Είναι και οι δύο ήρωες αφηγήσεων. Ο ένας, ο Παπακότσυφας, πρωταγωνιστεί μαζί με την Χαρίκλεια, γυναίκα του λαού, ελευθερόστομη, μαγκίτισσα και χορευταρού στο αφήγημα του Αντώνη Κακαρά ¨Η Χαρίκλεια των Πατησίων¨.
Ο άλλος ιερουργεί στους στίχους του τραγουδιού του Μπρασένς ¨Η λειτουργία για τον κρεμασμένο¨.
(Η φωτογραφία είναι παρμένη από εδώ)
Σας τους προσφέρω στη σημερινή ανάρτηση και τους δύο μαζί, σε ενιαία συσκευασία, καθώς με παρέπεμψαν συνειρμικά ο ένας στον άλλο, ενώ και οι δύο μαζί μου προκάλεσαν κάποιες σκέψεις για τον ¨εκσυγχρονιστικό¨ μεταμοντέρνο αντικληρικισμό που μοιάζει να είναι της μόδας, αλλά αυτές τις σκέψεις θα σας τις εξομολογηθώ μια άλλη φορά.
Σημείωση: Για να είμαι όσο γίνεται ειλικρινής, δεν έχω επαρκές δείγμα, ούτε προσωπική βιωματική επαφή με τον χώρο της οργανωμένης πίστης, για να αποφανθώ με σιγουριά ότι οι δύο εν λόγω ιερείς είναι όντως αλλιώτικοι. Μπορεί και να υπάρχουν -και όχι μόνο αφηγηματικά- περισσότεροι παπάδες τόσο ανθρώπινοι όσο ετούτοι οι δύο. Το εύχομαι.
Ας αρχίσουμε με τον Παπά του Κακαρά, καθώς εξομολογεί την Χαρίκλεια και μετά θα περάσουμε στον παπά του Μπρασένς
Αντώνης Κακαράς Η ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
(Η λαϊκή σοφία στην υπηρεσία του αντικαπιταλισμού)
Σύντρεχε τους αδυνάτους ως και τους μη έχοντες… υπηρετούσε αγογγύστως τους κατά μόνας ζώντες υπερήλικες, καθύβριζε τους πολλά έχοντες κακούς νυν και τέως άρχοντες και τους αφεντάδες τους ως συντελεστές των δεινών της κρίσης και του καπιταλισμού και μια φορά το χρόνο τραβούσε να εξομολογηθεί στον παιδικό της φίλο!
Δε γίνεται επομένως να ξεφύγουμε απ’ τη συγκεκριμένη φιλενάδα της Μενεμένης, χωρίς να μνημονεύσουμε τουλάχιστον ένα από τα καθημερινά επεισόδια μπρος στα οποία ωχριούν οι λάτρεις του είδους και οι κυρίες που ασμένως πλην ματαίως προσπαθούν ν’ αποκτήσουν προφίλ ανάλογο της Χαρίκλειας, καθόσον έχει πέραση βεβαίως βεβαίως, ιδίως εις την υψηλήν αποκαλούμενη κοινωνία!
Πού πας πάλι βρε κερατά, φασίστα, έκραξε το γιο της σαν της μοστράρισε γκόμενα για πρώτη φορά, πού πας να μη χέσω τον πατέρα της άλλης που σε ξεμυάλισε, ακόμα δεν άρχισες να την παίζεις βρε ξεκαπίστρωτε και μου θες γυναίκα, έλα δω γαμώ τη μάννα της πουτάνας της φιλενάδας σου, φάε βρε πρώτα το ρυζόγαλο να ψηλώσεις, ακόμα δε σου σηκώνεται και μου θέλεις τσιβιτζιλίκια βρε τζουτζέ, και πήγες, αντίχριστε, και βρήκες την κόρη του χαφιέ, δε μπορούσες να πηδάς βρε μούλε τη θυγατέρα του Παπακότσυφα, να με σχωρνάει τζάμπα ο γονιός της τουλάχιστον, που ‘ναι και χαμηλοβλεπούσα του κατηχητικού θηλυκό, αμαρτωλέ, ρουφιάνε!!
