Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017
Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017
Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.
Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).
*
Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.
Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.
Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.
Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Ιουνίου, 2016
Οι ¨καθώς πρέπει¨ τύποι, ας συγκρατηθούνε
μα τον Τιτανικό αν κυβερνούσα εγώ
πριν καταβυθιστεί, θα ‘λεγα να σωθούνε
οι άπιστες πρώτα γυναίκες, χωρίς δισταγμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές το γιατρικό, -και να μην εκπλαγείτε-
στου μοναχικού τα πάθη και τον πυρετό,
απλόχερα προσφέρουν, μην τις παρεξηγείτε
πρόκειται κατά βάθος… για αλτρουισμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ερωτευτείτε εσείς μ’ όποια σας κάνει κέφι,
όμως και μένα ακούστε, μιλάω σοβαρά:
η άπιστη της πλήξης διώχνει μακριά τα νέφη
κι όσο για τους συζύγους… τα πάω μια χαρά!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όμως για σιγουριά, αυτούς που ‘χω γνωρίσει
τους έχω κοσκινίσει εξαντλητικώς
Αν η κυρία Τάδε μ’ έχει κατακτήσει
θα πρέπει να μ’ αρέσει ο Τάδε κι αυτός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Πρέπει ο κύριος Τάδε να ‘ν από τέλεια πάστα
αλλιώς αλλάζω γνώμη και τα παρατώ,
να ‘ναι καλό παιδί -αν όχι, βρασ’ τα κι άστα-
εκείνος που απ’ το ίδιο ποτήρι θα πιω.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όταν ήμουν μικρός, και μου ‘λειπε εμπειρία
έκανα που και που λάθη αισθητικής
τα ‘μπλεκα με συζύγους π’ ασκούσαν εξουσία,
της φάσης ήταν λάθη της εφηβικής.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ότι ‘μαι πες λοξός ή και κολλημένος
μα ΄κείνος που μαζί του θα γίνω κολλητός
περνώντας την σκυτάλη, στεγνός ή ιδρωμένος,
πρέπει να ’ναι ευπατρίδης και διακριτικός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μα κι άθλιους συζύγους εάν θα συναντήσεις
μη ξεχνάς τους καλούς, ευγενείς και σωστούς
π’ όσο και αν εκείνες, εν τέλει, θες ν’ αφήσεις
τις κρατάς λίγο ακόμη μπας και χάσεις κι αυτούς.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές τις μέρες, έχω κι εγώ μία κυρία
που, -να τα λέμε όλα- χωρίς κέφι τιμώ
όμως με τον δικό της σαν το Δάμωνα με τον Φιντία
γίναμε φίλοι, γι αυτό και δεν την παρατώ.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Κι όταν εκνευρισμένη απ’ τη σχέση μας που φθίνει
βρίσκει έναν τρίτο εκείνη και με απατά,
έτσι και πω: ¨εδώ αυτός ο κύκλος κλείνει¨,
εκείνος μ’ ικετεύει: ne me quittez pas!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μένω κι ο ένας τον άλλο έτσι παρηγορούμε:
¨είσαι ο κερασφόρος που προτιμώ¨
λέω εγώ, κι εκείνος: ¨μπορεί να προηγούμαι,
αλλά μαζί σου θέλω να ΄χω κάτι κοινό¨.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Kι αν αργεί η Σουρλουλού απ’ τα ραντεβού να γυρίσει
και άμα λάχει να ‘χει ρεπό κι η νταντά
κι ο σύζυγος στο ψάρεμα έχει καθυστερήσει
να ‘μαι εγώ, ο φουκαράς, που κρατάει τα παιδιά…
Πέτρες να μην πετάτε στις άπιστες, πια!!!
Ολίγες διευκρινίσεις για το Ιλαρο (τραγικό) τραγουδάκι του Georges Brassens ¨Στη σκιά των συζύγων¨ και την προσπάθεια απόδοσής του στα Ελληνικά.
*Στη δεύτερη στροφή ο Μπρασένς μιλάει, πιο συγκεκριμένα, για τις γυναίκες των σιδηροδρομικών στις οποίες και αποδίδει τα δέοντα εύσημα (σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση οι σταθμάρχες συντηρούν την καλλίτερη ομάδα απίστων). Στα ελληνικά η αναφορά αυτή δεν ¨χώρεσε¨.
*Στην έκτη στροφή μιλάει για τις άπιστες που πλέον αποφεύγει: τις γυναίκες των flics (¨μπάτσων¨)∙ εδώ το αποδώσαμε ως ¨γυναίκες αυτών που ασκούν εξουσία¨.
