Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Οκτωβρίου, 2025
.
Είπα: Ας ξεκινήσουμε μια ακόμη βόλτα με το Ιστολογοφόρο. Και σκέφτηκα ότι ο απόπλους μπορεί να συνοδευτεί μια χαρά με την απόπειρα προσαρμογής στη γλώσσα μας ενός ακόμη τραγουδιού του Ζόρζ Μπρασένς. Ανέσυρα λοιπόν στην τύχη ένα και μου έλαχε ¨Η κουρεμένη¨
Προφανώςχρειάζονται μερικές (σύντομες) διευκρινίσεις:
α)οι στίχοι αναφέρονται στην περίοδο αμέσως μετά την λήξη του δεύτερου μεγάλου πολέμου, όταν οι νικητές έπρεπε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της τιμωρίας των δοσιλόγων: προδότες. συνεργάτες του εχθρού, μαυραγορίτες, και λοιποί. Πολλοί δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν. Μερικοί απ’ αυτούς, βέβαια, πήραν από μόνοι τους την πρωτοβουλία και μπήκαν (αυτομάτως) στην υπηρεσία των νέων εξουσιών.
β)‘Αλλά υπήρξε και μια κατηγορία που υπέστη τη λαϊκή οργή στις λιγότερο γενναίες στιγμές της: οι πόρνες, και γενικότερα οι γυναίκες εκείνες που ¨τα φτιάξανε¨ με τους ¨Γερμαναράδες¨.
Για αυτές, υπήρξε εξευτελισμός και κούρεμα.
γ) Ο ήρωας των στίχων του τραγουδιού (ο Μπρασένς, που είχε δραπετεύσει από στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία και από τότε έως την απελευθέρωση κρυβόταν στο Παρίσι) πέφτει πάνω σε μαζεμένο και αγριεμένο κόσμο. Στόχος τους μια κατηγορούμενη γυναίκα που ικετεύει να την αφήσουν.
Στον Μπρασένς δεν αρέσουν αυτά που ¨βλέπει…
.
Μία ανάγνωση
Η ΚΟΥΡΕΜΕΝΗ
Περπατώ, και τι βλέπω…;
.
Η όμορφη που τα ‘χε / με τον Γερμαναρά
[με τον Γερμαναρά]
Να που της κόβουν τώρα /σύριζα τα μαλλιά
[όλα της τα μαλλιά…]
.
Αυτή που τα ¨Ιχ λίμπε ντιχ¨ / μονάχα προτιμούσε
[μονάχα προτιμούσε],
έτυχε κι επί κεφαλής/ κότσο -ποστίς¨ φορούσε
[chignon – ποστίς φορούσε]
.
Να σου και οι ¨ξεβράκωτοι¨ / με φρυγικά σκουφιά
[με φρυγικά σκουφιά]
φέραν κι έναν μπαρμπέρη / που κούρευε σκυλιά
[που κούρευε σκυλιά…]
.
Άραγε …
Θά ‘πρεπε άραγε κι εγώ / να ανακατευτώ;
[να ανακατευτώ;]
για της κυράς την χαίτη / λόγο καλό να πω;
[να πω λόγο καλό;]
.
Όμως κομπλάρω κι ούτε που / μπορώ να κουνηθώ
[μπορώ να κουνηθώ]
ούτε τους τριχοκόφτες να μην τους φοβηθώ
[να μην τους φοβηθώ]
.
…Και σαν την καταντήσαν / σαν βούρτσα ξεραμένη
[Χτένα ξεδοντιασμένη]
Κι από τις μπούκλες πια / καμιά δεν απομένει
[καμιά δεν απομένει]…
.
Τότε…
Κότσο και τσιμπιδάκι / βλέπω χάμω πεσμένα
[ βλέπω χάμω πεσμένα]
Και λέω πως είναι κρίμα, / να πάν κι αυτά χαμένα
[να πάν κι αυτά χαμένα]
.
Σκύβω, πιάνω τον κότσο / και τον ανασηκώνω
[και τον ανασηκώνω]
με έπαρση στο πέτο μου / πάνω τον καρφιτσώνω
[πάνω τον καρφιτσώνω]
.
Μα των σινιόν οι κόφτες, / γυρίζουν, με κοιτάνε
[γυρίζουν, με κοιτάνε]
Βλέπουν ¨τουπέ¨ πως έχω, / κι ύποπτο με περνάνε
[κι ύποπτο με περνάνε]
.
Σκέφτομαι…
Για την πατρίδα μου αφού / δεν έχω πια αξία
[δεν πιάνω ούτε μία ]
χωρίς μετάλλιο τιμής, χωρίς πολέμου μνεία…
[δίχως πολέμου μνεία]
.
…Εν τούτοις…
Δεν υποφέρω πια γι αυτό / γιατί εν κατακλείδι
[διότι εν κατακλείδι ]
Έχω πια την κονκάρδα μου,! / το νέο μου στολίδι!!!
[το νέο μου στολίδι].
.
LA TONDUE
.
La belle qui couchait avec le roi de Prusse,
Avec le roi de Prusse,
À qui l’on a tondu le crâne rasibus,
Le crâne rasibus,
.
Son penchant prononcé pour les «ich liebe dich «,
Pour les «ich liebe dich «,
Lui valut de porter quelques cheveux postiches,
Quelques cheveux postiches.
.
Les braves sans-culottes, et les bonnets phrygiens,
Et les bonnets phrygiens,
1Ont livré sa crinière à un tondeur de chiens,
À un tondeur de chiens.
.
J’aurais dû prendre un peu parti pour sa toison,
Parti pour sa toison,
J’aurais dû dire un mot pour sauver son chignon,
Pour sauver son chignon,
.
Mais je n’ai pas bougé du fond de ma torpeur,
Du fond de ma torpeur.
Les coupeurs de cheveux en quatre m’ont fait peur,
En quatre m’ont fait peur.
.
Quand, pire qu’une brosse, elle eut été tondue,
Elle eut été tondue,
J’ai dit : » C’est malheureux, ces accroch’-coeur perdus,
Ces accroch’-coeur perdus. «
.
Et, ramassant l’un d’eux qui traînait dans l’ornière,
Qui traînait dans l’ornière,
Je l’ai, comme une fleur, mis à ma boutonnière,
Mis à ma boutonnière.
.
En me voyant partir arborant mon toupet,
Arborant mon toupet,
Tous ces coupeurs de natt’s m’ont pris pour un suspect,
M’ont pris pour un suspect.
.
Comme de la patrie je ne mérite guère,
Je ne mérite guère,
J’ai pas la Croix d’Honneur, j’ai pas la Croix de Guerre,
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Σεπτεμβρίου, 2022
Ο Francis Jammes (1868-1938) υπήρξε ένας γάλλος ποιητής και μυθιστορηματογράφος καθολικής (με τη θρησκευτική έννοια) έμπνευσης. Το ποίημά του Rosaire (Kομποσκοίνι) τραγούδησε ο G. Brassens με τίτλο La Prière (Η προσευχή). Αξιοσημείωτο ότι ο Brassens χρησιμοποίησε την ίδια μουσική με εκείνη που είχε συνθέσει για το ποίημα του L. Aragon «Il n’y a pas d’amour heureux» (Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει) – Θα το βρείτε εδώ).
Ο George Brassens μίλησε σχετικά σε ραδιοφωνική εκπομπή (Radioscopie του Jacques Chancel, -1971): «Μια μέρα, καθώς μελοποιούσα τους στίχους του Aragon, πρόσεξα πως το ποίημα La Prière του Francis Jammes είχε το ίδιο μέτρο και ¨χωρούσε¨ στην ίδια μουσική. Ζήτησα λοιπόν τη γνώμη της Patachou (γνωστή τραγουδίστρια της εποχής, φίλη του Brassens) και εκείνη διάλεξε την ¨Προσευχή¨»
Τελικά κυκλοφόρησαν και τα δύο τραγούδια με την ίδια μουσική επένδυση. Ενδιαφέρον είναι επίσης, όπως σχολιάστηκε τότε, ότι οι συγγραφείς των κειμένων ανήκαν σε αντικρουόμενα (τον καιρό εκείνο) ιδεολογικά ρεύματα, ο ένας έντονα καθολικός, ο άλλος έντονα κομμουνιστής.
Σημείωση: Προσπαθώντας η απόδοση στα ελληνικά να διατηρήσει μια ανεκτή σχέση με την μουσική του τραγουδιού και επειδή συμβαίνει η γλώσσα μας να διαθέτει πολλές πολυσύλλαβες λέξεις που δυσκολεύονται να βολευτούν στα ¨μέτρα¨ του γαλλικού πρωτότυπου, είναι κανείς υποχρεωμένος να συμπτύξει ορισμένα σημεία και να παραλείψει κάποια άλλα. Εδώ, παραδείγματος χάριν, μεταξύ άλλων συνέβησαν τα παρακάτω: Στην 1η στροφή παραλήφθηκαν τα παιδιά που παίζουν στην αυλή καθώς και η περιρρέουσα ζέουσα παραφροσύνη
Στην 3η στροφή παραλήφθηκε ο (αντίστροφος) συσχετισμος του φουκαρά που δεν βρίσκει ¨ανθρώπινη αγάπη¨ με τον Σίμωνα τον Κυρηναίο που βοηθά τον Υιό σηκώνοντας τον σταυρό κατά την ανάβαση στον Γολγοθά.
Η Προσευχή
Από το τόσο δα παιδί / που άκαιρα πεθαίνει
Τη μάνα του, που είναι εκεί / και που βαριανασαίνει
Από εκείνον που πεινά κι από τον διψασμένο
Κι απ’ το πουλί που ξαφνικά / νιώθει εξαντλημένο
-το αίμα να στάζει απ’ το φτερό- / και πέφτει πληγωμένο
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Από το ξύλο που ο μπεκρής / έδωσε στα παιδιά του
Το γαϊδουράκι που κλωτσιές / έφαγε στην κοιλιά του
Από τον γιο που αναίσχυντα / τη μάνα του την βρίσαν
Απ’ το κορίτσι που έγδυσαν / κι ύστερα το πουλήσαν
Και από τον αθώο που / άδικα εξευτέλισαν
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Απ’ τη γριά που, σκόνταψε / απ’ το μεγάλο βάρος,
που κουβαλούσε πάνω της / και φώναξε «Θεέ μου!»
καθώς κι από τον φουκαρά / που έρμαιο του ανέμου
δεν μπόρεσε να στηριχτεί / σ’ ανθρώπινη αγάπη
Κι απ’ το πεσμένο καταγής / άλογο τ’ αγωγιάτη
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Με τέσσερις ορίζοντες / τον κόσμο να σταυρώνουν
Μ’ όλους όσους οι σάρκες τους / ματώνουν, μαραζώνουν
Με όσους πια δεν έχουνε / τα πόδια ή τα χέρια
Με εκείνους που υπέφεραν / κάτω απ’ τα νυστέρια
Με τους εξιλαστήριους / τους συκοφαντημένους
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Από τη μάνα πού ΄μαθε / ο γιος της πως ανάρρωσε
Από φιλί που χάθηκε / κι αγάπη που δυνάμωσε
Απ’ το πουλί π’ ανήσυχο / τον νεοσσό γυρεύει
Απ’ το γρασίδι που διψά / και πίνει απ’ τα βρεμένα
Απ’ τον ζητιάνο που ξανά / βρήκε ψιλά [που νόμιζε] χαμένα
Σε χαιρετώ Μαρία
Εδώ από τον Brassens
.
Εδώ η ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
.
La Prière
Par le petit garçon qui meurt près de sa mère
Tandis que des enfants s’amusent au parterre
Et par l’oiseau blessé qui ne sait pas comment
Son aile tout à coup s’ensanglante et descend
Par la soif et la faim et le délire ardent
Je vous salue, Marie
Par les gosses battus, par l’ivrogne qui rentre
Par l’âne qui reçoit des coups de pied au ventre
Et par l’humiliation de l’innocent châtié
Par la vierge vendue qu’on a déshabillée
Par le fils dont la mère a été insultée
Je vous salue, Marie
Par la vieille qui, trébuchant sous trop de poids
S’écrie «mon Dieu !» par le malheureux dont les bras
Ne purent s’appuyer sur une amour humaine
Comme la Croix du Fils sur Simon de Cyrène
Par le cheval tombé sous le chariot qu’il traîne
Je vous salue, Marie
Par les quatre horizons qui crucifient le monde
Par tous ceux dont la chair se déchire ou succombe
Par ceux qui sont sans pieds, par ceux qui sont sans mains
Par le malade que l’on opère et qui geint
Et par le juste mis au rang des assassins
Je vous salue, Marie
Par la mère apprenant que son fils est guéri
Par l’oiseau rappelant l’oiseau tombé du nid
Par l’herbe qui a soif et recueille l’ondée
Par le baiser perdu par l’amour redonné
Et par le mendiant retrouvant sa monnaie
Je vous salue, Marie
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Ιουνίου, 2022
Ρώμη Αφέντρα
Πόσο όμορφη είσαι Ρώμη σαν βραδιάζει
Στα σιντριβάνια σαν γυαλίζεται η σελήνη
Τα ζευγαράκια σαν φεύγουν ένα ένα
Πόσο όμορφη είσαι Ρώμη όταν βρέχει!
.
Όταν ο ήλιος δύει μεγαλώνεις
Καθώς οι λόφοι παίρνουν χρώμα – πορτοκάλι
Τα παραθύρια
γίνονται μάτια μύρια
Που σε κοιτάν και λένε
Πόσο είσαι ωραία!
.
Σήμερα μοιάζει σαν
Να σκάλωσε ο χρόνος εδωδά
Βλέπω αγέρωχο το Κολοσσιαίο
Βλέπω λίγο πιο κει τον Άγιο Θόλο
Κι είμαι πιο ζωντανός
Και είμαι πιο καλός
Ποτέ δε θα σ’ αφήσω
Ρώμη αιώνια
Σ’ ένα άθλιο κόσμο
Ρώμη αφέντρα
Σ’ ένα άθλιο κόσμο
.
Μια άμαξα περνάει με δυο ξένους
Ψάχνει ένας παλιατζής παλιές αγάπες
Και τα σπουργίτια γίνονται αηδόνια
Εδώ γεννήθηκα κι εγώ Ρώμη Αφέντρα
Αλλά σε ξαναβρίσκω
Μόλις τώρα…
.
Σήμερα μοιάζει σαν
Ο χρόνος να σταμάτησε εδώ
Βλέπω αγέρωχο το Κολοσσιαίο
Βλέπω λίγο πιο κει τον Άγιο Θόλο
Κι είμαι πιο ζωντανός
Και είμαι πιο καλός
Ποτέ δε θα σ’ αφήσω Ρώμη αιώνια
Σ’ ένα άθλιο κόσμο
Ρώμη αφέντρα
Του άθλιου κόσμου
Antonello Venditti: Roma capoccia
.
Ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
.
Ένα τραγούδι για την Ρώμη γραμμένο το 1978 από τον άγνωστο τότε τραγουδοποιό Antonello Venditti. Οι στίχοι είναι διανθισμένοι με στοιχεία απ’ το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της αιώνιας πόλης. Ο Venditti έχει γεννηθεί εκεί και μιλάει για την πόλη του με τρυφερότητα, αγάπη αλλά και δυσθυμία, κυρίως, για τη σχέση της με τον ¨άθλιο κόσμο¨ που την περιβάλλει. Αν και έχω ζήσει μόνο δύο χρόνια στη Ρώμη, έχω την εντύπωση πως τον καταλαβαίνω. Σημείωση: Η λέξη capoccia ιδιωματικό παράγωγο της λέξης capo σημαίνει επιστάτης αλλά και αρχηγός· στην απόδοση χρησιμοποίησα τη λέξη ¨Αφέντρα¨.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Ιανουαρίου, 2022
Σε εκδοχή Τζαζ
Ah ah ah ah putain de toi
Ήταν τότε που εγώ / ζούσα πάνω στο φεγγάρι
Τις επίγειες χαρές / τις είχα απαρνηθεί
Σκάρωνα Ωδές / και με περισσό καμάρι
Βοήθαγα τις γάτες / που ’χανε χαθεί
Αχ βαχ, εγώ ο φουκαράς!
Αχ βαχ, εσύ σωστός μπελάς!
Μπόρα νυχτερινή / και μου γρατζουνάν την πόρτα
Λέω θα ΄ναι καμιά γάτα / χαμένη στη βροχή
Μα τούτη τη φορά / δεν είναι όπως πρώτα
αυτή τη φορά, / ήσουνα εσύ
Αχ βαχ, εγώ μπιτ αγαθός
Αχ βαχ, εσύ μπελάς σωστός
Με τα μάτια σχιστά, / πράσινα σαν βλασταράκια
Μού ’βαλες τη ροζ πατούσα / πάνω στην καρδιά
Ευτυχώς που δεν είχες / στα χείλη σου μουστάκια
Κι η αρετή σου, εν τέλει, / δεν ήταν βαριά
Αχ βαχ, εγώ ο μπαγλαμάς
Αχ βαχ, εσύ σωστός μπελάς
Σκόρπισες όσα νόμιζα / πως ήτανε δικά μου
Κι άναψες πυρκαγιά / σε μια μποέμικη ζωή
Μα για μένα, τα γατιά, / τ’ άνθη, τα ποιήματά μου
Ήλιος και βροχή / ήσουν μόνο εσύ
Αχ βαχ, εγώ ο μπιτ χαζός
Αχ βαχ, εσύ μπελάς σωστός
Όμως να που οι καιροί / μας πιάνουν εξαπίνης
Και τον έρωτά όχι, / δεν τον παραπλανάς
Εσύ τους στίχους μου τους καις, / τα άνθη μου τα φτύνεις
Και τις γάτες μου / τις κατατυραννάς
Αχ βαχ, εγώ ο μπουνταλάς
Αχ βαχ, εσύ σωστός μπελάς
Το χειρότερο όμως / αξιολύπητη καριόλα:
Το κελάρι μου πως είναι / άδειο όταν νόμισες
Δίχως ίχνος ντροπής / και για μια μόνο μπριζόλα
Στο κρεβάτι του χασάπη / μετακόμισες
Αχ βαχ, εγώ ο μπιτ ζαβός
Αχ βαχ, εσύ μπελάς σωστός
Πέρασες πια τα όρια / και γι αυτό θα πω αντίο
Και στις ψευτοαγάπες / και στις αυταπάτες μου
Πάω πίσω στο φεγγάρι / μαζί με τα κέρατά μου
Και τους στίχους και τα άνθη / και τις γάτες μου
Αχ βαχ, εγώ αρχι-χαλβάς
Αχ βαχ, εσύ κακός μπελάς
Ακόμη ένα τραγούδι (από τα ¨ελευθερόστομα¨) του Ζορζ Μπρασένς και ακόμη μια (ως συνήθως) ¨άπιστη¨ μετάφραση στα Ελληνικά. Δυο τρία πράγματα σχετικά με τα ελευθερόστομα τραγούδια και τις άπιστες μεταφράσεις μπορείτε να βρείτε σε παλιότερες ανάλογες αναρτήσεις πχ εδώ
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Ιουλίου, 2021
Το φάντο της αιώνιας αθωότητας
Εξερευνώντας τη λαϊκή μουσική σταματάμε σήμερα σε ένα ακόμη φάντο. Πάνω σε παραδοσιακή μελωδία και σε στίχους του ποιητή Carlos Conde (υπάρχουν κι άλλοι στίχοι με την ίδια πάνω-κάτω μουσική) ο Alfredo Marceneiro τραγουδά: É tão bom ser pequenino (Τι όμορφο να είσαι πιτσιρίκι).
Ο Marceneiro σε παλιά ζωντανή ηχογράφηση
Από τον Rodrigo σε παραδοσιακή μουσική και στίχους του João Linhares Barbosa
Από τον JOÃO MARCOS PARREIRA
…και η ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά
Τι όμορφο να είσαι πιτσιρίκι
Τι όμορφο να είσαι πιτσιρίκι
Να ‘χεις μαμά, μπαμπά, γιαγιάδες
Να έχεις πίστη στ’ Αγαθού τη νίκη
και οι Μοίρες να ‘ναι τρυφερές κυράδες
Με κέφι όλα γύρω να τα βλέπεις
Χωρίς αναμονές και αμφισβητήσεις
Και σε μια ώρα μέσα να βιώνεις
όσα δεν δίνουν μιας ζωής περιπλανήσεις
Ιδέα να ’ναι το Καλό, χωρίς καχυποψία
Και να ‘χει ο Κόσμος θαυμαστή ουσία
Πέταξε ’συ με τ’ όνειρου τις πεταλούδες
Κι έχε κοντά σου όσους σ’ αγαπάνε
Κι ακόμη πιο πολύ απ’ όλους
Τη μάνα, τον πατέρα, τους παππούδες.
Να ’χεις στα μάτια σου του Αίσιου τη λάμψη
Μία ματιά σου να χωράει την πλάση
Να ’ναι τα θαύματα εφικτά για σένα
Και τα ξυπνήματά σου ονειρεμένα
Μακριά από τον άγριο τούτο κόσμο
Μείνε για πάντα πιτσιρίκι
Κι αν είν’ αφόρητη η τροχιά της Ειμαρμένης
Ας είσαι ξόρκι που νικά τη φρίκη
Ω άλγος σκοτεινό ω περιπέτεια
Που ήσουν της αστάθειάς μου αιτία
Δωσ’ μου ξανά την παιδική ηλικία
Την έκπληξη, την αμεριμνησία
Πάρε με απ’ τους χρόνους της σκληρότητας
Δώσε μου φως παλιό για να μιλήσω
Δώσε μου και φωνή να τραγουδήσω
Το φάντο της αιώνιας αθωότητας
Γιατί είναι όμορφο να τραγουδάς το φάντο και να ΄χεις δίπλα αυτούς που σ’ αγαπάνε
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Ιουνίου, 2021
Πάμε τώρα να συναντήσουμε νεράιδες της Λατινικής Αμερικής.
Νεράιδες που συνοδεύονται από έξοχες λαϊκές μουσικές και δημώδεις στίχους άγνωστων ραψωδών.
Σήμερα θα εστιάσουμε στη Γιορόνα, μελαγχολικό ξωτικό και μυθική ηρωίδα του Μεξικού καθώς και άλλων λατινοαμερικανικών χωρών.
Εδώ παρακάτω θα βρείτε τη μπαλάντα της Γιορόνας από ισπανόφωνους τραγουδιστές, καθώς και την προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά ορισμένων στίχων.
Πρώτα όμως μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις:
* Η Γιορόνα μοιάζει με τη Μήδεια. Έχει υποστεί αδικίες και προσβολές και απαντά θανατώνοντας τα παιδιά της και αυτοκτονώντας
* Η Γιορόνα είναι μάγισσα / ξωτικό / φάντασμα. Περιφέρεται θρηνώντας, προκαλώντας φόβο, τρόμο, αλλά και μια ανελέητη έλξη στα αρσενικά.
* Η Γιορόνα είναι πανέμορφη και ερωτεύσιμη.
* Οι στίχοι διαφέρουν από τόπο σε τόπο και συνήθως ποικίλουν και στις διαφορετικές εκτελέσεις. Εδώ μεταφέρω ενδεικτικά μερικές επιλεγμένες στροφές.
*Δεν μιλώ τη γλώσσα του Θερβάντες, αλλά ανακάλυψα εκδοχές των στίχων σε πιο προσιτά γλωσσικά ιδιώματα. Έτσι είπα να φτιάξω μια ακόμη (όχι κατ’ ανάγκην απολύτως πιστή) προσαρμογή στα Ελληνικά.
* Μεταμφιεσμένα αντίγραφα της Γιορόνας μπορείτε να συναντήσετε στους λατινοαμερικανικούς δρόμους την ημέρα την αφιερωμένη στους Μακαρίτες.
