθρώπινης βλακείας προχωρεί στον εντοπισμό της πρώτης μεγάλης διχοτόμησης: τους απλούς (μέσους, κοινούς, καλούς) βλάκες και τους βλάκες που χειρίζονται εξουσία. Το συμπέρασμα της ανάλυσης, εδώ που τα λέμε, δεν εκπλήττει: οι πρώτοι (οι απλοί βλάκες) αν και πλειονότητα, είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνοι από τους δεύτερους (τους βλάκες με την περικεφαλαία της Εξουσίας) και αξίζουν αν μη τι άλλο, ένα τραγούδι!
(*) Ο Μπρασένς γεννήθηκε στη μεσογειακή παραθαλάσσια γαλλική πόληCette (Sète) από πατέρα γάλλο εργοδηγό οικοδομών και μητέρα νοτιοιταλίδα μετανάστρια.
Σημείωση 1. Σας παραθέτω επίσης μια πρόσφατη ιταλική εκδοχή. [Είναι πολλοί οι νεαροί Ευρωπαίοι τραγουδοποιοί που τελευταία έδειξαν ενδιαφέρον (και πάλι) για τον Μπρασένς. Θα είναι που η εποχή, μπαϊλντισμένη από σλόγκαν, μότο, και λοιπές κερδοσκοπικές αερολογίες, έχει ανάγκη από απλό, ειλικρινή, ανεπιτήδευτο λόγο;]
Σημείωση 2. Βρήκα στο διαδίκτυο ένα κολάζ από Μπρασένς τραγουδισμένο από διάφορους ετεροεθνείς τραγουδιστές. Έχει ενδιαφέρον.
Σημείωση 3. Στην απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά, είναι προφανές (και σχεδόν αναπόφευκτο) ότι διολίσθησε μια σταλιά από το προσωπικό μου άχτι, λίγο πολύ σχετικό με τα τρέχοντα, που το περιιπτάμενο Πνεύμα των Διακοπών δεν κατάφερε να εξορκίσει.
Έχουμε λοιπόν: Σε ήχο
1. Quand les cons sont braves. Στίχοι μουσική του Μπρασένς, τραγουδάει ο Jean Bertola.
.
.
2. ¨I bravi coglioni¨, τραγουδάει ο Alessio Lega
.
3. Ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά.
.
4. Κολάζ εκδοχών ¨Μπρασένς¨ από γωνιές της γης.
.
Και σε κείμενο
Οι αρχικοί γαλλικοί στίχοι
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Η προσαρμογή στα ιταλικά.
Quand les cons sont braves.1982 Georges Brassens – Les dernières chansons inédites par Jean Bertola
Sans être tout à fait un imbécile fini,
Je n’ai rien du penseur, du phénix, du génie.
Mais je n’suis pas le mauvais bougre et j’ai bon coeur,
Et ça compense à la rigueur.
(Refrain)
Quand les cons sont braves
Comme moi,
Comme toi,
Comme nous,
Comme vous,
Ce n’est pas très grave.
Qu’ils commettent,
Se permettent
Des bêtises,
Des sottises,
Qu’ils déraisonnent,
Ils n’emmerdent personne.
Par malheur sur terre
Les trois quarts
Des tocards
Sont des gens
Très méchants,
Des crétins sectaires.
Ils s’agitent,
Ils s’excitent,
Ils s’emploient,
Ils déploient
Leur zèle à la ronde,
Ils emmerdent tout l’monde.
Si le sieur X était un lampiste ordinaire,
Il vivrait sans histoire avec ses congénères.
Mais hélas ! Il est chef de parti, l’animal :
Quand il débloque, ça fait mal !
(Refrain)
Si le sieur Z était un jobastre sans grade,
Il laisserait en paix ses pauvres camarades.
Mais il est général, va-t-en-guerre, matamore.
Dès qu’il s’en mêle, on compte les morts.
(Refrain)
Mon Dieu, pardonnez-moi si mon propos vous fâche
En mettant les connards dedans des peaux de vaches,
En mélangeant les genres, vous avez fait d’la terre
Ce qu’elle est : une pétaudière !
(Refrain)
Οι απλοί μαλάκες
Χωρίς να είμαι κι ένας βλάκας και μισός
Δεν θα έλεγα πως είμαι ο μέγιστος σοφός
Μα στην παρέα είμαι καλός κι έχω καλή καρδιά
Κι αυτό [εν μέρει] με αποκαθιστά
Οι απλοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κι όταν κάνουνε γκάφες
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς ειν’ πολλοί, οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
κι οι στριμμένοι
που παράγουν, προάγουν, αλλά κι όλα τα αποδομούν με μανία
έρημη κοινωνία
Εάν ο μίστερ Χι ήτανε ταξιτζής
Να αυξάνει την ταρίφα θα ‘ταν ευτυχής
Μα γούσταρε, το ζώο, για πρωθυπουργός
Κι όταν τα χώνει γίνεται χαμός
Οι κοινοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κι αν κάνουν «πατάτες»
Κι αν φωνάζουν, γκρινιάζουν, ταράζουν, κουράζουν,
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που παράγουν, προάγουν, μολύνουν, διευθύνουνε και Συντονίζουν
Και σε όλους τα πρήζουν
Εάν ο Ψι ήταν της σειράς καραβανάς
Χωρίς βαθμούς κι αστέρια, μέσος γαλονάς
Τις γκάφες του θα τις πληρώναν λιγοστοί
Και θα γλυτώναν άμαχοι αρκετοί
Οι μέσοι μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
(σαν δεν έχουνε πλάτες)
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, γκρινιάζουν, κουράζουν,
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που διαπλέκουν εμπλέκουν, σκευωρούν, αλλά κι απορυθμίζουν
Και σε όλους τα πρήζουν
Ήμαρτον Θεέ μου για τη σκέψη μου αυτή
Μα εάν στους μαλάκες έδωσες χοντρό πετσί
Μαζί με πόστα, θώκους, πλούτη και εξουσία
Τι φταίω εγώ που χάνω την ουσία;
Οι καλοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κ αν κάνουνε γκάφες
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που παράγουν, προάγουν, λανσάρουν κι όλα τα’ αποδομούν με μανία
Έρημη κοινωνία!
