Μου ζήτησαν, από την εφημερίδα ¨Αγγελιοφόρος¨, ένα σημείωμα για τους νέους στις πλατείες. Τους έστειλα πριν λίγο τις παρακάτω αράδες.
Οι νέοι στις πλατείες
Δεν έχω το χώρο (μου ζητήθηκαν πάνω κάτω διακόσιες λέξεις) ούτε, αυτήν τη στιγμή, το κέφι να αναλύσω επιστημονικά το θέμα, έστω κι αν οι αναλύσεις πάνω στις κοινωνικές τάσεις και συμπεριφορές είναι κομμάτι της δουλειάς μου.
Για αυτό, αν και ξέρω ότι οι αυθόρμητες διατυπώσεις προσφέρονται σε παρερμηνείες, παρανοήσεις, διαστρεβλώσεις και παρεξηγήσεις θα πάρω το ρίσκο:
Εγώ για τα παιδιά στις πλατείες αισθάνομαι θαυμασμό, μαζί με μια ιδέα ζήλια και μαζί με μια παρέα ολόκληρη από εγνωσμένους φόβους.
Τους θαυμάζω και λίγο τους ζηλεύω. Όχι γιατί ανήκουν σε μια γενιά που θα ’χει την τύχη να λέει αργότερα ήμουν κι εγώ εκεί, όχι γιατί ζουν την ανάσα και το ρίγος της συλλογικότητας που ανασταίνει την Ιστορία, όχι γιατί έδωσαν φωνή στις πλατείες -και δεν μιλάνε συχνά οι πλατείες με την γλώσσα των πολλών, αλλά ακριβώς για αυτήν την καινούργια γλώσσα που χρησιμοποιούν, μήτε ξύλινη, μήτε καρφωμένη, μήτε μελοδραματική, αλλά γεμάτη με ζωογόνο χιούμορ. Τους ζηλεύω γιατί η γλώσσα τους μαρτυρά μια γενιά χωρίς τα δικά μας συμπλέγματα, και έτσι, ίσως, τεκμηριώνουν την ελπίδα ότι δε θα επαναλάβουν τα δικά μας λάθη.
Και παράλληλα είμαι δάσκαλος και πατέρας και φοβάμαι. Τους προβοκάτορες, τους βαλτούς, τους διαστρεβλωτές των καλών προθέσεων, τους μίζερους κομπλεξικούς κακομοίρηδες, που δεν συμμετέχουν στη μέθεξη,
καθώς και τους φανατικούς ¨ανεμόμυλους¨ ίδιους με εκείνους της γενιάς μου, για τους οποίους έγραψε ο Αναγνωστάκης:
«Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας ¨δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό¨».
Και τούτη η γενιά θα κάνει λάθη. Είναι ανθρώπινο, αναπόφευκτο, κατανοητό. Ας μη κάνει μόνο τα ίδια, τα δικά μας.
Βασίλης Νόττας