Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 12 Ιουλίου, 2013
Ένα ακόμη δαιμόνιο βγαίνει από το ντουλάπι για να πάρει μέρος στις αφηγήσεις μας, αυτή τη φορά είναι του Νίκου…
ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΒΑΚΟΣ
Το γλυπτό
Ο γλύπτης τρεις μέρες προσπαθούσε να σμιλέψει τον αριστερό οφθαλμό της προτομής. Μ’ επιδέξιες κινήσεις και λεπτά χτυπήματα αγωνιζόταν να δει το αποτέλεσμα που θα ικανοποιούσε τις προσδοκίες του. Όμως του κάκου, τίποτα δεν του πήγαινε καλά. Απογοητευμένος έπεσε σε περισυλλογή.
Φανταζότανε τον δαίμονα της Υπομονής που είχε αναλάβει να χαράξει, μειλίχιο, χαμογελαστό, γεμάτο αυτοπεποίθηση και καρτερία. Η αλήθεια είναι πως τούχε βγει εύκολα και γρήγορα η όψη του. Μέχρι που κυριολεκτικά κόλλησε όταν έφθασε στ’ αριστερό μάτι.
Κουρασμένος, πτοημένος, ανήμπορος άρχισε να σκέφτεται ακόμα και την αποτυχία.
Πάνω εκεί τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος γλυκός, ευεργετικός, λυτρωτικός. Του αφαίρεσε το βάρος της αγωνίας. Αίφνης άρχισε να ονειρεύεται. Ήρθε λέει στο δωμάτιό του μια μορφή παράξενη που του συστήθηκε σαν ο δαίμονας της Υπομονής που αναζητά. Στάθηκε μπροστά του κι ήταν πράγματι ολόιδιος με την προτομή του δικού του δαίμονα. Έκπληκτος κι εκστασιασμένος διαπίστωσε ότι ήταν μονόφθαλμος.
Πετάχτηκε ξαφνιασμένος. Είδε αμέσως το έργο που αγωνιζόταν να ολοκληρώσει. Απίστευτο, αποκαλυπτικό, υπέροχο μονολόγησε. Η προτομή του μονόφθαλμου δαίμονα της Υπομονής μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα στα χείλη, τούγνεφε φιλικά. Ήρεμος πλησίασε ο γλύπτης προς το μέρος του και με την παλάμη τίναξε την σκόνη από το πρόσωπο του γλυπτού.
Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Το έργο ήταν ολοκληρωμένο. Ο αριστερός οφθαλμός δεν ήταν απαραίτητος για την απεικόνιση της πραγματικότητας. Έτσι χωρίς καμιά αφαίρεση η τέχνη του ήταν αφαιρετική.
(σας το διαβάζω πάνω σε μουσική του Ferdinando Carulli)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Ιουλίου, 2013
Νίκος Μοσχοβάκος ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΩΡΑ ΠΕΝΤΕ
Η ώρα πέντε τ’ απομεσήμερο. Είναι η ώρα των ταυρομάχων είναι η ώρα των ποιητών. Ακριβώς η ώρα πέντε. Κόκκινο πανί ξεδιπλώνω στον αέρα όσο έχω καιρό σας προκαλώ και περιμένω την επίθεση.
Ακούω το μουγκρητό βλέπω την επέλαση κατά πάνω μου. Δεν πανικοβάλλομαι δεν ανησυχώ. Χαμογελώ ήρεμος κλείνω το μάτι με νόημα ξέρω καλά την αρένα αυτή. Ο αγώνας που μόλις άρχισε ξεσηκώνει τις κερκίδες σ’ επευφημίες. Όμως οι δείκτες του ρολογιού κόλλησαν. Ο χρόνος κυλά κι αυτοί εξακολουθούν να δείχνουν πέντε. Πέντε ακριβώς ! Η ώρα των ταυρομάχων η ώρα των ποιητών. Έρχεται το μαύρο της νύχτας αργά. Επιτέλους πότε θα ξεκολλήσει το ρολόι ;
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Ιουλίου, 2013
Στην προηγούμενη ανάρτηση χρησιμοποίησα ως μουσική υπόκρουση για τo ¨τραγούδι της Σιγκουάπα¨, ένα όμορφο πορτογαλικό τραγούδι με τίτλο Chuva (Βροχή)
Τώρα λέω να σας το αναρτήσω (μέσω παραπομπής στο youtube), τραγουδισμένο τόσο από τον συνθέτη και στιχουργό Jorge Fernando, όσο και από την εκπληκτική Mariza. Επίσης, ψάχνοντας, ανακάλυψα όχι μόνο τους στίχους, αλλά και μια μετάφραση στην ιταλική γλώσσα την οποία σας παραθέτω πιο κάτω μαζί με μια απόπειρα προσαρμογής στα ελληνικά (ως συνήθως). Τέλος, μαζί με την πορτογαλική ¨Βροχή¨ σας θυμίζω ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Μητσάκη που μιλάει επίσης για βροχή (Ψιλοβρέχει).
O Jorge Fernando
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Βροχή
Περνούν της ζωής οι ιστορίες / χωρίς ίχνη να αφήνουν
παρά μόνον αυτές που χαράξανε / πόνο ή κάποια χαρά
Ναι, υπάρχουν εκείνοι που, εν τέλει, / στις ιστορίες θα μείνουν
μα κι άλλοι που μηδέ τ’ όνομά τους / θα ακούσεις ξανά
*
Υπάρχουν καημοί που ζωή / στη ζωή ξαναδίνουν
το νόστο που κρύβω ξυπνούν / και με εσένα με σμίγουν, σαν χτες
Ναι, μέρες υπάρχουνε που / τη ψυχή μας σφραγίζουν
κι εκείνη που με άφησες μόνο / ήταν μια απ’ αυτές
*
Στους δρόμουςτης πόλης γυρνώ / έρμoς κι απελπισμένoς
την όψη μου τώρα χαράζει / η βροχή του Νοτιά
Στην πόλη με δάκρυα φωνάζω / η βροχή πως θα σβήσει
όση του έρωτά μου έχει πια / απομείνει φωτιά
¨
…μ’ ακούει η βροχή, και στην πόλη
το μυστικό μου δεν λέει,
μόνο να, που στα τζάμια χτυπά
νότες νοσταλγικές…
Chuva
As coisas vulgares que há na vida
Não deixam saudade Só as lembranças que doem Ou fazem sorrir
Há gente que fica na história Da história da gente E outras de quem nem o nome Lembramos ouvir
São emoções que dão vida À saudade que trago Aquelas que tive contigo E acabei por perder
Há dias que marcam a alma E a vida da gente E aquele em que tu me deixaste Não posso esquecer
A chuva molhava – me o rosto Gelado e cansado As ruas que a cidade tinha Já eu percorrera Ai, meu choro de moça perdida Gritava à cidade Que o fogo do amor sob a chuva Há instantes morrera
A chuva ouviu e calou Meu segredo à cidade e eis que ela bate no vidro Trazendo a saudade
Πρώτα ας πούμε για τον Παύλο -Paolo Giovio. Αυτός ήταν ένας καθολικός επίσκοπος και λόγιος που έζησε στην αναγεννησιακή Ιταλία ανάμεσα στον 15ο και τον 16ο αιώνα. Ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, αλλά δεν θα μιλήσουμε γι αυτόν εδώ∙ τον χρειαζόμαστε μόνο γιατί, αναφερόμενος στον Πέτρο τον Αρετίνο, έγραψε το παρακάτω επίγραμμα: « Qui giace l’Aretin, poeta Tosco che d’ognun disse mal, fuorché di Cristo, scusandosi col dir: «Non lo conosco»! » Που πάει να πει, σε ελεύθερη μετάφραση, κάτι σαν:
Τον Αρετίνο, ποιητή Τοσκάνο
εδώ ανακαλώ και χαιρετίζω
που για όλους είχε μια κακιά κουβέντα
εκτός απ’ τον Χριστό!