I BRAVI COGLIONI
Senza esser definibile
un perfetto idiota,
non sono uno scienziato, un genio,
una cometa,
ma son di buon carattere,
di compagnia
e ciò compensa tuttavia…
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Se il signor Tizio fosse solo un ragioniere
ragionerebbe in ogni caso col sedere,
ma è quadro di partito
è capo gabinetto
fa una cazzata
e salta tutto!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Se il generale Caio non avesse gradi
un paio di stronzate avrebbero rimedi
ma è capo divisione
gioca con le bombe
lui sbaglia e accade un’ecatombe!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
O dio del cielo hai fatto proprio un bel casino
hai messo i ciechi alla guida del destino
se non ci fossi stato
o fossi un po’ più sveglio
non t’incazzare, ma era meglio!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Αυγούστου, 2011
Περί βλακείας έχουν γραφτεί πολλές εξυπνάδες. Και βλακείες επίσης. Θα αποτολμούσα, ίσως, να πω ότι η βλακεία αποτελεί προνομιούχο πεδίο για τη διατύπωση «εξυπνακισμών», δηλαδή μιας εννοιολογικής κατηγορίας που ακροβατεί ανάμεσα στο μέτριο/κακό χιούμορ και την αμιγή βλακεία. Δεν το λέω όμως γιατί διαισθάνομαι ότι το πεδίο είναι ναρκοθετημένο από την ίδια τη ζωή. Ο μπάρμπα Φιοντόρ (Ντοστογιέφσκι) εμπλούτισε τη λογοτεχνία με την περιγραφή ενός υπέροχου ηλίθιου, ενώ, αντίστροφα, αν επιχειρήσετε μια (ας πούμε κοινωνιολογική) διερεύνηση γύρω από το ποια είναι η μέση εικόνα του ¨μη βλάκα¨ [ξύπνιου, καπάτσου, καταφερτζή, σπίρτου, γατονίου, σαϊνίου, ανοικτομάτη, αετονύχη, ευέλικτου, πονηρού-με-την–καλή(!)-έννοια], στη σημερινή κοινωνία, θα εκπλαγείτε από την τάση για αυτοχειριασμό της εν λόγω κοινωνίας, η οποία προκρίνει ως πιο ¨έξυπνα¨ (άρα έγκριτα) τα αντικοινωνικότερα από τα στοιχεία (στοιχειά) που διαθέτει.
Ας περάσουμε όμως στην γελοιογραφική μεγέθυνση της βλακείας, που, σε μία από της ελληνικές της εκδοχές έχει τις (ονοματοποιητικές) ρίζες στο αρχαιοελληνικό ρήμα ¨μαλάσσω¨. Επί του προκειμένου θα πρότεινα το εξής πείραμα: πληκτρολογήστε στον Γκούγκλη (ή άλλη ανιχνεύουσα μηχανή) την πιο παγκοσμιοποιημένη από τις λέξεις του νεοελληνικού ρεπερτορίου [¨μαλάκας¨(*)], περιδιαβείτε τα ευρήματα και θαυμάστε το πλήθος και την ποικιλία των καλλιτεχνικών και μη επιτευγμάτων που έχουν κατασκευαστεί/στηριχτεί απάνω της. Είναι περισσότερα από όσα φαντάζεστε.
Θα μου πείτε ότι κάτι τέτοιο είναι εντέλει απολύτως αναμενόμενο μια που η λέξη, στην εξελισσόμενη νεοελληνική, δεν σημαίνει απαραιτήτως ¨βλάκας¨, αλλά (ενίοτε) και ¨δικός μου¨, ¨έμπιστος¨, ¨δικαιολογημένος¨, ¨έντιμος¨, φορολογικώς εν τάξει¨, ¨φιλότιμος¨ και πιθανώς και άλλα, υπό διαμόρφωση. Συμφωνώ. Γι’ αυτό εξ άλλου η περιήγηση στην αυτοκρατορία Του έχει ενδιαφέρον.
Ας σημειώσουμε επίσης ότι μερικά από τα βασισμένα στον περί ου ο λόγος όρο (¨μαλάκας¨) πονήματα διαθέτουν το σωσίβιο του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού, επομένως αξίζουν επισήμανση και αναπροβολή.
Σε αυτό το σημείο οι πιο υποψιασμένοι από τους επισκέπτες του ιστολογοφόρου(**) θα έχουν ήδη ψυλλιαστεί ότι επίκειται η παρουσίαση ακόμη ενός τραγουδιού του Μπρασένς (ενός από τα κάμποσα επί του θέματος). Και έχουν δίκιο. Πρόκειται για το γνωστό ¨Quand on est con¨ (1961), όπου ο όρος ¨con¨ έχει μεν διαφορετική ετυμολογία, αλλά ανάλογο εννοιολογικό περιεχόμενο.
Πρώτα όμως μερικές διευκρινιστικές σημειώσεις
Ο Μπρασένς έχει μελοποιήσει τμήμα δικού του ποιήματος δημοσιευμένου με τίτλο Le temps ne fait rien à l’affaire Το ποίημα, όπως και το μελοποιημένο απόσπασμα αναφέρεται κυρίως στη βλακεία των ηλικιακών άκρων (νέοι, γέροι), στην αναμεταξύ τους ¨αντιπαράθεση¨ και τη δημιουργία του περιβόητου ¨χάσματος των γενεών¨.
Το ποίημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον ποιητή Γ. Βαρβέρη (Georges Brassens «Ο Γορίλας και άλλα ποιήματα», εκδόσεις “Ύψιλον”, 1983) και προσαρμοστεί για της ανάγκες της (δικής του) μελοποίησης από τον τραγουδοποιό Θόδωρο Αναστασίου ( δίσκος “Μικρή ζωή”, 1997). Το βιβλίο δεν κατάφερα να το βρω στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, το παράγγειλα και ελπίζω να βρεθεί. Το τραγούδι και το κείμενο το παραθέτω όπως το βρήκα στο διαδίκτυο.
(*)Ο αυτόματος διορθωτής του word (κάνει ότι) αγνοεί τη λέξη ¨μαλάκας¨, σου τη βγάζει λάθος και σε προσκαλεί να την προσθέσεις στη λίστα με δική σου πρωτοβουλία και ευθύνη, πράγμα που σημαίνει ή ότι προέρχεται από άλλο πλανήτη (μια που η λέξη προκύπτει παγκοσμίως γνωστή) ή ότι είναι ένας ανεπανορθώτως σεμνότυφος ηλεκτροδιορθωτής.
(**) Χαίρομαι που η λέξη ¨ιστολογοφόρο¨ άρχισε να υιοθετείται και από άλλα ιστολόγια. Η λέξη πλάστηκε για να δηλώνει την προτεραιότητα του λόγου ακόμα κι όταν αυτός συνοδεύεται από εικόνες και ήχους
Ακολουθούν 1. Σε ήχο:
1. Το τραγούδι Le temps ne fait rien à l’affaire (Quand on est con) από τον δημιουργό του (1961)
2. Quand on est eletrocon (διασκευή)
3. Σε διασκευή Τζαζ (κουαρτέτο Plein Jazz)
4. Ανάγνωση της απόδοσης των στίχων στα ελληνικά που σας έφτιαξα
5. Το τραγούδι ¨Οι μαλάκες¨ (Brassens, Γ.Βαρβέρης, Θόδωρος Αναστασίου ¨Μικρή Ζωή¨ 1997). (Ο Γ. Βαρβέρης -χάθηκε πρόσφατα- είναι εξαιρετικός ποιητής, και ο Αναστασίου ευαίσθητος τραγουδοποιός, επομένως αργά ή γρήγορα θα επανέλθουμε).
Και σε κείμενο:
Οι στίχοι του τραγουδιού (δεν βρήκα το συνολικό ποίημα στα γαλλικά)
Η απόδοση των στίχων στα ελληνικά
Οι στίχοι (Μπρασένς, Βαρβέρης) προσαρμοσμένοι από τον Αναστασίου.
Le temps ne fait rien à l’affaire (Quand on est con)
Quand ils sont tous neufs,
Qu’ils sortent de l’œuf,
du cocon.
Tous les jeunes blancs becs
prennent les vieux mecs
pour des cons.
Quand ils sont venus les têtes chenues,
les grisons.
Tous les vieux fourneaux prennent les jeunots
pour des cons.
Moi qui balance entre deux âges Je leur adresse à tous un message.
Le temps ne fait rien à l’affaire.
Quand on est con, on est con!
Qu’on ait 20 ans, qu’on soit grand-père
Quand on est con, on est con!
Entre vous plus de controverses,
Cons caduques ou cons débutants.
Petits cons de la dernière averse
Vieux cons des neiges d’antan
Vous les cons naissant, les cons innocents,
les jeunes cons,
Qui, ne le niez pas, prenez les papas pour des cons.
Vous les cons âgés, les cons usagés,
les vieux cons.
Qui, confessez-le, prenez les p’tits bleus pour des cons.
Méditez l’impartial message d’un qui balance entre deux âges.
Le temps ne fait rien à l’affaire.
Quand on est con, on est con!
Qu’on ait 20 ans, qu’on soit grand-père
Quand on est con, on est con!
Entre vous plus de controverses,
Cons caduques ou cons débutants.
Petits cons de la dernière averse
Vieux cons des neiges d’antan
Όταν είναι κανείς βλαξ (Το χάσμα των γενεών)
Πριν βγουν απ’ τ’ αυγό, το είδα και εγώ,
κάτι μικροί
λεν πως όλοι οι μεγάλοι έχουνε χάλι
κι είναι χαζοί.
Μα σαν θα ωριμάσουν, στάση θα αλλάξουν
κάποια στιγμή
θα λέν’ οι μπουνταλάδες: οι πιτσιρικάδες
πως ειν’ οι χαζοί
Μα εμένα ακούστε με ηρεμία, που είμαι στη μέση ηλικία
Το χάσμα των γενεών δεν φταίει
κι ας μην γκρινιάζετε εναλλάξ
είτε ξεκούτες είτε νέοι
ο βλάκας μένει πάντα βλαξ.
