Μετά το νοσταλγικό/ρομαντικό Les passantes και το σαρκαστικό/αυτοειρωνικό Trompe la mort, λέω να κλείσω (προς το παρόν) τον κύκλο των (ερασιτεχνικών) αποπειρών απόδοσης τραγουδιών του Μπρασένς στα ελληνικά, με την περίφημη Fernande
H Fernande είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ελευθερόστομα τραγούδια του Γάλλου συνθέτη – ποιητή, πολυμεταφρασμένο και πολυτραγουδισμένο. Για τις ελληνικές αποδόσεις/μεταφράσεις και τους σχετικούς προβληματισμούς σας παραπέμπω στο πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία και συγκεκριμένα εδώ από όπου και δανείστηκα (διαδικτυακή αδεία, μα ούτως ή άλλως ευχαριστώ) και τη ¨ζωντανή¨ ηχογράφηση του τραγουδιού από τον Δημήτρη Μπόγδη.
Εδώ θα ήθελα να προσθέσω μόνο μια επί μέρους παρατήρηση:
Όπως ξέρουν όσοι ασχολούνται με θέματα επικοινωνίας, η αποτελεσματικότητα (εμβέλεια, διεισδυτικότητα, πειστικότητα) των μηνυμάτων (και εκείνων από αυτά που διεκδικούν καλλιτεχνική υπόσταση), δεν εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενό τους (το οποίο είναι ως ένα σημείο σταθερό και δεδομένο στην αρχική του μορφολογική καταγραφή, αλλά αρχίζει ήδη να αλλοιώνεται με την πρώτη προσπάθεια μετάφρασης/απόδοσης που θα του τύχει), αλλά εξαρτάται και από μια σειρά άλλων (ρευστών) παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους σημαντικός είναι η ευαισθησία και ο τύπος προσληπτικότητας του εκάστοτε ακροατηρίου.
Έτσι η προσέγγιση/επέμβαση σε οποιοδήποτε μήνυμα (και οπωσδήποτε στο καλλιτεχνικό) δεν μπορεί να αποφύγει κάποιους προβληματισμούς ιστορικού/διαχρονικού χαρακτήρα.
Τα λέω αυτά γιατί θέλω να υπογραμμίσω ότι αλλιώς δρούσε, επηρέαζε, συγκινούσε η ελευθεροστομία (του Μπρασένς και πολλών άλλων καλλιτεχνών) στις δεκαετίες του 40, του 50, άντε και των αρχών του 60 και αλλιώς σήμερα.
Τότε, ο κατεστημένος καθωσπρεπισμός (αμήχανος, έκθετος, ένοχος για την απραξία και τις αντιφάσεις του, τόσο κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης, όσο και μετά), ήταν ένας πρόσφορος στόχος της απελευθερωμένης γλώσσας των (νέων συνήθως) λογοτεχνών. Και αυτή η ¨επίθεση¨ απέδιδε απελευθερωμένες ανάσες.
Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, το αντίστοιχο του τότε ¨καθωσπρεπισμού¨ αποτελείται από ένα υβριδικό κατασκεύασμα όπου αναμειγνύονται η καθεστωτική ¨πολιτική ορθότητα¨ και μια ¨εντυπωσιακή¨ (αποβλέπουσα στον εντυπωσιασμό) μιντιακή βωμολοχία, συν ολίγη από υποτιθέμενη εξοικείωση με ό,τι έχει να κάνει με την εμπορευματική εκδοχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αυτό το (μεταμοντέρνο) συνονθύλευμα δεν μπορεί να θιχτεί από τα χοντρά λόγια που στο παρελθόν λειτουργούσαν απελευθερωτικά.
Έχω την εντύπωση ότι ο σημερινός (μεταμοντέρνος και ¨πολιτικώς ορθός¨) καθωσπρεπισμός δυσανασχετεί (και βάλλεται) περισσότερο από τον διάχυτο ρομαντισμό και την ενδόμυχη ευγένεια του Μπρασένς παρά από τις (σήμερα: τζάμπα μαγκιά) τυχόν προκλητικές του λέξεις.
Εδώ παρακάτω σας έχω:
- Το κείμενο της ¨Φερνάνδας¨ στα γαλλικά
- την απόδοση που έφτιαξα προσπαθώντας κυρίως να χωράνε οι λέξεις στις νότες (χωρίς πολύ ζόρι, είπαμε)
και σε ήχο:
Τον Μπρασένς: Ανεπίσημη ηχογράφηση με παρέα
Την ηχογράφηση του Δ. Μπόγδη που πήρα από τον Σαραντάκο
Την ηχογράφηση της Κυρίας Σαρκοζί
Ακόμη μία με τον Μαξίμ λε Φορεστιέ
FERNANDE
Une mani’ de vieux garçon,
Moi. j’ai pris l’habitude
D’agrémenter ma solitude
Aux accents de cette chanson:
[Refrain]
Quand je pense à Fernande,
Je bande, je bande,
Quand j’ pense à Felici’,
Je bande aussi.
Quand je pense à Léonore,
Mon Dieu, je bande encore,
Mais quand pense à Lulu,
Là, je ne bande plus!
La bandaison, papa,
Ça n’ se commande pas.
C’est cette mâle ritournelle,
Cette antienne virile,
Qui retentit dans la guérite
De la vaillante sentinelle:
[Au refrain]
Afin de tromper son cafard,
De voir la vi’ moins terne,
Tout en veillant sur la lanterne
Chante ainsi le gardien de phar’:
[Au refrain]
Après la prière du soir,
Comme il est un peu triste,
Chante ainsi le séminariste
A genoux sur son reposoir:
[Au refrain]
A l’Étoile, où j’étais venu
Pour ranimer la flamme,
J’entendis, ému jusqu’aux larmes,
La voix du Soldat inconnu:
[Au refrain]
Et je vais mettre un point final
A ce chant salutaire,
En suggérant aux solitaires
D’en faire un hymne national:
Quand je pense à Fernande,
Je bande, je bande,
Quand j’ pense à Felici’,
Je bande aussi.
Quand je pense à Léonore,
Mon Dieu, je bande encore,
Mais quand pense à Lulu,
Là, je ne bande plus!
La bandaison, papa,
Ça n’ se commande pas.
Η Φερνάρδα (Το ανασήκωμα)
Κάθε φορά που μού ’ρχεται
βαριά μελαγχολία
τη μοναξιά μου ξεγελώ
κι αυτές τις στροφές τραγουδώ:
Σα σκέφτομαι τη Μένη
ετούτος σκληραίνει
κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή
φουσκώνει πολύ
κι αν πάει τυχόν στην Ελένη
αυτός πιο πολύ ανεβαίνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά
μου μένει μια σταλιά.
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.
Και στης σκοπιάς τη μοναξιά
απ’ το κουβούκλιο μέσα
ο φανταράκος τραγουδά
αντρίκιες στροφές φωναχτά:
Αναπολώ την Νόνη
κι ετούτος τυλώνει
κι αν σκέπτομαι την Αθηνά
σκληραίνει ξανά
κι ο νους μου αν πάει στην Υβόνη
αυτός πιο πολύ μεγαλώνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά
μου μένει μια σταλιά
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.
Κι ο φαροφύλακας, που λες,
‘κεί πάνω στο φανάρι
ρεφάρει τους παλιούς καημούς
τραγουδώντας στους ωκεανούς:
Σα σκέφτομαι τη Εύη
φουσκώνει, θεριεύει
κι ο νους μου αν πάει στη Λιλή
σκληραίνει πολύ
κι αν φτάσει ως τη Μελπομένη
αυτός πιο πολύ ανεβαίνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά
μου μένει [αδελφέ] μια σταλιά
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά
Μα κι ο υποψήφιος μοναχός
δε θα τα καταφέρει
αν του καρφώσει ο Εξ’ αποδώ
στο μυαλό το τροπάρι αυτό:
Ο νους μου σαν πάει στην Ρωξάνη
φαγούρα με πιάνει
και την Ευτέρπη αν σκεφτώ
με τέρπει κι αυτό
κι αν σκέπτομαι τον Ιορδάνη
αυτή η φαγούρα επαυξάνει
μα αν φτάσω στη Γαρουφαλλιά
η φαγούρα ξαφνικά σταματά [δεν την αισθάνομαι πια}
Η έκσταση, αδελφοί, δεν είναι εφικτή.
Ακόμη και στον Άγνωστο
σαν βρέθηκα Στρατιώτη
τον άκουσα σε μια στιγμή
να λέει με φωνή σιγανή:
Σα σκέφτομαι τη Μένη
φουσκώνει, σκληραίνει
κι η σκέψη μου αν πάει στην Νανά
τυλώνει ξανά
κι αν φτάσει τυχόν ως την Ζέτα
φουσκώνει δικέ μου αβέρτα
μα αν πάει στη Γαρουφαλιά
μου μένει μια σταλιά
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.
Και το τραγούδι μου αυτό
εδώ ολοκληρώνω
μια π’ ύμνους σκάρωσα εθνικούς
για εργένηδες μοναχικούς
Σα σκέφτομαι τη Μένη
ετούτος σκληραίνει
κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή
φουσκώνει πολύ
κι αν πάει τυχόν στην Ελένη
αυτός πιο πολύ ανεβαίνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλιά
μου μένει μια σταλιά
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.