Τον Αντώνη Κακαρά δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Ανακάλυψε το Ιστολογοφόρο ψάχνοντας για ποιητικό έργο του κοινού φίλου Νίκου Μοσχοβάκου και μου έστειλε το κείμενο που αναδημοσιεύω παρακάτω μαζί με καλά λόγια για τη Θεσσαλονίκη.
Ο Αντώνης Κακαράς είναι πρώην Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που γράφει: κείμενα ιστορικά, επικεντρωμένα στην περίοδο της δικτατορίας και την αντιστασιακή δράση του ναυτικού, αλλά όχι μόνο. Στο παγκόσμιο χωριό του διαδίκτυου έχει δικό του επώνυμο στέκι, ενώ αφηγήματά του έχουν εκδοθεί από τον Παπαζήση
(Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία εδώ)
Με χαρά αναρτώ ένα από τα λογοτεχνικά του κείμενα.
Η Νιέλλα που δεν τρώει τα χόρτα
Είναι δεν είναι σαράντα κιλά, μάτια σκούρα, όλο θαμπάδα, μυωπικά, γλυκά, πίσω από κάτι φακούς που τα γιγαντώνουν κι έτσι σαν σε κοιτάζει κατ’ ευθείαν (πάντα ευθεία σε κοιτάζει η Νιέλλα), οπότε τα χάνεις, πόδια χέρια τσάκνα, βυζιά ανύπαρκτα, κάτι ρογίτσες μόλις ραμφίζουν τη μπλούζα ορίζοντας απλά τις θέσεις τους.
Φάε Νιέλλα να μεγαλώσουν τα βυζιά σου, Όκι, Γιατί Νιέλλα όκι, Ντεν τέλει, τι να κάνω τα μπυζιά, να τα τραβάει ο κατένας, Φάε Νιέλλα τη μπριτζόλα γαμώ το κέρατό μου γαμώ, θα τα βάλει με μένα η μάνα σου, Όκι, Φάε τυρί, Ντεν τέλει τυρί, Φάε γαμώ την κοινωνία μου ότι θες, ορίστε φάε αρνάκι, χορτάρια, Όκι κορτάρια όκι αρνάκι, Δεν έχετε Νιέλλα στη Βουλγαρία χορτάρια, γιατί δεν τα τρως, Έκουμε απ’ όλα και φέντα καλύντερη από την ντική σας και αυτό το αρνί είναι μπουλγάρικο, όλα είναι μπουλγάρικα, εσείς ντεν μποσκάτε πια, Θα είσαι άρρωστη, άκου η βουλγάρικη φέτα καλύτερη απ’ την ελληνική, δε σφάξανε Νιέλλα , Ναι καλύτερη και σφάξανε όλο μπουλγάρικα, το λένε οι ντικές σας ειντήσεις, Τι κάνεις στην μπριτζόλα Νιέλλα , γιατί κόβεις όλα αυτά τα κομμάτια γαμώ το κέρατό σου, Όλο κέρατα γκαμάς, αν έκεις κέρατο ντεν μπορείς να το γκαμήσεις και στο πιάτο μου κάνω εγκώ κουμάντο και μη με μπρήζεις, ντεν τα ξανάρτω…
Ρε κορίτσι μου εγώ στα λέω αυτά για να κάνεις κάποια πιασίματα επιτέλους, κορίτσι παντρειάς που ‘σαι, να στρογγυλέψει λιγάκι ο κώλος σου ρε Νιέλλα που ‘ναι πιο επίπεδος κι απ’ τον δικό μου που μου πέφτουν τα παντελόνια, Εμένα ντεν μου πέφτουν τα παντελόνια κι ο γκώλος μου είναι και πολύ ωραίος και στη ντέση του, και άκου, εγκώ ντεν είμαι κορίτσι μπαντρειάς, είμαι απλά γκορίτσι, Μα πώς θα βρεις έστω γκόμενο, Γκόμενο είχα και μου τράμπαγε τα μπυζιά μου να μεγκαλώσουν ο ντρόμπας, μαγείρευα, έπλενα, σκούπιζα και συνέκεια κρεμπάτι, έ Νιέλλα αρέσει έρωτας αλλά ντεν μπορεί συνέκεια κρεμπάτι, μαγείρεμα, πλύσιμο και αφέντη να κάνει παραντηρήσεις, Νιέλλα ντεν τέλει άλλο μαλάκα γκόμενο, ντεν τέλει χόρτα, ούτε αρνί, ούτε άλλο γκώλο τέλει, όκι ξύγκια στην μπριτζόλα ούτε στον γκώλο, μ’ έμπρηξες κατάλαμπες;
