Κεφάλαιο δεύτερο. Όπου το Πουλχερίδιον και οι συνοδοί του αναζητούν τον Παλαμήδη τον Αθηναίο
Ο Εύελπις έχει ήδη αναχωρήσει για την Ακρόπολη και έτσι τώρα, σύμφωνα με τις εντολές του, ο Οινοκράτης μπορεί να περιποιηθεί το ζευγάρι των προσωρινών φιλοξενούμενων. Τους γνωρίζει, άλλωστε, και τους δύο.
Τον Θεσσαλό, που είναι ένα από τα στρατιωτικά μέλη της ομάδας του Καλλισθένη, τον ξέρει καλλίτερα, αλλά και η νεαρή προστατευόμενη της Θαΐδας δεν του προκύπτει εντελώς άγνωστη: το οξυδερκές (και κοφτερό) μάτι του την έχει εντοπίσει ήδη παλιότερα, αν και μέχρι σήμερα δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει από κοντά.
Ετοίμασε λοιπόν, με τη βοήθεια του Χοντρόη, ένα γενναιόδωρο πρωινό, το οποίο τώρα σερβίρει στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της αίθουσας του μαγειρείου.
«Αν η κυρά μου μάθαινε ότι είμαι εδώ από χτες και δε παράδωσα ακόμη το γράμμα της στον Παλαμήδη τον Αθηναίο, θα με σκότωνε!» δηλώνει το Πουλχερίδιον μ’ ένα ύφος κάπου ανάμεσα στο τρομαγμένο και το ναζιάρικο, ενώ ταυτόχρονα βουτάει ψωμί στο αχνιστό ζωμό του πινακίου της.
«Ναι, αλλά αν κατάλαβα καλά, αυτό το γράμμα δεν απευθύνεται στον Παλαμήδη τον ίδιο, πρόκειται για μια επιστολή που ο απόστρατος θα μεταφέρει στην Αθήνα, έτσι δε μου ‘πες;» παρατηρεί ο Ευρυμέδοντας.
«Ναι. Είναι μια γραφή που η κυρά μου στέλνει στη φίλη της την κυρά Φρύνη, την Ωραία των Αθηνών∙ είμαι σίγουρη ότι θα την έχεις ακουστά».
Ο Οινοκράτης εκείνη τη στιγμή ακουμπάει στο τραπέζι, ακριβώς μπροστά στο Πουλχερίδιον, με επιδεικτική κίνηση και έκδηλη περηφάνια, ένα σπάνιο έδεσμα: μαύρες ελιές Πελοποννήσου ξιδάτες!
Ο Ευρυμέδοντας του κλείνει το μάτι. «Κάτι ξέρουμε κι εμείς οι καμπίσιοι, απ’ αυτά που γίνονται στα μεγάλα άστεα… Και για τις ωραίες γυναίκες που βασιλεύουν εκεί. Εξ άλλου η Φρύνη είναι πιο διάσημη ακόμη κι απ’ αυτές εδώ τις ελιές», λέει χαμογελώντας. Ύστερα παίρνει μια ζουμερή ξιδάτη και την δοκιμάζει. «Από τις Καλάμες των Φηρών[1]! Που τις βρήκες αθεόφοβε Οινοκράτη;»
Κι επειδή ο Σικελός το παίζει μυστηριώδης και αντί να απαντήσει ανασηκώνει τους ώμους, ο Ευρυμέδοντας στρέφεται πάλι στη νεαρή:
«Μην ανησυχείς Πουλχερία που δεν καταφέραμε να παραδώσουμε χτες κι αυτή την επιστολή, ο Παλαμήδης δεν πρόκειται να φύγει σύντομα. Στο είπα ήδη: Για να αναχωρήσουν οι απόμαχοι πρέπει πρώτα να καλυτερέψει ο καιρός, έπειτα οι οιωνοσκόποι να αποφανθούν επισήμως ότι έφτασε η κατάλληλη μέρα και, επί πλέον, πρέπει να προηγηθούν όλες οι απαραίτητες τελετές. Επομένως το γράμμα δε πρόκειται να καθυστερήσει εξ αιτίας σου».
«Όμως σήμερα θα πάμε, να ξεμπερδεύουμε με την επιστολή, έτσι δεν είναι Ευρυμεδοντάκη μου;»
«Τι μανία με αυτά τα υποκοριστικά, Πουλχερία; Δε μπορείς να με λες Ευρυμέδοντα όπως όλος ο κόσμος; Τι κακό έχει το όνομά μου; Μου το δώσανε σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στον ποταμό Ευρυμέδοντα[2] καμιά εκατοστή και βάλε χρόνια πριν. Οι θεσσαλικές πόλεις δεν συμμετείχαν επισήμως σ’ εκείνη την εκστρατεία, αλλά κάποιοι πρόγονοί μου ήταν εκεί. Σημαίνει μέδω, εκτείνομαι, ενδιαφέρομαι, κυριαρχώ ευρέως. Δε σ’ αρέσει;
«Ω, είναι υπέροχο γλυκέ μου. Μόνο να, πώς να στο πω, είναι για ό, τι μου αρέσει, για ό, τι με γοητεύει που φτιάχνω τα δικά μου ονοματάκια», λέει το Πουλχερίδιον με το πιο σαγηνευτικό του χαμόγελο.
«Και το δικό σου; ¨Πουλχερία!¨, δε το ‘χω ξανακούσει… Μόνη σου το ‘φτιαξες;»
«Μου το έδωσε η κυρά μου, η Θαΐδα. Λέει ότι προέρχεται από τις χώρες της Ιταλίας και σημαίνει όμορφη. Λοιπόν τι λες, θα πάμε να παραδώσουμε την επιστολή σήμερα;»
Ο Θεσσαλός νεύει καταφατικά και απευθύνεται στον Σικελό.
«Οινοκράτη ξέρεις αν τους επαναπατριζόμενους τους έχουν ακόμη στο κτίριο των καραβανιών, στο κέντρο;»
«Ο Οινοκράτης, αν και δεν είναι παρά μόλις προχτές που επέστρεψε στην Πόλη των Κρίνων, συμβαίνει να το ξέρει κι αυτό», αποκρίνεται ο ερωτώμενος με το αγαπημένο του ύφος, εκείνο του ειδήμονα επί του παντός (επιστητού και μη). «Απ’ ότι, λοιπόν, ξέρω, εκεί είναι και εκεί θα μείνουν μέχρι την αναχώρησή τους.
Όμως τους περισσότερους θα τους βρείτε στο κτίριο μόνο τη νύχτα. Όσοι δεν έχουν σοβαρό πρόβλημα υγείας, όλη μέρα γυρίζουν εδώ κι εκεί. Όπως καταλαβαίνετε, πριν επιστρέψουν στις οικογένειες και στα σόγια, συλλέγουν τις τελευταίες αναμνήσεις από την ασιατική τους περιπέτεια.
Πάντως, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς συχνάζουν σε ορισμένα ¨συγκεκριμένα¨ σημεία της Αγοράς, και, βεβαίως, αν θέλετε, μπορώ να σας πάω εγώ ως τα εκεί. Εξ άλλου, έχω να κάνω κι άλλες δουλειές στο κέντρο».
*
Ο Παλαμήδης, αν και ψηλός και γεροδεμένος, είναι πια κοντά στα πενήντα και έτσι, ακόμη κι αν δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί χέρι και δεν δυσκολευόταν πλέον να χειριστεί τα βαριά όπλα, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι θα είχε, έτσι κι αλλιώς, αρχίσει να σκέπτεται την αποχώρησή του από την άμεση πολεμική δράση. Και πράγματι, την σκεφτόταν ήδη πριν τραυματιστεί, καθώς μαζί με την ηλικία και τα παρατρεχάμενά της, αυξήθηκε μέσα του και η νοσταλγία για το πατρώο Αθηναϊκό Άστυ.
Όμως αυτό το τελευταίο διάστημα, από τότε που τον καταχώρησαν στον κατάλογο όσων πρόκειται να επαναπατριστούν λόγω ανήκεστου τραυματισμού και τον έστειλαν στα Σούσα σε αναμονή της αναχώρησης, το άλγος του νόστου περιορίστηκε και άρχισε να βλέπει τον κατακτημένο τόπο με κάπως διαφορετικό μάτι, που πάει να πει με λιγότερες προκαταλήψεις και με περισσότερο ενδιαφέρον και περιέργεια.
Ίσα με τώρα, το άγχος των αλλεπάλληλων μαχών και η αναπόφευκτα τεντωμένη ατμόσφαιρα του στρατοπέδου, του δημιουργούσαν άλλου είδους συναισθήματα απέναντι στους λαούς και τις χώρες που υπέκυπταν καθώς το στράτευμα προήλαυνε. Συναισθήματα όχι απολύτως σαφή, αλλά, βέβαια, ούτε ψύχραιμα ούτε και ιδιαιτέρως φιλικά.
Τώρα όμως ο Παλαμήδης θέλει να μάθει περισσότερα, ό, τι τέλος πάντων προλάβει, για την κοινωνία αυτού του περίεργου τόπου όπου έδωσε τις τελευταίες του μάχες.
Έτσι ο απόμαχος περνάει αυτές τις ύστατες μέρες της παραμονής του εδώ τριγυρίζοντας στα σοκάκια και τις αγορές της Πόλης των Κρίνων και συλλέγοντας κυρίως οπτικές εντυπώσεις∙ εκτός κι αν είναι τυχερός και συναντήσει κανένα ελληνομαθή ντόπιο ή κάποιον Έλληνα που να γνωρίζει την τοπική γλώσσα, οπότε μπορεί να μάθει κάτι περισσότερο ρωτώντας και συζητώντας.
Στις περιηγήσεις του αυτές ο Παλαμήδης προσπαθεί να αποφύγει ορισμένα σημεία της πόλης, τα οποία αντίθετα είναι πολύ δημοφιλή ανάμεσα σε πολλούς συναδέλφους του – είτε υπό αποστρατεία είτε όχι. Πρόκειται για τους χώρους εκείνους που είναι αφιερωμένοι στα παιχνίδια: Παίγνια επιτραπέζια, κυρίως κύβοι και αστράγαλοι, συνήθως γύρω από πολύχρωμους πάγκους που οι επιτήδειοι συνακολουθούντες μεταφέρουν από τους καταυλισμούς τους στις αγορές των νεοκατακτημένων πόλεων, αλλά και παιχνίδια στοιχημάτων, που οργανώνονται σε αυτοσχέδιες αρένες, όπου κοκόρια και σκύλοι διεκδικούν πρωταθλήματα (ελεύθερης όσο και θανάσιμης) πάλης και ταχύτητας. Καμιά φορά, παρά την σχετική απαγόρευση του φρουραρχείου, τα στοιχήματα στήνονται για αγώνες ανάμεσα σε γεροδεμένους σκλάβους.
Ο Παλαμήδης, υπήρξε θύμα μιας ισχυρής έλξης προς αυτά τα παιχνίδια και το ξέρει, όπως ξέρει και ότι οι δαίμονες-υποκινητές βρίσκονται ακόμη μέσα του. Έτσι, συχνά, οι φυγόκεντρες δυνάμεις που επιβάλει στον εαυτό του δεν καταφέρνουν να υπερκεράσουν τις παιγνιομόλους που του υποβάλλουν ύπουλα οι δαίμονες και ο Παλαμήδης ύστερα από σπειροειδείς περιπάτους, βρίσκεται παγιδευμένος δίπλα στα τραπέζια του τζόγου, να παρακολουθεί προσπαθώντας να μην παίξει.
Εκεί, στη γειτονιά των παιγνίων, στην άκρη της Αγοράς, οδηγεί τον Ευρυμέδοντα και την μικρή Πουλχερία ο Οινοκράτης, ο οποίος έχει πάρει μαζί του, μπας και τυχόν χρειαστεί γλωσσική βοήθεια, τον κολλητό του πλέον, Χοντρόη. Αφού λοιπόν έχει ήδη ρωτήσει δυο τρεις από τους περιφερόμενους έλληνες στρατιωτικούς, ο τελευταίος απ’ αυτούς τού έχει υποδείξει μια ομάδα οπλιτών, που αν κρίνει κανείς από τις στολές τους προέρχονται από διαφορετικά σώματα, οι οποίοι φωνασκούν στριμωγμένοι γύρω από ένα υπαίθριο τραπέζι. Παρά τη βοή της αγοράς και τις φωνές των παικτών, από εκείνη τη μεριά προέρχεται διακριτός ο ήχος των κύβων που κατρακυλάνε στην τάβλα.
Ο Σικελός προκειμένου να ολοκληρώσει αισίως την έρευνα που έχει οικειοθελώς αναλάβει, αρχίζει να φωνάζει: «Παλαμήδης… Παλαμήδης από την Αθήνα… Είναι εδώ ο Παλαμήδης ο Αθηναίος; Μήνυμα από την καλλίπυγο Θαΐδα για τον Παλαμήδη τον εξ Αθηνών»
[1] Φηρές ή Φαρές: Αρχαία πόλη, περίπου στη θέση της σημερινής Καλαμάτας. Οι αρχαίες Καλάμαι ήταν γειτονικό χωριό.
[2] Ευρυμέδοντας Ποταμός: Ποταμός της Μικράς Ασίας που εκβάλλει στον κόλπο της Αττάλειας απέναντι απ’ την Κύπρο. Εκεί οι Έλληνες, υπό την ηγεσία του Κίμωνα του Αθηναίου, νίκησαν τους Πέρσες περί το 466 πΧ.