Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Έτυχε να βρω αυτό το ρομαντικό (λίγο ειρωνικό, λίγο σπαραξικάρδιο) τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς πριν από την ισημερία και είπα να σας το προσφέρω ¨επί τη ευκαιρία¨, στις 22 τουΣεπτέμβρη ανήμερα, καθώς θα έμπαινε μετεωρολογικά το Φθινόπωρο.
Όμως στις 22 ήμουν σε οργισμένες ακεφιές, όχι μόνο για τα όσα συμβαίνουνε γύρω μας (ακόμη ένα πακέτο ¨μέτρων¨, ακόμη μια παραβίαση των κανόνων συμβίωσης και της κοινής λογικής), αλλά πιο πολύ για το πως μας τα διοχετεύουν οι παπαγάλοι των Μέσων (αντιφατικά, υποβολιμαία, με ασάφειες, με υπαινιγμούς, με πατερναλισμό, με μητερναλισμό(*), με υστεροβουλία, με μεροληψία, με μεμψιμοιρία, με άφθονη κακογουστιά, κακομοιριά και μιζέρια).
Τώρα, όσοι από εσάς παρακολουθείτε το Ιστολογοφόρο, (και ιδιαίτερα τις ¨σελίδες¨ αριστερά) ξέρετε την άποψή μου: Τα περισσότερα από τα δεινά που μας μαστίζουν οφείλονται στην έξαρση της ανισορροπίας ανάμεσα στις βασικές ¨εξουσίες¨: την πολιτική, την επικοινωνιακή και την οικονομική. Συγκεκριμένα, η οικονομική εξουσία κατάφερε να οικειοποιηθεί την επικοινωνιακή (ιδιοποιούμενη τα ΜΜΕ και εκμισθώνοντας/δημιουργώντας ¨μεταμοντέρνους¨ επικοινωνητές) και να εξαγοράσει σημαντικό τμήμα των φορέων της πολιτικής εξουσίας.
Βέβαια, θα μου πείτε ότι εάν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος για τα χειρότερα και να μη πτοείται από τα εκάστοτε ¨πακέτα¨ και τις συνημμένες απειλές και τρομοκρατίες. Έχετε, ως συνήθως, δίκιο. Η ακεφιά και η κατάθλιψη είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι, οι χειρότεροι σύντροφοι.
Γι αυτό σταματάω την γκρίνια και επιστρέφω, όσο ακόμα αυτό είναι εφικτό, στα απλά πράγματα της ζωής (που ξορκισμένα από το απαράμιλλο ραβδί της τέχνης μπορούν να γίνουν ως και λοστοί έξαρσης, ως και συνοδοί αγώνα).
Ας πούμε, για παράδειγμα, στο (παλιό) τραγούδι του ερωτευμένου που, στις 22 του Σεπτέμβρη, ανήμερα, προσπαθεί να αναρρώσει από τις χαρακιές μιας εγκατάλειψης.(**)
………………
(*) Υβριδική/¨εκσυγχρονισμένη¨ εκδοχή του κλασικού πατερναλισμού με ¨θηλυκό¨ πρόσημο, ιδιαίτερα του συρμού τελευταία.
(**)Για να σας τα πω όλα, έπεσα πάνω στο τραγούδι ¨22 του Σεπτέμβρη¨ καθώς μανουβράριζα τον Γκούγκλη ψάχνοντας υλικό για τις ¨3 του Σεπτέμβρη¨. Εκείνο που προσπαθούσα να βρω ήταν στοιχεία και τεκμήρια για το πώς σε εγκαταλείπει/προδίδει ξαφνικά, όχι ένας έρωτας, αλλά ένας ριζοσπαστικός συμβολισμός, ένα κοινωνικοπολιτικό όραμα…
……………..
Σημείωση 1. Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται στη γαλλική γλώσσα, ο ερωτευμένος απευθύνεται και ¨τα σέρνει¨ στην καλή του σε άπταιστο πληθυντικό αριθμό. Στην απόδοση διατήρησα αυτόν τον γλωσσικό τύπο, αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις:
Προσωπικά συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν πως η χρήση του πληθυντικού, όταν κανείς απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, είναι έξω από το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας, που στην ιστορική της διάσταση υπήρξε πολύ δημοκρατικότερος τρόπος έκφρασης. Ωστόσο, μετά την εισαγωγή του πληθυντικού (ευγενείας;) στα νέα ελληνικά, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον δύο εκδοχές: μιλάς (ή σου μιλούν) σαν να απευθύνεσαι σε πολλαπλούς, για να επιβεβαιώσεις κοινωνική (οικονομική, μορφωτική) απόσταση, ή πάλι, χρησιμοποιείς αυτόν τον τύπο ομιλίας για να υποδηλώσεις καλή διάθεση και αποδοχή κάποιων τύπων συμβίωσης. Ο ενικός αντίστοιχα μπορεί, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, να υποδηλώνει από παθολογική αυταρχικότητα ως τρυφερή οικειότητα. (μια άλλη φορά θα σας διηγηθώ κάποια από τα ιλαροτραγικά που μου συνέβησαν όταν, ύστερα από πολύχρονη συνεχή διαμονή στο εξωτερικό, επέστρεψα στην Ελλάδα, με το γλωσσικό μου κριτήριο αναπόφευκτα αλλοιωμένο).
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι στην ελληνική γλώσσα δεν χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό αριθμό για να τα ψάλουμε στην ¨σκορδόπιστη¨ που μας εγκατέλειψε. Εδώ όμως διατήρησα αυτόν τον τύπο, γιατί μου φάνηκε ότι ενισχύει την ποιητική ατμόσφαιρα του μονόλογου. Και εδώ που τα λέμε δίνει στο ρομαντισμό του κειμένου μια εξωτική νότα, απ’ αυτές που, καμιά φορά, προσδίδουν πρόσθετη γοητεία στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μέσης Δύσης.
Σημείωση 2. Όπως θα δείτε στο γαλλικό κείμενο ο Μπρασένς αναφέρεται στον Πρεβέρ και τα σαλιγκάρια του. Επειδή αυτά τα τελευταία δε χώρεσαν στην απόδοση, σας υπενθυμίζω ότι σας τα έχω ήδη παρουσιάσει αυτονόμως σε προηγούμενη ανάρτηση.
Και τώρα οι ήχοι:
1. Το τραγούδι από τον δημιουργό
Στα Ιταλικά (Salvo lo Galbo) Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη σαν μ’ αφήσατε μόνο.
Τέτοια μέρα από τότε πάντα ψυχοπλακώνω
τη φτωχή μου καρδιά, καθώς σκέφτομαι εσάς.
Όμως λέω, αρκετά, από σήμερα αλλάζω.
Όχι δάκρυα πια, κι απ’ το νου μου σας βγάζω.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς!
Δε θα τριγυρνά πια στου φθινοπώρου τα φύλλα
αερικό που μου μοιάζει, στη ψυχή του η μαυρίλα
κάθε φύλου νεκρού, και με εσάς στην καρδιά…
Κι ο Πρεβέρ, ο ποιητής του φθινοπώρου των φύλλων,
ας με βγάλει απ’ τη λίστα των οπαδών και των φίλων
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Κάθε φορά, ως τα χτες, που άνοιγα τα φτερά μου,
χελιδόνι κι εγώ, χελιδόνια σιμά μου,
γκρεμιζόμουν ξανά, σαν σκεπτόμουν εσάς…
Του Ικάρου οι μανίες πια στο διάβολο πήγαν,
δε θα ‘ρθει η χειμωνιά, τα χελιδόνια κι ας φύγαν…
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, ημέρα της λησμονιάς
Στο μπαλκόνι για Σας μία γλάστρα έχω βάλει
Που με δάκρυα ποτίζω, κι ως τα τώρα χαλάλι.
Τ’ άνθη πού ‘χανε πάρει, από σας ευωδιά
Θα τα δώσω, αν περάσει, καν’άς μακαρίτης
Εγώ παύω να κλαίω, παύω να ‘μαι ισοβίτης
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Τώρα πια απ’ την καρδιά μου ό, τι λίγο έχει μείνει,
δεν περνάει της ισημερίας τη δίνη,
τυλιγμένο σε φλόγα, αναμμένη από Σας.
Η μεγάλη φωτιά, πάει πια, έχει σβήσει…
Κανά κάστανο μόνο ίσως φτάνει να ψήσει.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς
….
…Και τι θλίψη χωρίς νοσταλγία για σας!
LE VINGT-DEUX SEPTEMBRE (Georges Brassens, 1964).
Un vingt-et-deux septembre au diable vous partîtes,
Et, depuis, chaque année, à la date susdite,
Je mouillais mon mouchoir en souvenir de vous…
Or, nous y revoilà, mais je reste de pierre,
Plus une seule larme à me mettre aux paupières:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
On ne reverra plus, au temps des feuilles mortes,
Cette âme en peine qui me ressemble et qui porte
Le deuil de chaque feuille en souvenir de vous…
Que le brave Prévert et ses escargots veuillent
Bien se passer de moi pour enterrer les feuilles:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Jadis, ouvrant mes bras comme une paire d’ailes,
Je montais jusqu’au ciel pour suivre l’hirondelle
Et me rompais les os en souvenir de vous…
Le complexe d’Icare à présent m’abandonne,
L’hirondelle en partant ne fera plus l’automne:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Pieusement noué d’un bout de vos dentelles,
J’avais, sur ma fenêtre, un bouquet d’immortelles
Que j’arrosais de pleurs en souvenir de vous…
Je m’en vais les offrir au premier mort qui passe,
Les regrets éternels à présent me dépassent:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Désormais, le petit bout de coeur qui me reste
Ne traversera plus l’équinoxe funeste
En battant la breloque en souvenir de vous…
Il a craché sa flamme et ses cendres s’éteignent,
A peine y pourrait-on rôtir quatre châtaignes:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Υπάρχουν οι πτωχοί τω πνεύματι.
Ή για να είμαστε ακριβέστεροι οι πτωχότεροι τω πνεύματι από σένα.
Έχουν τρόπους σκέψης και συμπεριφορές που δεν καταλαβαίνεις και σου φαίνονται παράλογες. Δεν πρέπει ωστόσο να τους χλευάζεις. Οι καιροί είναι απρόβλεπτοι και κανείς δε ξέρει αν τελικά, σε μια στροφή της ιστορίας, δικαιωθούν. Άσε που απ’ ό,τι λέγεται τους ανήκει η βασιλεία των Ουρανών. Υπάρχουν οι πτωχοί τοις χρήμασι
Ή για να είμαστε ακριβέστεροι οι πτωχότεροι τοις χρήμασι από σένα.
Δεν έχει κανένα νόημα να τους χλευάσεις. Είναι κατάφορα άδικο. Στο τρέχον κοινωνικό σύστημα οι πτωχότεροι αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να είσαι εσύ λιγότερο πτωχός. Άσε που αύριο μπορεί να είσαι και εσύ κατοχυρωμένα νεόπτωχος που είναι και της μόδας! Θέλεις οπωσδήποτε να χλευάσεις κάποιον; Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς; Σε βαραίνει η αριστοφάνεια κληρονομιά και δε ξέρεις που να την βάλεις; Υπάρχει μια κατηγορία, που όπως και να το κάνουμε τα θέλει ο ευεπίφορός της: Οι σνομπ (sine nobilitatis). Αυτά (που θα μπορούσαν και να συντμηθούν ως: ¨σνομπάρετε τους σνομπ, τους κάνει καλό¨) εν είδει εισαγωγής για ένα τραγουδάκι του Μπορίς Βιάν (ναι, εκείνου του ¨Αφρού των ημερών¨, ο οποίος εκτός από συγγραφέας στη σύντομη ζωή του υπήρξε και συνθέτης, ηθοποιός, τραγουδιστής, εφευρέτης και άλλα). Το τραγούδι J’suis snob είναι της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αλλά μια που ο σνομπισμός είναι διαχρονικό φαινόμενο, αποπειράθηκα να το προσαρμόσω στα ελληνικά και, λιγάκι, στα τρέχοντα. Άλλωστε θα παρατηρήσατε ενδεχομένως ότι έως λίγο πριν από την Κρίση είχαμε πήξει στους sine nobilitatis που, μεταξύ άλλων, νόμιζαν και διακήρυτταν – άνευ αιδούς – ότι ¨σνόμπ, είναι καλό¨!
Πρώτα η μουσική: Από τον Μπορίς Βιάν αυτοπροσώπως… Από ένα συγκρότημα (που υποψιάζομαι ότι το πιστεύει…) Ακολουθεί η προσαρμογή στα ελληνικά Και ακόμη μία εκτέλεση (από όπου δανείστηκα τη μουσικούλα της ανάγνωσης)
Και τα κείμενα…
(J. Walter – B. Vian) Είμαι σνομπ…
Είμαι σνομπ… βέρι σνομπ
Το μόνο χάντικαπ π’ ομολογώ
Κι η καλογερική… βαριά!
Και απαιτεί μήνες δουλειά
μα όταν βγαίνω στο σεργιάνι
Κανένας ας μη με βασκάνει [φτου μου!]
Είμαι σνομπ… φακ σνομπ
Κι οι κολλητοί μου το αυτό / Σνομπ!!! είναι καλό!
Κομμένα τα νεύρα / το παπούτσι ζέβρα
Σινιέ το βρακί / κι η γραβάτα απαράβατα ιταλική
Δακτυλιδάκι / στο μικρό δακτυλάκι
Αλλά μόνο στο πόδι / είναι απ’ τα δικαιώματα τα θεμελιώδη
Να πονάς στο συκώτι / σαν τον κάθε επαρχιώτη
Δεν είναι στη μόδα / προτιμώ έλκος, μα πήρα ρεζέρβα έναν δότη
Οι πρασινοφρουρές / είναι πια ανιαρές
Για αυτό από προχτές / δίνω δίκιο μονάχα στις διεθνείς αγορές
Είμαι σνομπ, τγε σνομπ
Με λεν’ Βάγγο, με φωνάζουνε Μπομπ
Nα ιππεύσω πάω στην Κηφισιά
Εκεί μ’ αρέσει ως κι η κοπριά
Οι φίλοι μου είναι όλοι από τζάκια
Με αίμα μπλε ως τα μπατζάκια
Είμαι σνομπ, γαμάτος σνομπ
Και για αγάπη oμιλώ / Γυμνός στο φωταγωγό!
Σνομπ – πάρτι στο σπίτι / Κάνω κάθε Τρίτη
Καφέ μόνο μόκα,/ μα διαθέτουμε κόκα και κόλα και ρόκα
Το καμαμπεράκι / με το κουταλάκι
Έχει και χαβιάρι / κανείς δεν θα μπορέσει να μας το πάρει
Το διαμέρισμα μου / τ’ αριστούργημα μου
Μονάχα στο χολ / έχω κρεμάσει πέντε έξι Γουορχόλ
Είχα και μια τι βι / μ’ ενοχλούσε πολύ
Της έδωσα μια / και τώρα κοιτάει απ’ την άλλη μεριά
Είμαι σνομπ, καρά-σνομπ
Με εξουθενώνει το χούι αυτό
Στης Ρολς ταξιδεύω την ένδοξη ράχη
Τον Αύγουστο θάλασσα παν μόνον οι βλάχοι
Και είναι κάτι τέτοια μικρά
Που στον Σνομπ κάνουν την διαφορά
Είμαι σνομπ, πιο πολύ κι από πριν…
Και σαν θα ‘μαι νεκρός, το ντεκόρ, / Απαιτώ να ‘ναι Ντιορρρ!
J’suis snob (J. Walter – B. Vian)
J’suis snob… J’suis snob
C’est vraiment l’seul défaut que j’gobe
Ça demande des mois d’turbin
C’est une vie de galérien
Mais lorsque je sors à son bras
Je suis fier du résultat
J’suis snob… Foutrement snob
Tous mes amis le sont
On est snobs et c’est bon
Chemises d’organdi, chaussures de zébu
Cravate d’Italie et méchant complet vermoulu
Un rubis au doigt… de pied, pas çui-là
Les ongles tout noirs et un tres joli p’tit mouchoir
J’vais au cinéma voir des films suédois
Et j’entre au bistro pour boire du whisky à gogo
J’ai pas mal au foie, personne fait plus ça
J’ai un ulcère, c’est moins banal et plus cher
J’suis snob… J’suis snob
J’m’appelle Patrick, mais on dit Bob
Je fais du ch’val tous les matins
Car j’ador’ l’odeur du crottin
Je ne fréquente que des baronnes
Aux noms comme des trombones
J’suis snob… Excessivement snob
Et quand j’parle d’amour
C’est tout nu dans la cour
On se réunit avec les amis
Tous les vendredis, pour faire des snobisme-parties
Il y a du coca, on deteste ça
Et du camembert qu’on mange à la petite cuiller
Mon appartement est vraiment charmant
J’me chauffe au diamant, on n’peut rien rêver d’plus fumant
J’avais la télé, mais ça m’ennuyait
Je l’ai r’tournée… d’l’aut’ côté c’est passionnant
J’suis snob… J’suis snob
J’suis ravagé par ce microbe
J’ai des accidents en Jaguar
Je passe le mois d’août au plumard
C’est dans les p’tits détails comme ça
Que l’on est snob ou pas
J’suis snob… Encor plus snob que tout à l’heure
Et quand je serai mort
J’veux un suaire de chez Dior!
Είμαστε ακόμη στον αστερισμό Μπρασένς και σήμερα το μενού περιλαμβάνει τραγουδάκι βουκολικό. Πρωταγωνιστούν: ο ποιητής, η χωριατοπούλα και ο Έρωτας. Την χωριατοπούλα την λένε Μαργκώ, (όνομα που μου θυμίζει την πιο αγαπημένη από τις γιαγιάδες μου, την Μαριγώ, που είχε γεννηθεί στην ορεινή Αρκαδία. Άσχετο). Το τραγούδι το λένε Je suis un voyou (είμαι ένας κατεργάρης, μάγκας, αγύρτης, μόρτης). Εδώ ο ποιητής, για να περιγράψει την αμοιβαία έλξη του λαϊκού με το αγροτικό, μπαίνει στα ρούχα ενός ερωτευμένου, άρα συμπαθούς, κατεργάρη που γοητεύεται από μια όμορφη ¨Θεά με τσόκαρα ¨. Ακολουθούν μουσικές και στίχοι. Πρώτα ο Brassens Στα ιταλικά Στα ρώσικα Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει (Brassens not dead)
Προσαρμογή στα ελληνικά με δημοτικό χαλί
Προσαρμογή στα ελληνικά με λαϊκό χαλί
Οι στίχοι του Μπρασένς Ci-gît au fond de mon coeur une histoire ancienne, Un fantôme, un souvenir d’une que j’aimais… Le temps, à grands coups de faux, peut faire des siennes, Mon bel amour dure encore, et c’est à jamais…
J’ai perdu la tramontane En trouvant Margot, Princesse vêtue de laine, Déesse en sabots… Si les fleurs, le long des routes, Se mettaient à marcher, C’est à la Margot, sans doute, Qu’elles feraient songer… Je lui ai dit: «De la Madone, Tu es le portrait!» Le Bon Dieu me le pardonne, C’était un peu vrai… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
La mignonne allait aux vêpres Se mettre à genoux, Alors j’ai mordu ses lèvres Pour savoir leur goût… Elle m’a dit, d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Je lui ai dit: «Par la Madone, Reste auprès de moi!» Le Bon Dieu me le pardonne, Mais chacun pour soi… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
C’était une fille sage, A «bouche, que veux-tu?» J’ai croqué dans son corsage Les fruits défendus… Elle m’a dit d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Puis, j’ai déchiré sa robe, Sans l’avoir voulu… Le Bon Dieu me le pardonne, Je n’y tenais plus! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
J’ai perdu la tramontane En perdant Margot, Qui épousa, contre son âme, Un triste bigot… Elle doit avoir à l’heure, A l’heure qu’il est, Deux ou trois marmots qui pleurent Pour avoir leur lait… Et, moi, j’ai tété leur mère Longtemps avant eux… Le Bon Dieu me le pardonne, J’étais amoureux! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
Η απόδοση που σας έφτιαξα
Μάγκας και Μπερμπάντης
Κάπου μέσα μου βαθιά, ιστορίες παλιές
Μια σκιά, μια οπτασία / μια π’ αγάπησα
Κι αν η μοίρα κι ο καιρός, / κάνουν ζαβολιές
Στην ψυχή μου πάντα μέσα / την εκράτησα
Έχω χάσει τα μυαλά μου / βρήκα τη Μαριγώ
Γήινη πριγκίπισσά μου / Θεά από χωριό
Τα λουλούδια δρόμο αν παίρναν / και τριγύριζαν
Τη Μαριγώ μου δίχως άλλο / θα μου θύμιζαν
¨Σαν της Παναγιάς¨ της είπα, / ¨είσαι εικόνισμα¨
Κι ήτανε και λίγο αλήθεια / Βόηθα Παναγιά
Κι άμα δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μάγκας και μπερμπάντης / και ήδη σου χρωστώ
Η μικρή στην εκκλησία / πήγαινε συχνά
Την εδάγκωσα στα χείλη / δοκιμαστικά
¨Μα τι κάνεις εκεί πέρα;¨ / μου ’πε αυστηρά
Μα δε μού ’κοψε την φόρα / ξέρω κι από αυτά.
¨Μα την Παναγιά¨ της είπα / ¨μείνε πλάι μου¨
Ο Θεός να με σ’ χωρέσει / μα χαλάλι μου!
Κι άμα δε με συγχωρήσει / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης και αλάνης / και ήδη του χρωστώ
Ήταν μια σοφή κοπέλα: / ¨Πες μου εσύ τι θες;¨
¨Τα απαγορευμένα μήλα! / στου μπούστου τις πτυχές¨
¨Μα τι κάνες εκεί πέρα;¨ / μου είπε αυστηρά
Δεν με έπιασε η φοβέρα / ξέρω κι απ’ αυτά.
Μα της έσκισα τη φούστα / βόηθα Παναγια!
Δεν ειν’ πού ’χω τέτοια γούστα / δεν κρατιόμουν πια!
Μα κι αν δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι παλιοχαρακτήρας / και ήδη σου χρωστώ
Έχω χάσει τα μυαλά μου / Πάει η Μαριγώ!
Την παντρέψαν την κυρά μου /με ένα απ’ το χωριό
Τώρα πρέπει να ’χει κάνει / καναδυό παιδιά
που το γάλα της ζητάνε / απαιτητικά!
Εγώ βύζαξα από τούτα / πολύ πιο μπροστά
Ας σ’γχωρέσουνε κι εμένα / και τον Έρωτα
Κι άμα δε με συγχωρούν / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης, κατεργάρης / κι ήδη τους χρωστώ
Jacques Prévert Το τραγούδι των σαλιγκαριών που πάνε στην κηδεία
Στην κηδεία ενός φύλλου νεκρού / πάνε δύο σαλιγκάρια
Τα καβούκια έχουν μαβιά / και πλερέζες στα κεφάλια
Ξεκινήσαν μια βραδιά / φθινοπωρινή, γλυκιά
Μα, αλίμονο, σαν φτάνουν / η άνοιξη έχει φτάσει πια
Τα φύλλα που ήταν πεθαμένα / έχουν όλα αναστηθεί
Και τα δύο σαλιγκάρια / είναι δυσαρεστημένα
Μα ιδού προβάλλει ο Ήλιος / μες της άνοιξης τα μύρα
Και τους λέει στο αυτί: / Για καθίστε βρε παιδιά
Πάρτε ένα ποτήρι μπύρα / μια ιδέα είναι κι αυτή!
Κι αν το λέει η καρδιά σας / πάρτε το λεωφορείο
Ξεκινά για το Παρίσι / είναι ωραίο το τοπίο
Και θα δείτε όλη τη χώρα / μα αφήστε εδώ τη θλίψη!
Σας το εγγυώμαι εγώ / πως η θλίψη ασχημίζει,
πως το μάτι σας μαυρίζει
κι ιστορίες για νεκρούς / θλίψη φέρνει σαν ακούς.
Γι αυτό της ζωής το χρώμα
Βάλτε πάλι στα καβούκια…
Τότε ζώα και φυτά / γεροδέντρα και μπουμπούκια
Άρχισαν να τραγουδάνε
κι οι φωνές τους, δυνατές, / πήρανε να ξεφουρνίζουν
Νότες καλοκαιρινές
Κι όλοι αρχίσανε να πίνουν / τα ποτήρια να τσουγκρίζουν
κι είναι όμορφη η νύχτα / τα άστρα μοιάζουν φαναράκια
Σπίτι λένε να γυρίσουν
και τα δυο σαλιγκαράκια
φεύγουνε συγκινημένα,
φεύγουνε ευτυχισμένα,
είναι και μια στάλα φέσι
και τρικλίζουν και λιγάκι,
μα ψηλά στον ουρανό
τα φυλάει το φεγγαράκι.
[Ως (αισιόδοξη) αντίστιξη στα τρέχοντα]
(απόδοση Β.Νόττας)
Jacques Prévert: Chanson des Escargots qui vont à l’enterrement
A l’enterrement d’une feuille morte
Deux escargots s’en vont
Ils ont la coquille noire
Du crêpe autour des cornes
Ils s’en vont dans le soir
Un très beau soir d’automne
Hélas quand ils arrivent
C’est déjà le printemps
Les feuilles qui étaient mortes
Sont toutes réssucitées
Et les deux escargots
Sont très désappointés
Mais voila le soleil
Le soleil qui leur dit
Prenez prenez la peine
La peine de vous asseoir
Prenez un verre de bière
Si le coeur vous en dit
Prenez si ça vous plaît
L’autocar pour Paris
Il partira ce soir
Vous verrez du pays
Mais ne prenez pas le deuil
C’est moi qui vous le dit
Ça noircit le blanc de l’oeil
Et puis ça enlaidit
Les histoires de cercueils
C’est triste et pas joli
Reprenez vous couleurs
Les couleurs de la vie
Alors toutes les bêtes
Les arbres et les plantes
Se mettent a chanter
A chanter a tue-tête
La vrai chanson vivante
La chanson de l’été
Et tout le monde de boire
Tout le monde de trinquer
C’est un très joli soir
Un joli soir d’été
Et les deux escargots
S’en retournent chez eux
Ils s’en vont très émus
Ils s’en vont très heureux
Comme ils ont beaucoup bu
Ils titubent un petit peu
Mais la haut dans le ciel
La lune veille sur eux.
Δε ξέρω με ποιους συνειρμούς, αλλά η 3η του Σεπτέμβρη μου προκάλεσε και αυτές τις σκέψεις…
Ας υποθέσουμε ότι σε κάποια στιγμή του απώτερου μέλλοντος κάποιοι ερευνητές της Ιστορίας των Κοινωνιών θα ενδιαφερθούν για τα όσα βιώνουμε εμείς τώρα. Ας είμαστε αισιόδοξοι και ας πούμε ότι οι ερευνητές αυτοί δεν θα είναι ούτε προκατειλημμένοι ούτε προχειρολόγοι (μια που τις υποθέσεις τις κάνουμε εμείς, ας διαλέξουμε μια καλή εκδοχή του μέλλοντος, δε στοιχίζει τίποτα). Έτσι, ψάχνοντας για το τι συνέβη στις αρχές του 21ου θα αναζητήσουν πηγές και τεκμήρια που θα τους επιτρέψουν να φτιάξουν μια γενική εικόνα, έτσι ώστε να στηρίξουν πάνω της, τις ερμηνευτικές τους υποθέσεις και θεωρίες.
Όπως είναι φυσικό, θα αρχίσουν αναζητώντας τα ισχύοντα σήμερα ποσοτικά μεγέθη και τους λυπάμαι που θα πρέπει να επιλύσουν τους γρίφους της ¨δημιουργικής¨ μας λογιστικής (έτσι τη λέμε σήμερα, ως καθώς πρέπει πολιτικώς όρθιοι –σε στάση προσοχής –μετανεωτεριστές).
Ας ελπίσουμε ότι ως τότε θα έχουν επινοήσει κάποια φόρμουλα που να απομονώνει το ¨εικονικό¨ από το ¨πραγματικό¨ και έτσι να μπορέσουν να βρουν κάποια άκρη.
Εκτός πια κι αν το εικονικό έχει θριαμβεύσει στην εποχή τους, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχουν ούτε ιστορικούς ερευνητές ούτε καν Ιστορία, άσε που και η αρίθμηση του χρόνου θα έχει αλλάξει αφετηρία, και θα διαιρεί πιθανόν σε Προ και Μετά Αποδόμησιν εποχή.
Στη συνέχεια, αφού καταγράψουν τα¨αντικειμενικά¨ στοιχεία, καθώς και εκθέσεις, προγραμματισμούς, δηλώσεις καλών προθέσεων, απολογισμούς και λοιπά , θα θελήσουν, υποθέτω, να ψάξουν και την άποψη αυτής της πολυπροβεβλημένης Θεάς της Νεωτερικής και Μετανεωτερικής Εποχής που ονομάζεται ¨Κοινή Γνώμη¨
Και εδώ είναι που η λύπησή μου γίνεται οίκτος. Γιατί θα πρέπει (οι φουκαράδες) να αναλύσουν, να κατανοήσουν, να βγάλουν άκρη, κολυμπώντας στην κινούμενη άμμο (που συχνά γίνεται λάσπη) των έργων και των παρεμβάσεων των σημερινών καθοδηγητών, εκφραστών, αναλυτών της περίφημης περί ης ο λόγος Κοινής.
Αρχίζοντας από όσους από τους εντεταλμένους δημοσκόπους αναλαμβάνουν την αναμόχλευση και τον χειρισμό της Κοινής Γνώμης μέσω ασαφών, κατά παραγγελίαν και προς δημοσίευση δημοσκοπήσεων, περνώντας στους ¨έγκριτους¨ (μετανεωτερικούς, δηλαδή, για να καταλαβαινόμαστε: σχετικιστές, πραγματιστές, ατομικιστές, λάτρεις της επιφάνειας και της εικόνας, αποδομούντες κατά παραγγελία) μεγαλοδημοσιογράφους και αναλυτές των σημερινών ΜΜΕ και φτάνοντας ως την ανάλυση της αποδοχής των προϊόντων και των (κρυφών και φανερών) μηνυμάτων της πολιτισμικής βιομηχανίας. Χαμός!
Αδέλφια (ή μάλλον δισεγγόνια) κοινωνικοί ερευνητές του μέλλοντος: Έχετε την απόλυτη κατανόηση και νοερή συμπαράστασή μου. Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι για σας. Εάν εσείς, οι δεόντως αποστασιοποιημένοι, μπερδεύεστε, πόσο μάλλον εμείς εδώ. Πάντως αντί για καρτ ποστάλ σας στέλνω μερικά στιχάκια μόλις αλιευμένα στο διαδίκτυο, που όμως τραγουδιούνται ήδη στους δρόμους. Μου φαίνονται γνήσιας λαϊκής προέλευσης, βάλτε τα κάπου, έστω σε υποσημείωση, εκεί που ίσως αναφέρεστε στην δυσκολία της ανίχνευσης του συλλογικού θυμικού, ή, αλλιώς, απολαύστε σύγχρονο/παλιό μπουζούκι.
Μουσική Γ. Σπηλιόπουλος
Τραγούδι: Αγγελική Λιούκα, Γ Σπηλιόπουλος και η ορχήστρα
Μπουζούκι: Γ. Σπηλιόπουλος
Κιθάρα: Π. Δουρδουμπάκης.
Μπάσο: Κ. Λιούκας
Κρουστά: Γ. Μαντρέκας
Δεν κατάφερα να τους βρω για να πάρω ρητή άδεια για την ανακαταχώρηση, (αν και επικοινώνησα με το Φόρουμ) για αυτό και αναρτώ την απαραίτητη δήλωση που βρήκα αυτούσια στο επίσης πολύ καλό (για όποιον ενδιαφέρεται όχι μόνον για την ποίηση αλλά και για καλή, δυσεύρετη μουσική) ιστολόγιο ¨Αλωνάκι της Ποίησης¨, την οποία συμμερίζομαι, αντιγράφω κατά λέξη και συνυπογράφω.
ΔΗΛΩΣΗ
ΓΙΑ ΟΣΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΙΚΟΝΕΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟΦΙΛΜ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΔΗΛΩΝΩ ΟΤΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΜΠΛΟΓΚΑΡΧΗ. ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΧΡΗΣΗ.
Ιδού λοιπόν η μουσική
Ιδού και οι στίχοι:
Τζιτζιφιόγκοι και ντιντήδες, ψεύτες, παραμυθατζήδες, παπατζήδες και λαμόγια, μας φλομώσανε στα λόγια. Υπουργοί και βουλευτάδες μας αρπάξαν τους παράδες κι ό,τι αφήσαν οι κοπρίτες μας τα τρων οι τραπεζίτες.
Όταν τέλειωσαν τα φράγκα ήρθαν και σε βρήκαν μάγκα και σου είπανε να δώσεις την πατρίδα σου να σώσεις. Μα θα στήσεις τις κρεμάλες θα τους πάρεις τις κουτάλες κι όταν θα ‘χεις καθαρίσει ίσως να βρεις και τη λυση.
Πονηροί καταφερτζήδες, κλέφτες, στοιχηματατζήδες, πόρνες και κλεφτοκοτάδες,της ζωής μας οι νταβαδες. σύμβουλοι, πραματευτάδες μας αρπάξαν τους παράδες κι ό,τι αφήσαν οι κοπρίτες μας τα τρων οι τραπεζίτες.
Και μια που είμαστε στο ρεμπέτικο κλίμα ιδού ακόμη μερικά στιχάκια δημοσιευμένα από το μέλος του Φόρουμirodion
Φαγητό με το δελτίο v3 (ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ)
Οι τραπεζίτες σφράγισαν, για χρέη τα σπιτάκια Με δήθεν κυβερνήτες μας, τα κάνανε πλακάκια Τα φάγανε και τα έκρυψαν μεγαλοκαρχαρίες Κι όλος ο κόσμος άρχισε να κάνει λιτανείες
Φαγητό με το δελτίο φουκαρά θ’ αρπάξεις κρύο Το πετρέλαιο δε φτάνει την καρδιά σου να ζεστάνει
Μας βάλανε στο ΔουΝουΤού, όλα να μας τα φάνε Με κόλπα και στατιστικά, το αίμα μας ρουφάνε Μας ρίχνουν στο μνημόνιο και σ άλλη θεωρία Τα νούμερα δε βγαίνουνε γιατί είναι κοροϊδία
Αχ του Έλληνα η φάρα δεν αντέχει μάγκα άλλα Η ζωή μας δεν τους φτάνει και η πατρίδα όλο χάνει
Μα ο λαός τους την φυλά και πια δεν περιμένει πλατείες συγκεντρώνονται οι Αγανακτισμένοι Φωνάζουν στους πολιτικούς και κάνουν φασαρία Δεν θέλουν άλλο ψέματα ζητούν Δημοκρατία
Έλληνες και Ευρωπαίοι νιώθουνε όλοι ωραίοι δεν θα δίνουν στους λεφτάδες τέρμα πια οι φουκαράδες