Η Βουλγάρα είχε πλήρη επίγνωση του ηθικού βάρους της δυσανάλογου με το αντίστοιχο σε κιλά του ισχνού σώματός της, έτσι δεν ξεμυτούσε στο δρόμο αν τυχόν ο αέρας δεν ήταν συγκεκριμένης έντασης και κάτω, καθόσον σε κάποια περίπτωση την είχε σηκώσει κυριολεκτικά και την έμπλασε – ευτυχώς με τρυφερότητα – λίγα μέτρα πιο πέρα στη βιτρίνα παρακείμενου καταστήματος ξηρών καρπών. Είδαν κι έπαθαν να την ξεχωρίσουν μέσα από σωρούς πασατέμπο, φιστικιών Αιγίνης και παρομοίων εν πάσει περιπτώσει ειδών, που ζεύτηκε να τακτοποιήσει δουλεύοντας με τις ώρες και χάνοντας το μεροκάματο. Εκεί γνώρισε και το μαλάκα που τελικά και σύντομα πέταξε απ’ το κρεβάτι της, προτιμώντας να υπηρετεί μόνο τον εαυτό της.
Το κορίτσι είχε έρθει από την Πατρίδα του και αρχικά εκπαιδεύτηκε από την απαράμιλλη μάνα της, μια γυναίκα μ’ όλα τα θετικά του κόσμου πάνω της και μια ερμηνεύσιμη αντιπάθεια για κείνους από τους Έλληνες ρασοφόρους που αυθωρεί ξεχώριζε ως υποκριτές. Τους συγκεκριμένους δεν τους πήγαινε, δεν τους πήγαινε να πούμε αφού το πρώτο της ρόγιασμα κάπου στην Πελοπόννησο, καθώς η ίδια αφηγείται, ήταν στο σπίτι ιερέα χωριού του οποίου η παπαδιά γνώριζε να μαγειρεύει εβδομαδιαίως φακές και τίποτ’ άλλο, επιμένοντας μάλιστα να το κάνει η ίδια καθόσον, Εσείς εκεί πάνω αποκλείεται να γνωρίζετε να μαγειρεύετε!
Έτσι, η μάνα της Νιέλλας δεν ξαναπάτησε σε ελληνική εκκλησία, σε σπίτι ιερωμένου Έλληνα (ούτε στων Βούλγαρων έμπαινε αλλά αυτό δεν μας αφορά) και σε καμία απολύτως τελετή όπου παρίστατο ρασοφορεμένος τις. Προτιμούσε να διαβάζει ένα ελληνοβουλγάρικο λεξικό, ακριβώς αυτό έκανε τους πρώτους μήνες, πιστέψτε με παρακαλώ, ύστερα ανακαλύπτοντας μια καταχωνιασμένη σειρά του πεθερού μου από ρούσικη λογοτεχνία στο πρωτότυπο, την ξεκοκάλισε ώσπου να πεις κύμινο, μάλιστα κύριε!
Αφού λοιπόν δασκάλεψε καλά τη Νιέλλα στα καθήκοντα της εξωτερικής οικιακής βοηθού, τη συνόδευσε από μια φορά σ’ όλους τους δικούς της πελάτες, που αμέσως αγκάλιασαν την σαραντάκιλη νέα με μη κρυπτόμενη επιθυμία να την παχύνουν, πλην φευ. Η ελληνική περί την φιλοξενία αποφασιστικότητα σκόνταψε στο πείσμα βουλγάρικου βερνικωμένου κέρατου, όπως αποδείχτηκε η εν λόγω ντεσποινίδα.
Πάντως το κορίτσι βολεύτηκε σ’ ένα διαμέρισμα, του οποίου οι ιδιοκτήτες απουσίαζαν αορίστως άγνωστο πού, με μόνη υποχρέωση να το προσέχει, να το καθαρίζει και να πληρώνει το ρεύμα, το νερό και τα κοινόχρηστα. Τα τελευταία δεν απαιτήθηκε ποτέ να καταβληθούν αφού στην πολυκατοικία όπου κατοικούσαν μόνον οικονομικοί μετανάστες, όπως αποδείχτηκε συντόμως, το ασανσέρ δεν λειτουργούσε διότι δεν πληρώθηκαν τα έξοδα συντήρησής του, το ρεύμα στις σκάλες κόπηκε διότι δεν πληρώθηκε ο λογαριασμός ΔΕΗ του κτηρίου, η κεντρική θέρμανση αγνοείτο διότι πετρέλαιο δεν αγοραζόταν. Με λίγα λόγια, ζούσαν όλοι σε αγαστή σύμπνοια ηρέμως και ισόρροπα στο φιλόξενο οίκημα το πολυεθνικό, όπου η μέση ηλικία των κατοίκων του δεν ήταν άνω των τριάντα πέντε, όπως επ΄πεμεινε η δικιά μας που αρέσκεται στα στατιστικά.
Μόνο οι από πάνω μου κάνανε τόρυβο, ειντικά σαν κάποιος έσερνε την Γκινεζούλα από τα μαλλιά έξω από την πόρντα, Ποιος έσερνε ποιον ρε Νιέλλα από τα μαλλιά, Η συγκάτοικος Γκινεζούλα την έσερνε και παίζανε ξύλο αλλά μεντά όλα καλά, Πόσες φορές έγινε αυτό Νιέλλα, Γκίνεται κάτε Κυριακή μπράντυ, μένουνε μαζί, μετάνε και παίζουν ξύλο, μετά αγκαπάνε, Πόσοι μένουν στο διαμέρισμα αυτό είπες, Ντεν είπα αλλά στο ένα ντομάτιο οι ντύο φίλες και στο άλλο επτά αλλά ντεν κάνουν τόρυβο, Ρε Νιέλλα με βγάζεις απ’ τα ρούχα μου, πες καθαρά το θήτα και το δέλτα, Καταρά το λέω τήτα και ντέλτα, ορίστε να το πώ πάλι, τήτα …
Καλά, καλά μ’ έπεισες, για λέγε στην υπόλοιπη πολυκατοικία πόσοι μένουν, Ντεν ξέρει γκανείς, πάνω από εγκαντό μεντανάστες μένουν, μάμπροι, γκαντάμαμπροι, μισογκίντρινοι, γκαφέ, περίπου είγκοσι σε κάτε όροφο γκενικά ήσυγκοι, όμως μόνο ένας μπλάγκας Μπούλγκαρος ολομόνακος στο ντίπλα από πάνω ντιαμέρισμα, Και γιατί τον λες έτσι κούκλα μου, πες μου μένα, Ντιότι με γκερνάει καφέ, μου σέρμπιρε και το ντραπέζι, Έ και λοιπόν, καλά έκανε, μήπως σου ‘βαλε χέρι, Όκι ντεν μου έμπαλε γκέρι ο Μπούλγκαρος, αφού είπα πως είναι μπλάγκας, Νιέλλα είσαι ερωτευμένη, Εγώ ντεν είμαι ερωντευμένη και ντεν σου ξαναμιλάω και αυντός είναι μαλάγκας, μαλάγκας είναι, και ντεν τέλω να γκάνω μπυζιά και γκώλο, τόνισε το κορίτσι από τη Βουλγαρία που δεν τρώγει τα χόρτα και κοίταζε στα ίσια με τα πελώρια κείνα τα μάτια δακρυσμένα!