Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

  • Βόλτα στο ιστολογοφόρο με μουσική του Μάουρο Τζουλιάνι

  • Περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα "Κύλικες και Δόρατα": Κλικ στην εικόνα

  • Δημοφιλή άρθρα και σελίδες

  • Οι καιροί που αλλάζουν...

  • Κυκλοφόρησε:

  • Εκδότης: Ι. Σιδέρης ISBN: 978-960-08-0850-6 Σελίδες: 646 Σχήμα: 17×24 Συγγραφέας: Β. Νόττας

  • *

  • ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΦΙΛΩΝ

  • LIBRI RECENTI DI AMICI

  • Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.

  • * Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.

  • * Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ .

  • * ¨Απριλίου ξανθίσματα¨. Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.

  • Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά στη μνήμη. Ήταν το παρελθόν που σαν αδέσποτο σκυλί είχε επιτεθεί στο είναι του. Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν κοκκίνισαν τις εικόνες. *** Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨

  • *** Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Αιφνίδια και διαρκή¨

  • Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****

  • Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

  • ***** Γραφει ο Gianfranco Bettin

  • ***** Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος

  • Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές εσύ τι θα γράψεις ; μου αντέτεινε η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης. Κι εγώ την αποκεφάλισα.

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι] Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή να γίνω τέλειος. Έτσι μίσησα την τελειότητα κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών. Έχω λοιπόν πολλά να κάνω αναζητώντας μέσα από ελλείψεις τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους με την σιγουριά του αλάθητου. Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι. *****

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.

  • Σχόλια

    suriforshee1988's avatarsuriforshee1988 στη Οι κορασίδες και οι παραχ…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Οι χαρταετοί θα επιστρέψουν κα…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Σκηνές από τη δεκαετία του…
    Jude's avatarJude στη Ευτυχισμένους έρωτες δεν …
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Ποιητικές παραβολές ή  Ο…
  • Βιβλία και άλλα κείμενα

    Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα

  • Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου

  • ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Κοινωνική και Οικιστική εξέλιξη: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.- Συγγραφείς: Βασίλης Νόττας, Πάνος Σταθακόπουλος. Δήμος Κρύας Βρύσης Εκδόσεις Δεδούση. Σελίδες: 154 Θεσσαλονίκη 1998.

  • Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα

  • Α΄Έκδοση Εκδότης ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ Θέμα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας (Ανώνυμος Ένας)

  • Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨

  • Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.

  • ¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.

  • Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου

  • *
  • Συγγραφικά φίλων

    Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)

  • Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)

  • Κάποιες απόψεις και άρθρα…

    Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα

  • …και ένα θεατρικό κείμενο: Ο Λυσίστρατος

    Παρωδία σε επτά σκηνές (κλικ στην εικόνα)

  • Περιπέτειες καρδιάς

    Για τα σχετικά κείμενα, κλικ στην εικόνα

  • Περιπέτειες συγγραφής

    Σημειώσεις για την ερασιτεχνική συγγραφή

Η τρυφερή Μελίσσα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Νοεμβρίου, 2015

 Ο Νίκος «κεντάει» πάνω στον καμβά των παιδικών αναμνήσεων…  

    71237014

     ΜΕΛΙΣΣΑ

 (γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος)

Μελίσσα τη λέγανε.  Ήταν πολύ όμορφη κι είχε μια καλοσύνη ανεπιτήδευτη, πηγαία που δε την βρίσκεις εύκολα.  Το χρώμα της σκούρο μελί, τα μάτια της βαθύ καφέ, ας μη χαμογελούσε απέπνεε μιαν αισιοδοξία μέσα από τη σιγουριά της.  Μέρα τη μέρα με κατάκτησε σε τέτοιο βαθμό που αναζητούσα να τη συναντήσω για να αισθανθώ βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά.  Ήταν ο πρώτος μου έρωτας και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχα συμπληρώσει τα πέντε.  Όταν πήγαινα στο χώρο της, σηκωνόταν με πλησίαζε με επεξεργαζόταν με περιέργεια και συμπάθεια τέτοια που με γέμιζε ευφορία.  Της άρεσε πολύ να χαϊδεύω το θαυμάσιο τρίχωμά της και μου το ανταπέδιδε ακουμπώντας τη πελώρια μουσούδα της πάνω στα ξανθά αχτένιστα μαλλιά μου.  Ακράδαντα πιστεύω μέχρι σήμερα ότι δεν έχει υπάρξει άλλη τέτοια αγελάδα. 

Η σχέση που μ’έδενε με τη Μελίσσα εκτός από ψυχική κι αισθηματική αποτελούσε εγγύηση για μένα, μια κι ο παππούς μου πλάι της έβαζε τη Παγώνα, άλλη αγελάδα, που ήταν χαρακτήρας κακός, επιθετικός, μ’έναν αδικαιολόγητο κυκλοθυμισμό κι άκρως επικίνδυνη σε όποιον την πλησίαζε.  Όχι μόνο δεν την αγαπούσα την κοκκινοτρίχα αυτή, αλλά τη φοβόμουν και την έτρεμα.  Τρεις φορές που χρειάστηκε μεσολάβησε αποφασιστικά η Μελίσσα για να με προστατέψει, απομακρύνοντάς την.  Η αλήθεια είναι ότι φαινόταν να την υπολογίζει η Παγώνα γι αυτό όταν μ’έβλεπε κοντά στην αγαπημένη μου, δεν ασχολιόταν καθόλου μ’εμένα παρ’ότι το βλέμμα της έκρυβε πάντα μιαν αδιευκρίνιστη απειλή.

Πέρασαν έτσι περίπου τέσσερεις μήνες.  Η συντροφιά με τη Μελίσσα πρωί απόγευμα γέμιζε τις παιδικές μου ώρες.  Ένα ανοιξιάτικο ξημέρωμα πολύ νωρίς πριν προβάλλει ο ήλιος, ξύπνησα τρομαγμένος από δυνατά χτυπήματα που ακούστηκαν στην εξώπορτα.  Άγνωστες φωνές έφτασαν στ’αυτιά μου.  Άκουσα τον παππού να τους αποκρίνεται λέγοντας : «Ένα λεπτό να βάλω το παντελόνι μου και θα σας πάω να τις δείτε.»  Ύστερα ακολούθησε παύση για μερικά λεπτά.  Σε λίγο όμως άκουσα μια βραχνή φωνή, δε θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μου η χροιά της, να λέει : «Δεν υπάρχει κανένα θέμα διαλέξαμε αυτή που είπαμε, αύριο το πρωί θα έρθουμε με τα χρήματα ο λόγος μας όπως ξέρεις είναι συμβόλαιο.»  Μετά τα βήματά τους απομακρύνθηκαν κι ο ήχος τους στο λιθόστρωτο καθώς αργόσβηνε, ήταν σαν εισαγωγή σε μουσικό μελαγχολικό κομμάτι.   Ένα προαίσθημα λύπης με κυρίευσε.  Η τρελή μου υποψία επιβεβαιώθηκε όταν ο παππούς μου πληροφόρησε την γιαγιά πως οι άγνωστοι απ’το διπλανό χωριό διάλεξαν ν’αγοράσουν τη Μελίσσα.  Μαχαιριά στο στέρνο μου έπεσε το νέο.

Ντύθηκα βιαστικά κι έτρεξα στο στάβλο.  Ανύποπτη η αγαπημένη με περιεργάστηκε με κάποια απροσδιόριστη θλίψη, έτσι μου φάνηκε.  Ενώ τη χάιδεψα ένιωσα ρίγος, μουρχόταν να κλάψω.  Ήταν η πρώτη μου φορά που βίωνα ένα χωρισμό.  Αυτή ήρθε από πάνω μου και με την ανάσα της να μοσχοβολάει βίκο κι αγριόχορτα δρόσιζε το κεφάλι μου.  Θυμάμαι καθαρά τη μέρα εκείνου του μακρινού Απριλίου.  Ο λαμπρός ήλιος ανέβαινε καλπάζοντας στον ουρανό, τα πουλιά τραγουδούσαν ασταμάτητα κι άπειρα ζωύφια πετούσαν ζουζουνίζοντας.  Βράδιασε γρήγορα, πολύ γρήγορα έτσι μου φάνηκε.  Δεν θυμάμαι αν έφαγα, πότε και πως κοιμήθηκα.  Μια μαυρίλα μόνο τύλιγε τη σκέψη μου. 

Όταν το φως της αυγής άρχισε να μπαίνει από τον φεγγίτη και να διαλύει το σκοτάδι στο δωμάτιο, σηκώθηκα από νωρίς κι έτρεξα στη Μελίσσα.  Οι τελευταίες μας στιγμές, σκεφτόμουν μοιρολατρικά.  Περίμενα μ’ένα κόμπο στο στήθος να δω τους ανυπόφορους μισητούς εχθρούς να καταφθάνουν.  Δεν άργησαν.  Ήταν πολύ κεφάτοι.  χαιρέτησαν τον παππού, του μέτρησαν πολλά χαρτονομίσματα λέγοντάς του ταυτόχρονα πως είχαν μεταβάλλει γνώμη.  «Λέμε ν’αγοράσουμε την άλλη την κόκκινη εάν δεν υπάρχει αντίρρηση», κατέληξαν.  Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, μουρχόταν να φωνάξω ζήτωωω ! …  Ο παππούς  δεν αρνήθηκε και μετά από λίγο η Παγώνα καπιστρωμένη και δεμένη μ’ένα σκοινί που την άκρη του κρατούσε ο ένας από τους αγοραστές, έφευγε μαζί τους.  Με κοίταζε με το απλανές βλέμμα της σαν να μου ζητούσε συγνώμη.  Εγώ ήδη την είχα συγχωρήσει.  Έμεινα για λίγο σκεπτικός μέχρι που χάθηκε απ’το οπτικό μου πεδίο η Παγώνα με τους νέους ιδιοκτήτες της. 

Πολύ αργότερα έμαθα ότι οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν πως «Ους οι θεοί βούλονται σώζεσθαι και εξ αυτών ανασπώσι των βαράθρων.»  Αν το ήξερα τότε θα ταίριαζε απόλυτα με τα όσα έγιναν.  Έτσι απροσδόκητα ξαναβρέθηκα με τη Μελίσσα.  Οι μέρες χάντρες στο κομπολόι του χρόνου συνέχισαν να παρέρχονται η μια μετά την άλλη, η μια μετά την άλλη…

Ένα μεσημέρι θυμάμαι ότι μετά το φαγητό ο παππούς διάβαζε στη γιαγιά δυνατά και πολλές φορές συλλαβιστά μιαν εφημερίδα που τυχαία είχε πέσει στα χέρια του.  Τα λόγια δυσνόητα για μένα τότε, όμως έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου ανεξίτηλα.  «Τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας οδηγήθηκαν και οι δύο καταδικασθέντες στο Γουδί στο συνήθη τόπο των εκτελέσεων και πριν την ανατολή του ήλιου εθανατώθησαν δια τυφεκισμού.»  Τι πα να πει εθανατώθησαν δια τυφεκισμού  ; τόλμησα να ρωτήσω.  Δεν πρόλαβα να πάρω απάντηση γιατί μπήκε η μαμά μου στη κάμαρα κι ανήγγειλε το νέο που είχε φτάσει στ’αυτιά της.  Την Παγώνα λέει την είχαν σφάξει και το κρέας της πουλήθηκε στα χωριά της περιοχής μέχρι την Αρεόπολη.   Ο παππούς άφησε να του πέσει η εφημερίδα και κάτι σαν να συλλογίστηκε.  Η γιαγιά που πάντα ήταν πιο ψύχραιμη σχολίασε με ρεαλιστική αυθάδεια, αυτός ήταν ο προορισμός της, όπως όλων των αγελάδων.  Εγώ ανατρίχιασα και ταυτόχρονα μούρθε στο μυαλό η Μελίσσα.  Κυριολεκτικά είχε γλιτώσει από του χάρου τα δόντια.  Κατά βάθος είχα συγκλονιστεί από την τύχη της δύστροπης Παγώνας και την σκεφτόμουν χωρίς να μούρχονται οι κακές στιγμές της.

firing-squad-execution

Μετά απ’όλα αυτά μπορώ να πως ότι έγινα ακόμα πιο τρυφερός με τη Μελίσσα.  Χωρίς νάχω συνειδητοποιήσει τι είναι ο θάνατος, ένιωθα ότι είναι κάτι αμετάκλητο, χωρίς επιστροφή.  Όλα γίνονταν κάτω από τη σκιά του σ’ένα οδυνηρό άγνωστο θαμπό τοπίο.  Αυτό μου δημιουργούσε μιαν αναστάτωση στο στήθος.  Η σκέψη μου ταραζότανε ασυνήθιστα όταν προσπαθούσα να φτάσω σε κάποιο ξέφωτο διέξοδο.  Δεν κατάφερνα όμως νάχω κάποιαν εξήγηση.

Στο μεταξύ μπήκαμε στο καλοκαίρι.  Αίθριες διαυγείς μέρες και νύκτες αστρογεμισμένες, με συνέπεια εναλλάσσονταν και διέγραφαν την τροχιά του διανυόμενου χρόνου.  Ένα πρωινό του Ιουλίου, όταν ξύπνησα η μαμά μου ανακοίνωσε ότι θα φεύγαμε γιατί ο πατέρας μου μας περίμενε στην Αθήνα.  Μ’έπλυνε, με χτένισε, μ’έντυσε με τα καλά μου και κατεβήκαμε στο Γερολιμένα για να πάρουμε το πλοίο για Πειραιά.  Επειδή διέκρινε πως στεναχωρήθηκα μου υποσχέθηκε κατηγορηματικά πως σύντομα θα επιστρέφαμε.  Εγώ πάντως με δάκρυα στα μάτια είχα αποχαιρετήσει τη Μελίσσα γιατί κατά βάθος κάτι μου έλεγε ότι δεν πρόκειται να την ξαναδώ.  Αλλά κι εκείνη κάτι είχε ψυχανεμιστεί αφού εκτός από την έκδηλη μελαγχολία στα μάτια της, μουγκανίστηκε, πράγμα που δεν το συνήθιζε, δυο φορές δυνατά και παραπονιάρικα. Σαν το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι του Πειραιά είδα έκπληκτος για πρώτη φορά αυτοκίνητα να κινούνται πάνω κάτω στους δρόμους ενώ ένα βυτιοφόρο υδροφόρος του Δήμου κατάβρεχε για να μη σηκώνεται σκόνη.  Εγώ σκεφτόμουν εκείνη.  Α γιατί να μην την έχω κοντά μου ;  Να βλέπουμε μαζί όλα αυτά τα θαύματα. 

Σιγά σιγά μπήκα σ’ένα νέο τρόπο ζωής.  Έμαθα να παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς, έκανα τους πρώτους μου φίλους, όμως ποτέ δεν σταμάτησα να συλλογίζομαι τη Μελίσσα.  Οι λιγοστές ελπίδες μου για επιστροφή στο χωριό εξανεμίστηκαν μάλλον ανώδυνα αφού οι νέες συνθήκες διαβίωσης μου αποκάλυψαν ένα νέο κόσμο ωραιοποιημένο ή μπορεί κι ωραίο.   Χωρίς να το επιδιώξω έμαθα μετά από λίγο καιρό ότι ο παππούς που στο μεταξύ αρρώστησε, πούλησε και τη Μελίσσα.  Δεν ρώτησα τι απέγινε, από φόβο μήπως η απάντηση ήταν κάτι που δεν ήθελα ν’ακούσω.   Ποια ήταν η τύχη της άραγε ;  Ναι ήμουν δειλός, δεν θέλησα ποτέ μου να μάθω.  Μερικές φορές όταν την σκεφτόμουνα, χωρίς να το καταλαβαίνω ερχόντουσαν τα λόγια της εφημερίδας που διάβαζε κάποτε ο παππούς :  «Τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας οδηγήθηκαν και οι δύο καταδικασθέντες στο Γουδί στο συνήθη τόπο των εκτελέσεων και πριν την ανατολή του ήλιου εθανατώθησαν δια τυφεκισμού.» 

Στο μεταξύ είχα μάθει τι πα να πει εθανατώθησαν δια τυφεκισμού κι αναρωτιόμουν χωρίς νάμαι σίγουρος, ποιος τάχα είχε θανατωθεί η Μελίσσα ή εγώ ;  Μια γλυκιά πληγή μέσα μου, μου θύμιζε διαρκώς ότι το μόνο που δεν θανατώθηκε ήταν αυτό που είχα νιώσει για κείνη.  Και μου ήταν αρκετό για να ελπίζω και να πορεύομαι.

Ν.Μ.

images

Επί τη (βουκολική) ευκαιρία σας θυμίζω δύο προσαρμογές στα ελληνικά στίχων του Μπρασένς που σας είχα φτιάξει παλιότερα (Β.Ν.)  Έδώ  και εδώ

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.