Και είπε: ¨Συμπαθάτε με γι αυτό,
τον Κύριο αυτόν δεν τον γνωρίζω!¨
Μετά έχουμε τον Πιέτρο Αρετίνο τον ίδιο, που είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα της εποχής εκείνης. Ελευθερόστομος κωμωδιογράφος και σατυρικός (κυρίως, αλλά όχι μόνο) συγγραφέας, τα έβαλε κατά καιρούς με ηγεμόνες και πάπες, (αναφέρεται από τον Αριόστο ως ¨το μαστίγιο των πριγκίπων¨) στων οποίων τις αυλές, μεταξύ μας, κατοικοέδρευσε επί μακρόν, όπου και σώρευσε φανατικούς εχθρούς και φίλους. Ανάμεσα στα έργα του, τα δημοφιλή στην μετααναγεννησιακή Ευρώπη Sonetti lussuriosi (λάγνα σονέτα).
Και μετά έχουμε τον Θεοδόση Βολκώφ, ποιητή, που δεν γνωρίζω προσωπικά, τον συνάντησα περιδιαβαίνοντας τις διαδικτυακές θάλασσες και του οποίου έχω αναδημοσιεύσει κι άλλες φορές στίχους που μου φάνηκαν όμορφοι στη μορφή και την ουσία.
Αυτή τη φορά ο Θεοδόσης μιλά για τον Πιέτρο τον Αρετίνο σε δύο ποιήματα που ανάρτησε στο ιστολόγιό του τον περασμένο Φλεβάρη και που αναδημοσιεύω και σας διαβάζω εδώ παρακάτω.
Σε προφορικό λόγο
Τα ποιήματα
Ο PIETRO ARETINO εν έτει 2013
Φίλτατοι ποιητές, σονετογράφοι, μην εξαντλείστε εξαντλώντας ρίμες• στραφείτε σε μηρούς, γλουτούς και κνήμες. Υπέρτατο αυτό που η Φύσις γράφει
στα χοϊκότατα -και μόνο- εδάφη, που δεν αναγνωρίζουν στίχων πλήμες. Τις κρονικές απαρνηθείτε λήμες. Ξεπερασμένοι πια κι οι πορνογράφοι
μοιάζουν την σήμερον που ο καθένας πιο πίθηκος κι απ’ τους πιθήκους μοιάζει. Αφήστε τα καμώματα της πένας•
κανέναν, όπως τότε, δεν ταράζει. (Κι έτσι όπως ξεπετάτε τα σονέτα, βρείτε και κάποια για καμιά ξεπέτα.)
ΟΠΟΥ Ο PIETRO ARETINO εν έτει 2013 ΑΝΤΑΠΑΝΤΑ ΕΙΣ ΦΙΛΟΝ ΠΟΙΗΤΗΝ
Μαύρο σκυλί, πιθήκι, ουρακοτάγκο – πες με όπως θες• εγώ καλά το ξέρω πως σώματα μοχθώ να επαναφέρω στον Στίχο μου, στη Γλώσσα• μα τον σπάγκο
που με κινεί άλλος κρατά και παίζει. Παίζω κι εγώ τον ρόλο του αναβάτη, γυρεύοντας το πλέον και το κάτι, στο χώμα, στο κρεβάτι, στο τραπέζι.
Ο Στίχος, ασφαλώς, θα εξευγενίσει την άθληση της γενετήσιας πράξης, πηδήσει ο ποιητής ή δεν πηδήσει• εμένα, ωστόσο, αλλιώς μην με κοιτάξεις.
Κι αν στίχους στα κορμιά τους πάντα οφείλω, με ξέρω και με λέω Μαύρο Σκύλο.
πλήμη = εκεί όπου φτάνει το χειμερινό κύμα, φουσκοθαλασσιά
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Απριλίου, 2013
Ο βίος και η πολιτεία ενός σωστού κηφήνα
Εκείνο το πρωί ένοιωθε περίεργα.
Λες να ’χει φτάσει η μεγάλη στιγμή για την εκπλήρωση του προορισμού του; πέρασε αστραπιαία από το είναι του.
Αισθανόταν ένα τρακ, καθώς είδε τους όμοιούς του, λοιπούς μνηστήρες, να πετάνε αμέριμνοι έξω από την κυψέλη.
Άρχισε να προβάρει κινήσεις, πετάγματα κι αποφάσεις.
Κάποιοι αντεραστές τον κοίταζαν παραξενεμένοι από τα καμώματά του.
Όταν το αντιλήφθηκε, ντράπηκε λίγο κι από αμηχανία προσγειώθηκε σ’ ένα λουλούδι. Έπαιξε αφηρημένος με την κίτρινη γύρη, πάτησε μέσα στα πέταλα και το μίσχο με το νου προσηλωμένο στο μεγάλο σκοπό.
Οι άλλοι κηφήνες, ακόμη και οι φίλοι του, τον υποτιμούσαν και δεν υπολόγιζαν ότι έχει τη χάρη και τη δυνατότητα να ζευγαρώσει αυτός με τη βασίλισσα. Το ’βλεπε καθαρά στη συμπεριφορά τους, όταν απευθύνονταν σ’ αυτόν και πληγωνότανε. Όμως ταυτόχρονα πείσμωνε γιατί πάνω απ’ όλα ήθελε να μοιραστεί τη χαρά του αγώνα, με έπαθλο μια ηδονή πρωτόγνωρη όπως είχε υποψιαστεί από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του. Ύστερα τι αξία θα είχε μια ζωή κενή, χωρίς αυτό το υπέρτατο βραβείο, σε τελευταία ανάλυση την πεμπτουσία της ύπαρξης;
Πετούσε από λουλούδι σε καρπό, στεκόταν άλλοτε στην υγρή γούρνα του πηγαδιού κι είχε ριζώσει για καλά μέσα του η πεποίθηση της επιτυχίας.
Μεσημέριαζε, τα χορτάρια του λιβαδιού είχαν μια αρμονία χρωμάτων με κυρίαρχο το πράσινο. Οι ήχοι ελάχιστοι αλλά απροσδιόριστα μελωδικοί. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν.
Την είδαν να βγαίνει από την κυψέλη αγέρωχη, με πέταγμα προκλητικό που έκοβε τα πόδια και τα φτερά των υποψήφιων για να ζευγαρώσουν κηφήνων. Ένα μακρόσυρτο βόμβισμα ακούστηκε. Κάτι σαν ερωτική μελωδία.
Η βασίλισσα… η βασίλισσα…
Πέταξαν επιθετικά προς το μέρος της όλοι οι επίδοξοι εραστές. Κι αυτός κοντά τους. Τινάχτηκε με μιας και χώθηκε στο σμήνος των αρσενικών με την πίστη ότι θα ’ταν αυτός ο νικητής.
Η βασίλισσα με βασανιστική θηλυκότητα και χάρη μοναδική έκανε εναέριες λικνιστικές διαδρομές επιταχύνοντας με δεξιότητα το πέταγμά της, έτσι που γινόταν πιο επιθυμητή, ανυπόφορα ποθητή στους μνηστήρες της.
Το θέαμα ήταν μοναδικό μέσα στο ανοιξιάτικο μεσημέρι. Μπροστά η βασίλισσα που έσερνε το χορό του έρωτα και πίσω το αλληλοσπαρασσόμενο σμήνος των κηφήνων, διέγραφαν στον αέρα κύκλους και καμπύλες διαδρομών και πτήσεων. Μόλις την πλησίαζαν έκανε ότι κοντοστεκόταν κι ύστερα πάλι έφευγε με ταχύτητα. Μερικοί είχαν αρχίσει να κουράζονται και να εγκαταλείπουν το φιλόδοξο ερωτικό εγχείρημα. Άλλοι αποσύρθηκαν τραυματισμένοι από τις μικρές αψιμαχίες με τους αντεραστές. Η πρώτη διαλογή είχε γίνει. Όμως συνέχιζαν αρκετοί ανάμεσά τους κι αυτός. Ώρα πολλή γινότανε αυτή η άγρια ερωτική τελετή. Η κόπωση μετατρεπόταν σε θέληση, οι ορμές έφερναν ασίγαστη επιθυμία,
Στο μεταξύ σύννεφα εμφανίστηκαν στον ουρανό. Άρχισε να σιγοψιχαλίζει. Η θαμπή ατμόσφαιρα βέβαια ταίριαζε στους ρομαντικούς κι όχι μόνο διαλογισμούς των κηφήνων. Με την πάροδο του χρόνου και με τη διαμόρφωση των καιρικών συνθηκών οι μνηστήρες που είχαν εναπομείνει μετρήθηκαν τέσσερεις. Ανήσυχη κοίταξε πίσω η βασίλισσα. Καλό βέβαια το παιχνίδι, αλλά ο κίνδυνος έλλειψης αρσενικού ήταν ορατός. Μάλιστα εκείνη την ώρα κάτι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, άγνωστο τι, οι δύο από τους ακολουθούντες και αιφνίδια αποσύρθηκαν. Ο ανταγωνισμός πια ήταν μεταξύ αυτού και ενός άγριου αντεραστή. Έκοψε ταχύτητα η βασίλισσα. Αρκετά. Έτοιμη να δοθεί στον νικητή.
