Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Απρίλιος 2015

Μηδέ αιφνιδίως μηδέ διαρκώς (παρουσίαση ποιητικής συλλογής)

Posted by vnottas στο 28 Απριλίου, 2015

2ceb5cebecf89cf86cf85cebbcebbcebf-cebdceafcebacebfcf82

Την μεθεπόμενη Παρασκευή 8 Μαΐου στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου θα γίνει η παρουσίαση στη Θεσσαλονίκη της ποιητικής συλλογής του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Αιφνίδια και Διαρκή¨ (αίθουσα Μανώλης Αναγνωστάκης, ώρα 17:00-18:00, εκδοτικός οίκος Μελάνι).   Θα μιλήσει ο Ηλίας Κουτσούκος και εγώ, ενώ μερικά ποιήματα θα διαβάσει η Σόφη (Κασούρη). Οι φίλοι επισκέπτες του Ιστολογοφόρου είναι ευπρόσδεκτοι.

Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Γιαούρτι στο παλτό του Γκόγκολ

Posted by vnottas στο 22 Απριλίου, 2015

Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

 1_3-1389458363

Ο Σωτηράκης Κυριζόπουλος είναι απ τον Πύργο της Ηλείας κι έχει ένα μεγάλο πρόβλημα το καλοκαίρι του 1993 στην Αθήνα. Δεν του βγαίνουν οι ‘επιχειρήσεις’. Είναι μικρομέτοχος σε δυο σκυλάδικα της παραλιακής, πλην όμως,τα λεφτά είναι λίγα και σπάει το κεφάλι του για να βρει κάτι το πρωτότυπο που να του φέρνει χρήμα και στα γρήγορα. Εχει να θρέψει την οικογένεια, τη γυναίκα του τη κυρά-Σούλα, το γιο του τον Γιαννάκη που είναι τούβλο και τον στέλνει σε Ιδιωτικό και έχει επίσης το καινούργιο γκομενάκι απ την Πετρούπολη που έβγαλε πριν δυο μήνες για το οποίο δίνει τις δόσεις απ τη κόκκινη MG σπορ που της αγόρασε για να την κρατήσει όσο γίνεται παραπάνω… Μαναράκι που στριγγλίζει  σαν μικρό γουρουνάκι όταν την βάζει κάτω του….

Τότε του ήρθε η φοβερή ιδέα και η ιδέα ήταν απλή.Oι θαμώνες που φεύγουν απ τα σκυλάδικα πάνε ύστερα για πατσά ή σούπες με τα τσόλια τους. Ενδιαμέσως-σκέφτεται ο Σωτηράκης  – υπάρχει ένα δημιουργικό κενό. Το κενό είναι πως οι παρέες αυτές χρειάζονται μια εκτόνωση. Κι η εκτόνωση είναι υπέροχη. Νοικιάζεις ένα θερινό σινεμά κι αντί για έργο, βρίσκεις ένα θεατρικό μπουλούκι. Οι πελάτες αγοράζουν το εισιτήριο και τέσσερα κεσεδάκια γιαούρτι. Βάζεις μια κόκκινη κορδέλα 10 μέτρα μακριά απ τη σκηνή κι ενώ το μπουλούκι παίζει ένα χαζό θεατρικό τύπου ‘Γκόλφω’  -ξημερώματα γύρω στις 6, οι πελάτες κατά βούληση ρίχνουν το γιαούρτι τους στον ηθοποιό που προτιμούν.

Το εισιτήριο είναι 500 δραχμές, 200 είναι το μεροκάματο των πέντε-έξι ηθοποιών, υπολογίζεις γύρω στις 10-15 παρέες των 5-6 ατόμων κι όλοι βγάζουν ένα λαμπρό μεροκάματο.

Ο Σωτηράκης τηλεφωνεί στον Λευτέρη τον ‘εντερτέημεντ’ που βρίσκει τα μπουλούκια,που βεβαίως αντί να τρέχουν στα χωριά της Πίνδου για να παίξουν την Γκόλφω στους χωριάτες, προτιμούν να γιαουρτωθούν για πιο πολλά χρήματα στην Αθήνα.

Το πείραμα ξεκινάει με τα φέιγ-βολάν που βάζει στα τραπέζια των σκυλάδικων ο Σωτηράκης με τους δικούς του σερβιτόρους μια Παρασκευή νύχτα και γίνεται της πουτάνας, διότι διαδίδεται από τραπέζι σε τραπέζι πως η ‘Γκόλφω’ παίζεται στον Νηρέα στην Βουλιαγμένης και μιλάμε για λαϊκό προσκύνημα.

Οι πελάτες παίρνουν το εισιτήριο και τέσσερα κεσεδάκια γιαούρτι από το ταμείο ,δίνουν τα δυο στο ταίρι τους, φτάνουν κοντά στη σκηνή και μόλις πει ο πρωταγωνιστής ‘Γκόλφω μου πέρδικα θαμαστή είσαι το φως του Αυγερινού..’ φεύγει ο κεσές και όπου πάει, είτε στο πρόσωπο, είτε στα μαλλιά, είτε στα ρούχα, δεν έχει τόση σημασία διότι επιτρέπονται και οι βωμολοχίες..’άντε ρε παλιομαλάκα που κάνεις και τον ηθοποιό’ ή ‘αντε μωρή καριόλα δείξε λίγο αίσθημα γαμώ τη Παναγία σου..’ κτλ,κτλ,κτλ…

Το πράγμα στράβωσε σ ένα μήνα, όταν ένας ηθοποιός ενός νεόβγαλτου θιάσου της πλάκας, θέλησε να ‘παίξει’ θεατρικό ‘το παλτό’ του Γκόγκολ.225px-Ivanov_gogol

Ακριβώς στη σκηνή που ο Γκριγκόρι Πέτροβιτς -που ήταν ένα παλικάρι απ το Μέτσοβο- έπαιρνε τα μέτρα του Ακάκι Ακακίεβιτς για το καινούργιο του παλτό, – του Γιώργου Μάστορα δηλαδή απ τα Πετράλωνα- ένας κεσές γιαούρτι προσγειώθηκε με  πάταγο στο πρόσωπο του Γκριγκόρι παίρνοντας και λίγο απ το πέτο του παλτού ,που το  εκσφενδόνισε  ένας χοντρός ξενύχτης με απόλυτη ακρίβεια, έτσι ώστε ο Γκριγκόρι να πει στον Ακάκι Ακακίεβιτς ‘ρε πούστη μου τι ξεφτίλα είναι αυτή που ζούμε για ένα κωλοπεντακοσάρικο..’ και ο Ακάκι τα πήρε στο κρανίο, πετάχτηκε απ τη σκηνή κι έριξε ένα χοντρό φούσκο κατακέφαλα στον χοντρό που τον ξάπλωσε πάραυτα κάτω λιπόθυμο, ανάμεσα σε τσιρίδες από γκόμενες και ουρλιαχτά από θεατές, πλην όμως ο Ακάκιος Ακακίεβιτς συνέχισε να χτυπάει όποιον έβρισκε μπροστά του απ τους θεατές και τις συνοδούς τους  μέχρι να τον ξαπλώσει κάτω ένας τύπος με μια καρέκλα κι έτσι τέλειωσε εντελώς άδοξα το πείραμα του Σωτηράκη Κυριαζόπουλου, μοναδικό ίσως  στην αβαγκαρντ της θεατρική πρωτοπορίας της Αθήνας χωρίς καν οι εφημερίδες να ασχοληθούν μ αυτό..

60ad5b6b364b1a0478327d0235c3ceae_1389458273

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Τρία ποιήματα του Νίκου

Posted by vnottas στο 20 Απριλίου, 2015

        

Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

 

Αυτά τα πουλιά τ’ουρανού

δεν είμαστε εμείς

είναι πουλιά

που βγήκαν απ’το ζευγάρωμά μας

κι έχουν κάτι από μας

όμως δεν είμαστε εμείς.

Πετούν με φτερά ορθάνοιχτα

πορεύονται σ’άγνωστους τόπους

ψάχνοντας επίμονα

αυτό που δεν βρήκαμε εμείς.

Είναι ανύποπτα για τις δυσκολίες

γι αυτό η πτήση τους

είν’ελεύθερη

χωρίς του κίνδυνου την απειλή

όπως ακριβώς πριν από μας

άλλα πουλιά

είχαν περήφανα πετάξει

που πάλι όμως δεν είμαστε εμείς.

Ας κουρνιάσουμε λοιπόν

στην ανώφελη γνώση μας

κι ας αφήσουμε τα πουλιά να πετούν.

 

105180

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ

 

Σε μισώ μου λες οργισμένα

κι εγώ σε μισώ σκέφτομαι

μα δε τολμώ να στο φωνάξω.

Είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν

μέσα στους μίσους τη δίνη ν’αγκαλιαστούμε

και στης μοναξιάς την έρημο

να διαιωνίσουμε το είδος

που κάποια στιγμή αργότερα

θα μιλήσει υποκριτικά

για της αγάπης το θαύμα

και το ανθρώπινο μεγαλείο.

 

      ΤΟ ΘΑΥΜΑ

 

Με ζυμάρι τα σύννεφα

πλάθω αγγέλους

μα κανένας δεν έμεινε.

Όλοι τους βιάστηκαν

να γίνουν γαλάζιος ουρανός.

genius-of-art-1820

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 9 Όπου (την ίδια εκείνη μέρα) το Πουλχερίδιον ταξιδεύει ευχαριστημένο

Posted by vnottas στο 16 Απριλίου, 2015

img1_21 (1)

Αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της (υπό εκπόνηση) απόπειρας συγγραφής ενός ιστορικού μυθιστορήματος (σύμφωνα, βέβαια, με την προσωρινή πρώτη κατάταξη). Όπως ενδεχομένως παρατηρήσατε, το πρώτο μέρος  εξιστορεί τα όσα συνέβησαν μια συγκεκριμένη μέρα: την τρίτη ημέρα πριν την λήξη του Ανθεστηρίωνα μήνα του έτους που αντιστοιχεί στο 330 πΧ. Ακολουθεί ένα ¨ιντερμέδιο¨ με την επιστολή της Θαίδας προς τη Φρύνη, που το έχω ήδη αναρτήσει και βρίσκεται εδώ. . Το δεύτερο μέρος, προσεχώς.

εικόνα

Κεφάλαιο ένατο

Βασιλική οδός: Διαδρομή Περσέπολη – Σούσα

Η κυρία μου είναι μεγάλη πουτάνα και δε λέει ποτέ ψέματα.  Τέλος πάντων μπορεί και να λέει εκεί που πρέπει, αλλά σ’ εμάς τις δούλες της λέει τα αληθινά, γιατί μας αγαπάει όπως την αγαπάμε κι εμείς. Κι επειδή την αγαπάμε, το ξαναλέω επειδή την αγαπάμε, και όχι γιατί δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς (η αλήθεια είναι ότι δε μπορούμε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) της κάνουμε όλα τα χατίρια.

Μου λέει λοιπόν κάμποσες μέρες πριν: «Πουλχερίδιον, θα μου κάνεις μια χάρη;»

«Μετά χαράς αφέντρα», της λέω και το εννοώ.

Σηκώνει το φρύδι, σαν να μη περίμενε αυτή την απάντηση, σας είπα είναι μεγάλη πουτάνα, και μας αγαπάει, και συνεχίζει:

«Τι θα έλεγες για ένα ταξιδάκι;»

«Πετάω τη σκούφια μου» της λέω, και συμπληρώνω γιατί είμαι κι εγώ μικρή πουτάνα, ακόμη εκπαιδευόμενη: «Αυτήν που δεν έχω!»

«Καλά θα σου πάρω» μου χαμογελάει. Και θα σου πάρω κι άλλα, ρούχα και μπιχλιμπίδια, άμα θα κάνεις -σωστά- αυτά που θα σου πω.

 «Λέγε, αφέντρα, είμαι όλη αυτιά, κοίτα με», κάνω και βάζω τις χούφτες γύρω από τα μικρά χαριτωμένα μου αυτάκια, για να τα μεγαλώσω.

«Τον Ευρυμέδοντα τον ξέρεις, αν δε κάνω λάθος. Λέω τον ψηλό Θεσσαλό ίλαρχο. Πρέπει να τον έχεις περιποιηθεί προσωπικά».

«Τον ξέρω» της απαντώ ντροπαλά αλλά με νόημα.

«Φεύγει αύριο το πρωί, αποστολή για τα Σούσα, με άμαξα.

«Αποστολή; Τι αποστολή;» την ρωτάω γιατί είμαι περίεργη εκ γενετής, και πάντα!

«Α», μου κάνει. «Πρόσεξέ με: Θα σου πω δυο πράγματα. Πολύ σημαντικά αν θες να τα πάμε καλά. Πρώτον: δεν θα ρωτάς. Ότι χρειάζεται θα στο πω εγώ. Είναι πολύ καλλίτερα για όλους μας αν ξέρεις μόνον τα απαραίτητα. Δεύτερον: οτιδήποτε δεις ή ακούσεις σ’ αυτό το ταξίδι το λες μόνο σε ένα άτομο.

«Σε εσένα!» την προλαβαίνω επειδή έχω μια φαεινή.

«Σου κόβει Πουλχερίδιον», με επιβραβεύει. «Αλλά για την αποστολή του Ευρυμέδοντα θα σου πω: Τον στέλνει ο Ευμένης στον Καλλισθένη μαζί με ένα σωρό παπύρους, περγαμηνές και βιβλία. Δε ξέρω γιατί, αλλά φαίνεται ότι μαζεύουν τα συγγράμματα στα Σούσα. Γι αυτό θα χρησιμοποιήσει άμαξα. Τον είδα πριν λίγο, και μου υποσχέθηκε ότι θα πάρει κι έναν επιβάτη: εσένα. Ο Δρόμος είναι καλός, τον είδες στον ερχομό, υπάρχουν σταθμοί για να αλλάξετε τ’ άλογα και να πάρετε μια ανάσα. Σε λίγες μέρες θα είστε στην Πόλη των Κρίνων.

«Και τι θες να κάνω εκεί;»

«Θα παραδώσεις δύο επιστολές που θα σου δώσω».

«Σε ποιόν;»

«Τη μία θα τη δώσεις στον Παλαμήδη τον Αθηναίο. Έχει πληγωθεί στο δεξί χέρι και έμαθα ότι πρόκειται να επιστρέψει ως απόμαχος στην Αθήνα.  Θα του πεις ότι τον παρακαλώ θερμά, μόλις φτάσει στο Άστυ, να παραδώσει αυτή την επιστολή στην Φρύνη. Θα υπακούσει. Μου χρεωστάει μερικές χάρες».

Στο άκουσμα του ονόματος της Φρύνης, της μεγάλης Κυράς των Αθηνών χαμογελάω ως τα μικρά, χαριτωμένα μου αυτιά.

«Θα τον βρεις εκεί όπου έχουν στεγάσει τους αξιωματικούς που θα επαναπατριστούν», συνεχίζει η κυρά μου.

«Και την άλλη επιστολή;» ρωτάω.

«Η άλλη είναι πιο επείγουσα και θα την παραδώσεις πρώτη. Στον Εύελπι τον Μεγαρέα».

«Τον ξέρω», της λέω και ξαναχαμογελάω με νόημα.

Είναι ένας από τους πιστούς θαυμαστές της. Λες να ήρθε επιτέλους η σειρά του να απολαύσει την εύνοια της Κυράς; Λες να τον πεθύμησε, τώρα που δεν τον έχει συνεχώς στα πόδια της;

«Δε θα δυσκολευτείς να τον βρεις», μου λέει. «Ακολούθησε τον Ευρυμέδοντα όταν θα παραδώσει τα βιβλία στον Καλλισθένη. Σίγουρα κάπου εκεί γύρω θα είναι και ο Εύελπις».

 

Η κυρία μου, η Θαΐδα, μας αγαπάει. Και είναι η καλύτερη σε τέχνη και η μεγαλύτερη σε λάμψη απ’ τις εταίρες της Ασίας. Θα έλεγα και της Ευρώπης, αλλά αυτό θα το ξεστομίσω μόνον όταν η Κυρά Φρύνη αποσυρθεί. Γιατί, όπως λένε και οι πιο παλιές,  πρέπει να είμαστε δίκαιες και να σεβόμαστε τη μεγάλη μας παράδοση και εκείνες που ήδη ανήκουν σ’ αυτήν.

Η κυρά μου διάλεξε εμένα γι αυτό το θέλημα-ταξίδι και αυτό σημαίνει ότι μου έχει εμπιστοσύνη και μετά πάει να πει ότι μου έκανε ήδη ένα δώρο, γιατί περνάω υπέροχα. Μπορεί, δε λέω, να είμαι ευκολομπούχτιστη, αλλά τα απανωτά συμπόσια και τα όργια που ακολούθησαν την κατάληψη της Περσέπολης, τα έχω ελαφρώς βαρεθεί. Ήθελα λίγο καθαρό αέρα και η παρέα μ’ αυτό το αγαθό μεγάλο παιδί, τον Ευρυμέδοντα, δε με χαλάει καθόλου.

Αλλά, τι να κάνουμε, ταξιδεύουμε γρήγορα και, από ότι φαίνεται, αν ο Ταχυδρόμος Ερμής εξακολουθήσει να ευνοεί το ταξίδι, σήμερα το βράδυ θα είμαστε στα Σούσα.

γ

Τέλος Α΄ μέρους

(Συνεχίζεται, ακολουθεί το ιντερμέδιο με την επιστολή της Θαίδας προς την Φρύνη)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 8, Το όνειρο του Οινοκράτη

Posted by vnottas στο 10 Απριλίου, 2015

Αργά τη νύχτα

Όπου ο Οινοκράτης ξυπνά αναστατωμένος και διηγείται το όνειρό του στον γλαρωμένο Χοντρόη.

Άκου χοντρέ, είδα ένα περίεργο όνειρο. Υποψιάζομαι ότι φταις εσύ και το μπουκάλι σου.

Σταμάτα το ροχάλισμα κι άκου. Θα σου το πω τώρα που είναι φρέσκο και το θυμάμαι. Το θυμάμαι καλά, σα να το έζησα στ’ αλήθεια.

Σιωπή!!! Δε θέλω αντιρρήσεις.

 Άκου.

Ήμουνα λέει στη δύση. Στη δύση – δύση, πιο πέρα από τα μέρη που γεννήθηκα, ίσως κοντά στη δυτική άκρη του Κόσμου. Είχα παρέα έναν προφήτη ντυμένο παράξενα, κάπως αστεία, με περισκελίδα στενή και χιτώνα σκούρο, στενάχωρο επίσης, όπου τα χέρια ήσαν βαλμένα μέσα σε υφασμάτινους σωλήνες, να αναρωτιέσαι πως κατάφερνε και τα έστριβε πέρα δώθε με φαινομενική άνεση.

Ήξερα ότι είναι προφήτης ή κάτι μυστηριακά ανάλογο, ωστόσο τον ρώτησα: «Ποιός είσαι και από πού κατάγεσαι γέροντα;»

Μου απάντησε ότι είναι από τα ψηλά βουνά του Κέντρου και ότι τον λένε …Ούγκ;, για Χιουνγκ;, για Γιουνγκ;, …δε θυμάμαι.

«Έλα, και θα σου δείξω πράγματα αξιομνημόνευτα», μου είπε και κροτάλισε τα λεπτά δάχτυλά του.

jung

Οπότε έξαφνα, όσο έξαφνα μπορεί να είναι τα πράγματα στο βασίλειο των ονείρων, μπροστά μου είδα να ξεσπάει μια μάχη. Μάχη φοβερή και θεαματική. Ακούγονταν αλαλαγμοί, αντηχούσαν  ήχοι κεραυνών, άστραφταν φωτιές, στρογγυλά σύννεφα καπνού γεννιόντουσαν απ’ το τίποτα και ανηφόριζαν ψηλά. Αυτοί που μάχονταν θα έμοιαζαν άνθρωποι σαν και μας, αν δεν διέθεταν όπλα θεών και δεν ήσαν ήταν ντυμένοι  με τρόπο γελοίο.

Από τη μια μεριά ήτανε λίγοι. Φορούσαν στενάχωρα χρωματιστά ιμάτια και μεγάλα περίεργα καπέλα, όλοι τους όμως είχαν σπάθες μακριές και κρατούσαν μπαστούνια που έβγαζαν φλόγες κι αστραπές.

Από την άλλη μεριά οι μαχητές ήσαν πολλοί. Όμως τα όπλα των περισσότερων  έμοιαζαν με εργαλεία γεωργών, όχι, δεν έμοιαζαν, ήταν εργαλεία γεωργών.

«Πρόσεξέ τους», μου είπε ο Ουνγκ.

Τους πρόσεξα, και ξαφνικά κατάλαβα ότι οι πολλοί ήταν σαν κι εμένα χοντρέ. Όπως, όσο κι αν σου φαίνεται παράδοξο, έμοιαζαν και σε σένα. Ήταν δούλοι χοντρέ. Οργισμένοι δούλοι.

img1_9

Και ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο;   Νικήσαμε! Δηλαδή πρέπει να νικήσαν οι πολλοί, γιατί ο προφήτης δακτυλοκρότησε ξανά και μια νέα ζωντανή εικόνα σχηματίστηκε μπροστά μου.

Τους είδα ξανά όλους  αυτούς, τους φτωχούς, τους δούλους, τους κατατρεγμένους. Μόνο που τώρα είναι καλοοπλισμένοι και με αρχηγό έναν κοντό με αστείο τριγωνικό πίλο και με ανυψωμένα κάτι χρωματιστά πανιά που μοιάζουν με τις κορδέλες που δένουν στις σάρισες οι εταίροι, νάτους που εκστρατεύουν για την κατάκτηση του κόσμου. Καλή ώρα όπως εμείς τώρα.

Καθώς αυτοί οδεύουνε, οι συνακολουθούντες, οι έμποροι, οι τραπεζίτες και ο συρφετός δεν είναι πια πίσω τους αλλά βαδίζουν παράλληλα με τη στρατιά των καταραμένων. Μάλιστα μερικές φορές τρέχουν πιο γρήγορα, τους προσπερνάνε, μπαίνουν μπροστά τους  και τους καθοδηγούνε.

Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται χοντρέ, αλλά δεν προλαβαίνω να ρωτήσω τον προφήτη, γιατί αυτός κάνει ακόμη μια στράκα με τα δάκτυλα και να που βρίσκομαι σε έναν ψηλοτάβανο ναό γεμάτο κόσμο με ενδύματα πολυτελή. Στο κέντρο του ναού βλέπω τον κοντό κι έναν τύπο που σίγουρα είναι ιερέας.

ναπ

Ο ιερέας κρατά ένα αυτοκρατορικό στέμμα. Πού το ξέρω ότι είναι αυτοκρατορικό; Το διαισθάνομαι! Ο κοντός του το παίρνει και το βάζει στο κεφάλι του, απομόνος του. Ακούω ιαχές και χειροκροτήματα, και ενώ έχω στο νου να ρωτήσω τον προφήτη τι τρέχει, ξυπνάω.

Από τις ιαχές;

Από τα χειροκροτήματα;

Όχι πιπικίνδυνε. Από το ροχαλητό σου.

Εγώ φταίω, που πείστηκα ότι μπορεί να κινδυνέψεις αν σε βρουν οι στρατιώτες προτού σε παρουσιάσει επίσημα τ’ αφεντικό και σου επέτρεψα να κοιμηθείς εδωπέρα.

Και το ποτό, έχεις δίκιο, είναι τελείως πιπικίνδυνο. Αύριο το παραδίδω στον Αφέντη.

 Εμείς, άμα λάχει, φτιάχνουμε άλλο!

 

 Ο νυχτερινός μονόλογος του Οινοκράτη αποδείχτηκε επικοινωνιακά ανώφελος. Το μόνο ορατό αποτέλεσμα ήταν ότι ο στρογγυλός υποτιθέμενος συνομιλητής του, με έναν μορφασμό κοιμισμένης ευδαιμονίας γύρισε από την άλλη μεριά και συνέχισε τον θορυβώδη (έως παταγώδη) ύπνο του.

6207

 (συνεχίζεται, στο επόμενο: Κεφ. 9ο: Η κυρία μου είναι μεγάλη πουτάνα και δε λέει ποτέ ψέματα.)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μαιρούλα la douce…

Posted by vnottas στο 6 Απριλίου, 2015

images (15)

Ηλίας Κουτσούκος

Μια κούτα ΚΕΝΤ κι ένα πενηντάρικο…

Απρίλης 1972.

Όχι μόνο δεν έχω μία αλλά αναγκάζομαι να καπνίζω γόπες-που το σιχαινόμουνα πολύ-.Είναι Κυριακή, έχει ‘εξοδο’ είμαι εξοδούχος αλλά δεν έχω που να πάω χωρίς χρήματα κι έχω μια τεράστια ανάγκη να γαμήσω αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να δανειστώ από κανέναν και σκέφτομαι πως αν βγω θα τριγυρνάω σα μαλάκας στη πόλη με τα φανταρίστικα και αν καθίσω σε παγκάκι θα πρέπει να είναι για λίγο και μετά θα πρέπει να πάρω το απογευματινό σκατολεωφορείο για το Σέδες και μακάρι να μη πέσω και σε κάποια ‘μικτή’ περιπολία της ΕΣΑ γιατί ότι και να τους πω θα με ‘γράψουν’ κυνηγούν τους φαντάρους με το παραμικρό, οπότε είναι καλύτερα να μείνω στο στρατόπεδο και να φάω την κρύα βρωμόσουπα-γιατί τις Κυριακές βγαίνουν έξω κι οι μάγειροι και οι ‘βοηθοί’ τους που μένουν στο πόστο τους, το μόνο που ξέρουν κάνουν είναι σκατόσουπες με απομεινάρια κρέας από Αργεντίνικες κονσέρβες.

Αυτά σκεφτόμουν όταν με φώναξε ο ‘Ολλανδός’ απ το βάθος του διαδρόμου και με ρώτησε γιατί δεν βγαίνω. Τον ‘Ολλανδό’ τον φωνάζαμε Ολλανδό γιατί ήταν ανυπότακτος-δούλευε βατσιμάνης σε καράβια εμπορικά- κι δεν είχε έρθει εγκαίρως στη χώρα να υπηρετήσει τη θητεία του απ το Άμστερνταμ κι ήρθε με καθυστέρηση πέντε χρόνων και γι αυτό του είχαν ρίξει παραπάνω ένα χρόνο θητεία, αλλά ο Ολανδός στ αρχίδια του γιατί είχε λεφτά και δεν τον ένοιαζε.

Του είπα πως δεν θα βγω έξω γιατί δεν έχω λεφτά και μου απάντησε πώς να μην είμαι μαλάκας κι έβγαλε δύο πενηντάρικα απ τη τσέπη του και μου είπε να τα πάρω και να πάω κατευθείαν στη Μαιρούλα, ένα πουτανί καινούργιο, απέναντι απ τον Ερυθρό Σταυρό στο λιμάνι, 27 χρόνων μαναράκι που μόλις βγήκε στη πιάτσα και κυρίως, μου τόνισε ο Ολλανδός ‘είναι ρε συ ίδια η Κατρίν Ντενέβ και φοράει τα ίδια γυαλιά ξανθιά, σχετικά αδύνατη, μ ένα βυζί που κρεμάς επάνω του παλτό, και να της πεις πως σε έστειλε ο Ολλανδός ρε μαλάκα για να φιλήσει γαλλικά στο στόμα’ -πράγμα που δεν έκαναν ποτέ οι άλλες πουτάνες γιατί τα χείλη τους τα κρατούσαν για τους νταβατζήδες τους.

1920s

Πήρα τα δυο πενηντάρικα με τεράστια ευγνωμοσύνη -αλλωστε ο Ολλανδός που τον έλεγαν Θανάση, με χρησιμοποιούσε γιατί του έγραφα ωραία ερωτικά γράμματα σε μια ακοντίστρια μικρούλα απ την Αθήνα- κι έφυγα τρέχοντας για τη πύλη του στρατοπέδου με την 2ωρη άδεια στη τσέπη.

Όταν έφτασα στον Ερυθρό, βρήκα αμέσως το πουτανάδικο της Μαιρούλας και μου είπε η τσατσά -ευτυχώς δεν είχε άλλους πελάτες, τέσσερις το μεσημέρι-‘περίμενε αγόρι μου, έρχεται η κοπέλα, δώσε μου το πενηντάρικο και πέρνα σ’ αυτό το δωμάτιο’..

images (2)

Εγώ πέρασα, έβγαλα τις βρωμοαρβύλες μου που τις είχα βάψει τσίλικες-αλλά τις σιχαινόμουν πολύ-τις κάλτσες μου τις μάλλινες που μου έφερναν  εμετό κι έμεινα τελικά ολόγυμνος πάνω σ ένα κρεβάτι με κόκκινο σεντόνι, κι ακούω κάτι βήματα με λεπτό χτύπημα τακουνιού και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα γύρω στο 1,70  με όμορφο πρόσωπο, γυαλιά πεταλούδα κόκκινα, κόκκινο κυλοτάκι και σουτιέν, όπως μου την είχε περιγράψει ακριβώς ο φίλος μου ο Ολλανδός, χαμογελαστή, μου λέει ‘τι γίνεται αγοράκι μου’, της λέω ‘μ έστειλε ο Ολλανδός’.. α, μου λέει ‘υπηρετείς με το ξαδερφάκι μου’ και γελάει όμορφα, βγάζει το κυλοτάκι της, το σουτιέν της και παθαίνω πλάκα απ την ομορφιά, ένα δέρμα απαλό, βέλβετ Μπράσελ και μόλις μου βάζει με απαλές κινήσεις το προφυλακτικό και μόλις μπαίνω μέσα της απαλά και μυρίζω αυτό το πανέμορφο πατσουλί του κορμιού της και μόλις με φιλάει με γλώσσα, έχω ήδη τελιώσει, πώς να κρατηθώ σ αυτή την ομορφιά και βρίζω δυνατά τον εαυτό μου ‘τι μαλάκας, τέλειωσα αμέσως γιατί, γιατί, γιατί είσαι πολύ όμορφη’ κι αυτή λέει ‘δεν πειράζει αγοράκι μου, κάτσε δίπλα μου να κάνουμε παρέα ένα τσιγαράκι’ και ’γω νιώθω ξαφνικά πως είμαι πολύ τυχερός σε σχέση με τους μπόγους που γαμούσα πιο πριν όταν μου τύχαινε κανά τριαντάρι, αλλά εδώ αυτό το μαναράκι που είναι όλη η ομορφιά του κόσμου, αυτή τη συγκεκριμένη ώρα, που με λυπήθηκε -φαντάζομαι- έτσι γρήγορα που τέλειωσα, και που με κερνάει τσιγάρο στο κρεβάτι, λες κι έχουμε σχέση, ε ναι, είναι σπουδαία τύχη και να πάνε να γαμηθούνε όλα, ο στρατός, η χούντα, ο πατέρας μου που δεν μου στέλνει φράγκο, οι κωλοασκήσεις τους κι οι ιδρώτες και η βρωμιά της διμοιρίας κι η γαμημένη Χαρούλα η φοιτήτρια που πριν ένα μήνα μου είχε γράψει ‘χωρίζουμε ποιητή μου κι ο καθένας θα ταξιδέψει στο δικό του δρόμο’ -τι λες γαμώ τον Αντίχριστό σου.. όλα αυτά δεν υπάρχουν πλέον, υπάρχει μόνο η Μαιρούλα που μου χαϊδεύει απαλά το χέρι και νιώθω μια χαλαρή τρυφερότητα, ένα άγγισμα αγγέλου που δεν το πιστεύω ότι μου έτυχε και τραβάω μια βαθιά ρουφηξιά και τότε ακούω απ το σαλόνι βαδίσματα από κωλοαρβύλες και κάτι γελάκια αντρών και αμέσως καταλαβαίνω πως μπήκε στο μπορντέλο η κωλοΕΣΑ και με πιάνει πανικός, μισοσηκώνομαι στο κρεβάτι, λέει η Μαιρούλα ‘καλέ,τι έπαθες ξαφνικά’,της εξηγώ πως έξω θα είναι μάλλον η ΕΣΑ και όλο και κάτι θα μου βρει γιατί αυτοί κάνουν ότι θέλουν και γαμούν τους φαντάρους, τους παίρνουν τα στοιχεία και τα στέλνουν στη μονάδα σου κι έχεις σίγουρα μια δεκάρα φυλακή, τα λέω όλα βιαστικά και τρομοκρατημένος και η Μαιρούλα γεμάτη αυτοπεποίθηση σηκώνεται απ το κρεβάτι, φοράει το σουτιέν και το κυλοτάκι της, φοράει μια μεταξωτή ρόμπα και μου λέει ‘θα σου στείλω ένα καφέ με τη τσατσά, κάτσε στο κρεβάτι, θα του διώξω, ξέρω εγώ,’ μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο και βγαίνει έξω. Την ακούω που μιλάει, έχω κολλήσει τα αυτί μου στη πόρτα και μετά από ένα-δυο λεπτά που μου φαίνονται αιώνες, τα γομάρια της ΕΣΑ ξεκουμπίζονται.

1930_03

Κάθομαι στο κρεβάτι, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει η τσατσά που έχει σ ένα δίσκο καφέ και γλυκό κεράσι με δροσερό νερό, τα αφήνει στο κομοδίνο χαμογελώντας ‘τους ξαπόστειλε η Μαίρη’ μου λέει και φεύγει.

Αρχίζω να ντύνομαι και μπαίνει η Μαιρούλα, λέει, όλα εντάξει αγόρι μου, έφυγαν και μου αφήνει στο κομοδίνο μια κούτα αμερικάνικα ΚΕΝΤ και πάνω της ένα  πενηντάρικο…

Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, λέω ‘σε παρακαλώ Μαίρη’…κι αυτή μου λέει ‘εγώ σε παρακαλώ, δεν φτάνει που φοβήθηκες σιγά μη σου πάρω και λεφτά, άλλωστε δεν πρόλαβες να το φχαριστηθείς, θα σε περιμένω κι άλλη φορά έτσι…’

Παίρνω το χέρι της και το φιλώ, βάζω το πενηντάρικο στη τσέπη, παίρνω τη κούτα με τα ΚΕΝΤ σαν να κρατώ τα άγια των αγίων και φεύγω.

Έχουν περάσει 45 χρόνια κι αυτό το αξέχαστο δώρο Δεν το ξεχρέωσα ποτέ κι ακόμα το έχω βάρος βαρύ πολύ μες στη συνείδηση μου, μερικές φορές την είδα στον ύπνο μου,-σα να μου φάνηκε λυπημένη- και την άλλη μέρα που ξυπνώ είμαι στενοχωρημένος.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 7. Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου…

Posted by vnottas στο 1 Απριλίου, 2015

Μέρος Α΄: Σούσα

Κεφάλαιο έβδομο: Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου…

?????????????????????????????????????????????????????????????????????????

 Το λεπτό φεγγαράκι είχε πια εξαφανιστεί και το δίχτυ των αστεριών είχε γίνει ακόμη πιο σπινθηροβόλο  πάνω στο παχύ μαύρο τ’ ουρανού, όταν αποχαιρέτισα τον Καλλισθένη.

Η συνάντησή μας είχε ολοκληρωθεί με την κατανάλωση ενός λιτού δείπνου που μας σέρβιραν εκεί, στο περίπτερο του υπερυψωμένου κήπου, οι ντόπιοι υπηρέτες. Τρώγοντας, πέρα από την αφήγηση από μέρους μου των τελευταίων γεγονότων της εκστρατείας στην Περσέπολη, μιλήσαμε για ένα σωρό άλλα θέματα.

Επέστρεψα στο κατάλυμά μου ιππεύοντας με οδηγό τους αναρτημένους φανούς, που με το ασθενικό τους φως υπεδείκνυαν τον κατηφορικό κεντρικό δρόμο από την ανακτορική Ακρόπολη ως την συνοικία των ευπόρων. Ο δρόμος αυτή την προχωρημένη ώρα ήταν εντελώς έρημος, αντίθετα, στο μυαλό μου στριφογύριζαν χίλιες σκέψεις που προσπαθούσαν να κατασταλάξουν  σε συγκεκριμένες απόψεις και συμπεράσματα.

Τα νυχτοπούλια έσπαζαν τη νυχτερινή σιγή με τα εκνευριστικά τους κρωξίματα, κι εγώ, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, αναρωτιόμουν αν είναι ασφαλές να κυκλοφορώ μόνος, νυχτιάτικα, στην σκοτεινή, πρόσφατα κατακτημένη πόλη.

Για μια στιγμή μάλιστα νόμισα ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα στις σκιές γύρω μου, τράβηξα τα χαλινάρια  και τέντωσα τ’ αυτιά μου προσπαθώντας να εντοπίσω τυχόν ύποπτους ήχους. Εν τέλει όμως, το μόνο που έφτασε ως εμένα ήταν κάποια καθησυχαστικά αποσπάσματα ελληνικής γλώσσας από μια ομάδα στρατιωτών που περιπολούσε στο βάθος του δρόμου.

 images (10)

Οι σκέψεις μου επέστρεψαν στη συνάντηση με τον Καλλισθένη.

Αντίθετα με ό, τι συνέβη σ’ εκείνον, εγώ είχα εκτιμήσει θετικά τον ψηλό Ολύνθιο, από την πρώτη στιγμή που τον είδα στην Άβυδο. 

Δέκα χρόνια περίπου πρεσβύτερος από εμένα, είχε διαβάσει, θυμάμαι, προσεκτικά την επιστολή  του Αριστοτέλη που του παρέδωσα και, χωρίς σχόλια και παραινέσεις, μου είχε δώσει τις πρώτες οδηγίες.

Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Ήμουν κοντά του καθώς η στρατιά προχωρούσε ακάθεκτη, από μάχη σε μάχη, από πολιορκία σε πολιορκία, από την Μικρασία ως την Αίγυπτο και από εκεί πάλι πίσω στην καρδιά της Ασίας όπου βρισκόμαστε τώρα. Τέσσερα χρόνια πυκνά σε αναπάντεχα γεγονότα, σε πιεστικά προβλήματα, σε  αντίξοες αλλά και ενθουσιαστικές εμπειρίες που, υπό ομαλές συνθήκες, θα απαιτούσαν πολύ περισσότερο χρόνο για να σωρευθούν. Έτσι είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω αυτές τις πρώτες θετικές εντυπώσεις και μπορώ να πω ότι η εμπιστοσύνη που εμπνέει η ήρεμη φυσιογνωμία του Ολύνθιου δεν είναι απατηλή.

 -αυ-ός-32749886

Ωστόσο, για κάποιον που δεν τον γνωρίζει από κοντά, ο Καλλισθένης πρέπει να μοιάζει αντιφατικός άνθρωπος.

Από τη μια μεριά, ως ιστορικός έχει τον έλεγχο της ¨προς τα έξω¨ αλήθειας. Της κατασκευασμένης, ως ένα σημείο, αλήθειας που χρειάζεται ένας πόλεμος.

Ο Καλλισθένης ξέρει τα μυστικά της ρητορικής τέχνης και έχει την ικανότητα να τα εφαρμόζει.  Το  γεγονός ότι κατά την καταγραφή των γεγονότων φροντίζει ώστε να αποφεύγονται οι έντονες  υπερβολές -εκείνες που συνήθως υποδεικνύουν  οι πιο κόλακες απ’ τους γραφείς- κάνει τις παρεμβάσεις του περισσότερο αποτελεσματικές.

Ο Ολύνθιος όμως, δεν πιστεύει ότι τα σοφίσματα μπορούν να αντικαταστήσουν με άνεση την αλήθεια, είτε επειδή αυτή απλώς δεν υπάρχει, είτε επειδή κι αν ακόμη υπάρχει, επηρεάζει την εξέλιξη των πραγμάτων πολύ λιγότερο από ένα καλό σόφισμα. Δεν πιστεύει δηλαδή σ’ αυτά που ισχυρίζονται με εμμονή οι διάφοροι σοφίζοντες σχετικιστές. Λέω γι αυτούς που, αν και είναι κατανοητό πως μπόρεσαν να ακμάσουν  στην Ελλάδα των χρόνων της παρακμής, είναι δυσερμήνευτο το πως ήδη κατάφεραν να διεισδύσουν σε επίκαιρα πόστα της Εκστρατείας.

Από την άλλη πλευρά, ο Καλλισθένης δεν καταδικάζει συνολικά την χρήση των ¨απατηλών¨ συγκινησιακών εξωραϊσμών, όπως κάνουν, ας πούμε, ορισμένοι οπαδοί του Πλάτωνα του Αθηναίου.  Απ’ όσο ξέρω, τόσο ο ίδιος, όσο και ο δάσκαλός του ο Αριστοτέλης, θεωρούν ότι ο εμπλουτισμός του λόγου και της λογικής με στοιχεία που αφορούν στην εμπλοκή των συναισθημάτων είναι επιτρεπτός, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτά τα ¨εντυπωσιακά¨ ή ¨μη ορθολογικά¨ ή ¨καλλιτεχνικά¨ στοιχεία πρέπει τελικά να εξυπηρετούν τη διάδοση και τη κατανόηση της Αλήθειας. Και εδώ μιλάμε για μια Αλήθεια η οποία  όχι μόνον είναι υπαρκτή, αλλά και, εν κατακλείδι, οι άνθρωποι μπορούν να την προσεγγίσουν χάρη στις νοητικές τους ικανότητες.

Για να στηρίξει, λέω εγώ,  κανείς μια τέτοια άποψη είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διαθέτει ολοκληρωμένες ιδέες, συγκεκριμένες αρχές, σαφή ιδανικά, αν όχι την καθοδήγηση εκείνων των ¨θεών του ορθού λόγου¨ στους οποίους ο Καλλισθένης κάνει συχνά νύξη. Μόνον έτσι θα μπορούσε να έχει κάποιος ένα μέτρο και έναν οδηγό όταν επιχειρεί να επηρεάσει τους άλλους μέσω της πειθούς και των τεχνασμάτων της. Εγώ είμαι σίγουρος πλέον ότι ο Ολύνθιος είναι επαρκώς εξοπλισμένος με όλα αυτά.

Υπάρχει όμως ακόμη ένας Καλλισθένης, ο οποίος ενδιαφέρεται έντονα για την ανεύρεση των χειροπιαστών γνώσεων, εκείνων που οδηγούν σε μια αλήθεια στα μέτρα του Ανθρώπου. Μια αλήθεια που επιβεβαιώνεται μέσα από συγκεκριμένες χρηστικές εφαρμογές. Μια αλήθεια εργαλείο επίγειας ευτυχίας. Θα έλεγα ότι αυτή η ¨αλήθεια των ανθρώπινων ανακαλύψεων και επινοήσεων¨ αποτελεί τον άξονα της σκέψης του και την εστία της, κατά βάθος αισιόδοξης, άποψής του για τη ζωή.

 Thessalikos Ippeas 750 πχ (1)

Παράλληλα συνειδητοποιώ πόσο δύσκολο είναι το έργο που έχει αναλάβει. Και δεν μιλώ μόνο για τα επίσημα καθήκοντά του, που είναι σύνθετα και γεμάτα ευθύνες, αλλά και εκείνα που του επιβάλει ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος αντιμετωπίζει την εκστρατεία.

Διότι, όπως είπα ήδη ο Καλλισθένης έχει μια ολοκληρωμένη άποψη γι αυτά που συμβαίνουν. Οπτική που δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που σκέπτομαι εγώ και αρκετοί άλλοι, όσοι, τέλος πάντων, δεν αρκούνται στο να αιτιολογούν αυτή την εκστρατεία μόνο με τα κριτήρια της λαφυραγωγίας και της εκδίκησης.

Γύρω του έχει δημιουργηθεί μια άτυπη ομάδα που θέλει να προστατέψει τον Αλέξανδρο από επιρροές ζημιογόνες για τον ίδιο, αλλά και φθοροποιές για τους απώτερους ¨ ιστορικούς¨ ή ¨ιδεώδεις¨, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, στόχους της Εκστρατείας.

Με αυτόν, λίγο πολύ, τον τρόπο σκέφτονται οι περισσότεροι στο επικοινωνιακό επιτελείο όπως επίσης και ο Ευμένης ο Καρδιανός, ο οποίος έχει επιτελικές και επικοινωνιακές αρμοδιότητες.

Σκέφτομαι ότι δεν θα ήταν εντελώς παράδοξο εάν ανάμεσα στον Ευμένη και τον Καλλισθένη υπήρχε ένταση ή και αντιζηλία ακόμη, μια που τα καθήκοντά τους αλληλεπικαλύπτονται και το κύρος τους είναι σχεδόν ισοδύναμο. Ο λίγο νεώτερος Ευμένης -που και αυτός κατάγεται από ιωνική αποικία στο βορρά, την Καρδία της θρακικής Χερσονήσου- υπήρξε γραμματέας του βασιλέα Φιλίππου και, αν και μη Μακεδόνας, είναι τώρα ενταγμένος μεταξύ των εταίρων ως ισοδύναμο μέλος.

 Όμως, οι δύο άνδρες είχαν την εντιμότητα να αναγνωρίσουν ο ένας τις ικανότητες του άλλου και να αναπτύξουν μεταξύ τους μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης. Και όχι μόνον αυτό. Φαίνεται ότι συμπίπτουν και στις γενικότερες εκτιμήσεις για την σημερινή συγκυρία και τις μελλοντικές προοπτικές.

Έπειτα έχουμε τον Έφιππο, ολύνθιος κι αυτός, που αν και φωνακλάς, είναι αφοσιωμένος στον Καλλισθένη και στις ιδέες που αυτός πρεσβεύει. Από τότε που επέστρεψε από την Αίγυπτο όπου μετά την κατάληψη ο Αλέξανδρος τον είχε ορίσει για ένα διάστημα ¨επόπτη της διοίκησης¨, έχει ενταχθεί στην ομάδα μας.

Τις γενικές γραμμές των απόψεών μας συμμερίζονται επίσης ορισμένοι από τους μηχανικούς, κάποιοι  καλλιτέχνες και κάποιοι από τους ειδήμονες σε ποικίλους τομείς, όπως για παράδειγμα ο Φίλιππος, ο γιατρός από την Ακαρνανία, που έσωσε τον Αλέξανδρο στην Ταρσό πριν τρία χρόνια. Τότε που όλοι θεωρούσαν τον βασιλιά ετοιμοθάνατο, ενώ οι περισσότεροι, παρά τις αρνητικές εισηγήσεις της ομάδας μας, θεωρούσαν τον γιατρό προδότη εξαγορασμένο από τους Πέρσες.

 Όμως δεν είμαι σίγουρος ότι ο  στενός κύκλος των μακεδόνων ηγητόρων συμμερίζεται στο σύνολό του τις απόψεις του Καλλισθένη για την υψηλή αποστολή και τα πανανθρώπινα ζητούμενα αυτής εδώ της εκστρατείας.

Μερικοί ίσως ναι. Μερικοί τον συμπαθούν γιατί τον βλέπουν κατά κάποιο τρόπο ως αυθεντικό ερμηνευτή, αν όχι συνεχιστή του Αριστοτέλη, του αγαπητού κοινού δάσκαλου από τον καιρό των μαθημάτων στο Νυμφαίο της Μίεζας και στην Πέλλα.images (13)

Ο Αριστοτέλης δεν ήταν δάσκαλος μόνον του Αλέξανδρου. Τα περισσότερα μαθήματά του τα είχαν παρακολουθήσει ταυτόχρονα σχεδόν όλοι οι συνομήλικοι γιοι των ευγενών  της αυλής του Φιλίππου και στενοί φίλοι του τότε διαδόχου. Επομένως η επιρροή που ασκεί, ενισχυμένη από τα νεότερα συγγράμματά του που εξακολουθούν να φτάνουν -με προτεραιότητα- ως εδώ, εξακολουθεί να είναι υπαρκτή και διάχυτη στον πυρήνα των εταίρων.

Ο Καλλισθένης εκπροσωπεί εκ των πραγμάτων τον μεγάλο δάσκαλο, όχι μόνο γιατί θεωρείται συγγενής του -είναι ανιψιός του θετού πατέρα του Αριστοτέλη- αλλά και γιατί είναι σε θέση να επεξηγήσει τις σημερινές απόψεις του Σταγειρήτη.

Άλλοι όμως εταίροι διαφωνούν ή αδιαφορούν ή επηρεάζονται από κακόβουλους τρίτους.

Γι αυτό υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος τα λόγια ή οι πράξεις του Καλλισθένη να παρεξηγηθούν. Όχι γιατί δεν είναι επαρκώς σαφής και πειστικός, αλλά γιατί στους βασιλικούς κύκλους έχουν διεισδύσει άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές απόψεις από τις δικές του. Άνθρωποι των οποίων η επιρροή στον νεαρό βασιλέα αυξάνεται διαρκώς.

Αυτοί είναι οι ¨άλλοι¨, οι οποίοι έχοντας ακολουθήσει την ¨κάτω διαδρομή¨ της προέλασης έχουν φτάσει τώρα αμαχητί  στην Περσέπολη. Εκεί, όλοι αυτοί, λόγω της απουσίας του Καλλισθένη, έχουν αναθαρρέψει και τα τελευταία δεκαήμερα ¨αλωνίζουν¨.

Πρόκειται κυρίως για τον Ανάξαρχο από τα Άβδηρα, τον επιλεγόμενο και ¨Ευδαιμονικό¨ -εγώ θα τον έλεγα απλώς καλοπερασάκια, μια που δε χάνει ευκαιρία να παραστεί, καλεσμένος ή αυτόκλητος, σε γιορτές και συμπόσια.

Ο Ανάξαρχος θεωρεί τον εαυτό του μεγάλο φιλόσοφο, εγώ όμως νομίζω ότι το επίθετο μέγας θα ταίριαζε μόνο στην άλλη του ιδιότητα, στην οποία όντως  διαπρέπει, εκείνη του κόλακα. Ελάχιστα διαλεκτικός και κατά συνέπεια ελάχιστα διαλλακτικός ¨κολλάει¨ σε κάποιες ιδέες οι οποίες, εκθειάζουν οτιδήποτε το αυτοκρατορικό, το μεγαλειώδες, το εκτός ελληνικού μέτρου.

Ισχυρίζεται ότι είναι οπαδός του συμπατριώτη του, του Δημόκριτου, αλλά νομίζω ότι έχει παρεξηγήσει την έννοια που εκείνος απέδιδε στην ¨ευθυμία¨. Η ¨ευθυμία¨ του Δημόκριτου περιλαμβάνει την ψυχική γαλήνη, την σταθερότητα και την επάρκεια, όχι τις υπερβολές και την άγρα κλέους και χρημάτων.

Ο ¨Ευδαιμονικός¨ έχει καταφέρει να διεισδύσει στον στενό κύκλο του Βασιλιά αφού πρώτα εξασφάλισε την εύνοια του εταίρου Άρπαλου του Μαχάτα.

Ο Άρπαλος είναι περίπτωση: έχει περίπου τις ίδιες ¨ευδαιμονικές¨ απόψεις με τον Αβδηρίτη, έχει ήδη αποδειχθεί αναξιόπιστος δημιουργώντας ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο και όμως, παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξανδρος τον συγχώρεσε και, απ’ ότι φαίνεται του επιτρέπει ακόμη να έχει λόγο στα οικονομικά της εκστρατείας.

Λέω ¨αναξιόπιστος¨, αλλά νομίζω ότι λέω λίγα. Ο άνθρωπος αυτός πριν τρία χρόνια, λίγο πριν τη μάχη της Ισσού και ενώ ήταν προϊστάμενος των εποπτών επί των χρημάτων, δηλαδή γενικός υπεύθυνος για τα οικονομικά θέματα, υπεξαίρεσε ένα μεγάλο ποσό και διέφυγε κατ’ αρχήν στα Μέγαρα (αλλά το κλίμα της πατρίδας μου δεν τον σήκωσε) και μετά στην Αθήνα. Τώρα, μετά την ¨άφεση¨ που κατάφερε να πάρει από τον Βασιλέα, βρίσκεται στη νεοκατακτημένη Βαβυλώνα και οι πληροφορίες λένε ότι προσπαθεί να ανακτήσει τα προνόμια που είχε πριν τη φυγή του.

Τον Αλέξανδρο νομίζω ότι μπορώ να τον καταλάβω, ο Άρπαλος είναι παιδικός του φίλος. Όταν συγκρούστηκε με τον Φίλιππο, ο γιος του Μαχάτα, αν και χωλός από μικρός, τον ακολούθησε στην εξορία μαζί με λίγους αφοσιωμένους.  Οι δεσμοί ανάμεσα στα μέλη αυτής της ομάδας εξακολουθούν να είναι πανίσχυροι. Εκείνος που ειλικρινά δεν καταλαβαίνω είναι ο ίδιος ο Άρπαλος, όσο κι αν η σχέση του με τον Ανάξαρχο μπορεί να είναι ενδεικτική για τον τρόπο που σκέφτεται.

Παρατρεχάμενοι του Ανάξαρχου είναι κι ο Κλέωνας ο Σικελός, καθώς κι ο Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια, ένας ακόμη  αμετροεπής και μυθολάγνος, ο οποίος ακολουθώντας το συρμό, τελευταία δηλώνει ¨κυνικός¨.

Και, παραπίσω, μια ορδή από διάφορους φιλόδοξους, δοκησίσοφους, άνευ αρχών και άνευ έρματος, που προσπαθούν να αναρριχηθούν σε επίκαιρες θέσεις του νέου πολιτικού μορφώματος που προκύπτει από τις κατακτήσεις. Αυτό το νέο μόρφωμα, υποστηρίζουν, δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος παγκοσμιοποιημένης αυτοκρατορίας, βασισμένης στα δοκιμασμένα ασιατικά πρότυπα με επικεφαλής έναν θεοποιημένο δυνάστη. 

 

Ενημέρωσα τον Καλλισθένη για την τελευταία υποβολιμαία φήμη σε βάρος της ομάδας μας, αλλά και εκείνου προσωπικά, που οι ¨άλλοι¨ κυκλοφορούν ψιθυριστά ανάμεσα στους βασιλικούς κύκλους.

Λένε ότι ο Καλλισθένης έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο κομπασμού, ώστε να ισχυρίζεται ότι όχι μόνο η θεοποίηση, αλλά και η υστεροφημία του Αλεξάνδρου εξαρτάται λιγότερο από τον ίδιο τον βασιλέα και τα επιτεύγματά του και περισσότερο από αυτά που οι ιστορικοί, δηλαδή ο ίδιος και η ομάδα του, καταγράφουν. Άρα ο Καλλισθένης ισχυρίζεται ότι είναι κραταιότερος του βασιλέα, άρα ο Καλλισθένης είναι ύποπτος για ανυπακοή και προσβολή του βασιλικού θεσμού.

Ο Καλλισθένης γέλασε πηγαία.

«Δηλαδή για τον ¨Ευδαιμονικό¨ έχουμε γίνει ταυτόχρονα πανίσχυροι και ανόητοι. Τόσο ισχυροί που να απειλούμε τον βασιλιά και τόσο ανόητοι που να κομπορρημονούμε για την ισχύ μας αυτή! »

«Έτσι λέει».

«Ας τον να λέει. Θα το αντιμετωπίσουμε». Μετά, χωρίς να αλλάξει την χαμογελαστή του διάθεση, άλλαξε θέμα αιφνιδιάζοντάς με:

 «Τώρα πες μου τι γίνεται με τη Θαΐδα»

Ξερόβηξα χια να κερδίσω μια δυο στιγμές και του απάντησα:

«Η Θαΐδα, φυσικά, ακολούθησε την κάτω διαδρομή προς την Περσέπολη και μάλιστα συνοδευμένη από τη δική της ακολουθία και φρουρά, πολύ πίσω από το κυρίως σώμα. Εγώ όπως σου είπα ήμουν με τον Αλέξανδρο στον ορεινό δρόμο. Όταν συγκεντρωθήκαμε πάλι όλοι στην Περσέπολη, εγώ χρειάστηκε να ασχοληθώ με  την προετοιμασία της μεταφοράς του θησαυρού στα Σούσα -δε φανταζόμουν ότι θα χρειαζόμασταν τόσο πολλούς ημίονους και καμήλες- και έτσι δεν βρήκα τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθώ προσωπικά με την επιτήρησή της».

 Δεν είπα στον Καλλισθένη ότι την Θαΐδα την είχα συνεχώς βιδωμένη στο μυαλό μου. Ομολογώ: ένα είδος εμμονής.

Μετά τον καθησύχασα: «Από τις σχετικές αναφορές δε προκύπτει κάτι το ανησυχητικά ιδιαίτερο. Εξακολουθεί να είναι παρούσα στα συμπόσια του στενού κύκλου, εξακολουθεί να είναι κολλητή με τον Πτολεμαίο του Λάγου, εξακολουθεί να είναι σαγηνευτική με τον τρόπο που μόνο μια εταίρα με τα δικά της προσόντα μπορεί».

Ο Καλλισθένης με κοίταξε μ’ ένα τρόπο διαπεραστικό και εγώ έσπευσα να συμπληρώσω: «Ωστόσο ούτε και τώρα διαπιστώσαμε κάποια ιδιαίτερη επαφή είτε με τους Πέρσες είτε με τους Αθηναίους».

 

Ο κρότος των οπλών του αλόγου πάνω στον πλακοστρωμένο δρόμο έδινε ρυθμό στις σκέψεις μου, κι αφοσιωμένος σ’ αυτές ούτε που κατάλαβα ότι έφτασα στο οίκημα  που φιλοξενεί εμένα και τον πολυπράγμονα υπηρέτη μου.

Ξεπέζεψα, κι οδήγησα το άλογο στο στάβλο. Για μια στιγμή είπα να ξυπνήσω τον Οινοκράτη, αλλά άλλαξα γνώμη όταν, περνώντας έξω από τα δωμάτια του προσωπικού, τον άκουσα να ροχαλίζει με πρωτοφανή τρόπο. Σκέφτηκα ότι θα είναι πολύ κουρασμένος και τον άφησα να κοιμηθεί απερίσπαστος.

images (39)

(συνεχίζεται Στο επόμενο: Κεφάλαιο 8. Το όνειρο του Οινοκράτη)

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »