Σημείωση για τους φίλους που παρακολουθούν τις αναρτήσεις με το (υπό εκπόνηση) ιστορικό μυθιστόρημα
Λέω να κάνω κάποιες αλλαγές στη δομή του (υπό διαδικασία συγγραφής) ιστορικού μυθιστορήματος και θα ήθελα να ενημερώσω σχετικά όσους παρακολουθούν αυτό το συγγραφικό παιχνίδι.
α. Το Πέμπτο Μέρος είχα πρόθεση να το αφιερώσω στις περιπέτειες των ηρώων κατά την παραμονή τους στην Αθήνα του 330 πΧ, όμως η εξιστόρηση, όπως είδατε, σκάλωσε κάπως στην Τύρο, με αποτέλεσμα να είμαστε ήδη στο ένατο κεφάλαιο και μόλις που έχουμε αντικρύσει, στο βάθος, τους Αθηναϊκούς λόφους. Επομένως μου φαίνεται σωστό να αυτονομήσω αυτά τα εννιά κεφάλαια ως πέμπτο (ταξιδιωτικό) μέρος, και να ανοίξω ένα αυτοτελές έκτο με τα (πάντοτε υπό επινόηση/συγγραφή) αθηναϊκά δρώμενα.
β. Από τα εννέα κεφάλαια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αθήνα των ηρώων (και των χάλκινων τυραννοκτόνων), σας έχω ήδη κοινοποιήσει τα οκτώ και σήμερα δημοσιεύω το ένατο. Όμως προτίθεμαι στη τελική εκδοχή το ένατο να αλλάξει θέση με το όγδοο και επομένως το τρέχον Ε΄ μέρος να καταλήγει με τα σχόλια και τις επεξηγήσεις του Οινοκράτη καθώς ενημερώνει περί των Αθηνών τον Χονδρόη. Μόνο που χρειάστηκε να προσθέσω μια μικρή παράγραφο στο (νυν όγδοο και από δω και μπρος ένατο και τελευταίο) κεφάλαιο του Ε΄ μέρους, όπου ο Οινοκράτης προειδοποιεί τον φίλο του πώς στην Αθήνα θα προσπαθήσουν να λύσουν πολλά μυστήρια, μερικά από τα οποία τον αφορούν (τον Οινοκράτη) προσωπικά.
γ. Το κεφάλαιο που αναρτώ σήμερα (θα μπει στη θέση του νυν όγδοου ως το προτελευταίο του Ε΄μέρους), αφηγείται τις σκέψεις του Εύελπι καθώς η νηοπομπή πλησιάζει στον Πειραιά,. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια να ενημερωθεί κάπως ο αναγνώστης σχετικά με το (κυρίως πολιτικό) σκηνικό που θα βρουν οι ήρωές μας με το που θα (ξανά) πατήσουν το πόδι τους στην Αττική.
*
[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.
Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]
Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή. (Οι προβληματισμοί του Εύελπι…)
Περίεργα, αλλόκοτα συναισθήματα με διαπερνούν. Επιστρέφω. Άγνωστο για πόσο, αλλά σε λίγο θα είμαι πάλι στην Αθήνα. Ήδη μου φαίνεται πως νιώθω τις μυρουδιές της. Είναι αξιοθαύμαστο πώς διαδίδονται οι μυρουδιές στην Αττική! Και πώς μαζί τους κουβαλάνε, όσο τίποτα άλλο, δονήσεις και αισθήματα απ’ το παρελθόν.
Πόσο μακριά βρίσκεται αυτό το παρελθόν; Δεν ξέρω. Οι χρονογραφές των ιερέων καταγράφουν τέσσερα μόλις χρόνια από τότε που ξεκίνησα, άμαθος και γεμάτος αισιοδοξία από το λιμάνι του Πειραιά, αλλά για μένα τα όσα συνέβησαν από τότε θα μπορούσαν να έχουν διαρκέσει πολύ περισσότερο. Εκεί που βρισκόμουν εγώ αυτά τα χρόνια, ο κόσμος άλλαζε κι εξακολουθεί να αλλάζει καταιγιστικά και τώρα σκέφτομαι – όχι χωρίς κάποια ανησυχία: άραγε έχει αλλάξει εξ ίσου και η Αθήνα;
Εγώ ναι, έχω αλλάξει αρκετά. Υποθέτω ότι τώρα είμαι πιο σοφός, υποθέτω ότι τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα κίνητρα των ανθρώπων και διακρίνω διαυγέστερα τα νήματα που πλέκουν τις ιστορίες τους. Αλλά η ωρίμανση, η σοφία, η επίγνωση, μήπως μου έχουν μειώσει την ικανότητα να ευτυχώ με τα απλά πράγματα που με συγκινούσαν και με ενθουσίαζαν άλλοτε;
Θέλοντας και μη οι σκέψεις μου γυρνούν για μια στιγμή στην εκστρατεία και τα όσα εξακολουθούν να ρέουν και να διαμορφώνονται εκεί. Το καταπονημένο αλλά ήρεμο πρόσωπο του Καλλισθένη, η αποφασιστική νευρώδης φιγούρα του Ευμένη, τα ανδραγαθήματα, οι πολιτικοί ελιγμοί, οι σκευωρίες, όλα όσα διακυβεύονται στην αχανή Ασία, ενώ οι πολεμιστές επελαύνουν και καθώς νέοι τρόποι σκέψης και νέοι τρόποι διοίκησης αναδύονται από το καζάνι όπου οι παλιοί ανακατεύονται, κοχλάζουν και ανασυντίθενται.
Όμως δε θα ήμουν ειλικρινής με εμένα τον ίδιο, αν δεν παραδεχόμουν ότι πίσω από όλα αυτά στο νου μου κυριαρχεί μια άλλη μορφή. Όμορφη όσο ποτέ κι όμως με κάνει να μελαγχολώ. Προς τι να το κρύψω όταν ακόμη και ο Οινοκράτης το έχει καταλάβει και ανησυχεί;
Είναι η μορφή εκείνης-που-εξακολουθεί-να-με-παιδεύει. Εκείνη, η προικισμένη με όλες τις χάρες, εκείνη που ξαφνικά και εκεί που δεν το περίμενα, έγινε προσιτή… και αμέσως ύστερα και πάλι απρόσιτη. Εγώ έπρεπε να φύγω, είχε αποφασιστεί. Δεν είχα το χρόνο να αντιδράσω στην άρνησή της να με ακολουθήσει.
Μαζί της πίσω στην Αθήνα θα ήταν σαν να μου είχαν προσφέρει ένα δώρο οι θεοί. Δεν μου παραχωρήθηκε. Μαζί της οπουδήποτε θα ήταν μια ανέλπιστη ευτυχία. Όμως ούτε κι αυτό προβλεπόταν για μένα. Τώρα ταξιδεύω ανάμεσα σε γλυκόπικρες σκέψεις, χωρίς αυτήν… κι όμως σχεδόν κάθε στιγμή, θελημένα ή άθελα, μαζί της.
Από τα άλλα πλοία της νηοπομπής φτάνουν ως τα εδώ οι φωνές των απόμαχων πολεμιστών, ανακατεμένες με τα τριξίματα των κουπιών, τα πλαταγίσματα των πανιών και τα κρωξίματα απ’ τα θαλασσοπούλια. Οι ερέτες κωπηλατούν και τραγουδούν συγκινητικά παλιά αθηναϊκά άσματα του νόστου. Όπως αυτοί έτσι κι εγώ χαίρομαι που, όπου να ‘ναι, θα δω τους δικούς μου και χαίρομαι, ακόμα, με τη χαρά που θα πάρουν κι εκείνοι βλέποντάς με.
Ως και οι πρέσβεις, δείχνουν ευχαριστημένοι και έχουν πάψει να μουρμουρίζουν διατυπώνοντας τις γνωστές, συνήθεις αν όχι πάγιες ¨διπλωματικές¨ επιφυλάξεις τους. Όταν δεν προσπαθούν να εκμαιεύσουν τις προθέσεις μου για το τι ακριβώς θα κάνω στην Αθήνα (πράγμα, όπως και να το κάνουμε, συμβατό με τα διπλωματικά τους καθήκοντα) ή να με κολακέψουν ως ¨σχεδόν Αθηναίο¨ που έχει τη σπάνια ευκαιρία να συμβάλει στην απονομή ιστορικής δικαιοσύνης προς την πόλη της Παλλάδας, αφιερώνονται σε ανώδυνους υπολογισμούς και προβλέψεις.
Υπολογίζουν ότι είμαστε στο μήνα Σκιροφοριώνα κι ότι, ακόμα κι αν χάσουν τους ιππικούς αγώνες που γίνονται κάθε τέτοιο μήνα και είναι αφιερωμένοι στον Δία, σίγουρα θα βρισκόμαστε στο Άστυ καθώς θα μπαίνει ο Εκατομβαιώνας και μαζί του το νέο έτος. Επομένως έχουμε μπροστά μας Παναθήναια και μάλιστα τα Μεγάλα, τα ανά τετραετία, που πάει να πει Παναθηναϊκούς αγώνες, ανοιχτούς σε αθλητές, καλλιτέχνες και επισκέπτες από όλη την Ελλάδα. Με ρωτούν αν συμφωνώ, και εγώ τους λέω ότι έτσι είναι, έχουν δίκιο, τίποτα δεν είναι σαν τα αθηναϊκό καλοκαίρι, ιδίως όταν, κάθε τέσσερα χρόνια, περιλαμβάνει τις γιορτές των Μεγάλων Παναθηναίων. Δεν αναφέρω καθόλου τις ανταγωνιστικές Ολυμπιακές γιορτές (οι τελευταίοι πανελλήνιοι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν πριν τρία χρόνια) κι έτσι δε τους χαλάω τον ενθουσιασμό.
Ο Παλαμήδης, ο βετεράνος πολεμιστής που, ύστερα από θερμή παράκληση του Οινοκράτη, ταξιδεύει στο ίδιο πλοίο με μας, είναι καλή παρέα.
Διαπίστωσα ότι έχει άποψη για ό, τι συμβαίνει στην εκστρατεία και πέρασα πολλές ώρες του ταξιδιού συζητώντας μαζί του για όσα διακυβεύονται στην Ασία. Μου μίλησε και για κάποια προβλήματα των πολεμιστών, που απ’ ότι φαίνεται δεν είναι επαρκώς γνωστά στην ηγεσία. Πολλοί οπλίτες, ικανοί και άξιοι στο πεδίο της μάχης, είναι αντίθετα άμαθοι και αφελείς σε ό, τι έχει να κάνει με το χρήμα και τις συναλλαγές. Κάποιοι επιτήδειοι (συνακολουθούντες ή και ντόπιοι ασιάτες) εκμεταλλεύονται αυτήν την απειρία και απομυζούν σκοτεινά κέρδη -νομίσματα και λάφυρα- φτιάχνοντας μεγάλες αν και αφανείς περιουσίες. Θυμήθηκα ότι κάτι μου είχε αναφέρει σχετικά ο Οινοκράτης (ή μήπως ήταν ο Ευρυμέδοντας;) πριν την αναχώρηση, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα της προετοιμασίας δεν είχα δώσει επαρκή σημασία. Τώρα βλέπω ότι ο Παλαμήδης ενδέχεται να έχει δίκιο και καλό θα είναι να αντιμετωπίσουμε τη κατάσταση προτού πολλοί οπλίτες βρεθούν ξαφνικά καταχρεωμένοι.
Τα λόγια του βετεράνου με έκαναν να θυμηθώ τα όσα μου είπε ο Ευμένης για την επιθυμία του Αλέξανδρου να μάθει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στρατεύματος, προκειμένου να πάρει οριστικές αποφάσεις για τη συνέχιση ή όχι της προέλασης (μετά την -προβλεπόμενη- εξουδετέρωση του Δαρείου). Σκέφτομαι ότι αν επιχειρηθεί μια τέτοια διερεύνηση είναι πιθανό να έρθουν στην επιφάνεια πολλές απρόβλεπτες πτυχές της κατάστασης που επικρατεί στη βάση της στρατιάς. Αποφασίζω ότι θα είναι καλό να αναφέρω τις διαπιστώσεις του απόμαχου στον Καλλισθένη στην επόμενη επιστολή μου.
Με τον Παλαμήδη μιλάμε και για ο Άστυ των Αθηνών. Λείπει κι αυτός από κει πάνω-κάτω όσο κι εγώ. Όπως κι εγώ, προσπαθεί να ξαναμπεί κάπως στο κλίμα της πόλης για να μη φανεί απληροφόρητος κι αποξενωμένος όταν ξεμπαρκάρει. Γι αυτό, κάθε τόσο, ζητάει από τους πρέσβεις πληροφορίες για τα όσα έχουν συμβεί στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια.
Οι πρέσβεις δεν ξανοίγονται ιδιαίτερα και τηρούν την διπλωματική τους επιφυλακτικότητα, προπαντός όταν η κουβέντα αφορά στις πολύπλοκες πολιτικές ισορροπίες της Αττικής και όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε πλήρη νηφαλιότητα. Που πάει να πει ότι γίνονται κάπως πιο ομιλητικοί σε δυο περιπτώσεις: Όταν τυχαίνει η συζήτηση να συνοδεύεται από υγρά κατασκευάσματα βακχικής προέλευσης και Οινοκρατικής παρασκευής και, βέβαια, όταν τα θέματα αφορούν στα καλλιτεχνικά και τα αθλητικά δρώμενα…
Από αυτά που ήδη ξέρω, λόγω της μακρόχρονης παραμονής μου στην πόλη της Παλλάδας, αλλά και έχοντας ενημερωθεί όσο γίνεται πιο αναλυτικά από τους προϊστάμενούς μου και τις υπηρεσίες, πριν την αναχώρηση, καθώς και από αυτά που συμπεραίνω από τα υπαινικτικά σχόλια που ξεφεύγουν από τους πρέσβεις, η κατάσταση που, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρω στην Αθήνα άμα τη αφίξει, σε γενικές γραμμές, έχει ως εξής:
Πρώτα η γενική πολιτική κατάσταση.
Η εξουσία στην Αττική, βέβαια, εξακολουθεί να ασκείται με βάση την αθηναϊκή επινόηση του ¨αρχηγεύοντος Δήμου¨ που αποκαλείται ¨Δημοκρατία¨ και που αποτελεί βασική συνιστώσα του πανελλήνιου γοήτρου των Αθηνών, ενώ κάποιες παραλλαγές της εφαρμόζονται και στις πόλεις που τελούν κάτω από την Αθηναϊκή επιρροή.
Στο κυρίαρχο όργανο αυτού του πολιτεύματος, τη Συνέλευση των Πολιτών, (ή Εκκλησία του Δήμου, όπως την αποκαλούν οι Αθηναίοι) οι συσπειρώσεις, εδώ και καιρό, δεν είναι πια εκείνες του παρελθόντος. Δεν είναι πια διακριτοί, όσο άλλοτε, οι ¨ολιγαρχικοί¨ σε αντιπαράθεση με τους ¨δημοκρατικούς¨, ή, ας πούμε, οι ¨παράλιοι (ναυτικοί, έμποροι)¨ κόντρα στους ¨μεσόγειους¨ (κτηματίες), ή τους ¨ορεινούς¨ (φτωχοί αγρότες και κτηνοτρόφοι) ή τους κατοίκους του κεντρικού άστεως, τους επιλεγόμενους και ¨αστούς¨ (όπου συγχρωτίζονται οι διοικητικοί με τους βιοτέχνες, τους καλλιτέχνες και αδιευκρίνιστους άλλους). Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, -σημεία των καιρών- στη Συνέλευση έχουν σχηματιστεί δύο κυρίαρχες ομάδες: από τη μια μεριά οι φίλοι των Μακεδόνων και από την άλλη οι κεντρομόλοι Αθηνοκεντρικοί. Δίπλα σε αυτά τα δύο ¨κόμματα¨υπάρχουν (αν και -εκ των πραγμάτων- σε κρίση), οι μικρότερες ομάδες των κρυπτο-λακωνιζόντων και, πιθανώς να επιβιώνουν ακόμη και κάποιοι κρυπτο-μυδίζοντες.
Πολλούς από όλους αυτούς τους γνωρίζω από παλιά. Ίσως όμως την τελευταία τετραετία να αναδείχτηκαν στη δημόσια ζωή της πολιτείας και άλλα, νέα πρόσωπα, που να μην τα ξέρω και τα οποία έχουν διαφύγει της προσοχής των υπηρεσιών που παρακολουθούν τις εξελίξεις απ’ τους μακρινούς σταθμούς της ασιατικής εκστρατείας
Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι ότι, εδώ που τα λέμε, στην πολιτική ζωή, -της κατά τα άλλα καινοτόμου Αθήνας- κυριαρχούν οι γηραιοί (εξηντάρηδες και βάλε), ενώ η ηγεσία της εκστρατείας αποτελείται ως επί το πλείστον από νέους κάτω των τριάντα ετών. Πάντως τίποτα δεν αποκλείει οι ¨παλιοί¨ των Αθηνών να έχουν αναπροσαρμόσει τις απόψεις τους, γιατί αυτή η τελευταία τετραετία έχει φέρει τα πάνω κάτω σε ολόκληρη την υφήλιο.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει έγκυρα να διαπιστώσω πόσο ειλικρινής είναι φιλία εκείνων που αναγνωρίζουν τον κυρίαρχο ρόλο του Αλέξανδρου στην ελληνική επέκταση (και τους νέους συσχετισμούς που προκύπτουν από αυτήν) και εάν εκείνοι που εκπροσωπούν αυτή την τάση είναι πρόσωπα αξιόλογα και αξιοσέβαστα ή αν έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις τους οι συνήθεις αφερέγγυοι καιροσκόποι. Δηλαδή θα πρέπει να εξακριβώσω ποιοι ακολουθούν τους Μακεδόνες επειδή θεωρούν πως είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τα όσα είχε οραματιστεί για τους Έλληνες ο δάσκαλος Ισοκράτης και ποιοι, αντίθετα, τους υποστηρίζουν απλά και μόνο επειδή επωφελούνται από το να είναι με τους ισχυρότερους, είτε αυτοί είναι Μακεδόνες, είτε Λακεδαιμόνιοι είτε Πέρσες.
Πριν την θριαμβευτική εξόρμηση του Αλέξανδρου προς ανατολάς, οι κύριοι εκπρόσωποι των φιλικά διακείμενων προς τους μακεδόνες βασιλείς στην Αθήνα, πέρα από τον ειρηνιστή Εύβουλο που όντας πλέον πάνω από εβδομήντα πέντε ετών, έχει αποσυρθεί από τα κοινά, και τον Φιλοκράτη (εκείνον της ομώνυμης ¨ειρήνης¨, που βρίσκεται ακόμη αυτοεξόριστος με μια θανατική ποινή που δεν έχει ακόμα αρθεί, να επικρέμεται στην κεφαλή του), ήταν -και απ’ ό, τι φαίνεται εξακολουθούν να είναι- ο Αισχίνης από το δήμο των Κοθωκιδών και ο Δημάδης από την Παιανία.
Οι δυο τους διαφέρουν στην ηλικία κατά μία δεκαετία, (πάνω κάτω εξηντάρης σήμερα ο Αισχίνης, πενηντάρης ο Δημάδης) και κατάγονται και οι δύο από τα φτωχά στρώματα του Αθηναϊκού πληθυσμού. Ο πατέρας του Αισχύνη ήταν εγγράμματος δούλος που χειραφετήθηκε πολεμώντας για την Αθηναϊκή Δημοκρατία, ενώ του Δημάδη ήταν βαρκάρης. Μοιάζουν επίσης στο ότι και οι δυο, στην αρχή της πολιτικής τους ζωής, αντιμετώπισαν την μακεδονική επέκταση ως κίνδυνο για την Αθήνα, όμως αργότερα άλλαξαν γνώμη, διαφοροποιήθηκαν από τον πολυπράγμονα, αλλά συνεπή αντιμακεδόνα Δημοσθένη και ηγήθηκαν της παράταξης των φιλομακεδόνων. Κατά τα άλλα μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αισχύνης, μοιάζει συνεπής στις αρχές που τώρα διακηρύσσει, ενώ τον Δημάδη οι περισσότεροι τον θεωρούν καιροσκόπο και θηρευτή πολιτικών (και οικονομικών) ευκαιριών.
Όμως, πιο σημαντική από την τη διερεύνηση των προσκείμενων, είναι η ανάλυση της επιρροής των ενάντιων, δηλαδή εκείνων που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Αθήνα, παρά τις ήττες και τις απώλειες των πρόσφατων χρόνων, μπορεί ακόμη να αποτελέσει την ηγέτιδα δύναμη των ελλήνων.
Εγώ που επιστρέφω από μια εκστρατεία που ανατρέπει και εξαρθρώνει βασίλεια και αυτοκρατορίες, αν δεν γνώριζα από κοντά τις αθηναϊκές ιδιομορφίες, θα απορούσα με την ανθεκτικότητα και την επιμονή με την οποία η Αθήνα εξακολουθεί να διεκδικεί όχι μόνο αυτονομία αλλά και ηγετικό ρόλο στις τρέχουσες εξελίξεις. Εγώ όμως ξέρω ότι οι Αθηναίοι είναι μαθημένοι όχι μόνο να συμμετέχουν στη διοίκηση της πόλης τους, αλλά και η πόλη τους να παίζει αποφασιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Επομένως πολύ δύσκολα θα ανεχθούν μία παγκόσμια τάξη στην οποία οι αποφάσεις θα παίρνονται σε κάποιο απομακρυσμένο αυτοκρατορικό κέντρο. Ξέρω, επίσης ότι ανάμεσα στους αντιμακεδόνες υπάρχουν ορισμένα σπινθηροβόλα πνεύματα.
Επικεφαλής τους βρίσκεται ο πασίγνωστος πλέον ρήτορας Δημοσθένης, που πρέπει να είναι πλέον περίπου πενήντα τεσσάρων ή πενήντα πέντε ετών. Μαζί του ο γηραιότερος (πρέπει να ‘χει πατήσει τα εξήντα), ευπατρίδης Λυκούργος, από την ιερατική γενιά των Βουτάδων, ικανός διαχειριστής των οικονομικών που, παρά ταύτα, δεν έχει χάσει την φήμη του ¨υπεράνω χρημάτων¨. Στην ίδια περίπου ηλικία και ο παλιός μαθητής του Ισοκράτη, ο πλούσιος και καλοζωισμένος ρήτορας Υπερίδης. Ίσως, κατα τη διάρκεια της απουσίας μου από την Αθήνα να έχουν αναδειχτεί και ανάμεσα στους αντιμακεδόνες, άλλα, νεότερα στελέχη.
Πάντως, από ότι φαίνεται, ο κυριότερος, από τους αθηναίους ηγέτες αυτή τη στιγμή είναι ο ικανός τηρητής ισορροπιών, (γηραιός κι αυτός, πάνω από εβδομήντα) στρατηγός Φωκίωνας, που συνδυάζει τις εξής αντιφατικές ιδιότητες: Αφενός (όντας παλιός ολιγαρχικός και φιλολάκων) μοιάζει να είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς πολιτικούς της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως, παρά την αντιδημοτικότητά του, εξακολουθεί να εκλέγεται αδιάκοπα σε καίριες θέσεις και να επηρεάζει αποφασιστικά τα τεκταινόμενα. Αφετέρου, όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα σπάνιο δείγμα (τουλάχιστο για τη σημερινή αθηναϊκή δημοκρατία) αδιάφθορου και ανυστερόβουλου πολιτικού ηγέτη. Ο Αλέξανδρος τον εκτιμά ιδιαίτερα και η υπηρεσία μού έχει αναθέσει ειδική μεταχείριση σε ό, τι τον αφορά.
Παράλληλα με την αξιολόγηση των καταστάσεων και των χαρακτήρων που επικρατούν στην πολιτική ζωή της πόλης της Παλλάδος, θα πρέπει να διερευνήσω, με άκρα διακριτικότητα, πώς εξελίσσονται οι σχέσεις της Αθήνας με τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Είναι αναμενόμενο ότι ο Μακεδόνας στρατηγός, μόλις συνέλθει από την επώδυνη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη Μεγαλόπολη, θα ασχοληθεί ειδικότερα με τους Αθηναίους. Μέχρι στιγμής δεν έχει ενημερώσει την ηγεσία για τις ακριβείς προθέσεις του, και πιθανώς θεωρεί πλεοναστικό ή και περιττό να ζητήσει κατευθυντήριες γραμμές από το επιτελείο της εκστρατείας, αλλά είναι εξ ίσου πιθανό να έχει κατ’ ευθείαν επαφή με τον Αλέξανδρο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο Βασιλιάς επιθυμεί συμπληρωματική πληροφόρηση για τη δράση του αντιβασιλέα. Ο Ευμένης θεωρεί ότι οι ανησυχίες του Αλέξανδρου για τη συμπεριφορά του Αντίπατρου οφείλονται σε καταγγελίες της βασιλομήτορος Ολυμπιάδας, η οποία είναι γνωστό ότι αντιπαθεί τον στρατηγό που αντικαθιστά το γιο της στο βασίλειο της Μακεδονίας.
Ο Ευμένης ήταν αρκετά σαφής σχετικά με αυτό το θέμα. Θα πρέπει να εξακριβώσω εάν ο Αντίπατρος έχει ήδη διεισδύσει ¨αυτόνομα¨ στους κύκλους της Αθηναϊκής ηγεσίας ή όχι, καθώς επίσης πώς τον αντιμετωπίζουν γενικότερα οι έλληνες του νότου.
Όμως δεν ξεχνώ ότι ο βασικός λόγος που είμαι εδώ, ο λόγος για τον οποίο ο Καλλισθένης με πρότεινε για αυτήν την αποστολή, είναι η αποκατάσταση της επαφής της ομάδας μας με τον δάσκαλο Αριστοτέλη. Η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε, η αναγκαιότητα να ληφθούν οσονούπω αποφάσεις που θα επηρεάσουν τον απώτερο βίο των Ελλήνων και παράλληλα η ανάπτυξη στην αυλή του Αλέξανδρου οργανωμένων ανταγωνιστικών ομάδων με απρόβλεπτη επιρροή, καθιστούν αναγκαία και επείγουσα μια διαβούλευση εκείνων που δρουν στο μέτωπο της Εξόρμησης με τους Σοφούς που μπορούν να συμβάλουν έστω από τα μετόπισθεν. Δηλαδή (επί της ουσίας) με τον εγκυρότερο σημερινό φιλόσοφο: τον Αριστοτέλη. Επί πλέον η αλληλογραφία με τους σοφούς των μετόπισθεν θα πρέπει να επανα-κωδικοποιηθεί έτσι ώστε να προφυλαχτεί από τις παρεμβάσεις και τις υποκλοπές των -όλο και πιο επικίνδυνων- ¨άλλων¨
Ο Σταγειρήτης όχι μόνο έχει άποψη για την εκστρατεία, αλλά και ξέρει καλά πρόσωπα και πράγματα. Πέρα από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που τρέφει για τον ¨πνευματικό του πατέρα¨ ιδιαίτερη εκτίμηση αν όχι αγάπη, τον υπολογίζουν και τον σέβονται πολλοί από τους νεαρούς μακεδόνες στρατηγούς που υπήρξαν κι αυτοί μαθητές του. Εάν αυτήν τη στιγμή είναι καθοριστικής σημασίας κάποιος να συμβουλέψει τον βασιλιά, έτσι ώστε το Μεγάλο Επίτευγμα να μην συρρικνωθεί σε μια σειρά αιματηρών συγκρούσεων προς άγραν χρυσού και επιβολής, δεν υπάρχει ιδεωδέστερος από τον Αριστοτέλη.
Ο Καλλισθένης θα επιθυμούσε να μιλήσει ο ίδιος με τον Δάσκαλο, όμως ο τραυματισμός του απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι σκέφτηκε ότι θα μπορούσα να αναλάβω εγώ έναν μεσολαβητικό ρόλο.
Να ‘μαι λοιπόν να πλέω με την πλώρη στραμμένη προς τα λιμάνια του Πειραιά και να αναλογίζομαι πως θα καταφέρω να τα βγάλω πέρα.
Και… δεν είναι μόνο αυτά… (χαμογελάω). Είναι και η εκδούλευση που έχω υποσχεθεί στον Άρπαλο, καθώς και οι χαιρετισμοί που πρέπει να μεταφέρω από την Θαϊδα στη κυρά – Φρύνη.