Μέρος Δ΄
Κεφάλαιο ενδέκατο: Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος
Ό ήλιος έχει πια σκαρφαλώσει ψηλά στον ουρανό εξαφανίζοντας ό, τι έχει απομείνει από την τέως χρυσαφιά σελήνη και, μαζί μ’ ένα αεράκι που κατεβαίνει από τα βουνά του βορρά, χαρίζει στην Περσέπολη μια διαυγή, δροσερή, κίτρινη λιακάδα.
Ο Εύελπις κατευθύνεται έφιππος προς τα κεντρικά κτίρια των ανακτόρων. Είναι φανερό ότι η είδηση για την επικείμενη αναχώρηση της στρατιάς έχει κυκλοφορήσει, όπως είναι φανερό ότι η ατμόσφαιρα στην πόλη έχει αλλάξει αισθητά. Μια ορατή ένταση διαπερνά το πλήθος των συνακολουθούντων που γεμίζει τώρα τους δρόμους αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τα τεκταινόμενα. Θα γίνει άραγε εγκατάσταση εποίκων στην Περσέπολη; Ποιος από τους εταίρους θα παραμείνει ως επικεφαλής της φρουράς στην κατακτημένη πόλη; Μήπως η πόλη θα καταστραφεί εντελώς, όπως ισχυρίζονται ορισμένες φήμες που κυκλοφορούν επίμονα τις τελευταίες μέρες; …Και οι γιορτές; Οι γιορτές και οι τελετές αναχώρησης; Πότε θα γίνουν; Οι εξέδρες μοιάζουν να είναι έτοιμες… Θα υπάρξει άραγε ο απαιτούμενος χρόνος ώστε να στηθούν όλες οι απαραίτητες κερδοφόρες ¨δουλειές¨ που συνοδεύουν κάθε μεγάλη εκδήλωση ή η ευκαιρία θα πάει χαμένη;
Ο Εύελπις παρατηρεί ότι μαζί με τον ίδιο, ανηφορίζουν προς τις κεντρικές αίθουσες των ανακτόρων ομάδες πρέσβεων από τις συμμάχους ελληνικές πόλεις. Φορούν ενδυμασίες ¨παράστασης¨∙ προφανώς έχουν κληθεί για να ενημερωθούν επισήμως, προκειμένου να συντάξουν τις αναφορές τους προς τα διάφορα άστεα. Σε λίγο, σκέφτεται, θα αναχωρήσουν βιαστικοί ιππείς μεταφέροντας στο πανελλήνιο την είδηση ότι η εκστρατεία συνεχίζεται, πιθανώς μαζί με εικασίες και προβλέψεις για τις παρά πέρα προθέσεις της μακεδονικής ηγεσίας.
Ο Ευμένης, που βρίσκεται στο γραφείο του πολιορκημένος από περγαμηνές και παπύρους γεμάτους κείμενα και σχέδια-γράμματα, υποδέχεται τον Εύελπι με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Όλα εντάξει;», τον ρωτάει, «ξεκουράστηκες κάπως από το ταξίδι;»
Ο Εύελπις ανταποδίδει το χαμόγελο και τον διαβεβαιώνει ότι αισθάνεται κάτι παραπάνω από εν τάξει: είναι έτοιμος να αναλάβει ξανά πλήρη καθήκοντα.
Ο Ευμένης τον κοιτάζει για μια στιγμή σκεφτικός.
«Μη βιάζεσαι. Ο Καλλισθένης εισηγείται κάτι το διαφορετικό για σένα», λέει και τραβάει κοντά του έναν από τους παπύρους που πλημμυρίζουν το γραφείο. «Υποθέτω πως είσαι ενήμερος…»
Ο Εύελπις κάνει να απαντήσει, αλλά ο Ευμένης βιαστικός, ίσως λόγω της σύσκεψης που επίκειται, ρίχνει μια ματιά στον πάπυρο με την επιστολή του Καλλισθένη, που τώρα κρατάει ανοιχτή μπροστά του και συνεχίζει.
«Διάβασα με προσοχή την επιστολή του Ολύνθιου. Σήμερα μάλιστα το πρωί συναντήθηκα με τον βασιλέα στον οποίο παρέδωσα τον γραπτό χαιρετισμό του Καλλισθένη και συζήτησα μαζί του σχετικά με ορισμένα από τα θέματα που θίγει στην επιστολή του προς εμένα. Έχω λοιπόν να σου πω, με λίγα λόγια, ότι ο βασιλέας εγκρίνει!»
Ο Εύελπις αρχίζει να καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται, αλλά προλαβαίνει να αρθρώσει μόνο μια λέξη: «Εγκρίνει; …» με ερωτηματικό και αποσιωπητικά.
«…Την πρόταση του Καλλισθένη να συνοδεύσεις εσύ τα αγάλματα που θα επιστρέψουμε στους Αθηναίους. Στην Αθήνα θα παραμείνεις όσο θα χρειαστεί ώστε να συντάξεις μια πλήρη αναφορά για την πολιτική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και για τις πληροφορίες που φτάνουν εκεί από τις άλλες ελληνικές πόλεις. Η πρόσφατη νίκη του Αντίπατρου[1] κατά των Σπαρτιατών φέρνει ξανά την Αθήνα στο προσκήνιο, αλλά και δίνει στον αντιβασιλέα εξαιρετική δύναμη. Πριν φύγεις θα σε ενημερώσω λεπτομερέστερα για το πώς διαγράφεται η κατάσταση σήμερα και πού θα πρέπει να εστιάσεις την προσοχή σου.
Αλλά υποθέτω ότι θα σου δώσει τις κατάλληλες οδηγίες και ο Καλλισθένης, αφού τα αγάλματα των τυραννοκτόνων, -πολύτιμα σύμβολα για τους Αθηναίους και το πρωτότυπο όσο και χαώδες πολίτευμά τους- βρίσκονται στα Σούσα και η παράδοσή τους θα γίνει εκεί. Θα τα δώσουμε σε μια αντιπροσωπεία πρέσβεων, αλλά ο επίσημος συνοδός μέχρι την άφιξή στην Αθήνα και την παράδοσή τους στις εκεί αρχές θα είσαι εσύ».
«Ήμουν πράγματι ενήμερος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δηλαδή ότι ίσως χρειαστεί να συνοδεύσω τα αγάλματα στην Αθήνα, γιατί ο Καλλισθένης, που είναι υπέρμαχος αυτής της χειρονομίας καλής θέλησης απέναντι στους Αθηναίους, πιστεύει ότι, παράλληλα, πρέπει να έχουμε μια καλύτερη γνώση των όσων τεκταίνονται εκεί. Επομένως γνωρίζω ότι κάποιος από εμάς θα πρέπει να επισκεφτεί την Αθήνα και να επαληθεύσει τις διάφορες, συχνά αντιφατικές πληροφορίες που φτάνουν από την πρωτεύουσα πόλη των Ιώνων. Όμως δεν περίμενα να εγκριθεί τόσο γρήγορα η πρότασή του».
«Βρισκόμαστε σε μια φάση αλλεπάλληλων εξελίξεων και όπως ξέρεις ο βασιλιάς δεν καθυστερεί να πάρει αποφάσεις. Το γεγονός ότι η στρατιά θα βρεθεί και πάλι σε πορεία απαιτεί το να κλείσουμε εγκαίρως ορισμένες εκκρεμότητες.
Εξ άλλου, μετά τη σύλληψη του Δαρείου, που -πίστεψέ με- δεν πρόκειται να αργήσει, ο βασικότερος στόχος της εκστρατείας θα έχει επιτευχθεί και μέχρι τότε θα πρέπει να έχουμε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της επόμενης φάσης. Είναι λοιπόν αναγκαίο η ηγεσία να είναι καλά πληροφορημένη για το τι συμβαίνει σήμερα σε όλους τους τομείς. Να ξέρει τι σκέφτεται το στράτευμα, πώς αντιδρούν και τι σκαρφίζονται οι Πέρσες, αλλά και ποιο είναι το κλίμα στα μετόπισθεν, τόσο στην χώρα των Μακεδόνων, όσο και στις πόλεις του ευρύτερου ελληνικού χώρου.