Η Χαρίκλεια είναι αυτή, η χορευταρού και γλεντζού άμα λάχει, να σηκώνει τέτοιο κέφι δηλαδής που οι μαγαζάτορες της κράταγαν τραπέζι έτσι κι αλλιώς μη τυχόν εμφανιστεί και δε διαθέτουν εύκαιρο. Έδωσε τελευταία χαρούμενη νότα και πυρπόλησε τους χαροκόπους στο γάμο του κανακάρη της Καριωτίνας, αυτουνού ντε που ‘κανε το σταυρό του ανάποδα ενώπιον της αγίας τραπέζης, του τέμπλου, του ιερέως, του δισκοποτηρίου, του ευαγγελίου… τόσο θρησκευόμενο είναι το παιδί, ο δε ιερουργών (ευτυχώς ή δυστυχώς) δεν πήρε χαμπάρι τίποτε, αλλιώς θα τον πέταγε το γαμπρό έξω, εκεί που λέτε στο επακολουθείσαν δείπνο έριξε η καλή σου μια ζεϊμπεκιά όλη δικιά της, καλά να ‘ναι η φιλενάδα ν’ αγωνίζεται ποικιλοτρόπως, όπως πάντα να πούμε, το καλό να λέγεται!
Εν τούτοις παμπατησιακώς είναι γνωστή ως ακροθιγώς θεοσεβούμενη, καθόσον κράταγε και την πισινή εξομολογούμενη ώστε μεταλαβαίνει πότε πότε, αλλά κατ’ αυτάς ήταν που την περίμενε στη γωνία ο αρμόδιος ιερεύς, συμμαθητής της απ’ το Δημοτικό ο δόλιος, και της τα ‘ψαλλε κανονικά, Εκατό μετάνοιες, καθόρισε την ποινή τελειώνοντας τις αυστηρές συστάσεις σε πλάγιο δεύτερο, τρεις λειτουργιές για την ψυχή της μάνας σου κι ένα τραπέζι με βετούλ απ’ το χωριό, συμπλήρωσε μάλλον γρήγορα, το νου σου όμως, ολόκληρο κι όχι μισό σαν πέρσι, πρόσεξε Χαρίκλεια, Μα είσαι καλά Τσότρα, εκατό μετάνοιες για δυο μαλακίες που πέταξα στο βλαστάρι μου, ξέχνα τις, εδώ δεν τη νοιάζει την Παναγία για τους δικούς Της μπελάδες, τόνισε σταυροκοπούμενη, θ’ ασχολείται με τον κανακάρη μου τον άχρηστο, αν ήθελε ας τον έφτιαχνε καλύτερο, τι Παναγία είναι και μάλιστα Θεομήτορα, ξέχασες βρε πρόπερσι που με χρέωσες πάλι ολόκληρο ζυγούρι για το γιό της το Χριστό, και δε μου λες Πάτερ….
Πάτερο στην γκράνα σου Χαρίκλεια, δεν κάνω πίσω με τίποτα, αλήθεια μωρή, τι πέταξες του πουτσαρά σου για τη Μαριγούλα μου, φιλιότσα σου κιόλας κολασμένη, έ κολασμένη, πηδιούνται βρε τα πνευματικά αδέρφια, έ, πηδιούνται, θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, πώς με παρασέρνεις και κολάζομαι, άθλια, δαιμονισμένη! Παπά να μη χάνω ώρα τζάμπα, φταίω γω που ‘ρθα να ξομολογηθώ, κατάλαβες και με περνάνε για μόρτισσα τη μαλάκω και κάθομαι και στα λέω χαρτί κα καλαμάρι το όρνιο, Δε χρειάζεται το μυστήριο για να μαθαίνω τα καθέκαστα στην ενορία μου, πέταξε ο ιερεύς κι έδειχνε ελαφρώς θιγμένος, αν το πας έτσι… Ααα, σου τα σφύριξε κείνη η σκρόφα του χαφιέ έ, αυτή σου τα ‘πε και συ καθόσουνα τ’ άκουγες και μου παριστάνεις το φίλο, δόλιε ρασοφόρε, θα σε μάθω γω υποκριτή, Εξομολόγηση ήταν αναιδεστάτη, και ποιος σου ‘πε μωρή να βρίζεις το βλαστάρι σου κι από κοντά και το δικό μου έτσι, πες μου ποιος, Γιατί να μην τον βρίζω το μαλάκα, εγώ κοιλοπόναγα, αν του κοτάει αλλουνού ας τον βρίσει, άκου «αναιδεστάτη» ο γραμματιζούμενος, μπράβο εξέλιξη, όσο για το κορίτσι ξέρω γω τι λέω!!
Και βρήκες βρε γλωσσοκοπάνα την ευκαιρία να τα λες να σ’ ακούσει ο γείτονάς σου ο κόπανος και δω μέσα ένα σωρό όσιοι, Καλό έ, με παραδέχεσαι, δε με παραδέχεσαι, σε ρωτάω, καλέ οι δυο μας είμαστε χαζούλη, πες μου…
Χαρίκλεια κόφτο, είπα και ελάλησα εκατό μετάνοιες… Μη με πρήζεις μεγάλε γιατί θα σε βάλω να λαλήσεις κανονικά, θα κάμω δέκα κι άμα με πονέσουν τα γόνατα σταματάω, Ά έτσι έ, παζάρια με το Θεό, στ’ άλλο όμως δε σε πονάν τα γόνατα, Άλλατις εκδηλώθηκε, βρε άντε από δω που θα πεις τώρα πως εκπροσωπείτε Θεό, μη χέσω, και καλά σένανε σε παραδέχομαι, έκανες και το γλυκό μου το βαφτιστήρι κι ας το παίδεψες στο κατηχητικό, ευτυχώς το πουλάκι μου τις κάψες του τις έχει, πέταξες πονηρούλη και πέντε έξη μούλικα δεξιά αριστερά…
Χαρίκλεια, σταμάτα λέω, Γιατί βρε μπούφο, άσχημα έκανες, και δε μου λες, δε μου λες Τσοτράκη μου, στα γόνατα τις είχες κι αυτές για μετάνοιες έ, Σύνελθε σου λέω βρομόστομα, ακούνε κι οι άγιοι, Άστους ν’ ακούνε, ξέρουν πολλά κι αυτοί, αμ δε, εσύ βρε χαζέ γιατί τσαντίζεσαι με τα παιδιά που φυτεύεις, κακό είναι, άσε που βοηθάς στο πρόβλημα λαϊκής ανάπτυξης, Σιγά μη βοηθάω στο πρόβλημα λαϊκής πολιτοφυλακής, πληθυσμιακό λέγεται αγράμματη, Μη με λες εμένα αγράμματη Παπακότσυφα, γιατί θα σε περιλάβω να μη σε πλένει ο Κουραδάς στα Χάνια χειμωνιάτικα, πρόσεχε, Χαρίκλεια έλεος, σ’ εξομολόγηση είμαστε, όχι στο σπίτι σου και κόφτο αυτό το Παπακότσυφα, Χαϊδευτικά καλέ το λέω, γιατί ψέλνεις και τραγουδάς ωραία, όσο για τ’ άλλο που πέταξες τι πάει να πει δηλαδής, το σπίτι μου είναι εκκλησία για μένα και μην το συγκρίνεις με το κουβούκλιό σου της αμαρτίας, στην εξομολόγηση ακούγονται τα αίσχη του κόσμου, δε βλέπω κάνα μυστήριο πουθενά έξω απ’ το μαύρο σκοτάδι εδώ μέσα, ενώ στο κονάκι μου είν’ όλα καλά, ανθρώπινα και φωτεινά, λοιπόν να τελειώνουμε, έχω να πάω και για ούζα στου Καραβά, το χρονιάρικο που ‘πες εν τάξει αλλά μισό και θα το φάμε μσακό, για χάρη σου βρε θα το κάμω φρικασέ, θα δεις, κι οι μετάνοιες δέκα όπως συμφώνησες και πολλές σου ‘ναι, τελεία και παύλα μην τις κόψω κι αυτές.