*Στην ένατη στροφή αντί για τον Ορέστη και τον Πυλάδη χρησιμοποιήσαμε τον Δάμωνα και τον Φιντία. – βόλευε καλύτερα στη ρίμα με την ¨κυρία¨.
*Στην δέκατη στροφή:, το ¨ne me quittez pas!¨ -το άφησα ως έχει. Εκτός από απελπισμένη έκκληση (μη μ’ αφήνεις!), παραπέμπει στο περίφημο τραγούδι του Ζακ Μπρελ.
*Στη δωδέκατη στροφή: Σουρλουλού -απαιτεί σύμπτυξη συλλαβών, αλλά αποδίδει καλύτερα το πνεύμα του δημιουργού (pimbêche: nom féminin: Femme prétentieuse, arrogante, capricieuse).
Ο Μπρασένς σε μια ζωντανή ηχογράφηση
***
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
A l’ombre des maris
Les dragons de vertu n’en prennent pas ombrage,
Si j’avais eu l’honneur de commander à bord,
A bord du Titanic quand il a fait naufrage,
J’aurais crié : «Les femm’s adultères d’abord !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Car, pour combler les voeux, calmer la fièvre ardente
Du pauvre solitaire et qui n’est pas de bois,
Nulle n’est comparable à l’épouse inconstante.
Femmes de chefs de gar’, c’est vous la fleur d’époi
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Quant à vous, messeigneurs, aimez à votre guise,
En ce qui me concerne, ayant un jour compris
Qu’une femme adultère est plus qu’une autre exquise,
Je cherche mon bonheur à l’ombre des maris.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
A l’ombre des maris mais, cela va sans dire,
Pas n’importe lesquels, je les tri’, les choisis.
Si madame Dupont, d’aventure, m’attire,
Il faut que, par surcroît, Dupont me plaise aussi !
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Il convient que le bougre ait une bonne poire
Sinon, me ravisant, je détale à grands pas,
Car je suis difficile et me refuse à boire
Dans le verr’ d’un monsieur qui ne me revient pas.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Ils sont loin mes débuts où, manquant de pratique,
Sur des femmes de flics je mis mon dévolu.
Je n’étais pas encore ouvert à l’esthétique.
Cette faute de goût je ne la commets plus.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Oui, je suis tatillon, pointilleux, mais j’estime
Que le mari doit être un gentleman complet,
Car on finit tous deux par devenir intimes
A force, à force de se passer le relais.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Mais si l’on tombe, hélas ! sur des maris infâmes,
Certains sont si courtois, si bons, si chaleureux,
Que, même après avoir cessé d’aimer leur femme,
On fait encor semblant uniquement pour eux.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
C’est mon cas ces temps-ci, je suis triste, malade,
Quand je dois faire honneur à certaine pécore.
Mais, son mari et moi, c’est Oreste et Pylade,
Et, pour garder l’ami, je la cajole encore.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Non contente de me déplaire, elle me trompe,
Et les jours où, furieux, voulant tout mettre à bas,
Je cri’ : «La coupe est pleine, il est temps que je rompe !»
Le mari me suppli’ : «Non, ne me quittez pas !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Et je reste, et, tous deux, ensemble, on se flagorne.
Moi, je lui dis : «C’est vous mon cocu préféré.»
Il me réplique alors : «Entre toutes mes cornes,
Celles que je vous dois, mon cher, me sont sacré’s.»
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Μαΐου, 2016
(Απελπισμένα!) χιουμοριστικό τραγουδάκι που ο Ζωρζ Μπρασένς δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει και που κυκλοφόρησε αργότερα, όταν ο Γιώργης είχε φύγει , από τον Jean Bertola (1985), εδώ σε μια ερασιτεχνική προσπάθεια ελεύθερης απόδοσης στα ελληνικά. Σας θυμίζω και το παραπλήσιο ¨Μισογυνισμού εξαιρουμένου¨ που σας είχα, εξ ίσου ερασιτεχνικά, μεταφράσει/αποδώσει παλιότερα (εδώ).
To κείμενο στα γαλλικά
Si seulement elle était jolie
Si seulement elle était jolie
Je dirais: «tout n’est pas perdu.
Elle est folle, c’est entendu,
Mais quelle beauté accomplie!»
Hélas elle est plus laide bientôt
Que les sept péchés capitaux
Que les sept péchés capitaux
*
Si seulement elle avait des formes,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est moche c’est entendu,
Mais c’est Venus copie conforme.»
