Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Αύγουστος 2015

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Β΄ κεφ. όγδοο. Σύσκεψη

Posted by vnottas στο 28 Αυγούστου, 2015

1238.w.600

Μέρος Β΄ κεφάλαιο όγδοο

Όπου οι επικεφαλής της ελληνικής διοίκησης συσκέπτονται

 

Τα Σούσα είναι μια μάλλον επίπεδη πόλη. Τα τείχη που την περικλείουν είναι χαμηλά, φτιαγμένα από τούβλα και κάπως παραμελημένα∙ είναι κατά κάποιο τρόπο ορατό πως δεν έχουν υποστεί επίθεση εδώ και καιρό. Τα σπίτια, μικρά τα περισσότερα,  είναι   κατασκευασμένα από πλίνθους ξεραμένους στον ήλιο και, κολλημένα το ένα στο άλλο, σχηματίζουν εσωτερικές αυλές αόρατες από το δρόμο. Αντίθετα η ακρόπολη της ¨πόλης των κρίνων¨, ταυτόχρονα φρούριο, ανάκτορα και ναός, έχει κτιστεί πάνω σε έναν τεχνητό λόφο που υψώνεται επιβλητικά πάνω από τον αστικό ιστό και αποτελεί σημείο αναφοράς και προσανατολισμού. Προς την οχυρωμένη ακρόπολη κατευθύνεται τώρα ο Οινοκράτης περπατώντας βιαστικά κάτω από τον ήλιο του απομεσήμερου.

Φτάνοντας στην πύλη του ανακτορικού συγκροτήματος, χαιρετά  κάποιους φρουρούς, γνωστούς του, οι οποίοι ανήκαν στο άγημα που συνόδευσε το καραβάνι με τους θησαυρούς από την Περσέπολη. Εκείνοι τον αναγνωρίζουν και του επιτρέπουν τη διέλευση χωρίς  πολλές διατυπώσεις. Πάντως, ο παρατηρητικός Οινοκράτης, κοιτάζει ανήσυχος γύρω του γιατί αντιλαμβάνεται ότι στην πύλη επικρατεί αναστάτωση κι ότι υπάρχει μια ασυνήθιστη κινητοποίηση.

Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές θα έμενε ευχαρίστως για λίγο κοντά στους φρουρούς για να μάθει τι τρέχει, αλλά και για να πιάσει μαζί τους ένα γενικότερο κουβεντολόι. Όμως βιάζεται, και γι αυτό παίρνει αμέσως τον ανηφορικό περιστροφικό δρόμο προς την πίσω πλευρά των ανακτόρων και μετά, προς μια από τις εσωτερικές αυλές. Ξέρει ότι εκεί θα βρει τον Εύελπι είτε στον χώρο που του έχει παραχωρηθεί στα δώματα της εσωτερικής φρουράς, είτε στο θησαυροφυλάκιο.

Στην αυλή όμως η αναστάτωση είναι ακόμη πιο έντονη. Οι στρατιώτες περιφέρονται νευρικοί, υπάρχουν μερικοί έφιπποι που κάτι περιμένουν, ενώ ορισμένοι αξιωματικοί από διαφορετικές υπηρεσίες της φρουράς είναι μαζεμένοι σε ¨πηγαδάκι¨ και συζητούν χαμηλόφωνα, αλλά με  ένταση∙ υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που κοντοστέκονται παρατηρώντας και κουβεντιάζοντας, οι οποίοι κανονικά δε θα ’πρεπε να είναι εκεί. Ο Οινοκράτης διακρίνει ανάμεσά τους τον Νικία, τον έλληνα λόγιο-μεταφραστή που ανήκει στην ομάδα των γραμματικών  και κατευθύνεται προς αυτόν. Εκείνος τον αναγνωρίζει.

«Τι έγινε Οινοκράτη; Ο κύριός σου σε φώναξε επειγόντως; Τον είδες;  Πώς είναι ο Καλλισθένης;»

«Όχι», απαντά ειλικρινής ο Οινοκράτης. «Μόλις έφτασα και τον κύριό μου δεν τον είδα ακόμη. Μήπως ευγενικέ κύριε Νικία ξέρεις που ακριβώς είναι;»

«Σίγουρα δεν είναι στα Θησαυροφυλάκια. Όπως βλέπεις έχουν και τα δύο προσωρινά σφραγιστεί. Πρέπει να είναι στα δώματα της φρουράς. Αλλά το πιθανότερο είναι να βρίσκεται σε σύσκεψη με τον επικεφαλής διοικητή, τον εταίρο Μάζαρο και, εάν αυτοί οι έφιπποι που περιμένουν εκεί στην άκρη είναι -όπως νομίζω- οι ακόλουθοι του στρατηγού Αρχέλαου, πρέπει να είναι κι αυτός εκεί.

Αν δε σε έχει καλέσει ο ίδιος ο Εύελπις σε συμβουλεύω να περιμένεις μέχρι να τελειώσουν».

«Μα, αν μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω ευγενικέ Νικία, τι συνέβη εδώ;»

«Α, δεν ξέρεις τίποτα; Θα σου πω. Βλέπεις εκεί κάτω τους στρατιώτες που φρουρούν δύο μπόγους; Πρόκειται για ό ,τι απέμεινε από τους δύο τύπους που προσπάθησαν το πρωί να δολοφονήσουν τον Καλλισθένη».

f90cba0c57d59299e95a3c36838febba

Όπως σωστά ανέφερε ο λόγιος Νικίας, όχι πολλά βήματα μακριά από τα θησαυροφυλάκια, στο εσωτερικό της βόρειας, πίσω πλευράς του ανακτορικού συγκροτήματος και συγκεκριμένα στην αίθουσα όπου έχει εγκατασταθεί το αρχηγείο της φρουράς, ο φρούραρχος Μάζαρος, ο υπεύθυνος για την πόλη των Σούσων στρατηγός Αρχέλαος και ο Εύελπις, συσκέπτονται καθισμένοι γύρω από ένα κυκλικό τραπέζι. Ο τελευταίος παίρνει μέρος ως προσωρινός αντικαταστάτης του τραυματισμένου Καλλισθένη, αλλά και ως συμμέτοχος και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Ο Εύελπις έχει αυτή την στιγμή το λόγο.

«…Αυτά που σας είπα ως εδώ, αποτελούν μια λεπτομερή περιγραφή των όσων συνέβησαν σήμερα, όπως ακριβώς διεξήχθησαν. Όπως σας είπα, ήμουν μαζί με τον Καλλισθένη από το πρωί».  

«Ευτυχώς!», παρατηρεί ο Αρχέλαος.

Ο ¨πολιούχος¨ είναι ένας εγκάρδιος τύπος με γκρίζα μαλλιά και γένια που κοντεύει τα πενήντα και ανήκει στη γενιά των στρατιωτών του Φιλίππου. Λέγεται πως είναι πιο καλός στο να διοικεί πολίτες παρά στρατιώτες και γι αυτό ο Αλέξανδρος τον άφησε στη διοίκηση της πόλης των Σούσων. Φοράει έναν γαλαζωπό χιτώνα χωρίς τα διακριτικά του στρατηγού.

«Εντάξει», συνεχίζει, «πες μας τώρα ποια είναι η άποψη σου για όλα αυτά;»

«Κατά τη γνώμη μου», απαντά ο Εύελπις, «ορισμένες πρώτες, απλές παρατηρήσεις μπορούμε ήδη να τις κάνουμε:

images (8)

Πρώτον. Ο προφανής στόχος των δύο εισβολέων ήταν ο Καλλισθένης, ο οποίος συνήθως αυτήν την πρωινή ώρα επιθεωρεί τις εργασίες στο παλιό θησαυροφυλάκιο, περιφερόμενος χωρίς συνοδεία από τη μια αίθουσα στην άλλη. Την δική μου παρουσία σίγουρα την αγνοούσαν. Πράγματι, βρισκόμουν εκεί επειδή ο Καλλισθένης με προσκάλεσε την τελευταία στιγμή, για να μου δείξει νέους τρόπους καταγραφής και ορισμένα αντικείμενα.

Πάντως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να προσπάθησαν να μπουν στην ¨αίθουσα των Ελλήνων¨ νομίζοντας ότι είναι άδεια από προσωπικό και αγνοώντας ότι θα έπεφταν απάνω μας. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να δούμε τι μπορεί να υπάρχει εκεί που θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους δύο εισβολείς.

Δεύτερον. Ο τρόπος με τον οποίο μπήκαν στον φρουρούμενο χώρο είναι κάτι που πρέπει να διερευνήσουμε άμεσα, αν και…»

«Διέταξα ήδη την ανάκριση των φρουρών της εισόδου του Θησαυροφυλακίου και εκείνων της Πύλης των Ανακτόρων», τον διακόπτει ο Μάζαρος.

Ο-ισχυρότεροσ-ήρωας-των-Αχαιών-Ἀχιλλεὺς-οἶος-ἐπὶ-Τρώεσσι-μαχεῖται-22

Ο φρούραρχος Μάζαρος, ένας από τους συνομήλικους του Αλέξανδρου εταίρους, είναι ένας κλασικός γεροδεμένος στρατιωτικός με τετράγωνο σαγόνι και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά. Φοράει την ελαφριά πανοπλία του διοικητή (δερμάτινο θώρακα και κοντό σπαθί) και είναι ο πιο φανερά ανήσυχος από τους τρεις. Ξέρει ότι η  απόπειρα αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη κακής φρούρησης του πιο ευαίσθητου σημείου των ανακτόρων, όπως ξέρει επίσης ότι η ασφάλεια των θησαυρών είναι πιο σημαντική ακόμη και από την προστασία της αρτιμέλειας των βασιλικών ομήρων-φιλοξενούμενων.  

