γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Η Φωτεινή που αγάπησα, οδηγούσε τρακτέρ
Ο Χαράλαμπος Κεσμετίδης ήταν κολλητός του πατέρα μου το 1961 και αρχηγός των ΤΕΑ στο χωριό Λεπτή Ορεστιάδος.
Eίχε κρεμάσει μπόλικα κεφάλια των πολεμιστών του ΕΛΑΣ γύρω απ τη μέση του με χοντρό σκοινί το 47 και το 48 στον εμφύλιο και τώρα στην αρχή της δεκαετίας του 60 έκανε κουμάντο τα βράδια στο καφενείο του χωριού και μια φορά είχα ακούσει τον πατέρα μου να τον συμβουλεύει να μη δέρνει τη γυναίκα του στην αυλή, καλύτερα μέσα στο σπίτι για να μη βλέπουν οι γείτονες… Εκείνος-το θυμάμαι σαν τώρα-απάντησε ‘Καπετάνιο, οι γυναίκες θέλουν καμτσίκι και πιρτσίνι. Το καμτσίκι όπου νάναι, το πιρτσίνι στο κρεβάτι..’
Επειδή το είχε μαράζι που δεν έκανε γιο, είχε εκπαιδεύσει τη μοναχοκόρη του τη Φωτεινή σε όλες τις αντρικές δουλειές. Η Φωτεινή ήταν ψηλή ,ξανθιά και πανέμορφη, δεκαοχτάχρονη. Τάιζε απ το πρώι τα γουρούνια, έβαζε αποφάγια και πίτουρα στις γελάδες, τακτοποιούσε τις κότες και μετά έπαιρνε το τρακτέρ και κατέβαινε στα χωράφια για όργωμα.
Όλη η πιτσιρικαρία του χωριού είχε να λέει πως η Φωτεινή θα έπαιρνε τον πιο όμορφο άντρα του κάμπου κι ότι την είχανε ζητήσει απ τον πατέρα της ένα σωρό παλικάρια και από άλλα μεγάλα χωριά που στέλναν προξενιά κι ο πατέρας της τα γύριζε πίσω με τη φράση ‘για πάρει κάποιος τη κόρη πρέπει νάχει 3 οκάδες αρχίδια…’
Εγώ ήμουν τότε έντεκα χρόνων κι όσο κι αν έβλεπα τα αρχίδια μου -όπως κι οι συνομήλικοι μου- δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ένα παλικάρι που θα τα έχει 3 οκάδες.
Έβλεπα συχνά στον ύπνο μου τη Φωτεινή που όταν περνούσε μπροστά απ το σπίτι πάνω στο Ζετόρ τρακτέρ, με χαιρετούσε με χαμόγελο γιατί ήμουν το παιδί του Αστυνόμου, του φίλου του πατέρα της κι είχα γεννηθεί στην Αθήνα -πράγμα μοναδικό σ όλη τη περιοχή της Ορεστιάδας- κι ακόμα ήμουν ο μόνος πιτσιρικάς που μπορούσε να της στείλει ένα αέρινο φιλί με το χέρι, πράγμα που δεν ήξερε κι αν ήξερε δεν θα τολμούσε κανένας συνομήλικός μου απ το χωριό να το κάνει.
Ήταν Οκτώβρης και μια μέρα παρακάλεσα τον πατέρα μου να με αφήσει να πάω ένα απόγευμα με τη Φωτεινή στο όργωμα και να μ’ έχει πάνω στο τρακτέρ να δω πως το δουλεύει με το άροτρο.
Ο πατέρας μου αφού το σκέφτηκε κι επειδή θεωρούσε πώς να πάει ο γιός του στο όργωμα με τη Φωτεινή θα ήταν κάτι που θα βοηθούσε στο να γίνω αντράκι, μου είπε πως θα το κανονίσει και την άλλη μέρα το μεσημέρι η Φωτεινή σταμάτησε έξω απ τη αυλή μας το τρακτέρ και μου φώναξε ‘έλα Λιακούλη να πάμε στο χωράφι’. Η μητέρα μου της είπε να με προσέχει κι αυτή απάντησε χαμογελώντας ‘σιγά καλέ, στην αγκαλιά μου θα τον έχω, δεν θα πάθει τίποτα’.
Σκαρφάλωσα στο τρακτέρ και κάθισα δίπλα στο κόκκινο φτερό και την παρακολουθούσα σοβαρή-σοβαρή πως άλλαζε τις ταχύτητες και μούλεγε ‘τώρα έβαλα τρίτη αλλά στο χωράφι θα πηγαίνουμε με δεύτερη…’ και το τρακτέρ αναπηδούσε σαν πουλάρι και τα στήθη της όπως τα έβλεπα απ τα πλάγια αναπηδούσαν κι αυτά και θυμάμαι πως μέσα απ το κοντό μου παντελόνι αναπηδούσε και το πουλί μου απ τη τόση ευτυχία γιατί ήταν κάτι μαγικό αυτή η χωριατοπούλα η μοναδική γυναίκα που οδηγούσε τρακτέρ σ’ όλα τα χωριά τριγύρω.
Όταν φτάσαμε στο χωράφι για το όργωμα έριξε κάτω το μηχανικό άροτρο μ’ ένα μοχλό πού είχε δίπλα στο τιμόνι και μου είπε ‘τώρα ξεκινάμε σιγά-σιγά με πρώτη Λιακούλη, να έτσι μπαίνει η πρώτη και φτιάχνουμε τη πρώτη αυλακιά μέχρι τις λεύκες στην άκρη’ κι εγώ έλεγα ‘ναι, ναι το κατάλαβα…’ και κοιτούσα πλάγια τα μάτια της, τα πανέμορφα μαύρα μάτια της που κοιτούσαν με προσοχή την ευθεία προς τις λεύκες, έβλεπα το λεπτό ξανθό χνούδι κάτω απ τα πανέμορφο αυτάκι της που το στόλιζε ένα χρυσαφί σκουλαρίκι, τα χέρια της που κρατούσαν με δύναμη το μαύρο τιμόνι και τα πόδια της που ακουμπούσαν με βεβαιότητα πάνω στο αμπραγιάζ και το φρένο κι ένιωθα πως πετούσα πάνω σ ένα κόκκινο πουλί κι η Φωτεινή, μου έμοιαζε πως ήταν η Αρχόντισσα όλου του κάμπου σαν κάτι νεαρές κυρίες του σινεμά που έχουν πύργους κι υπηρέτες.
Όταν φτάσαμε στις λεύκες και πήρε τη στροφή για να ξεκινήσει τη δεύτερη αυλακιά γύρισε ξαφνικά και μου είπε ‘έλα πάνω στα πόδια μου Λιακούλη και θα σε μάθω να οδηγήσεις εσύ το τρακτέρ κι εγώ το θυμάμαι τώρα – μετά 55 χρόνια-κάθησα στα πόδια της, έβαλα τα χέρια μου διστακτικά πάνω στο μαύρο τιμόνι αυτή τα σκέπασε με τα δικά της, μου είπε κοίτα ευθεία και σταθερά μπροστά και μη φοβάσαι εγώ είμαι δω…’ κι η πλάτη μου ακουμπούσα στα μυτερά της στήθη, άκουγα την ανάσα της στ’ αυτιά μου, είχα ιδρώσει και κοιτούσα μπροστά στο χωράφι που όργωνα δίπλα στη πρώτη αυλακιά, νόμιζα ότι ήμουν ο άντρας που είχε διαλέξει, νόμιζα πως μάλλον θα είχα ψηλώσει πάνω από 20 πόντους και το πιο υπέροχο ήταν πως ένιωσα ξαφνικά να φεύγει ένα υγρό απ τα βάθη του μέσα μου και να πετιέται έξω απ το πουλί μου, κάτι σαν να πετάς φωτοβολίδα που είχα δει στο λιμάνι του Πειραιά πρωτοχρονιά, κάτι σαν αυτά που άκουγα να λέει ο πατέρας μου ‘θα σου γαμήσω τη μάνα’ στη μάνα μου συχνά όταν θύμωνε, κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω παρά μόνο πως ήταν θαύμα που καταλάβαινα όμως πως ήταν το θαύμα των θαυμάτων… και μετά αφού έστριψε η Φωτεινή πιάνοντας πάντα σταθερά στα χέρια της τα χέρια μου, οργώσαμε μαζί γύρω στις τριάντα γραμμές κι εγώ είχα σοβαρευτεί πλέον σαν να οδηγούσα καράβι τεράστιο, μέχρι που η Φωτεινή να μου πει ‘ωραία τα πήγες πουλάκι μου, τώρα θα γυρίσουμε πίσω… ’ και γυρίσαμε και τότε είδα το παντελόνι μου πούχε ένα λεκέ, λες και μου έφυγε κάτουρο, κι έβαλα με τρόπο το χέρι μου να τον σκεπάσω μη τον δει η Φωτεινή και μόλις έφτασα σπίτι, της φώναξα ‘ευχαριστώ’ κι έφυγα σφαίρα στο μπάνιο κι έβγαλα το παντελόνι μου, κι έβγαλα το μπλε βρακί μου και είδα πως ο λεκές κάτασπρος κόλλαγε κι άρχισα να του ρίχνω νερό, τα είχα χάσει εντελώς και τότε άκουσα θόρυβο και μπήκε η μητέρα μου μέσα, με είδε τσίτσιδο απ’ τη μέση και κάτω με τα βρακιά στο χέρι και μένα κατακκόκινο, πήρα στα χέρια της τα βρακιά, τα κοίταξε προσεχτικά και μου άστραψε μια καρπαζιά, λέγοντάς μου ‘σαν δεν ντρέπεσαι σκατό- πράγμα να κάνεις τέτοια πράγματα από τώρα βρωμιάρη’ αλλά εγώ σκέφτηκα πως όλα αυτά τα έκανε η Φωτεινή το πιο ωραίο πλάσμα του κόσμου που έφτιαξε τη πανέμορφη πρώτη μου ρεύση επάνω στο τρακτέρ με τα μυτερά σφιχτά της στήθη πάνω στη πλάτη μου και δεν με ένοιαξαν καθόλου οι απειλές της μάνας μου.. ’θα δεις τι θα πάθεις όταν έρθει ο πατέρας σου το βράδυ..’
(Κάτι επίσης βουκολικό -και Μπρασενικό- εδώ)