Malheureusement, c’est désolant,
C’est le vrai squelette ambulant
C’est le vrai squelette ambulant.
*
Si seulement elle était gentille,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est plate c’est entendu,
mais c’est la meilleure des filles.»
Malheureusement c’est un chameau,
Un succube, tranchons le mot
Un succube, tranchons le mot.
*
Si elle était intelligente,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est vache, c’est entendu,
Mais c’est une femme savante.»
Malheureusement elle est très bête
Et tout à fait analphabète
Et tout à fait analphabète.
*
Si seulement l’était cuisinière,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est sotte, c’est entendu,
Mais quelle artiste culinaire!»
Malheureusement sa chère m’a
Pour toujours gâté l’estomac
Pour toujours gâté l’estomac.
*
Si seulement elle était fidèle,
Je dirais :»tout n’est pas perdu,
Elle m’empoisonne, c’est entendu,
Mais c’est une épouse modèle.»
Malheureusement elle est, papa,
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
*
Si seulement l’était moribonde,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle me trompe c’est entendu,
Mais elle va quitter le monde.»
Malheureusement jamais elle tousse:
Elle nous enterrera tous
Elle nous enterrera tous.
Αν ήταν λίγο χαριτωμένη
Ας ήτανε χαριτωμένη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει κάπως σε γαρίδα
κι ας είναι πάντα γουρλωμένη.
Μα, ωιμέ, αυτό που φέρνει σοκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ.
Αν είχε και καμιά καμπύλη
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
μπορεί να φέρνει σε πανίδα,
μα ‘χει για ¨πιάσιμο¨ την ύλη.
Μα, αλί, η εν λόγω δεσποινίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα!
Ας ήταν μόνο ευγενική
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει σ’ οδοντογλυφίδα,
είναι τουλάχιστον σωστή.
Μα , ωιμέ, σε φτύνει σα γκαμήλα,
έχει μια μόνιμη ξινίλα
κι έχει το τακτ ενός γορίλα!
Μόνο να ήταν έξυπνη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα,
ας σου θυμίζει τον Αττίλα,
είναι τουλάχιστον σοφή.
Μα, ωιμέ, από γράμματα μηδέν
και από πνεύμα γκαζοζέν
και από πνεύμα γκαζοζέν!
Ας ήξερε να μαγειρεύει
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας είναι ξύπνια σαν οβίδα,
στην κατσαρόλα σε μαγεύει.
Μα, ωιμέ, με λίπη και με πάχη
μου καταστρέφει το στομάχι
μου ‘χει διαλύσει το στομάχι!
Να ‘ταν τουλάχιστον πιστή
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
ας με φλομώνει στη θερμίδα
δεν είναι καμιά κουνιστή.
Μα αλίμονο: σ’ όποιον αντέχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει!
Στον τάφο αν είχε το να πόδι,
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα
κι ας μ’ απατάει σαν βακχίδα
με κάθε Πάνα τραγοπόδη
Ωιμέ, μα όλους του διαβόλους,
αυτή θε να μας θάψει όλους
αυτή θε να μας θάψει όλους!
*
Με τον Bertola
Μία ανάγνωση
Κι επειδή οι αρσενικές κακίες υποκρύπτουν συνήθως αγάπη ή ζήλεια, ιδού και ένα ελληνικό (παλιότερο) τραγουδάκι του Γιώργου Οικονομίδη: ¨Ζήλεια¨ ( Οικονομίδης Γ. , Ανύσιος Μ. 1946 – εισβολή του σουίνγκ στην Ευρώπη)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Μαΐου, 2016
Για τα πολιτικά, σώνει και καλά, αν μουρμουράτε
αν και, πώς να το πω, το κέφι μου χαλάτε…
άντε, μιλήστε και γι αυτά, δεν βγάζω το κουμπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
ΚΑΤΩ! της μούσας του έρωτα κάθε κομπογιαννίτης
κι όσοι τον κώλο γλύφουνε της Θείας Αφροδίτης
και κάτι αρτίστες που κολλάν σαν να τανε τσιμπούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ήμουν ως χτες ειρηνιστής σε όλη τη ζωή μου.
