ΜΠΑ!!! (Μέρος Β) Οι θνητοί (2)
Πρυτανεία του Δημοσίου Πανεπιστημίου.
Νωρίς το πρωί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟ
Όπου, μεταξύ άλλων, δίνεται και μια κάποια εξήγηση για τα ασυνήθη ονόματα που φέρουν οι ήρωες αυτής εδώ της ιστορίας
Στο προαύλιο της Πρυτανείας έφτασε πρώτος ο Γιάνος Αμάρος.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Όμως, τα χαράματα επιτέλους η βροχή σταμάτησε και μαζί της υποχώρησε κάπως και η αφύσικη νυχτερινή κουφόβραση.
Εδώ και λίγη ώρα ο φθινοπωρινός ήλιος προσπαθεί να σκάσει μύτη, όπως είναι καθήκον του, κάπου στα ανατολικά, αλλά δεν τα καταφέρνει. Έτσι εγκαταλείπει τις προσπάθειες και κρύβεται για τα καλά πίσω από ένα χοντρό γκρίζο σύννεφο.
Το μοναχικό πρωινό αεράκι που κυκλοφορεί τώρα ανάμεσα στα κτίρια της Πανεπιστημιούπολης δεν αρκεί για να εμποδίσει τη μουντάδα που κατεβαίνει στην πόλη και κατακάθεται στους μισοεγκαταλειμμένους σκουρόγκριζους πανεπιστημιακούς όγκους,.
Ο Γιάνος Αμάρος ξεκαβαλάει την ηλεκτροκίνητη μηχανή του και απελευθερώνει τη μύτη του από το τριπλό υπερ-απορροφητικό φίλτρο. Ύστερα αποσπάει το κράνος από το κεφάλι του και δένει το υπάκουο παπί στην ειδική σιδεριά του προαυλίου. Ο χώρος μπροστά από το κτίριο διοίκησης είναι ακόμη σχεδόν άδειος.
Από τα παρτέρια στις άκρες του πάρκιγκ ασθενικά χρυσάνθεμα αναρωτιούνται αν φύτρωσαν στη σωστή εποχή και προσπαθούν να ανασηκώσουν τα ξανθά τους κεφάλια ψάχνοντας ανώφελα τον πρωινό ήλιο.
Ο Γιάνος βγάζει από την τσέπη του ένα κουπόνι. Απάνω του είναι τυπωμένη η εικόνα του νέου ειδώλου των καταναλωτών, της έφηβης σταρ Μπάρμπυ Μπότον με το κοροϊδευτικό της χαμόγελο. Είναι ένα από τα κουπόνια που κόβει κάθε τόσο ο εκτυπωτής των τηλεοπτικών συσκευών υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι αναμμένες κατά τη διάρκεια της προβολής των τελευταίων 300 διαφημιστικών μηνυμάτων.
Βέβαια, η συσκευή των Αμάρων είναι χαλασμένη εδώ και καιρό, αλλά το κουπόνι είναι καλά παραποιημένο.
Ο νεαρός φοιτητής το χώνει στην κατάλληλη εσοχή και μετά συνδέει το καλώδιο της μπαταρίας του δίτροχου στο κοινόχρηστο πολύπριζο.
Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του, πνίγει ένα χασμουρητό και κατευθύνεται βιαστικά προς τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στην κεντρική πύλη του παλαιού κτιρίου.
Ο νεαρός είναι ντυμένος και κουρεμένος με τον αντικομφορμιστικό τρόπο που χαρακτηρίζει πολλούς φοιτητές του Δημοσίου Πανεπιστήμιου και που τους κάνει να ξεχωρίζουν με αποφασιστικό τρόπο από τους κοινωνικά ενσωματωμένους σπουδαστές των Εξειδικευμένων Ινστιτούτων των Εταιρειών:
Δεν είναι μακιγιαρισμένος και στο κρανίο του υπάρχουν καστανά μαλλιά, πιθανώς άβαφα, και όχι οι συνηθισμένες ιριδίζουσες σινιέ διακοσμητικές προσθήκες που επιβάλλει η μόδα και που υποδηλώνουν την κοινωνική ενσωμάτωση των κατόχων τους με τον ίδιο τρόπο που την υποδείκνυε στο παρελθόν η χρήση του περιλαίμιου που το ονόμαζαν γραβάτα.
Στο δέρμα του, πάλι, δεν διακρίνονται εμφανή δείγματα από τα πολύχρωμα στερεοσκοπικά τατουάζ που, αυτόν τον καιρό, κάνουν θραύση ανάμεσα στους νέους και τους ξανανιωμένους καταφέρνοντας, παράλληλα, να κρύβουν τις αλλεργίες και να καμουφλάρουν τα έλκη.