Αλλά περισσότερα θα σου πω αύριο. Τώρα δεν πρέπει να καθυστερούμε άλλο, η σύσκεψη των εταίρων αρχίζει όπου να ‘ναι. Εσύ, όπως είπαμε, θα παραμείνεις στον προθάλαμο, εγώ θα ανιχνεύσω το κλίμα που θα επικρατήσει και, εάν χρειαστεί, θα σε ειδοποιήσω να μπεις για να δώσεις κάποιες διευκρινίσεις».
Ο Ευμένης διαλέγει ορισμένα από τα έγγραφα που πλημμυρίζουν το γραφείο του και τα τοποθετεί προσεκτικά μέσα με μια μεγάλη δερμάτινη θήκη. Μετά φωνάζει τον υπασπιστή του και του ζητάει να συμμαζέψει και να κλειδώσει τα υπόλοιπα. Με την θήκη με τα έγγραφα υπό μάλης, ξεκινάει για την αίθουσα όπου θα συνεδριάσουν οι Εταίροι. Ο Εύελπις και ο υπασπιστής τον ακολουθούν.
Ο ¨προθάλαμος¨ στον οποίο έχει αναφερθεί ο Ευμένης δεν είναι ο ¨όποιος κι όποιος¨ χώρος αναμονής, αλλά η εντυπωσιακή Απαντάνα της Περσέπολης, πλάι στην οποία -σε έναν μικρότερο εξ ίσου πολυτελή χώρο- διεξάγεται η σύσκεψη. Πρόκειται για μια τεράστια αίθουσα όπου κυκλοφορούν τώρα οι διάφοροι υπασπιστές και συνεργάτες, περιμένοντας μήπως και οι σύμβουλοι που συνεδριάζουν χρειαστούν τη συνεισφορά τους.
Η Απαντάνα δεν θα έπρεπε ίσως να προκαλεί έκπληξη στους Έλληνες. Στην τετράχρονη πορεία τους σε Αίγυπτο και Ασία έχουν ήδη δει και θαυμάσει εκπληκτικές κατασκευές. Έχουν ήδη εκπλαγεί και σχολιάσει τον τιτανικό γιγαντισμό των αιγυπτιακών φαραωνικών τάφων, τις ¨εκκρεμείς¨ κατασκευές της πληθωρικής Βαβυλώνας, καθώς και την ανάλογη (αν και κάπως μικρότερη) αίθουσα υποδοχής που οι Πέρσες αποκαλούν επίσης ¨Απαντάνα¨, στα Σούσα. Ωστόσο δεν μπορούν να αποφύγουν το να σηκώνουν κάθε τόσο τα βλέμματά τους προς τα πάνω, καμιά ογδονταριά πόδες[2] ψηλότερα και να κάνουν επαινετικά ή δεικτικά σχόλια για την πλούσια διακοσμημένη οροφή, καθώς και για τα περίτεχνα ζωόμορφα κιονόκρανα στην κορυφή των εβδομήντα δύο κιόνων που την στηρίζουν.
Στη νότια πλευρά της Απαντάνα ξεκινάει μια σύντομη εξωτερική στοά, η οποία ενώνει το γιγαντιαίο κτίριο υποδοχής με την μικρότερη διπλανή πολυτελή κατασκευή από γκρίζα σκληρή πέτρα, που οι Πέρσες αποκαλούν Ταχάρα[3]. Εκεί συνεδριάζουν σήμερα οι εταίροι του στενού κύκλου. Η είσοδος στη στοά φρουρείται εκατέρωθεν από δύο σωματώδεις μακεδόνες, αλλά η φρούρηση είναι περισσότερο τελετουργική παρά ουσιαστική, μια που κάθε τόσο μπαινοβγαίνουν σ’ αυτήν κάποιοι έμπιστοι συνεργάτες και υπηρέτες. Ένα χαρακτηριστικό περιβραχιόνιο κεντημένο με τον μακεδονικό ακτινωτό ήλιο επιτρέπει την πρόσβασή τους στα ενδότερα. Οι υπόλοιποι γνωρίζουν ότι ο χώρος αποτελεί ¨άβατον¨ εάν δεν υπάρχει ειδική πρόσκληση.
Εκεί καταφτάνει τώρα ο Εύελπις, ύστερα από πολλή ώρα αναμονής, συνοδευόμενος από τον αξιωματικό που τον ειδοποίησε ότι ο Ευμένης τον χρειάζεται.
Οι υψηλοί αξιωματούχοι της εκστρατείας (δύο δεκάδες πάνω κάτω) είναι καθισμένοι γύρω από μια μεγάλη ωοειδή ξύλινη τράπεζα, η κορυφή της οποίας παραμένει κενή.
Ο Εύελπις μπαίνοντας, βρίσκει τον Ευμένη να ομιλεί:
«…συνοψίζοντας σχετικά με αυτό το θέμα, μπορώ να πω ότι οι συνολικές προβλέψεις είναι θετικές και ότι οι επιμελητείες θα είναι σε θέση να ανεφοδιάσουν το στράτευμα, αφού οι επιτάξεις και οι αγορές των απαραίτητων βασικών αγαθών έχουν ολοκληρωθεί. Βέβαια, τα ειδικά αποσπάσματα ανεφοδιασμού θα πρέπει να παραμείνουν σε επιφυλακή και να προηγούνται της πορείας του κυρίως εκστρατευτικού σώματος, προκειμένου να επιτάξουν οτιδήποτε άλλο χρειαστεί.
Η συνεργασιμότητα των πληθυσμών που θα συναντήσουμε καθ’ οδόν, σύμφωνα με τις αναφορές των ανιχνευτών, δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη γιατί αφήσαμε ήδη πίσω τις εξαρτημένες περιοχές και μπαίνουμε σε ορεινά εδάφη που ανέκαθεν ανήκαν σε Πέρσες και Μήδους, δηλαδή στα αρχοντικά σόγια της αυτοκρατορίας. Όμως η φήμη των νικών μας έχει ήδη διαδοθεί -φροντίσαμε κι εμείς γι αυτό- όπως και η φήμη για την πρόθεσή μας να είμαστε ευμενείς ή σκληροί, ανάλογα με το εάν υπάρχει ή όχι διάθεση για συνεργασία από τους ντόπιους. Οι πληροφορίες μας λένε ότι επικρατεί διχόνοια ανάμεσα στους πέρσες ηγέτες της περιοχής και ότι εκείνοι που θα ήθελαν να καταστρέψουν υποχωρώντας κάθε δυνατή πηγή ανεφοδιασμού, δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής να επιβάλουν την άποψή τους».
Οι περισσότεροι από τους παριστάμενους δεν δείχνουν να έχουν αντιρρήσεις στα όσα λέει ο Καρδιανός εταίρος, μερικοί μάλιστα κουνάν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους. Ο Ευμένης βλέπει ότι ο Εύελπις είναι πλέον μέσα στην αίθουσα και του κάνει νεύμα να πλησιάσει.
«…Αλλά η ένταση και η ανασφάλεια δεν επικρατεί μόνο σε τοπικό επίπεδο», συνεχίζει, «από ό, τι φαίνεται, κυριαρχεί πλέον και ανάμεσα στους πρίγκιπες και τους επιτελικούς του περσικού στρατού. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τα όσα συνέβησαν πρόσφατα στα Σούσα όπου βρίσκεται, δυστυχώς τραυματίας αυτή τη στιγμή, ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Εκεί είχαμε μια εν πολλοίς αποτυχημένη προσπάθεια εισβολής στο θησαυροφυλάκιο της πόλης, η έρευνα για την οποία, όμως, μας οδήγησε στην επιβεβαίωση κάποιων διάσπαρτων πληροφοριών που ήδη είχαν φτάσει στ’ αυτιά μας: Ανάμεσα στους Πέρσες ευγενείς εξυφαίνεται συνωμοσία κατά του Δαρείου του Κοδομανού. Την έρευνα διεξήγαγε ο Εύελπις ο Μεγαρέας, ο οποίος μόλις έφτασε από την πρωτεύουσα της Σουσιανής και που, εάν το επιθυμείτε, μπορεί να σας πει περισσότερα για τα όσα συνέβησαν εκεί».
Δεν υπήρξαν αντιρρήσεις και ο Ευμένης έκανε νόημα στον Εύελπι να έρθει δίπλα του και να πάρει το λόγο.
Ο Μεγαρέας δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα παραστεί, και πολύ περισσότερο μιλήσει, σε μια σύσκεψη της αφρόκρεμας των εταίρων. Όμως το ενθαρρυντικό βλέμμα του Ευμένη τον βοηθάει να ξεπεράσει όποια συστολή μπορεί να αισθάνεται μπροστά στους πιο ένδοξους -μερικοί από αυτούς είναι ήδη ζωντανοί θρύλοι- και τους πιο έμπειρους από τους συμπολεμιστές της εκστρατείας. Ξέρει ότι επιθυμία του Καλλισθένη είναι οι πολεμιστές της πρώτης γραμμής να γνωρίζουν την σημασία των ¨κρυφών μαχών¨ που δίνονται από τις ¨υπηρεσίες¨ στο παρασκήνιο της εκστρατείας, αλλά ξέρει επίσης ότι μιλώντας στους σκληρούς μάχιμους πρέπει να είναι λακωνικότερος των Σπαρτιατών. Έτσι περιορίζεται στα βασικά: Οι Πέρσες είναι διαιρεμένοι και εμείς κάνουμε ό, τι χρειάζεται έτσι ώστε κάθε γεγονός, κάθε πληροφορία, να αποβεί σε όφελος της νικηφόρου πορείας του στρατεύματος.
Ό Εύελπις έχει σχεδόν ολοκληρώσει τα όσα έκρινε σκόπιμο να πει, όταν μια αναταραχή στην είσοδο της αίθουσας τραβάει την προσοχή του, καθώς και την προσοχή του υψηλού ακροατηρίου του προς τα εκεί. Πριν το βλέμμα του τον βοηθήσει να ξεκαθαρίσει περί τίνος ακριβώς πρόκειται, ακούει τους ξηρούς κρότους που δημιουργεί το κτύπημα των σαυρωτήρων[4] στο πέτρινο πάτωμα της αίθουσας και βλέπει τους εταίρους να πετάγονται όρθιοι και σχεδόν συντονισμένα να ζητωκραυγάζουν.
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος και η συνοδεία του έχουν μπει στην αίθουσα.
Από μακριά εκείνο που ξεχωρίζει είναι το λοφίο από την περικεφαλαία του εταίρου Ηφαιστίωνα, αλλά καθώς η ομάδα πλησιάζει στο τραπέζι, είναι φανερό ότι η προσοχή όλων εστιάζεται σε έναν όμορφο, αν και λιγότερο εντυπωσιακό, νέο άνδρα, με ξανθή χαίτη και σταθερό, αποφασιστικό βλέμμα, του οποίου η παρουσία μοιάζει να μαγνητίζει και να ξεσηκώνει όλους τους παρευρισκόμενους.
Καθώς ο βασιλιάς μέσα σε κραυγές ενθουσιασμού πλησιάζει στο τραπέζι της συνεδρίασης, στο μυαλό του Εύελπι έρχονται μερικές εμπιστευτικές φράσεις του Καλλισθένη:
¨Οι μακεδόνες αγαπάνε ειλικρινά τον βασιλιά τους, και όχι μόνον επειδή τους οδηγεί από νίκη σε νίκη. Τον αγαπούν γιατί μάχεται δίπλα τους, γιατί τον αισθάνονται όμοιό τους. Ο ίδιος όμως, ίσως χωρίς να το αντιλαμβάνεται καν, έχει υποστεί την επιρροή της υπερβολικά φιλόδοξης μάνας του. Έτσι, αν και είναι ευτυχισμένος, μόνον όταν βρίσκεται -ίσος μεταξύ ίσων- ανάμεσα στους φίλους και τους συμπολεμιστές του, και αυτό μπορεί να το καταλάβει εύκολα όποιος τον παρατηρήσει προσεκτικά, θέλει ταυτόχρονα να ξεχωρίζει όχι σαν απλός βασιλιάς-ηγέτης, αλλά σαν κάτι το παραπανίσιο, που του το έχει υποβάλει η ανικανοποίητη εμμονή της Ολυμπιάδας¨.
Ο Αλέξανδρος κατευθύνεται χαμογελώντας προς στην κορυφή της μεγάλης τράπεζας σφίγγοντας τα χέρια που προτείνονται προς το μέρος του. Για μια στιγμή κοντοστέκεται για να σφίξει τον καρπό του Ευμένη. ¨Ναι¨, σκέφτεται ο Εύελπις, ¨αυτός είναι ο Αλέξανδρος των φίλων, των Μακεδόνων, των Ελλήνων!¨
«Ενημερώθηκαν;» ρωτάει ο βασιλιάς τον Καρδιανό.
«Ναι Αλέξανδρε».
Η προσοχή του βασιλιά στρέφεται τώρα προς τον Μεγαρέα.
«Ο Ευμένης μου είπε ότι ο Ολύνθιος είναι καλύτερα. Θεωρείς ότι θα τον έχουμε σύντομα πλάι μας;»
«Ναι, βασιλέα Αλέξανδρε. Σύντομα θα είναι σε θέση να ταξιδέψει», απαντά ο Εύελπις.
«Χαίρομαι που το ακούω. Έμαθα επίσης ότι η μεταφορά των θησαυρών στα Σούσα έγινε με επιτυχία, ενώ κατά την επιστροφή σου εδώ είχες κάποια προβλήματα, τα οποία όμως αντιμετωπίστηκαν».
Ο Εύελπις απορεί. Ο Ευμένης έδωσε στο βασιλιά τόσο λεπτομερή αναφορά που να περιλαμβάνει και το ταξίδι της επιστροφής στην Περσέπολη; Αλλά αμέσως μετά καταλαβαίνει. Για την ιστορία της ενέδρας στον Καλαμώνα πρέπει να μίλησε στον βασιλιά ο καλός του φίλος, ο Άρπαλος. Ανασηκώνει το βλέμμα του και, πράγματι, διακρίνει λίγο πιο πίσω, δυσδιάκριτο ανάμεσα στους ψηλόκορμους εταίρους, τον γιο του Μαχάτα να του στέλνει ένα μικρό δυσερμήνευτο χαμόγελο.
«Όλα πήγαν καλά βασιλιά Αλέξανδρε».
«Εύχομαι να πάνε όλα καλά και στη νέα σου αποστολή», λέει ο βασιλιάς καθώς τους αφήνει και παίρνει τη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού.
***
[1] Αντίπατρος: Ευγενής Μακεδόνας στην υπηρεσία αρχικά του Φίλιππου, ορίστηκε στη συνέχεια από τον Αλέξανδρο ως στρατηγός αντιβασιλέας της Μακεδονίας, για όσο θα διαρκούσε η εκστρατεία στην Ασία. Κατά την εποχή της αφήγησής μας (330 πΧ ) ο Αντίπατρος, αφού είχε ήδη εξουδετερώσει ορισμένα κινήματα αποστασίας στον Πόντο και την Θράκη, είχε στραφεί κατά των εξεγερμένων Σπαρτιατών, τους οποίους και νίκησε στη μάχη της Μεγαλόπολης.
[2] Για την ακρίβεια 24 μέτρα ή (με τον πόδα στα 0,3053μ) 77,84 πόδια ή 7,78 άκαινες (1 άκαινα=10 πόδες)
[3] Η Ταχάρα (στην παλιά περσική γλώσσα: χειμερινό ανάκτορο) κτίστηκε από τον Δαρείο τον πρώτο και τελειοποιήθηκε από τον Ξέρξη. Πρόκειται για μια (σχετικά) μικρή κατασκευή 1160 τ. μέτρων. Η αίθουσα στην οποία τοποθετούμε την (υποτιθέμενη) σύσκεψη είναι υπαρκτή στα ερείπια της Περσέπολης και έχει επιφάνεια 15.15 × 15.42 μέτρα
[4] Σαυρωτήρας: Μεταλλικό εξάρτημα στη βάση των ακοντίων, προκειμένου να διευκολύνεται η στερέωσή τους στο έδαφος και να ισορροπείται το βάρος της αιχμής.