Τότε, και καθώς την ακουμπούσαν παλεύοντας σκληρά οι δύο μονομάχοι μια χοντρή σταγόνα νερού κτύπησε τον αντίπαλό του τόσο δυνατά που τον παρέσυρε στο έδαφος. Έτσι και με την βοήθεια της τύχης που πάντα έχουν οι θαρραλέοι έμεινε στον αέρα κι άρχισε να επιδίδεται σε υπέροχες εναέριες ερωτικές περιπτύξεις με τη διψασμένη κι ακόρεστη βασίλισσα.
Κάποια στιγμή όμως εξουθενώθηκαν και οι δύο. Εκείνη πέταξε προς την κυψέλη. Αυτός άφησε τον εαυτό του σε μια ελεύθερη πτώση. Αισθανόταν ότι είχε επιτελέσει τον προορισμό του με τον ηδονικότερο τρόπο. Σε λίγο οι απόγονοί του που σίγουρα θα κουβαλούσαν κάτι δικό του, θα γέμιζαν τους κήπους και τα χωράφια της περιοχής.
Απρόσεκτος και κουρασμένος καθώς ήταν έπεσε βίαια σε μια λακκούβα με λάσπη. Κόλλησε εκεί και του ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Δεν ήξερε αν το ήθελε κιόλας. Ευχαριστημένος ότι έζησε τον αληθινό έρωτα ένιωθε τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω του και να τον αφανίζουν.
Πλήρης και χωρίς φόβο παραδόθηκε στη συμπαντική μνήμη σαν ένδοξος και σωστός κηφήνας
Το κείμενο είναι του Νίκου Μοσχοβάκου και εδώ παρακάτω σας το διαβάζω πάνω σε μουσική Μποκερίνι (Φαντάνγκο). Αν κάποιος άλλος φίλος/επισκέπτης του ιστολογοφόρου έχει κάποιο μικρό κείμενο για τα παρεξηγημένα αυτά έντομα δεν έχει παρά να το στείλει και θα το αναρτήσω ευχαρίστως.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Μαρτίου, 2013
Αν και όπως έχω ήδη εξομολογηθεί οι Παγκόσμιες ημέρες του Οτιδήποτε (άλλως: παγκοσμιοποιημένο μετά-εορτολόγιο) με αφήνουν παγερά αδιάφορο, να που με αφορμή μία από αυτές υλοποιείται στη σχολή μου μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία, την πρόσκληση στην οποία με χαρά σας αναμεταδίδω. Κάπου εδώ κοντά πέφτει της Αγίας Ποίησης και η Λέσχη Ανάγνωσης (να κάτι το πολύ όμορφο που συμβαίνει τελευταία στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ) επωφελείται της υπόμνησης και διοργανώνει ποιητικές αναγνώσεις. Τηλεφώνησα στη συνάδελφο Ζωή
που συμμετέχει στην ομάδα και κοινοποίησε την σχετική πρόσκληση και έμαθα ότι η εκδήλωση θα είναι ανοιχτή σε κάθεενδιαφερόμενο. Ιδού λοιπόν το επακριβές περιεχόμενο της αναγγελίας:
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Αγαπητοί προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές,
Αγαπητοί υποψήφιοι διδάκτορες,
Αγαπητοί απόφοιτοι του Τμήματος,
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, η Λέσχη Ανάγνωσης του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ διοργανώνει προεόρτιο μίνι μαραθώνιο ποιητικών αναγνώσεων και σας προσκαλεί να διαβάσετε δημόσια το αγαπημένο σας ποίημα, την Τετάρτη 20 Μαρτίου, ώρα 19.00-22.00, στην αίθουσα 4α.
Θα χαρούμε ειλικρινά να σας ακούσουμε και σας καλούμε να αποστείλετε, μέχρι τις 15 Μαρτίου, το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά σας, το όνομα του ποιητή και τον τίτλο του ποιήματος της επιλογής σας και στις δύο παρακάτω ηλεκτρονικές διευθύνσεις:
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Μαρτίου, 2013
Και να που απρόοπτα τίθεται επί τάπητος θέμα: Στα απρόβλεπτα μονοπάτια του έρωτα τι είναι χειρότερο να σου συμβεί; Μια αγάπη ανολοκλήρωτη ή μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση; Χειρότερη είναι μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση, τείνω να υποστηρίξω εγώ. Άρνηση, απόρριψη: κακές κουβέντες, πληγώνουν ανεπανόρθωτα. Ενώ μια αγάπη που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί επειδή το περιβάλλον ή η μοίρα το αρνιέται πεισματικά, διαθέτει ακέραιες έγχρωμες ελπίδες και ονειρικές προβολές στο έτσι κι αλλιώς άδηλο και αδιερεύνητο ¨παραπέρα¨. Κι ο Ηλίας, κυνικός στην πανοπλία και τρυφερά ρομαντικός από κάτω μάλλον έχει κατά βάθος την ίδια άποψη (λέω εγώ τώρα, -και ο Νίκος που ήταν εδώ αυτές τις μέρες, συμφωνεί μαζί μου). Απόδειξη το ποίημά του που σας παραθέτω παρακάτω, όπου ο Έρωτας, ομολογημένα παρών, έχει εμπόδια: όχι ταξικά (όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες), όχι κάστας (όπως στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα), όχι απόστασης και εκδίκησης (όπως εκείνος του Έντμοντ Νταντές και της Μερσέντες του στον Κόμη Μοντεκρίστο), αλλά άλλα, γενετικά θα έλεγα, όμως αυτό δεν εμποδίζει το ποίημα να απογειώνεται και να τελειώνει με μια διαπίστωση ανταπόκρισης, άρα μια μικρή υπόσχεση υπέρβασης και απόδρασης (στον κατ’ εξοχήν ερωτικό χώρο της μαγείας και της φαντασίας) Δείτε το:
*
Μαύρο χαβιάρι… στα Ηνωμένα Βουστάσια
Ηλίας Κουτσούκος
*
Δουλεύω χρόνια στα Ηνωμένα Βουστάσια
ταΐζω, καθαρίζω, προσέχω
μοσχάρια, γελάδες, γουρούνια ,
βάζω σανό, ρίχνω πίτουρα, φτυαρίζω κοπριές
γενικά, σκατά καθαρίζω και συνέχεια ακούω
‘Δημητράκη κι από δω, Δημητράκη κι από κεί
κι άλλες καρπουζόφλουδες Δημητράκη..’
Όμως εμένα το μυαλό μου είναι απέναντι,
εκεί που συνορεύει ετούτο το βουστάσιο
μ’ ένα ιπποφορβείο και κάθε απόγευμα αργά
βγαίνει για βόλτα
μια φοράδα μαύρη
που την φωνάζουν ‘black kaviar’.
Στο φράχτη κάθομαι και τη κοιτάω
έτσι περήφανη που ανεμίζει η χαίτη
γύρω απ το μακρύ λαιμό της
και πως σηκώνεται στα μπροστινά της πόδια
βγάζοντας στον αέρα χνώτο δυνατό
σαν αναστεναγμό του ανέμου επάνω από χωράφια του Απρίλη…
Με βλέπει που τη βλέπω και σκέφτομαι πως σκέφτεται
‘νάτος ο Δημητράκης από δίπλα που καθαρίζει τα σκατά..’
και τότε μούρχεται να κλάψω
γιατί μονάχα
τις δικές της κοπριές θάθελα να καθάριζα….
και κείνη το καταλαβαίνει.
Έρχεται προς το μέρος μου
τα γόνατά μου λύνονται
καθώς κοιτάζω τη μαύρη θάλασσα πούχει το βλέμμα της
καθώς το χέρι μου απλώνω πάνω απ’ το φράχτη
και τη χαιδεύω ανάμεσα στα δυό της μάτια…
Σκύβει εκείνη το κεφάλι της
και το αριστερό της πόδι ξύνει με δύναμη το χώμα
κι ύστερα μ’ ένα δυνατό χλιμίντρισμα σαν ‘γεια σου’
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Φεβρουαρίου, 2013
Ήταν προχτές. Ο Ηλίας και η Μαρία με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, είχαν φορέσει τα κράνη τους, είχαν ιππεύσει τη 1200άρα στρίγκλα τους και είχαν ανηφορίσει στη πάνω Πόλη, να τα πούμε. Είχαμε τσίπουρο και κρασάκι και η Σόφη είχε σκαρώσει την μακαρονάδα των αγανακτισμένων καρβουνιάρηδων. Και τα ήπιαμε. Και ο Ηλίας έλεγε πως η νοσταλγία κατά κάποιο τρόπο δεν τον αφορά, και ρωτούσε εμένα τι κυρίως νοσταλγώ από τις χώρες του πέρα και του τότε. Και εγώ του έλεγα: τις επιθυμίες! Κι εκείνος έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Και οι γυναίκες κοίταγαν με τρόπο που υποδήλωνε ότι θα έπρεπε να φανεί ως κατανόηση. Και αφού είπαμε πολλά, την άλλη μέρα ο Ηλίας μου έστειλε τους (εκπληκτικούς και αδημοσίευτους) στίχους του που ακολουθούν… (πείτε μου τώρα εσείς…)
Φύλλα του χαλκοπράσινου μέσα μου
από δάση που περπάτησα μικρούλης
χωρίς διόλου να φοβάμαι
μέσα σε όνειρα πως ήμουν άλλος
και δήθεν έφευγα σε χώρες μαγικές
όπου φυσούσαν άνεμοι ασημένιοι και μιναρέδες είχανε
φτιαγμένους από κατακόκκινα φιλιά
Φύλλα πεσμένα που σας βλέπω
που προσπαθείτε με απόγνωση
στο γκρίζο μίζερων πεζοδρομίων
να δώσετε ελεημοσύνη μάταια,
αχ, νάσασταν ιπτάμενα χαλιά,
αντί να σας μαζεύουν το πρωί
εργάτριες του δήμου με φραπέ στο χέρι…
Πώς πέφτετε ξερά γαμώ τη τύχη μου;
ε, πώς;
Μου λέτε δήθεν
να περιμένω κι άλλη άνοιξη
αφού σας το ‘χω πει χίλιες φορές:
τίποτα δεν ανοίγει μπρος μου, τόσες Άνοιξες,
κι οι άλλοι γύρω μου έχουν παραιτηθεί.
Περίμενε, περίμενε, περίμενε
κοντεύω να γεράσω εξήντα χρόνια τώρα
με κοντό παντελονάκι και στα γόνατα πληγές
και να το παίζω πως μεγάλωσα
Πότε θα ’ρθει αυτός ο άνεμος
να με σκορπίσει σαν και σας,
ε πότε;
Κρυφτό να παίξουμε, κυνηγητό,
κλέφτες και αστυνόμοι,
Πότε στους ασημένιους μιναρέδες με τα κατακόκκινα φιλιά
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Φεβρουαρίου, 2013
(*)
Ήτανε Πάσχα και ήμασταν με τη Σόφη στη Βαρκελώνη. Λιγοήμερη επίσκεψη και θέλαμε να δούμε ό, τι περισσότερο. Παίρναμε λοιπόν τους δρόμους, καθώς και διάφορα μεταφορικά μέσα και τριγυρνάγαμε.
Στον καθεδρικό ναό της Σαγκράντα Φαμίλια έτυχε να φτάσουμε απόγευμα Κυριακής. Ανάμεσα στα ακόμη οικοδομούμενα τμήματα, ο διάδρομος ο αφιερωμένος στους επισκέπτες του βατού μέρους του καθεδρικού ναού, έκλεινε.
Κρίμα, λέει η Σόφη. Θα τη δούμε άμα θα τελειώσει το χτίσιμο, λέω εγώ. Με αγριοκοιτάζει. Καλά, ας κάνουμε έναν γύρο τριγύρω, να τραβήξουμε καμιά φωτογραφία απ’ έξω και για το εσωτερικό ερχόμαστε αύριο πρωί πρωί… συμβιβάζομαι.
Σε μια εξέδρα στην πίσω μεριά της τεράστιας φαντασμαγορικής εκκλησίας παίζει μια ορχήστρα κι ένα μικρό κοριτσάκι, ανεβασμένο από το μπαμπά του στο πάλκο, χορεύει.
Παρακάτω, κολλημένη πάνω στο φράχτη που προστατεύει τις εκτελούμενες εργασίες υπάρχει μια ανακοίνωση στα καταλωνικά. Λίγη περιέργεια, λίγη επιμονή και την αποκρυπτογραφούμε: Την Κυριακή Domenica in Albis θα τελεστεί στην προσβάσιμη πτέρυγα της αιωνίως κατασκευαζόμενης εκκλησίας, λειτουργία στην καταλανική γλώσσα.
Μα ναι, για τους καθολικούς η Domenica in Albis (παλιά, βάφτιζαν ομαδικά χριστιανούς το Πάσχα και οι νεόφυτοι φορούσαν λευκά έως και την Domenica in Albis) είναι ακριβώς μια βδομάδα μετά το καθολικό Πάσχα, για μας τους ανατολικούς σήμερα, Πάσχα ανήμερα!
Λίγο πιο πέρα, μια μικρή πόρτα στον φράχτη και κάμποσοι Καταλανοί στη σειρά. Δεν το συζητάμε, μπαίνουμε στην ουρά και έχουμε την ευκαιρία να παρευρεθούμε σε μια από τις πιο υποβλητικές θρησκευτικές τελετές που μας έτυχε ποτέ: Κάτω από τα πέτρινα βλέμματα των δαιμόνων και των αγγέλων του Γκαουντί, υπό το επισκοπικό βλέμμα ενός Καταλανού καρδιναλίου και μέσα στην ηχητική ανάταση που δημιουργεί μια γυναίκα ψαλμωδός πλαισιωμένη από νεανική χορωδία. Γύρω μας ιβηρικά πρόσωπα χαραγμένα από το φως των κεριών, καθώς, πάνω, οι γοτθικές καμάρες εξαφανίζονται στα σκοτεινά ύψη του ναού.
Σκέφτομαι ότι σε αντίθεση με την ορθόδοξη εκδοχή όπου η θεότητα, θέλει δε θέλει, προσλαμβάνεται ως οικεία και φιλική, στη δυτική καθολική εκδοχή πρέπει να κρατάει τη θέση της, ψηλά, επιβλητικά… και αδιερεύνητα.
(*) Συνοδευτική μουσικούλα (Αντόνιο Λάουρο)
Θυμήθηκα τη Βαρκελώνη και τη Σαγκράντα Φαμίλια, καθώς, περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο, συνάντησα το παρακάτω (όμορφο) ποίημα του Θεοδόση Βολκώφ αφιερωμένο στους παλιούς υποβλητικούς καθεδρικούς ναούς.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιανουαρίου, 2013
…όπως την κατέγραψε ο Νίκος (Μοσχοβάκος)
Οι ιοί παραθερίζουν στην Ίο
Δικαιούνται οι ιοί να ονειρεύονται; Να διασκεδάζουν; Να παραθερίζουν; Και βέβαια δικαιούνται όπως θα διαπιστώσετε από την παρακάτω ιστορία.
Κάπου στην μακρινή Σαγκάη, στην Άπω Ανατολή δύο ιοί της περίφημης ασιατικής γρίπης, τρελά ερωτευμένοι μεταξύ τους κατάστρωναν σχέδια να παραθερίσουν σε κάποιο μέρος μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Άρχισαν λοιπόν να ψάχνουν προορισμούς διακοπών, μέσα σε μια μεγάλη λίστα, που ας πούμε τους δόθηκε, και ανακάλυψαν ένα νησί στην άλλη άκρη του κόσμου που ονομαζόταν Ίος. Αισθάνθηκαν οικειότητα με τ’ όνομά του και όταν έμαθαν ότι η ζωή εκεί το καλοκαίρι δεν σταματούσε μέρα νύχτα, αποφάσισαν να το επισκεφθούν.
Πήγαν λοιπόν και εγκαταστάθηκαν σ’ ένα γραφείο ταξιδίων περιμένοντας την ευκαιρία. Πράγματι μετά από τρεις τέσσερεις μέρες φάνηκε μια καστανομάλλα γυναίκα που την άκουσαν να ζητά από τον υπάλληλο του γραφείου εισιτήριο για την Ελλάδα μ’ ανταπόκριση στην Ίο. Ενθουσιασμένοι οι ερωτευμένοι ιοί άρχισαν ν’ αγκαλιάζονται και να χοροπηδούν γεμάτοι ελπίδα ότι θα πραγματοποιούσαν επιτέλους το όνειρό τους. Το μικρό πρόβλημα, πως θα επιβιβαστούν στην μεταφορέα τους, ξεπεράστηκε σχετικά εύκολα όταν ο πράκτορας πρόσφερε πορτοκαλάδα στην πελάτισσά του. Οι ιοί σκαρφάλωσαν γεμάτοι αυτοπεποίθηση στο χείλος του ποτηριού και χωρίς να μοχθήσουν εγκαταστάθηκαν στο φάρυγγα της γυναίκας. Μάλιστα ένιωθαν τέτοια ευεξία που άρχισαν να ερωτοτροπούν χωρίς προφυλάξεις και αιδώ, έννοιες άγνωστες σ’ αυτούς, εξάλλου. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στ’ αεροπλάνο, λόγω της έντονης ερωτικής τους συμπεριφοράς άρχισαν τα γεννητούρια κι έτσι πολλαπλασιάστηκαν. Ήδη ήταν μια πολυμελής οικογένεια όταν η φορέας τους έφτασε με κομμάρες σ’ όλο της το κορμί στο νησί της Ίου.
Επειδή η άφιξη στον τόπο παραθερισμού, που τόσο είχαν ονειρευτεί, τους έκανε ανυπόμονους να βγουν έξω, δεν έχασαν την ευκαιρία και όταν φταρνίστηκε η γυναίκα που στο μεταξύ ανέβασε και πυρετό, σκορπίστηκαν ευχαριστημένοι στο σαλόνι του ξενοδοχείου που είχε διαλέξει για την παραμονή της η ταξιδιώτισσα. Άρχισαν να σκαρφαλώνουν σε πιάτα, φλιτζάνια, ποτήρια και τρόφιμα. Οι διακοπές τους ξεκινούσαν με τον πιο απολαυστικό τρόπο. Ύστερα όμως από μια βδομάδα περίπου άρχισαν οι στενοχώριες. Άκουσαν στην τηλεόραση ότι η εξαπλούμενη ασιατική γρίπη στην Ίο αντιμετωπίζεται με δραστικά αντιβιοτικά που καταστρέφουν τον ιό της.
Οι δύο ερωτευμένοι ιοί δεν υπήρχαν πια προ πολλού κι οι απόγονοί τους εγκλωβισμένοι σε τραχείες, φάρυγγες και αμυγδαλές ασθενών, δύσκολα μπορούσαν να ελπίζουν σε σωτηρία.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Ιανουαρίου, 2013
Ναι, η Ιστορία θα δείξει,
θα καταγράψει,
θα απαθανατίσει,
θα διδάξει,
θα αποτιμήσει,
θα επαινέσει,
θα καταδικάσει
θα εξυψώσει
θα αγνοήσει
θα…
Με το συμπάθιο, αλλά μοιάζει αληθέστερο ότι, την επίσημη -τουλάχιστον- Ιστορία την γράφουν οι νικητές (μέσω των διαχειριστών φωτισμού).
Ο Νίκος ψάχνοντας στους σκοτεινούς διαδρόμους της Ιστορίας ανακάλυψε κουρνιασμένο σε μια γωνιά τον Δημόφιλο του Διαδρόμου. Και έγραψε το ακόλουθο εξαιρετικό ποίημα.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Δεκεμβρίου, 2012
Πατέρα που βρίσκεσαι στους ουρανούς,
μείνε εκεί.
Eμείς θα μείνουμε εδώ, στη Γη
που μερικές φορές είναι τόσο χαριτωμένη…
Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο
και τα οστά μου θα χουν πρασινίσει,
αν πουν ότι χασκογελώ για κάποιο αστείο
θα’ν’ ένα ψέμα (…που
δεν θα με αναστήσει!).
Διότι δεν θα ’ν’ εκεί
του σώματός μου η σάρκα,
που ευθύς, στο τάκα τάκα,
κάτι αχρείοι λιμασμένοι ποντικοί
θα ’χουν καταβροχθίσει.
Κι εγώ δηλώνω πως, χωρίς, δεν κάνω:
Τα αμελέτητά μου,
τα πόδια, τα κανιά, τα γόνατά μου,
τα μπούτια μου, και βέβαια τον κώλο,
όπου καθόμουν πάνω.
Τα έντερα, τ’ αγγεία, τα μαλλιά μου
τα μάτια τα γλαρά μου
τη γλώσσα, τα σαγόνια που μασούσα
και σας περιγελούσα
Τη μύτη μου την κομπορρημονούσα,
τη ράχη, τη καρδιά μου, το συκώτι.
Όλα φθαρτά, μα θαυμαστά!
Κι ας μην ξεχνάμε ότι
χάρη σ’ αυτά μπορούσα
να εκτιμώ δεόντως:
Τις δούκισσες, τους δούκες,
κάτι τζιτζιφιόγκους με περούκες,
τις πάπισσες, τους πάπες, τους αβάδες, τις αγίες
και προ όλων αυτών,
ας μη ξεχνώ,
τους (συναδέλφους) επαγγελματίες
Κι έπειτα πια μυαλό δε θα ’χω,
ούτε σταλιά απ’ τη φαιά ουσία,
με φώσφορο επαρκή για να προβλέπω
τι μπορεί να ’χει πλέον σημασία,
καθώς τα κόκαλά μου
θα ’ν’ πια πρασινισμένα
και του κρανίου τα οστά
καλά αερισμένα…
Αχ πως μισώ, τα γηρατειά,
να τυραγνούν κι εμένα!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Μπορίς Βιάν, εδώ ερμηνευμένο από τον Σερζ Ρεζιανί. Στην αρχή εν είδη προμετωπίδας ο Βιάν έχει παρεμβάλει τις πρώτες αράδες από το ποίημα του Πρεβέρ ¨
PATER NOSTER
¨ (ένα όμορφο ποίημα που θα το δούμε χώρια). Αυτή τη φορά είπα να μη ζορίσω πολύ την προσαρμογή και έτσι προέκυψαν μερικοί παραπανίσιοι στίχοι. Ελπίζω ότι το πνεύμα παραμένει, όσο το δυνατό, κοντά στο πρωτότυπο.
Εδώ το τραγούδι του Μπορίς Βιάν
Εδώ η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vert sur mes osses
P’tet qu’on croira que je ricane
Mais ça sera une impression fosse
Car il me manquera
Mon élément plastique
Plastique tique tique
Qu’auront bouffé les rats
Ma paire de bidules
Mes mollets mes rotules
Mes cuisses et mon cule
Sur quoi je m’asseyois
Mes cheveux mes fistules
Mes jolis yeux cérules
Mes couvre-mandibules
Dont je vous pourléchois
Mon nez considérable
Mon coeur mon foie mon râble
Tous ces riens admirables
Qui m’ont fait apprécier
Des ducs et des duchesses
Des papes des papesses
Des abbés des ânesses
Et des gens du métier
Et puis je n’aurai plus
Ce phosphore un peu mou
Cerveau qui me servit
A me prévoir sans vie
Les osses tout verts, le crâne venteux
Ah comme j’ai mal de devenir vieux.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Δεκεμβρίου, 2012
Ένα ακόμη νέο ποιητικό κείμενο του Νίκου Μοσχοβάκου
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
Καθόταν στο γραφείο του σκεπτικός. Οι εφημερίδες είχαν εκτιμήσει την τελευταία του δήλωση σαν προειδοποίηση για τις μελλοντικές του ενέργειες. Μάλιστα σε δύο απ’αυτές δεν έμενε καμία αμφιβολία ότι σύντομα θα εξήγγειλε την δημιουργία νέου κόμματος. Η πολιτική σήψη, το οικονομικό αδιέξοδο, οι αφόρητες έξωθεν πιέσεις επέβαλαν κάτι τέτοιο, έγραφαν. Μειδίασε ικανοποιημένος. Ναι είχε αυτή την ανθρώπινη μικρή φιλοδοξία. Με κάθε τρόπο ήθελε να σώσει τον τόπο του. Οραματίστηκε εκστασιασμένος τον εαυτό του σωτήρα – πρωθυπουργό. Τα πλήθη να τον αποθεώνουν, οι τηλεοράσεις στα δελτία ειδήσεων να μιλούν για το εμπνευσμένο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Τον χάλασε λίγο το τελευταίο αφού είχε αναβάλει πολλάκις να βρει λύση, έστω και πρόχειρα, που θα έδινε ελπίδες για την έξοδο από την κρίση. Συνοφρυώθηκε και υπερασπίστηκε μέσα του την ολιγωρία αυτή. Εξάλλου τώρα είχε φτάσει η στιγμή να μελετήσει τα προβλήματα προσεκτικά σε βάθος και να διατυπώσει με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβητήσεις τις προτάσεις του. Ξέσφιξε λίγο την γραβάτα του, έβαλε το χέρι στο μέτωπο κι άρχισε να ονειροπολεί ξετρελαμένος με τις σκέψεις του. Η πολιτικοί του αντίπαλοι θα ένιωθαν έντονα την παρουσία του, μα περισσότερο οι εσωκομματικοί ανταγωνιστές. Πρέπει να καθαρίζουμε μ’αυτούς οριστικά συλλογίστηκε πεισμωμένος. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να ταξιδεύει … να ταξιδεύει στο ωραίο μέλλον της δόξας του.
Τον επανέφερε όμως στην τρέχουσα στιγμή το χτύπημα του τηλεφώνου. Το σήκωσε βαριεστημένα. Επρόκειτο για μερικές ερωτήσεις που θα του έκανε ο αθλητικογράφος του ραδιοσταθμού των σπορ, «Νο στο ντόπινγκ» σχετικά με την ήττα της αγαπημένης του ομάδας στο κρίσιμο ευρωπαϊκό της παιχνίδι. Έβαλε τα δυνατά του – πολύ τον είχε πειράξει αυτή η ήττα – κι άρχισε διεξοδικά, να αναλύει τις φάσεις, τα λάθη των αμυντικών, την έλλειψη συνοχής, μα κυρίως τον ατομισμό του σέντερ φορ που ήθελε για τον εαυτό του τις δάφνες του σκοραρίσματος. Ακόμα δεν παρέλειψε με πειστικό τρόπο να σχολιάσει το σύστημα του προπονητή και την λάθος τακτική του με επιχειρήματα. Τέλος εξέφρασε την αισιοδοξία – πάντα – για το μέλλον και διατράνωσε την πίστη του στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνατε εν μέσω τόσων ασχολιών σας κ.Υπουργέ, η συζήτησή μας ήταν άκρως ενδιαφέρουσα έκλεισε την εκπομπή του ο αθλητικογράφος. Έβαλε το ακουστικό στην θέση του ταραγμένος. Τι ήταν αυτός πάλι να ανακαλέσει στο μυαλό του την οδυνηρή ήττα της ομάδας ;
Εκνευρισμένος χάιδεψε το σαγόνι του, κάτι μονολόγησε και σηκώθηκε. Ο προγραμματισμός της σωτηρίας του τόπου μπορούσε να περιμένει. Δεν χάθηκε δα ο κόσμος για μιαν ακόμη αναβολή. Καθώς έβγαινε από την πόρτα είδε το ρολόι του. Καθυστερημένα θα έφτανε πάλι στο ραντεβού του με τον κορυφαίο παράγοντα που θα στήριζε οικονομικά το εγχείρημά του για τη δημιουργία νέου κόμματος.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 12 Δεκεμβρίου, 2012
Ένα φρέσκο, αδημοσίευτο κείμενο τουΝίκου Μοσχοβάκου
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗΣ
Το μυρμήγκι είχε πάει αδιάβαστο στο σχολείο. Φοβόταν ότι αν ρωτούσε η δασκάλα για το μάθημα της συγκομιδής θα έμενε αμίλητο. Έτσι μπήκε στην τάξη μουδιασμένο. Κάθισε δίπλα στις συμμαθήτριες και στους συμμαθητές του ενώ συλλογιζόταν τον αυταρχικό πατέρα του. Εύρισκε όμως παρηγοριά στη μορφή της καλοσυνάτης μάνας του.
Εισήλθε η δασκάλα κουτσαίνοντας. Το πόδι της μπανταρισμένο. Στάθηκε μπροστά στους μαθητές της και τους ανακοίνωσε ότι τραυματίστηκε ενώ προσπαθούσε να φορτωθεί ένα σπυρί σταριού χθες στο αλώνι. Άρχισε στη συνέχεια με λεπτομέρειες ν’αφηγείται το ατύχημά της και να επικεντρώνει την προσοχή τους στη λάθος κίνηση που είχε κάνει και της κόστισε το σοβαρό πάθημα.
Οι μυρμηγκοπούλες και τα μυρμηγκόπουλα παρακολουθούσαν αμίλητα τη διήγηση. Στο αδιάβαστο μυρμηγκάκι άρχισε σιγά σιγά να φουντώνει η αισιοδοξία ότι θα περνούσε η ώρα χωρίς ν’αποκαλυφθεί η ολιγωρία του να μελετήσει. Η χαλάρωση τούφερε νύστα κι αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε απότομα από την ερώτηση της δασκάλας που στεκόταν από πάνω του. Την άκουσε να ρωτά τι είναι αυτό που είναι εντελώς άχρηστο κι αποφεύγουμε να το συλλέξουμε ; Κοίταξε έντρομο το πρόσωπό της. Όμως διαπίστωσε ότι απευθυνόταν στη διπλανή συμμαθήτριά του. Αισθάνθηκε αίφνης αυτοπεποίθηση κι όπως η μυρμηγκοπούλα κόμπιαζε ν’απαντήσει, της ψιθύρισε σαν από έμπνευση κάτι που είχε ακούσει να συζητούν οι γονείς του. Τον χρυσό τον χρυσό. Τον χρυσό επανέλαβε με δυνατή φωνή η ερωτώμενη. Και βέβαια, τα ψήγματα χρυσού επιδοκίμασε η δασκάλα. Αυτά τ’αφήνουμε για τους ανόητους συμπλήρωσε. Όσο για σένα εξυπνάκια για πρώτη φορά η τιμωρία σου είναι να γράψεις εκατό φορές στο φτερό της μύγας, δεν μαζεύουμε ποτέ ψήγματα χρυσού και να μου το φέρεις αύριο. Οι προπέτες δεν μου αρέσουν τόνισε με νόημα.
Το αδιάβαστο μυρμήγκι σε πελάγη απροσδόκητης ευτυχίας και κρυφογελώντας άκουσε να κτυπά το κουδούνι για διάλειμμα.
και μας πήραν τα χρόνια μας πήραν στο τηλέφωνο και μας πήραν στη δουλειά.
Η ζωή μας τρύπια ωραία λυρική φτώχεια σε παροξυσμό. Μας πήραν τα ωραία λόγια, τις ωραίες γυναίκες, τα ωραία πρόβατα, τα ωραία κατσίκια, τα ωραία δαμάλια.
Οι αγρότες μας εγίναν αποτρόπαιοι μικροαστοί, οι μικροαστοί αποτρόπαιοι αγρότες, ο λαός αποτρόπαια ευρωπαίος με πολλά μεταξωτά βρακιά αλλά χωρίς επιδέξιο κώλο.
Μας πήραν απ’ τη μύτη και μας πήραν από πίσω, μας γαμούν οι ρήτορες, οι πρόεδροι κρατών, μας γαμούν οι πεθαμένοι θεοί, ο Καίσαρας, οι καταχθόνιοι μάγειρες απ’ τα μαγεριά τους, οι μέγαιρες, οι μάγιστροι, τα έξυπνα πουλιά που μας πιάνουν απ’ τη μύτη, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με τις πρωινές τους γυμναστικές και τις εφιδρώσεις απ’ το πανσεξουαλικό τους παρελθόν!
Μας πήραν στο στρατό και μας πήραν στο κόμμα μας πήραν στο πανεπιστήμιο και μας πήραν χαμπάρι.
Γάτοι του Αχέροντα και σκύλοι του άλλου κόσμου γλώσσες από άλλες χώρες χώρες από άλλες γλώσσες
ποντίκια και κοριοί σκορπιοί και σκόρπιοι ναύτες και ναυτίες ναυάγια Ειρηνικοί ωκεανοί πολεμικοί ανταποκριτές
μανούλες άπορες και μανούλες άστεγες και μανούλες μόνες φαγωμένες απ’ το σκόρο τους δεσμοφύλακες, τα κέντρα φύλαξης, εξ ουρανού αποδιωγμένες.