Μαλάκες νέας εσοδείας, μαλάκες της παλιάς γενιάς
κάντε μια νέα συμμαχία, γιατί ο καυγάς είναι μπελάς
κάντε μια συμμαχία νέα, κακός μπελάς ειν’ ο καυγάς.
Βλάκες περιωπής, βλάκες της στιγμής
νέοι ζαβοί
που να πουν για πλάκα, τον μπαμπά μαλάκα
ζητούν αφορμή.
Ηλικιωμένοι, ελαφρά φθαρμένοι
γέρο στραβοί
που δεν υποχωρείτε και για όλα θαρρείτε
πως φταιν’ οι μικροί.
Εγώ, της μέσης ηλικίας, σας στέλνω μήνυμα ομονοίας:
Αδέλφια κόψτε τις αηδίες,
βλάκες παλιοί ή του κουτιού,
μαλάκες νέας εσοδείας,
μαλάκες του παλιού καιρού.
Το χάσμα των γενεών δεν φταίει
κι ας μην γκρινιάζετε εναλλάξ
είτε ξεκούτες είτε νέοι
ο βλάκας μένει πάντα βλαξ
είτε ξεκούτες είτε νέοι
ο βλάκας παραμένει βλαξ
Οι Μαλάκες
Σαν είναι νέοι και σκάνε μύτη, από τις φάκες, από το σπίτι
βρίζουν, καπνίζουν και βλαστημάνε, στα καφενεία κωλοβαράνε
Φρέσκοι μαλάκες, νέοι κι ωραίοι, ζητάνε δόξα, γυρεύουν κλέη
γέροι μαλάκες, ανοίξτε δρόμο , τώρα οι νέοι, έχουν το λόγο
Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση
έχω ένα μήνυμα λίγο σκληρό, που δεν θ’ αρέσει:
Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο
είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας είναι μαλάκας
Νέοι αθώοι, γέροι με πείρα, μ’ άδειο κεφάλι, με σκέψη στείρα
μη μου τσακώνεστε, μη μου λυπάστε , όλοι με βούλα, μαλάκες θα ‘στε
Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση
έχω ένα μήνυμα πιο θετικό, θα σας αρέσει:
Πάρτε τα πλοία, τ’ αεροπλάνα, διακοπές κάντε για πάντα
τσάμπα κρασί, φαΐ και ξάπλες, τσάμπα γυναίκες που θέλουν βλάκες
Πληρώνω εγώ και κάτι φίλοι, μ’ ό,τι λεφτά μας έχουν μείνει
κι αν δεν μας βγαίνουν τα έξοδά μας , θα δανειστούμε για τη χαρά μας
Μόνοι στην πόλη, δίχως μαλάκες θα είναι ωραία
καλό κρασί, πέντ’-έξι φίλοι και λίγη θέα
Μα η χαρά μας, δεν πιάνει τόπο, γιατί οι μαλάκες έχουν τον τρόπο
Από τη στάχτη ξαναγεννιούνται κι όλους εμάς δεν μας λυπούνται
Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο,
είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας, είναι μαλάκας
Λίγο κι εγώ ανησυχώ μήπως τους μοιάσω
αν το τραγούδι μου το συνεχίσω και σας κουράσω
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Αυγούστου, 2011
«Στο δάσος του Clamart υπάρχουν αγριολούλουδα, στο δάσος της καρδιάς μου υπάρχουν οι παλιοί φίλοι». Έτσι τραγουδούσε ο Brassens στην ταινία του René Clair «Porte des Lilas» (1957) στην οποία, εκτός από το ότι είχε γράψει τη μουσική, υποδυόταν έναν αναρχικό πλανόδιο τραγουδιστή. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι Pierre Brasseur, Henri Vidal κα. Είναι πιθανό ότι τα τραγούδια του «Porte des Lilas» τον πρωτοέκαναν γνωστό και στην Ελλάδα, όταν η ταινία προβλήθηκε εδώ.
Το «Au Bois De Mon Cœur» έχει μια εξαιρετικά απλή και εύηχη μελωδία και λόγια που μιλούν για νεανικές παρέες και παλιούς φίλους. Η προσπάθεια προσαρμογής των στίχων στα ελληνικά έχει εστιαστεί κυρίως στη θεματολογία (φίλοι, νεανικές παρέες), αλλάζοντας (προσαρμόζοντας) ως και το ευρύτερο σκηνικό: όχι τα περιαστικά δάση του Παρισιού, αλλά τοποθεσίες της μιας κάποιας Αθήνας (de mon cœur).
Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Au Bois De Mon Cœur. Σε ήχο:
Ο Georges Brassens:
Τα κείμενα
Οι στίχοι του Μπρασένς
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Au Bois De Mon Cœur
Au bois d’Clamart y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Au fond de ma cour j’suis renommé
J’suis renommé
Pour avoir le cœur mal famé
Le cœur mal famé
Au bois d’Vincenn’s y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Quand y a plus d’vin dans mon tonneau
Dans mon tonneau
Ils n’ont pas peur de boir’ mon eau
De boire mon eau
Au bois d’Meudon y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Ils m’accompagn’nt à la mairie
A la mairie
Chaque fois que je me marie
Que je me marie
Au bois d’Saint-Cloud y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Chaqu’ fois qu’je meurs fidèlement
Fidèlement
Ils suivent mon enterrement
Mon enterrement
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιουλίου, 2011
Ακόμη ένα κλασικό, τρυφερό τραγουδάκι, για τους ερωτευμένους που αγκαλιάζονται στα δημόσια παγκάκια, από το άλμπουμ Les Amoureux Des Bancs Publics (Brassens 1954). Ακούστε επίσης την εξαιρετική διασκευή του Daniele Sepe, μια εκτέλεση στα ρώσικα και την Πατασού. Ακολουθεί η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα.
Ο Brassens ζωντανά, σε τηλεοπτική εκπομπή, συνοδεία ορχήστρας
Η προσαρμογή/διασκευή του Daniele Sepe (βάζει κι άλλες νότες στη χύτρα)
Επίσης μια ρώσικη εκδοχή
…και η Πατασού
Η απόδοση στα Ελληνικά:
Και τα σχετικά κείμενα:
Les Amoureux Des Bancs Publics
Les gens qui voient de travers Pensent que les bancs verts Qu’on voit sur les trottoirs Sont faits pour les impotents Ou les ventripotents Mais c’est une absurdité Car à la vérité Ils sont là, c’est notoire Pour accueillir quelque temps Les amours débutants
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Ils se tiennent par la main Parlent du lendemain Du papier bleu d’azur Que revêtiront les murs De leur chambre à coucher Ils se voient déjà, doucement Elle cousant, lui fumant Dans un bien-être sûr Et choisissent les prénoms De leur premier bébé
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Quand la sainte famille machin Croise sur son chemin Deux de ces malappris Elle leur décoche hardiment Des propos venimeux N’empêche que toute la famille Le père, la mère, la fille, Le fils, le Saint-Esprit Voudrait bien, de temps en temps Pouvoir s’conduire comme eux
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Quand les mois auront passé Quand seront apaisés Leurs beaux rêves flambants Quand leur ciel se couvrira De gros nuages lourds Ils s’apercevront, émus, Qu’c’est au hasard des rues Sur un d’ces fameux bancs Qu’ils ont vécu le meilleur Morceau de leur amour
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Οι ερωτευμένοι στα δημόσια παγκάκια
Τα παγκάκια μερικοί, λένε πως είναι εκεί, σε πάρκα και πρασιές
μόνο για τους κουρασμένους, και καν’ά χοντρό
Μα η αλήθεια είναι αυτή, οι πάγκοι είναι εκεί, στις πόλης τις γωνιές
για να στηρίζουν των ερώτων κάθε νέο ανθό
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σα μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Δες πως πιάνονται απ’ το χέρι και με πόση χάρη για τ’ αύριο μιλούν
τι κουρτίνες θα ταιριάξουν, με πουά ή με καρό
κι έτσι τακτοποιημένοι, στ’ όνειρο δεμένοι, στα ψηλά πετούν
κι αποφασίζουν πως θα λεν’ το πρώτο τους μωρό.
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σαν μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Κι όλοι εκείνοι οι δίχως πάθος, την αγάπη λάθος, που νομίζουνε
και που στους ερωτευμένους ρίχνουνε χολή
είναι γιατί τους ζηλεύουν κι ίσως κατά βάθος να ελπίζουνε
πως θα ζήσουν κάτι τέτοιο κάποτε κι αυτοί.
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σα μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Κι όταν ο καιρός γυρίσει κι έχουν πια ξεφτίσει οι πρώτες προσμονές
και χοντρά και μαύρα νέφη θα ‘χει ο ουρανός
Τότε θα αναπολήσουν κι ίσως ξαναζήσουν ‘κείνες τις στιγμές
Στο παγκάκι να ανάβει πόθος φλογερός
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες να μιλούν παντοτινές, φατσούλες συμπαθητικές!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Ιουλίου, 2011
Κατά τη διάρκεια του περασμένου (20ου ) αιώνα, ορισμένοι Ευρωπαίοι λαϊκοί καλλιτέχνες, συχνά σε αντιπαράθεση με τη ραγδαία αναπτυσσόμενη πολιτισμική βιομηχανία, κατάφεραν να αναδειχτούν σε σημεία αναφοράς για μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ξεπερνώντας τα συνήθη πολιτισμικά όρια και τις ήδη υπάρχουσες ¨ετικέτες¨.
Ιδιαίτερα στην (αυτονόητα) λαϊκή τέχνη του τραγουδιού (που αποτελεί και το συνηθέστερο φορέα της λαϊκής ποίησης), μερικοί από αυτούς τους καλλιτέχνες αναδείχτηκαν σε ενοποιητικά κοινωνικά σύμβολα με τεράστια απήχηση, παρά την συνήθως αρνητική ή αδιάφορη στάση, τόσο της καθεστωτικής, όσο και της εμπορευματικής επικοινωνιακής εξουσίας (η απόλυτη ταύτιση αυτών των δύο μορφών επικοινωνιακής εξουσίας είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο -στο παρελθόν κρατούσαν μια αμοιβαία απόσταση, έστω για τα ¨μάτια του κόσμου¨).
Ένας τέτοιος καλλιτέχνης υπήρξε πχ για τον ελληνόφωνο χώρο ο Στέλιος Καζαντζίδης ή ο Βασίλης Τσιτσάνης, για τον γαλλόφωνο ο Ζωρζ Μπρασένς και άλλοι, στην Ιταλία μπορούσες (και μπορείς ακόμη) να συναντήσεις αποκόμματα περιοδικών με την εικόνα του Αντριάνο Τσελεντάνο κολλημένα σε παρμπρίζ φορτηγών, σε ενοριακές λέσχες, σε κομμωτήρια και συνεργεία, ενώ τις λίγες φορές που παρουσιάζεται, θυμοσοφώντας, στα μεγάλα μέσα γίνεται χαμός θεαματικοτήτων.
Πέρα από την διαχρονικότητα, την εμβέλεια και την γνήσια λαϊκή τους καταγωγή, ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσα σε τέτοιου είδους καλλιτέχνες είναι ο μη ¨πολιτικά ορθός ¨ (συχνά σατυρικός ή σαρκαστικός, ενίοτε μελοδραματικός) τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τα θέματά τους.
Θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα ξενέρωτο, αλλά όχι για αυτό το λόγο λιγότερο ιδιοτελές κίνημα της εποχής της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού, επινοημένο για να προφυλάξει από την επιδιωκόμενη γενική αποδόμηση, κάποιους τομείς γενικότερης χρήσεως, όπως κάποιες -ακόμα χρήσιμες για τις νέες εξουσίες- ανθρώπινες ευαισθησίες, πριν τις διοχετεύσει σε (ελεγχόμενες) ¨μη κυβερνητικές¨ οργανώσεις ή ¨Αρχές¨.
Πράγματι, άλλα ήταν τα ζόρια τον καιρό που στην Ευρώπη ανθούσαν, έξω από τα εμπορικά κυκλώματα, οι παραπάνω καλλιτέχνες. Ωστόσο παρατηρώ ότι, αν όχι αυτά καθαυτά (όχι όλα) τα μηνύματα και οι προβληματισμοί του καιρού εκείνου, τουλάχιστον ο αυθόρμητος και μη υποκριτικός, μη κυνικός, μη πραγματιστικός, λόγος τους, λειτουργεί ακόμη.
Σήμερα, βέβαια, η¨ γενική αναγνώριση¨ μερικών από αυτούς έχει τρόπον τινά επέλθει. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιους καλλιτέχνες κουβάλησε μαζί της μια γενιά που αναρριχήθηκε στην εξουσία τραγουδώντας τους, για να τους εγκαταλείψει αμέσως μετά, με δύο τρόπους: είτε προσπαθώντας να τους μετατρέψει σε αποστειρωμένους θεσμούς είτε επιλέγοντας αυστηρά και προωθώντας μόνο τμήματα της δουλειάς τους.
Γι αυτό, λέω, εδώ να εξακολουθήσουμε να ψάχνουμε για πηγαία λόγια και νότες, παλιών ή πρόσφατων καιρών (έστω για παρηγοριά στον άρρωστο…) και για σήμερα bien sûr
έχουμε Μπρασένς και Misogynie a part (Μισογυνισμού εξαιρουμένου).
Σημείωση 1. Ο Μπρασένς αρχίζει ορμώμενος από μία ρήση του Πολ Βαλερί ¨Il y a trois sortes de femmes: les emmerdantes, les emmerdeuses et les emmerderesses¨.
Σημείωση 2. Στη θέση του Claudel, ίσως όχι επαρκώς γνωστού στην Ελλάδα ως εκπρόσωπου του ακαδημαϊκού ύφους, προτίμησα τους αρχαίους τραγικούς. Ενίοτε έχουν κι αυτοί τα θύματά τους.
Σημείωση 3. Το ανέβασμα στο ιστολογοφόρο, οι ηχογραφήσεις και το ραπ ψάλσιμο, έγιναν σε συνθήκες εκδρομής, κάπως (πολύ) άτσαλα. Ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη θα τα συμμαζέψω κατά το δυνατόν.
Σημείωση 4. Στην ελληνική απόδοση έβαλα τελευταία την 6η στροφή, γιατί καταλήγει πιο αποφατικά από την 8η.
Οπότε, ακούστε και διαβάστε:
Σε ήχο:
1. O Brassens στο Misogynie apart
2. Την απόδοση που σας έφτιαξα: Μισογυνισμού εξαιρουμένου
3. Την απόδοση στα ιταλικά του Nanni Svampa : Lei mi rompe
4. Κάτι το ανάλογο, χιουμοριστικό και ελληνικό της ιδίας περιόδου Σερσέ λα φαμ (1948 Βασίλης Τσιτσάνης και Ε. Λαμπίρη)
5. Επίσης: των Παπαδόπουλου, Γιαννακόπουλου, Σακελλάριου
Η Γυναίκα είναι ζημιά (Φ. Πολυμέρης 1953)
Και τα κείμενα
1. Του Βρασένς: Misogynie a part
2. Η απόδοση στα ελληνικά: Μισογυνισμού εξαιρουμένου
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Ιουλίου, 2011
Το γεγονός ότι από τα λατινογενή αλφάβητα λείπει ο φθόγγος χι, δημιούργησε στην Δύση, ήδη από την εποχή του κλασικισμού και της λατρείας για τους ελληνικούς μύθους, μια μικρή παρεξήγηση.
Μπέρδεψαν (όχι μόνο το πλατύ κοινό, αλλά και μερικοί λόγιοι), τον Κρόνο (ταυτισμένο με τον ρωμαϊκό Saturnus) με τον Χρόνο (Chronos). Έτσι στον Κρόνο/Σατούρνο αποδόθηκε η αρμοδιότητα να ελέγχει, ως ο αρμόδιος θεός, τα της ροής των καιρών που αλλάζουν, εξοπλισμένος με κλεψύδρα και δρεπάνι.
Αυτή η ιστορία, που κρατάει τώρα πια μερικούς αιώνες, έχει επηρεάσει διάφορα καλλιτεχνήματα. Ένα από αυτά και ο ¨Σατούρνος¨ του Μπρασένς, ο μεγαλοπρεπής και αδυσώπητος θεός-Χρόνος, του οποίου σας έφτιαξα (ακόμη μία) ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά.
Σημείωση 1. Επειδή η ελληνική γλώσσα είναι περισσότερο περιφραστική από τη γαλλική, επωφελήθηκα από την επανάληψη του δεύτερου δίστιχου της κάθε στροφής, διαφοροποιώντας τo στην απόδοση, έτσι ώστε να προσθέσω κάποιες αποχρώσεις που αλλιώς δεν θα χώραγαν.
Σημείωση 2. Η γιορτή του Άγιου Μαρτίνου -11 Νοεμβρίου συμπίπτει (για τους ιθαγενείς) με ένα μετεωρολογικό «μικρό καλοκαιράκι», κάτι ανάλογο με τις αλκυονίδες ημέρες των δικών μας τόπων.
Σημείωση 3. Το «κατουρλού» είναι αρκετά πιστό στο «pisseuse», αν και οι Γάλλοι φαίνεται ότι το χρησιμοποιούν γενικότερα για την μικρή άγουρη γυναίκα, (πιτσιρίκα, πιπίνι; γκομενάκι;)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Ιουλίου, 2011
Δεν είπα πως κλείνω (προσωρινά) τον κύκλο Μπρασένς; Είπα. Κι όταν το είπα, δεν εννοούσα τόσο προσωρινά. Αλλά λέω να υπαναχωρήσω. Το ¨Εχω ραντεβού μαζί σας¨, απλή και εύηχη μελωδία με τέσσερεις μόνο στροφές (μετά ανακάλυψα πως υπάρχει και πέμπτη), με έκαναν στην αρχή να κοντοσταθώ, μετά να πω: α, μπορεί και να πάει κάπως έτσι, μετά να τυπώσω τους γαλλικούς στίχους, να πάρω μολύβι και να αρχίσω να σημειώνω στο λευκό περιθώριο φράσεις που να μπορούν να καθίσουν στις νότες χωρίς να προδίδουν τελείως την (όμορφη) αίσθηση που προκαλεί το πρωτότυπο κείμενο. Βέβαια, έστω κι αν όλα γίνονται χάριν παιδιάς, θα πρέπει να πω ότι είμαι εν γνώσει του ότι άλλο ¨j’m’en fous¨ και άλλο ¨αδιαφορώ¨, άλλο ταβερνιάρισσα και άλλο ταβερνιάρης, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά τι να κάνουμε, αν μείνουμε πιστοί στις λέξεις δύσκολα θα προκύψει κάτι που να τραγουδιέται. Άσε που μπορεί να χάσουμε και σε ατμόσφαιρα.
Αυτά.
Α ναι. Η παραπανίσια στροφή, η πέμπτη, δεν υπάρχει στην ηχογράφηση του Μπρασένς, αλλά σε εκείνη της Πατασού. Ετσι τουλάχιστον προέκυψε από τη σχετική έρευνα στο διαδίκτυο.
Εδώ έχουμε:
Σε ήχο:
1. Τον Ζορζ Μπρασένς να τραγουδά J’ai rendez-vous avec vous.
2. Την ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Και σε κείμενο: 1.Την πλήρη (5 στροφές) εκδοχή του τραγουδιού και 2. Την απόδοση στα ελληνικά
J’ai rendez-vous avec vous
Monseigneur l’astre solaire
Comm’ je n’l’admir’ pas beaucoup
M’enlèv’ son feu, oui mais, d’son feu, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La lumièr’ que je préfère
C’est cell’ de vos yeux jaloux
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Monsieur mon propriétaire
Comm’ je lui dévaste tout
M’chass’ de son toit, oui mais, d’son toit, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La demeur’ que je préfère
C’est votre robe à froufrous
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Madame ma gargotière
Comm’ je lui dois trop de sous
M’chass’ de sa tabl’, oui mais, d’sa tabl’, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
Le menu que je préfère
C’est la chair de votre cou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Sa Majesté financière
Comm’ je n’fais rien à son goût
Garde son or, or, de son or, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La fortun’ que je préfère
C’est votre cœur d’amadou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Mon patron, le vieux notaire,
Comme je n’en fiche pas un clou,
M’vire du bureau, mais du bureau, moi, j’m’en fous,
J’ai rendez-vous avec vous,
Le travail que je préfère,
C’est chanter rien que pour vous,
Tout le restant m’indiffère,
J’ai rendez-vous avec vous.
Έχω ραντεβού μαζί σας
Ο Ήλιος ο κατεργάρης
π’ ακτίνες μου στέλνει καυτές,
με σιγοψήνει, [ναι,] μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Η αύρα που μου ταιριάζει; Το πρόσωπό σας το αβρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω
Μα κι ο σπιτό-νοικοκύρης
που όλα του τα χαλώ,
έξωση μου ’κανε, μα εγώ αδιαφορώ,
με εσάς απόψε θα βγω.
Το σπίτι που μου ταιριάζει; Η φούστα σας, το φουρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ακόμα κι ο ταβερνιάρης
που κάμποσα του χρωστώ,
το τζάμπα μου ’κοψε, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Το γεύμα που μου ταιριάζει; Είν’ στον λευκό σας λαιμό.
Για τα λοιπά δε με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Να κι ο λεφτάς παρταόλας
που του ’κατσα στο λαιμό,
δε με χωνεύει, ναι, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Ο πλούτος που μου ταιριάζει; Πάθος για σας φλογερό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ως και το αφεντικό μου
-που δεν πεθαίνω για αυτό-
χτες με απόλυσε, μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Το έργο που μου ταιριάζει; Για σας είν’ να τραγουδώ.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Ιουνίου, 2011
Το τραγούδι έχει τίτλο Les passantes, το έχει μελοποιήσει ο Ζόρζ Μπρασένς, και οι περισσότεροι, ακόμη και η φίλη μου η Μισέλ, νομίζουν ότι και οι στίχοι είναι δικοί του. Πράγματι ο Μπρασένς έχει γράψει τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια του. Σε αυτό όμως όχι. Αυτό το ποίημα το βρήκε το 1942 σε ένα βιβλιαράκι στον πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπώλη, στο «ψειροπάζαρο» (που λένε οι Γάλλοι -και οι Ιταλοί) της Πορτ ντε Βανβ. Θα του αρέσει, θα μελοποιήσει σιγά σιγά τις επτά από τις εννέα στροφές, και δεν θα το τραγουδήσει δημόσια παρά πολλά χρόνια μετά. Ήταν γραμμένο από τον άγνωστο τότε ερασιτέχνη ποιητή Αντουάν Πολ.
Εδώ παρακάτω σας έχω:
1. Γραπτά:
α) Το κείμενο των εννέα αρχικών στροφών του Αντουάν Πολ,
β) Το κείμενο όπως το απέδωσε στα Ιταλικά ο Φαμπρίτσιο,
γ) Την απόδοση στα ελληνικά που σκάρωσα αυτές τις μέρες,
δ) Το ομώνυμο ποίημα του Κώστα Ουράνη, προφανώς εμπνευσμένο από τους στίχους του Πολ.
και
2. Σε ήχο:
*
α) Το τραγούδι ¨Οι Περαστικές¨ του Μπρασένς (πρώτη εκτέλεση το 1972),
.
γ) Την ανάγνωση της προσπάθειας να το αποδώσω στα ελληνικά
… και λίγος ρομαντισμός σε μεταλλικές αποχρώσεις
Je veux dédier ce poème
A toutes les femmes qu’on aime
Pendant quelques instants secrets
A celles qu’on connaît à peine
Qu’un destin différent entraîne
Et qu’on ne retrouve jamais
A celle qu’on voit apparaître
Une seconde à sa fenêtre
Et qui, preste, s’évanouit
Mais dont la svelte silhouette
Est si gracieuse et fluette
Qu’on en demeure épanoui
A la compagne de voyage
Dont les yeux, charmant paysage
Font paraître court le chemin
Qu’on est seul, peut-être, à comprendre
Et qu’on laisse pourtant descendre
Sans avoir effleuré sa main
A la fine et souple valseuse
Qui vous sembla triste et nerveuse
Par une nuit de carnaval
Qui voulut rester inconnue
Et qui n’est jamais revenue
Tournoyer dans un autre bal
A celles qui sont déjà prises
Et qui, vivant des heures grises
Près d’un être trop différent
Vous ont, inutile folie,
Laissé voir la mélancolie
D’un avenir désespérant
A ces timides amoureuses
Qui restèrent silencieuses
Et portent encor votre deuil
A celles qui s’en sont allées
Loin de vous, tristes esseulées
Victimes d’un stupide orgueil.
Chères images aperçues
Espérances d’un jour déçues
Vous serez dans l’oubli demain
Pour peu que le bonheur survienne
Il est rare qu’on se souvienne
Des épisodes du chemin
Mais si l’on a manqué sa vie
On songe avec un peu d’envie
A tous ces bonheurs entrevus
Aux baisers qu’on n’osa pas prendre
Aux coeurs qui doivent vous attendre
Aux yeux qu’on n’a jamais revus
Alors, aux soirs de lassitude
Tout en peuplant sa solitude
Des fantômes du souvenir
On pleure les lèvres absentes
De toutes ces belles passantes
Que l’on n’a pas su retenir
Le passanti
(Η απόδοση του Fabrizio de Andre)
Io dedico questa canzone
ad ogni donna pensata come amore
in un attimo di libertà
a quella conosciuta appena
non c’era tempo e valeva la pena
di perderci un secolo in più.
A quella quasi da immaginare
tanto di fretta l’hai vista passare
dal balcone a un segreto più in là
e ti piace ricordarne il sorriso
che non ti ha fatto e che tu le hai deciso
in un vuoto di felicità.
Alla compagna di viaggio
i suoi occhi il più bel paesaggio
fan sembrare più corto il cammino
e magari sei l’unico a capirla
e la fai scendere senza seguirla
senza averle sfiorato la mano.
A quelle che sono già prese
e che vivendo delle ore deluse
con un uomo ormai troppo cambiato
ti hanno lasciato, inutile pazzia,
vedere il fondo della malinconia
di un avvenire disperato.
Immagini care per qualche istante
sarete presto una folla distante
scavalcate da un ricordo più vicino
per poco che la felicità ritorni
è molto raro che ci si ricordi
degli episodi del cammino.
Ma se la vita smette di aiutarti
è più difficile dimenticarti
di quelle felicità intraviste
dei baci che non si è osato dare
delle occasioni lasciate ad aspettare
degli occhi mai più rivisti.
Allora nei momenti di solitudine
quando il rimpianto diventa abitudine,
una maniera di viversi insieme,
si piangono le labbra assenti
di tutte le belle passanti
che non siamo riusciti a trattenere.
Οι περαστικές
(Το κείμενο της απόδοσης των ¨περαστικών¨ που σας έφτιαξα)