Μ’ άλλα λόγια η εμφάνιση του τελειόφοιτου φοιτητή της Τμήματος Μεταφυσικών Ανησυχιών του Χόμο Σάπιενς δηλώνει πρόθεση αμφισβήτησης των εικονογραφικών επιταγών της εποχής του και τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με αιθεροβάμονα νεαρό του περασμένου -και πλέον ξεπερασμένου- εικοστού αιώνα, παρά με έναν τακτοποιημένο, εικονογραφημένο και καθώς πρέπει νέο των αρχών του εικοστού πρώτου.
Στον Γιάνο Αμάρο έχει φτάσει μια επείγουσα πρόσκληση να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στο γραφείο του Πρύτανη, πράγμα που είναι αρκετά ασυνήθιστο αν όχι και κάπως ανησυχητικό.
Στο μήνυμα δεν αναφέρεται τίποτα σχετικά με το τι τον θέλουν. Το μόνο που ξέρει είναι ότι μια ανάλογη πρόσκληση έχει φτάσει και στον Βρασίδα Καραμπόλα, τον κολλητό συμφοιτητή του.
Ο Γιάνος ανηφορίζει την μνημειακή σκάλα και κοντοστέκεται στην κορυφή της. Ύστερα γυρίζει και σαρώνει με το βλέμμα τα δρομάκια του πανεπιστημιακού πάρκου που οδηγούν στο προαύλιο, ελπίζοντας να δει το θορυβώδες αλκοολ-δίαιτο τρίκυκλο όχημα του φίλου του να καταφτάνει.
Δεν το βλέπει. Ο Βρασίδας είναι πάλι αργοπορημένος.
Χτες βράδυ είχαν συμφωνήσει να συναντηθούνε εκεί μπροστά και να προχωρήσουν μαζί στα ενδότερα του κτιρίου της Πρυτανείας, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο κολλητός του έχει μια τελείως προσωπική αντίληψη περί χρόνου…
Ο Γιάνος ξανακοίταζει το ρολόι του: Δεν υπάρχει διαθέσιμη ώρα να περιμένει τον Βρας. Το πρωινό ξύπνημα είναι δύσκολη υπόθεση για τους φοιτητές όλων των εποχών, επί αυτού έχει προσωπική εμπειρία.
Απ’ την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση του Βρασίδα σημαίνει πως, όποιος κι αν είναι ο λόγος της επείγουσας πρόσκλησης, θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος και χωρίς συμπαράσταση. Και επί πλέον, ίσως θα πρέπει να επινοήσει και κάποια δικαιολογία για τον κολλητό του.
Προσπερνάει βιαστικά την πύλη και μπαίνει στην ψηλοτάβανη αίθουσα υποδοχής της Πρυτανείας.
Τριγύρω του διαγράφονται τα ίχνη από τα περασμένα μεγαλεία του Ιδρύματος: Oι ξεθωριασμένες κυβιστικές νωπογραφίες στον απέναντι τοίχο, τα ελαφρώς ακρωτηριασμένα αγάλματα και ακόμη κάτι σωλήνες που κάποτε ίσως ασκούσαν συγκεκριμένες λειτουργίες και που τώρα ξεφυτρώνουν αδέσποτοι εδώ κι εκεί υπενθυμίζοντας -άθελά τους- τη βιομηχανική υποβολή μιας άλλης εποχής.
Είναι πράγματι αξιοπερίεργο πως, σε πείσμα των Καιρών-Που-Έχουν-Πια-Αλλάξει και παρά τη διάχυτη αίσθηση φθοράς που επικρατεί παντού, μέσα σ’ αυτό το σκονισμένο σκηνικό έχει επιζήσει ένα ξεδοντιασμένο μεν, αλλά ακόμη υπαρκτό πανεπιστήμιο, όπου φιλοξενούνται παλιές ουμανιστικές επιβιώσεις ανακατεμένες κατά παράδοξο τρόπο με αρχαίους και πρόσφατους υπερβατικούς προβληματισμούς. Και αυτό το πανεπιστήμιο, όσο κι αν η παρουσία του μοιάζει παράταιρη σε σχέση με το κλίμα που κυριαρχεί αυτήν την εποχή, εξακολουθεί να ασκεί σε πολλούς νεαρούς μια κάποια περίεργη γοητεία.
Ο Γιάνος προχωρεί προς τα δεξιά της αίθουσας υποδοχής, όπου, μπροστά από τους ανελκυστήρες και τις εσωτερικές σκάλες, ήταν ανέκαθεν εγκατεστημένο το θυρωρείο. Μόνο που τώρα πια στο κουβούκλιο που ελέγχει τα περάσματα προς τα ενδότερα δεν υπάρχει ίχνος από τους παλιούς μουστακοφόρους και πολυγνώστες θυρωρούς.
Στη θέση τους υπάρχει τώρα ο Φώτης, ένας μηχανικός φουσκωτός τύπος που ¨κάνει πόρτα¨ προς απαξάπασες τις Αρχές και τις διοικητικές υπηρεσίες του Ιδρύματος και ο οποίος ελέγχει την αόρατη ηλεκτρονική μπάρα που φράζει το δρόμο προς τα μέσα.
Η παρουσία του μηχανο-κυβερνητικού Φώτη αποτελεί δείγμα ότι ακόμη και αυτό το ίδιο το Δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν έχει μείνει αλώβητο από το κύμα των καταιγιστικών μεταμορφώσεων που έχουν αλλάξει ραγδαία την όψη του Τόπου.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι το Ίδρυμα δεν τις πολυπηγαίνει πλέον τις καινοτομίες και τις τεχνολογικές ανανεώσεις: Ιδιαίτερα από τότε που οι ιδιώτες του αφαίρεσαν τους τεχνολογικούς κλάδους και από τότε που τις βασικές επικοινωνιακές έρευνες και εφαρμογές τις έχει αναλάβει κατ΄ αποκλειστικότητα η πανίσχυρη Πειθωργάνωση, το Δημόσιο Πανεπιστήμιο -ή μάλλον ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό- χαρακτηρίζεται από έκδηλη εσωστρέφεια.
Μια εσωστρέφεια που τρέφεται και από την αύξηση των μεταφυσικών ενδιαφερόντων και αναζητήσεων, που έχουν εν πολλοίς αντικαταστήσει τη διερεύνηση των μυστικών της Φύσης από την οποία το έχουν αποκλείσει.
(Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι το Πανεπιστήμιο έχει ήδη αρχίσει να μετατρέπεται -επικίνδυνα- σε ναό της Παραδοσιακής Αντίληψης, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι αποτελεί μια από τις τελευταίες εστίες -χαλαρής- αντίστασης κατά του κυρίαρχου αυτό-ανατροφοδοτούμενου νεωτερισμού).
Γι αυτό, η παρουσία εδώ τεχνολογικών καινοτομιών, όπως ο Φώτης, προκαλεί μια κάποια έκπληξη.
Ακόμη και στους φοιτητές, οι οποίοι, παρά το ότι την καταβρίσκουν να ταλαιπωρούν οποιοδήποτε μηχανικό μαραφέτι πέφτει στα χέρια τους, δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να πάρουν τον αέρα αυτού του ανθρωπόμορφου κατασκευάσματος..
Ο Γιάνος πλησιάζει το γυαλιστερό μηχάνημα με την σαρδόνια μεταλλική έκφραση και τοποθετεί την πλαστικοποιημένη μαγνητο-κάρτα του στην κατάλληλη υποδοχή, η οποία βρίσκεται σε προεξέχον σημείο της κοιλιακής χώρας([i]) του όντος.
Όμως, το αυτοματοποιημένο ανδρείκελο την φτύνει αμέσως χωρίς να πει τίποτα και χωρίς να εμφανίσει κάποια δικαιολογία στην οθόνη που παίζει ρόλο (κατά κάποιο τρόπο) προσώπου.
Ο Γιάνος αναστενάζει, αλλά επαναλαμβάνει την προσπάθεια.
Τώρα στην οθόνη σχηματίζεται το εντελώς αντικανονικό είδωλο μιας γλώσσας που πάλλεται προκλητικά προς το μέρος του. Τα ηχεία -στη θέση (πάνω κάτω) των αυτιών του όντος- αναπαράγουν συγκεχυμένους θορύβους στριμωγμένης ιγμοριακής κατάποσης. Τελικά, η κάρτα ξαναπετάγεται έξω, μαζί με μια ρευστή ριπή άγνωστης σύστασης και με το ένα άκρο της ακόμη περισσότερο υγρό.
«Φτού σου εσένα, κολλημένη τεχνολογία της πλάκας», λέει μέσα του ο Γιάνος Αμάρος και σκουπίζεται.
Ταυτόχρονα, δαγκώνει την άκρη της γλώσσας του για να μπλοκάρει ένα ακόμη πιο αγανακτισμένο επιφώνημα με βλάσφημες αντιτεχνολογικές προεκτάσεις που επιμένει να έρθει επειγόντως στην επιφάνεια. Του φαίνεται πως δεν πολυταιριάζει με την πρωινή κατανυκτική ατμόσφαιρα της ψηλοτάβανης αίθουσας.