Έλα μωρέ φιλενάδα, εγώ που σ’ αγαπάω, γιατί μαθαίνουν που σου κάνω σκόντο και μου ζητάνε τα ίδια, στο τέλος δε θα με υπολογίζει κανένας, και δε μου λες ποιος είν’ αυτός με τα ούζα, πώς τον είπες, μπας κι είν’ ενορίτης μου και δεν τον ξέρω, Κόψε το ψαλτήρι μεγάλε, αυτός είν’ άθεος κι έχει την ησυχία του μ’ όλους τους υπεράκτιους αγίους σου αν θες να ξέρεις… κοίτα δω και μην ξινίζεις, όσο για τ’ άλλο που φοβάσαι μη μαθαίνουν οι θεούσες το σκόντο που μου κάνεις, τι σε νοιάζει βρε, παπάς δεν είσαι, καλέ στ’ αρχίδια σου, σχώρα με Παναγία μου, Άααα Χαρίκλεια λέω, Λοιπόν τέρμα, με παρασέρνεις με τις κλάψες και … αμαρτάνω, έφυγα, τέλος είπα και σε καρτεράω με τη δικιά σου στη Χάρη της … δεκαπέντε κιλά βρε κολασμένε φαγά, πώς θα το καταφέρουμε;
Τυχεροί οι ωτακουστές τέτοιας εξομολόγησης της μαγκίτισσας των Πατησίων, άπαξ ετησίως παίζεται η παράσταση και με κάθε σοβαρότητα, σας το υπογράφουμε πως συνωστίζονται υψηλόβαθμοι παρατρεχάμενοι του Υψίστου κάθε κατηγορίας και Τάξεως, όσο πυκνές κι αν είναι οι απολαύσεις τους από ακούσματα και θεάματα παντός είδους, αόρατοι που ‘ναι οι τσαχπίνηδες παρέα με ερμαφρόδιτα αγγελάκια, το γλεντάνε με τη Χαρίκλεια, ακούστε που σας λέω!
Είναι γλεντοκόπος, πιστός φίλος, ακέραιος και συνειδητός ιερέας, με κατανόηση χωρίς τέλος καθόσον γνωρίζει από κόσμο ο Παπακότσυφας, είναι άνθρωπος και για τον κοσμάκη μοχθεί, κρατάει τις ισορροπίες με τους ουρανούς και τις συνειδήσεις όχι τόσο των αμαρτωλών όσο των αγίων, καθώς έτσι που τους έχουν πλάσει οι μεγαλοσχήμονες της επίσημης εκκλησίας και κάθε εκκλησίας, δεν είναι όλοι τους άξιοι για να δεις προκοπή μαζί τους, ενώ εκείνοι του καλού ιερέα μας και των ομοίων του μάλιστα, είναι ανθρώπινοι, είναι τρυφεροί, είναι καλοί και σχωρνάνε! Το ξέρει αυτό η Χαρίκλεια και τα ‘χει καλά μαζί τους και με τον μεσάζοντα το δικό της παπά ακόμα καλύτερα, κι έτσι κρατάει καθαρό το μίγμα θρησκείας και λαού, αλλιώτικα τίποτα δε θα ‘χε σωθεί σε τούτον τον τόπο. Καθόσον τέλος δεν έχουν τα ρωμαϊκά φαγοπότια με τα Βατοπαίδια και τα μεγαλοπιάσματα των ρασοφόρων εξωχώριων αρχικαλόγερων μετά των ομοτράπεζων υπουργών λαμόγιων… και λοιπά;
Συμμετέχει λοιπόν ο καλός μας ποιμένας στα τραπεζώματα της Χαρίκλειας αλλά και άλλων που τα περιλαμβάνει στις τιμωρίες ανάλογα με το εύρος των αμαρτιών και άντε να τα βγάλεις πέρα εκατέρωθεν. Πάντως η εν λόγω, και ως γνήσια δημοκράτισσα από τα γεννοφάσκια, μεγάλωνε τα παιδιά της μάλλον υποδειγματικά, ανεξάρτητα απ’ το βρισίδι που στόχευε πολλαπλώς κι όχι μονάχα τα βλαστάρια της, όπου η μόνη επίπτωση ήταν να προσπαθούν να την αντιγράψουν όπως η θυγατέρα της Φροσάρας της γειτόνισσας κι άλλοι πολλοί ακόμα!.
Συνεχίζει η αδάμαστη Κυρία την εκφορά λόγου με την εξέλιξη της γλώσσας εμπλουτιζόμενης με νέες λέξεις και έννοιες που αποδίδουν τα δρώμενα και των ανθρώπων τα καμώματα ως και όσα καινοφανή συμβαίνουν και προκύπτουν, ου μην αλλά και της τρισκατάρατου κρίσεως και δη των προκαλούντων ταύτην, αμήν.
*
Η λειτουργία για τον κρεμασμένο
Στίχοι του Ζορζ Μπρασένς, (1976) που σας μεταφράζω προσπαθώντας να κρατήσω την ομοιοκαταληκτική μορφή (ως κάποιο σημείο).
Φανατικέ αντικληρικέ
Παπαδοφάγε βουλιμικέ
Η ομολογία αυτή μου στοιχίζει,
αλλά θα σου πω πως οι παπάδες
δεν είναι όλοι κενοί φαφλατάδες
και ο δικός μας, θα δεις, ξεχωρίζει.
*
Όταν ο έξαλλος όχλος με μία τριχιά,
χωρίς τύψεις, χωρίς να δικάσει,
κρέμασε κάποιον στην βελανιδιά,
τότε ο παπάς μας, χωρίς να διστάσει,
φώναξε πως του θανάτου η ποινή
σε θάνατο πρέπει να καταδικαστεί.
*
Μετά, παράξενη τελετουργία,
πρόσφερε πρόσφορα και Ευχαριστία
στης εκκλησιάς τους μικρούς σπουργίτες
και με της αγιαστούρας το άγιο νερό
να διώξει πήγε τον οξαποδώ
του αγρού βαφτίζοντας τις μαργαρίτες.
*
Τα μανίκια μετά ανασηκώνει,
το καλό θυμιατήρι υψώνει
και γεμάτος με άγια οργή,
την εξόδιο λειτουργία τελεί,
για εκείνον που τώρα αιωρείται
πέντε μέτρα επάνω απ’ τη γη.
*
Το μυστήριο αυτή τη φορά
ετελέσθη για χάρη ενός φουκαρά
και στο ρόλο του Ιησού Χρηστού,
οι τουρίστες μπορέσαν να δουν κρεμασμένο,
το κορμί ενός αμαρτωλού
από τον δικό μας παπά, ευλογημένο.
*
Όταν γκρινιάζουμε στο χωριό,
σαν λέμε ¨κάτω το καλυμμαύχι¨
που μας εκάθησε στο λαιμό,
οι συγχωριανοί μου οι άλλοι κι εγώ,
δεν είναι μ’ αυτόν που έχουμε άχτι,
δεν είν’ αυτόν που ’χουμε στο μυαλό.
*
Αντικληρικοί φανατικοί
Παπαδοφάγοι βουλιμικοί
Σαν καταβροχθίζετε αχνιστούς
παπάδες, διάκους κοκκινιστούς,
κανείς ας μην είναι -βρείτε τον τρόπο-
από τον δικό μου τόπο.
Το τραγούδι
Η απόδοση στα ελληνικά
La messe au pendu
Anticlérical fanatique
Gros mangeur d’écclésiastiques,
Cet aveu me coûte beaucoup,
Mais ces hommes d’Eglise, hélas !
Ne sont pas tous des dégueulasses,
Témoin le curé de chez nous.
Quand la foule qui se déchaîne
Pendit un homme au bout d’un chêne
Sans forme aucune de remords,
Ce ratichon fit scandale
Et rugit à travers les stalles,
«Mort à toute peine de mort!»
Puis, on le vit, étrange rite,
Qui baptisait les marguerites
Avec l’eau de son bénitier
Et qui prodiguait les hosties,
Le pain bénit, l’Eucharistie,
Aux petits oiseaux du moutier.
Ensuite, il retroussa ses manches,
Prit son goupillon des dimanches
Et, plein d’une sainte colère,
Il partit comme à l’offensive
Dire une grand’ messe exclusive
A celui qui dansait en l’air.
C’est à du gibier de potence
Qu’en cette triste circonstance
L’Hommage sacré fut rendu.
Ce jour là, le rôle du Christ(e),
Bonne aubaine pour le touriste,
Eté joué par un pendu.
Et maintenant quand on croasse,
Nous, les païens de sa paroisse,
C’est pas lui qu’on veut dépriser.
Quand on crie «A bas la calotte»
A s’en faire péter la glotte,
La sienne n’est jamais visée.
Anticléricaux fanatiques
Gros mangeur d’écclésiastiques,
Quand vous vous goinfrerez un plat
De cureton, je vous exhorte,
Camarades, à faire en sorte
Que ce ne soit pas celui-là.