Τέλος, σας υπενθυμίζω πως στο Ιστολογοφόρο υπάρχει ακόμη ένα κείμενο αφιερωμένο σε λατινοαμερικανίδα δαιμόνισσα: την Σιγκουάπα. Το κείμενο, απόσπασμα του μυθιστορήματος ¨ΜΠΑ¨, μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Η Γιορόνα από τις μεξικάνικες κιθάρες των Julio Humala και Anastasia Sonaranda
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Νοεμβρίου, 2019
Καμιά φορά κολλάς. Λες: θα σταματήσω εδώ για λίγο (ας πούμε στη δουλειά ενός συγγραφέα ή τραγουδοποιού που -καταρχάς- σου αρέσει) θα του αλλάξω λίγο τον κώδικα έκφρασης, όσο χρειάζεται για να τον κάνω πιο προσιτό στους -εξ ορισμού- φίλους του Ιστολογοφόρου και θα αναρτήσω ένα δείγμα, άντε δύο. Αλλά κολλάς. Και επανέρχεσαι. Άλλοτε δριμύτερος κι άλλοτε έτσι κι έτσι.
Κάτι τέτοιο μου συνέβη και παλιότερα με τον Μπρασένς, που μου άρεσε από τότε που ήμουν πιτσιρικάς -αν και τότε δεν καταλάβαινα γρι τι έλεγε- και άρεσε και στο γιό μου όταν ήταν πιτσιρίκος, αλλά έμενε ως επί το πλείστον αμετάφραστος, άρα δυσπρόσιτος. Είπα να προσαρμόσω καναδυό τραγούδια στα ελληνικά και τελικά κόλλησα κι έφτασα τα σαράντα και. Τώρα η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται με τον Μπένι τον ιταλό συγγραφέα κυρίως διηγημάτων ή και ευρύτερων έργων που μοιάζουν με συναρμολογήσεις μικρών αφηγήσεων. Ποιήματα λίγα. Πάντως ευχαριστώ όσους μου έστειλαν την ευαρέσκειά τους για την επιλογή (λόγια ή like). Κάνει καλό.
Το κείμενο που ακολουθεί σήμερα θα έλεγα πως είναι ¨χύμα σκέψεις¨, δηλαδή εδώ αλλάζει κάπως το είδος και το ύφος της γραφής. Είναι πιο αποφθεγματικό. Ο Στέφανο Μπένι πάνω σε ένα θέμα δύσκολο: Ψυχή
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Νοεμβρίου, 2019
Σήμερα σας έχω φτιάξει ακόμη μία μετάφραση στίχων του Stefano Benni. Όπως θα διαπιστώσουν οι ιταλομαθείς αντιπαραθέτοντας με το πρωτογενές κείμενο εδώ παρακάτω, πρόκειται για μια μετάφραση θα έλεγα απροκατάληπτη, για να μη πω κάπως άπιστη. Πάντως νομίζω πως παραμένει κοντά στο (τρυφερά σκωπτικό) πνεύμα του συγγραφέα.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Νοεμβρίου, 2019
Ο Στέφανο Μπένι είναι ένας σύγχρονος ιταλός συγγραφέας γνωστός κυρίως για τα διηγήματα και τις νουβέλες του. Παλιότερα είχα αναρτήσει στο Ιστολογοφόρο την απόδοση στα ελληνικά ενός μικρού θεατρικού κειμένου με τίτλο Σέρλοκ Μπάρμαν καθώς και τη μετάφραση μιας σειράς θεατρικών μονολόγων με τίτλο Μπλουζ σε 16 Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Σήμερα σας έχω την απόδοση κάποιων στίχων που δημοσιεύτηκαν το 1991 (συλλογή: Ballate, εκδόσεις: Feltrinelli).
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Αυγούστου, 2019
George Brassens: Πηνελόπη
Εσύ γυναίκα ιδανική
του σπιτιού το τριζόνι
που η φορεσιά σου η σπιτική
λαδιές δε σηκώνει
η ακλόνητη εσύ Πηνελόπη.
Εσύ που πάντα ακολουθείς
το καλοκάγαθό σου ταίρι
σου ‘τυχε, πες μου, να βρεθείς
με σκέψεις πονηρές απ’ άλλα μέρη
που να σε πάρουν το κατόπι;
και να σε πάρουν το κατόπι;
.
Πίσω από τις κουρτίνες
της ζεστής σου φωλιάς
καθώς προσμένεις να επιστρέψει
ο Οδυσσέας της γειτονιάς
κι υφαίνουν τα λεπτά σου χέρια
δεν ονειρεύτηκες ποτέ
τις ώρες της μελαγχολίας
σε άλλης κλίνης ουρανό
με γεύση άλλης ουτοπίας
να μετράς τα νεόφαντα αστέρια;
να μετράς τα καινούργια τ’αστέρια;
.
Δεν έχεις άραγε ευχηθεί
μια ¨περιπέτεια¨ που περνάει
που σε τραβάει απ’ τα μαλλιά
που σ’ άλλο όνειρο σε πάει
και ψιθυρίζει γι άλλες τρέλες;
Που στον λαχανόκηπό σου
φυτεύει μαργαρίτες
σου τάζει μήλα αμαρτωλά
και καμπανίτες και μηλίτες
και σ’ ανακατώνει τις δαντέλες
και να σ’ αναστατώνει τις δαντέλες
.
Δεν έχεις άραγε ευχηθεί
στο δρόμο σου να συναντήσεις
το γελαστό τ’ αερικό
που δε μπορείς να τ’ αγνοήσεις
με πονηριά να σε στοχεύει;
Που σάρκα λεία, τρυφερή
στα κρύα αγάλματα χαρίζει
τους παίρνει κάθε αρετή
από τα βάθρα τα γκρεμίζει
και τα συκόφυλλα τους κλέβει
και τα φύλλα της συκής τους κλέβει
.
Αλλά… μη φοβάσαι, ο ουρανός
δε σου κρατάει κακία
δεν έχει λόγο σοβαρό
να βάλει μια Αμαρτία
στων ατοπημάτων σου τη χύτρα.
Θα ‘ναι ένα λάθος τυπικό
σφάλμα αμελητέο
όψη του φεγγαριού κρυφή
κρίμα συγχωρητέο
και της Πηνελόπης τα λύτρα.
και της Πηνελόπης τα λύτρα.
Από τον τροβαδούρο:
και μια ανάγνωση:
Pénélope
Toi l’épouse modèle, Le grillon du foyer; Toi qui n’a point d’accrocs Dans ta robe de mariée; Toi l’intraitable Pénélope En suivant ton petit Bonhomme de bonheur, Ne berces-tu jamais En tout bien tout honneur De jolies pensées interlopes? De jolies pensées interlopes…
.
Derrière tes rideaux, Dans ton juste milieu, En attendant l’retour D’un Ulysse de banlieue; Penchée sur tes travaux de toile, Les soirs de vague a l’âme Et de mélancolie N’as tu jamais en rêve Au ciel d’un autre lit Compté de nouvelles étoiles? Compter de nouvelles étoiles…
.
N’as-tu jamais encore Appelé de tes vœux L’amourette qui passe, Qui vous prend aux cheveux? Qui vous compte des bagatelles, Qui met la marguerite Au jardin potager, La pomme défendue Aux branches du verger, Et le désordre a vos dentelles? Et le désordre a vos dentelles…
.
N’as-tu jamais souhaite De revoir en chemin Cet ange, ce démon, Qui son arc a la main Décoche des flèches malignes? Qui rend leur chair de femme Aux plus froides statues, Les bascul’ de leur socle, Bouscule leur vertu, Arrache leur feuille de vigne… Arrache leur feuille de vigne…
.
N’ait crainte que le ciel Ne t’en tienne rigueur, Il n’y a vraiment pas la De quoi fouetter un cœur Qui bat la campagne et galope… C’est la faute commune et le péché véniel, c’est la face cachée de la lune de miel et la rançon de Pénélope… Et la rançon de Pénélope.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Αυγούστου, 2019
Και μια που ξαναβρεθήκαμε με τον μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) ιδού ένα (καλοκαιρινό θα έλεγα) τραγουδάκι από τα πιο παλιά: Η μυγδαλιά. Συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ JE ME SUIS FAIT TOUT PETIT (1957) -το ομώνυμο άσμα σας το έχω ήδη μεταφράσει εδώ.
(τραγουδά ο Μπρασένς)
Η Μυγδαλιά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
μια φορά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
στη γειτονιά
μοναχά για τα κορίτσια
που ‘χαν στόμα λαίμαργο
-ίσως και άλλα καπρίτσια-
φύτεψα, τ’ ομολογώ.
*
Ένας σκίουρος με φούστα
δίνει μια-
Ένας σκίουρος με φούστα
ξαφνικά
σκαρφαλώνει και μου λέει:
Είμαι λαίμαργη πολύ
ένα μύγδαλο αν μου δώσεις
θα σου δώσω ένα φιλί.
*
Εσύ ανέβα όσο θες
αν μπορείς
εσύ ανέβα όσο θες
κι αν μπορείς
στ’ άψε σβήσε τσιμπολόγα
και προπάντων μη ξεχνάς
ότι πρέπει να μου δώσεις
το φιλί που μου χρωστάς.
*
Όταν τα ροκάνισε όλα
τι μου λέει;
Με το στόμα της γεμάτο
τι μου λέει;
Θα σε ξεπληρώσω όταν
οι ζαβοί βγάλουν φτερά
και θα πάρεις το φιλί μου
όταν θα πετάς ψηλά.
*
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
αλλά αν κάνεις ότι πέφτεις
να σε κλάψω δε μπορώ
κι αν τυχόν τα κακαρώσεις
δεν θα μαυροφορεθώ
*
Τίποτα δεν μένει πια
στη μυγδαλιά
Τίποτα δεν έχει πια
η μυγδαλιά
μόνο τσόφλια μες το χώμα,
πάει χαμένη η σοδιά,
μα, το λαίμαργό της στόμα
μ’ ανταμείβει με φιλιά.
*
Η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή
η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή,
ύστερα ο καιρός θυμώνει
κρύο, κεραυνοί, βροχή
η μυγδαλιά μου έγινε σκόνη
κι η αγάπη μου μαζί.
(ανάγνωση)
Georges Brassens «L’amandier»
J’avais le plus bel amandier Du quartier Et, pour la bouche gourmande Des filles du monde entier Je faisais pousser des amandes Le beau, le joli métier!
.
Un écureuil en jupon Dans un bond Vint me dire «Je suis gourmande Et mes lèvres sentent bon Et, si tu me donnes une amande Je te donne un baiser fripon!».
.
«Grimpe aussi haut que tu veux Que tu peux
et tu croques, et tu picores Puis tu grignotes, et puis tu Redescends plus vite encore Me donner le baiser dû!»
.
Quand la belle eut tout rongé Tout mangé «Je te paierai, me dit-elle A pleine bouche quand les Nigauds seront pourvus d’ailes Et que tu sauras voler!»
.
«Monte m’embrasser si tu veux,
si tu peux Mais dis-toi que, si tu tombes Je n’aurais pas la larme à l’œil Dis-toi que, si tu succombes Je ne porterai pas le deuil!»
.
Les avait, bien entendu Toutes mordues Toutes grignotées, mes amandes Ma récolte était perdue Mais sa jolie bouche gourmande En baisers m’a tout rendu!
.
Et la fête dura tant Que le beau temps Mais vint l’automne, et la foudre Et la pluie, et les autans Ont change mon arbre en poudre Et mon amour en même temps!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Αυγούστου, 2019
Έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι που μιλάει για τη νεανική εξέγερση του ’68. Τυχαία -η πεντηκονταετία από τα γεγονότα συμπληρώθηκε πέρυσι και με την ευκαιρία ειπώθηκαν ήδη πολλά.
Αυτή τη φορά όμως οι έμμετρες σκέψεις ήταν τραγουδισμένες από τον Γάλλο τροβαδούρο στον οποίο το παρόν Ιστολογοφόρο έχει μια κάποια αδυναμία. Να λοιπόν που γυρίζουμε πίσω στη μουσική και τους στίχους του George Brassens.
Πρόκειται για τη ¨Λεωφόρο του καιρού που περνάει¨ (Boulevard du temps qui passe) και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ Δον Ζουάν το οποίο κυκλοφόρησε το 1976. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι πως ο Βrassens δεν είχε μέχρι τότε εκφραστεί με σαφήνεια υπέρ ή κατά της νεανικής εξέγερσης (όπως άλλωστε και ο Βrel -ο οποίος όμως είχε ήδη ξεκαθαρίσει την ευρύτερη θέση του από το ‘61. Τους χαρακτηριστικούς στίχους του Brel για τους μπουρζουάδες και τους γόνους τους θα βρείτε εδώ ). Όπως θα δείτε, ανάλογος σκεπτικισμός επικρατεί και στο Boulevard du temps qui passe.
Στις πρώτες έξι στροφές ο τροβαδούρος χρησιμοποιεί, με ύφος εξομολογητικό, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς. Εμείς οι νέοι, οι ωραίοι, οι επαναστάτες. Στην έβδομη στροφή μιλάει για ¨αυτούς¨ και δε διστάζει να τους παρομοιάσει με ¨ασβεστωμένους τάφους¨ με αναφορά σε ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (XXIII 27) όπου ο Χριστός λέει: Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας
Σημείωση: Μια που τον καιρό εκείνο ξεκινώντας από τη Φλωρεντία είχα επισκεφτεί (με οτοστόπ) το Παρίσι, έχω κάποιες προσωπικές εντυπώσεις, που ίσως συμπεριλάβω σε προσεχή ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο.
Ακολουθούν:
*Το τραγούδι (ηχητικό)
* Μια απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα με τη (συνήθη) προσπάθεια οι στίχοι να ¨χωράνε¨ στη μουσική, έστω με λίγο ζόρι, έτσι ώστε το τραγούδι να αποκτήσει μια εκδοχή στην ελληνική γλώσσα.
* Μια πιο ¨ελεύθερη¨ απόδοση, εκτός μουσικής, δηλαδή απαλλαγμένη από το άγχος που δημιουργούν οι πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις όταν πρέπει να στριμωχτούν σε μια δοσμένη μελωδία.
* Το κείμενο στα γαλλικά
Το τραγούδι
Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ
Πλέον χωρίς το μπιμπερό
είπαμε ας πάμε έξω από ‘δω
όπου οι καιροί μας προσπερνάνε
την ¨ξαστεριά¨ γυρεύοντας
γέρους κι οκνούς στοχεύοντας
που δεν τα παρατάνε
*
Κοίταξε, ήτανε μόλις χτες
στους δρόμους, μ’ όψεις γελαστές
-ποιοι τάχα θα μας υποτάξουν;-
Πατήσαμε φράχτες κι αυλές
κι ανάψαμε χαράς φωτιές
οι μπουρζουάδες να τρομάξουν.
*
Ψηλά τα λάβαρα ξανά
κι όρκος στο επτά -οκτώ -εννιά:
Να ξαναπέσει η Βαστίλη!
και αγκαλιάσαμε με ορμή
όσες δεν άγγιζαν πια αυτοί
Έρως-Θεός μας είχε στείλει
*
Σε βάλτο μ’ έντυπα παπιά
εμείς τα γελαστά παιδιά
Πέτρες πετάξαμε απ’ το δρόμο
Τίποτα πια δεν μένει ορθό:
ταμπού ή πίστη σε θεό,
σε νόμο ή σε τρόμο
*
Σαν ήχησε ¨παύσατε πυρ¨,
άλλος κρανίο του Βλαδιμίρ
κι άλλος γκριζάδα και ρυτίδες
και διαπιστώσαμε εκεί δα
πόσο στην άνοιξη κοντά
είν’ οι αλκυονίδες
*
Γυρνάμε τότε: βήμα αργό!
ναι, με τον τρόπο τον παλιό,
κι όσο κι αν φαίνεται αστείο
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο
******
…Όλους, φθαρτούς και πλαδαρούς
Φαρισαίους και τάφους λευκούς
παιδιά ενός Μάη που γερνάει
τους είδαμε ξανά εχτές
να επελαύνουν νέοι και νιες
στη λεωφόρο του καιρού που
[άτεγκτος] περνάει
Η λεωφόρος των Καιρών που Περνάνε
Από τη κούνια μόλις είχαμε ξεμυτίσει
και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα
εκεί που όλα είχαν ξεκινήσει:
Που πάει να πει ωστόσο
εκεί που οι καιροί,
ενώ κανένας δεν το περιμένει,
μοιάζουν αναγκασμένοι
το δέρμα τους να αλλάζουν κάθε τόσο
*
Ψέλναμε τα τραγούδια μας, τα επαναστατικά
ενάντια σ’ όλα τα κακά
και προπαντός
σ’ όσα κατάφερναν ακόμη οι παλιοί,
οι γερασμένοι, οι χοντροί, οι πλαδαροί
που ζουν -οχυρωμένα σκιάχτρα-
στων σκουριασμένων ιδεών τα κάστρα
*
Μας είδαν όλοι – ήταν σαν χθες.
Νέοι, και υπερήφανοι,
ποδοπατώντας τα παρτέρια των παλιών
ανάψαμε χαράς φωτιές
και λικνιστήκαμε σ’ αλλόκοτο χορό,
καθώς του φόβου το σκουλήκι
μέσα στον κάθε μπουρζουά
τρύπωνε ζοφερό.
*
Είπαμε:
εμείς θα επαναλάβουμε το επτά-οκτώ-εννέα
εμείς θα κυριεύσουμε μία Βαστίλη νέα
και από αύριο κιόλας, όλα θα ‘ ναι καινούργια
…κι ύστερα αγκαλιάσαμε λαίμαργα και με φούρια
εκείνες που δεν άγγιζαν οι μπουρζουάδες πια
και για να πάνε όλα καλά στις νέες τις ημέρες
τους γονιμοποιήσαμε κάμποσες θυγατέρες.
*
Με ευθυμία εύλογη και κοροϊδευτική
ρίχναμε τους κυβόλιθους
στον βάλτο με τις πάπιες τους.
Τι θύελλα! Τι θέαμα! Τι υπερπαραγωγή!
Τίποτα πια δεν έμεινε ορθό
καθώς κατεδαφίζαμε ο, τι είχε κάποια σχέση
με τα δικά τους τα ταμπού, αρχές ή πίστη σε θεό.
