Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Μαρτίου, 2024
Θρύψαλα η καρδιά μου / αν μ΄αφήσεις
Αν φύγεις και αν δεν / ξαναγυρίσεις
Η ¨Μαρέμα¨, λατινογενής λέξη με βασικό συστατικό την Θάλασσα (Μάρε), είναι το όνομα μιας εκτεταμένης παράκτιας περιοχής της Ιταλικής χερσονήσου που περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα της κεντρικής Τοσκάνης και το βόρειο Λάτσιο. Ανατολικά ορίζεται από τα βουνά των Απεννίνων και δυτικά βρέχεται από το Τυρρηνικό πέλαγος.
Η Μαρέμα δεν ήταν δημοφιλής τόπος. Ήταν γεμάτη υγρασία, ελώδη στάσιμα νερά – εστίες μόλυνσης και ευδοκιμούντες κουνουπότοπους.
Κάποτε (τον 19ο αιώνα), όταν οι φυσικοί βιότοποι δεν ήταν ακόμη τόσο δημοφιλείς, αλλά εθεωρούντο (και ήταν) νοσογόνοι πυρήνες για όσους εγκαταστάθηκαν κοντά τους, επιχειρήθηκε η αποξήρανση και η εξυγίανση των βάλτων. Το έργο αποδείχτηκε δύσκολο και τα θύματα, ανάμεσα στους εργάτες που κλήθηκαν να το υλοποιήσουν, πολλά.
Έτσι η Μαρέμα έγινε ¨καταραμένη¨ (Μαρέμα μαλεντέτα).
Και μάλιστα, όποιος ήθελε να βρίσει χωρίς όμως να τα βάλει κατ’ ανάγκην με τα τυχόν υπερφυσικά πλάσματα που κυκλοφορούσαν στην ομίχλη, μπορούσε να τα βάλει μαζί της [αναφωνώντας π.χ.: (σ)πόρκα (βρωμερή) Μαρέμα, ή Μαρέμα μαγιάλα (γουρούνα)].
Εγώ, όταν πρωτοπήγα στην Φλωρεντία, αυτά τα πράγματα τα αγνοούσα, και πιθανότατα θα τα αγνοούσα για πολύ ακόμη, εάν δεν υπήρχαν αφενός τα Σπίτια του Λαού, όπου ακούγονταν συχνά τα λαϊκά – δημοτικά τραγούδια της Τοσκάνης και αφετέρου οι μουσικόφιλοι συμφοιτητές μου.
Εξηγούμαι: Τα σπίτια του λαού (κάζε ντελ πόπολο) ήταν μικρές εργατικές, πολιτικές και πολιτιστικές λέσχες όπου εκτός από το απαραίτητο Καφέ – Μπαρ (με προσιτές τιμές ακόμη και εάν κατανάλωνες τον καφέ σου καθιστός) διοργάνωναν εκδρομές, διαλέξεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, (π.χ. παντρεμένοι κόντρα στους ανύπαντρους), τόμπολες με βρώσιμα έπαθλα και φεστιβάλ δημώδους τραγουδιού.
Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι της Μαρέμας.
Το ξανάκουσα την περίφημη περίοδο του ’68. Αν και τραγούδι με παράπονο, χωρίς επαναστατικές εξάρσεις, υπήρξε ταιριαστό μουσικό υπόβαθρο τις νύχτες των φοιτητικών καταλήψεων,
Το ξαναβρήκα τυχαία σκαλίζοντας το You Tube, Το αναρτώ μαζί με μια πρόχειρη μετάφραση.
.
Δύο στροφές για την καταραμένη Μαρέμα:
Όλοι μου λεν’ Μαρέμα και Μαρέμα
Μα εγώ τη λέω γη καταραμένη
Σβήνει όποιος πάει εκεί – δεν είναι ψέμα
Κι εγώ έχασα αγάπη λατρεμένη
.
Ανάθεμά σε Μαρέμα Μαρέμα
Ανάθεμα και σ’ όποιον σ’ αγαπάει
Τρέμει η καρδιά μου, μου παγώνει το αίμα
Φεύγει η αγάπη μου και με ξεχνάει
.
…και μια πιο αισιόδοξη κατάληξη:
Μα τα λουλούδια να που ξανανθίζουν
Και τα λιβάδια πρασινίζουν πάλι
Όσοι είχαν φύγει, εδώ ξαναγυρίζουν
Μαζί η δική μου Αγάπη, η μεγάλη.
.
Εδώ τραγουδά η Αμάλια Ροντρίγκες
.
Εδώ η Κατερίνα Μπουένο
Και μία ανάγνωση…
.
Στα ιταλικά:
Tutti mi dicon Maremma, Maremma…
Ma a me mi pare una Maremma amara.
L’uccello che ci va perde la penna
Io c’ho perduto una persona cara.
.
Sia maledetta Maremma Maremma
sia maledetta Maremma e chi l’ama.
Sempre mi trema ‘l cor quando ci vai
Perché ho paura che non torni mai.
……………………………………………………………..
Έ rivenuto il fior di primavera,
L’è ritornata la verdura al prato,
L’è ritornato chi prima non c’era,
È ritornato lo mio innamorato. »
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Αυγούστου, 2019
Και μια που ξαναβρεθήκαμε με τον μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) ιδού ένα (καλοκαιρινό θα έλεγα) τραγουδάκι από τα πιο παλιά: Η μυγδαλιά. Συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ JE ME SUIS FAIT TOUT PETIT (1957) -το ομώνυμο άσμα σας το έχω ήδη μεταφράσει εδώ.
(τραγουδά ο Μπρασένς)
Η Μυγδαλιά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
μια φορά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
στη γειτονιά
μοναχά για τα κορίτσια
που ‘χαν στόμα λαίμαργο
-ίσως και άλλα καπρίτσια-
φύτεψα, τ’ ομολογώ.
*
Ένας σκίουρος με φούστα
δίνει μια-
Ένας σκίουρος με φούστα
ξαφνικά
σκαρφαλώνει και μου λέει:
Είμαι λαίμαργη πολύ
ένα μύγδαλο αν μου δώσεις
θα σου δώσω ένα φιλί.
*
Εσύ ανέβα όσο θες
αν μπορείς
εσύ ανέβα όσο θες
κι αν μπορείς
στ’ άψε σβήσε τσιμπολόγα
και προπάντων μη ξεχνάς
ότι πρέπει να μου δώσεις
το φιλί που μου χρωστάς.
*
Όταν τα ροκάνισε όλα
τι μου λέει;
Με το στόμα της γεμάτο
τι μου λέει;
Θα σε ξεπληρώσω όταν
οι ζαβοί βγάλουν φτερά
και θα πάρεις το φιλί μου
όταν θα πετάς ψηλά.
*
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
αλλά αν κάνεις ότι πέφτεις
να σε κλάψω δε μπορώ
κι αν τυχόν τα κακαρώσεις
δεν θα μαυροφορεθώ
*
Τίποτα δεν μένει πια
στη μυγδαλιά
Τίποτα δεν έχει πια
η μυγδαλιά
μόνο τσόφλια μες το χώμα,
πάει χαμένη η σοδιά,
μα, το λαίμαργό της στόμα
μ’ ανταμείβει με φιλιά.
*
Η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή
η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή,
ύστερα ο καιρός θυμώνει
κρύο, κεραυνοί, βροχή
η μυγδαλιά μου έγινε σκόνη
κι η αγάπη μου μαζί.
(ανάγνωση)
Georges Brassens «L’amandier»
J’avais le plus bel amandier Du quartier Et, pour la bouche gourmande Des filles du monde entier Je faisais pousser des amandes Le beau, le joli métier!
.
Un écureuil en jupon Dans un bond Vint me dire «Je suis gourmande Et mes lèvres sentent bon Et, si tu me donnes une amande Je te donne un baiser fripon!».
.
«Grimpe aussi haut que tu veux Que tu peux
et tu croques, et tu picores Puis tu grignotes, et puis tu Redescends plus vite encore Me donner le baiser dû!»
.
Quand la belle eut tout rongé Tout mangé «Je te paierai, me dit-elle A pleine bouche quand les Nigauds seront pourvus d’ailes Et que tu sauras voler!»
.
«Monte m’embrasser si tu veux,
si tu peux Mais dis-toi que, si tu tombes Je n’aurais pas la larme à l’œil Dis-toi que, si tu succombes Je ne porterai pas le deuil!»
.
Les avait, bien entendu Toutes mordues Toutes grignotées, mes amandes Ma récolte était perdue Mais sa jolie bouche gourmande En baisers m’a tout rendu!
.
Et la fête dura tant Que le beau temps Mais vint l’automne, et la foudre Et la pluie, et les autans Ont change mon arbre en poudre Et mon amour en même temps!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Ιουνίου, 2016
Οι ¨καθώς πρέπει¨ τύποι, ας συγκρατηθούνε
μα τον Τιτανικό αν κυβερνούσα εγώ
πριν καταβυθιστεί, θα ‘λεγα να σωθούνε
οι άπιστες πρώτα γυναίκες, χωρίς δισταγμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές το γιατρικό, -και να μην εκπλαγείτε-
στου μοναχικού τα πάθη και τον πυρετό,
απλόχερα προσφέρουν, μην τις παρεξηγείτε
πρόκειται κατά βάθος… για αλτρουισμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ερωτευτείτε εσείς μ’ όποια σας κάνει κέφι,
όμως και μένα ακούστε, μιλάω σοβαρά:
η άπιστη της πλήξης διώχνει μακριά τα νέφη
κι όσο για τους συζύγους… τα πάω μια χαρά!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όμως για σιγουριά, αυτούς που ‘χω γνωρίσει
τους έχω κοσκινίσει εξαντλητικώς
Αν η κυρία Τάδε μ’ έχει κατακτήσει
θα πρέπει να μ’ αρέσει ο Τάδε κι αυτός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Πρέπει ο κύριος Τάδε να ‘ν από τέλεια πάστα
αλλιώς αλλάζω γνώμη και τα παρατώ,
να ‘ναι καλό παιδί -αν όχι, βρασ’ τα κι άστα-
εκείνος που απ’ το ίδιο ποτήρι θα πιω.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όταν ήμουν μικρός, και μου ‘λειπε εμπειρία
έκανα που και που λάθη αισθητικής
τα ‘μπλεκα με συζύγους π’ ασκούσαν εξουσία,
της φάσης ήταν λάθη της εφηβικής.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ότι ‘μαι πες λοξός ή και κολλημένος
μα ΄κείνος που μαζί του θα γίνω κολλητός
περνώντας την σκυτάλη, στεγνός ή ιδρωμένος,
πρέπει να ’ναι ευπατρίδης και διακριτικός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μα κι άθλιους συζύγους εάν θα συναντήσεις
μη ξεχνάς τους καλούς, ευγενείς και σωστούς
π’ όσο και αν εκείνες, εν τέλει, θες ν’ αφήσεις
τις κρατάς λίγο ακόμη μπας και χάσεις κι αυτούς.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές τις μέρες, έχω κι εγώ μία κυρία
που, -να τα λέμε όλα- χωρίς κέφι τιμώ
όμως με τον δικό της σαν το Δάμωνα με τον Φιντία
γίναμε φίλοι, γι αυτό και δεν την παρατώ.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Κι όταν εκνευρισμένη απ’ τη σχέση μας που φθίνει
βρίσκει έναν τρίτο εκείνη και με απατά,
έτσι και πω: ¨εδώ αυτός ο κύκλος κλείνει¨,
εκείνος μ’ ικετεύει: ne me quittez pas!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μένω κι ο ένας τον άλλο έτσι παρηγορούμε:
¨είσαι ο κερασφόρος που προτιμώ¨
λέω εγώ, κι εκείνος: ¨μπορεί να προηγούμαι,
αλλά μαζί σου θέλω να ΄χω κάτι κοινό¨.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Kι αν αργεί η Σουρλουλού απ’ τα ραντεβού να γυρίσει
και άμα λάχει να ‘χει ρεπό κι η νταντά
κι ο σύζυγος στο ψάρεμα έχει καθυστερήσει
να ‘μαι εγώ, ο φουκαράς, που κρατάει τα παιδιά…
Πέτρες να μην πετάτε στις άπιστες, πια!!!
Ολίγες διευκρινίσεις για το Ιλαρο (τραγικό) τραγουδάκι του Georges Brassens ¨Στη σκιά των συζύγων¨ και την προσπάθεια απόδοσής του στα Ελληνικά.
*Στη δεύτερη στροφή ο Μπρασένς μιλάει, πιο συγκεκριμένα, για τις γυναίκες των σιδηροδρομικών στις οποίες και αποδίδει τα δέοντα εύσημα (σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση οι σταθμάρχες συντηρούν την καλλίτερη ομάδα απίστων). Στα ελληνικά η αναφορά αυτή δεν ¨χώρεσε¨.
*Στην έκτη στροφή μιλάει για τις άπιστες που πλέον αποφεύγει: τις γυναίκες των flics (¨μπάτσων¨)∙ εδώ το αποδώσαμε ως ¨γυναίκες αυτών που ασκούν εξουσία¨.
*Στην ένατη στροφή αντί για τον Ορέστη και τον Πυλάδη χρησιμοποιήσαμε τον Δάμωνα και τον Φιντία. – βόλευε καλύτερα στη ρίμα με την ¨κυρία¨.
*Στην δέκατη στροφή:, το ¨ne me quittez pas!¨ -το άφησα ως έχει. Εκτός από απελπισμένη έκκληση (μη μ’ αφήνεις!), παραπέμπει στο περίφημο τραγούδι του Ζακ Μπρελ.
*Στη δωδέκατη στροφή: Σουρλουλού -απαιτεί σύμπτυξη συλλαβών, αλλά αποδίδει καλύτερα το πνεύμα του δημιουργού (pimbêche: nom féminin: Femme prétentieuse, arrogante, capricieuse).
Ο Μπρασένς σε μια ζωντανή ηχογράφηση
***
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
A l’ombre des maris
Les dragons de vertu n’en prennent pas ombrage,
Si j’avais eu l’honneur de commander à bord,
A bord du Titanic quand il a fait naufrage,
J’aurais crié : «Les femm’s adultères d’abord !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Car, pour combler les voeux, calmer la fièvre ardente
Du pauvre solitaire et qui n’est pas de bois,
Nulle n’est comparable à l’épouse inconstante.
Femmes de chefs de gar’, c’est vous la fleur d’époi
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Quant à vous, messeigneurs, aimez à votre guise,
En ce qui me concerne, ayant un jour compris
Qu’une femme adultère est plus qu’une autre exquise,
Je cherche mon bonheur à l’ombre des maris.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
A l’ombre des maris mais, cela va sans dire,
Pas n’importe lesquels, je les tri’, les choisis.
Si madame Dupont, d’aventure, m’attire,
Il faut que, par surcroît, Dupont me plaise aussi !
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Il convient que le bougre ait une bonne poire
Sinon, me ravisant, je détale à grands pas,
Car je suis difficile et me refuse à boire
Dans le verr’ d’un monsieur qui ne me revient pas.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Ils sont loin mes débuts où, manquant de pratique,
Sur des femmes de flics je mis mon dévolu.
Je n’étais pas encore ouvert à l’esthétique.
Cette faute de goût je ne la commets plus.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Oui, je suis tatillon, pointilleux, mais j’estime
Que le mari doit être un gentleman complet,
Car on finit tous deux par devenir intimes
A force, à force de se passer le relais.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Mais si l’on tombe, hélas ! sur des maris infâmes,
Certains sont si courtois, si bons, si chaleureux,
Que, même après avoir cessé d’aimer leur femme,
On fait encor semblant uniquement pour eux.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
C’est mon cas ces temps-ci, je suis triste, malade,
Quand je dois faire honneur à certaine pécore.
Mais, son mari et moi, c’est Oreste et Pylade,
Et, pour garder l’ami, je la cajole encore.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Non contente de me déplaire, elle me trompe,
Et les jours où, furieux, voulant tout mettre à bas,
Je cri’ : «La coupe est pleine, il est temps que je rompe !»
Le mari me suppli’ : «Non, ne me quittez pas !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Et je reste, et, tous deux, ensemble, on se flagorne.
Moi, je lui dis : «C’est vous mon cocu préféré.»
Il me réplique alors : «Entre toutes mes cornes,
Celles que je vous dois, mon cher, me sont sacré’s.»
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Μαΐου, 2016
(Απελπισμένα!) χιουμοριστικό τραγουδάκι που ο Ζωρζ Μπρασένς δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει και που κυκλοφόρησε αργότερα, όταν ο Γιώργης είχε φύγει , από τον Jean Bertola (1985), εδώ σε μια ερασιτεχνική προσπάθεια ελεύθερης απόδοσης στα ελληνικά. Σας θυμίζω και το παραπλήσιο ¨Μισογυνισμού εξαιρουμένου¨ που σας είχα, εξ ίσου ερασιτεχνικά, μεταφράσει/αποδώσει παλιότερα (εδώ).
To κείμενο στα γαλλικά
Si seulement elle était jolie
Si seulement elle était jolie
Je dirais: «tout n’est pas perdu.
Elle est folle, c’est entendu,
Mais quelle beauté accomplie!»
Hélas elle est plus laide bientôt
Que les sept péchés capitaux
Que les sept péchés capitaux
*
Si seulement elle avait des formes,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est moche c’est entendu,
Mais c’est Venus copie conforme.»
Malheureusement, c’est désolant,
C’est le vrai squelette ambulant
C’est le vrai squelette ambulant.
*
Si seulement elle était gentille,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est plate c’est entendu,
mais c’est la meilleure des filles.»
Malheureusement c’est un chameau,
Un succube, tranchons le mot
Un succube, tranchons le mot.
*
Si elle était intelligente,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est vache, c’est entendu,
Mais c’est une femme savante.»
Malheureusement elle est très bête
Et tout à fait analphabète
Et tout à fait analphabète.
*
Si seulement l’était cuisinière,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est sotte, c’est entendu,
Mais quelle artiste culinaire!»
Malheureusement sa chère m’a
Pour toujours gâté l’estomac
Pour toujours gâté l’estomac.
*
Si seulement elle était fidèle,
Je dirais :»tout n’est pas perdu,
Elle m’empoisonne, c’est entendu,
Mais c’est une épouse modèle.»
Malheureusement elle est, papa,
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
*
Si seulement l’était moribonde,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle me trompe c’est entendu,
Mais elle va quitter le monde.»
Malheureusement jamais elle tousse:
Elle nous enterrera tous
Elle nous enterrera tous.
Αν ήταν λίγο χαριτωμένη
Ας ήτανε χαριτωμένη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει κάπως σε γαρίδα
κι ας είναι πάντα γουρλωμένη.
Μα, ωιμέ, αυτό που φέρνει σοκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ.
Αν είχε και καμιά καμπύλη
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
μπορεί να φέρνει σε πανίδα,
μα ‘χει για ¨πιάσιμο¨ την ύλη.
Μα, αλί, η εν λόγω δεσποινίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα!
Ας ήταν μόνο ευγενική
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει σ’ οδοντογλυφίδα,
είναι τουλάχιστον σωστή.
Μα , ωιμέ, σε φτύνει σα γκαμήλα,
έχει μια μόνιμη ξινίλα
κι έχει το τακτ ενός γορίλα!
Μόνο να ήταν έξυπνη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα,
ας σου θυμίζει τον Αττίλα,
είναι τουλάχιστον σοφή.
Μα, ωιμέ, από γράμματα μηδέν
και από πνεύμα γκαζοζέν
και από πνεύμα γκαζοζέν!
Ας ήξερε να μαγειρεύει
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας είναι ξύπνια σαν οβίδα,
στην κατσαρόλα σε μαγεύει.
Μα, ωιμέ, με λίπη και με πάχη
μου καταστρέφει το στομάχι
μου ‘χει διαλύσει το στομάχι!
Να ‘ταν τουλάχιστον πιστή
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
ας με φλομώνει στη θερμίδα
δεν είναι καμιά κουνιστή.
Μα αλίμονο: σ’ όποιον αντέχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει!
Στον τάφο αν είχε το να πόδι,
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα
κι ας μ’ απατάει σαν βακχίδα
με κάθε Πάνα τραγοπόδη
Ωιμέ, μα όλους του διαβόλους,
αυτή θε να μας θάψει όλους
αυτή θε να μας θάψει όλους!
*
Με τον Bertola
Μία ανάγνωση
Κι επειδή οι αρσενικές κακίες υποκρύπτουν συνήθως αγάπη ή ζήλεια, ιδού και ένα ελληνικό (παλιότερο) τραγουδάκι του Γιώργου Οικονομίδη: ¨Ζήλεια¨ ( Οικονομίδης Γ. , Ανύσιος Μ. 1946 – εισβολή του σουίνγκ στην Ευρώπη)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Μαΐου, 2016
Για τα πολιτικά, σώνει και καλά, αν μουρμουράτε
αν και, πώς να το πω, το κέφι μου χαλάτε…
άντε, μιλήστε και γι αυτά, δεν βγάζω το κουμπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
ΚΑΤΩ! της μούσας του έρωτα κάθε κομπογιαννίτης
κι όσοι τον κώλο γλύφουνε της Θείας Αφροδίτης
και κάτι αρτίστες που κολλάν σαν να τανε τσιμπούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ήμουν ως χτες ειρηνιστής σε όλη τη ζωή μου.
Δεν ήμουν διόλου τσαμπουκάς, μα έτυχε η δική μου
ναναι καργιόλα ολίγον τι και όχι κελεπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Ήτανε λέει ορφανό και κόκκινα φορούσε,
είπε θα πάει στη γιαγιά, που μοναχή της ζούσε,
με τόση δα κοντή ποδιά, στο στόμα γλειφιτζούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Περίμενα τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα,
περίμενα ένα χρόνο και ακόμη παραπέρα,
κανένα λύκο αντάμωσε, μου φαίνεται, λιγούρη…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Αυτό το μούτρο, ο Έρωτας, τρελαίνεται για πλάκες
τα βέλη φαρμακώνει ευθύς και ψάχνει να βρει βλάκες
κι είναι φαρμάκι ζόρικο, δεν είναι κανναβούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Κι όπως συμβαίνει που και που κάτω απ’ τα πέταλά της
η μαργαρίτα έχει σκορπιούς κι αράχνες της απάτης·
λάγνα οχιά απαίσια και ατίθασο μαμούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ο έβδομος ο ουρανός στην κεφαλή μου αν πέσει
και η απελπισία μου στον τάφο αν θα βρει θέση
Ένα μονάχα θα σας πω πριν το ¨βαθύ¨ χουζούρι:
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
***
Εδώ από τον Μπρασένς
Εδώ στα Ρωσικά
…και μία ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα…
Sauf le respect que je vous dois
Si vous y tenez tant parlez-moi des affaires publiques Encor que ce sujet me rende un peu mélancolique Parlez-m’en toujours je n’vous en tiendrai pas rigueur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Fi des chantres bêlant qui taquine la muse érotique Des poètes galants qui lèchent le cul d’Aphrodite Des auteurs courtois qui vont en se frappant le c?ur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Naguère mes idées reposaient sur la non-violence Mon agressivité je l’avait réduite au silence Mais tout tourne court ma compagne était une gueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ancienne enfant trouvée n’ayant connu père ni mère Coiffée d’un chap’ron rouge ell’ s’en fut ironie amère Porter soi-disant une galette à son aïeule Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Je l’attendis un soir je l’attendis jusqu’à l’aurore Je l’attendis un an pour peu je l’attendrais encore Un loup de rencontre aura séduite cette fugueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Cupidon ce salaud geste qui chez lui n’est pas rare Avait trempé sa flèche dans le curare Le philtre magique avait tout du bouillon d’onze heures Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ainsi qu’il est fréquent sous la blancheur de ses pétales La marguerite cachait une tarentule un crotale Une vraie vipère à la fois lubrique et visqueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Que le septième ciel sur ma pauvre tête retombe Lorsque le désespoir m’aura mis au bord de la tombe Cet ultime discours s’exhalera de mon linceul Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Μαΐου, 2016
Άνοιξη, Άνοιξη,
της ζωής και των ε-
ρωτευμένων γιορτή
Άνοιξη, Άνοιξη,
κι οι καρδιές παίρνουν χρώμα
απ’ άσπρο κρασί
Άνοιξη πλουμιστή,
για έναν όρκο ή μία
ματιά τρυφερή
θα γελάνε οι νιες
και παντού θα σκορπάνε
φιλιά κι αγκαλιές
.
Κι όταν οι νύμφες
θα μοιράζουν φιλιά
σαν αγκινάρα
θ’ ανοίγει κάθε καρδιά
Κι όταν τα αγόρια
σα σπίρτα θα παίρνουν φωτιά
να που οι ελπίδες
θα ζωντανέψουν ξανά
*
Άνοιξη Άνοιξη
λουλουδιών, εραστών,
ποιητών, άφιξη
Άνοιξη Άνοιξη
της καρδιάς, της χαράς,
της γητειάς έκρηξη
Άνοιξη λιμπιστή,
για έναν όρκο ή μία
ματιά τρυφερή
θα μεταμορφωθεί
όλη η Πόλη σε μία
μεγάλη γιορτή
.
Κοίτα την Πόλη
μοιάζει λιβάδι χλωρό
μ’ ένα αγάπης κοπάδι
κι αλλοπαρμένο βοσκό
Κοίτα την Πόλη
μοιάζει χωριό σε χαρά,
που στον ήλιο γιορτάζει
του έρωτα τη σπορά
*
Ανοιξιά- τικη αυγή
κι η καρδιά στης χαράς
τα περβόλια θα βγεί,
μ’ ανοιξιά- τικη ορμή
της αγάπης το άσπρο
κρασί να γευτεί
Άνοιξη πλουμιστή,
για έναν όρκο ή μία
ματιά τρυφερή
θα μετάμορφωθεί
σε Ελπίδας γιορτή,
με τη μια, όλη η Γη
.
Δες αυτό το θαύμα
ειν’ το μοναδικό
π’ ακόμη κάποιος προσφέρει
χωρίς παρακαλετό
Δες αυτό το θαύμα
θαύμα εαρινό
ζησ’ το όσο κρατάει
για φέτος θα ‘ν το στερνό
*
Άνοιξη Άνοιξη
τη ζωή ξαναβάφουμε ΄
μ’ άσπρο κρασί
Άνοιξη, Άνοιξη
των θεών και των ε-
ρωτευμένων, γιορτή…
Άνοιξη, Άνοιξη, Άνοιξη…
Ζακ Μπρελ Au printemps
*
Ανάγνωση
*
17 του Μάη. Είναι ακόμη (για λίγο) Άνοιξη και έτυχε να πέσω πάνω στο (ομώνυμο) τραγούδι του Ζακ Μπρελ (Au printemps) και είπα να κάνω μια ακόμη απόπειρα (από τις γνωστές: απόδοση στα ελληνικά κατά το δυνατό τραγουδίσιμη).
Βέβαια ¨printemps¨ είναι μια λέξη δισύλλαβη και τονίζεται στη λήγουσα, ενώ η ωραία Άνοιξη, ως γνωστόν, όχι μόνον πλειοδοτεί σε συλλαβές αλλά και προτιμά να οξύνει την προπαραλήγουσα. Έτσι η απόπειρα ήταν ευθύς εξ αρχής κάπως ζόρικη. Ευτυχώς οι τραγουδιστικές (μελοποιημένες) εκδοχές δεν αποστρέφονται εντελώς τις τονικές διαστροφές και ανακαινίσεις και έτσι δεν ¨ανασχέθηκα¨ παρά για πολύ λίγο. Παραπάνω, το προϊόν της μη ανάσχεσης στα ελληνικά, παρακάτω το original, στη γαλλική.
Σημείωση 1. Όταν στο γνήσιο κείμενο υπάρχουν επαναλαμβανόμενες στροφές, ο αποδίδων έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει διαφορετικές εκδοχές και ο τραγουδών-ούσα μπορεί να διαλέξει (απορρίψει) κατά βούληση.
Σημείωση 2. Σχετικά με στίχους για την Άνοιξη, σας θυμίζω και το παλιότερο ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου (εδώ)
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toutes les filles
Vous donneront leurs baisers
Puis tous leurs espoirs
Vois tous ces coeurs
Comme des artichauts
Qui s’effeuillent en battant
Pour s’offrir aux badauds
Vois tous ces coeurs
Comme de gentils mégots
Qui s’enflamment en riant
Pour les filles du métro
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Tout Paris
Se changera en baisers
Parfois même en grand soir
Vois tout Paris
Se change en pâturage
Pour troupeaux d’amoureux
Aux bergères peu sages
Vois tout Paris
Joue la fête au village
Pour bénir au soleil
Ces nouveaux mariages
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toute la Terre
Se changera en baisers
Qui parleront d’espoir
Vois ce miracle
Car c’est bien le dernier
Qui s’offre encore à nous
Sans avoir à l’appeler
Vois ce miracle
Qui devait arriver
C’est la première chance
La seule de l’année
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Μαΐου, 2016
Μικρό διάλειμμα αφιερωμένο σ’ ένα παλιό τραγουδάκι (γραμμένο από τους Richard Rodgers και Lorenz Hart, Ν.Υ., 1934).
Οι στίχοι του λίγοι, απλοί και η μελωδία του από εκείνες που δεν ξεχνιούνται.
Τη δεκαετία του εξήντα, ανανεωμένο από τους The Marcels, δεν έλειπε σχεδόν από κανένα αθηναϊκό εφηβικό πάρτι (στα σπίτια με τα μωσαϊκά δεν είχε μόνο λαϊκά…)
Blue moon
Blue moon you saw me standing alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
*
Blue moon, you knew just what I was there for
You heard me saying a prayer for
Someone I really could care for
*
And then there suddenly appeared before me
The only one my arms will ever hold
I heard somebody whisper «Please adore me»
And when I looked, the moon had turned to gold!
*
Blue moon!
Now I’m no longer alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
Εδώ παραπάνω μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του τραγουδιού για τον μικρό θεό Έρωτα, όπως τον περιγράφει ο Μπρασένς στο ¨Cupidon s’en fout¨. Με τον ¨μικρό Έρωτα¨ φτάνουμε στα 39 τραγούδια του τροβαδούρου που ως τώρα προσπάθησα να προσαρμόσω στη γλώσσα μας με τρόπο ώστε να μπορούν λίγο πολύ να τραγουδηθούν (στο μπάνιο -για τα υπόλοιπα τραγούδια κλικ στις ¨κατηγορίες¨, εδώ δεξιά). Οι ¨αναγνώσεις¨ γίνονται πάντα με επίκληση στο ¨συμπάθιο¨ και μόνο για να επαληθευθεί αν όντως οι συλλαβές της απόδοσης χωράνε στη μελωδία.
Εδώ με τον Georges Brassens
Εδώ στα Ρωσικά
Cupidon s’en fout
Pour changer en amour notre amourette,
Il s’en serait pas fallu de beaucoup,
Mais, ce jour là, Vénus était distraite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Des jours où il joue les mouches du coche.
Où elles sont émoussées dans le bout,
Les flèches courtoises qu’il nous décoche,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Se consacrant à d’autres imbéciles,
Il n’eu pas l’heur de s’occuper de nous,
Avec son arc et tous ses ustensiles,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On a tenté sans lui d’ouvrir la fête,
Sur l’herbe tendre, on s’est roulés, mais vous
Avez perdu la vertu, pas la tête,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Si vous m’avez donné toute licence,
Le coeur, hélas, n’était pas dans le coup;
Le feu sacré brillait par son absence,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On effeuilla vingt fois la marguerite,
Elle tomba vingt fois sur «pas du tout».
Et notre pauvre idylle a fait faillite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Quand vous irez au bois conter fleurette,
Jeunes galants, le ciel soit avec vous.
Je n’eus pas cette chance et le regrette,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Μαρτίου, 2016
Πλουραλιστικό
Όταν αρνήθηκα ξανά να ενταχτώ
μου παν’: ¨Αγαπητέ, είστε με τους ΄αλλιώς΄¨.
Ναι καλά, μα εγώ δε μπορώ ¨οπαδός¨
παρωπίδες και γκέμια ξανά να ζευτώ.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
απ’ τους εθελοντές,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Θεέ μου τι λιτανείες και τι διαδρομές
διαδηλώσεις πορείες μα και συμπλοκές
τι ομάδες, τι καυγάδες, κλίκες και μεταλλαγές
σέχτες, φράξιες παρασυναγωγές!
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από τους ζηλωτές,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Ήταν μια καλή Ιδέα και ωραία και σπουδαία
έρωτας κεραυνοβόλος – δε χωρά αναβολή
όλοι μας ευτυχισμένοι, την νομίζαμ’ αναγκαία
πέσαμ’ έξω γιατί ήμασταν ίσως πολλοί.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από τους πρόθυμους,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Καθαρά θα το πω, δε μπορώ τις φαμφάρες
σιγανό, προτιμώ, τραγουδάκι να πω
θορυβείτε εσείς φωναχτά, άρες μάρες
ήχο έχω εγώ επαναστατικό.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από τους χορωδούς,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Αν για μια αγκαλιά πρέπει να ‘μαστε δέκα
προτιμώ μοναχός να παρηγορηθώ
τις παρτούζες σνομπάρω προτιμώ μια γυναίκα
-κι ο οβελίσκος κοντάρι ειν’ μονολιθικό-.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από των φαλλών το μάτσο
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Τους νεκρούς σ’ εκατόμβες δε ζηλεύω σας λέω
και να φύγω μονάχος ειλικρινά προτιμώ
για μια βόλτα στον Άδη από μόνος μου πλέω
και το φέρετρο θέλω μοντέλο μονό.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από των οστών τη στοίβα ,
να μ’ αφήσετε εκτός.
Το ¨πλουραλιστικό¨από τον Ζορζ Μπρασένς
Μία ανάγνωση
Έχουμε καιρό να ταξιδέψουμε με τον καπετάν Γιώργη (Μπρασένς), αλλά να που σήμερα θα τον ακούσουμε, μαζί με μια ακόμη προσπάθεια απόδοσης των στίχων του στα ελληνικά που σας ετοίμασα. Αυτή τη φορά πρόκειται για το Le pluriel.
Μικρές σχετικές σημειώσεις:
α. άφησα εκτός απόδοσης την αναφορά στον Prévert (στο τέλος της τρίτης στροφής), βασικά για να αποφύγω να ¨φορτώσω¨ το κείμενο με υποσημείωση.
β. για λόγους καθαρά μετρικούς (και για να μειώσω τις χρειαζούμενες συλλαβές ώστε το κείμενο να χωράει στη μουσική) μείωσα τον αριθμό των (κατά τον Μπρασένς) ελαχίστων για να μην έχουμε ¨αγέλη¨, από τέσσερεις σε τρεις (κέρδισα 2 συλλαβές), και τον αριθμό των μελών της αναφερόμενης ¨παρτούζας¨ από δώδεκα σε δέκα (κέρδισα μία).
γ. Η δεύτερη στροφή χρησιμεύει ως ρεφρέν και τραγουδιέται (με ελάχιστες αλλαγές στον τέταρτο στίχο) μετά από κάθε μία απ’ τις άλλες.
δ. Η απόδοση είναι «ελεύθερη» και δε φιλοδοξεί άλλο από το να δώσει μια εκδοχή αυτών που μπορεί να προσλάβει κανείς ακούγοντας Μπρασένς
Le pluriel
«Cher monsieur, m’ont-ils dit, vous en êtes un autre»,
Lorsque je refusai de monter dans leur train.
Oui, sans doute, mais moi, je fais pas le bon apôtre,
Moi, je n’ai besoin de personne pour en être un.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les noms des partants on ne verra pas le mien.
Dieu! que de processions, de monômes, de groupes,
Que de rassemblements, de cortèges divers, –
Que de ligues, que de cliques, que de meutes, que de troupes!
Pour un tel inventaire il faudrait un Prévert.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les cris des loups on n’entend pas le mien.
Oui, la cause était noble, était bonne, était belle!
Nous étions amoureux, nous l’avons épousée.
Nous souhaitions être heureux tous ensemble avec elle,
Nous étions trop nombreux, nous l’avons défrisée.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les noms d’élus on ne verra pas le mien.
Je suis celui qui passe à côté des fanfares
Et qui chante en sourdine un petit air frondeur.
Je dis, à ces messieurs que mes notes effarent:
«Tout aussi musicien que vous, tas de bruiteurs!»
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les rangs des pupitres on ne verra pas le mien.
Pour embrasser la dame, s’il faut se mettre à douze,
J’aime mieux m’amuser tout seul, cré nom de nom!
Je suis celui qui reste à l’écart des partouzes.
L’obélisque est-il monolithe, oui ou non?
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des phallus on ne verra pas le mien.
Pas jaloux pour un sou des morts des hécatombes,
J’espère être assez grand pour m’en aller tout seul.
Je ne veux pas qu’on m’aide à descendre à la tombe,
Je partage n’importe quoi, pas mon linceul.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des tibias on ne verra pas les miens.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Αυγούστου, 2015
Το τραγούδι/πεζό που προσάρμοσα αυτή τη φορά στα ελληνικά είναι ¨Ilmercato¨ του GiorgioGaber και του SandroLuporini. Η ¨Αγορά¨ τραγουδήθηκε σε διαφορετικές παραπλήσιες εκδοχές ανάμεσα στο 1997 και το 2000 και συμπεριλαμβανόταν στα τραγούδια του άλμπουμ με τίτλο ¨Un’Idiozia Conquistata a Fatica¨ (Μία βλακεία που αποκτήθηκε με κόπο). Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχει και το τραγούδι ¨Il Conformista¨ που σας έχω ήδη μεταφράσει/προσαρμόσει εδώ
*
Το τραγούδι των αγορών
Χορός:
Οι αγορές είναι το δαιμόνιο,
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο Διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
*
Οι αγορές είναι / κάτι παράξενα ζώα
μα καθόλου αθώα / π’ ολοένα παχαίνουν
κι ολοένα γεμίζουν / και με άμετρο τρόπο
μια γυναίκα θυμίζουν / με κοιλιά φουσκωμένη
συνεχώς γκαστρωμένη, / από μόνη της όμως!
*
Οι αγορές είναι / σα μωρά χαϊδεμένα
παχουλά και θρεμμένα / πλαστικο-εγχειρισμένα
που χωρίς παραμάνα / τις δίπλες τους τρέφουν
χωρίς όνειρα αντέχουν / και εν τέλει υπερέχουν
αφού έχουν για ε / κκολαπτήρα εσένα!
*
Τραγουδιστής:
Η κιθάρα ηχούσε
την ψυχή και το σώμα κάθε νότα τρυπούσε
σαν οργής ουρλιαχτό,
…αλλά και σαν αγάπης τραγούδι κρυφό.
Ο ρυθμός της, ονειρικός,
ανεβαίνει στη σάρκα, στη ψυχή, πυρετός.
Ειν’ γεμάτη ευθυμία και κόσμο η σάλα
κι είμαι ’γω βασιλιάς μοναχός!
*
Η κιθάρα αντηχούσε
-μαγική συνουσία-
απ’ τις σπάνιες στιγμές που νομίζεις πως ξέρεις
ποια ειν’ η ουσία
ποια ειν’ η ουσία
ποια ειν’ η ουσία.
Η κιθάρα αντηχούσε
συνεχώς, δίχως τέλος,
κι όλοι ‘νοιώθανε λευτερωμένοι
κι όμως, στων αγορών τις κρυφές αλυσίδες
(χέρια πόδια) ήταν όλοι δεμένοι
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
*
Οι αγορές μοιάζουν
με καρχαρίες που αδέσποτοι αλωνίζουν
κι ανήλεοι, χωρίς ενδοιασμούς
αφού κατασπαράξουν τους εχθρούς
ο ένας τον άλλον τελικά καταβροχθίζουν
*
Φούσκες κατάληξαν οι αγορές
με πυροκροτητή συνδεδεμένες
πάνω σε λόμπι και κυκλώματα στημένες
Βόμβες στα χέρια των πιο ¨μυημένων¨
είτε με ¨νόμους¨ είτε μ’ αρπαγή
τελειώνουν με σφαγή των ηττημένων
*
Τραγουδιστής:
Πετούσε η μηχανή
στον άνεμο το σώμα μου παλλόταν
μια αίσθηση ζωής με διαπερνούσε,
τον πόνο, την φθορά, το σώμα μου ξεχνούσε
και η Αθανασία
κάπου εκεί στο πλάι μου βρισκόταν
Μεγάλη η έξαρση… πώς να την περιγράψεις;
στην άσφαλτο να ρέει η μηχανή, εγώ στα ηνία,
μια ασύλληπτη διέγραφα πορεία
και ζούσα μια απερίγραπτη ευφορία
*
Έτρεχε η μηχανή με ‘μένα στο τιμόνι
κι όμως εγώ ακόμη δεν κατανοούσα
πως ήμουνα μονάχα ένα πιόνι
σ’ ένα παιχνίδι ασφαλώς στημένο
στου Κέρδους το βωμό αφιερωμένο
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
Αφηγητής:
Αυτές. Οι αγορές. Είναι παντού. Τίποτα δεν τους διαφεύγει. Είναι άπληστες και αχόρταγες. Καθορίζουν τα πάντα καθημερινά. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν γίνει μια πολυτέλεια, ένα παιχνίδι για τα σαλόνια, δεν υπάρχει κανείς, άτομο ή πολιτικός σχηματισμός που να μπορεί να αντισταθεί στη λογική αυτού του μεγάλου αόρατου καραγκιοζοπαίχτη που κινεί τον κόσμο μας.
Αλλά, εάν μια μέρα στα ξαφνικά οι αγορές εξαφανίζονταν; Εάν ξαφνικά βρισκόμασταν αποκλεισμένοι από αυτόν τον τέλειο μηχανισμό που βρίσκεται τόσο έξω από οποιαδήποτε ηθική; Κατά βάθος είναι Αυτές που πραγματοποίησαν τα όνειρα των πατεράδων μας και μας προμήθευσαν ευμάρεια και πλούτο. Πώς να το κάνουμε, στις μέρες μας μια χώρα που απορρίπτει την λογική τους, κινδυνεύει να γίνει μια φτωχή χώρα. Απ’ την άλλη, μια χώρα που την αποδέχεται με ανεμελιά, όχι μόνο κινδυνεύει την αύξηση της ανισορροπίας στη διανομή του πλούτου, αλλά, ακόμη χειρότερα, διακινδυνεύει την ολική εξαφάνιση των συνειδήσεων∙ σήμερα δε μπορούμε καν να ταχθούμε αποφασιστικά υπέρ ή κατά των αγορών! Απίστευτο!
Ίσως, μόνο αν γνωρίζουμε αυτό το αδιέξοδο, αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα δίχως να απαιτούμε να λύσουμε το πρόβλημα με ένα ναι ή ένα όχι. Ιδού η μεγάλη πρόκληση∙ να μάθουμε να ζούμε χωρίς βεβαιότητες, αλλά όντας σίγουροι ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από την αντίφασή μας αυτή.
Τότε ίσως, πιθανώς ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, θα βρούμε άλλες πηγές, άλλους πόρους, ίσως τότε θα μπορέσουμε ξανά να ονειρευτούμε, να στοχαστούμε, γιατί ο καθένας από μας δεν εξαφανίζεται, αντέχει στον σαματά και στην επικοινωνιακή καταιγίδα και μπορεί να αντέξει και να κινηθεί μέσα στην αμφιβολία που, εδώ που τα λέμε, ήταν ανέκαθεν το πεπρωμένο του ανθρώπου.
Τραγουδιστής:
Σιγά σιγά
ζωντανός επιστρέφεις
ενεργός, δυνατός πιο πολύ
κι είσαι έτοιμος πια να χαράξεις
μία άλλη, αλλιώτικη
διαδρομή
*
Γιατί
ο ¨καθένας από μας¨ δεν πεθαίνει
παρά νέες ιδέες γεννά
και μια μνήμη αρχαία
πίσω φέρνει ξανά:
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά!
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
…Πως έχει φτερά
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά…
***
*
Il Mercato
Il mercato è un mammifero strano
senza niente di umano è una cosa che cresce
che ogni giorno diventa più grosso
una crescita abnorme smisurata tutta forme
come una donna sempre incinta di se stessa.
Il mercato è un neonato opulento
ossequiato dal mondo è un bamboccio gonfiato
che ingrassa anche senza nutrice
non ha alcun bisogno né di cibo né di sogno
siamo noi tutti la sua grande incubatrice.
La chitarra suonava
ogni nota passava straziante dal petto e dal cuore
era un urlo di rabbia
però stranamente era anche un canto d’amore
Era un ritmo così sconvolgente
per il corpo per la mente
e la sala scoppiava di gente e di grande allegria
quella notte era mia.
La chitarra suonava
senza smettere mai
ed ognuno di noi si sentiva così liberato
senza rendersi conto
che anche lì si imponeva la follia del mercato
coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
Il mercato è uno squalo gigante
sempre più onnipotente
così bieco e spietato non ha impedimenti morali
ha travolto il nemico nella furia del suo gioco
uno alla volta si è sbranato gli altri squali.
Il mercato è un ordigno innescato
un circuito completo
è la grande invenzione è l’atomica dei più potenti
è una competizione tra le più disumane
senza pietà per il massacro dei perdenti.
La mia moto correva
il mio corpo vibrava felice più forte del vento
è una grande emozione
sentirsi immortali anche fosse in un solo momento
Era un senso di grande furore che è difficile da spiegare
io volevo mordevo l’asfalto ero come in balia
di una grande euforia.
La mia moto correva ero solo al comando
mi sentivo fuori dal mondo così realizzato
senza rendermi conto che anche in me stravinceva
la follia del mercato.
coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
Lui. Lui il mercato, è dovunque. Niente gli sfugge. È avido e insaziabile, non si accontenta mai. È Lui, che determina tutto con la sua quotidiana presenza. Gli scontri politici sono diventati un lusso, un gioco da salotto, non c’è individuo né formazione politica che possa opporsi alla logica di questo grande invisibile burattinaio, che tira le fila del nostro mondo.
Ma se un giorno Lui di colpo sparisse? Se di colpo ci trovassimo esclusi da questo meccanismo perfetto così al da fuori di qualsiasi morale? In fondo è Lui, che ha realizzato i sogni dei nostri padri procurandoci benessere e ricchezza. Non c’é niente da fare, oggi come oggi un paese che rifiuta la sua logica, rischia di diventare un paese povero.
Un paese che l’accetta con allegria, non solo rischia l’aumento dello squilibrio nella distribuzione della ricchezza, ma peggio ancora, l’annientamento totale delle coscienze.
Insomma, un uomo oggi non ha neanche la possibilità di schierarsi decisamente a favore, o contro di Lui. Incredibile!
Forse, forse se lo si sa, se ne si è consapevoli, si può praticare questa realtà, senza pretendere di risolvere le cose con un sì o con un no. Ecco la grande sfida; allenarsi a vivere senza certezze, con la certezza che qualche cosa possa nascere da questa nostra contraddizione.
Allora forse, magari a fatica, troveremo altre risorse, allora forse si ritorna a sognare, a pensare, perché l’individuo non muore,
resiste fra tanto frastuono
e si muove nel dubbio
che in fondo è da sempre
il destino dell’uomo.
E pian piano ritorni a esser vivo
più presente più reattivo
la tua mente rivede affiorare in un mondo sommerso
un percorso diverso.
L’individuo non muore
cerca nuovi ideali
e riprova l’antica emozione
di avere le ali di avere le ali
coro: il mercato è il demonio
il mercato è Dio. (continua in sottofondo)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Ιουλίου, 2015
Σας έφτιαξα μια ελεύθερη (εννοείται!) προσαρμογή στα ελληνικά του ¨Si può¨ των Giorgio Gaber και SandroLuporini, που πρωτογράφτηκε το μακρινό 1976 και συμπεριλήφθηκε -ανανεωμένο σε ενθουσιασμό και επιχειρήματα- το 2001 στο άλμπουμ La mia generazione ha perso (Η γενιά μου έχασε).
ΜΠΟΡΕΙΣ!
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς
Μπορείς, η Ιστορία δεν πάει παραπέρα, μπορείς
*
ΕΓΩ;
Ό, τι θέλω επάνω μου βάζω
τα ταμπού με τη μία τα σπάζω
το ριζικό μου μόνο εγώ τo ελέγχω
το κινητό το πιο κουλ μόνο εγώ
το κατέχω
*
Μπορείς,
στον αγροτουρισμό, αμα θέλεις, ν’ ασχοληθείς
Μπορείς,
και στο βουδισμό (άμα λάχει) να προσηλυτιστείς
Μπορείς,
σε ριάλιτι παιχνίδι να μπλέξεις
Μπορείς,
και σαν άστρο -για λίγο- να φέξεις
*
Ένα κάτι τι μοναχά θα σου φτάσει
και κανείς δε θα μπορεί να σε πιάσει
αρκεί ένα τοκ σόου σε άγριο ρυθμό
για να ζωντανέψει ξανά μεσ’ στο ξεφωνητό
κάτι απ’ αυτό που εσύ ονομάζεις κουλτούρα
ή και
πολιτισμό
*
Άμα θες λεφτά, σου φτιάξαμε το Λόττο
Για σένα θα ‘χει πάντα και μπαστούνι
και καρότο
Κάτι βομβαρδισμούς (καθώς πρέπει) φτάνει μόνο ν’ ανεχτείς
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Ιουλίου, 2015
Σας έφτιαξα μια απόδοση στα ελληνικά του τραγουδιού του Τζόρτζιο Γκάμπερ ¨Il desiderio¨. Οι στίχοι είναι γραμμένοι μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι.
Η Επιθυμία
Αγάπη,
δεν έχει νόημα με κάποιους να τα βάζεις
να τους κατηγορείς
για τούτο ή για κείνο
ή για άλλα πράγματα που δεν αξίζουν μία.
Αγάπη
όλα αυτά δεν έχουνε καμία σημασία
εκείνο που μας λείπει
το λένε ¨επιθυμία¨.
*
Η επιθυμία
απ’ όλα τ’ άλλα ειν’ πιο πάνω
είναι η αίσθηση του τώρα
είναι να ζεις μέσα σ’ αυτά που κάνεις, όλα,
κι όχι μονάχα στην αγάπη.
Επιθυμία είναι τις στιγμές να πλάθεις,
όταν το γέλιο κι η κουβέντα είναι χαρά∙
είναι η αίσθηση-ασπίδα στην ανία
και στη φθορά.
*
Η επιθυμία είναι, ναι,
το πιο σπουδαίο πράγμα
μια αναστάτωση που αδιόρατα γεννιέται
απ’ του ενστίκτου το μυστήριο βάθος.
Η πρώτη ώθηση να μάθεις, να γνωρίζεις.
Ενός ευαίσθητου φυτού η ρίζα
που αν ξέρεις να φροντίζεις
με τη ζωή σε δένει και το πάθος.
*
Αγάπη
για την φθορά μας, νόημα δεν έχει
νέα ονόματα να φτιάχνεις
οι λέξεις από μόνες δεν αρκούν
όσο κι αν ψάχνεις.
Αγάπη
ανάγκη δεν υπάρχει πια καμία
αφού εκείνο που μας λείπει
το λεν’ επιθυμία.
*
Η επιθυμία είναι
το πιο σπουδαίο πράγμα
μία φωνή περίεργη, ξαφνική
μια έλξη που χαμπάρι δεν την παίρνεις
μία γητειά π’ ανέτοιμο σε βρίσκει,
να την ελέγξεις δεν τα καταφέρνεις
δε ξέρεις τι ενέργεια αναλώνει
μα ήδη, πριν το νοιώσεις, μεγαλώνει.
*
Η επιθυμία είναι η ώθηση που έρχεται απ’ τα μέσα
φτιάχνει το αύριο σαν το τώρα έχει χαλάσει
είναι η μόνη μηχανή που στα τυφλά
κινεί την πλάση.
***
(Μία ανάγνωση)
*
Il Desiderio
Amore
non ha senso incolpare qualcuno
calcare la mano
su questo o quel difetto
o su altre cose che non contano affatto.
Amore
non ti prendo sul serio
quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è l’emozione del presente
è l’esser vivi in tutto ciò che si può fare
non solo nell’amore
il desiderio è quando inventi ogni momento
è quando ridere e parlare è una gran gioia
e questo sentimento
ti salva dalla noia.
Il desiderio
è la cosa più importante
che nasce misteriosamente
è il vago crescere di un turbamento
che viene dall’istinto
è il primo impulso per conoscere e capire
è la radice di una pianta delicata
che se sai coltivare
ti tiene in vita.
Amore
non ha senso elencare problemi
e inventar nuovi nomi
al nostro regredire
che non si ferma continuando a parlare.
Amore,
non è più necessario
se quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è un’attrazione un po’ incosciente
è l’affiorare di una strana voce
che all’improvviso ti seduce
è una tensione che non riesci a controllare
ti viene addosso non sai bene come e quando
e prima di capire
sta già crescendo.
Il desiderio è il vero stimolo interiore
è già un futuro che in silenzio stai sognando
è l’unico motore
che muove il mondo.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Οκτωβρίου, 2014
Με το που τέλειωσαν οι καλοκαιρινές διαλείψεις, ασυνέχειες και διακοπές με παίρνει ο Θάνος τηλέφωνο, κι ανάμεσα σε άλλα (τέλους σεζόν) μου λέει:
– Μπαμπά, άκουσα ένα ωραίο τραγούδι του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ.
– Ποιο; τον ρωτάω.
-Το Bocca di Rosa, μου λέει.
– Ωραίο πράγματι, συμφωνώ.
– Πώς και δε το μετάφρασες με τα άλλα;
– Να σου πω την αλήθεια μια φορά το είχα αρχίσει, αλλά έχει πολλές μικρές στροφές και κάπου το άφησα ή με άφησε.
– Παραγγελιές δέχεσαι;
– Από σένα, άμα λάχει, ναι (το έχω ξανακάνει).
Κάπως έτσι, ανάμεσα στους αρχαίους με τους οποίους κάνω παρέα τον τελευταίο καιρό, εμφανίστηκε πάλι ο Φαμπρίτσιο.
Η προσπάθεια είναι προφανώς αφιερωμένη στο Θάνο.
Η Ροδόστομη
Την φωνάζαμε «ρόδινο στόμα»
τον έρωτα είχε πιο πάνω απ’ όλα!
την φωνάζαμε «ρόδινο στόμα»
πολλοί από μας τη θυμούνται ακόμα.
*
Με το που φτάνει στη μικρή μας πόλη
από το τρένο σαν κατεβαίνει,
με μια ματιά καταλάβαμε όλοι
ότι δεν ήταν καμιά ιερωμένη!
*
Άλλη αγαπάει γιατί βαριέται,
άλλη για χρήμα μόνο αγαπιέται,
μα η Ροδόστομη, αν δεν κάνω λάθος,
ερωτευόταν μόνο από πάθος!
*
Αλλά το πάθος, μας παρασύρει
να ερωτευόμαστε πάντα με μένος
και δεν ρωτάμε ο αγαπημένος
αν είναι ελεύθερος ή παντρεμένος.
*
Κι έτσι της πόλης μας οι κυράτσες
-εδώ που τα λέμε, πολύ δε θέλει-
στο «ρόδινο στόμα» ορμήσανε όλες
γιατί τους στέρησε το μέλι.
*
Αλλά της πόλης μας οι σουσουράδες,
οι καρακάξες και τ’ άλλα είδη,
μια που δεν έχουν πολλή φαντασία
περιοριστήκανε στο βρισίδι.
*
Σ’ όλους αρέσει να συμβουλεύουν
κι όλο μαθήματα να παραδίνουν
κι όλοι στη λένε για το καλό σου
κακό παράδειγμα σα δεν σου δίνουν.
*
Έτσι μια γέρικη πια καλιακούδα
χωρίς παιδιά, δίχως επιθυμίες,
πήρε με κέφι την πρωτοβουλία
σωστές να δώσει οδηγίες.
*
κι είπε σταράτα στις κερατωμένες
με φράσεις κοφτές και με λέξεις ψαγμένες:
¨Να πώς θα διορθώσουμε την αδικία:
Θα ειδοποιήσουμε την Εξουσία!¨
*
Κι εκείνες πήγανε στον αστυνόμο
και του τα είπαν με λίγα λόγια:
«Πιότερους έχει η τσούλα πελάτες
κι απ’ της κυβέρνησης τα λαμόγια!»
*
Και καταφτάνουν οι χωροφυλάκοι,
με τα γαλόνια, με τα γαλόνια
και καταφτάνουν οι χωροφυλάκοι
με τα γαλόνια και τα κορδόνια.
*
Η τρυφερότητα δεν είναι μια αξία
που έχουν οι μπάτσοι αδυναμία,
μα εκείνη τη μέρα να πάρει το τρένο
τη συνοδέψαν μ’ απροθυμία.
*
Στο σταθμό του τρένου βρέθηκαν όλοι,
από τον διάκο ως τον γεωπόνο,
στο σταθμό του τρένου βρέθηκαν κι είχαν
στη φάτσα θλίψη, στα μάτια πόνο.
*
Για να χαιρετίσουν αυτήν που για λίγο,
χωρίς ιστορίες, χωρίς απαιτήσεις,
για να χαιρετίσουν αυτή που για λίγο
χάρισε του έρωτα τις συγκινήσεις.
*
Και μία φράση είχαν γραμμένη
με γράμματα μαύρα σε μια πινακίδα:
«Γλυκιά Ροδόστομη σε χαιρετάμε
μαζί σου φεύγει η ανοιξιάτικη ελπίδα».
*
Αλλά μια φήμη λίγο σκαμπρόζα
δεν έχει ανάγκη του τύπου την πρόζα
κι από σαΐτα ταχύτερη ακόμα
να που εξαπλώνεται στόμα με στόμα.
*
Και να που στον άλλο σταθμό του τρένου
κόσμος πολύς από όλη τη χώρα
να στέλνει φιλιά, να στέλνει λουλούδια
να την καπαρώνει για λίγη ώρα
*
Ως κι ο εφημέριος που δεν αρνιέται,
-μετά απ’ ένα γάμο ή μία κηδεία-
της ομορφιάς την εφήμερη δόξα,
την θέλει δίπλα του στη λιτανεία!
*
Και με την Παρθένο στην πρώτη αράδα
και τη Ροδόστομη στη μέση του δρόμου
στη μικρή πόλη γυρίζουν αντάμα
η Αγία Αγάπη κι η αγάπη εκτός νόμου.
***
Εδώ με τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ
*
Κι εδώ με την Ορνέλα Βανόνι
…και μια ανάγνωση
Bocca di Rosa
La chiamavano bocca di rosa
metteva l’amore, metteva l’amore,
la chiamavano bocca di rosa
metteva l’amore sopra ogni cosa.
*
Appena scese alla stazione
nel paesino di Sant’Ilario
tutti si accorsero con uno sguardo
che non si trattava di un missionario.
*
C’è chi l’amore lo fa per noia
chi se lo sceglie per professione
bocca di rosa né l’uno né l’altro
lei lo faceva per passione.
*
Ma la passione spesso conduce
a soddisfare le proprie voglie
senza indagare se il concupito
ha il cuore libero oppure ha moglie.
*
E fu così che da un giorno all’altro
bocca di rosa si tirò addosso
l’ira funesta delle cagnette
a cui aveva sottratto l’osso.
*
Ma le comari di un paesino
non brillano certo in iniziativa
le contromisure fino a quel punto
si limitavano all’invettiva.
*
Si sa che la gente dà buoni consigli
sentendosi come Gesù nel tempio,
si sa che la gente dà buoni consigli
se non può più dare cattivo esempio.
*
Così una vecchia mai stata moglie
senza mai figli, senza più voglie,
si prese la briga e di certo il gusto
di dare a tutte il consiglio giusto.
*
E rivolgendosi alle cornute
le apostrofò con parole argute:
«il furto d’amore sarà punito-
disse- dall’ordine costituito».
*
E quelle andarono dal commissario
e dissero senza parafrasare:
«quella schifosa ha già troppi clienti
più di un consorzio alimentare».
*
E arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi con i pennacchi
e arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi e con le armi.
*
Il cuore tenero non è una dote
di cui sian colmi i carabinieri
ma quella volta a prendere il treno
l’accompagnarono malvolentieri.
*
Alla stazione c’erano tutti
dal commissario al sagrestano
alla stazione c’erano tutti
con gli occhi rossi e il cappello in mano,
*
a salutare chi per un poco
senza pretese, senza pretese,
a salutare chi per un poco
portò l’amore nel paese.
*
C’era un cartello giallo
con una scritta nera
diceva «Addio bocca di rosa
con te se ne parte la primavera».
*
Ma una notizia un po’ originale
non ha bisogno di alcun giornale
come una freccia dall’arco scocca
vola veloce di bocca in bocca.
*
E alla stazione successiva
molta più gente di quando partiva
chi mandò un bacio, chi gettò un fiore
chi si prenota per due ore.
*
Persino il parroco che non disprezza
fra un miserere e un’estrema unzione
il bene effimero della bellezza
la vuole accanto in processione.
*
E con la Vergine in prima fila
e bocca di rosa poco lontano
si porta a spasso per il paese
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Ιουνίου, 2014
¨Στη σκιά της καρδιάς της καλής μου» Αυτός είναι, σε πιστή μετάφραση, ο τίτλος ενός ακόμη τραγουδιού του άφταστου μπάρμπα (tonton) Γιώργη: Σε ατμόσφαιρα βουκολική και μελωδία μεσαιωνικής μπαλάντας τραγουδάει το εγερτήριο φιλί προς την ωραία κοιμωμένη του δάσους. Φιλί που όμως δε αρκεί πάντοτε για να δημιουργηθούν τα ποθητά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα όταν ανακατεύονται ξένα γκαντέμικα πουλιά που χαλάνε τη μαγεία.
Στις έξη τετράστιχες στροφές του τραγουδιού ο Μπρασένς επαναλαμβάνει, τραγουδώντας, τους δύο πρώτους στίχους. Στην απόδοση, επειδή χρειαζόμουν χώρο για τις πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις, ¨γέμισα¨ τις επαναλήψεις έτσι ώστε να χωρέσουν κάποιες νοηματικές αποχρώσεις που αλλιώς θα περίσσευαν και θα τις έκοβα. (Η βασική επιδίωξη παραμένει οι αποδόσεις να προσαρμόζονται – χωράνε- στη μελωδία)
Μες της καλής μου την καρδιά
Ξένο πουλί φτιάχνει φωλιά
Σαν καμωνόταν μια φορά
Πως ειν’ του δάσους η Κυρά Πως είχε τάχα κοιμηθεί Και στα σκοτάδια είχε χαθεί
Τότε κι εγώ γονατιστός
Στη γοητεία της πιστός
Φιλί αγάπης και γητειάς
Δίνω στο μέρος της καρδιάς Νεράιδες σας παρακαλώ Το νου σας να ’χετε κι εδώ
Μα το πανάθλιο το πουλί
Έκραξε με στριγκιά φωνή
¨Πιάστε τον κλέφτη, το φονιά¨
Κι ακούστηκε η στριγκλιά μακριά Ποτέ, σα να ’ταν δυνατό, Να θέλω Εκείνης το κακό
Σάλος, αχός και σαματάς
Κι έφτασε κόσμος και ντουνιάς
Φτάσανε κι οι συγχωριανοί
Και ο πατέρας της μαζί Την όμορφη να σώσουν νια Από τον κλέφτη, το φονιά…
Τόση βοή και φασαρία
Διώχνει, σκορπίζει τη μαγεία
Το ξόρκι πια δε λειτουργεί
Τ’ ονείρου χάνεται η πνοή Κι η όμορφη δεν αντιδρά Στα χάδια μου και στα φιλιά
Είναι από τότε που ξανά
Πήρα τα δάση τα βουνά
Η λαβωμένη μου καρδιά
Σ’ έρωτες δεν πιστεύει πια Το τόξο μου γερά κρατώ Σ’ άγνωστους τόπους κυνηγώ
*
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
A l’ombre du cœur de ma mie (bis)
Un oiseau s’était endormi (bis)
Un jour qu’elle faisait semblant
D’être la Belle au bois dormant
Et moi, me mettant à genoux (bis)
Bonnes fées, sauvegardez-nous (bis)
Sur ce cœur j’ai voulu poser
Une manière de baiser
Alors cet oiseau de malheur (bis)
Se mit à crier » Au voleur » (bis)
» Au voleur » et » A l’assassin »
Comm’ si j’en voulais à son sein
Aux appels de cet étourneau (bis)
Grand branle-bas dans Landerneau (bis)
Tout le monde et son père accourt
Aussitôt lui porter secours
Tant de rumeurs, de grondements (bis)
Ont fait peur aux enchantements (bis)
Et la belle désabusée
Ferma son cœur à mon baiser
Et c’est depuis ce temps, ma sœur (bis)
Que je suis devenu chasseur (bis)
Que mon arbalète à la main
Je cours les bois et les chemins
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Απριλίου, 2014
Εγώ, αν ήμουνα θεός,
πρώτους θα καταριόμουνα
τους δημοσιογράφους
(και όχι μόνο ¨κάποιους¨),
που σίγουρα δεν είναι πρόσωπα εκλεκτά
και απ’ όπου κι αν τους πιάσεις
τους έπιασες σωστά.
Κύριοι της Ενημέρωσης για νέα που διψάτε
και που μυαλό διαθέτετε, κι όμως το σπαταλάτε,
κι αντί να πείτε ελεύθερα εκείνο που συμβαίνει
άλλα μας λέτε, τάχατε, πάντα υποχρεωμένοι
από κακά αφεντικά, εμπόρους, καναλάρχες
κι άλλους νέο-εποχικούς, σύγχρονους φεουδάρχες.
Κι έτσι μας βομβαρδίζετε με έγχρωμες εικόνες,
με προέδρους ευσυγκίνητους και με μανούλες μόνες.
Μα τι κουράγιο ειν’ αυτό, οποία γενναιότητα,
να ρίχνεστε στα βάσανα που ’χει η ανθρωπότητα
χωρίς φραγμούς κι αναστολές,
κανίβαλοι, νεκρόφιλοι, μελοδραματικοί,
παμπόνηροι και τελικά κατευχαριστημένοι
αν φτάσατε στα νούμερα, εκείνο που ευφραίνει.
Εν τάξει, ας το παραδεχτώ,
του τύπου η κατάργηση θα ήταν ίσως τρέλα,
μα εγώ αν ήμουνα θεός μπροστά σε τόση αηδία
χάρη δε θα τους έκανα
για τη δημοκρατία!
Αν ήμουνα Θεός εγώ,
πολλών το στόμα θα έκλεινα μια και έξω,
στα πόδια μου ανάμεσα δύσκολα να αντέξω
θα μπόραγα: από υπουργούς, ίσα με κομματάρχες.
Γιατί αυτό που όλοι αυτοί λένε Πολιτική,
είναι παιχνίδι βρώμικο, παιχνίδι εξουσίας
και πυρετός και τύφος
κι αρρώστια κολλητική
Άσε που φέρνουν σ’ ήρωες ιλαροτραγωδίας
στις φάτσες και στο ύφος!
Ψηλά από τον θρόνο μου, (αν μ’ είχατε Θεό
και θέλατε ν’ ακούσετε),
ένα θα ‘χα να πω:
όπως την καταντήσατε, είναι η πολιτική
επάγγελμα αισχρό.
Κι ακόμη προς τον Πλάτωνα, που ‘χει προτείνει ήδη
ως ιδεώδη λύση ¨πολιτικό / φιλόσοφο¨,
θα ‘θελα να προσθέσω:
αυτός που μας προέκυψε στου χρόνου το ταξίδι
μοιάζει, αν όχι είναι,
λιγότερο φιλόσοφος και πιο πολύ αρχίδι.
Είναι σα φούσκα στρογγυλή, χωρίς γνώθι σαυτόν.
Μετρ των οφθαλμαπατών τον κόσμο τριγυρίζει
και άδεια λόγια, απατηλά, με ζέση ξεφουρνίζει.
Και εσάς τα κομματόσκυλα και όλο σας το σόι
καμιά δεν έχω όρεξη να ξαναξεφωνίσω
-είναι παραπονιάρηδες αυτήν την εποχή
μόνο όσοι είναι βλίτα, ή το πολύ κεντρώοι!
Όλα σας τα καμώματα και τα μεγάλα λόγια
είναι μόνο για κλάματα και δεν αξίζουν σχόλια.
Τόσο πια είναι φανερό το τι παιχνίδι παίζετε
π’ ούτε να με τσαντίσετε δεν θα τα καταφέρετε
Αν τελικά κατέβαινα ως το επίπεδό σας
θα ‘ταν μάχη ανώφελη ενάντια σ’ ηλιθίους
κι αντί για άλλη απάντηση, αντί να κατεβάσω
καντήλια και αγίους,
η σιωπή μου θα ‘πρεπε να είναι αρκετή.
Όμως, για κοίτα που αυτή μου λείπει η αρετή,
για δες που είμαι ένας Θεός που έχει θυμικό
Θεός με ελαττώματα, Θεός ημιτελής
και αν είσαι τέτοιος εύκολο ειν’ να παρασυρθείς
όταν πάρει τ’ απάνω του τ’ ασύστολο κακό,
όταν τριγύρω γίνονται πράγματα βδελυρά,
Θεός κι αν είσαι, δεν μπορείς να μη παραφερθείς.
Σας έφτιαξα μια ακόμη ελεύθερη απόδοση στίχων του μονόλογου των Γκάμπερ και Λουπορίνι Io se fossi Dio (1991). Οι πρώτες στροφές μαζί με το πλήρες κείμενο στα ιταλικά βρίσκονται στην προηγούμενη ανάρτηση.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Ιανουαρίου, 2014
Είμαι τηςάποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις, τότε το γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.
Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση, ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.
Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).
[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]
Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;
Παλιά οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη
τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι
«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,
στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».
Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία
κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία
Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία
που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία
και που δεν φάγατε εσχάτως / καμία καλή ¨μακαρία¨
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές
και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,
αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν
με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…
Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,
αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,
με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία
και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα
και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες
και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες
τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω
ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…
Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων
των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων
τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»
τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω
τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
Georges Brassens – Les funérailles d’antan
Le Père Valdu – Les funérailles d’antan
Les funérailles d’antan
Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,
De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:
«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,
Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»
Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,
Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.
C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
*
Mais où sont les funérailles d’antan?
Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,
De nos grands-pères,
qui suivaient la route en cahotant,
Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,
Ronds et prospères…
Quand les héritiers étaient contents,
Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,
Ils payaient un verre.
Elles sont révolues,
elles ont fait leur temps,
Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,
On ne les reverra plus,
et c’est bien attristant,
Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.
*
Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert
Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,
Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin
De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.
L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,
Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…
Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
*
Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,
J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,
J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,
Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.
O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,
L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,
Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,
Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 29 Δεκεμβρίου, 2013
[
*
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΝ
Όταν στ’ απάνω ήταν ο Παν
ως κι οι θεοί ήταν μερακλήδες
που ’ξέραν να γλεντοκοπάν’
και αγαπούσαν τους μπεκρήδες.
Κι αν κάποιος ήθελε να πιεί
για νά βγει απ’ των θνητών το νόμο
θεοί του φώτιζαν το δρόμο
για να απογειωθεί.
*
Το κάθε ξύδι ήταν / τότε ευλογητό
το κάθε κατακάθι / είχε τον θεό του
και κάθε φουκαρά / που έπιν’ απ’ αυτό
τον μέτραγε ο Βάκχος, / για παιδί δικό του.
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς
να κυνηγήσουν τους θεούς
***
Ακόμη κάποιοι πίνουν / κι ας πέρασε καιρός
μα πλέον οι θεοί / δεν απαντούν στους πότες
άλλοι στη σύνταξη είναι / και άλλοι πεπτωκότες
αλκοολικός ο Βάκχος / κι ο Μέγας Παν νεκρός.
Κι αν κάποιοι παίζαν τα παιχνίδια
του έρωτα του κατεργάρη,
να σου τα Ξωτικά, αιφνίδια,
να τους κρατάνε το φανάρι!
Μόλις ακούγανε για αγάπες
φιλιά, καημούς και αγκαλιές
έτρεχαν για να κάνουν πλάτες
στις ερωτοδουλειές.
*
Κάθε αγάπη ήταν / τότε ευλογητή,
επέβλεπε τα πάντα / η Θεία Αφροδίτη,
οι ερωτευμένοι ήταν / της γης οι εκλεκτοί
κι ο Έρως ευτυχής / όργωνε τον πλανήτη.
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς
να κυνηγήσουν τους θεούς.
***
Κάποιοι αγαπούν ακόμη / κι ας πέρασε καιρός
κι ισχύει που και που / του έρωτα ο νόμος
μα δεν υπάρχει πια / επάξιος κληρονόμος
του Έρωτα π’ αργεί, / του Πάνα που ’ν νεκρός
Κι όταν η ώρα η μοιραία
έφτανε για να αποδημήσεις,
θεοί σού κάνανε παρέα
στις τελευταίες συγκινήσεις.
Το τέλος έμοιαζε μ’ αρχή
κι όταν ερχόταν το βαρκάκι,
σου φάνταζε σαν παιχνιδάκι
η Ύστατη Πνοή.
*
Ήταν κάθε σορός / τότε ευλογητή
και σφράγιζε ο Χάρων / το κάθε πασαπόρτι,
ο κάθε φουκαράς / δικαιούταν μια ψυχή
και βίζα διαρκή / απ’ τον Μέγα Φωτοδότη
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς,
να κυνηγήσουν τους θεούς.
***
Κάποιοι φεύγουν ακόμη / κι ας πέρασε ο καιρός
μα τώρα ο τάφος είναι / τ’ αδυσώπητο τέλος,
στου πνεύματος τη λέσχη / δεν γίνεσαι πια μέλος
ο Χάρος; φυσικός / κι ο Μέγας Παν: νεκρός!
*
Κι ένας απ τους στερνούς, ο μέγιστος Μεγάλος
πολύ καλά δεν νοιώθει, όπως και κάθε άλλος…
Και όπως το παρατραβούμε,
να φεύγει απ’ τον Γολγοθά, σύντομα, θα τον δούμε:
¨Γαμώτο, αυτούς εδώ άλλο δεν τους αντέχω,
στα έντομα ας δω τι άλλες λύσεις έχω!¨
Τον καιρό που έγραφε ο μεγάλος Γιώργης, οι κίνδυνοι από μια επιστήμη αποκομμένη από τη κοινωνία και αγκιστρωμένη στα συμφέροντα των πολυεθνικών, δεν ήταν τόσο ορατοί όσο σήμερα. Ωστόσο, ο Μπρασένς, όπως βλέπετε, είχε ήδη δει προς τα που πάει το πράγμα.
Βέβαια, στην εποχή του, ο ¨εξορθολογισμός¨ και η τεχνοκρατία έμοιαζαν να εκπροσωπούνται καλύτερα από έναν ελαφρά γελοίο τρελό επιστήμονα των κόμιξ, τον δόκτορα Νιμπούς, (που αναφωνεί κάθε τόσο στο πρωτότυπο ρεφρέν: εύρηκα, εύρηκα), παρά από κάτι που να μοιάζει με τα σημερινά επιθετικά στίφη των εκσυγχρονιστών. Έτσι, στην προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα, έβγαλα τον γραφικό Νιμπούς και έβαλα στη θέση του ολίγη από επέλαση think tanks με τα τεχνοκρατικά τους λάβαρα ανυψωμένα!
[ακολουθεί σε σύνδεση με το you tube ο Brassens, καθώς και (προσοχή: δεν είναι το αδελφάκι του Ηλία) ο Yves Uzureau. Στο τέλος το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο]
*
Le Grand Pan:
Du temps que régnait le Grand Pan,
Les dieux protégaient les ivrognes
Des tas de génies titubants
Au nez rouge, à la rouge trogne.
Dès qu’un homme vidait les cruchons,
Qu’un sac à vin faisait carousse
Ils venaient en bande à ses trousses
Compter les bouchons.
La plus humble piquette était alors bénie,
Distillée par Noé, Silène, et compagnie.
Le vin donnait un lustre au pire des minus,
Et le moindre pochard avait tout de Bacchus.
{Refrain:}
Mais en se touchant le crâne, en criant » J’ai trouvé »
La bande au professeur Nimbus est arrivée
Qui s’est mise à frapper les cieux d’alignement,
Chasser les Dieux du Firmament.
Aujourd’hui ça et là, les gens boivent encore,
Et le feu du nectar fait toujours luire les trognes.
Mais les dieux ne répondent plus pour les ivrognes.
Bacchus est alcoolique, et le grand Pan est mort.
Quand deux imbéciles heureux
S’amusaient à des bagatelles,
Un tas de génies amoureux
Venaient leur tenir la chandelle.
Du fin fond du champs élysées
Dès qu’ils entendaient un » Je t’aime «,
Ils accouraient à l’instant même
Compter les baisers.
La plus humble amourette
Etait alors bénie
Sacrée par Aphrodite, Eros, et compagnie.
L’amour donnait un lustre au pire des minus,
Et la moindre amoureuse avait tout de Vénus.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les cœurs battent encore,
Et la règle du jeu de l’amour est la même.
Mais les dieux ne répondent plus de ceux qui s’aiment.
Vénus s’est faite femme, et le grand Pan est mort.
Et quand fatale sonnait l’heure
De prendre un linceul pour costume
Un tas de génies l’œil en pleurs
Vous offraient des honneurs posthumes.
Et pour aller au céleste empire,
Dans leur barque ils venaient vous prendre.
C’était presque un plaisir de rendre
Le dernier soupir.
La plus humble dépouille était alors bénie,
Embarquée par Caron, Pluton et compagnie.
Au pire des minus, l’âme était accordée,
Et le moindre mortel avait l’éternité.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les gens passent encore,
Mais la tombe est hélas la dernière demeure
Les dieux ne répondent plus de ceux qui meurent.
La mort est naturelle, et le grand Pan est mort.
Et l’un des dernier dieux, l’un des derniers suprêmes,
Ne doit plus se sentir tellement bien lui-même
Un beau jour on va voir le Christ
Descendre du calvaire en disant dans sa lippe
» Merde je ne joue plus pour tous ces pauvres types.
J’ai bien peur que la fin du monde soit bien triste. »
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2013
Το τραγούδι των (πάλαι ποτέ) ευδαιμόνων τραπεζιτικών υπαλλήλων
Δε μ’ αρέσει να παίζω κοντραμπάσο
ούτε τη δόξα στο τζάμπα να γυρεύω
δε μ’ αρέσει να τριγυρνάω με το πουλόβερ
ούτε, βέβαια, να τραγουδώ στα νάιτ κλαμπ.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να τρέχει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
*
Θέλω να ’μαι στη Λούτσα κάθε Κυριακή
και στις διακοπές μου πάντα πάω στη Μύκονο,
το προπό μου συμπληρώνω κάθε Σάββατο
κι έτσι τη Δευτέρα έχω κάτι να πω.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να πέφτει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι,
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
Το μουσικό συγκρότημα ¨Οι Γκούφι¨ (Roberto Brivio, Gianni Magni, Lino Patruno και Nanni Svampa) υπήρξε πολύ δημοφιλές στο Μιλάνο της δεκαετίας του ’60. Το τραγούδι ¨Io vado in banca¨είναι γραμμένο από τον Nanni Svampa το 1964. Σας έφτιαξα μια ακόμη προσαρμογή στα ελληνικά.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Νοεμβρίου, 2013
Ποιος να το θέλησε Θεός
να ζω το νόστο των καιρών
να ’μαι ανήσυχος διαρκώς
να ζω το άγχος των πολλών
Ποιος να το θέλησε Θεός
Μα τι παράξενη ζωή
περνάς φτωχή καρδιά μου
ζωή χαμένη, απατηλή
με γεύση πέτρας κι άμμου
Μα τι παράξενη ζωή
Μια ανυπόταχτη καρδιά
που διαταγές δεν παίρνει
στης γης την μυρμηγκοφωλιά
σέρνεται πληγωμένη
Μια ανυπόταχτη καρδιά
Αν θέλεις πάψε να χτυπάς
μαζί σου δεν θα μ’ έχεις
αφού δεν ξέρεις που να πας
γιατί ακόμη τρέχεις;
Αν θέλεις πάψε να χτυπάς…
*
Πρόκειται για ένα Φάντο πρωτοτραγουδισμένο το 1961 από την Amália Rodrigues σε στίχους δικούς της και μουσική του Alfredo Marceneiro. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα (βασισμένη στην ιταλική μετάφραση που θα βρείτε εδώ παρακάτω), δεν είναι ιδιαίτερα πιστή στο γράμμα, αν και ελπίζω να τα πηγαίνει καλά με το πνεύμα του τραγουδιού.
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Εδώ με τους Paulo Gonzo & Carlos do Carmo
*
Estranha forma de vida με την Amália Rodrigues
…και με την Mariza
*
Estranha forma de vida
Foi por vontade de Deus
Que eu vivo nesta ansiedade
Que todos os ais são meus,
Que é toda a minha saudade
Foi por vontade de Deus.
Que estranha forma de vida
Tem este meu coração
Vive de vida perdida
Quem lhe daria o condão?
Que estranha forma de vida.
Coração independente
Coração que não comando
Vives perdido entre a gente
Teimosamente sangrando
Coração independente.
Eu não te acompanho mais
Para, deixa de bater
Se não sabes onde vais,
Porque teimas em correr? Eu não te acompanho mais. Estranha forma de vida
Strana forma di vita
Fu per volere di Dio
che io vivo in questa ansietà,
che tutti i lamenti sono miei,
che è tutta mia la nostalgia,
fu per volere di Dio.
Che strana forma di vita
ha questo mio cuore:
vive di vita perduta.
Chi gli ha dato questo potere?
Che strana forma di vita.
Cuore indipendente,
cuore che io non comando,
vivi perso tra la gente,
continuamente sanguinando,
cuore indipendente.
Io non ti accompagno più:
fermati, cessa di battere.
Se non sai dove vai,
e perchè continui a correre,
io non ti accompagno più.
Προσθήκη: Συνειρμοί…
Καρδιά παραπονιάρα
Στίχοι: Γιάννης Λελάκης
Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος
Ποια λύπη σε βαραίνει
βαριά κι αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα
κι απαρηγόρητη
Σ’ αυτόν τον ψέυτη κόσμο
τον τόσο άπονο
Καρδιά γιατί να λειώνεις
με το παράπονο
Ποιος σ’ έχει αδικήσει
και σε ξεγέλασε
μίλησε καρδιά μου
και χαμογέλασε
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Σεπτεμβρίου, 2013
Με του Βορρά τη Θάλασσα ως έσχατη πεδιάδα
Μ’ αμμόλοφους κυματιστούς που στέκουν στην αράδα
Και σταματούν τα κύματα, με βράχια μικρά, γκρίζα,
Που αγαπούν την άμπωτη, μόνη γι αυτά κορνίζα.
Μ’ ομίχλη και με καταχνιά που δώθε κείθε τρέχει,
Μ’ άνεμο της ανατολής, άκου τον πως αντέχει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Με τους καθεδρικούς της, μοναδικά βουνά,
Με μαύρα όρθια κατάρτια, τα καμπαναριά,
Όπου πέτρινοι δαίμονες τα νέφη προκαλούν.
Με μέρες που στου χρόνου τον ρου κατρακυλούν
Και στης βροχής τους δρόμους, υγρά να πέφτουν βέλη.
Με άνεμο της δύσης, άκου τον πως τα θέλει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Τόσο βαρύς ο ουρανός που ένα κανάλι χάθηκε,
Τόσο βαρύς ο ουρανός σαν τη μελαγχολία,
Τόσο χλωμός ο ουρανός που ένα κανάλι πνίγηκε,
Τόσο χλωμός ο ουρανός που παίρνει αμνηστία,
Να κι ο αγέρας του βοριά, παίρνει να ξεχειλώνει,
Να κι ο αγέρας του βοριά, άκου τον πως φουσκώνει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Μ’ άρωμα από Ιταλία να ‘ρχεται απ’ τον ποταμό,
Με τη ξανθιά την Φρίντα να γίνεται Μαργκώ,
Σαν του Νοέμβρη η σπορά φυτρώνει μήνα Μάη,
Με το φως να τρεμοπαίζει, σαν ο Ιούλης ξεμυτάει.
Να κι ο άνεμος τα στάχια που χαϊδεύει και γελάει,
Να κι ο άνεμος του νότου, άκου τον πως τραγουδάει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Πρόκειται για την απόδοση στα ελληνικά ενός τραγουδιού του Ζακ Μπρέλ που είναι αφιερωμένο στην πατρίδα του (Βέλγιο). Ο Μπρελ εμπνεύστηκε από ένα ποίημα του Ελβετού Jean Villard όπου εξυμνούνται οι χάρες ενός ποταμού (La Venoge) στο ελβετικό καντόνι Vaud.
Σημείωση:Στην απόδοση προτίμησα το ¨ίσια¨ γιατί το ¨επίπεδη¨ μου φάνηκε κάπως γεωμετρικό
Jacques Brel
Le plat pays
Avec la mer du Nord pour dernier terrain vague
Et des vagues de dunes pour arrêter les vagues
Et de vagues rochers que les marées dépassent
Et qui ont à jamais le cœur à marée basse
Avec infiniment de brumes à venir
Avec le vent de l´est écoutez-le tenir
Le plat pays qui est le mien
Avec des cathédrales pour uniques montagnes
Et de noirs clochers comme mâts de cocagne
Où des diables en pierre décrochent les nuages
Avec le fil des jours pour unique voyage
Et des chemins de pluie pour unique bonsoir
Avec le vent d´ouest écoutez-le vouloir
Le plat pays qui est le mien
Avec un ciel si bas qu´un canal s´est perdu
Avec un ciel si bas qu´il fait l´humilité
Avec un ciel si gris qu´un canal s´est pendu
Avec un ciel si gris qu´il faut lui pardonner
Avec le vent du nord qui vient s´écarteler
Avec le vent du nord écoutez-le craquer
Le plat pays qui est le mien
Avec de l´Italie qui descendrait l´Escaut
Avec Frida la Blonde quand elle devient Margot
Quand les fils de novembre nous reviennent en mai
Quand la plaine est fumante et tremble sous juillet
Quand le vent est au rire, quand le vent est au blé
Quand le vent est au sud, écoutez-le chanter
Le plat pays qui est le mien.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Αυγούστου, 2013
Μας πήρε το ποτάμι και μας πάει προς τα πίσω, γι αυτό είναι ίσως χρήσιμες κάποιες διευκρινίσεις:
* Πέτρος Κορνήλιος είναι η ελληνική εκδοχή του ονόματος του κλασσικού γάλλου συγγραφέα του 17ου αιώνα Pierre CORNEILLE (1606-1684)
* Το ποίημά του Stances à Marquise γράφτηκε όταν ο Κορνήλιος ήταν πενηντάρης για την (ωραία και προφανώς νέα) ηθοποιό Marquise- Thérèse de Gorle, αποκαλούμενη και Mlle Du Parc. Το ποίημα έχει οκτώ στροφές.
* Ο Μπρασένς μελοποίησε τις τρεις πρώτες μαζί με μια τέταρτη που είχε προσθέσει χιουμοριστικά, με δική του πρωτοβουλία, ο Tristan Bernard, ανατρέποντας τον ειρμό και το πνεύμα των στίχων.
* Μια που στο συγκεκριμένο πόνημα η λέξη ¨Μαρκησία¨ είναι όνομα και όχι τίτλος, την αντικατέστησα στην προσαρμογή στα ελληνικά με το όσο γίνεται παραπλήσιο ¨Δούκισσα¨, που είναι στα καθ’ ημάς υπαρκτό γυναικείο όνομα.
* Τις πρώτες στροφές που στο τραγούδι επαναλαμβάνονται αυτούσιες, τις τροποποίησα ελαφρά στην επανάληψη.
Τραγουδά ο Μπρασένς
Η ανάγνωση της προσαρμογής
Η όψη μου ω Δούκισσα αν πείτε
πως είναι πια μια στάλα γερασμένη,
στα χρόνια μου σα φτάσετε, θα βρείτε
πως είναι αρκετά καλοφτιαγμένη
Το πρόσωπό μου, Δούκισσα, αν βρείτε
στις άκρες ίσως λίγο χαραγμένο
στα χρόνια μου σαν φτάσετε, πειστείτε,
θα λέτε πως ωραία ειν’ καμωμένο
*
Γιατί ο χρόνος ξέρει να βασκάνει,
τις ομορφιές του κόσμου συνεχώς,
τα ρόδα σας μπορεί και να μαράνει
όπως το μέτωπό μου, δυστυχώς.
Στον Χρόνο αλί αρέσει να βασκάνει
τις ομορφιές του κόσμου διαρκώς,
τα ρόδα σας μπορεί και να μαράνει
το μέτωπό μου επίσης, δυστυχώς.
*
Ίδια τροχιά χαράζουν οι πλανήτες,
τις μέρες που ρυθμίζουν και τις νύχτες,
όμοιο μ’ εσάς μ’ είδαν στα περασμένα
κι εσάς θα δουν στο μέλλον σαν εμένα.
Γιατί στους ίδιους δρόμους οι πλανήτες
οδεύουνε τις μέρες και τις νύχτες
όμοιος με σας εγώ στα περασμένα
και σεις θα ’στε στο μέλλον σαν εμένα.
*
Μα έχει η Δούκισσα την τελευταία λέξη:
¨Κορνήλιε μπορεί και να γεράσω
μα τώρα είμαι μόνο είκοσι έξι:
θα σε παιδεύω, ώσπου να σε φτάσω!¨
Marquise, si mon visage a quelques traits un peu vieux
Souvenez-vous qu’à mon âge, vous ne vaudrez guère mieux
Marquise, si mon visage a quelques traits un peu vieux
Souvenez-vous qu’à mon âge, vous ne vaudrez guère mieux
Le temps aux plus belles choses se plaît à faire un affront
Et saura faner vos roses, comme il a ridé mon front
Le temps aux plus belles choses se plaît à faire un affront
Et saura faner vos roses, comme il a ridé mon front
Le même cours des planètes règle nos jours et nos nuits
On m’a vu ce que vous êtes, vous serez ce que je suis
Le même cours des planètes règle nos jours et nos nuits
On m’a vu ce que vous êtes, vous serez ce que je suis
Peut-être que je serai vieille, répond Marquise, cependant
J’ai vingt-six ans, mon vieux Corneille, et je t’emmerde en attendant
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Αυγούστου, 2013
Η γέφυρα
Ρέει το ποτάμι κάτω απ’ το γεφύρι
Τους έρωτές μας
Λήθη ας μη φθείρει
Χαρά μετά τον πόνο πανηγύρι
Σκοτάδι κλωθογυρισμένο
Οι μέρες πάν’ εγώ μένω
Αντικριστά οι δυο μας χέρι χέρι
Κάτω απ’ τα χέρια
Ο ρους θα μεταφέρει
Ερώτων υποσχέσεις σ’ άλλα μέρη
Ηλιοβασίλεμα κυνηγημένο
Οι μέρες παν’ εγώ μένω
Φεύγει η αγάπη σα νερό που τρέχει
Φεύγει αργά
Η ζωή που δεν αντέχει
Απαντοχή μόνον η Ελπίδα έχει
Φεύγει το φως λαχανιασμένο
Οι μέρες παν’ εγώ μένω
Ουδείς μπορεί το χρόνο να προκάμει
Καιροί κι αγάπες
Δε γυρνάνε στο λιμάνι
Κάτω απ’ τα τόξα ρέει το ποτάμι
Σέλας του Σκότους μαγεμένο
Οι μέρες παν’
εγώ μένω
Σας έφτιαξα μια ενδεχόμενη ανάγνωση στα ελληνικά του κλασικού ποιήματος του Απολινέρ «Le pont Mirabeau» (άστικτη και τεμαχισμένη περίπου όπως το πρωτότυπο, που ακολουθεί).
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Αυγούστου, 2013
(αλλά και αυτοβιογραφικό τραγουδάκι του Ζορζ Μπρασένς)
Εισαγωγικές παρατηρήσεις:
* Το γεφύρι του Σηκουάνα που πήρε το όνομα του επαναστάτη κόμη Μιραμπό (pont Mirabeau) κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα (1893 -1896) και είναι φτιαγμένο από ατσάλι
* Πον Μιραμπό είναι ο τίτλος ενός γνωστού ποιήματος του Απολινέρ. Γράφτηκε το 1913 κατά τη διάρκεια της γαλλικής Μπελ Επόκ, μιας περιόδου ευφορίας ανάμεσα στον γαλλοπρωσικό (1870-1871) και τον πρώτο παγκόσμιο πολέμο. Μία πινακίδα με στίχους του ποιήματος έχει εντοιχιστεί στη γέφυρα Μιραμπό.
* Ο Ραστινιάκ είναι ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, (εμφανίζεται σε περισσότερα του ενός έργα του) και αντιπροσωπεύει τον αριβίστα επαρχιώτη που προσπαθεί να επιπλεύσει στο Παρίσι κάνοντας γνωριμίες και γοητεύοντας κυρίως τις γυναίκες ισχυρών πρωτευουσιάνων. Στο τραγούδι ο Μπρασένς καλεί τον Ραστινιάκ να μην ανησυχήσει από την άφιξη του νεαρού καλλιτέχνη, γιατί αδέξιος και σεμνός όπως είναι δεν πρόκειται να τον ανταγωνιστεί.
* Το τραγούδι του Μπρασένς LES RICOCHETS κυκλοφόρησε το 1976 στο άλμπουμ DON JUAN.
* Σας έφτιαξα μια ακόμη απόδοση στα ελληνικά στίχων του Μπρασένς, προσπαθώντας οι λέξεις να χωράνε στην μελωδία. Παρουσίαση με προφορικό λόγο μόλις επιστρέψω στη βάση μου στη Θεσσαλονίκη.
* Το ποίημα που αφιέρωσε στο γεφύρι ο Απολινέρ θα το δούμε (ίσως) χώρια.
Εδώ ο Μπρασένς τραγουδά τα ¨Αναπηδήματα¨
Εδώ η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα (σε προφορικό λόγο – προσθήκη)
ΑΝΑΠΗΔΗΜΑΤΑ
Πρώτη μου φορά
βρισκόμουν μακριά
απ’ τη γενέτειρά μου.
Εύελπις νεαρός
της γραφής πιστός
και του πενταγράμμου.
Στην Πόλη του Φωτός
αδέξιος, σεμνός,
ειχ’ αγκυροβολήσει.
Κι έτσι ο Ραστινιάκ
(ο ήρωάς σου ω Μπαλζάκ)
ας μην ανησυχήσει,
ας μην ανησυχήσει.
*
Ντόπιοι ηρεμία
για συναγερμό
δεν υπάρχει αιτία
Μην σκέφτεστε στραβά
της σκηνής με τραβά
μοναχά η μαγεία.
Μα πριν εκτεθώ
ως το πον Μιραμπό
λέω να κατηφορίσω
στον Απολινέρ
των Μουσών εξπέρ
τιμή ν’ αποτίσω,
τιμή ν’ αποτίσω.
*
Άμαθος, ζαβός
αγνοούσα εντελώς
για τι σόι φασαρία
η βόλτα μου αυτή
-όπως θ’ αποδειχθεί-
θα ’ναι αφετηρία,
καθώς στην καρδιά
ήρθε στα ξαφνικά
και με πέτυχε διάνα
αγάπης σαϊτιά
-με την πρώτη ματιά-
για μια Παριζιάνα,
για μια Παριζιάνα.
*
Μην τα πολυλογώ
στου ποταμού το νερό
με κομψές πιρουέτες
προσπαθούσε η μικρή
να εξασκηθεί
εκτοξεύοντας πέτρες.
Μα ας μη το παινευτώ
στο παιχνίδι αυτό
τον καιρό εκείνο
ήμουν πρωταθλητής,
αλλά και εκπαιδευτής
λέω για κείνη να γίνω,
λέω για κείνη να γίνω.
*
Για ένα σου φιλί
δίνω τη συνταγή,
στου νερού τον καθρέφτη
η πέτρα πως πετά
και πώς αναπηδά
δίχως κάτω να πέφτει.
Λέει πως συμφωνεί
και δε παίρνει πολύ
όλα της τα μαθαίνω
κι έτσι να που εγώ
των φιλιών τον χυμό
απ’ τα χείλη της παίρνω,
απ’ τα χείλη της παίρνω.
*
Κι όπως οι παλιοί
στο παιχνίδι οι ειδικοί
θα καταμαρτυρήσουν,
αν ξυπνάς νωρίς
πλατιές πέτρες θα βρεις
που θ’ αναπηδήσουν,
έτσι κι εμείς, αν θες,
ίσιες πέτρες πλατιές
ψάχνοντας στην αράδα,
σχεδιάσαμε ξανά
νέους χάρτες με ά-
-ξονα την τρυφεράδα,
-ξονα την τρυφεράδα.
*
Μα δεν φτουράει το καλό
και στο πον Μιραμπό
θα πέσει η αυλαία,
μ’ ένα αναπήδημα
θα μου φύγει μακριά
η άστατη νέα.
Για έναν σιτεμένο
στα αζήτητα μένω
εγώ κι όλοι μου οι μόχθοι,
έναν Κροίσο ζωντανό
και εκτός απ’ αυτό: (κι επιβαρυντικό)
απ’ τη δεξιά όχθη,
απ’ τη δεξιά όχθη.
*
Στου γεφυριού την άκρη ΄
μαύρο έριχνα δάκρυ
θύμα αγάπης οξείας.
Και να που ο ποταμός
ανεβαίνει διαρκώς
ως τη στάθμη ασφαλείας.
Και αν δεν έδωσα μια
να βρεθώ στα βαθειά
-άλμα απεγνωσμένο-
είναι γιατί το νερό
στο σημείο αυτό
είν’ πολύ μολυσμένο,
είν’ πολύ μολυσμένο.
*
Από τις συμφορές,
υπάρχουν φορές,
που κερδίζεις σε γνώση,
μια που δεν ειν’ γραφτό
στον κόσμο αυτό
κανείς να σε σώσει.
Μα ας μη το παρατραβώ
κι ως το πον Μιραμπό
ας κατηφορίσω
τον Απολινέρ
των Μουσών εξπέρ
για να χαιρετίσω,
για να χαιρετίσω.
LES RICOCHETS
J’avais dix-huit ans
Tout juste et quittant
Ma ville natale
Un beau jour, o gué!
Je vins débarquer
dans la capitale
J’entrai pas aux cris
D’ »À nous deux Paris »
En Île-de-France
Que ton Rastignac
N’ait cure, ô Balzac!
De ma concurrence
De ma concurrence
Gens en place, dormez
Sans vous alarmer,
Rien ne vous menace
Ce n’est qu’un jeune sot
Qui monte a l’assaut
Du petit Montparnasse
On s’étonnera pas
Si mes premiers pas
Tout droit me menèrent
Au pont Mirabeau
Pour un coup de chapeau
A l’Apollinaire
A l’Apollinaire
Bec enfariné
Pouvais-je deviner
Le remue-ménage
Que dans mon destin
Causerait soudain
Ce pèlerinage?
Que circonvenu
Mon coeur ingénu
Allait faire des siennes
Tomber amoureux
De sa toute pre-
miere Parisienne.
miere Parisienne.
N’anticipons pas,
Sur la berge en bas
Tout contre une pile,
La belle tâchait
D’faire des ricochets
D’une main malhabile
Moi, dans ce temps-la
Je ne dis pas cela
En bombant le torse,
L’air avantageux
J’étais a ce jeu
De première force.
De première force.
Tu m’donnes un baiser,
Ai-je propose
À la demoiselle;
Et moi, sans retard
Je t’apprends de cet art
Toutes les ficelles.
Affaire conclue,
En une heure elle eut,
L’adresse requise.
En change, moi
Je cueillis plein d’émoi
Ses lèvres exquises.
Ses lèvres exquises.
Et durant un temps
Les journaux d’antan
D’ailleurs le relatent
Fallait se lever
Matin pour trouver
Une pierre plate.
On redessina
Du pont d’Iéna
Au pont Alexandre
Jusque Saint-Michel,
Mais à notre échelle,
La carte du tendre.
La carte du tendre.
Mais c’était trop beau:
Au pont Mirabeau
La belle volage
Un jour se perchait
Sur un ricochet
Et gagnait le large.
Elle me fit faux-bond
Pour un vieux barbon,
La petite ingrate,
Un Crésus vivant
Détail aggravant
Sur la rive droite.
Sur la rive droite.
J’en pleurai pas mal,
Le flux lacrymal
Me fit la quinzaine.
Au viaduc d’Auteuil
Parait qu’a vue d’oeil
Grossissait la Seine.
Et si, pont de l’Alma,
J’ai pas noyé ma
Détresse ineffable,
C’est que l’eau coulant sous
Les pieds du zouzou
Était imbuvable.
Était imbuvable.
Et que j’avais acquis
Cette conviction qui
Du reste me navre
Que mort ou vivant
Ce n’est pas souvent
Qu’on arrive au havre.
Nous attristons pas,
Allons de ce pas
Donner, débonnaires,
Au pont Mirabeau
Un coup de chapeau
A l’Apollinaire.
A l’Apollinaire.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Ιουλίου, 2013
(άλλως: Le roi des cons)
ΧΟΡΙΚΟΝ
Φωνή: Η δυναστεία έχει κτιστεί
Χορός: Η δυναστεία του έχει κτιστεί
Φωνή: Με στούρνους, τούβλα, λάσπη πολλή
Χορός: Με τούβλα, στούρνους, λάσπη πολλή
Όλοι: Δεν μπορείς να ρίξεις λοιπόν
τον Βασιλιά των Αρχιδιών
Φωνή: Χωρίς άγχος, ναι και μπορεί
Χορός: Χωρίς άγχος, ναι και μπορεί
Φωνή: Στα σεντόνια του να κοιμηθεί
Χορός: Στα μαξιλάρια του να κοιμηθεί
Όλοι: Τύψεις, δεν τον πιάνουν αυτόν
τον Άνακτα των Καθικιών
Φωνή: Κι εγώ κι εσύ κι αυτός και αυτή
Χορός: Κι εγώ κι εσύ κι αυτός και αυτή
Φωνή: Τον ακολουθούμε σκυφτοί
Χορός: Στα αχνάρια του πάμε σκυφτοί
Όλοι: Δύσκολο να τον χάσεις αυτόν
τον Άρχοντα των Τομαριών
Φωνή: Μπορεί ο Καντάφι να ’χει χαθεί
Χορός: Μπορεί ο Καντάφι να ’χει χαθεί
Φωνή: Να ‘ταν κι άλλος κι ο Σαρκοζί
Χορός: Και να ‘ταν κι άλλος κι ο Σαρκοζί
Όλοι: Μα Αυτός παραμένει παρών
ο Αυτοκράτωρ των Βλακών
Φωνή: Δεν φτουράνε στην Αφρική
Χορός: Στην Αφρική δεν φτουράνε πολύ
Φωνή: Γιατί τους κρύβει τη συνταγή
Χορός: Γιατί τους κρύβει τη συνταγή
Όλοι: Μύστης όλων των εποχών
ο Σουλτάνος των Πορδών
Φωνή: Μπορεί ακόμη και οι Ισπανοί
Χορός: Μπορεί ακόμη κι οι Ισπανοί
Φωνή: Τον Χουάν να πείσουν ν’ αποσυρθεί
Χορός: Τον Χουάν να πείσουν ν’ αποσυρθεί
Όλοι: Μένει όμως αναφανδόν
ο Μονάρχης των Ζαβών
Φωνή: Και το στέμμα των Βρετανών
Χορός: Ως και το στέμμα των Βρετανών
Φωνή: Kάποια μέρα θα ‘ν’ παρελθόν
Χορός: Kάποια μέρα θα ‘ν’ παρελθόν
Όλοι: Μα αυτός θ’ αντέχει μπετόν
Ο Πρίγκιπας των Κωθωνιών
Φωνή: Στη Γαλλία έχει ξανασυμβεί
Χορός: Και στη Γαλλία ακόμη μπορεί
Φωνή: Ως κι η ¨Μαριάνα¨ να ανατραπεί
Χορός: Κι η ¨Μαριάνα¨ ν’ αποδομηθεί
Όλοι: Μα ουδείς θ’ ανατρέψει αυτόν
τον Ταγό των Μαλακών
Φωνή: Η δυναστεία έχει κτιστεί
Χορός: Η δυναστεία του έχει κτιστεί
Φωνή: Με στούρνους, τούβλα, λάσπη πολλή
Χορός: Με τούβλα, στούρνους, λάσπη πολλή
Όλοι: Δύσκολο να ρίξεις λοιπόν
τον Βασιλιά των Αρχιδιών
Εντάξει, πρόκειται για μια παρα-παρωδία, με βάση τον ¨Βασιλέα των Con¨ του Μπρασένς. Είναι καλοκαιράκι, τι να κάνουμε…
Tραγουδά ο Μπρασένς
Η προσαρμογή
Le Roi
Non certe’,elle n’est pas bâtie,
Non certe’,elle n’est pas bâtie
Sur du sable,sa dynastie,
Sur du sable,sa dynastie.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Il peut dormir,ce souverain,
Il peut dormir,ce souverain,
Sur ses deux oreilles,serein,
Sur ses deux oreilles,serein.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Je,tu,il,elle,nous,vous,ils,
Je,tu,il,elle,nous,vous,ils,
Tout le monde le suit,docil’,
Tout le monde le suit,docil’.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Il est possible,au demeurant,
Il est possible,au demeurant,
Qu’on déloge le shah d’Iran,
Qu’on déloge le shah d’Iran,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Qu’un jour on dise:»C’est fini»,
Qu’un jour on dise:»C’est fini»
Au petit roi de Jordani’,
Au petit roi de Jordani’,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Qu’en Abyssinie on récus’,
Qu’en Abyssinie on récus’,
Le roi des rois,le bon Négus,
Le roi des rois,le bon Négus,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Que,sur un air de fandango,
Que,sur un air de fandango,
On congédi’ le vieux Franco,
On congédi’ le vieux Franco,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons
Que la couronne d’Angleterre,
Que la couronne d’Angleterre,
Ce soir,demain,roule par terre,
Ce soir,demain,roule par terre,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Que, ça c’est vu dans le passé,
Que,ça c’est vu dans le passé,
Marianne soit renversé’
Marianne soit renversé’
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Ιουλίου, 2013
Στην προηγούμενη ανάρτηση χρησιμοποίησα ως μουσική υπόκρουση για τo ¨τραγούδι της Σιγκουάπα¨, ένα όμορφο πορτογαλικό τραγούδι με τίτλο Chuva (Βροχή)
Τώρα λέω να σας το αναρτήσω (μέσω παραπομπής στο youtube), τραγουδισμένο τόσο από τον συνθέτη και στιχουργό Jorge Fernando, όσο και από την εκπληκτική Mariza. Επίσης, ψάχνοντας, ανακάλυψα όχι μόνο τους στίχους, αλλά και μια μετάφραση στην ιταλική γλώσσα την οποία σας παραθέτω πιο κάτω μαζί με μια απόπειρα προσαρμογής στα ελληνικά (ως συνήθως). Τέλος, μαζί με την πορτογαλική ¨Βροχή¨ σας θυμίζω ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Μητσάκη που μιλάει επίσης για βροχή (Ψιλοβρέχει).
O Jorge Fernando
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Βροχή
Περνούν της ζωής οι ιστορίες / χωρίς ίχνη να αφήνουν
παρά μόνον αυτές που χαράξανε / πόνο ή κάποια χαρά
Ναι, υπάρχουν εκείνοι που, εν τέλει, / στις ιστορίες θα μείνουν
μα κι άλλοι που μηδέ τ’ όνομά τους / θα ακούσεις ξανά
*
Υπάρχουν καημοί που ζωή / στη ζωή ξαναδίνουν
το νόστο που κρύβω ξυπνούν / και με εσένα με σμίγουν, σαν χτες
Ναι, μέρες υπάρχουνε που / τη ψυχή μας σφραγίζουν
κι εκείνη που με άφησες μόνο / ήταν μια απ’ αυτές
*
Στους δρόμουςτης πόλης γυρνώ / έρμoς κι απελπισμένoς
την όψη μου τώρα χαράζει / η βροχή του Νοτιά
Στην πόλη με δάκρυα φωνάζω / η βροχή πως θα σβήσει
όση του έρωτά μου έχει πια / απομείνει φωτιά
¨
…μ’ ακούει η βροχή, και στην πόλη
το μυστικό μου δεν λέει,
μόνο να, που στα τζάμια χτυπά
νότες νοσταλγικές…
Chuva
As coisas vulgares que há na vida
Não deixam saudade Só as lembranças que doem Ou fazem sorrir
Há gente que fica na história Da história da gente E outras de quem nem o nome Lembramos ouvir
São emoções que dão vida À saudade que trago Aquelas que tive contigo E acabei por perder
Há dias que marcam a alma E a vida da gente E aquele em que tu me deixaste Não posso esquecer
A chuva molhava – me o rosto Gelado e cansado As ruas que a cidade tinha Já eu percorrera Ai, meu choro de moça perdida Gritava à cidade Que o fogo do amor sob a chuva Há instantes morrera
A chuva ouviu e calou Meu segredo à cidade e eis que ela bate no vidro Trazendo a saudade
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Ιουνίου, 2013
Είναι και οι δύο ήρωες αφηγήσεων. Ο ένας, ο Παπακότσυφας, πρωταγωνιστεί μαζί με την Χαρίκλεια, γυναίκα του λαού, ελευθερόστομη, μαγκίτισσα και χορευταρού στο αφήγημα του Αντώνη Κακαρά¨Η Χαρίκλεια των Πατησίων¨.
Ο άλλος ιερουργεί στους στίχους του τραγουδιού του Μπρασένς ¨Η λειτουργία για τον κρεμασμένο¨.
Σας τους προσφέρω στη σημερινή ανάρτηση και τους δύο μαζί, σε ενιαία συσκευασία, καθώς με παρέπεμψαν συνειρμικά ο ένας στον άλλο, ενώ και οι δύο μαζί μου προκάλεσαν κάποιες σκέψεις για τον ¨εκσυγχρονιστικό¨ μεταμοντέρνο αντικληρικισμό που μοιάζει να είναι της μόδας, αλλά αυτές τις σκέψεις θα σας τις εξομολογηθώ μια άλλη φορά.
Σημείωση: Για να είμαι όσο γίνεται ειλικρινής, δεν έχω επαρκές δείγμα, ούτε προσωπική βιωματική επαφή με τον χώρο της οργανωμένης πίστης, για να αποφανθώ με σιγουριά ότι οι δύο εν λόγω ιερείς είναι όντως αλλιώτικοι. Μπορεί και να υπάρχουν -και όχι μόνο αφηγηματικά- περισσότεροι παπάδες τόσο ανθρώπινοι όσο ετούτοι οι δύο. Το εύχομαι.
Ας αρχίσουμε με τον Παπά του Κακαρά, καθώς εξομολογεί την Χαρίκλεια και μετά θα περάσουμε στον παπά του Μπρασένς
Αντώνης Κακαράς Η ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
(Η λαϊκή σοφία στην υπηρεσία του αντικαπιταλισμού)
Σύντρεχε τους αδυνάτους ως και τους μη έχοντες… υπηρετούσε αγογγύστως τους κατά μόνας ζώντες υπερήλικες, καθύβριζε τους πολλά έχοντες κακούς νυν και τέως άρχοντες και τους αφεντάδες τους ως συντελεστές των δεινών της κρίσης και του καπιταλισμού και μια φορά το χρόνο τραβούσε να εξομολογηθεί στον παιδικό της φίλο!
Δε γίνεται επομένως να ξεφύγουμε απ’ τη συγκεκριμένη φιλενάδα της Μενεμένης, χωρίς να μνημονεύσουμε τουλάχιστον ένα από τα καθημερινά επεισόδια μπρος στα οποία ωχριούν οι λάτρεις του είδους και οι κυρίες που ασμένως πλην ματαίως προσπαθούν ν’ αποκτήσουν προφίλ ανάλογο της Χαρίκλειας, καθόσον έχει πέραση βεβαίως βεβαίως, ιδίως εις την υψηλήν αποκαλούμενη κοινωνία!
Πού πας πάλι βρε κερατά, φασίστα, έκραξε το γιο της σαν της μοστράρισε γκόμενα για πρώτη φορά, πού πας να μη χέσω τον πατέρα της άλλης που σε ξεμυάλισε, ακόμα δεν άρχισες να την παίζεις βρε ξεκαπίστρωτε και μου θες γυναίκα, έλα δω γαμώ τη μάννα της πουτάνας της φιλενάδας σου, φάε βρε πρώτα το ρυζόγαλο να ψηλώσεις, ακόμα δε σου σηκώνεται και μου θέλεις τσιβιτζιλίκια βρε τζουτζέ, και πήγες, αντίχριστε, και βρήκες την κόρη του χαφιέ, δε μπορούσες να πηδάς βρε μούλε τη θυγατέρα του Παπακότσυφα, να με σχωρνάει τζάμπα ο γονιός της τουλάχιστον, που ‘ναι και χαμηλοβλεπούσα του κατηχητικού θηλυκό, αμαρτωλέ, ρουφιάνε!!
Η Χαρίκλεια είναι αυτή, η χορευταρού και γλεντζού άμα λάχει, να σηκώνει τέτοιο κέφι δηλαδής που οι μαγαζάτορες της κράταγαν τραπέζι έτσι κι αλλιώς μη τυχόν εμφανιστεί και δε διαθέτουν εύκαιρο. Έδωσε τελευταία χαρούμενη νότα και πυρπόλησε τους χαροκόπους στο γάμο του κανακάρη της Καριωτίνας, αυτουνού ντε που ‘κανε το σταυρό του ανάποδα ενώπιον της αγίας τραπέζης, του τέμπλου, του ιερέως, του δισκοποτηρίου, του ευαγγελίου… τόσο θρησκευόμενο είναι το παιδί, ο δε ιερουργών (ευτυχώς ή δυστυχώς) δεν πήρε χαμπάρι τίποτε, αλλιώς θα τον πέταγε το γαμπρό έξω, εκεί που λέτε στο επακολουθείσαν δείπνο έριξε η καλή σου μια ζεϊμπεκιά όλη δικιά της, καλά να ‘ναι η φιλενάδα ν’ αγωνίζεται ποικιλοτρόπως, όπως πάντα να πούμε, το καλό να λέγεται!
Εν τούτοις παμπατησιακώς είναι γνωστή ως ακροθιγώς θεοσεβούμενη, καθόσον κράταγε και την πισινή εξομολογούμενη ώστε μεταλαβαίνει πότε πότε, αλλά κατ’ αυτάς ήταν που την περίμενε στη γωνία ο αρμόδιος ιερεύς, συμμαθητής της απ’ το Δημοτικό ο δόλιος, και της τα ‘ψαλλε κανονικά, Εκατό μετάνοιες, καθόρισε την ποινή τελειώνοντας τις αυστηρές συστάσεις σε πλάγιο δεύτερο, τρεις λειτουργιές για την ψυχή της μάνας σου κι ένα τραπέζι με βετούλ απ’ το χωριό, συμπλήρωσε μάλλον γρήγορα, το νου σου όμως, ολόκληρο κι όχι μισό σαν πέρσι, πρόσεξε Χαρίκλεια, Μα είσαι καλά Τσότρα, εκατό μετάνοιες για δυο μαλακίες που πέταξα στο βλαστάρι μου, ξέχνα τις, εδώ δεν τη νοιάζει την Παναγία για τους δικούς Της μπελάδες, τόνισε σταυροκοπούμενη, θ’ ασχολείται με τον κανακάρη μου τον άχρηστο, αν ήθελε ας τον έφτιαχνε καλύτερο, τι Παναγία είναι και μάλιστα Θεομήτορα, ξέχασες βρε πρόπερσι που με χρέωσες πάλι ολόκληρο ζυγούρι για το γιό της το Χριστό, και δε μου λες Πάτερ….
Πάτερο στην γκράνα σου Χαρίκλεια, δεν κάνω πίσω με τίποτα, αλήθεια μωρή, τι πέταξες του πουτσαρά σου για τη Μαριγούλα μου, φιλιότσα σου κιόλας κολασμένη, έ κολασμένη, πηδιούνται βρε τα πνευματικά αδέρφια, έ, πηδιούνται, θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, πώς με παρασέρνεις και κολάζομαι, άθλια, δαιμονισμένη! Παπά να μη χάνω ώρα τζάμπα, φταίω γω που ‘ρθα να ξομολογηθώ, κατάλαβες και με περνάνε για μόρτισσα τη μαλάκω και κάθομαι και στα λέω χαρτί κα καλαμάρι το όρνιο, Δε χρειάζεται το μυστήριο για να μαθαίνω τα καθέκαστα στην ενορία μου, πέταξε ο ιερεύς κι έδειχνε ελαφρώς θιγμένος, αν το πας έτσι… Ααα, σου τα σφύριξε κείνη η σκρόφα του χαφιέ έ, αυτή σου τα ‘πε και συ καθόσουνα τ’ άκουγες και μου παριστάνεις το φίλο, δόλιε ρασοφόρε, θα σε μάθω γω υποκριτή, Εξομολόγηση ήταν αναιδεστάτη, και ποιος σου ‘πε μωρή να βρίζεις το βλαστάρι σου κι από κοντά και το δικό μου έτσι, πες μου ποιος, Γιατί να μην τον βρίζω το μαλάκα, εγώ κοιλοπόναγα, αν του κοτάει αλλουνού ας τον βρίσει, άκου «αναιδεστάτη» ο γραμματιζούμενος, μπράβο εξέλιξη, όσο για το κορίτσι ξέρω γω τι λέω!!
Και βρήκες βρε γλωσσοκοπάνα την ευκαιρία να τα λες να σ’ ακούσει ο γείτονάς σου ο κόπανος και δω μέσα ένα σωρό όσιοι, Καλό έ, με παραδέχεσαι, δε με παραδέχεσαι, σε ρωτάω, καλέ οι δυο μας είμαστε χαζούλη, πες μου…
Χαρίκλεια κόφτο, είπα και ελάλησα εκατό μετάνοιες… Μη με πρήζεις μεγάλε γιατί θα σε βάλω να λαλήσεις κανονικά, θα κάμω δέκα κι άμα με πονέσουν τα γόνατα σταματάω, Ά έτσι έ, παζάρια με το Θεό, στ’ άλλο όμως δε σε πονάν τα γόνατα, Άλλατις εκδηλώθηκε, βρε άντε από δω που θα πεις τώρα πως εκπροσωπείτε Θεό, μη χέσω, και καλά σένανε σε παραδέχομαι, έκανες και το γλυκό μου το βαφτιστήρι κι ας το παίδεψες στο κατηχητικό, ευτυχώς το πουλάκι μου τις κάψες του τις έχει, πέταξες πονηρούλη και πέντε έξη μούλικα δεξιά αριστερά…
Χαρίκλεια, σταμάτα λέω, Γιατί βρε μπούφο, άσχημα έκανες, και δε μου λες, δε μου λες Τσοτράκη μου, στα γόνατα τις είχες κι αυτές για μετάνοιες έ, Σύνελθε σου λέω βρομόστομα, ακούνε κι οι άγιοι, Άστους ν’ ακούνε, ξέρουν πολλά κι αυτοί, αμ δε, εσύ βρε χαζέ γιατί τσαντίζεσαι με τα παιδιά που φυτεύεις, κακό είναι, άσε που βοηθάς στο πρόβλημα λαϊκής ανάπτυξης, Σιγά μη βοηθάω στο πρόβλημα λαϊκής πολιτοφυλακής, πληθυσμιακό λέγεται αγράμματη, Μη με λες εμένα αγράμματη Παπακότσυφα, γιατί θα σε περιλάβω να μη σε πλένει ο Κουραδάς στα Χάνια χειμωνιάτικα, πρόσεχε, Χαρίκλεια έλεος, σ’ εξομολόγηση είμαστε, όχι στο σπίτι σου και κόφτο αυτό το Παπακότσυφα, Χαϊδευτικά καλέ το λέω, γιατί ψέλνεις και τραγουδάς ωραία, όσο για τ’ άλλο που πέταξες τι πάει να πει δηλαδής, το σπίτι μου είναι εκκλησία για μένα και μην το συγκρίνεις με το κουβούκλιό σου της αμαρτίας, στην εξομολόγηση ακούγονται τα αίσχη του κόσμου, δε βλέπω κάνα μυστήριο πουθενά έξω απ’ το μαύρο σκοτάδι εδώ μέσα, ενώ στο κονάκι μου είν’ όλα καλά, ανθρώπινα και φωτεινά, λοιπόν να τελειώνουμε, έχω να πάω και για ούζα στου Καραβά, το χρονιάρικο που ‘πες εν τάξει αλλά μισό και θα το φάμε μσακό, για χάρη σου βρε θα το κάμω φρικασέ, θα δεις, κι οι μετάνοιες δέκα όπως συμφώνησες και πολλές σου ‘ναι, τελεία και παύλα μην τις κόψω κι αυτές.
Έλα μωρέ φιλενάδα, εγώ που σ’ αγαπάω, γιατί μαθαίνουν που σου κάνω σκόντο και μου ζητάνε τα ίδια, στο τέλος δε θα με υπολογίζει κανένας, και δε μου λες ποιος είν’ αυτός με τα ούζα, πώς τον είπες, μπας κι είν’ ενορίτης μου και δεν τον ξέρω, Κόψε το ψαλτήρι μεγάλε, αυτός είν’ άθεος κι έχει την ησυχία του μ’ όλους τους υπεράκτιους αγίους σου αν θες να ξέρεις… κοίτα δω και μην ξινίζεις, όσο για τ’ άλλο που φοβάσαι μη μαθαίνουν οι θεούσες το σκόντο που μου κάνεις, τι σε νοιάζει βρε, παπάς δεν είσαι, καλέ στ’ αρχίδια σου, σχώρα με Παναγία μου, Άααα Χαρίκλεια λέω, Λοιπόν τέρμα, με παρασέρνεις με τις κλάψες και … αμαρτάνω, έφυγα, τέλος είπα και σε καρτεράω με τη δικιά σου στη Χάρη της … δεκαπέντε κιλά βρε κολασμένε φαγά, πώς θα το καταφέρουμε;
Τυχεροί οι ωτακουστές τέτοιας εξομολόγησης της μαγκίτισσας των Πατησίων, άπαξ ετησίως παίζεται η παράσταση και με κάθε σοβαρότητα, σας το υπογράφουμε πως συνωστίζονται υψηλόβαθμοι παρατρεχάμενοι του Υψίστου κάθε κατηγορίας και Τάξεως, όσο πυκνές κι αν είναι οι απολαύσεις τους από ακούσματα και θεάματα παντός είδους, αόρατοι που ‘ναι οι τσαχπίνηδες παρέα με ερμαφρόδιτα αγγελάκια, το γλεντάνε με τη Χαρίκλεια, ακούστε που σας λέω!
Είναι γλεντοκόπος, πιστός φίλος, ακέραιος και συνειδητός ιερέας, με κατανόηση χωρίς τέλος καθόσον γνωρίζει από κόσμο ο Παπακότσυφας, είναι άνθρωπος και για τον κοσμάκη μοχθεί, κρατάει τις ισορροπίες με τους ουρανούς και τις συνειδήσεις όχι τόσο των αμαρτωλών όσο των αγίων, καθώς έτσι που τους έχουν πλάσει οι μεγαλοσχήμονες της επίσημης εκκλησίας και κάθε εκκλησίας, δεν είναι όλοι τους άξιοι για να δεις προκοπή μαζί τους, ενώ εκείνοι του καλού ιερέα μας και των ομοίων του μάλιστα, είναι ανθρώπινοι, είναι τρυφεροί, είναι καλοί και σχωρνάνε! Το ξέρει αυτό η Χαρίκλεια και τα ‘χει καλά μαζί τους και με τον μεσάζοντα το δικό της παπά ακόμα καλύτερα, κι έτσι κρατάει καθαρό το μίγμα θρησκείας και λαού, αλλιώτικα τίποτα δε θα ‘χε σωθεί σε τούτον τον τόπο. Καθόσον τέλος δεν έχουν τα ρωμαϊκά φαγοπότια με τα Βατοπαίδια και τα μεγαλοπιάσματα των ρασοφόρων εξωχώριων αρχικαλόγερων μετά των ομοτράπεζων υπουργών λαμόγιων… και λοιπά;
Συμμετέχει λοιπόν ο καλός μας ποιμένας στα τραπεζώματα της Χαρίκλειας αλλά και άλλων που τα περιλαμβάνει στις τιμωρίες ανάλογα με το εύρος των αμαρτιών και άντε να τα βγάλεις πέρα εκατέρωθεν. Πάντως η εν λόγω, και ως γνήσια δημοκράτισσα από τα γεννοφάσκια, μεγάλωνε τα παιδιά της μάλλον υποδειγματικά, ανεξάρτητα απ’ το βρισίδι που στόχευε πολλαπλώς κι όχι μονάχα τα βλαστάρια της, όπου η μόνη επίπτωση ήταν να προσπαθούν να την αντιγράψουν όπως η θυγατέρα της Φροσάρας της γειτόνισσας κι άλλοι πολλοί ακόμα!.
Συνεχίζει η αδάμαστη Κυρία την εκφορά λόγου με την εξέλιξη της γλώσσας εμπλουτιζόμενης με νέες λέξεις και έννοιες που αποδίδουν τα δρώμενα και των ανθρώπων τα καμώματα ως και όσα καινοφανή συμβαίνουν και προκύπτουν, ου μην αλλά και της τρισκατάρατου κρίσεως και δη των προκαλούντων ταύτην, αμήν.
*
Η λειτουργία για τον κρεμασμένο
Στίχοι του Ζορζ Μπρασένς, (1976) που σας μεταφράζω προσπαθώντας να κρατήσω την ομοιοκαταληκτική μορφή (ως κάποιο σημείο).
Φανατικέ αντικληρικέ
Παπαδοφάγε βουλιμικέ
Η ομολογία αυτή μου στοιχίζει,
αλλά θα σου πω πως οι παπάδες
δεν είναι όλοι κενοί φαφλατάδες
και ο δικός μας, θα δεις, ξεχωρίζει.
*
Όταν ο έξαλλος όχλος με μία τριχιά,
χωρίς τύψεις, χωρίς να δικάσει,
κρέμασε κάποιον στην βελανιδιά,
τότε ο παπάς μας, χωρίς να διστάσει,
φώναξε πως του θανάτου η ποινή
σε θάνατο πρέπει να καταδικαστεί.
*
Μετά, παράξενη τελετουργία,
πρόσφερε πρόσφορα και Ευχαριστία
στης εκκλησιάς τους μικρούς σπουργίτες
και με της αγιαστούρας το άγιο νερό
να διώξει πήγε τον οξαποδώ
του αγρού βαφτίζοντας τις μαργαρίτες.
*
Τα μανίκια μετά ανασηκώνει,
το καλό θυμιατήρι υψώνει
και γεμάτος με άγια οργή,
την εξόδιο λειτουργία τελεί,
για εκείνον που τώρα αιωρείται
πέντε μέτρα επάνω απ’ τη γη.
* Το μυστήριο αυτή τη φορά
ετελέσθη για χάρη ενός φουκαρά
και στο ρόλο του Ιησού Χρηστού,
οι τουρίστες μπορέσαν να δουν κρεμασμένο,
το κορμί ενός αμαρτωλού
από τον δικό μας παπά, ευλογημένο.
*
Όταν γκρινιάζουμε στο χωριό,
σαν λέμε ¨κάτω το καλυμμαύχι¨
που μας εκάθησε στο λαιμό,
οι συγχωριανοί μου οι άλλοι κι εγώ,
δεν είναι μ’ αυτόν που έχουμε άχτι,
δεν είν’ αυτόν που ’χουμε στο μυαλό.
*
Αντικληρικοί φανατικοί
Παπαδοφάγοι βουλιμικοί
Σαν καταβροχθίζετε αχνιστούς
παπάδες, διάκους κοκκινιστούς,
κανείς ας μην είναι -βρείτε τον τρόπο-
από τον δικό μου τόπο.
Το τραγούδι
Η απόδοση στα ελληνικά
La messe au pendu
Anticlérical fanatique
Gros mangeur d’écclésiastiques,
Cet aveu me coûte beaucoup,
Mais ces hommes d’Eglise, hélas !
Ne sont pas tous des dégueulasses,
Témoin le curé de chez nous.
Quand la foule qui se déchaîne
Pendit un homme au bout d’un chêne
Sans forme aucune de remords,
Ce ratichon fit scandale
Et rugit à travers les stalles,
«Mort à toute peine de mort!»
Puis, on le vit, étrange rite,
Qui baptisait les marguerites
Avec l’eau de son bénitier
Et qui prodiguait les hosties,
Le pain bénit, l’Eucharistie,
Aux petits oiseaux du moutier.
Ensuite, il retroussa ses manches,
Prit son goupillon des dimanches
Et, plein d’une sainte colère,
Il partit comme à l’offensive
Dire une grand’ messe exclusive
A celui qui dansait en l’air.
C’est à du gibier de potence
Qu’en cette triste circonstance
L’Hommage sacré fut rendu.
Ce jour là, le rôle du Christ(e),
Bonne aubaine pour le touriste,
Eté joué par un pendu.
Et maintenant quand on croasse,
Nous, les païens de sa paroisse,
C’est pas lui qu’on veut dépriser.
Quand on crie «A bas la calotte»
A s’en faire péter la glotte,
La sienne n’est jamais visée.
Anticléricaux fanatiques
Gros mangeur d’écclésiastiques,
Quand vous vous goinfrerez un plat
De cureton, je vous exhorte,
Camarades, à faire en sorte
Que ce ne soit pas celui-là.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Απριλίου, 2013
¨Κάποιο βράδυ του Μάη¨: Μια ακόμη παλιά (1937) ναπολιτάνικη καντσονέτα, αυτή τη φορά με μουσική του Giuseppe Cioffi πάνω σε στίχους του Egidio Pisano.
Εδώ η εκδοχή στα ελληνικά που σας έφτιαξα. Παρακάτω το πρωτότυπο κείμενο στη διάλεκτο της Νεάπολης.
Όταν βρίσκεσαι κοντά μου
σου μιλώ, δε με προσέχεις…
Πού κοιτάς αφηρημένη
κι ούτε που μου απαντάς;
Εγώ σ’ έχω στην καρδιά μου
είμαι πάντα ερωτευμένος,
μ’ άλλον στο μυαλό σου έχεις
και εμένα με ξεχνάς
Κάποτε μου πες ¨ναι¨…
Δεν το θυμάσαι;
Όποιον για σε πεθαίνει, μην σκοτώνεις…
Μου είπες ναι, του Μάη κάποιο βράδυ
και τώρα έχεις κουράγιο
να μη με θες;
Πλάνη κρύβει η ματιά σου
όπως σαν με πρωτοείδες
όπως σαν μου πρωτοείπες:
¨Μόνο εσένα θ’ αγαπώ¨.
Κι όρκο μου ’δωσες ριγώντας
από μας να μείνει κάτι
¨Δε ξεχνιέται η πρώτη αγάπη¨,
μα δεν έμεινε ούτε αυτό.
Κάποτε μου πες ¨ναι¨…
Δεν το θυμάσαι;
Όποιον για σε πεθαίνει μην σκοτώνεις…
Μου είπες ναι, του Μάη κάποιο βράδυ
Και τώρα έχεις κουράγιο
να μη με θες;
Με τον Ρέντσο Άρμπορε
Η απόδοση στα ελληνικά (από κάτω η ορχήστρα του Τζενάρο Βεντίτο)
Με τον Ρομπέρτο Μούρολο
Με τη Μίνα
Με τον Μάριο ντελ Μόνακο
Na Sera E Maggio
Quanno vien’a ‘appuntamento
guarde ‘o mare, guard»e ffronne,
si te parlo nun rispunne,
staje distratta comm’a che.
Io te tengo dint»o core,
sóngo sempe ‘nnammurato
ma tu, invece, pienze a n’ato
e te staje scurdanno ‘e me…
Quanno se dice: «Sí!»
tiènelo a mente…
Nun s’ha da fá murí
nu core amante…
Tu mme diciste: «Sí!» na sera ‘e maggio…
e mo tiene ‘o curaggio ‘e mme lassá?!
St’uocchie tuoje nun só’ sincere
comm’a quanno mme ‘ncuntraste,
comm’a quanno mme diciste:
«Voglio bene sulo a te…»
E tremmanno mme giuraste,
cu na mano ‘ncopp»o core:
«Nun se scorda ‘o primmo ammore!…»
Mo te staje scurdanno ‘e me…
Quanno se dice: «Sí!»
tiènelo a mente…
Nun s’ha da fá murí
nu core amante…
Tu mme diciste: «Sí!» na sera ‘e maggio…
e mo tiene ‘o curaggio ‘e mme lassá?!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Απριλίου, 2013
Εκείνοι που θέλουν να γίνουν αστέρια της πίστας γιατί έχουν παιδιά να αναθρέψουν, Όου γιές!
Εκείνοι που όταν κάνουν ομαδική δουλειά νομίζουν ότι προσλήφθηκαν από άλλη εταιρεία, Όου γιές!
Εκείνοι που τα κάνουν όλα γιατί τυγχάνουν επαγγελματίες, Όου γιές!
Εκείνοι που ανάβουν ένα κερί στην Παναγία, γιατί έχουν ένα ανηψούδι ετοιμοθάνατο, Όου γιές!
Εκείνοι που σου σβήνουν το κερί εξ επαγγέλματος, Όου γιές!
Εκείνοι που ένας Παπαδόπουλος είναι κρυμμένος πάντα μέσα μας, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν δεξιά επειδή οι δεξιοί βρίζουν καλύτερα στην καθαρεύουσα, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν δεξιά γιατί φοβούνται τους κλέφτες, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν λευκό για να μην λερώσουν, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν ανακατεύονται με τα πολιτικά, πα πα πα πα, Όου γιές!
Εκείνοι που ξερνάνε, Όου γιές!
Εκείνοι που αντέχουν να υποστηρίζουν ακόμη τον βασιλιά, Όου γιές!
Εκείνοι που αντέχουν να υποστηρίζουν τους βάζελους, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν αντέχουν το κρασί, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν μας προκύπτουν, Όου γιές!
Εκείνοι που πιστεύουν ότι το Θείο Βρέφος είναι ο Άγιος Βασίλης μωρό, Όου γιές!
Εκείνοι που τη νύχτα της πρωτοχρονιάς την κάνουν με την ερωμένη τους, αφού πρώτα κλέψουν την βασιλόπιτα των παιδιών, Όου γιές! Των δικών τους παιδιών, Όου γιές!
Εκείνοι που κάνουν έρωτα στα όρθια γιατί νομίζουν ότι έτσι πρέπει να γίνεται στα πιεντ-α-τερ, Όου γιές!
Εκείνοι που βρίσκονται μέσ’ τα σκατά μέχρι εδώ, Όου γιές! Όου γιές!
Εκείνοι που με έναν καλό ύπνο όλα περνούν, ως κι ο καρκίνος, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν μπορούν, ούτε τώρα, να πιστέψουν ότι η γη είναι στρογγυλή, Όου γιές!
Εκείνοι που δε θέλησαν ποτέ να γυρίσουν από το ανατολικό μπλοκ και το παίξανε αγνοούμενοι, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν τους συνέβη ποτέ θανάσιμο ατύχημα, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν θέλουν να καταταγούν στα ες ες, Όου γιές!
Εκείνοι που επιμένουν να σου εξηγούν τις ιδέες σου, χωρίς όμως να σε βοηθήσουν να τις καταλάβεις, Όου γιές!
Εκείνοι που λένε η υπηρέτριά μας, Όου γιές!
Εκείνοι που οργανώνουν πορείες πολέμου, Όου γιές!
Εκείνοι που οργανώνουν τα πάντα, Όου γιές!
Εκείνοι που χάνουν τον πόλεμο παρά τρίχα, Όου γιές!
Εκείνοι που θέλουν να σε πάνε να φας βατράχια (ή σούσι), Όου γιές!
Εκείνοι που είναι ακόμη μόλις δύο την νύχτα, Όου γιές!
Εκείνοι που έχουν σύστημα για να χάνουν στη ρουλέτα, Όου γιές!
Εκείνοι που να μην χαθούμε, Όου γιές!
Εκείνοι που προκύπτουν αλλιώτικοι από τους άλλους, Όου γιές!
Εκείνοι που προκύπτουν γενικώς, Όου γιές!
Εκείνοι που γαμώ την ατυχία μου, Όου γιές!
Εκείνοι που όταν χάνει η ομάδα τους λένε ότι κατά βάθος δεν είναι παρά ένα παιχνίδι και μετά γυρίζουν σπίτι και χτυπάνε τα παιδιά τους, Όου γιές!
Εκείνοι που λένε ότι το χρήμα δεν είναι το παν στη ζωή, Όου γιές!
Εκείνοι που εδώ έχουν γίνει όλα μπουρδέλο, Όου γιές!
Εκείνοι που για λόγους αρχής και όχι χρημάτων, Όου γιές!
Εκείνοι που το είπε η τηλεόραση, Όου γιές!
Εκείνοι που το στάτους κβό, υπό την προοπτική ότι, στο βαθμό που, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν έχουν μια αποστολή να εκτελέσουν, Όου γιές!
Εκείνοι που είναι τίμιοι, αλλά ως ένα ορισμένο σημείο, Όου γιές!
Εκείνοι που περιμένουν το τραμ γελώντας και λέγοντας αστεία, Όου γιές!
Εκείνοι που περιμένουν να φανεί η αρραβωνιαστικιά για να το παίξουν σοβαροί, Όου γιές!
Εκείνοι που η μαφία δεν υπάρχει, Όου γιές!
Εκείνοι που τους τρομοκρατούν τα γραμμάτια, Όου γιές!
Εκείνοι που δουλεύουμε όλοι για το κεφάλαιο, Όου γιές!
Εκείνοι που, αναμάρτητοι, εκτοξεύουν την πρώτη πέτρα, και τη δεύτερη, και την τρίτη… και μετά; Το μετά το ξέρουμε… Όου γιές!
Εκείνοι που σηκώνονται στις έξη, φρέσκοι σαν τριαντάφυλλο, για να δουν την χαραυγή που πέρασε ήδη. Όου γιές!
Εκείνοι που μοιάζουν με το γιό μου, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν διασκεδάζουν, ακόμη κι όταν γελάνε, Όου γιές!
Εκείνοι που στο θέατρο για να μην ενοχλήσουν πάνε και κάθονται στις τελευταίες σειρές, Όου γιές!
Εκείνοι που παραμένουν στην πρωτεύουσα, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν ήταν εκεί, Όου γιές!
Εκείνοι που άρχισαν να δουλεύουν από μικροί, συνεχίζουν ακόμη, αλλά δεν ξέρουν γιατί διάβολο το κάνουν, Όου γιές!
Εκείνοι εκεί…
Quelli che (1975)
Ο Έντσο Γιαννάτσι, (γιατρός καρδιολόγος και τραγουδοποιός που έφυγε πρόσφατα, Μιλάνο, 3 Ιουνίου 1935 – Μιλάνο, 29 Μαρτίου 2013), πάνω σε μουσική βάση μπλουζ και με τη συνοδεία ενός σαξόφωνου, σχολιάζει με σουρεαλιστικό τρόπο κοινούς τόπους, βίτσια, αλλά και συμπαθέστερα χαρακτηριστικά του μέσου Ιταλού της δεκαετίας του εβδομήντα (όλα μαζί χύμα).
Επειδή οι καιροί αλλάζουν, ο Έντζο, στις μεταγενέστερες συναυλίες του, τροποποίησε πολλές φορές τα λόγια αυτά (γραμμένα αρχικά μαζί με τον Μπέπε Βιόλα).
Εδώ σας έχω μια απόπειρα μετάφρασης στα ελληνικά, αρκετά πιστή στο πρωτότυπο (αρχική εκδοχή), και επιφυλάσσομαι για καμιά πιο επίκαιρη προσαρμογή, του τύπου:
* εκείνοι που πήγαν τα λεφτά τους έξω επειδή νόμισαν ότι πρέπει που και που να τα αερίζουν, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που έβαλαν τα λεφτά τους την τράπεζα για να μη τους τα πάρουν οι κλέφτες, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που νόμισαν ότι το μνημόνιο είναι ατζέντα, το υπόγραψαν, αλλά ξέχασαν να πάνε στην κηδεία, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που δηλώνουν νεοφιλελεύθεροι για να μη τους πάρουν τα σπίτια οι κομουνιστές, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που συνωμοσίες δεν υπάρχουν, Μόνο οι συνομωσιολογίες, Όου γιές!
και ούτω καθ’ εξής! (Όου γιές)
Quelli che cantano dentro nei dischi perche’ ci hanno i figli da mantenere, oh yes!
Quelli che da tre anni fanno un lavoro d’equipe convinti d’essere stati assunti da un’altra ditta, oh yes!
Quelli che fanno un mestiere come un altro.
Quelli che accendono un cero alla Madonna perche’ hanno il nipote che sta morendo, oh yes!
Quelli che di mestiere ti spengono il cero, oh yes!
Quelli che Mussolini e’ dentro di noi, oh yes!
Quelli che votano a destra perche’ Almirante sparla bene, oh yes!
Quelli che votano a destra perche’ hanno paura dei ladri, oh yes!
Quelli che votano scheda bianca per non sporcare, oh yes!
Quelli che non si sono mai occupati di politica, oh yes!
Quelli che vomitano, oh yes! Quelli che tengono al re.
Quelli che tengono al Milan, oh yes!
Quelli che non tengono il vino, oh yes!
Quelli che non ci risultano, oh yes!
Quelli che credono che Gesu’ Bambino sia Babbo Natale da giovane, oh yes!
Quelli che la notte di Natale scappano con l’amante dopo aver rubato il panettone ai bambini, oh yes! Intesi come figli, oh yes!
Quelli che fanno l’amore in piedi convinti di essere in un pied-a-ter, oh yes!
Quelli, quelli che sono dentro nella merda fin qui, oh yes! Oh yes!
Quelli che con una bella dormita passa tutto, anche il cancro, oh yes!
Quelli che, quelli che non possono crederci neanche adesso che la terra e’ rotonda, oh yes!
Quelli che non vogliono tornare dalla Russia e continuano a fingersi dispersi, oh yes!
Quelli che non hanno mai avuto un incidente mortale, oh yes!
Quelli che non vogliono arruolarsi nelle SS.
Quelli che ti spiegano le tue idee senza fartele capire, oh yes!
Quelli che dicono «la mia serva», oh yes!
Oh yes! Quelli che organizzano la marcia per la guerra, oh yes!
Quelli che organizzano tutto, oh yes!
Quelli che perdono la guerra… per un pelo, oh yes! Oh yes!
Quelli che ti vogliono portare a mangiare le rane, oh yes!
Quelli che sono soltanto le due di notte, oh yes!
Quelli che hanno un sistema per perdere alla roulette, oh yes!
Quelli che non hanno mai avuto un incidente mortale, oh yes!
Quelli che non ci sentiamo, oh yes!
Quelli diversi dagli altri, oh yes!
Quelli che puttana miseria, oh yes!
Quelli che quando perde l’Inter o il Milan dicono che in fondo e’ una partita di calcio e poi vanno a casa e picchiano i figli, oh yes!
Quelli che dicono che i soldi non sono tutto nella vita, oh yes!
Quelli che qui e’ tutto un casino, oh yes!
Quelli che per principio non per i soldi, oh yes! Oh yes!
Quelli che l’ha detto il telegiornale, oh yes!
Quelli che lo statu quo che nella misura in cui che nell’ottica, oh yes!
Quelli che non hanno una missione da compiere, oh yes!
Quelli che sono onesti fino a un certo punto, oh yes!
Quelli che fanno un mestiere come un altro.
Quelli che aspettando il tram e ridendo e scherzando, oh yes!
Quelli che aspettano la fidanzata per darsi un contegno, oh yes!
Quelli che la mafia non ci risulta, oh yes!
Quelli che ci hanno paura delle cambiali, oh yes!
Quelli che lavoriamo tutti per Agnelli, oh yes!
Quelli che tirano la prima pietra, ma che anche la seconda,la terza, la quarta e dopu? E dopu se sa no…
Quelli che alla mattina alle sei freschi come una rosa si svegliano per vedere l’alba che e’ gia’ passata.
Quelli che assomigliano a mio figlio, oh yes!
Quelli che non si divertono mai neanche quando ridono, oh yes!
Quelli che a teatro vanno nelle ultime file per non disturbare, oh yes!
Quelli, quelli di Roma.
Quelli che non c’erano.
Quelli che hanno cominciato a lavorare da piccoli, non hanno ancora finito e non sanno che cavolo fanno, oh yes!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 12 Μαρτίου, 2013
Αναστεναγμός ένας:Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει, να `χει μάτι που καρδιά να σφάζει, να `χει το καμάρι σου κι όλη αυτή τη χάρη σου και τη βελουδένια την ελιά σου. Να `χει το καμάρι σου κι όλη αυτή τη χάρη σου πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει.
*
Θα σου δώσω πλούτη κι αν γυρέψεις, μη με διώχνεις θα με καταστρέψεις, πάρε με στα χέρια σου, τ’ άσπρα περιστέρια σου η καρδιά μου μ’ άλλη δε σ’ αλλάζει. Πάρε με στα χέρια σου, τ’ άσπρα περιστέρια σου πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει.
*
Πες πως μ’ αγαπάς κι ας είναι ψέμα, ρίξε μου κουκλί μου ένα βλέμμα, μη μ’ αφήνεις μόνο μου, γιάτρεψε τον πόνο μου πλούτη και αν δεν έχω τι πειράζει. Μη μ’ αφήνεις μόνο μου, γιάτρεψε τον πόνο μου πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει.(Κώστας Κοφινιώτης, Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς)
με τον Μπάμπη Γκολέμε τον Μπάμπη Τσέρτο
Αναστεναγμός δύο: Άσε την πόζα που κρατάς πάψε το χρήμα να κοιτάς να ξέρεις μες τα φτωχαδάκια βρίσκεις αγάπες και μεράκια άσε την πόζα που κρατάς
*
Έχουν καρδιά και οι φτωχοί και δώσε λίγη προσοχή μες τα τριμμένα τα σακάκια θα βρεις τα πιο καλά παιδάκια έχουν καρδιά και οι φτωχοί
*
Κάποτε θα ‘ρθει η στιγμή να νιώσεις θέλοντας και μη πως ειμ’ εγώ για σένα φως μου το χρυσάφι όλου του κόσμου κάποτε θα ‘ρθει η στιγμή(Κώστας Μάνεσης, Γιάννης Παπαϊωάννου)
με τους Στράτο Παγιουμτζή, Γιάννη Παπαϊωάννου
Αναστεναγμός τρία
Τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι γιατί είσαι `σύ γερό κομμάτι κι ακόμαάκουσε γιατί το χρώμα το σοκολατί σου δίνει πιο μεγάλη γλύκα σε κάνει πιο ελκυστικιά κι αφού στο δρόμο μου σε βρήκα δε θέλω να φανείς κακιάΠάμε μια βόλτα στο Φαληράκι αυτή τη νύχτα τη μαγική για να σου κάνω με το φεγγαράκι εξομολόγηση ερωτικήΤι ταιριασμένο πουν’ ζευγαράκι θα λέει το κύμα στην αμμουδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα’ ναι σαν όνειρο η βραδιά πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι μη μου χαλάσεις την καρδιά