Κονδυλοφόροι στα δάκτυλα…
(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Το 1961 ήμουν υποχρεωμένος να βρίσκομαι κάθε απόγευμα στο σταθμό της Βασιλικής Χωροφυλακής σ ένα χωριό του Έβρου. Εκεί, παρουσία του πατέρα μου διάβαζα κι έγραφα τα μαθήματα μου, μέσα στο γραφείο του, απλώνοντας τα βιβλία μου και τα δυο μου τετράδια σ ένα μικρό τραπεζάκι.
Ο σταθμός τότε είχε προσωπικό, τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν διοικητής σε επτά χωριά και πέντε χωροφύλακες που ήταν, απ τα μισόλογα που έλεγαν οι συμμαθητές μου, ο φόβος και το τρόμος των ντόπιων.
Ένα απόγευμα του Οκτώβρη έκανα την καλλιγραφία μου στο τραπεζάκι βουτώντας τον κονδυλοφόρο στο μελάνι, κι ο πατέρας μου παιδευόταν μ ένα χειροκίνητο τηλέφωνο, για να μιλήσει σε κάποιον ανώτερο του, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα του γραφείου και μπήκε μέσα ο χωροφύλακας ο Βαγγέλης, που έριχνε το περισσότερο ξύλο απ όλους, στους λίγους που υπήρχαν κομμουνιστές, έχοντας γραπωμένο απ το γιακά, κάποιον Σίμο -γύρω στα σαράντα- που έλεγαν πως ήταν ο μόνος ‘αδιόρθωτος’ αριστερός στο χωριό.
Τον πέταξε πάνω σ ένα ξύλινο καναπέ κι είπε στον πατέρα μου ‘τον έφερα για να του ρίξουμε ένα μπερντάκι πέρα απ το πρωινό γαμώ το καντήλι του, ε καπετάνιο..’
Τότε ο Βαγγέλης γύρισε και με είδε και μου λέει ‘ας πάρω τους κονδυλοφόρους σου αγόρι μου για λίγο..’ ενώ εγώ είχα μαρμαρώσει και παίρνοντας τρεις κονδυλοφόρους, ανοίγει τα δάκτυλα του Σίμου και τους βάζει ανάμεσα τους και ύστερα ,του σφίγγει δυνατά το χέρι, κι αυτός βγάζει ένα ουρλιαχτό σαν σκυλί που το κλωτσάνε κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω κι ο πατέρας μου χασκογελάει, ενώ στο γραφείο οι Χριστοπαναγίες χτυπούν από τοίχο σε τοίχο και μέσα μου, το μόνο που υπάρχει, το νιώθω, είναι ένα μίσος και τίποτα άλλο, τίποτα άλλο, τίποτα άλλο…
Βγήκα τρέχοντας απ το γραφείο και πήγα δίπλα στη κουζίνα του σταθμού όπου ένας άλλος χωροφύλακας έτρωγε τη φασολάδα του και γελούσε ακούγοντας τις κραυγές ‘ έλα κάτσε -μου λέει- θα τον γαμήσουν στο ξύλο αυτόν τον άχρηστο ,ο πατέρας σου κι ο Βάγγος’ κι εγώ τον ρώτησα τι θα τον κάνουν μετά….
Αυτός -ενώ ακούγαμε τα ουρλιαχτά του Σίμου- μου εξήγησε πως αργότερα θα πάει στο σπίτι του και θα ειδοποιήσει τη μητέρα του να ‘ρθει να τον πάρει, γιατί μετά το ξύλο δεν μπορούσε να περπατήσει και γι αυτό τον κουβαλούσε η μητέρα του στη πλάτη.
Δεν θυμάμαι και πολλά για μετά, τι ακριβώς έγινε, παρά μόνο, πως παρόλο που έγραφα όμορφα γράμματα στη καλλιγραφία μου, σιχαινόμουν για χρόνια , πολλά-πολλά χρόνια, τους κονδυλοφόρους.