Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, έβδομος μονόλογος (προτελευταίος).
.
Η ΜΗΤΕΡΑ
Τι κάνει ένας γέρος
μέσα σε έναν κόσμο από κρύσταλλα
ανάμεσα σε φλόγες και σ’ αστέρια
π’ ανάβουνε με κέρμα;
Θα υπάρξει άραγε ποτέ κανένας ήρωας
που να χαμογελάει φαφούτης;
Άντρα μου, δε μπορώ να σε φωνάξω
καθώς ορμάς προς τη φωτιά και τρέχεις.
Δεν ειν’ για σένα γέρο μου
αυτός ο σφάχτης μεσ’ το στήθος
και αγνοούνε τα κλειστά σου μάτια
αν είναι αυτός ο τελευταίος πόνος
ή το συνηθισμένο το λαχάνιασμα.
*
Ούτε για σένα ήτανε
όλος εκείνος ο παλιός καημός.
Η φάμπρικα σφιχτά αγκαλιασμένη
απ’ τη σκουριά και από τον κισσό
κοιμούνται οι δράκοι και δεν σκούζουν πια
λέβητες, φούρνοι και περιστροφείς
έχουνε την τραχιά ανάσα τους σβηστή.
Στον κάμπο τα πουλιά χοροπηδάνε
μεσ’ σε ξεθωριασμένους χωροδείκτες
και σε εξέδρες που δεν έχουνε κοινό.
Θα έχεις δίπλα σου το γιο σου
στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης
θα σου κρατάει την κεφαλή ψηλά
όταν θα πέσεις νικητής
όταν ο γιος εσύ θα έχεις γίνει.
*
Ξύπνησε, πλυν’ τα πιάτα
ψάξε ακόμη για δουλειά
ή εάν προτιμάς
σκαρφάλωσε στα μολυσμένα σύννεφα
που απ’ το παράθυρο κοιτάζεις.
Εμένα θα με βρεις κοντά στο φως
π’ έλουζε το ποτάμι κάποιες νύχτες
εκεί θα είμαστε μαζί
χωρίς καν να βλεπόμαστε
από τον ήλιο τυφλωμένοι
χρυσάφι
απ’ τ’ ανακλώμενου νερού το φως.
Σαν τον καιρό που με ποδήλατα
κόβαμε βόλτες
στου ποταμιού την όχθη.
*
Εκεί θα σε προσμένω αύριο.
Εάν μ’ αναγνωρίσεις
θα είμαι ακόμη είκοσι χρονών.