Το αυτί του Γιάνου, έχει πάρει πως το γυαλιστερό μηχάνημα που ελέγχει την είσοδο της Πρυτανείας παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό απρόβλεπτες αντιδράσεις.
Πράγματι, οι κάρτες αναγνώρισης ορισμένων συμφοιτητών του που είχαν επιχειρήσει να περάσουν από τη Διοίκηση τον τελευταίο καιρό, είναι δαγκωμένες, τσαλακωμένες, μουτζουρωμένες και σχεδόν απομαγνητισμένες.
Και το αστείο είναι πως στη Γραμματεία της Σχολής Μεταφυσικών Αναζητήσεων δεν πιστεύουν πως υπεύθυνος είναι ο Φώτης και φέρνουν πολλές δυσκολίες στην αντικατάστασή των ταλαιπωρημένων καρτών με άλλες.
Ο Γιάνος Αμάρος σκουπίζει το σαλιωμένο άκρο της κάρτας στο φαρδύ μανίκι του αντιοξειδωτικού του τζάκετ.
Μετά την ανασηκώνει στο ύψος των ματιών και εστιάζει το βλέμμα του στην επιφάνειά της. Παράλληλα την στρίβει ελαφρά, έτσι ώστε οι ακτίνες του χλωμού ήλιου που τρυπώνουν για μια φευγαλέα στιγμή από τους αψιδωτούς φεγγίτες να αντανακλαστούν πάνω της.
Την εξετάζει προσεκτικά.
Αναρωτιέται μήπως η κάρτα ανήκει σε κάποια ελαττωματική φουρνιά και το φταίξιμο δεν είναι όλο του Φώτη.
Όμως όχι. Του φαίνεται τελείως φυσιολογική.
Ο εξαψήφιος αριθμός που συνοψίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του, καθώς και το εξαγράμματο όνομα και το επίσης εξαγράμματο επώνυμό του είναι εκεί, τυπωμένα με ανάγλυφα στοιχεία κάτω από την θεοσκότεινη ζώνη της μαγνητικής έλξης: 654.321 Γιάνος Αμάρος.
Ναι, ξέρει βέβαια ότι η ιστορική ορθογραφία του ονόματός του απαιτεί ένα επί πλέον «ν».
Αλλά ξέρει επίσης ότι, εδώ και μερικά χρόνια, αυτό το «ν», μαζί με ορισμένα -τα πέραν των έξι- γράμματα του ονόματος και του επωνύμου του, έχουν θυσιαστεί στην αναγκαιότητα της νέας εξαθέσιας λογισμικής καταγραφής του εντοπίου πληθυσμού.
Καταγραφή που συνοδεύτηκε από την δική της εξαψήφια ηλεκτρονική οικονομία -όχι παραπάνω από έξι σύμβολα για τον προσδιορισμό του ονόματος, του επωνύμου ή του προσωπικού κωδικού του κάθε πολίτη/καταναλωτή- και που υλοποιήθηκε, παρά τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν όταν ο πληθυσμός του Τόπου είχε σωρηδόν μηχανογραφηθεί αναφανδόν εκσυγχρονιζόμενος.
Εξάλλου η καταγραφή των νέων ονομάτων συνοδεύτηκε και από μία ακόμη ελευθερία, από εκείνες που είχαν ανιδιοτελώς προσφερθεί, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα προς τα πλήθη και τις μάζες: την ελευθερία -ευκαιρίας δοθείσης- να αλλάξει κανείς το όνομά του.
Κατά την περίφημη ¨περίοδο της Μετονομασίας¨, ο καθένας μπόρεσε να εκσυγχρονιστεί ονομαστικά και να λέγεται στο εξής όπως ήθελε ή όπως είχε ανέκαθεν ενδομύχως επιθυμήσει, αρκεί η νέα ονομασία να μην απαιτεί πάνω από έξι -το πολύ- γράμματα και να είναι ¨πολιτικώς ορθή¨([ii]).
Ο πατέρας του Γιάνου, ο Κίμωνας Αημαρκσίδης, που μάλλον του την είχε δώσει τον καιρό εκείνο, δεν είχε αρκεστεί μόνο στο να συντομεύσει το οικογενειακό επώνυμο, αλλά είχε αποφασίσει να το τροποποιήσει αρκετά.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού είχε σκεφτεί ο πατέρας Αημαρκσίδης όταν τον υποχρέωσαν να αλλάξει το μακροσκελές επώνυμο του για να διευκολύνει την μηχανογραφική καταγραφή της Νέας Τακτοποίησης.
Πάντα ήθελε να διαλέξει αυτοπροσώπως το όνομά του, γιατί είχε καταλήξει πως το όνομα, αν όχι τους άλλους, επηρεάζει σημαντικά αυτόν που το φέρει.
Άλλωστε τα ονόματα, έλεγε, δεν πρέπει να χρησιμεύουν στους ανθρώπους μόνο για να ξεχωρίζεις τον έναν απ’ τον άλλον, αλλά πρέπει να δίνουν και μια κάποια πληροφορία για τον κάτοχό τους, όπως τον παλιό καιρό που κατατόπιζαν είτε για το σόι είτε για τον τόπο καταγωγής είτε για το επάγγελμα είτε για τα χούγια.
Μετά όμως, όταν άρχισε να σκέφτεται πώς θα τον έλεγαν από εδώ και εμπρός, σκάλωσε και δυσκολεύτηκε.
Τελικά, απ’ το παλιό του όνομα κράτησε μόνο μερικά φωνήεντα και κανα δυο σύμφωνα. Είχε πάρει από τα λατινικά μια πικρή ρίζα που αντικατόπτριζε αρκετά καλά τη ψυχική του διάθεση και είχε φιλοτεχνήσει την τωρινή επίσημη επωνυμία του: Κίμων Αμάρος.
Όσο για τον μικρό τότε γιο του, τον Γιάννο, τον μετονόμασε σε Ιανό, (έτσι, για να υπενθυμίζει στον κόσμο ότι ακόμα και σε περιόδους Μονής Σκέψης υπάρχει πάντα, τόσο η άλλη όψη του νομίσματος, όσο και το δεύτερο κεφάλι των θεών), αλλά εξακολούθησε να τον φωνάζει Γιάνο.
Η πρωτότυπες αυτές ονομασίες, παρά τις όχι και τόσο ¨ορθές¨ σημασιολογικές παραπομπές στην έννοια της «πίκρας», και στους διπρόσωπους θεούς, τελικά εγκρίθηκαν από την Υπηρεσία Μετονομασιών και καταχωρήθηκαν στο νέο ονοματολόγιο.
Ο Γιάνος κοιτάζει ακόμη με αναποτελεσματική εμβρίθεια την κάρτα, όταν ένα άγγιγμα στον ώμο τον κάνει να ανασκιρτήσει. Γυρίζει και αντικρίζει το καμπύλο περίγραμμα του Βρασίδ(α) Καραμπ(όλα), στη κυκλική φάτσα του οποίου κυριαρχεί ένα ημικυκλικό χαμόγελο.
«Βάζω στοίχημα», παρατηρεί ο Καράμπ με τζογαδόρα πρωινή διάθεση, «ότι ο Φώτης σου κάνει νάζια».
Ο Γιάνος του απαντάει με εκείνο το είδος ιερατικού χαμόγελου που διδάσκεται στο ειδικό σεμινάριο «μεταφυσικών πρακτικών εφαρμογών» του τρίτου έτους και που αποτελεί τον ισορροπημένο συνδυασμό της ανεκτικής στωικότητας με την στωική υπομονή, το σύνολο διανθισμένο με μία ριπή σπρέι από διάθεση για συγχώρεση.
«Κέρδισες Βρας. Ο τύπος άρχισε πάλι τα δικά του. Κι αν συνεχίσει έτσι θα μείνουμε απέξω. Άργησες και είμαστε ήδη καθυστερημένοι. Και άντε να τους πείσεις μετά ότι δεν το κάναμε επίτηδες».
«Στοιχηματίζω την περγαμηνή του μελλοντικού μου πτυχίου, με ένα βάζο περγαμόντο φτιαγμένο από τη γιαγιά σου την Πανωραία, ότι η απαισιοδοξία σου είναι εντελώς αβάσιμη».
«Το περγαμόντο δικό σου. Έμπαινε και γοήτευε!», λέει ο Γιάνος υιοθετώντας τώρα το ελλειπτικότερο νεανικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι φοιτητές για την μεταξύ τους συνεννόηση.
Ο Βρασίδ του κάνει νόημα να απομακρυνθεί και μετά ξεφορτώνεται τον σάκο που κουβαλάει στην πλάτη του. Από το σάκο βγάζει τη μαβιά ιερατική τήβεννο της Σχολής, τη διακοσμημένη με το κίτρινο σιρίτι των τελειοφοίτων και τη φοράει με δύο συνοπτικές κινήσεις εκπληκτικές για τον όγκο του.
Μετά τοποθετείται ακριβώς απέναντι από το μηχάνημα.
Ο στρογγυλός τηβεννοφόρος και ο καλωδιωμένος θυρωρός έχουν περίπου το ίδιο ύψος και μοιάζουν κάπως μεταξύ τους: και οι δύο φέρνουν σε δίφυλλη ντουλάπα, αν και ο Φώτης διαθέτει γωνίες και μάλιστα ορθές, πράγμα που λείπει ολοσχερώς από το νεαρό ομόκεντρο φοιτητή.
Ο Βρασίδ σηκώνει αργά και τα δυο του χέρια με τους δείκτες σε θέση εισαγγελικής απειλής.
Μένει για λίγο έτσι, σε συγκεντρωμένη περισυλλογή.
Απέναντί του ο Φώτης παραμένει απαθής στη θέση του.
Ο Βρασίδ τον πλησιάζει αργά και τελετουργικά!
Ταυτόχρονα παίρνει να μουρμουρίζει εντολές σε ένα εκ πρώτης όψεως δυσνόητο λεξιλόγιο, που όμως, ένα εξασκημένο αυτί θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι ανήκουν στην αρχαία κυβερνητική γλώσσα Basic One.
Η απόσταση ανάμεσα στη στρογγυλή του μύτη και το προεξέχον μικρόφωνο του δύστροπου μηχανήματος μειώνεται στα λίγα εκατοστά.
Για μια στιγμή η οθόνη του Φώτη τρεμοπαίζει.
Ύστερα πάνω της σχηματίζεται η παλιά δυσερμήνευτη ρήση:
«No Passeran!».
Ο Βρασίδ νοιώθει έναν αταβικό θυμό να ξυπνάει μέσα του.
«Δε θα μας εμποδίσεις εσύ αγράσωτο γρανάζι, οξυγονωμένο μέταλλο, ξεβιδωμένο μπουλόνι, αποσυνδεμένο καλώδιο, στραβοκολλημένο τσιπ-τσιπ, να κάνουμε τη δουλειά μας. Θα ανοίξεις και θα πεις και ένα τραγούδι…»
«Την Ιτιά; ([iii])», ρώτάει ο Γιάνος που παρακολουθεί γοητευμένος την αναμέτρηση.
Αντί για άλλη απάντηση ο Καράμπ κοιτάζει δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί πως στον προθάλαμο δεν υπάρχουν ενοχλητικοί τρίτοι και μετά σηκώνει τη γροθιά του και την κατεβάζει με υπολογισμένη ένταση πάνω στο πλαστικό άνω επικάλυμμα του δύστροπου φρουρού.
«Viva la rivolucion…» ψελλίζουν για μια στιγμή τα εκατέρωθεν ηχεία του Φώτη, αλλά αμέσως μετά, ένα πράσινο φωτάκι ανάβει στο πέτο του, σημάδι ότι η αόρατη μπάρα έσβησε, και, με ένα παρατεταμένο τρίξιμο που αν δεν ήταν χαρακτηριστικό θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί αχαρακτήριστο, η είσοδος προς τα ασανσέρ και τις σκάλες ελευθερώνεται.
Οι δύο φίλοι παίρνουν τις στριφογυριστές σκάλες που οδηγούν στα γκισέ της γραμματείας, στον πρώτο όροφο: Ο Γιάνος κοιτώντας διαρκώς το ρολόι του, ο Βρασίδ, από πίσω, εξηγώντας του ότι δεν πρέπει να ανησυχεί για τη μικρή καθυστέρηση, που έτσι κι αλλιώς τους την έχουν προκαλέσει τα αδικαιολόγητα πείσματα του Φώτη.
«Μην τρέχεις βρε αδελφέ», λέει ο Βρασίδ. «Ένα από τα καλά του Ιδρύματος, είναι ότι εδώ κυριαρχεί μια ευρυγώνια αντίληψη περί χρόνου και επομένως κανένας δεν κολλάει στα δευτερόλεπτα. Έτσι, και οι ιστορικές μελέτες μας βγαίνουνε καλύτερα, και εάν τυχόν υπάρξει και καμιά μικροκαθυστέρηση δεν χαλάει δα κι ο κόσμος!».
Εντάξει. Ο Γιάνος ξέρει ότι κατά βάθος ο φίλος του έχει δίκιο. Στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο επικρατεί μια φιλοσοφημένη νοοτροπία για τον «καιρό που περνάει», η οποία δεν έχει καμία σχέση με τους πυρετώδεις ρυθμούς και την σπασμωδική κινητικότητα που επικρατεί στα ιδιωτικά Ανώτατα Εξειδικευμένα Ινστιτούτα. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα βασικά επιχειρήματα εκείνων που θα ήθελαν να το κλείσουν μια κι έξω το ρημάδι το Δημόσιο Ίδρυμα και να ξεμπερδεύουν οριστικά με αυτόν τον αναποτελεσματικό και ξεπερασμένο θεσμό, που επιβιώνει -λένε- μόνο για «ιστορικούς» λόγους ή, εν πάση περιπτώσει, λόγω της δύναμης της αδράνειας.
Ο ίδιος ο Γιάνος όμως, ο οποίος συγκατοικεί με τον πατέρα του τον Κίμωνα και περνάει πολλές ώρες κάθε μέρα παρέα με τον Βρασίδα Καραμπόλα, νοιώθει υποχρεωμένος να έχει το νου του σε ένα σωρό πράγματα, και ανάμεσα σ’ αυτά και στον χρόνο που τρέχει και που πρέπει κάποιος να τον οργανώνει, έστω στοιχειωδώς.
Γιατί, ο μεν πατέρας Αμάρος τον τελευταίο καιρό ζει στον κόσμο του, ένα κόσμο εν πολλοίς εκτός του τρέχοντος χρόνου, ο δε Βρασίδας έχει μια εντελώς δική του αντίληψη για τα περιοδικά φαινόμενα και τους ρυθμούς που τα διέπουν.
Οι δύο φίλοι φτάνουν στο πρώτο πάτωμα. Η κεντρική γραμματεία μοιάζει άδεια. Ωστόσο, πίσω από ένα γκισέ εντοπίζουν μία από τις λίγες υπαλλήλους που έχουν απομείνει στην Πρυτανεία, η οποία, αφού εξετάσει με προσοχή τις προσκλήσεις, τους κοιτάζει με μια κάποια περιέργεια και τους λέει ότι θα πρέπει να ανεβούν στα άδυτα του όγδοου ορόφου, όπου θα συναντήσουν τον κύριο Πρύτανη αυτοπροσώπως.
Ο Γιάνος και ο Βρας αλληλοκοιτάζονται απορημένοι.
Ο ¨Εχέφρων¨ αυτοπροσώπως; Από πού κι ως πού δηλαδή;
Αφού ο Σεφ προέρχεται από άλλη Σχολή και καλά καλά δε ξέρουν ούτε τη φάτσα του.
Και είναι εξίσου απίθανο να τους ξέρει κι αυτός…
«Λες να ΄χει να κάνει με τους ¨Φυ Μίτες¨», ψιθυρίζει ο Γιάνος, ενώ το ασανσέρ που εξυπηρετεί αποκλειστικά τον όγδοο, τους μεταφέρει αγκομαχώντας προς τα παραπάνω.
«Ξέρω ’γω; Τι άλλο μπορεί να είναι όμως;», αναρωτιέται κι ο Βρας.
«Γαμώτο! Πριν έρθουμε έπρεπε να ασφαλίσουμε τις λέξεις. Τουλάχιστον την τελευταία φουρνιά…».
«Στοιχηματίζω ένα λεξικό με ανώμαλα ρήματα αντί των απορρήτων ομαλών ερώτων του κυρίου Πρύτανη, ότι δε κατάλαβες γιατί καθυστέρησα να φτάσω».
«Χουχούλιαζες στο κρεβάτι. Αγκαλιά με το πάπλωμα, ως συνήθως».
«Λάθος ημέτερε! Σηκώθηκα άγρια χαράματα και ανέβηκα ως τα παραπήγματα, κάτω απ’ τη Δεξαμενή, στο νέο κρησφύγετο των αρχείων και φρόντισα για άπαν ενδεχόμενο. Μετά τις τελευταίες κλοπές μου φάνηκε απαραίτητο».
«Και οι λέξεις; Τις κλείδωσες;»
«Με ανεπίλυτους συνδυασμούς κωδικών».
«Και τους κωδικούς, πού τους έκρυψες;»
Το κυλινδρικό δάκτυλο του Καράμπ διαγράφει μια ημικυκλική τροχιά και καταδείχνει το διακοσμημένο με φουντωτά μαύρα μαλλιά, ολοστρόγγυλο, περίβλημα της πνευματικής του έδρας: «Εδώ».
Ο Γιάνος Αμάρος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Εντάξει», λέει. «Είσαι άψογος».
Το ασανσέρ με ένα καταληκτικό ταρακούνημα σταματάει στο ύψος του όγδοου ορόφου, και ο Γιάνος με τον Βρασίδα ξεμπαρκάρουν κατευθείαν στο εσωτερικό μιας ευρύχωρης αίθουσας με ξύλινη επένδυση και παλιομοδίτικη διακόσμηση.
