Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for 23 Νοεμβρίου 2015

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Γ΄, κεφάλαιο πέμπτο. Όπου ο Παλαμήδης εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του.

Posted by vnottas στο 23 Νοεμβρίου, 2015

Κεφάλαιο πέμπτο. Κεντρική αγορά των Σούσων: η Πλατεία των Παιγνίων.

Όπου ο Παλαμήδης εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του.

images (7)

Ακούγοντας το όνομα της Θαΐδας ο Παλαμήδης ξαναβάζει το βαλάντιο, που είχε ασυνείδητα ανασύρει καθώς παρακολουθούσε το παιχνίδι των κύβων, στο θυλάκιο κάτω από τον μανδύα του και χαμογελάει.

«Ώστε σας στέλνει η Θαΐδα», λέει φωνάζοντας ώστε να καταφέρει να ακουστεί πάνω από τη βαβούρα του παιχνιδιού. «Τι κάνει αυτή η ψυχή;  Και τι μπορώ να κάνω εγώ γι αυτήν; Μου φαίνεται σαν χτες, κι όμως τώρα που το σκέπτομαι, την τελευταία φορά που την είδα ήμασταν ακόμη στην Αθήνα…

Αλλά, περιμένετε, εδώ έχει πολλή φασαρία. Δε μπορεί να μιλήσει κανείς. Πάμε να καθίσουμε σ’ εκείνο το περιστύλιο, στο βάθος».

Ρίχνει μια περιστροφική ματιά στους τέσσερεις που έχουν μαζευτεί γύρω του. «Μα πόσοι είστε; Είναι και ο παχουλός Πέρσης μαζί σας; Εντάξει, ελάτε όλοι.   Αν δεν μου φέρνετε δυσάρεστα νέα, θα σας κεράσω ένα ποτήρι κρασί».

«Η νεαρή από ‘δω είναι ακόλουθός της Θαΐδας», διευκρινίζει ο Ευρυμέδοντας καθώς προχωρούν προς το περιστύλιο, όπου  κάτω απ’ τον ίσκιο μιας συστάδας φοινικόδεντρων και πάνω σε στενόμακρους πάγκους σερβίρουν ποτά και μεζέδες από ένα παρακείμενο περσικό μαγαζί. «Θα σου εξηγήσει η ίδια περί τίνος πρόκειται».

Κάθονται στα πέτρινα πεζούλια που περιστοιχίζουν τους πάγκους και το Πουλχερίδιον εξηγεί στον απόμαχο τι ακριβώς θέλει η κυρά της απ’ αυτόν. Ύστερα βγάζει από το δισάκι που έχει περασμένο στον ώμο της το μικρό κύλινδρο και του τον δίνει.

«Αυτό είναι όλο;» αναρωτιέται ο Παλαμήδης, παίρνοντας στα χέρια του τον πάπυρο. «Να πεις στην κυρά σου ότι θα εκτελέσω την επιθυμία της μετά χαράς. Και να της μεταφέρεις την αγάπη μου. Πες της ότι η Αθήνα δε θα είναι ίδια χωρίς αυτήν». Ύστερα σηκώνει το χέρι του και ένας αεικίνητος σερβιτόρος εμφανίζεται για να πάρει παραγγελία.

arhaia-ellada-diatrofi

«Εύχομαι οι θεοί να σου χαρίσουν αίσια επιστροφή», λέει ο Ευρυμέδοντας και αφού χύσει μια γουλιά κρασί στο δάπεδο, σηκώνει τον κύλικα ψηλά. Οι άλλοι τον μιμούνται.

«Σας ευχαριστώ» απαντάει ο απόμαχος, υψώνοντας κι αυτός τον κύλικά του με το αριστερό χέρι.

Πίνουν.

«Ποια, άραγε, θα μπορούσε να είναι η ευτυχέστερη στιγμή μιας εκστρατείας παρά η επιστροφή των νικητών στην πατρίδα», παρατηρεί ο Ευρυμέδοντας και νιώθει να τον πλημμυρίζει κάτι σαν απρόβλεπτη συγκίνηση, που ξαφνιάζει και τον ίδιο.

Ο Παλαμήδης τον κοιτάζει προσεκτικότερα.

«Βλέπω ότι δεν είσαι Μακεδόνας, και σίγουρα ούτε Αθηναίος… Σε ποια μονάδα υπηρετείς συμπολεμιστή;»

«Είμαι Θεσσαλός ιππέας από την Φάρσαλο, αλλά μ’ έχουν αποσπάσει στην υπηρεσία των λογογράφων, εννοώ εκείνους που βρίσκονται υπό την ηγεσία του Καλλισθένη του Ολύνθιου και του Ευμένη του Καρδιανού».

Ο απόμαχος κουνάει το κεφάλι του με νόημα. «Οι οποίοι, από ό, τι ξέρουμε όλοι, είναι κάτι παρά πάνω από απλοί καταγραφείς των γεγονότων…».

Ο Ευρυμέδοντας, που έχει ακούσει κι άλλες φορές αυτό το σχόλιο, ειπωμένο άλλοτε με φόβο, άλλοτε με ψόγο, σπάνια με σκωπτική διάθεση, χαμογελάει: «Δεν γίνεται καταγραφή χωρίς πρώτα να συλλεχθούν και να αξιολογηθούν πληροφορίες».

«Έχεις δίκιο» παραδέχεται ο Αθηναίος. «Ούτε πόλεμος. Ούτε καν συντονισμός της εκστρατείας».

αρχείο λήψης (1)

Ο Παλαμήδης μένει για λίγο σιωπηλός κι έπειτα κοιτάζει τον νεαρό Θεσσαλό στα μάτια.

«Κοίτα συμπολεμιστή. Εγώ, καλώς ή κακώς φεύγω. Όχι επειδή το ζήτησα, αλλά επειδή έτσι το θέλησε η ειμαρμένη. Αφού όμως το ‘φεραν οι θεοί πριν φύγω να συναντήσω κάποιον σαν κι εσένα, δηλαδή κάποιον από εκείνους που ανάμεσα στα καθήκοντά τους είναι να ενδιαφέρονται για το τι γίνεται στη βάση του στρατεύματος, για το τι λένε και τι σκέπτονται οι οπλίτες, λέω να σου πω μερικές κουβέντες, κι εσύ καν’ τες ό, τι θέλεις.

Αν θες, κράτα τες για τον εαυτό σου∙ είσαι νέος και μπορεί να σε βοηθήσουν να καταλάβεις καλύτερα τι τρέχει γύρω μας αυτήν τη μπερδεμένη και πυκνή σε γεγονότα εποχή, ή αν θες πάλι ανάφερέ τες στους ανώτερούς σου∙ κανονικά, κι αν δεν έχω εκτιμήσει λάθος τη δουλειά που κάνουν, θα πρέπει, όσα σου πω, να τους ενδιαφέρουν.

Σου μιλάει ένας Αθηναίος πολίτης, από εκείνους που, όταν καλούνται να συναποφασίσουν στην εκκλησία του Δήμου για σημαντικά ζητήματα, θέλουν να γνωρίζουν όσο γίνεται  περισσότερα για τα επίμαχα θέματα. Ένας από εκείνους που εκτιμούν  τις πληροφορίες, και περισσότερο εκείνες που με την κατάλληλη επεξεργασία καταλήγουν σε πολύτιμες γνώσεις».

Ο Ευρυμέδοντας κοιτάζει κι αυτός παρατηρητικά τον απόμαχο.  Προς στιγμήν αναρωτιέται αν τον περιμένει μια ακόμη φλυαρία από εκείνες που συνηθίζουν οι ηλικιωμένοι, αυτοί τέλος πάντων που εγκαταλείπουν την ενεργό δράση, ή εάν αυτός ο συμπαθής ψηλός γκριζομάλλης έχει να του πει κάτι το ενδιαφέρον. Αποφασίζει ότι  ακόμη κι αν ισχύει η πρώτη εκδοχή, είναι ορθό να δείξει τον πρέποντα σεβασμό προς τον τραυματισμένο πολεμιστή. Έπειτα, δεν έχει κανείς κάθε μέρα την ευκαιρία να ακούσει την περίφημη αττική διάλεκτο όπως την μιλάει ένας γνήσιος Αθηναίος.

Ο Θεσσαλός ρίχνει μια ματιά και στους άλλους: Ο Οινοκράτης, πλάι του, δείχνει να ενδιαφέρεται για τη συζήτηση, ενώ στην άλλη του πλευρά το  Πουλχερίδιον έχει κουρνιάσει κάτω από τη στρατιωτική του χλαμύδα, μια που το λεπτό της φόρεμα δεν αρκεί για να την προφυλάξει από την πρωινή ψύχρα. Ο Χοντρόης περιφέρει (κυκλικά) το ανήσυχο βλέμμα του στον δρόμο, έξω από το περιστύλιο.

«Σε ακούω συμπολεμιστή», λέει ο Ευρυμέδων.

zari

«Είμαστε σε αυτή την εκστρατεία εδώ και τέσσερα χρόνια. Νικάμε. Και όχι τον οποιοδήποτε δικό μας, ή κάποια από τις άγριες συνοριακές φυλές του βορρά, αλλά την μεγάλη Περσική Αυτοκρατορία. Οι μισθοί των στρατιωτών φτάνουν πλέον χωρίς καθυστερήσεις. Κι εμείς οι τραυματισμένοι και οι απόμαχοι επιστρέφουμε με τιμές στην Ελλάδα.

Πράγματι έτσι είναι και γι αυτό θα είχες ίσως δίκιο να μου πεις: τι θέλεις Παλαμήδη και γκρινιάζεις; Τι έχεις δει που δεν πάει καλά; Τι βλέπεις εσύ που οι αρχηγοί δεν βλέπουν;

Τι βλέπω… Ας αρχίσουμε από αυτό που μπορείς να δεις και εσύ Θεσσαλέ. Κοίτα εκεί έξω. Τους βλέπεις τους πάγκους με τα παιχνίδια; Εγώ τους γνωρίζω καλά. Δεν πρόκειται, όπως μοιάζει, για τη δίκαια αναψυχή των πολεμιστών που μετά τις πολεμικές συγκρούσεις στριμώχνονται και εκτονώνονται γύρω από τα ζάρια∙ πρόκειται για την αναπάντεχη, οργανωμένη και κρυφή ήττα τους! Ξέρω τι σου λέω.

Στην αρχή, καταφτάνουν γύρω από αυτά τα τραπέζια άμαθοι. Νομίζουν ότι αφού οι θεοί τους γλίτωσαν από τους κινδύνους της μάχης, είναι πλέον άτρωτοι σε οποιαδήποτε διακινδύνευση. Όμως, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, έχουν πια εθιστεί στον  τζόγο.

Τι κι αν το ξέρουν πως πρόκειται για απάτη. Τι κι αν ξέρουν ότι εκτός από τους επιτήδειους που στήνουν τα παιχνίδια, είτε τους δικούς μας είτε τους ντόπιους, δεν κερδίζει κανένας άλλος. Παίζουν και χάνουν. Αυτοί, που η Ιστορία θα καταχωρήσει ως τους κατ’ εξοχήν νικητές! Χάνουν κανονικά. Συστηματικά.

Δεν ξέρω αν παίζεις Θεσσαλέ, αλλά σίγουρα θα έχεις ακουστά για εκείνους, είναι πια πολλοί, που έχασαν περιουσίες ολόκληρες σ’ ένα ανόητο στοίχημα.

Και τι έγινε, θα μου πεις. Ας χάσουν και κανένα μισθό. Παθήματα, μαθήματα. Αυτοί δε θα ζήσουν όπως εμείς στις περίκλειστες αυτόνομες πόλεις μας, όπου όλοι εποπτεύουν και προστατεύουν όλους και κυρίως τους νέους. Αυτοί εδώ θα ζήσουν στη νέα μεγάλη ενιαία αυτοκρατορία. Πρέπει να μάθουν να αυτόπροστατεύονται.

Ίσως θα έπρεπε να είναι έτσι. Όμως δεν είναι. Η απομύζηση των οπλιτών δεν γίνεται μόνο με τα τυχερά παιχνίδια. Έχει κι άλλα σαγόνια.

Για κοίτα εκεί παρακάτω, όχι δε λέω για τους μπερντέδες των πορνείων, κοίταξε εκείνα τα πολυτελή τραπέζια πού ‘ναι στημένα στην άκρη του δρόμου, μπροστά από τα μαγαζιά και τις αποθήκες των ντόπιων -οι οποίες, αν πλησιάσεις, θα διαπιστώσεις ότι είναι γεμάτες με λάφυρα πολέμου.

Romanreliefbank

Σε τούτη τη γωνιά της Αγοράς είναι μαζεμένα τα περισσότερα τραπέζια. Πρόσεξε τους τραπεζίτες τους. Δεν είναι μόνον οι γνωστοί συνακολουθούντες, οι νομισμανταλλάκτες και οι αργυραμοιβοί.   Τα διακρίνεις τα σαρίκια και τις πολύχρωμες στολές των ντόπιων τοκογλύφων; Τους βλέπεις, με τους γραφείς και τους δραγουμάνους από κοντά, να διαλαλούν το εμπόρευμά τους; το Χρήμα! Βλέπεις τους δούλους που από τους κουβάδες με την νωπή άργιλο φτιάχνουν τα πλακίδια όπου θα καταγραφούν οι όροι των συναλλαγών;  Το ξέρεις ότι οι περισσότεροι είναι Βαβυλώνιοι που ισχυρίζονται ότι έχουν ειδική άδεια, μετά από την αναίμακτη παράδοση της πόλης τους, να δανείζουν έντοκα τους οπλίτες μας και να αγοράζουν τα λάφυρα;

Μα ναι, τα ξέρεις όλα αυτά. Κυκλοφορείς στη πόλη και τα βλέπεις. Εκείνο που ίσως δε ξέρεις είναι πόσοι από τους στρατιώτες μας είναι ήδη καταχρεωμένοι.

Χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσουν, έχουν διανύσει έναν  πλήρη κύκλο από αίμα και χρήμα, χωρίς τελικά να αποκομίσουν παρά χρέη. Μάχες, νίκες, λάφυρα που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο να αποθηκευτούν και  που ανταλλάσσονται με νομίσματα. Χρήματα και τιμαλφή, κερδισμένα χάρη στα ξίφη που όμως θα διασπαθιστούν για να δημιουργηθούν τελικά νέα χρέη.

Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτο ή πιθανότατα, λέω εγώ, ελεγμένο από δυσδιάκριτους παράγοντες, που η ηγεσία πρέπει να βρει και να εξουδετερώσει. Έγκαιρα. Εάν Θεσσαλέ, δεν πάρετε μέτρα, σε λίγο καιρό τα προβλήματα που σωρεύονται στο στράτευμα θα οδηγήσουν σε εκτροπές που δε θα μπορείτε πια να ελέγξετε».greekvases-2-640

Καθώς ο Παλαμήδης εκφράζει τις ανησυχίες του για την πορεία της εκστρατείας και ενώ ο νεαρός Ευρυμέδοντας, ο Οινοκράτης, ακόμη και το Πουλχερίδιον, τον παρακολουθούν τώρα με ενδιαφέρον, ο μόνος που μοιάζει να είναι αλλού είναι ο Χοντρόης.  Ο Πέρσης έχει προσηλώσει το βλέμμα του στο βάθος, απέναντι από το περιστύλιο, όπου σε μια πρόχειρα περιφραγμένη αυτοσχέδια αρένα, ετοιμάζεται η διεξαγωγή ενός αγώνα ταχύτητας με πρωταγωνιστές, αν κρίνει κανείς από τις υλακές που φτάνουν ως εδώ, σκύλους-δρομείς.

Δεν είναι η κυνοδρομία που έχει τραβήξει τη προσοχή του Χοντρόη -αυτό το παιχνίδι είναι γνωστό στα Σούσα και δεν εντυπωσιάζει κανένα- αλλά κάποιοι από τους  επισκέπτες που καταφτάνουν για να παρακολουθήσουν τον αγώνα και να στοιχηματίσουν.

Ο Πέρσης περιστρέφει τώρα το στρογγυλό του κεφάλι προς τον Οινοκράτη και προσπαθεί να του κάνει διακριτικά νόημα, αλλά εκείνος είναι προσηλωμένος στην αγόρευση του Παλαμήδη και δεν παίρνει χαμπάρι, έτσι ο Χοντρόης τον τραβάει απ’ το ιμάτιο, και όταν εκείνος σκύβει του λέει.

«Παπαρατήρησε έναντι, Οίνον-Εκράτη. Ανεφάνη Χωλός μετά των αυτού συνοδών».

«Τι λες Χοντρόη; Τι θέλεις τώρα πάλι…» αρχίζει να διαμαρτύρεται ο Οινοκράτης, αλλά μετά διαπιστώνει περί τίνος πρόκειται:   Στο βάθος, ανάμεσα στους κυνόφιλους τζογαδόρους έχει εμφανιστεί η χαρακτηριστική φιγούρα του Άρπαλου καθώς και των σωματοφυλάκων του, του μετρίως γιγαντιαίου Κάνθαρου και του ακουστικώς προικισμένου Σωσίβιου.

Ο Οινοκράτης καταπίνει βιαστικά το υπόλοιπο κρασί του, ζητά ευγενικά την άδεια να εγκαταλείψει την συντροφιά προκειμένου να ασχοληθεί με τις δουλειές της ημέρας και, τραβώντας τον Χοντρόη από το μανίκι, εξαφανίζεται μέσα στο πολύχρωμο πλήθος που έχει γεμίσει το πλάτωμα μπροστά από το περιστύλιο.

αρχείο λήψης (1)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »