Ηλίας Κουτσούκος
Μια κούτα ΚΕΝΤ κι ένα πενηντάρικο…
Απρίλης 1972.
Όχι μόνο δεν έχω μία αλλά αναγκάζομαι να καπνίζω γόπες-που το σιχαινόμουνα πολύ-.Είναι Κυριακή, έχει ‘εξοδο’ είμαι εξοδούχος αλλά δεν έχω που να πάω χωρίς χρήματα κι έχω μια τεράστια ανάγκη να γαμήσω αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να δανειστώ από κανέναν και σκέφτομαι πως αν βγω θα τριγυρνάω σα μαλάκας στη πόλη με τα φανταρίστικα και αν καθίσω σε παγκάκι θα πρέπει να είναι για λίγο και μετά θα πρέπει να πάρω το απογευματινό σκατολεωφορείο για το Σέδες και μακάρι να μη πέσω και σε κάποια ‘μικτή’ περιπολία της ΕΣΑ γιατί ότι και να τους πω θα με ‘γράψουν’ κυνηγούν τους φαντάρους με το παραμικρό, οπότε είναι καλύτερα να μείνω στο στρατόπεδο και να φάω την κρύα βρωμόσουπα-γιατί τις Κυριακές βγαίνουν έξω κι οι μάγειροι και οι ‘βοηθοί’ τους που μένουν στο πόστο τους, το μόνο που ξέρουν κάνουν είναι σκατόσουπες με απομεινάρια κρέας από Αργεντίνικες κονσέρβες.
Αυτά σκεφτόμουν όταν με φώναξε ο ‘Ολλανδός’ απ το βάθος του διαδρόμου και με ρώτησε γιατί δεν βγαίνω. Τον ‘Ολλανδό’ τον φωνάζαμε Ολλανδό γιατί ήταν ανυπότακτος-δούλευε βατσιμάνης σε καράβια εμπορικά- κι δεν είχε έρθει εγκαίρως στη χώρα να υπηρετήσει τη θητεία του απ το Άμστερνταμ κι ήρθε με καθυστέρηση πέντε χρόνων και γι αυτό του είχαν ρίξει παραπάνω ένα χρόνο θητεία, αλλά ο Ολανδός στ αρχίδια του γιατί είχε λεφτά και δεν τον ένοιαζε.
Του είπα πως δεν θα βγω έξω γιατί δεν έχω λεφτά και μου απάντησε πώς να μην είμαι μαλάκας κι έβγαλε δύο πενηντάρικα απ τη τσέπη του και μου είπε να τα πάρω και να πάω κατευθείαν στη Μαιρούλα, ένα πουτανί καινούργιο, απέναντι απ τον Ερυθρό Σταυρό στο λιμάνι, 27 χρόνων μαναράκι που μόλις βγήκε στη πιάτσα και κυρίως, μου τόνισε ο Ολλανδός ‘είναι ρε συ ίδια η Κατρίν Ντενέβ και φοράει τα ίδια γυαλιά ξανθιά, σχετικά αδύνατη, μ ένα βυζί που κρεμάς επάνω του παλτό, και να της πεις πως σε έστειλε ο Ολλανδός ρε μαλάκα για να φιλήσει γαλλικά στο στόμα’ -πράγμα που δεν έκαναν ποτέ οι άλλες πουτάνες γιατί τα χείλη τους τα κρατούσαν για τους νταβατζήδες τους.
Πήρα τα δυο πενηντάρικα με τεράστια ευγνωμοσύνη -αλλωστε ο Ολλανδός που τον έλεγαν Θανάση, με χρησιμοποιούσε γιατί του έγραφα ωραία ερωτικά γράμματα σε μια ακοντίστρια μικρούλα απ την Αθήνα- κι έφυγα τρέχοντας για τη πύλη του στρατοπέδου με την 2ωρη άδεια στη τσέπη.
Όταν έφτασα στον Ερυθρό, βρήκα αμέσως το πουτανάδικο της Μαιρούλας και μου είπε η τσατσά -ευτυχώς δεν είχε άλλους πελάτες, τέσσερις το μεσημέρι-‘περίμενε αγόρι μου, έρχεται η κοπέλα, δώσε μου το πενηντάρικο και πέρνα σ’ αυτό το δωμάτιο’..
Εγώ πέρασα, έβγαλα τις βρωμοαρβύλες μου που τις είχα βάψει τσίλικες-αλλά τις σιχαινόμουν πολύ-τις κάλτσες μου τις μάλλινες που μου έφερναν εμετό κι έμεινα τελικά ολόγυμνος πάνω σ ένα κρεβάτι με κόκκινο σεντόνι, κι ακούω κάτι βήματα με λεπτό χτύπημα τακουνιού και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα γύρω στο 1,70 με όμορφο πρόσωπο, γυαλιά πεταλούδα κόκκινα, κόκκινο κυλοτάκι και σουτιέν, όπως μου την είχε περιγράψει ακριβώς ο φίλος μου ο Ολλανδός, χαμογελαστή, μου λέει ‘τι γίνεται αγοράκι μου’, της λέω ‘μ έστειλε ο Ολλανδός’.. α, μου λέει ‘υπηρετείς με το ξαδερφάκι μου’ και γελάει όμορφα, βγάζει το κυλοτάκι της, το σουτιέν της και παθαίνω πλάκα απ την ομορφιά, ένα δέρμα απαλό, βέλβετ Μπράσελ και μόλις μου βάζει με απαλές κινήσεις το προφυλακτικό και μόλις μπαίνω μέσα της απαλά και μυρίζω αυτό το πανέμορφο πατσουλί του κορμιού της και μόλις με φιλάει με γλώσσα, έχω ήδη τελιώσει, πώς να κρατηθώ σ αυτή την ομορφιά και βρίζω δυνατά τον εαυτό μου ‘τι μαλάκας, τέλειωσα αμέσως γιατί, γιατί, γιατί είσαι πολύ όμορφη’ κι αυτή λέει ‘δεν πειράζει αγοράκι μου, κάτσε δίπλα μου να κάνουμε παρέα ένα τσιγαράκι’ και ’γω νιώθω ξαφνικά πως είμαι πολύ τυχερός σε σχέση με τους μπόγους που γαμούσα πιο πριν όταν μου τύχαινε κανά τριαντάρι, αλλά εδώ αυτό το μαναράκι που είναι όλη η ομορφιά του κόσμου, αυτή τη συγκεκριμένη ώρα, που με λυπήθηκε -φαντάζομαι- έτσι γρήγορα που τέλειωσα, και που με κερνάει τσιγάρο στο κρεβάτι, λες κι έχουμε σχέση, ε ναι, είναι σπουδαία τύχη και να πάνε να γαμηθούνε όλα, ο στρατός, η χούντα, ο πατέρας μου που δεν μου στέλνει φράγκο, οι κωλοασκήσεις τους κι οι ιδρώτες και η βρωμιά της διμοιρίας κι η γαμημένη Χαρούλα η φοιτήτρια που πριν ένα μήνα μου είχε γράψει ‘χωρίζουμε ποιητή μου κι ο καθένας θα ταξιδέψει στο δικό του δρόμο’ -τι λες γαμώ τον Αντίχριστό σου.. όλα αυτά δεν υπάρχουν πλέον, υπάρχει μόνο η Μαιρούλα που μου χαϊδεύει απαλά το χέρι και νιώθω μια χαλαρή τρυφερότητα, ένα άγγισμα αγγέλου που δεν το πιστεύω ότι μου έτυχε και τραβάω μια βαθιά ρουφηξιά και τότε ακούω απ το σαλόνι βαδίσματα από κωλοαρβύλες και κάτι γελάκια αντρών και αμέσως καταλαβαίνω πως μπήκε στο μπορντέλο η κωλοΕΣΑ και με πιάνει πανικός, μισοσηκώνομαι στο κρεβάτι, λέει η Μαιρούλα ‘καλέ,τι έπαθες ξαφνικά’,της εξηγώ πως έξω θα είναι μάλλον η ΕΣΑ και όλο και κάτι θα μου βρει γιατί αυτοί κάνουν ότι θέλουν και γαμούν τους φαντάρους, τους παίρνουν τα στοιχεία και τα στέλνουν στη μονάδα σου κι έχεις σίγουρα μια δεκάρα φυλακή, τα λέω όλα βιαστικά και τρομοκρατημένος και η Μαιρούλα γεμάτη αυτοπεποίθηση σηκώνεται απ το κρεβάτι, φοράει το σουτιέν και το κυλοτάκι της, φοράει μια μεταξωτή ρόμπα και μου λέει ‘θα σου στείλω ένα καφέ με τη τσατσά, κάτσε στο κρεβάτι, θα του διώξω, ξέρω εγώ,’ μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο και βγαίνει έξω. Την ακούω που μιλάει, έχω κολλήσει τα αυτί μου στη πόρτα και μετά από ένα-δυο λεπτά που μου φαίνονται αιώνες, τα γομάρια της ΕΣΑ ξεκουμπίζονται.
Κάθομαι στο κρεβάτι, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει η τσατσά που έχει σ ένα δίσκο καφέ και γλυκό κεράσι με δροσερό νερό, τα αφήνει στο κομοδίνο χαμογελώντας ‘τους ξαπόστειλε η Μαίρη’ μου λέει και φεύγει.
Αρχίζω να ντύνομαι και μπαίνει η Μαιρούλα, λέει, όλα εντάξει αγόρι μου, έφυγαν και μου αφήνει στο κομοδίνο μια κούτα αμερικάνικα ΚΕΝΤ και πάνω της ένα πενηντάρικο…
Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, λέω ‘σε παρακαλώ Μαίρη’…κι αυτή μου λέει ‘εγώ σε παρακαλώ, δεν φτάνει που φοβήθηκες σιγά μη σου πάρω και λεφτά, άλλωστε δεν πρόλαβες να το φχαριστηθείς, θα σε περιμένω κι άλλη φορά έτσι…’
Παίρνω το χέρι της και το φιλώ, βάζω το πενηντάρικο στη τσέπη, παίρνω τη κούτα με τα ΚΕΝΤ σαν να κρατώ τα άγια των αγίων και φεύγω.
Έχουν περάσει 45 χρόνια κι αυτό το αξέχαστο δώρο Δεν το ξεχρέωσα ποτέ κι ακόμα το έχω βάρος βαρύ πολύ μες στη συνείδηση μου, μερικές φορές την είδα στον ύπνο μου,-σα να μου φάνηκε λυπημένη- και την άλλη μέρα που ξυπνώ είμαι στενοχωρημένος.