Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος
«Πρόσεχε! Ουκ καθεύδειν», λέει ο στρουμπουλός σαρικοφόρος ανατολίτης, σηκώνοντας ψηλότερα τη δάδα που κρατάει. «Κλιμάκια γλίστρες εισί. Σκότος δε πιπικίνδυνον».
«Και γαμώ τα ελληνικά σου φιλαράκο!», παρατηρεί με λοιδορούντα θαυμασμό ο υπηρέτης του Εύελπι.
Πρόκειται για μια νέα γνωριμία του Οινοκράτη. Τον βρήκε εξερευνώντας το σπίτι που τους έχει δοθεί, κρυμμένον στα δωμάτια του προσωπικού.
Με έκπληξη διαπίστωσε ότι αυτό το απροσδιόριστης ηλικίας στρογγυλωπό εύρημα, τα καταφέρνει -ως ένα βαθμό- να επικοινωνεί σε ένα ιδίωμα κατά προσέγγιση ελληνικό.
Ο μπουλούκος του έδωσε τσατρα-πατριστί τις απαραίτητες εξηγήσεις: Ανήκει στο οικιακό προσωπικό του γαιοκτήμονα που διέφυγε με την οικογένειά του πριν την είσοδο των ελλήνων στην πόλη. Τον άφησαν εδώ με εντολή να εποπτεύει, με όποιο τρόπο μπορέσει, την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψαν πίσω, την οποία, περιουσία, «αγαπούσασι φόδρα».
Είχαν διαλέξει εκείνον, ακριβώς επειδή τον θεωρούσαν ξεφτέρι στη γλώσσα τόσο του Γιουνάν όσο και των περιχώρων, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν. Η αλήθεια είναι ότι τον είχαν αγοράσει κελεπούρι, από κάποιον έλληνα μισθοφόρο που ξεπουλούσε τον ντόπιο εξοπλισμό του, προκειμένου να επιστρέψει στη πατρίδα του, στην Εγγύς Δύση.
Τώρα οι δυο τους, ο Οινοκράτης και ο σφαιρικός, ο οποίος φοράει έναν ολόσωμο ανατολίτικο βυσσινί σάκο, κατηφορίζουν προς ένα υπόγειο σημείο κοινού ενδιαφέροντος: την οιναποθήκη της πολυτελούς κατοικίας.
«Μμμμ!!!» ονοματοποιεί ο Οινοκράτης την απόλαυση που του δημιουργεί το όλο και πιο έντονο άρωμα αλκοολικής ζύμωσης που αναδύεται από τον υπόγειο χώρο.
«Μμμμ!!!», συγκατανεύει κι ο σαρικοφόρος.
Φθάνουν στο τέλος της γλιστερής σκάλας, σηκώνουν την αμπάρα που ασφαλίζει την πόρτα και μπαίνουν σε μια χαμηλοτάβανη, αλλά κατά τα άλλα ευρύχωρη, δροσερή αίθουσα, γεμάτη πίθους και ξύλινους κλειστούς κάδους ποικίλων μεγεθών.
«Χαίρε Βάκχε απανταχού παρόντα!» ενθουσιάζεται ο Οινοκράτης.
«Χαίρε εσύ ομοίως» απαντάει ο συνοδός του. «Πλην όμως, ουχί ¨Βάκχε¨ ονομάζειν εμέ. Εμέ ονομάζειν ∞┴►ζ↓≠ν!
«Καλά άσε» στωϊκοποιεί τη συζήτηση ο ελληνομαθέστερος των δύο. Και μετά απευθύνεται στον άλλο, δείχνοντάς του τις σφηνοειδείς επιγραφές πάνω στα δοχεία: «Πες μου χοντρέ, τι γράφουν αυτές οι χαρακιές;»
Ό άλλος δείχνει να καταλαβαίνει την ερώτηση και κάνει μια προσπάθεια να εκφραστεί προσεκτικότερα.
«Πατήρ άρχων οίκου τούτου συλλέκτης εστί. Οίνους παράγει, πλην όμως και άλλα τινά προς πόσιν συλλέγει». Και προσθέτει με στρογγυλό χαμόγελο, όσο πιο καλόβολο μπορεί. «Ελθέ, εγώ εσέ εκ πλήττειν»
«Σιγά μη μας δείρεις κιόλας», μουρμουρίζει ο Οινοκράτης που κατά βάθος διασκεδάζει με τον τρομαγμένο ιθαγενή. Τον ακολουθεί μπροστά σε ένα μικρό πιθάρι που βρίσκεται όμως σε περίοπτη θέση. Εκείνος συγκεντρώνεται και μεταφράζει την χαραγμένη στον πηλό σκουλικογραμμή:
«Οίνος… λευκός… άρωμα… πεύκη!»
«Μη μου πεις! Ρητινίτης στα Σούσα! Εγώ δεν τον πάω ιδιαίτερα, αλλά το αφεντικό μου θα τρελαθεί απ’ τη χαρά του!»
Ο ευτραφής κρίνει τον ενθουσιασμό του Οινοκράτη μικρότερο του αναμενομένου γι αυτό και τον παρασύρει παρακάτω μπροστά σε έναν ογκώδη κυλινδρικό κάδο.
«Ενταύθα κρίθος, ουχί άμπελος. Βούλεσαι πίνειν;».
«Α, ζυμωτό κριθαροζούμι με λυκίσκο…, έχουμε και ’μεις. Το πίνουν οι άρρωστοι, καμιά φορά και οι αθλητές. Το λέμε ζύθο. Το είδα και στην Αίγυπτο, απ’ όπου περάσαμε τις προάλλες για να την κατακτήσουμε», πουλάει μούρη ο Οινοκράτης.
Ο ανατολίτης γυρίζει το κεφάλι του ένα γύρο αναζητώντας κάτι πιο εντυπωσιακό. Το βλέμμα του σταματάει σε ένα ράφι, και συγκεκριμένα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέτα που είναι τοποθετημένη εκεί. Πάνω της είναι χαραγμένη μια εικόνα. Ένας γενειοφόρος με φτερά.
Μοιάζει έκπληκτος κι ο ίδιος. Του ξεφεύγουν κάποια σχόλια στην ακατανόητη γλώσσα του. «Αδύνατον!», αυτομεταφράζεται.
«Τι είναι αδύνατο», απορεί ο Οινοκράτης.
«Αναχωρούντες, έχουσι λησμονήσει τούτο!»
«Τι είναι; Άνοιξέ το»
«Ουχί, ουχί άνευ καταλλήλου ευχής».
«Προχώρα!»
Ο χονδρός περιφέρει αργά, τελετουργικά και αυτονοήτως κυκλικά τον πυρσό πάνω από το κυτίο. Μετά τον αφήνει σε μια εντοιχισμένη υποδοχή και μένει για λίγο συγκεντρωμένος, ακίνητος. Μετά κάνει δύο χορευτικές κινήσεις: μία προς τα αριστερά -δεξί πόδι σηκωμένο ψηλά και μικρά πηδηματάκια με το αριστερό, ενώ τα χέρια του διαγράφουν περιστροφικές κινήσεις- και μία ίδια, αλλά αντεστραμμένη, προς τα δεξιά. Μετά υποκλίνεται δις. Μετά λέει μια τελετουργική φράση από εκείνες που έτσι κι αλλιώς είναι ακαταλαβίστικες. Μετά ξαναυποκλίνεται άπαξ. Μετά απλώνει και τα δύο χέρια και προσπαθεί να ανεβάσει το καπάκι, αλλά εκείνο αντιστέκεται. Ο ευτραφής δυσανασχετεί, αλλά επαναλαμβάνει τη χορογραφία και την απαγγελία με μεγαλύτερη προσοχή.
Αυτή τη φορά το κουτί ενδίδει.
Μία διαφανής φιάλη γεμάτη απαστράπτον υγρό αποτελεί το μοναδικό περιεχόμενο της κασέτας.«Χαχόμα!!!», ανακράζει ο ολοστρόγγυλος θριαμβευτικά! «Ιερή Χαχόμα!»