«Η ανάκριση που ήδη διέταξες Μάζαρε είναι απαραίτητη», συγκατανεύει ο Εύελπις, «αν και φοβάμαι ότι δε θα αποδώσει. Ακόμη και αν οι εισβολείς δωροδόκησαν ή παραπλάνησαν τους φρουρούς και διείσδυσαν στο εσωτερικό μεταμφιεσμένοι σε καταγραφείς, το βρίσκω λίγο δύσκολο να άλλαξαν ενδυμασία, να μαυροφορέθηκαν  και να εξοπλίστηκαν με μάχαιρες μέσα στο Θησαυροφυλάκιο.  Πάντως ακόμη κι αυτό δεν αποκλείεται, γιατί την παλιά πτέρυγα δεν την έχουμε πλήρως αποτυπώσει και ενδέχεται να υπάρχουν μυστικοί χώροι που αγνοούμε, για να μη πω ότι είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμη και μυστικά περάσματα που να την ενώνουν με το παλάτι».

«Θα αναθέσω αμέσως λεπτομερή έρευνα όλων των χώρων και των δύο πτερύγων», λέει ο Μάζαρος και κάνει να ανασηκωθεί.

«Μιλάμε για το θησαυροφυλάκιο», τον συγκρατεί με μια κίνηση του χεριού του ο Αρχέλαος. «Πρέπει να αναθέσεις την έρευνα σε απολύτως έμπιστα πρόσωπα που θα διαλέξεις προσεκτικά».

Ο Εύελπις ανακεφαλαιώνει: «Ψάχνουμε για χώρους που χρησιμοποιήθηκαν ως ορμητήριο από τους εισβολείς, σε περίπτωση που αυτοί διείσδυσαν απ’ έξω και ψάχνουμε επίσης για τυχόν μυστικά περάσματα που να οδηγούν ως εδώ από άλλα σημεία των ανακτόρων. Αυτά, εάν υπάρχουν, θα είναι σίγουρα παραλλαγμένα και θα είναι δύσκολο να τα βρούμε, αλλά σίγουρα πρέπει να προσπαθήσουμε. Εάν κρίνετε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι χρήσιμο, μπορώ να σας δώσω και έναν έμπειρο τέκτονα μηχανικό που να βοηθήσει στην έρευνα».

«Σύμφωνοι», αποδέχεται ο Μάζαρος.

Ο Αρχέλαος απευθύνεται στον Εύελπι: «Άλλο;»

«Ναι, ψάχνουμε την ταυτότητα των δολοφόνων. Ο γιατρός ο Φίλιππος, ο πιο αρμόδιος σ’ αυτά τα θέματα απ’ όσους διαθέτουμε, εξέτασε ήδη τα σώματα των νεκρών, αλλά δεν κατέληξε με σιγουριά σε ποια φυλή ανήκουν. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα. Σκούρα σπαστή κόμη με λευκό δέρμα βρίσκεις τόσο ανάμεσα στους Πέρσες όσο και ανάμεσα στους Έλληνες. Η ενδυμασία και τα όπλα που χρησιμοποίησαν είναι σίγουρα τοπικής κατασκευής, αλλά δεν είναι δύσκολο να προμηθευτεί κανείς τέτοια».

«Κατά τη διάρκεια της επίθεσης δεν άρθρωσαν λέξη;» ρωτάει ο Μάζαρος.

«Πέρα από κάποιες άναρθρες κραυγές και βογγητά, όχι».

«Μια στιγμή… Γιατί πρέπει να είναι Έλληνες; Υποπτεύεσαι συνωμοσία; » αντιδρά ο Αρχέλαος.

«Απλά δε νομίζω ότι, με τα λίγα που γνωρίζουμε αυτή την στιγμή, είμαστε σε θέση να αποκλείσουμε οτιδήποτε».

«Ίσως θα πρέπει να δείξουμε τα πρόσωπά τους, των λείψανων εννοώ, στους στρατιώτες της φρουράς πριν αλλοιωθούν. Να μάθουμε αν κάποιος τους γνωρίζει», λέει ο Μάζαρος.

«Όχι», διαφωνεί ο Αρχέλαος, «αν το κάνουμε, θα δημιουργηθεί η  εντύπωση ότι οι ένοχοι μπορεί να είναι έλληνες, το θέμα θα μεγαλοποιηθεί ακόμη περισσότερο και θα αρχίσουν να κυκλοφορούν διαβρωτικές φήμες  για έριδες και συνωμοσίες μέσα στο στράτευμα. Δε νομίζω ότι συμφέρει κάτι τέτοιο, τι λες Εύελπι;»

Ο Εύελπις κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Όμως τον απασχολεί κάτι άλλο.

images (11)

«Επειδή, πράγματι, το πιθανότερο είναι να έχουμε να κάνουμε με Πέρσες που αισθάνονται  προσβεβλημένοι και οργισμένοι γιατί οικειοποιηθήκαμε, όχι μόνο τους θησαυρούς της αυτοκρατορίας τους, αλλά ίσως και -όπως σωστά λέει ο Καλλισθένης- κάποια αντικείμενα που αποτελούν γι αυτούς ανεκτίμητα, ιερά σύμβολα, και επειδή αυτοί οι Πέρσες στην απεγνωσμένη εισβολή τους στο θησαυροφυλάκιο δε μπορεί παρά να είχαν βοήθεια και συμπαράσταση από τους συμπατριώτες τους που εξακολουθούν να διαμένουν στα ανάκτορα, νομίζω ότι πρέπει να ανακρίνουμε τους σημαντικότερους από τους ένοικους του βασιλικού Μεγάρου».

Οι δύο συνομιλητές του Εύελπι σιωπούν για λίγο.

«Ξέρεις ποιες είναι οι εντολές», λέει ο Μάζαρος. «Πλήρης σεβασμός, διακριτική περιφρούρηση, αλλά και συνεχής προστασία της ασφάλειάς τους».

«Για το εάν θα γίνουν οι ανακρίσεις, που κι εγώ θεωρώ απαραίτητες και, κυρίως, για το πώς θα γίνουν αυτές», παρατηρεί ο Αρχέλαος, «αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο Καλλισθένης. Αυτός έχει αναλάβει την εποπτεία της οικογένειας του Δαρείου.  Θα ήθελα την άποψή του. Τι είπε ο Φίλιππος; Πότε θα είναι σε θέση να μας μιλήσει;»

«Ο Φίλιππος του έχει δώσει μια ισχυρή παυσίπονη ουσία. Φοβάμαι ότι για αρκετές ώρες δε θα συνέλθει. Το πιθανότερο είναι ότι δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε μαζί του πριν από αύριο».

«Εάν ο Καλλισθένης συμφωνήσει, αισθάνεσαι σε θέση να αναλάβεις αυτές τις ανακρίσεις;», επιμένει ο Αρχέλαος.

«Θα προσπαθήσω».

«Εντάξει. Και με τον Αβουλίτη, που τον έχουμε αφήσει να παίζει το ρόλο του σατράπη τι θα κάνουμε; Νομίζετε ότι πρέπει να τον ενημερώσουμε για τα συμβάντα ή να τον ανακρίνουμε κι αυτόν, όσο, τέλος πάντων, διακριτικά χρειάζεται;»

***

Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα ακόμη. Η μέρα τελειώνει, όταν ο Εύελπις ξαναβγαίνει στην εσωτερική αυλή και κατευθύνεται προς το παρακείμενο διαμέρισμα του  προϊσταμένου του, όπου έχει μεταφερθεί ο τραυματίας Καλλισθένης. Η ατμόσφαιρα έξω έχει πάρει μια κοκκινωπή απόχρωση, αλλά η ορατότητα είναι ακόμη καλή.

Στην αυλή ο κόσμος έχει πια αισθητά αραιώσει. Οι περισσότεροι από τους ταξινομητές και τους εκτιμητές έχουν φύγει. Ο Αρχέλαος αποχωρεί τώρα έφιππος, συνοδευόμενος από την ένοπλη συνοδεία του. Ο Μάζαρος, που έχει επίσης βγει έξω, δίνει συμπληρωματικές οδηγίες στους επικεφαλής της φρουράς των θησαυροφυλακίων. Εκείνο που δεν υπήρχε νωρίτερα, αλλά τώρα κυριαρχεί στο κέντρο της αυλής είναι μια μεταφορική αρμάμαξα με δύο άλογα, δίπλα στην οποία μία γυναίκα και δύο άντρες κουβεντιάζουν, παρατηρώντας ταυτόχρονα την έξοδο από τα δώματα της φρουράς. Ένας από τους άνδρες, μόλις βλέπει τον Εύελπι τρέχει προς το μέρος του, ενώ, πιο συνεσταλμένα, πλησιάζει και το ζευγάρι.

Ο Εύελπις αναγνωρίζει πρώτα τον Οινοκράτη και αμέσως μετά και τους άλλους δύο. Πρόκειται για τον Ευρυμέδοντα, έναν ευσυνείδητο Θεσσαλό, συνεργάτη της ομάδας του Καλλισθένη και -μα τι στην ευχή μπορεί να κάνει εδωπέρα;- για μια από τις μικρές ακολούθους της Θαΐδας.   

images (1)

(συνεχίζεται…)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης

Posted by vnottas στο 22 Αυγούστου, 2015

Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Όπου η αιρετική αυτοσχέδια χαχόμα επιδρά κάπως διαφορετικά από τη γνήσια.


3C91DAAFDECEB72731FD21EE1DC07A7B

Το ¨Οινοποτείον μετά Τραγημάτων[1] ¨Η Ωραία Πατρίς¨ βρίσκεται κοντά στα τείχη, στη βορειοδυτική άκρη της πόλης των Σούσων. Συγκεκριμένα η πρόσοψή του βλέπει σε μια μικρή πλατεία με κρήνη και περιστέρια, ακριβώς απέναντι από την Πύλη που οδηγεί προς τη Βαβυλώνα.

Ένας καπάτσος Κορίνθιος, αφού κατάφερε να πάρει τη σχετική άδεια στο άψε σβήσε, έχει μετατρέψει ένα εγκαταλειμμένο οίκημα (παλιότερα τμήμα του χώρου προσωρινής αποθήκευσης των εμπορευμάτων που μπαινοβγαίνουν στην πόλη) σε ένα κοινωφελές (αλλά κυρίως επωφελές για τον ίδιο) μη κυβερνητικό ίδρυμα, αφιερωμένο στον Διόνυσο τον Μετανάστη, τους πιστούς και τους συμπαθούντες του.

Απ’ ότι θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από την περιποιημένη είσοδο και τις έγχρωμες ζωγραφιές που την κοσμούν, το ¨Οινοποτείον¨ τα πάει εξαιρετικά καλά. Οι γαστρονομικές του δραστηριότητες έχουν απ’ ό, τι φαίνεται επεκταθεί και οι αλλεπάλληλες πρόσθετες επιγραφές κάτω από την επωνυμία του καταστήματος, δίνουν στους υποψήφιους πελάτες χρήσιμες συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως:

¨Οίνοι ημέτεροι άρτι αφιχθέντες εξ Ελλάδος¨,

¨Και τοπικούς οίνους, επιλεγμένους έχομεν¨,

¨Διαθέτομεν πρωϊνόν Ακρατισμόν[2], μεσημβρινόν Άριστον[3] και εσπερινόν Δείπνον¨,

¨Γέυσεις ελληνικαί παραδοσιακαί¨,

¨Ποικιλία αρτυμάτων[4]¨,

¨Πεπλατισμένοι άρτοι μετά βραχέων οβελιδίων οπτού κρέατος δια τους ταξιδιώτας¨,

¨Μέλας ζωμός κατόπιν παραγγελίας¨,

¨Εις το βάθος εσωτερική αυλή θερινής χρήσεως μετά σκιάστρου¨.

¨Τιμαί ασυναγώνισται¨,

Σε μια γωνιά της πρόσοψης, έχει προστεθεί μία ακόμη επεξήγηση, αυτήν τη φορά σε σφηνοειδή γραφή, η οποία κρίθηκε απαραίτητη για να αποφεύγονται εγκαίρως τυχόν παρεξηγήσεις. Έλεγε πάνω κάτω τα ακόλουθα:

¨Πολυπολιτισμική πολιτική: Ευπρόσδεκτοι Πέρσες και λοιποί γηγενείς.

Απελεύθεροι: Δεκτοί εάν φέρουν τα κατάλληλα διακριτικά.

Δούλοι: Δεκτοί μόνον εάν συνοδεύονται¨.

9033

Περιττό να πούμε ότι οι άνδρες της ελληνικής φρουράς που υπηρετούν στην Πύλη προς την Βαβυλώνα, είναι ενθουσιασμένοι από το μαγαζί που λειτουργεί τόσο κοντά στις εγκαταστάσεις τους, και δεν παραλείπουν να το επισκέπτονται όσο συχνά τους επιτρέπει η άσκηση των λοιπών τους καθηκόντων.

Πολλοί είναι και οι ευκαιριακοί θαμώνες, δηλαδή οι ταξιδιώτες που προέρχονται από την Βαβυλώνα και άλλες πόλεις του Βορρά, οι οποίοι σταματούν εδώ για να ξαποστάσουν από την κούραση της διαδρομής και να μαζέψουν χρήσιμες πληροφορίες πριν μπουν στο εσωτερικό της πόλης.

Έτσι, όταν ο Οινοκράτης και ο στρογγυλός του συνεργάτης ο Χοντρόης φτάνουν στο ¨Οινοποτείον¨ γύρω στην ώρα του μεσημεριού, οι πάγκοι και τα υπόλοιπα καθίσματα της αίθουσας είναι ήδη γεμάτα πελάτες και με δυσκολία καταφέρνουν να βρουν δυο σκαμνιά και ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι.

fishplate1

Εκείνο το πρωί οι δύο υπηρέτες είχαν αποφασίσει ότι σήμερα, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν με ασφάλεια τις δυνατότητες του προϊόντος των πειραμάτων τους, θα υποδύονταν τους εξής ρόλους: Ο Οινοκράτης θα ήταν έμπορος προερχόμενος από την Μεγάλη Ελλάδα και ο Χοντρόης θα ήταν ο ντόπιος δούλος-διερμηνέας του. Με αυτές τις ιδιότητες θα επισκέπτονταν αυτόν τον δημοφιλή νέο ιδιωτικό ¨ναό του Διονύσου¨ που είχε ανοίξει στα βόρεια τείχη, όχι πολύ μακριά από το σπίτι.

Έβαλαν λοιπόν στους σάκους τους από ένα καλοταπωμένο γυάλινο φιαλίδιο έκαστος, (γεμάτο με την αιρετική Χαχόμα, που είχε πλέον κατακαθίσει και είχε πάρει μια διαυγή χρυσαφιά απόχρωση),  έβαλαν στα κεφάλια τους ο μεν Οινοκράτης έναν πλατύγυρο πέτασο κατεβασμένο ως τα φρύδια ο δε Χοντρόης ένα φρυγικό σκούφο και ξεκίνησαν σε αναζήτηση του κατάλληλου πότη/δοκιμαστή.

ancient_food_1.aspx

Στο εσωτερικό του οινοποτείου αιωρούνται βαριές μυρουδιές με αποτέλεσμα ο Χοντρόης να στραβομουτσουνιάσει, σε αντίθεση με τον Οινοκράτη που τις βρίσκει απολύτως του γούστου του και χαμογελάει κατευχαριστημένος. Μετά απλώνει το χέρι του και συλλαμβάνει μια διερχόμενη μελαχρινή σερβιτόρα.

«Ρεβίθια με ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι, ελιές και δύο σκύφους άωτους[5] λευκό κρασάκι από τα νησιά. Γάρο[6] έχετε;»

«Οινόγαρο και ελαιόγαρο. Αλλά τα ψαράκια έχουν έρθει αλατισμένα από κάτω, από τον κόλπο των Περσών».

«Σίγουρα δεν είναι ποταμίσια;»

«Όχι, θαλασσινά».

«Τότε μία και μία. Καν’να πιτσουνάκι έχει;»

«Της πλατείας», η σερβιτόρα του δείχνει προς τη μικρή πλατεία έξω απ’ το κατάστημα, όπου φτεροκοπάει μια παρέα από συγγενείς του εδέσματος, «αλλά», συμπληρώνει, «μαγειρεμένα με παλιά Συβαρίτικη συνταγή».

«Περίφημα», ενθουσιάζεται ο Σικελός. «Βάλε κι απ’ αυτά∙ από δύο σε κάθε δίσκο».

image041

«Τρώγε Ευτραφή γιατί θα χάσεις το ¨εύσχημον¨, που στην περίπτωσή σου είναι το ¨σφαιρικόν¨ με αποφύσεις. Σήμερα κερνάω εγώ.

Κι αν ακόμα την έχουμε πατήσει με την Χαχόμα σου, να μας μείνει τουλάχιστον ένα καλό φαγοπότι εκτός υπηρεσίας».

Ο Χοντρόης περιφέρει το βλέμμα του στο θορυβώδες και ελαφρώς ομιχλώδες περιβάλλον.

«Άπαντα ταύτα άδειαν φέροντα εισί», αποφαίνεται συγκαταβατικά.

«Τι είπες;»

«Ένδειαν φέροντα;» τροποποιεί, όχι πολύ σίγουρος, ο Ασιάτης.

«Θα με τρελάνεις Χοντρόη. Σιγά μη φέρουν και μεταδοτικά νοσήματα. Εν-δι-α-φε-ρο-ντα  θέλεις να πεις, υποθέτω!»

«Ακριβώς! Οίτινα λέγεις ουκ διαφέροντα των υποθέτων λέγω και εγώ!», αποδέχεται ο ελληνομαθής Χοντρόης, που, όπου μπορεί, βάζει ολίγη από τελικόν νι.

«Καλά άσε», εγκαταλείπει ο Οινοκράτης.

dionisos

Οι δύο συνεργάτες (είναι κάπως πρόωρο να μιλήσουμε για φιλία, αλλά το μέλλον άδηλον), έχουν εκκαθαρίσει  πλέον το μεσημεριανό τους Άριστον, έχουν πιεί το περιεχόμενο των σκύφων τους (έτσι ώστε το ηθικό τους να πάρει την ανιούσα) και, ανταλλάσσοντας το κατάλληλο βλέμμα (πράγμα που στην περίπτωσή τους είναι μια μορφή επικοινωνίας αποτελεσματικότερη από τις άλλες), αποφασίζουν να προχωρήσουν στην (προσχεδιασμένη) δράση.

Μετά από αυτή την εξουθενωτική, όσο και κατατοπιστική πρόταση, δε μένει παρά να πούμε ότι τα δύο φιαλίδια με την απαστράπτουσα αιρετική χαχόμα έχουν ανασυρθεί από τους σάκους και έχουν τοποθετηθεί τώρα πάνω στο μικρό τραπέζι, ο δε Οινοκράτης ξεροβήχει, παίρνει βαθειά ανάσα και ετοιμάζεται να προκαλέσει το ενδιαφέρον των θαμώνων μιλώντας φωναχτά πάνω από τη γενική βαβούρα.

Τον εμποδίζει όμως η έλευση νέων πελατών που, ανασηκώνοντας το υφαντό παραπέτασμα της εισόδου, εισέρχονται τη στιγμή αυτή στο οινοποτείο. Είναι τρεις Έλληνες με ταξιδιωτική περιβολή, πιθανώς Μακεδόνες αν κρίνει κανείς από τις τεράστιες ¨καυσίες¨[7]που αφαιρούν από τα κεφάλια τους μπαίνοντας. Ο ένας είναι ογκώδης και προηγείται ανοίγοντας αυταρχικά δρόμο ανάμεσα στους πάγκους και τα τραπέζια, ο δεύτερος είναι νεότερος, ξανθωπός και κουτσαίνει ελαφρά παρά την ενισχυμένη σόλα στο αριστερό του σανδάλι και ο τρίτος, ένας κοντοκουρεμένος με μεγάλα αυτιά, τους ακολουθεί διερευνώντας ταυτόχρονα με το ανήσυχο βλέμμα του δεξιά κι αριστερά.

Ένας παχουλός αεικίνητος τύπος εμφανίζεται από την πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα και απευθύνεται προς τους τρεις νεοφερμένους με ελαφρώς πελοποννησιακή προφορά.

«Από ’δω ευγενῐκοί μου πελάτες. Καλῐώς ήλθατε. Μικρέ, φέρε τρεις καρέκλῐες για τους κυρίους».

Οι τρεις βολεύονται σ’ ένα πρόσθετο τραπέζι, εκεί δίπλα, και παραγγέλνουν, ενώ στο μαγαζί επανέρχεται η συνηθισμένη βοή.

Ο Οινοκράτης ξεροβήχει, κορδώνεται ελαφρά για να αυξήσει την εμβέλεια της φωνής του και… ξαναμαζεύεται γιατί διαπιστώνει ότι η προσοχή του κοινού έχει τώρα προσελκυστεί από τρεις νεαρές, μια αυλητρίδα, μια κιθαρωδό και μια αοιδό, που περιβεβλημένες με κοντούς πτυχωτούς χιτώνες εμφανίζονται ως δια μαγείας σε μια μικρή εξέδρα στο βάθος της αίθουσας και αρχίζουν να εκτελούν τις τελευταίες αθηναϊκές μουσικές επιτυχίες.

minoan-ladies-in-blue-fresco-ca-1525-1450-bc

‘Όμως, ύστερα από λίγο, οι θαμώνες επιστρέφουν στις συζητήσεις τους και ο χαοτικός θόρυβος επιστρέφει στο σύνηθες μέσο επίπεδο, συν κάποιες αποχρώσεις από το μη περσικό μουσικό χαλί της τριάδας.

Αυτή τη φορά, η φωνή του Οινοκράτη ακούγεται δυνατή και μάλλον αγανακτισμένη πάνω από τη γενική βαβούρα.

«Μα όχι σου λέω, όχι. Αν αληθεύουν αυτά που μου λες είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να διαθέτεις όρχεις τετράγωνους και στόμαχο σιδηρούν για να το δοκιμάσεις!»

«Εν τούτοις λέγω υμίν ότι τούτο αποτελεί προϊόν διασταυρώσεως. Ούτω διαβεβαιούσασι ημάς οι παπαράξαντες γεωργοί», απαντά επίσης φωναχτά ο Ασιάτης. «Άμπελος εξ Ελλάδος υποποβληθείσα εις εμβόλιμον εμβολιασμόν γηγενούς φυτού!»

«Να τα λες όλα. Όχι απλώς ¨φυτού¨. ¨Μυστηριώδους φυτού¨, πες καλύτερα. Και δε ξέρουμε καν εάν είναι ντόπιο. Φημολογείται ότι προέρχεται από την μυστηριώδη Ινδία!»

Ο Οινοκράτης καθώς ξεφωνίζει τα παραπάνω, ρίχνει μια κλεφτή περιστροφική ματιά ολόγυρα και διαπιστώνει ότι εκτός από δυο-τρία κεφάλια που έχουν στραφεί ερωτηματικά προς  το μέρος τους με ύφος ¨τι έπαθαν αυτοί οι μαλάσσοντες και φωνασκούν;¨ οι υπόλοιποι μάλλον αδιαφορούν πανηγυρικά. Ωστόσο, παρατηρεί επίσης ότι τα ημικυκλικά φρύδια του συνδαιτυμόνα του ανεβοκατεβαίνουν, υποδεικνύοντας ότι, ακριβώς από πίσω, ο ένας από τους τρεις νεοφερμένους έχει στρίψει το κάθισμά του και τους παρατηρεί προσεκτικά.

Ο Οινοκράτης γυρίζει και αυτός πάνω στο στριμωγμένο του σκαμνί προς τον ξανθό Έλληνα της πλαϊνής συντροφιάς. «Καλά δε τα λέω αγαπητέ μου κύριε; Το εμπόριο έχει το ρίσκο του, δε λέω, αλλά το γουρούνι στο σακί καλό είναι να το αποφεύγουμε… έτσι δεν είναι;»

«Εσύ από πού είσαι;» Η ερώτηση προέρχεται από τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα.

«Να σας συστηθώ», ανασηκώνεται ο Σικελός. «Κράτης, έμπορος Συρακούσιος. Από ’δω ο Ρόης, ο ντόπιος μεταφραστής μου∙ τον αγόρασα ευκαιρία αλλά κάνει αρκετά καλή δουλειά».

«Καλά το κατάλαβα», λέει ο αυτιάς στον ογκώδη, κάπως έτσι είναι η προφορά των ελληνικών στις Δυτικές Αποικίες. Βέβαια, μετράει και ποια είναι η μητρόπολη». Γυρίζει προς τον Σικελό: «Εσείς στις Συρακούσες  κατάγεστε από τους Κορίνθιους αν δεν κάνω λάθος, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, βέβαια», λέει βιαστικά ο Οινοκράτης που δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο της συζήτησης. Και προσθέτει:

«Με ποιους έχω την τιμή;»

«Έμποροι και εμείς», λέει κοφτά ο ξανθωπός, χωρίς να διευκρινίσει άλλο. Μετά προσθέτει: Αυτή η ιδέα της προσαρμογής της αμπέλου μέσω διασταυρώσεως είναι ενδιαφέρουσα. Και εάν οργανωθεί συστηματικά μπορεί να αποβεί…»

«Λίαν ποπωφελής» πάει να συμπληρώσει ο Χοντρόης, αλλά μια φάπα από τον Οινοκράτη του υπενθυμίζει ότι οι δούλοι δεν ανακατεύονται απρόσκλητοι στις συζητήσεις των αφεντικών.

«Όλα εξαρτώνται από τα αποτελέσματα των σχετικών προσπαθειών, ευγενικέ μου κύριε», λέει ο Σικελός στον ξανθωπό.

«Κι αν κατάλαβα καλά», επιμένει εκείνος, «αυτό που έχετε εκεί είναι το τελικό προϊόν ενός τέτοιου πειραματισμού των ιθαγενών γεωργών».

«Βεβαίως!»

«Καλά, πότε πρόλαβαν;», παρεμβαίνει δύσπιστος ο αυτιάς.

«Α, οι προσπάθειες άρχισαν πριν από την εκστρατεία», επινοεί ο επινοητικός Οινοκράτης. «Για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση από τη μεριά των χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν κατά καιρούς τους τοπικούς άρχοντες, βασιλιάδες και σατράπηδες».

«Δε μου λες ω Κράτη», παίρνει τώρα το λόγο ο ογκώδης, τον οποίο απ’ ό, τι φαίνεται οι χρυσαφιές ανταύγειες των φιαλιδίων  δεν αφήνουν αδιάφορο, «εγώ ξέρω ότι οι Κορίνθιοι δεν φτιάχνουν μόνον καλό κρασί, ξέρουν και να το πίνουν. Τώρα, εκεί στις Συρακούσες, την ξεχάσατε την τέχνη της πόσης; Τι είναι αυτά που ακούμε; -τι ¨ακούμε¨, μας ξεκούφανες- φοβάσαι να πιείς από αυτό το δειγματάκι που έχεις εκεί πέρα;»

«Να πιώ; Α πα πα! ευγενικέ μου κύριε».

«Και τι θα έλεγες αν το δοκιμάζαμε εμείς», παίρνει το λόγο ο ξανθωπός χαμογελώντας, ενώ δυο μικροί άσωτοι και ευτράπελοι δαιμονίσκοι εμφανίζονται στιγμιαία στο βλέμμα του.

«Σε αυτήν την περίπτωση, εξ ίσου αγαπητέ μου κύριε, θα πρέπει να δηλώσετε μεγαλοφώνως ότι το πίνετε με δική σας πρωτοβουλία και ευθύνη», διευκρινίζει ο προνοητικός Οινοκράτης.

Ο Ξανθός απλώνει το χέρι του και παίρνει τα δύο φιαλίδια από το τραπέζι των δύο, ας πούμε διστακτικών, εμπόρων και μετά δίνει το ένα στον μετρίως γιγαντιαίο συνοδό του.

«Κάνθαρε, για κάνε μια δήλωση».

image269

Ο ογκώδης σηκώνεται όρθιος, ενώ ο αυτιάς, που επίσης σηκώνεται, αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια. Μερικοί από τους θαμώνες γυρίζουν προς το μέρος τους.

«Ο πατριώτης από ’δω», αρχίζει ο Κάνθαρος με βροντερή φωνή, «έχει κρασάκι ανάμικτο, ελληνικό και ντόπιο, και φοβάται να το δοκιμάσει γιατί του είπανε, λέει, κάτι για ασιατικά μυστήρια και τα τοιαύτα! Ας γελάσω, χα, χα, χα! Εγώ λέω να του το δοκιμάσουμε εμείς, τι λέτε;»

«Ναι», «ναι», «δώσε» «βάλε», απαντούν κάποιοι, ενώ όλο και περισσότεροι προσέχουν το εν εξελίξει χαριτωμένο επεισόδιο.

Ο ξανθωπός κάνει ένα παρακινητικό νεύμα στον σχεδόν τεράστιο και εκείνος σηκώνει το φιαλίδιο και πίνει μια γερή γουλιά.

Για μια στιγμή μένει ακίνητος. Μετά ανοίγει διάπλατα τα μάτια του όπου ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε δύο κοχλιοειδείς όφεις να περιστρέφονται βουστροφηδόν. (Ας σημειώσουμε όμως ότι οι προσεκτικοί παρατηρητές σπανίζουν αυτήν τη στιγμή στο οινοποτείο). Μετά, ένα όλβιο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.

 Ύστερα ομιλεί και λέει με πειστική μακαριότητα:

«Με λένε Κάνθαρο και είμαι καλά!»

Αυτές οι λέξεις και κυρίως το ευτυχές ύφος του συντρόφου του, οδηγούν τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα στο να ξεπεράσει τους έμφυτους ενδοιασμούς του και να αρπάξει το φιαλίδιο από το χέρι του Κάνθαρου.

«Υγιαίνομεν», λέει και κατεβάζει μια επίσης ικανοποιητική δόση.

«Εις υγείαν», του απαντούν οι από κάτω.

Αυτή τη φορά δεν είναι αναγκαίοι οι τυχόν προσεκτικοί παρατηρητές. Οποιοσδήποτε μπορεί να δει τα ώτα του αυτιά, τα οποία, αφού πρώτα πέσουν σαν μαραμένα φύλλα, αρχίζουν να ανασηκώνονται αργά, ως ιστία αποπλεούσης τριήρους, κοκκινίζοντας όλο και πιο έντονα.

«Είμαι ο Σωσίβιος», αναφωνεί το άλικο ιστιοφόρο. «Μέχρι στιγμής ήμουν ανήσυχος και ανιχνευτικός σωματοφύλακας. Τώρα είμαι απλώς αλλού!»

Οι καταπόσεις έχουν πλέον τραβήξει το ενδιαφέρον ολόκληρης της αίθουσας.

Μερικοί χειροκροτούν, άλλοι ποδοκροτούν, άλλοι απλώς επιδοκιμάζουν, άλλοι πάλι, θέλουν να δοκιμάσουν κι αυτοί. Μια παρέα νεαρών στο βάθος αρχίζει να φωνάζει χορηδόν: «Κέ-ρα-σμα, κέ-ρα-σμα!»

Ο ανοιχτόχρωμος νεαρός μοιάζει να έχει μια ιδέα. Κάνει νόημα στον κάπελα που έχει εμφανιστεί στην πόρτα της κουζίνας για να δει τι τρέχει, και καθώς αυτός πλησιάζει του παραγγέλνει μια μεγάλη γαβάθα κρασί, την πιο μεγάλη που διαθέτει, και μια κουτάλα.

«Έγινῐε», απαντάει εκείνος και εξαφανίζεται προκειμένου να επιστρέψει σε λίγο κρατώντας με τη βοήθεια ενός σερβιτόρου ένα είδος γαλατικής χύτρας γεμάτης με αραιωμένο κοκκινέλι.

Ο ξανθωπός στηρίζεται στο τραπέζι και σηκώνεται όρθιος. Ύστερα κάνει δύο πράγματα στη σειρά:

Πρώτα απευθύνεται στο κοινό του οινοποτείου.

«Κέρασμα θέλετε; Εντάξει, κάτι μπορεί να γίνει!»

Ξεταπώνει το φιαλίδιο που κρατάει ο ίδιος και το σηκώνει ψηλά, έτσι ώστε να θαυμάσουν όλοι τις χρυσαφιές του ανταύγειες∙ μετά το αναποδογυρίζει στη χύτρα. «Πιάσε την κουτάλα, ανακάτεψέ το καλά και γέμισέ τους τα ποτήρια», λέει στον κάπελα.

Από κάτω σηκώνεται αν όχι μια θύελλα, τουλάχιστον μία βροχή επιδοκιμασιών και εγκρίσεων.

Ύστερα ο νεαρός παίρνει από τα χέρια του αποσβολωμένου Σωσίβιου το φιαλίδιο με την εναπομείνασα αιρετική Χαχόμα και το κατεβάζει μονοκοπανιά, σα να ήταν σκυθική ¨βότακα¨.

Αισθάνεται τα μάτια του να διαστέλλονται. Για μια στιγμή αισθάνεται κάτοχος του απώτερου νοήματος της Ζωής και του Σύμπαντος και των Πάντων, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτει τις κατάλληλες λέξεις για να κοινοποιήσει αυτήν την στιγμιαία ενόραση στους συνανθρώπους του. Ωστόσο τον καταλαμβάνει μια έντονη ανάγκη να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε, ο, τι του έρχεται πρώτο στο στόμα:

«Είμαι ο Άρπαλος και από μένα μπορείτε να τα περιμένετε όλα» λέει. «Πράγματι, είμαι εδώ, στα Σούσα για να συμμετάσχω σε μία συνομωσία!»

Εάν οι συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στο εσωτερικό του οινοποτείου ήταν φυσιολογικές, ίσως κάποιος να αντιδρούσε σε αυτές τις δηλώσεις και να υπέβαλε στον δηλωσία κα’να διευκρινιστικό ερώτημα, του τύπου:

¨Συγγνώμη κύριε Άρπαλε, για ποια συνομωσία είπατε;¨

ή ακόμη και:

¨Μα, είστε ο Άρπαλος του Μαχάτα; το γνωστό μέλος του στενού κύκλου του βασιλιά Αλέξανδρου;¨

Όμως οι θαμώνες είναι απασχολημένοι, άλλοι να σχηματίζουν μια διεκδικητική θορυβώδη ουρά μπροστά στη χύτρα και άλλοι να γεμίζουν και να καταναλώνουν ήδη το μείγμα που τους προσφέρει ο εστιάτορας με την κουτάλα. Αυτοί οι τελευταίοι δεν αποσβολώνονται, δεδομένου ότι η Χαχόμα που καταπίνουν είναι αρκούντως αραιωμένη (θα πέσουν ξεροί λίγο αργότερα), αλλά επιδίδονται σε μια σειρά απρόβλεπτων όσο και αυθόρμητων συμπεριφορών που επαυξάνει κατακόρυφα το γνωστό χάος του οινοποτείου.

Ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον ένας που παρατηρεί εξεταστικά τις εξελίξεις. Πρόκειται φυσικά για τον Οινοκράτη, ο οποίος δεν παρατηρεί μόνον, αλλά και κρατάει σημειώσεις. Για να τα καταφέρει χρησιμοποιεί μια πλακέτα αλειμμένη με κερί γραφής (που έβγαλε απ’ το σάκο του) και το μικρό στιλέτο με τη βοήθεια του οποίου ξεκοκάλιζε πριν λίγο τα πιτσουνάκια.

Στην πλακέτα έχει ήδη αναγράψει τα εξής:

Κατάποση αμιγούς αιρετικής χαχόμας από τρεις εθελοντές:

Ποσότης: Λίγοι κυβικοί δάκτυλοι έκαστος (περίπου ένα τρίτο του φιαλιδίου).

Ορατές  επιπτώσεις:

α. Αποσβόλωση; ναι

β. Απουσία από τα εδώ δρώμενα και προσωρινή μετάβαση σε άγνωστες σφαίρες της ύπαρξης; πιθανόν

γ. Παραληρηματικές ανακοινώσεις; μάλλον

δ. Επαληθ…

Σε αυτό ακριβώς το σημείο συνειδητοποιεί τις δηλώσεις του τρίτου εθελοντή πότη, που μόλις άκουσε. Ανασηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον προσωρινά αποχαυνωμένο.

Μα ναι, αυτό το όνομα το έχει ξανακούσει. Άρπαλος! Το αναφέρει που και που ο Εύελπις. Συχνά με απέχθεια και ακόμη πιο συχνά με περιφρόνηση. Μα δεν είναι ο χωλός φίλος του Αλέξανδρου, αυτός που ήταν μπλεγμένος σε ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο;

Μα ναι, αυτός είναι!

Τι θέλει άραγε εδώ πέρα και μάλιστα υποδυόμενος τον έμπορο;

Αλλά… είπε, (δεν είπε;) και κάτι για μια συνομωσία που εξυφαίνεται…

Ο Οινοκράτης μαζεύει βιαστικά τα πράγματά του και λέει ψιθυριστά στο αυτί του Χοντρόη: «Δικέ μου, πρέπει να φύγω αμέσως. Συμβαίνει κάτι σημαντικό και πρέπει να ειδοποιήσω τον Εύελπι. Πληρώνω το λογαριασμό και έφυγα. Εσύ μείνε και παρατήρησε προσεκτικά τι θα γίνει στη συνέχεια. Θα μου τα πεις αναλυτικά στο σπίτι».

«Έσο ήσυχος» του απαντά καθησυχαστικά ο Ασιάτης. «Παπαρατηρήσω πάπαντα»

king-of-wine1

Όπως θα έχετε παρατηρήσει και εσείς, ιστοριόφιλοι αναγνώστες, ο Χοντρόης έχει μια προφανή αδυναμία στις συλλαβές πα, και πο και πι, τις οποίες, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, θεωρεί ως απαραίτητες συνιστώσες της ελληνικής γλώσσας. Δεν χάνει λοιπόν ευκαιρία να τις αρθρώνει, συνήθως ως διακοσμητικό αναδιπλασιασμό μπροστά από λέξεις που περιέχουν ένα τουλάχιστον πι και που τον εμπνέουν. (Ο Οινοκράτης πιθανολογεί ότι ο παλιότερος έλληνας αφέντης του Σφαιροειδούς, εκείνος κοντά στον οποίο έμαθε τα ελληνικά(;), πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τραύλιζε).

Απόψε όμως ο Χοντρόης δεν έχει ανάγκη από τέτοιες λέξεις-αφορμή προκειμένου να εκφέρει μια ολόκληρη ακολουθία από πιποφόρα επιφωνηματικά, όπως:

«Πα πα πα πά!!!»,

«Πω πω πω πω!!!»,

καθώς και άλλα παραπλήσια.

Το θέαμα-ακρόαμα που μπορεί να απολαύσει όποιος, μη έχοντας υποστεί την επιρροή της αιρετικής Χαχόμα, είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του (νηφάλιου) θεατή-ακροατή, είναι ομολογουμένως απολαυστικό!

Συγκεκριμένα:

Ορισμένοι θαμώνες, μόλις καταπιούν γουλιές από το κέρασμα, παρουσιάζουν την τάση να εξομολογηθούν αυθορμήτως τις στιγμιαίες έλξεις ή απωθήσεις που τους εμπνέει ο πλησιέστερος άλλος (ενδιαφέρον- αδιαφορία, συμπάθεια-αντιπάθεια, έλξη-απώθηση, κλπ. ). Όλα αυτά εκφέρονται ως επί το πλείστον με επιφωνήματα, τα οποία ως ευκόλως εννοούμενα, λέω να παραλείψω.

Αυτός ο άλλος όμως, ούτε κολακεύεται ούτε θυμώνει, αλλά διατυπώνει με τη σειρά του, όσο πιο φωναχτά μπορεί, την αντίστοιχη άποψή του στον προηγούμενο, εάν βέβαια αυτός είναι ακόμη εκεί και δεν έχει μετακινηθεί  ώστε να βρει κάποιον τρίτο για να του την πει κι αυτουνού με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό.

Βέβαια η επιλογή του καθένα δεν είναι τελείως τυχαία, δεδομένου ότι, για παράδειγμα, οι απλοί φαλαγγίτες, προτιμούν να την πουν στους λοχίες και τους λοχαγούς τους.

Πάντως, σιγά σιγά, το πολυπληθές ανδρικό κοινό του οινοποτείου (με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις) καταλήγει να εκφράζει τον ενδόμυχο και απαλλαγμένο αναστολών θαυμασμό του, συγκεντρωμένο γύρω από τις σχετικά λίγες σερβιτόρες και καλλιτέχνιδες του προσωπικού. Αυτές, αν και δεν έχουν πιει από τη χύτρα, ενθουσιάζονται από την αποψινή ανταπόκριση στην γοητεία τους και επιδίδονται σε ακραίους ακκισμούς και τσαλιμάκια.

Οι λικνιστικές αυτές κινήσεις δεν αργούν να μετατραπούν σε χορό, ο οποίος επίσης δεν αργεί να εξελιχθεί σε συλλογικό κωμικό χορόδραμα με τη συνοδεία αυτοσχέδιων κρουστών οργάνων (τραπέζια, σκαμνιά, πλάτες, γλουτοί ή κεφαλές παρακειμένων συνδαιτυμόνων).

Οι μόνοι που δεν συμμετέχουν είναι οι τρεις έλληνες που έχουν πιει την αναραίωτη Χαχόμα, οι οποίοι έχουν μεν καταρρεύσει  εξαντλημένοι στα καθίσματά τους, αλλά κάθε τόσο αναδεύονται και εξαπολύουν ψιθυριστά κάποια επιπλέον εξομολόγηση που δεν ακούγεται.

Σε μια στιγμή ένας αξύριστος σωματώδης οδοιπόρος πλησιάζει τον Χοντρόη και αρχίζει να του εκφράζει τον ανυπόκριτο θαυμασμό για την έλξη που ασκούν οι τέλειες ομόκεντρες καμπύλες του.

«Πα πα πα!» αντιδρά εκείνος και αποδρά ολοταχώς από το οινοποτείο, χάνοντας έτσι την τελική φάση του επεισοδιακού συμβάντος, η οποία δεν θα αργήσει να επέλθει:  Ενώ όλα δείχνουν ότι το παράξενο γλέντι θα εξελισσόταν σε ένα μεγαλοπρεπές αυτοσχέδιο όργιο, οι συμμετέχοντες αρχίζουν να πέφτουν ένας ένας σε ξαφνικό, βαθύ, ληθοφόρο λήθαργο, με τελικό αποτέλεσμα οι θηλυκές πρωταγωνίστριες να απομείνουν  ολομόναχες, μάλλον απογοητευμένες και επιπλέον με τον Κορίνθιο να τους φωνάζει ότι κάποτε επιτέλους πρέπει να μπει κάποια τάξη εκεί μέσα!

snap

[1] Τραγήματα: Μεζέδες, προσφάγια.

[2] Πρωϊνός Ακρατισμός: Ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο (μη αραιωμένο) κρασί, συνηθισμένο ελληνικό πρωϊνό.

[3] Άριστον: Το μεσημεριανό γεύμα.

[4] Άρτυμα: Καρύκευμα, μυρωδικό.

[5] Σκύφοι άωτοι: Ευρύχωρα κωνικά ποτήρια χωρίς αυτιά-λαβές.

[6] Γάρος ή γάρον: Δημοφιλής κατά την αρχαιότητα σάλτσα, με βάση μικρά ψάρια διατηρημένη στο αλάτι και αραιωμένη με νερό, ή κρασί, ή λάδι.

[7] Καυσία: Ένα είδος αρχαιοελληνικού ¨σομπρέρο¨ (με την ίδια εξάλλου λειτουργία, την προστασία από τον ήλιο και τον καύσωνα) στο οποίο είχαν αδυναμία οι Μακεδόνες. Εξ αιτίας αυτού του καπέλου οι Πέρσες αποκαλούσαν τους Μακεδόνες  Yauna takabara , δηλαδή Έλληνες με καπέλα σε μέγεθος ασπίδας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Άρπαλος

Posted by vnottas στο 17 Αυγούστου, 2015

Μέρος Β, Κεφάλαιο έκτο           

Όπου ενώ μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα, ο Άρπαλος συλλογιέται…

 view_33_87035749

Αργά το πρωί εκείνης της ίδιας μέρας, καθώς ο Καλλισθένης και ο Εύελπις περιηγούνται τα άδυτα του θησαυροφυλακίου, καθώς ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης εκτελούν τα χαχομικά τους πειράματα και καθώς η μεταφορική άμαξα με τον Ευρυμέδοντα και το Πουλχερίδιον κατευθύνεται με καθυστέρηση μόλις μιας νύχτας στην νότια είσοδο της πόλης των Κρίνων, στην βορειοδυτική πύλη, εκείνη στην οποία καταλήγει  η ¨βασιλική οδός¨ που έρχεται από την Βαβυλώνα, πλησιάζει ακόμη μια αρμάμαξα[1]. Είναι μια μεγάλη και καλοφτιαγμένη περσική κατασκευή, που την σέρνουν τρεις εύρωστοι ίπποι ζεμένοι με τον σκυθικό τρόπο.

Τρείς είναι και οι επιβάτες.

Ο ηνίοχος, κάτω από ένα υπερμέγεθες ψάθινο καπέλο στηριγμένο σε δυο επίσης τεράστια αυτιά, ξεφωνίζει παροτρύνσεις που, αν κρίνει κανείς από την αντίδραση των αλόγων, πρέπει να είναι αρκούντως εκνευριστικές. Τα άλογα εν τέλει εκτονώνονται καλπάζοντας προς τα μπρος, ενώ το κιτρινωπό τοπίο φεύγει γλιστρώντας γοργά προς τα πίσω.

Δίπλα του, αδιαφορώντας για τους θορύβους και τα σκαμπανεβάσματα,  λαγοκοιμάται ένας γίγαντας μετρίου (για γίγαντες) μεγέθους . 

Στο τμήμα των επιβατών της καρότσας βρίσκεται ο τρίτος της παρέας, ο νεότερος, με μαλλιά ανοιχτόχρωμα και μάτια επίσης κλειστά. Μόνο που αυτός δεν κοιμάται. Σκέφτεται. Τα ταξίδια του δημιουργούν πάντοτε σκέψεις, κυρίως απολογιστικές, ανασκοπητικές, αυτό-εξομολογητικές. Όταν ταξιδεύει τις αντέχει περισσότερο.

21-7

Είπα αυτό το ταξίδι να το κάνω ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στην περίπτωσή μου μαθαίνεις περισσότερα όταν οι άλλοι δεν ξέρουν ποιος είσαι…

Ποιος είσαι άραγε Άρπαλε;

Είσαι ο Άρπαλος ο γιος του  Μαχάτα, ο Ελιμιώτης από την Αιανή; Αυτός που ο Μαχάτας τον ήθελε Μαχάτα κι αυτόν, ένα μικρό είδωλο του εαυτού του, κι όταν είδε ότι  το βρέφος είχε το ένα ποδάρι κοντύτερο από τ’ άλλο και ούτε δρομέας, ούτε άλτης, ούτε παλαιστής, ούτε βέβαια καβαλάρης μαχητής θα γινόταν ποτέ, τον ξέχασε κι αδιαφόρησε ολότελα γι αυτόν;

Είσαι ο Άρπαλος, που αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, πιτσιρίκος κι αυτός τότε -μόλις λίγο μεγαλύτερός σου-, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να σε προστατεύει από τις καζούρες και τα άγρια αστεία των άλλων αρχοντο- πιτσιρικάδων, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να πατήσει πόδι και να πει: χωρίς αυτόν εδώ το μικρό μου φίλο, ούτε κι εγώ εντάσσομαι στους ¨βασιλικούς παίδες¨, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, είναι σίγουρο πως θα σε εξαιρούσαν απ’ την αυλή του Φίλιππου και θα σ’ έδιωχναν χωρίς πολλές κουβέντες και δίχως βέβαια ο Μαχάτας να διαμαρτυρηθεί για την προσβολή! Αυτός ο Άρπαλος είσαι;

Την προσβολή! Χα! Τώρα που δεν είσαι πια ούτε παιδί ούτε αφελές μειράκιον, ξέρεις ότι οι ¨παίδες¨ της αυλής των βασιλέων δεν είναι μόνο προνομιούχα τέκνα των αρχόντων της επαρχίας που ανατρέφονται μαζί με τους διαδόχους για να προετοιμάσουν την αυριανή αυλή, αλλά, κυρίως, είναι όμηροι του άρχοντα που το παίζει βασιλιάς, έτσι ώστε οι ήσσονες  ισχυροί της περιφέρειας να μη του κουνιούνται και να μην τον αμφισβητούν.    

1270645791465_3

Μα όχι δικέ μου, εσύ είσαι ο Άρπαλος ο Μακεδόνας, ο ευπατρίδης, ο ταξιδεμένος, ο κολλητός του βασιλιά Αλέξανδρου!

Κολλητός; Δε θα ’λεγα. Όχι πια. Εκείνος δεν είναι πλέον εδώ, εκείνος είναι αλλού, εκείνος έχει πάει να κατακτήσει την οικουμένη. Δεν έχει καιρό πια για τον μικρό του φίλο. Τι κι αν φροντίζει να σου αναθέτει αρμοδιότητες και καθήκοντα. Χωρίς καν να σε ρωτήσει.

Παραπονιέσαι; Ναι, όταν είσαι μόνος σου, ή ακριβέστερα όταν ξεμένεις με τα χλωμά σου φαντάσματα, αυτά που, απρόσκλητα, σε συνοδεύουν και σε περιγελούν και σφυρίζουν σα φίδια στα αυτιά σου, τότε μπορεί και να παραπονιέσαι.

Κι όμως, εκείνος σου έδωσε τη μεγαλύτερη εξουσία μετά από τη δική του. Ίσως, στο μέλλον, ακόμα μεγαλύτερη κι απ’ τη δική του. Εκείνος είναι πολεμιστής και βασιλιάς, έχει στρατεύματα και υπουργούς και συμβούλους. Εσένα σου έδωσε το χρήμα, τον πλούτο, τον αμύθητο πλούτο της Ασίας. Ο Άρπαλος ο επί των χρημάτων!

Χρήματα! Θυμάμαι, έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια κι ας μοιάζουν αιώνες, που ήμουν στην Αθήνα, πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία. Θυμάμαι ότι είχα βρεθεί εκεί ακολουθώντας την παραίνεση του Αριστοτέλη ότι  ¨η άγρα της γνώσης απαιτεί  κίνηση, θέλει ταξίδια¨. Κι εγώ είχα βαλθεί να σπουδάσω τη ζωή ταξιδεύοντας, έστω κούτσα κούτσα∙ και όπως είναι λογικό, ¨εξ Αθηνών άρξασθαι¨.

Οι Αθηναίοι είναι εκείνοι που περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα ξέρουν τη δύναμη και τα όρια του πλούτου. Θυμάμαι πόσο είχα γελάσει και πόσο είχα προβληματιστεί όταν στο θέατρο του Διονύσου είχα παρακολουθήσει ένα έργο για τον Πλούτο, γραμμένο από αυτόν τον παλιό θεομπαίχτη, τον Αριστοφάνη. Ο Πλούτος δεν ήταν παρά ένας θεός θεόστραβος, που καταλήγει πάντα στα χέρια των κακών και των ανάξιων.

Κάτι τέτοιο εξάλλου πιστεύαμε και όλοι εμείς (όλοι εσείς είναι ορθότερη διατύπωση), εμείς, η συντροφιά των ¨βασιλικών παίδων¨ του Φιλίππου, όταν συζητούσαμε για τη ζωή που μας περιμένει και τη στάση μας απέναντί της. Εσείς τον κόσμο θα τον κατακτούσατε με την τόλμη και την γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, όπως οι ανένδοτοι Σπαρτιάτες τους οποίους ενδόμυχα θαυμάζετε. Εμένα οι Σπαρτιάτες θα με έριχναν στον Καιάδα και θα ξεμπέρδευαν. Το Χρήμα ήταν δευτερεύον. Το πολύ πολύ να μπουκώναμε μ’ αυτό τους μέτοικους των πόλεων για να κάθονται ήσυχοι και να μην συνωμοτούν.

Και όμως, τι ειρωνεία! Εδώ στην Ασία, ο τριφηλός πλούτος, το προϊόν, όπως και να το κάνουμε, της τόλμης και της γενναιότητάς σας, έρχεται να κατακάτσει στην αγκαλιά του Άρπαλου του Χωλού!

Θα έπρεπε να υποκλιθώ εδαφιαία όταν ο Αλέξανδρος με όρισε Ύπατο διαχειριστή των χρημάτων;  Θα έπρεπε να πέσω χάμω γονυπετής; Ή μήπως θα έπρεπε να ευχαριστήσω με τον περσικό τρόπο έρποντας στο δάπεδο; Δεν έκανα τίποτα απ’ όλα αυτά.. Ήμουνα συνεπής με τις δικές σας απόψεις για τον Πλούτο. Δεν τον υπερεκτιμούσα.

Θα έπρεπε ίσως να αρνηθώ; Δεν έκανα ούτε αυτό.

Έπρεπε να δοκιμάσω, να πειραματιστώ. Τι σόι εξουσία, τι σόι ικανοποίηση, τι σόι  πλήρωση και ευτυχία σου δίνει η κατοχή και η κατανάλωση του μεγάλου πλούτου.

Αποδέχτηκα το διορισμό, ενώ οι εσείς οι άλλοι ξεκινούσατε και πάλι ακάθεκτοι κυνηγώντας την ουρά της ιπτάμενης πτερωτής Νίκης στα πέρατα του κόσμου.

Έφερα εταίρες, έφερα κρασιά, έφερα ζώα και φυτά από τα πάτρια  εδάφη για να δω αν πιάνουν εδώ, έφερα και βιβλία, γιατί εκείνος, όταν θέλει να διαβάσει, σ’ εμένα απευθύνεται. Δεν αντέδρασε κανείς.

Έκανα συμπόσια και γλέντια και όργια που θα μείνουν ιστορικά, αλλά και πάλι, εκτός από κάτι πιστούς σκύλους, φανατικούς και αιθεροβάμονες σαν τον Καλλισθένη, που κάτι άρχισαν να σχολιάζουν και να διαμαρτύρονται, οι άλλοι μιλιά! Μερικοί χωριάτες της φάλαγγας με χειροκρότησαν κιόλας. Αυτός ναι, ξέρει να είναι κατακτητής, σιγανο-ψιθύριζαν μεταξύ τους.

Λένε ότι, όταν πήρα όσα τάλαντα μπόρεσα και την κοπάνισα για τα Μέγαρα, κι από κει -φυσικά- για την Αθήνα, ήταν το φιλαράκι μου ο Ταυρίσκος[2], ο κακός που με παρέσυρε.

Δεν είναι αλήθεια. Εγώ τον παρέσυρα γιατί χρειαζόμουν ένα βοηθό κι έναν παθιασμένο  συνένοχο που να κρατάει το ηθικό μου ψηλά. Γιατί, μα τον Δία, ο Ταυρίσκος όντας εκ γενετής  φτωχός και κακομοίρης λατρεύει το Χρήμα ανεπιφύλακτα. Να το έχει και να το ξοδεύει. Χωρίς φιλοσοφικές απορίες, ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ελπίζω να το γλεντάει το μερίδιό του, αν και, εδώ που τα λέμε, άλλο η Ήπειρος, όπου έχει καταφύγει και άλλο η Αθήνα, όπου βρέθηκα τελικά εγώ.

Στην Αθήνα επιτέλους και πάλι. Στο κλεινόν άστυ, όπου γλεντούσα και γελούσα, καθώς σκεφτόμουν τα ¨επιγραμματικά¨ των ιστορικών του μέλλοντος: Αλέξανδρος ο μέγας Κατακτητής, Άρπαλος ο μέγας Άρπαγας! Ποια η διαφορά; Λίγοι δάκτυλοι μείον στο πόδι του δεύτερου.

Στην Αθήνα, γελώντας σαρκαστικά και περιμένοντας τις αντιδράσεις τους, την αντίδραση εκείνου…

Και μα τους Αρχιδαίμονες και τα μικρά δαιμόνια μαζί, εκείνος αυτή τη φορά αντέδρασε… Αλλά πώς;

Σάμπως επικήρυξε τον μεγάλο κλέφτη Άρπαλο που άρπαξε τα τάλαντα κι έφυγε; Σάμπως ζήτησε την έκδοσή του από τους άσπονδους φίλους του, τους Αθηναίους; Μήπως με εξόρισε δια παντός;

Τίποτα από όλα αυτά. Η τιμωρία που μου επέβαλε ήταν πρωτότυπη.

Με συγχώρεσε! Και όχι μόνον αυτό. Μου επέτρεψε να γυρίσω στα κατακτημένα βασίλεια. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα… ή σαν να αδιαφορούσε πλήρως, ό, τι κι αν έκανα!

Μα τι, μα τον Ερμή τον Παμπόνηρο, πρέπει να κάνει κανείς για να τραβήξει επιτέλους την προσοχή; Ή εγώ την προσοχή δεν την αξίζω;

Αμ’ κάνετε λάθος φιλαράκια εταίροι, κι εσύ αλλοπαρμένε Καλλισθένη, αν νομίζετε ότι επιτηρώντας με θα με εξουδετερώσετε, Είμαι πάλι εδώ, με μεγαλύτερη όρεξη αυτή τη φορά. Να είστε σίγουροι ότι αργά η γρήγορα θα σας κάνω και πάλι να εκπλαγείτε.07dechirico

Την προηγούμενη νύχτα έβρεξε κι εδώ κι εκεί λούμπες νερό αντανακλούν τον πρωινό ήλιο. Πάντως, το τρί-ιππο αμάξι κυλάει γοργά προς τα Σούσα. Κατά πάσα πιθανότητα το μεσημέρι θα είναι εκεί.

*****

[1] Αρμάμαξα: Κλειστή άμαξα για επιβάτες ή φορτία.

[2] Η μόνη αναφορά στον Ταυρίσκο που βρήκα, βρίσκεται στην Αλεξάνδρου Ανάβαση του Αριανού (3ο βιβλίο, παρ.6η) και είναι η ακόλουθη: «ὀλίγον δὲ πρόσθεν τῆς μάχης τῆς ἐν Ἰσσῷ γενομένης ἀναπεισθεὶς πρὸς Ταυρίσκου ἀνδρὸς κακοῦ Ἅρπαλος φεύγει ξὺν Ταυρίσκῳ. καὶ ὁ μὲν Ταυρίσκος παρ᾿ Ἀλέξανδρον τὸν Ἠπειρώτην ἐς Ἰταλίαν σταλεὶς ἐκεῖ ἐτελεύτησεν».

(Συνεχίζεται… Στο επόμενο Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Οι αγορές είναι ο Διάβολος, οι αγορές είναι ο Θεός (Το τραγούδι των αγορών)

Posted by vnottas στο 4 Αυγούστου, 2015

xrimatistirio-anodos-general

 Το τραγούδι/πεζό που προσάρμοσα αυτή τη φορά στα ελληνικά είναι ¨Il mercato¨ του Giorgio Gaber  και του Sandro Luporini. Η ¨Αγορά¨ τραγουδήθηκε σε διαφορετικές παραπλήσιες εκδοχές ανάμεσα στο 1997 και το 2000 και συμπεριλαμβανόταν στα τραγούδια του άλμπουμ με τίτλο ¨Un’Idiozia Conquistata a Fatica¨ (Μία βλακεία που αποκτήθηκε με κόπο). Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχει και το τραγούδι ¨Il Conformista¨ που σας έχω ήδη μεταφράσει/προσαρμόσει εδώ

*

Το τραγούδι των αγορών

 

Χορός:

Οι αγορές είναι το δαιμόνιο,

οι αγορές είναι θεός

οι αγορές είναι ο Διάβολος

οι αγορές είναι ο Θεός

*

Οι αγορές είναι / κάτι παράξενα ζώα

μα καθόλου αθώα / π’ ολοένα παχαίνουν

κι ολοένα γεμίζουν / και με άμετρο τρόπο

μια γυναίκα θυμίζουν / με κοιλιά φουσκωμένη

συνεχώς γκαστρωμένη, /  από μόνη της όμως!

*

Οι αγορές είναι / σα μωρά χαϊδεμένα

παχουλά και θρεμμένα  / πλαστικο-εγχειρισμένα

που χωρίς παραμάνα / τις δίπλες τους τρέφουν

χωρίς όνειρα αντέχουν / και εν τέλει υπερέχουν

αφού έχουν για  ε / κκολαπτήρα εσένα!

Τραγουδιστής:

Η κιθάρα ηχούσε

την ψυχή και το σώμα κάθε νότα τρυπούσε

σαν οργής ουρλιαχτό,

…αλλά και σαν αγάπης τραγούδι κρυφό.

Ο ρυθμός της, ονειρικός,

ανεβαίνει στη σάρκα, στη ψυχή, πυρετός.

Ειν’ γεμάτη ευθυμία και κόσμο η σάλα

κι είμαι ’γω βασιλιάς μοναχός!

*

Η κιθάρα αντηχούσε

-μαγική συνουσία-

απ’ τις σπάνιες στιγμές που νομίζεις πως ξέρεις

ποια ειν’ η ουσία

ποια ειν’ η ουσία

ποια ειν’ η ουσία.

images (7)

Η κιθάρα αντηχούσε

συνεχώς, δίχως τέλος,

κι όλοι ‘νοιώθανε λευτερωμένοι

κι όμως, στων αγορών τις κρυφές αλυσίδες

(χέρια πόδια) ήταν όλοι δεμένοι

Χορός:

Οι αγορές είναι δαιμόνιο

οι αγορές είναι θεός

οι αγορές είναι ο διάβολος

οι αγορές είναι ο Θεός

*

Οι αγορές μοιάζουν

με καρχαρίες που αδέσποτοι αλωνίζουν

κι ανήλεοι, χωρίς ενδοιασμούς

αφού κατασπαράξουν τους εχθρούς

ο ένας τον άλλον τελικά καταβροχθίζουν

*

Φούσκες κατάληξαν οι αγορές

με πυροκροτητή συνδεδεμένες

πάνω σε λόμπι και κυκλώματα στημένες

Βόμβες στα χέρια των πιο ¨μυημένων¨

είτε με ¨νόμους¨ είτε μ’ αρπαγή

τελειώνουν με σφαγή των ηττημένων

*

Τραγουδιστής:

Πετούσε η μηχανή

στον άνεμο το σώμα μου παλλόταν

μια αίσθηση ζωής με διαπερνούσε,

τον πόνο, την φθορά, το σώμα μου ξεχνούσε

και η Αθανασία

κάπου εκεί στο πλάι μου βρισκόταν

images (46)

Μεγάλη η έξαρση… πώς να την περιγράψεις;

στην άσφαλτο να ρέει η μηχανή, εγώ στα ηνία,

μια ασύλληπτη διέγραφα πορεία

και ζούσα μια απερίγραπτη ευφορία

*

Έτρεχε η μηχανή με ‘μένα στο τιμόνι

κι όμως εγώ ακόμη δεν κατανοούσα

πως ήμουνα μονάχα ένα πιόνι

σ’ ένα παιχνίδι ασφαλώς στημένο

στου Κέρδους το βωμό αφιερωμένο

*

Χορός:

Οι αγορές είναι δαιμόνιο

οι αγορές είναι θεός

οι αγορές είναι ο διάβολος

οι αγορές είναι ο Θεός

 

Αφηγητής:

Αυτές. Οι αγορές. Είναι παντού. Τίποτα δεν τους διαφεύγει. Είναι άπληστες και αχόρταγες. Καθορίζουν τα πάντα καθημερινά. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν γίνει μια πολυτέλεια, ένα παιχνίδι για τα σαλόνια, δεν υπάρχει κανείς, άτομο ή πολιτικός σχηματισμός που να μπορεί να αντισταθεί στη λογική αυτού του μεγάλου αόρατου καραγκιοζοπαίχτη που κινεί τον κόσμο μας.

Αλλά, εάν μια μέρα στα ξαφνικά οι αγορές εξαφανίζονταν; Εάν ξαφνικά βρισκόμασταν αποκλεισμένοι από αυτόν τον τέλειο μηχανισμό που βρίσκεται τόσο έξω από οποιαδήποτε ηθική; Κατά βάθος είναι Αυτές που πραγματοποίησαν τα όνειρα των πατεράδων μας και μας προμήθευσαν ευμάρεια και πλούτο. Πώς να το κάνουμε, στις μέρες μας μια χώρα που απορρίπτει την λογική τους, κινδυνεύει να γίνει μια φτωχή χώρα. Απ’ την άλλη, μια χώρα που την αποδέχεται με ανεμελιά, όχι μόνο κινδυνεύει την αύξηση της ανισορροπίας στη διανομή του πλούτου, αλλά, ακόμη χειρότερα, διακινδυνεύει την ολική εξαφάνιση των συνειδήσεων∙ σήμερα δε μπορούμε καν να ταχθούμε αποφασιστικά υπέρ ή κατά των αγορών! Απίστευτο!

Ίσως, μόνο αν γνωρίζουμε αυτό το αδιέξοδο, αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα δίχως να απαιτούμε  να λύσουμε το πρόβλημα  με ένα ναι ή ένα όχι. Ιδού η μεγάλη πρόκληση∙ να μάθουμε να ζούμε χωρίς βεβαιότητες, αλλά όντας σίγουροι ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από την αντίφασή μας αυτή.

Τότε ίσως, πιθανώς ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, θα βρούμε άλλες πηγές, άλλους πόρους, ίσως τότε θα μπορέσουμε ξανά να ονειρευτούμε, να στοχαστούμε, γιατί ο καθένας από μας δεν εξαφανίζεται, αντέχει στον σαματά και στην επικοινωνιακή καταιγίδα και μπορεί να αντέξει και να κινηθεί μέσα στην αμφιβολία που, εδώ που τα λέμε, ήταν ανέκαθεν το πεπρωμένο του ανθρώπου.

Τραγουδιστής:

Σιγά σιγά

ζωντανός επιστρέφεις

ενεργός, δυνατός πιο πολύ

κι είσαι έτοιμος πια να χαράξεις

μία άλλη, αλλιώτικη

διαδρομή

*

Γιατί

ο ¨καθένας από μας¨ δεν πεθαίνει

παρά νέες ιδέες γεννά

και μια μνήμη αρχαία

πίσω φέρνει ξανά:

πως έχει φτερά

πως έχει φτερά

πως έχει φτερά!

 *

Χορός:

Οι αγορές είναι δαιμόνιο

οι αγορές είναι θεός

οι αγορές είναι ο διάβολος

οι αγορές είναι ο Θεός

…Πως έχει φτερά

πως έχει φτερά

πως έχει φτερά…

***

*

Il Mercato

Il mercato è un mammifero strano
senza niente di umano è una cosa che cresce
che ogni giorno diventa più grosso
una crescita abnorme smisurata tutta forme
come una donna sempre incinta di se stessa.

Il mercato è un neonato opulento
ossequiato dal mondo è un bamboccio gonfiato
che ingrassa anche senza nutrice
non ha alcun bisogno né di cibo né di sogno
siamo noi tutti la sua grande incubatrice.

La chitarra suonava
ogni nota passava straziante dal petto e dal cuore
era un urlo di rabbia
però stranamente era anche un canto d’amore

Era un ritmo così sconvolgente
per il corpo per la mente
e la sala scoppiava di gente e di grande allegria
quella notte era mia.

La chitarra suonava
senza smettere mai
ed ognuno di noi si sentiva così liberato
senza rendersi conto
che anche lì si imponeva la follia del mercato

  1. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
    G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.

Il mercato è uno squalo gigante
sempre più onnipotente
così bieco e spietato non ha impedimenti morali
ha travolto il nemico nella furia del suo gioco
uno alla volta si è sbranato gli altri squali.

Il mercato è un ordigno innescato
un circuito completo
è la grande invenzione è l’atomica dei più potenti
è una competizione tra le più disumane
senza pietà per il massacro dei perdenti.
La mia moto correva
il mio corpo vibrava felice più forte del vento
è una grande emozione
sentirsi immortali anche fosse in un solo momento

Era un senso di grande furore che è difficile da spiegare
io volevo mordevo l’asfalto ero come in balia
di una grande euforia.

La mia moto correva ero solo al comando
mi sentivo fuori dal mondo così realizzato
senza rendermi conto che anche in me stravinceva
la follia del mercato.

  1. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
    G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.

Lui. Lui il mercato, è dovunque. Niente gli sfugge. È avido e insaziabile, non si accontenta mai. È Lui, che determina tutto con la sua quotidiana  presenza. Gli scontri politici sono diventati un lusso, un gioco da salotto, non c’è individuo né formazione politica che possa opporsi alla logica di questo grande invisibile burattinaio, che tira le fila del nostro mondo.
Ma se un giorno Lui di colpo sparisse? Se di colpo ci trovassimo esclusi da questo meccanismo perfetto così al da fuori di qualsiasi morale? In fondo è Lui, che ha realizzato i sogni dei nostri padri procurandoci benessere e ricchezza. Non c’é niente da fare, oggi come oggi un paese che rifiuta la sua logica, rischia di diventare un paese povero.
Un paese che l’accetta con allegria, non solo rischia l’aumento dello squilibrio nella distribuzione della ricchezza, ma peggio ancora, l’annientamento totale delle coscienze.
Insomma, un uomo oggi non ha neanche la possibilità di schierarsi decisamente a favore, o contro di Lui. Incredibile!
Forse, forse se lo si sa, se ne si è consapevoli, si può praticare questa realtà, senza pretendere di risolvere le cose con un sì o con un no. Ecco la grande sfida; allenarsi a vivere senza certezze, con la certezza che qualche cosa possa nascere da questa nostra contraddizione.
Allora forse, magari a fatica, troveremo altre risorse, allora forse si ritorna a sognare, a pensare, perché l’individuo non muore,
resiste fra tanto frastuono
e si muove nel dubbio
che in fondo è da sempre
il destino dell’uomo.

E pian piano ritorni a esser vivo
più presente più reattivo
la tua mente rivede affiorare in un mondo sommerso
un percorso diverso.

L’individuo non muore
cerca nuovi ideali
e riprova l’antica emozione
di avere le ali di avere le ali

coro: il mercato è il demonio
il mercato è Dio. (continua in sottofondo)

Di avere le ali
di avere la ali
di avere la ali

Posted in Τζόρτζιο Γκάμπερ στα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »