(Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος)
Καβάλησε τη μηχανή του
με πριγκιπική σιγουριά ο Ηλίας
κι έφυγε αφηνιασμένος προς το μέλλον.
Ο δρόμος είχε στροφές
και χρειαζόταν όχι μόνο ικανότητα
αλλά και φρόνηση περισσή.
Με του ποιητή την κόμη ν’ ανεμίζει
οδηγούσε παθιασμένος
κι άκουγε την αυξομειούμενη
μουσική της μηχανής
ψιθυρίζοντας ρώσικες μελωδίες.
Ξαφνικά είδε τριγύρω του
άλογα να ξεχύνονται στον δρόμο
και να τρέχουν αδέσποτα
ενώ η ταχύτητά του μηδενίστηκε.
Αμέσως εννόησε πως τ’ άλογα εκείνα
ήταν τα δικά του άλογα
αυτά που ίππευε και τον πήγαιναν
στους δρόμους του μέλλοντος
κι είχαν αυτονομηθεί
από την διστακτική μηχανή του.
Χαμογέλασε ψύχραιμα ο Ηλίας
και σαν αληθινός ποιητής που είναι
καβάλησε ένα κατάλευκο άλογο που βρέθηκε μπροστά του
και καλπάζοντας συνέχισε απτόητος
την πορεία του προς το μέλλον.