Τις παρακάτω φωτογραφίες μου τις έστειλε η φίλη Σοφία Τσιτιρίδου, συμφοιτήτρια τότε στην αρχιτεκτονική σχολή της Φλωρεντίας και συνάδελφος αργότερα στο Αριστοτέλειο. Δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην Φλωρεντινή έκδοση της εφημερίδας ¨Ρεπούμπλικα¨.
Ο Έκο που απεικονίζεται εδώ, είναι ακόμη νέος (εμείς, εννοείται, ήμασταν τον καιρό εκείνο ακόμη νεότεροι!) και συμμετέχει μαζί με τον τότε κοσμήτορα της σχολής Λεονάρντο Ρίτσι (μεγάλο αρχιτέκτονα και μια από τις συμπαθέστερες φυσιογνωμίες της φοιτητικής μου ζωής) σε μία από τις πολλές απανωτές γενικές συνελεύσεις της υπό κατάληψη (σχεδόν όλη την περίοδο 1968-69) σχολής μας.
Ο Έκο μας δίδασκε τότε (τις πολύ ενδιαφέρουσες και δημοφιλείς δικές του απόψεις) στο μάθημα της Decorazione (Διακόσμηση). [Αργότερα ως πανεπιστημιακός ανακάλυψα ότι το να διδάσκεις τις δικές σου απόψεις σε ένα μάθημα που, ενώ έχει εξελιχθεί, εξακολουθεί να φέρει την παρωχημένη του ονομασία είναι κάτι που συνηθίζεται].
Στην πρώτη φωτογραφία, στα δεξιά του Έκο κάθεται ο Μιχαήλ Άγγελος Καπονέτο, ηγετική τότε φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος της Φλωρεντίας με εκπληκτικές ρητορικές ικανότητες, που ίσως μια άλλη φορά σας μιλήσω διεξοδικότερα γι αυτόν.
Η δεύτερη πανοραμική φωτογραφία είναι από συνέλευση στο προαύλιο της Αρχιτεκτονικής. Αγορεύει ο Καπονέτο. Ίσως, ψάχνοντας με τον κατάλληλο φακό, οι παλιοί μου συμφοιτητές μπορέσουν να βρουν κι άλλους παλιούς φίλους (ή την ίδια τη νεανική τους απεικόνιση).
Στη τρίτη φωτογραφία, σε μια από τις συνεχείς άτυπες συσκέψεις, της περιόδου εκείνης, στο κέντρο ο Ρίτσι (κρατάει το κεφάλι του), δίπλα του πάντα ο Καπονέτο (με τα γυαλιά) και όρθιος δεξιά με το γένι, ο Τζοβάνι Μπατσιάρντι, αργότερα βουλευτής της αριστεράς. Mαζί με τον καθηγητή Βιτσέντσο Μπεντιβένια, o Μπατσάρντι ήταν ένας από τους φίλους των ελλήνων αντιχουντικών της εποχής. Αργότερα είχαν και οι δύο λάβει μέρος σε ένα πολεοδομικό συνέδριο που είχα διοργανώσει (υπό την εποπτεία του αείμνηστου Θαλή Αργυρόπουλου) όταν ήμουν ακόμη στην εδώ Αρχιτεκτονική.
ΥΓ. Προσωπικά είχα κι άλλο υλικό από την εποχή αυτή, αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα άρον άρον το καλοκαίρι του 74 και μη ξέροντας τι θα αντιμετωπίσω, άφησα εφημερίδες, φωτογραφίες, κλπ, μέσα σε μια βαλίτσα στην αποθήκη του τελευταίου σπιτιού που νοίκιαζα. Όταν χρόνια μετά το επισκέφτηκα γεμάτος νοσταλγία, βρήκα μονάχα έναν δυσαρεστημένο (για τη σαβούρα) νέο ιδιοκτήτη. Αλλά κι αυτή είναι μια ιστορία για μια άλλη φορά.