*
Όμως, σαν σήμανε η κατάπαυση πυρός
δεν αναγνωρίζαμε ούτε κι εμάς τους ίδιους
άλλος δεν ήταν πια μαλλιάς, μα φαλακρός
και άλλος τους κροτάφους είχε γκρίζους
και έτσι καταλάβαμε εν τέλει
– ο, τι κι αν υπαγόρευαν οι ελπίδες-
πόσο είναι η άνοιξη κοντά
στις λιγοστές χειμερινές αλκυονίδες.
*
Γυρνάμε τότε, αλλάζουμε, σε βήμα πιο αργό
ναι, πάνω κάτω, με τον τρόπο τον παλιό,
τον παραδοσιακό,
γιατί,
όσο κι αν φαίνεται αστείο,
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά,
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο.
***********
…Όλους αυτούς τους φθαρτούς και φτιαγμένους
φαρισαίους και τάφους ασβεστωμένους
στο καβούκι τους μέσα που παραπαίουν
ναι τους είδαμε χτες
υπερήφανους νέους να κατηφορίζουν
στη λεωφόρο των καιρών που λακίζουν.
*
Μια ανάγνωση:
Boulevard du temps qui passe
A peine sortis du berceau, Nous sommes allés faire un saut Au boulevard du temps qui passe, En scandant notre » Ça ira » Contre les vieux, les mous, les gras, Confinés dans leurs idées basses.
*
On nous a vus, c’était hier, Qui descendions, jeunes et fiers, Dans une folle sarabande, En allumant des feux de joie, En alarmant les gros bourgeois, En piétinant leurs plates-bandes.
*
Jurant de tout remettre à neuf, De refaire quatre-vingt-neuf, De reprendre un peu la Bastille, Nous avons embrassé, goulus, Leurs femmes qu’ils ne touchaient plus, Nous avons fécondé leurs filles.
*
Dans la mare de leurs canards Nous avons lancé, goguenards, Force pavés, quelle tempête! Nous n’avons rien laissé debout, Flanquant leurs credos, leurs tabous Et leurs dieux, cul par-dessus tête.
*
Quand sonna le » cessez-le-feu » L’un de nous perdait ses cheveux Et l’autre avait les tempes grises.
Nous avons constaté soudain Que l’été de la Saint-Martin N’est pas loin du temps des cerises.
*
Alors, ralentissant le pas, On fit la route à la papa, Car, braillant contre les ancêtres, La troupe fraîche des cadets Au carrefour nous attendait Pour nous envoyer à Bicêtre.
***
Tous ces gâteux, ces avachis, Ces pauvres sépulcres blanchis Chancelant dans leur carapace, On les a vus, c’était hier, Qui descendaient jeunes et fiers, Le boulevard du temps qui passe.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Ιουνίου, 2017
Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, όγδοος μονόλογος: Ο Πατέρας. [Τελευταίο- ολόκληρο το θεατρικό κείμενο (8+8 μονόλογοι ) του Benni στη δεξια στήλη κάτω από τον τίτλο ¨Μεταφράσεις ποιημάτων και σχεδιάσματα κειμένων¨].
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Απριλίου, 2017
Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1]
Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.
Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο, εδώ) και είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).
Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:
[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Μαρτίου, 2017
Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ
Άναψε την κονσόλα, νεαρέ
και μάθε πώς να σέρνεσαι
αν θέλεις κάποτε να γίνεις
φίδι χωρίς σκιά και ξύπνιο
σαν κι εμένα.
Εγώ είμαι το ψάρι το μικρό
το πιο ιοβόλο.
Εγώ εγκαίρως έμαθα
πώς στο σκοτάδι να δαγκώνω.
Στις τσέπες μου δεν κουβαλάω πια
φωτογραφίες
βρισιές δε γράφω πια στους τοίχους
ούτ’ ερωτόλογα.
Μ’ αρέσουνε οι νικητές
και οι ανοιχτοχέρηδες.
Μ’ αρέσει η Αποκάλυψη
αλλά με φωτισμό σωστό
και με σινιέ κουστούμια.
Να διακινώ μ’ αρέσει
και να καταναλώνω.
Μ’ αρέσει -αν μου επιτρέπετε
έτσι να εκφραστώ-
αυτό που σ’ όλους σήμερα
¨του θανατά¨ αρέσει.
Αγόρασε το πράμα μου
παρ’ το, είτ’ είσαι γέρος
είτε ακόμη είσαι νιος
είτε πατέρας είτε γιος,
αυτή είναι η μόνη μουσική
ολομερής που παίζει
σ’ οθόνες και ραδιόφωνα.
Και πες μου, τι νομίζεις πως
τα βιβλία θα μπορούσαν να βοηθήσουν
όταν θα είσαι πάνω στην καρέκλα
την ηλεκτρική;
Οι έσχατοι ουκ έσονται οι πρώτοι
παρά ψοφάνε απ’ το κρύο ξαπλωμένοι
πάνω στις μαντεμένιες σχάρες
των υπονόμων
κι η νύχτα απ’ το τοπίο τους διαγράφει
σα να ‘ταν βάρκες που φουντάρανε στον πάτο.
Μη δίνεις βάση στις κραυγές
κι έλα να σε κεράσω.
Ξέρω μια Πολωνέζα που μπορεί
να σου ρουφήξει την καρδιά.
Και ξέρω κι ένα χάπι
που τα μυαλά στα ψήνει
έτσι μετά, μπορείς και να τα φας.
O Raiden μπορεί να καθαρίσει
πάνω από εκατό εχθρούς
πατώντας τα σωστά κουμπιά.
Κάτω, στο σκοτεινό σοκάκι
έχω αμάξι αεροδυναμικό
βγαλμένο από τα κόμικς,
χρώμα πράσινος δράκος
που ανέμελος φουμάρει ένα πούρο.
Έλα, σε περιμένω στο ημίφως.
Το σβήσιμο είναι
η υψηλή μου τέχνη.
Θα ‘θελα να πεθάνω ακόμη νέος
μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα
να ξανανιώσω
γι αυτό με υπομονή θα περιμένω
η έσχατη κραυγή να ακουστεί
και θα ‘ναι η δική μου, όχι του κόσμου.
[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨. Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].