Μας πήραν φως οι φωτογραφίες μας πήραν είδηση και μας πήραν δώρο, μας πήραν τη θέση στο λεωφορείο, μας πήραν τις εκλογές, μας πήραν τα σώβρακα.
Μας πήραν την ιστορία, μας πήραν τον ήλιο, μας πήραν το σκοτάδι, μας πήραν τα συνδικάτα, μας πήραν το διαφωτισμό, ότι είχαμε και δεν είχαμε, οι αστοί μας πήραν τη ρεβάνς.
Οι αστοί γεννοβολούν διανοούμενα τέκνα και τρελούς αντισοβιετικούς. Κάνουν μνημόσυνα στα ντουβάρια. Ανάβουν κεράκια στους σοβάδες.
Βραβεύουν, επιχορηγούν, επιβραβεύουν, επιδοτούν επαρχιώτες λογοτέχνες της Αθήνας κι αυτοί γράφουν, συγγράφουν, συνομιλούν, δηλώνουν, ξεχερσώνουν, υποδηλώνουν, δικάζουν, καταδικάζουν, καυτηριάζουν και το χοντρό τους δάχτυλο κουνούν στις μάζες που καραδοκούν.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Σεπτεμβρίου, 2012
Ο Νίκος μου έστειλε από την Αθήνα τους παρακάτω στίχους, και να σημειώσω ότι μου προξένησε χαρά είναι μάλλον πλεοναστικό κι αυτονόητο. Σας τους μεταφέρω μαζί με εικόνες πρόσφατων ουρανών της Θεσσαλονίκης.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Σεπτεμβρίου, 2012
Μεθαύριο Παρασκευή 21 του Σεπτέμβρη, στις εννιά το βράδυ, στην αίθουσα θεάτρου του Βαφοπούλειου, ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης οι δύο νεαροί κρητικοί καλλιτέχνες θα τραγουδήσουν ποίηση Γ. Θ. Βαφόπουλου, μελοποιημένη από τους ίδιους.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Αυγούστου, 2012
Σημείωση: Άφησα στο ιστολόγιο του Αδέσποτου Σκύλου το ακόλουθο μήνυμα: Φίλε Αδέσποτε, καθώς γιομίζει το δεύτερο φεγγάρι του Αύγουστου λέω να αναδημοσιεύσω δυο κομμάτια από τον πρόσφατό σου λόγο. (¨Μιλώ¨ και ¨Σε ξένο ρυθμό¨). Συγγνώμη για τις (γραφιστικές/στικτικές) μικροαλλοιώσεις. Να είσαι καλά. Β.Ν.
εντοπίζω τους ακόλουθους στίχους, που μου άρεσαν και ως εκ τούτου αναδημοσιεύω:
Θεοδόσης Βολκώφ
Η μπαλάντα των θλιμμένων αρσενικών
Πρέπει λοιπόν κι εδώ κάποιος να εγκύψει
και αυτό να εγγραφεί και να ειπωθεί,
του αρσενικού η πλέον μύχια θλίψη
και η πνιγμένη του άντρα οιμωγή.
Στη Γλώσσα πρέπει να ’ρθει όλη η Γη,
να εντυπωθεί στον Λόγο μ’ έναν γρόθο
και στον Ρυθμό με βία να χαραχθεί.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.
Δεν είναι ο Θεός που έχει εκλείψει,
και ο Θάνατος που σας διεκδικεί,
δεν είναι η Ιστορία που έχει ενσκήψει
και που εκατόμβες πάλι απαιτεί,
μα Εκείνη και η Άλλη και Αυτή,
μορφές και σώματα από χθόνιο δνόφο,
της λάσπης κορυφώσεις εν ζωή.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.
Και λέω την πάσα αλήθεια δίχως τύψη,
– η Σάρκα είναι αυτό που στιχουργεί –
οι θηλυκές – αυτό σας έχει λείψει
και πάντα θα σας τρώει, αρσενικοί,
εκείνο που κανένας δεν μπορεί
μα που ο καθένας θέλει μες στον ζόφο –
μ’όλες τις θηλυκές να κοιμηθεί.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.
Η Σάρκα τον εαυτό της ιστορεί –
πώς δέρνεστε και γδέρνεστε απ’ τον πόθο
και πώς το ατσάλι λιώνει απ’ το κερί.
Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Ιουλίου, 2012
Τα κείμενα εδώ παρακάτω είναι του Παντελή Καλογεράκη. Ο Παντελής είναι ένας από του δύο δίδυμους πολυταλαντούχους πιτσιρικάδες (πιτσιρικάδες για μένα: κατά τα άλλα δευτεροετείς στην Αθήνα) που γνώρισα φέτος, όταν παρουσίασαν, εδώ στη Θεσσαλονίκη, ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου μελοποιημένα από τους ίδιους. Ο άλλος είναι ο Μιχάλης. Καταγωγή από την Κρήτη, γραφή και μουσική που εκπλήττουν.
Η κρούση είναι μία. Από τον τέταρτο στον ακάλυπτο με τις βερικοκιές.
Ονομαστική κρούση.
Ο Παντελής, κουτούλησε, έγινε αλοιφή, ένα με το χώμα…
Η ώρα είναι μία.
Από τον τρίτο ακούγεται μια ιστορία.
Δεν κοιμάται ποτέ αυτή η πολυκατοικία, μια γυναίκα μονολογεί.
Από ότι κατάλαβα, την παλιά Αθήνα περιγράφει.
Παλιά, ιστορεί, δεν έπεφταν από τα μπαλκόνια του τετάρτου ορόφου οι ερωτευμένοι,
ούτε από τα ρετιρέ,
γενικά δεν έπεφταν,
μόνο έβγαζαν τα πόδια τους έξω από τα παράθυρα και πετούσαν,
για φαντάσου Αγάπη μου, πετούσαν λέει, πετούσαν ελεύθεροι,
σαν τα πουλιά,
κι έγραφαν τα ονόματα τους στον ουρανό, με τέμπερες αέριες,
κάτι σαν κλανιές με χρώμα.
Φέρε μου να κάνω ένα τσιγάρο, κι άκου να δεις πως έχει το σχέδιο.
Πέφτω πρώτος εγώ.
Μετά από μισή ώρα φωνάζεις το όνομα μου και με ρωτάς αν στο ισόγειο έχει υγρασία, με ακολουθείς μόνο αν δεν με ακούσεις να σου απαντώ. Ειδάλλως περιμένεις άλλα τρία τέταρτα, ρωτάς την ίδια ερώτηση, και πράττεις αναλόγως.
Λογικά τη δεύτερη φορά δε θα λάβεις απάντηση,
δεν έχω δα και τόσο γερή κράση, πάνω κάτω μετά από μία ώρα, θα είναι το έδαφος πάλι ουδέτερο,σαν πρώτα
κι εγώ λίπασμα για τις βερικοκιές.
Οφείλω να ομολογήσω πως την τελευταία στιγμή, προσπάθησα να πέσω ανάσκελα με τα χέρια μου ανοικτά,
για να προσγειωθείς στην αγκαλιά μου, μόνο που ποτέ δεν έμαθα αν κάτι τέτοιο συνέβη.
Ωστόσο υποψιάζομαι πως τα καταφέραμε διότι σήμερα τρώμε μαζί στο ίδιο τραπέζι και τα σκυλιά μας γερνάνε πιο αργά από ότι γερνάμε εμείς.
Γνώρισα μια μπαλαρίνα σήμερα.
Καθώς έβγαζε τα παπούτσια της μου τραγουδούσε νωχελικά.
Τραγουδούσε ενώ έβγαζε κι τις κάλτσες της, αργά, κοιτάζοντας με, νομίζοντας πως το απολαμβάνω ιδιαίτερα πολύ.
Κάτω από το στενό της φόρεμα,
φορούσε λεπτές στο χρώμα της ζάχαρης ξεχειλωμένες ζαρτιέρες, τις οποίες με δική μου προτροπή, δεν αφαίρεσε.
Εξακολουθούσε να τραγουδά, όχι άσχημα, τραγούδια της Ρίτας Σακελαρίου.
Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, διαδικασία κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά αποκρουστική κι καταναγκαστική για την ίδια, αν κρίνω από το γεγονός ότι δεν κατέβαζε τον καπνό κι αηδίαζε κάθε τόσο, μόνο που δεν πλάνταζε.
Άλλο ένα τσιγάρο τοποθετεί στα βαμμένα της κόκκινα χείλη, τα οποία ήμουν σίγουρος πως πριν προλάβω να γευτώ δεν θα είναι πια στο χρώμα του πάθους, αφού λίγο λίγο κάθε φορά όλο και περισσότερο γόπες χαίρονταν το κραγιόν της και τα ανεπαίσθητα, ίσως για τις γόπες ανεπιθύμητα ακόμη, φιλιά της.
Χωρίς να σβήσει το σπίρτο ανάβει ένα κερί τύπου ρεσώ δίπλα της, δίχως όμως το ίδιο να προσφέρει, πέρα από μια ακόμη γλυκιά πινελιά στο ήδη αρκετά επιτηδευμένα ειδυλλιακό περιβάλλον, φως.
Με ρωτά αν θα πιώ κάτι, τι άλλο να έπινα αλήθεια, που βρώμαγα αλκοόλ!
Μια μαύρη σαμπούκα λέω και μετανιώνω ευθύς, δίχως να το πάρω πίσω.
Δεν είχε πάγο, δεν ήπια γουλιά.
Αναρωτήθηκα από ποιο σημείο και μετά σταμάτησε να τραγουδάει κι δεν μπορούσα να θυμηθώ, άλλωστε είχε άλλα να κάνω.
Δεν ήταν κανείς από τους δυο μας επαγγελματίας. Αν και κρίνοντας από τους αναστεναγμούς της, βαπτίζοντάς τους αυθεντικούς, ήμουν ένας αρκετά πετυχημένος επαγγελματίας πελάτης, εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν κανείς από τους δυο μας επαγγελματίας.
Παρόλο που φεύγοντας της άφησα στο κομοδίνο το ελάχιστο ποσό χρημάτων με το οποίο υπέθεσα πως θα συνήθιζε να συμφωνεί,
δεν ήταν κανείς από τους δυο μας επαγγελματίας.
Βγαίνοντας από το διαμέρισμα, κάπου μεταξύ στο πολύ νωρίς και στο πολύ αργά, καθώς παρατηρούσα ότι έχω βάλει ανάποδα τα παπούτσια μου, γεγονός αφενός κακόγουστο αφετέρου δυσλειτουργικό, ακούω μια γυναικεία φωνή από τα αριστερά μου να με ρωτά αν έχω ώρα. Ξεχνώντας στιγμιαία το θέμα που με απασχολούσε χαμηλά στα πόδια μου, τοποθετώ το βλέμμα μου στο ρολόι, κι έπειτα το ρίχνω πάνω στα μάτια της μεταδίδοντας της την πληροφορία. Εκείνη, λεπτή με ένα κοντό απαλά ροζ φόρεμα που άνοιγε χαμηλά σαν μια λευκή μαργαρίτα, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω σφιχτά, με κάτι περίεργα παπούτσια, που άνετα θα έλεγε κανείς πως είναι σκέτη σόλα, και με χέρια τόσο λυγερά σαν τα κλαδάκια που έχουμε για προσάναμμα. Τι ρώτησα κάτι που δεν θυμάμαι, απάντησε κάτι άλλο που δεν θυμάμαι επίσης
κι εξαφανίστηκε, χοροπηδώντας, έχω την εντύπωση πως στη γλώσσα της θα είχε αυτό το περπάτημα μια πιο εξειδικευμένη ονομασία.
Όταν πια για τα καλά είχε ξημερώσει, πήρα τηλέφωνο τον κολλητό μου κι του είπα τα νέα μου.
«Γνώρισα μια μπαλαρίνα σήμερα! Και για κάποιο λόγο φορούσα ανάποδα τα παπούτσια μου…»
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Ιουλίου, 2012
Έκανα, που λέτε, μια βόλτα στο Αλωνάκι της Ποίησης και τους συνδέσμους του. Το Αλωνάκι είναι ένας τόπος ποίησης και μουσικής από εκείνες που μου αρέσουν και ο οικοδεσπότης Αλωνάρχης. ανάμεσα στα άλλα, αγαπά το Τανγκό (προπαντός το παλιό, το γνήσιο, το Λατινοαμερικάνικο) και το ποδόσφαιρο (θρυλείται). Γυρίζοντας από την περιήγηση σας φέρνω λίγους στίχους, λίγες νότες και μια (χιουμοριστική) εικόνα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΑΠ’ ΤΗ ΒΟΥΕΛΤΑ ΔΕ ΡΟΤΣΑ ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ Ή, ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΜΠΟΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ
Στον Δημήτρη
Βουέλτα δε Ρότσα… γέφυρα ωμών χρωμάτων που ξαναλένε σάμπως σε νωπογραφία νοσταλγικούς καημούς ψυχών τε και σωμάτων: της μετανάστευσης πυκνή μυθιστορία.
Λες χύθηκε η παλέττα του μαστρο-Κινκέλα στον ουρανό, και ουράνιο βγήκε τόξο η Μπόκα στον Ριατσουέλο απάνω: ασάδο και κανέλα γνέθει ξέφρενη του τάνγκο η ρόκα.
Αραβουργήματα άρρητα στο Καμινίτο τη σάρκα και τα κόκκαλα έχουν της ουσίας· στο Μπομπονέρα Dale Boca!… ήτοι Ζήτω η Μπόκα Τζούνιορς! – ιαχή που και ο Μαρσύας
θα βούταγε να κουβαλήσει στον Περαία με τους τριανταδύο μπλε-κίτρινους αστέρες. Μελωδημάτων όνειρα ευγενή και ωραία απ’ του ρεμπέτικου το σύρμα φτιάχνουν βέρες
με τα παιδιά να τις αλλάξουνε του Θρύλου, μπαντονεόν να γίνει το μπαγλαμαδάκι, να μπουν με αντιχρονισμούς πρόσφυγα σκύλου Μουράτης με Ρατίν μες στου Καραϊσκάκη,
για νά ’ναι το λιμάνι δυό φορές λιμάνι. Βοστέρος γαύροι συνοδιά, καρδιά και γόνα, στο Φάληρο γλυκολαλούν, γιατί έχει κάνει ο Στράτος του Γαρδέλ φ ω λ ι ά στη Δραπετσώνα .
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Ιουνίου, 2012
Δύο ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου. Τα ταξίδια ο Νίκος τα αγαπάει και τον αγαπάνε. Έτσι όταν ανηφορίζει προς τα δω, αν δε μου φέρνει κάτι παλιότερο, θα έχει κάτι απολύτως καινούργιο, του ταξιδιού. Σας μεταφέρω το ομοιοκαταληκτικό ¨Στις όχθες του Τιτσίνο¨, καθώς και το ¨Και τα όνειρα καρπίζουν¨, που ποιος ξέρει γιατί, αν και μια ιδέα πιο παλιό, μου φαίνεται γραμμένο για τις μέρες τις τρέχουσες.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Απριλίου, 2012
Του ιδιωτικού οράματος
Παίρνουν συχνά, αυτό το μεσαιωνικό υφάκι που αρέσει στις ακαδημίες. Παροιμιώδης η σεμνότις στα γραφτά μα η βωμολόχα έξη στες συναναστροφές και στα κουσκούσια αδυσώπητος.
Λουόμενοι και των τεσσάρων εποχών, όλο πιπιλίζουν τη λέξη κοπιράιτ. Τέρπουν με θυμωμένα βιογραφικά θηλυκά της φιλολογίας και γονείς που επένδυσαν σε μάστερ αντί για πανωσήκωμα κι αγροτεμάχιο σε πλαγιά.
Γράφουν αγγλοσαξονικά και στρωτά για να καυλώσουν όσους ασκούν κριτική εφημερίδας και χύνουν με τη λέξη εκμάγευση πίνοντας βότκα στον Ιανό.
Λυμαίνονται μωρούδες που ψάχνουν ολίγον οργασμό από κάποιον που αναγόρευσαν ποιητή οι κραιπάλες κι αβγάτισε το μανιερισμό καταλήγοντας επίτιμος στην αυλή τόσων και τόσων που μπήκαν ως λήμματα στα λεξικά και τις γλάστρες.