Στην απέναντι άκρη του χώρου υπάρχει ένα γραφείο από το οποίο αποσπάται μια ευτραφής κυρία με χωρίστρα και διπλό εκατέρωθεν κότσο και έρχεται προς το μέρος τους.
«Εσείς πρέπει να είστε οι δύο τελειόφοιτοι των ¨Μεταφυσικών Αναζητήσεων¨», λέει.
Ύστερα, χωρίς να περιμένει απάντηση, τους δείχνει έναν δερμάτινο καναπέ (που απ΄ ό,τι φαίνεται έχει επιζήσει της εποχής κατά την οποία οι αδυσώπητοι Δερματοκλάστες είχαν νικήσει τους τρυφερούς Γουνολάτρες και είχαν επιβάλει υποχρεωτική απόσυρση στα τριχωτά και τα πέτσινα παντός είδους):
«Θα πρέπει να περιμένετε. Ο κύριος Πρύτανης αυτή τη στιγμή είναι απασχολημένος».
Ο Βρασίδας ρίχνει μια βιαστική ματιά γύρω του. Μετά το βλέμμα του στυλώνεται για λίγο στα πορτρέτα των διάσημων καθηγητών Οπερέδη Δ.Ξ. και Εντροπιδάκη Αινεία που είναι ανηρτημένα στον τοίχο και ατενίζουν με παρελθούσα μακαριότητα τους διαδρόμους του Δημοσίου Πανεπιστήμιου.
«Είδες που σου το έλεγα ότι δε χρειάζονται βιασύνες», λέει δικαιωμένος από τα πράγματα στον Γιάνο, και μετά βυθίζεται ικανοποιημένος στον αναπαυτικό καναπέ.
([i]) Εξωτική χώρα του νοτίου ημισφαιρίου. Σύμφωνα με τις εκθέσεις, τόσο του Οικουμενικού Οικονομικού Οργασμού, όσο και της Παγκόσμιας Τραπεζαρίας, αν και το εσωτερικό της εν λόγω χώρας είναι πλούσιο σε φυσικό αέριο, κατατάσσεται μεταξύ των χωρών υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου. Αυτό οφείλεται στο ότι παρουσιάζει μια έντονη τάση προς εκρηκτικές εκτονώσεις.
([ii]) Ήταν τότε που είχε πρωτοεισαχθεί και ο καινοτόμος θεσμός του Παιδοσπόνσορα: Μια που οι παλιοί πνευματικοί πατέρες -ή νονοί- είχαν παρακμάσει ως ιδέα και ως πρακτική και εν πάση περιπτώσει ήταν έξω από το πνεύμα της εποχής, είχε θεσμοθετηθεί η δυνατότητα για όποιον το επιθυμούσε να αποκτήσει -και να φέρει με ανεξίτηλο τατουάζ σε εμφανές σημείο του σώματός του- το όνομα που πρότεινε ένας παιδοχορηγός, ο οποίος θα μπορούσε να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο οποιουδήποτε δικαίου.
Αυτός με τη σειρά του αναλάμβανε, σε αντάλλαγμα, την καταναλωτική αγωγή του βαπτιστιριού του, καθώς και την υποχρέωση να του δωρίζει ανυπερθέτως, όχι πλέον λαμπάδες και σοκολατένια αυγά, παρά δείγματα και δειγματολόγια από τις τελευταίες επιταγές του Συρμού, με την ευκαιρία όλων των Νέων Μεγάλων Εορτών, όπως: η Μεγάλη Επέτειος της Απορύθμισης και Αναρίθμησης, η Εορτή του Ναρκίσσου του Προδρόμου, το Ενοποιημένο Τριήμερο Φεστιβάλ του Τρίτου, Τέταρτου και Πέμπτου εναπομείναντος Φύλλου (στα δέντρα), η υπαίθρια Εορτή των Αυτοκαλλιεργούμενων (στο μπαλκόνι) Τεχνητών Οραματισμών και Ιδανικών κ.λ.π.
([iii]) Ένα από τα τελευταία Χιτ-Χιτ-Σου-Ξέ ανάμεσα στους φοιτητές του Δημοσίου Πανεπιστημίου, το οποίο ανήκει στο μουσικό είδος Τσαμ & Ραπ & Γκλιτς και αποτελεί τη μοντέρνα μετατροπή ενός παλιού βουκολικού άσματος. Το Χιτ-Χιτ αυτό χορεύεται με τη συνοδεία ξύλινης ράβδου με επίσης ξύλινη χειρολαβή, η οποία είναι απαραίτητη για τη βασική ιβριδιακή φιγούρα που ονομάζεται «τσαλ-y–Macκ».
Σχολιάστε