Ο καπνός και ο φόβος
Ο Βασίλης Νόττας γράφει για τις (έστω καλών προθέσεων)
εκφοβιστικές εκστρατείες
(Δημοσιεύτηκε στην «Μακεδονία»)
Ο Καπνός και ο φόβος
Είδα έναν πνεύμονα ξαπλωτό πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι, να τον
πασαλείβουν μ’ ένα κουβά πίσσα.
Είδα σπηλαιώδεις γιγαντογραφίες σωθικών να κιτρινίζουν και να σαπίζουν.
Είδα αρτηρίες φραγμένες και αγγεία βουλωμένα.
Είδα εξογκώματα γεμάτα κακία να διεκδικούν ζωτικό (γι αυτά) χώρο στο
αναπνευστικό σύστημα ενός φουκαρά.
Είδα, όπως ίσως και εσείς, το περίφημο τηλεοπτικό μήνυμα που
απευθύνεται στους καπνιστές και τους προτρέπει να το κόψουν…
Και παραλίγο να ανάψω τσιγάρο, παρότι έχω χρόνια να καπνίσω.
Όταν ύστερα από λίγο ξεπέρασα τη κρίση ξαναθυμήθηκα πώς έκοψα το
τσιγάρο.
Κάπνιζα είκοσι δύο συναπτά έτη. Από φοιτητής. Πολύ.
Πήρε να μ’ ενοχλεί. Το αγνόησα.
Είχα βρει ακόμη κι ένα (φτιαχτό) άλλοθι. Η έναρξη του καπνίσματος ήταν μία από τις αναμνήσεις μιας νεανικής και (όταν την βλέπεις από μακριά) ηρωικής εποχής.
Αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Ιταλία. Μικρά δωματιάκια
παραχωρημένα από την Κάζα ντελ Πόπολο για να συνεδριάζουν οι έλληνες αντιφρονούντες. Γεμάτα καπνό από άφιλτρα Νατσιονάλι Σέμπλιτσι, άντε και κανένα Εμε-Έσε του ιταλικού μονοπωλίου ή και, το πολύ, κανένα Μάλμπορο.
Στην αρχή βήχεις, μετά αντιστέκεσαι για λίγο, ύστερα ζητάς τσιγάρο. Εκεί γνώρισα και τη γυναίκα μου. Κάπνιζε ήδη.
Μεταπολίτευση, επιστροφή στην Ελλάδα, στρατός (τσιγάρο και νές) Αθήνα, Θεσσαλονίκη, και το τσιγάρο, τσιγάρο.
Ώσπου, όσο κι αν θες να τ’ αγνοήσεις και να κάνεις ότι δε τρέχει τίποτα, σε θυμάται αυτό. Κάτι ψιλοζαλάδες στις ανηφόρες, κάτι ψιλομουδιάσματα στο κρεβάτι, κάτι η ανάσα στο στήθος να κάνει νερά…
Έκανα μόνο κάποιες προσπάθειες να το μειώσω. Όλες ανεπιτυχείς!
Έκανα και μερικές προσπάθειες να θεωρητικοποιήσω το πράγμα. Το κάπνισμα ως ένδειξη ακραίας αυτοδιάθεσης. Δε μου φτούρησε.
Κι έπειτα φτάνεις στην ηλικία των τσεκ απ.
Εγώ το παράβλεπα και το ανέβαλα. Όσο μπορούσα.
Μετά ήρθε η μέρα που με τις ακτινογραφίες υπό μάλης βρέθηκα μπροστά στο γιατρό.
Σύστημα Υγείας. Τάκης Τσόλκας, παθολόγος, τότε δε τον ήξερα, μετά γίναμε φίλοι.
Κοίταξε τη μαυρίλα της ακτινογραφίας και μετά εμένα.
«Πόσο καπνίζεις;» με ρώτησε.
Του είπα. Το χέρι μου στη τσέπη είχε ήδη, αυτόματα, βγάλει τσιγάρο από το πακέτο.
Αν ο Τσόλκας μου έλεγε τα συνηθισμένα, αν μου εκφωνούσε τις γνωστές απειλές, είχα έτοιμο το άλλοθι για το επόμενο τσιγάρο. Και το επόμενο τσιγάρο, ήταν ήδη έξω από το κουτί, στη τσέπη μου, έτοιμο για άναμμα.
Μπορεί του Τάκη να μη του άρεσαν οι εκφοβισμοί. Μπορεί να ήταν καλός ψυχολόγος. Σίγουρα ήταν καλός γιατρός. Με κοίταξε ήρεμα και μου είπε:
«Για τόσα τσιγάρα, εντάξει. Μάλλον την έχεις σκαπουλάρει για την ώρα».
Τον κοίταξα απορημένος. Άλλα περίμενα. Το χέρι μου στη τσέπη
τσαλάκωσε το τσιγάρο.
Ήταν το πρώτο που δεν κάπνισα.
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε. Τώρα θεωρώ το κάπνισμα ένα βίτσιο ηττημένο. Του βγάζω τη γλώσσα (που ξανακοκκίνισε). Αλλά όντας παθών ξέρω πόσο λίγο μετράν οι απειλές σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ξέρω επίσης ότι για εκείνους που δεν γνωρίζουν τα πράγματα από τα μέσα, οι απειλές είναι η εύκολη λύση. Που πολλές φορές επιφέρει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα
από το ζητούμενο.
Εκτός πια κι αν το ξέρουν. Και το ζητούμενο είναι άλλο.
Όπως για παράδειγμα σε κάποιες διαφημίσεις. Που σου μιλάν για τα (υπαρκτά) δεινά του τρίτου κόσμου.
Αλλά κατά βάθος δε θέλουν άλλο παρά να σου πουλήσουν.
Ρούχα!
******
neragazila@yahoo.com said
Καταπληκτικό! Ξαναδιάβασα τις προάλλες το επίσης καταπληκτικό άρθρο, που είχες γράψει το 1980 στην έκδοση του συνδέσμου επιστημόνων γυναικών Θεσσαλονίκης τεύχος 6-7 και σε θυμήθηκα. Νέτα
vnottas said
Αυτό είναι ένα από τα καλά με τα ιστολόγια Νέτα μου. Που και που σε ανακαλύπτει μια παλιά φίλη ή φίλος (χτες είχα τη χαρά να μιλήσω και με τον Ζήση). Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και τις ευχές στο άλλο σημείωμα. Ελπίζω να είσαι καλά από όλες τις απόψεις. Στο επανειδείν (ή επαναγράφειν) Βασίλης