Δεν ήμουν διόλου τσαμπουκάς, μα έτυχε η δική μου
ναναι καργιόλα ολίγον τι και όχι κελεπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Ήτανε λέει ορφανό και κόκκινα φορούσε,
είπε θα πάει στη γιαγιά, που μοναχή της ζούσε,
με τόση δα κοντή ποδιά, στο στόμα γλειφιτζούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Περίμενα τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα,
περίμενα ένα χρόνο και ακόμη παραπέρα,
κανένα λύκο αντάμωσε, μου φαίνεται, λιγούρη…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Αυτό το μούτρο, ο Έρωτας, τρελαίνεται για πλάκες
τα βέλη φαρμακώνει ευθύς και ψάχνει να βρει βλάκες
κι είναι φαρμάκι ζόρικο, δεν είναι κανναβούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Κι όπως συμβαίνει που και που κάτω απ’ τα πέταλά της
η μαργαρίτα έχει σκορπιούς κι αράχνες της απάτης·
λάγνα οχιά απαίσια και ατίθασο μαμούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ο έβδομος ο ουρανός στην κεφαλή μου αν πέσει
και η απελπισία μου στον τάφο αν θα βρει θέση
Ένα μονάχα θα σας πω πριν το ¨βαθύ¨ χουζούρι:
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
***
Εδώ από τον Μπρασένς
Εδώ στα Ρωσικά
…και μία ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα…
Sauf le respect que je vous dois
Si vous y tenez tant parlez-moi des affaires publiques Encor que ce sujet me rende un peu mélancolique Parlez-m’en toujours je n’vous en tiendrai pas rigueur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Fi des chantres bêlant qui taquine la muse érotique Des poètes galants qui lèchent le cul d’Aphrodite Des auteurs courtois qui vont en se frappant le c?ur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Naguère mes idées reposaient sur la non-violence Mon agressivité je l’avait réduite au silence Mais tout tourne court ma compagne était une gueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ancienne enfant trouvée n’ayant connu père ni mère Coiffée d’un chap’ron rouge ell’ s’en fut ironie amère Porter soi-disant une galette à son aïeule Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Je l’attendis un soir je l’attendis jusqu’à l’aurore Je l’attendis un an pour peu je l’attendrais encore Un loup de rencontre aura séduite cette fugueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Cupidon ce salaud geste qui chez lui n’est pas rare Avait trempé sa flèche dans le curare Le philtre magique avait tout du bouillon d’onze heures Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ainsi qu’il est fréquent sous la blancheur de ses pétales La marguerite cachait une tarentule un crotale Une vraie vipère à la fois lubrique et visqueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Que le septième ciel sur ma pauvre tête retombe Lorsque le désespoir m’aura mis au bord de la tombe Cet ultime discours s’exhalera de mon linceul Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Μαΐου, 2016
Άνοιξη, Άνοιξη,
της ζωής και των ε-
ρωτευμένων γιορτή
Άνοιξη, Άνοιξη,
κι οι καρδιές παίρνουν χρώμα
απ’ άσπρο κρασί
Άνοιξη πλουμιστή,
για έναν όρκο ή μία
ματιά τρυφερή
θα γελάνε οι νιες
και παντού θα σκορπάνε
φιλιά κι αγκαλιές
.
Κι όταν οι νύμφες
θα μοιράζουν φιλιά
σαν αγκινάρα
θ’ ανοίγει κάθε καρδιά
Κι όταν τα αγόρια
σα σπίρτα θα παίρνουν φωτιά
να που οι ελπίδες
θα ζωντανέψουν ξανά
*
Άνοιξη Άνοιξη
λουλουδιών, εραστών,
ποιητών, άφιξη
Άνοιξη Άνοιξη
της καρδιάς, της χαράς,
της γητειάς έκρηξη
Άνοιξη λιμπιστή,
για έναν όρκο ή μία
ματιά τρυφερή
θα μεταμορφωθεί
όλη η Πόλη σε μία
μεγάλη γιορτή
.
Κοίτα την Πόλη
μοιάζει λιβάδι χλωρό
μ’ ένα αγάπης κοπάδι
κι αλλοπαρμένο βοσκό
Κοίτα την Πόλη
μοιάζει χωριό σε χαρά,
που στον ήλιο γιορτάζει
του έρωτα τη σπορά
*
Ανοιξιά- τικη αυγή
κι η καρδιά στης χαράς
τα περβόλια θα βγεί,
μ’ ανοιξιά- τικη ορμή
της αγάπης το άσπρο
κρασί να γευτεί
Άνοιξη πλουμιστή,
για έναν όρκο ή μία
ματιά τρυφερή
θα μετάμορφωθεί
σε Ελπίδας γιορτή,
με τη μια, όλη η Γη
.
Δες αυτό το θαύμα
ειν’ το μοναδικό
π’ ακόμη κάποιος προσφέρει
χωρίς παρακαλετό
Δες αυτό το θαύμα
θαύμα εαρινό
ζησ’ το όσο κρατάει
για φέτος θα ‘ν το στερνό
*
Άνοιξη Άνοιξη
τη ζωή ξαναβάφουμε ΄
μ’ άσπρο κρασί
Άνοιξη, Άνοιξη
των θεών και των ε-
ρωτευμένων, γιορτή…
Άνοιξη, Άνοιξη, Άνοιξη…
Ζακ Μπρελ Au printemps
*
Ανάγνωση
*
17 του Μάη. Είναι ακόμη (για λίγο) Άνοιξη και έτυχε να πέσω πάνω στο (ομώνυμο) τραγούδι του Ζακ Μπρελ (Au printemps) και είπα να κάνω μια ακόμη απόπειρα (από τις γνωστές: απόδοση στα ελληνικά κατά το δυνατό τραγουδίσιμη).
Βέβαια ¨printemps¨ είναι μια λέξη δισύλλαβη και τονίζεται στη λήγουσα, ενώ η ωραία Άνοιξη, ως γνωστόν, όχι μόνον πλειοδοτεί σε συλλαβές αλλά και προτιμά να οξύνει την προπαραλήγουσα. Έτσι η απόπειρα ήταν ευθύς εξ αρχής κάπως ζόρικη. Ευτυχώς οι τραγουδιστικές (μελοποιημένες) εκδοχές δεν αποστρέφονται εντελώς τις τονικές διαστροφές και ανακαινίσεις και έτσι δεν ¨ανασχέθηκα¨ παρά για πολύ λίγο. Παραπάνω, το προϊόν της μη ανάσχεσης στα ελληνικά, παρακάτω το original, στη γαλλική.
Σημείωση 1. Όταν στο γνήσιο κείμενο υπάρχουν επαναλαμβανόμενες στροφές, ο αποδίδων έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει διαφορετικές εκδοχές και ο τραγουδών-ούσα μπορεί να διαλέξει (απορρίψει) κατά βούληση.
Σημείωση 2. Σχετικά με στίχους για την Άνοιξη, σας θυμίζω και το παλιότερο ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου (εδώ)
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toutes les filles
Vous donneront leurs baisers
Puis tous leurs espoirs
Vois tous ces coeurs
Comme des artichauts
Qui s’effeuillent en battant
Pour s’offrir aux badauds
Vois tous ces coeurs
Comme de gentils mégots
Qui s’enflamment en riant
Pour les filles du métro
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Tout Paris
Se changera en baisers
Parfois même en grand soir
Vois tout Paris
Se change en pâturage
Pour troupeaux d’amoureux
Aux bergères peu sages
Vois tout Paris
Joue la fête au village
Pour bénir au soleil
Ces nouveaux mariages
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toute la Terre
Se changera en baisers
Qui parleront d’espoir
Vois ce miracle
Car c’est bien le dernier
Qui s’offre encore à nous
Sans avoir à l’appeler
Vois ce miracle
Qui devait arriver
C’est la première chance
La seule de l’année
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Μαΐου, 2016
Μικρό διάλειμμα αφιερωμένο σ’ ένα παλιό τραγουδάκι (γραμμένο από τους Richard Rodgers και Lorenz Hart, Ν.Υ., 1934).
Οι στίχοι του λίγοι, απλοί και η μελωδία του από εκείνες που δεν ξεχνιούνται.
Τη δεκαετία του εξήντα, ανανεωμένο από τους The Marcels, δεν έλειπε σχεδόν από κανένα αθηναϊκό εφηβικό πάρτι (στα σπίτια με τα μωσαϊκά δεν είχε μόνο λαϊκά…)
Blue moon
Blue moon you saw me standing alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
*
Blue moon, you knew just what I was there for
You heard me saying a prayer for
Someone I really could care for
*
And then there suddenly appeared before me
The only one my arms will ever hold
I heard somebody whisper «Please adore me»
And when I looked, the moon had turned to gold!
*
Blue moon!
Now I’m no longer alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
Εδώ παραπάνω μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του τραγουδιού για τον μικρό θεό Έρωτα, όπως τον περιγράφει ο Μπρασένς στο ¨Cupidon s’en fout¨. Με τον ¨μικρό Έρωτα¨ φτάνουμε στα 39 τραγούδια του τροβαδούρου που ως τώρα προσπάθησα να προσαρμόσω στη γλώσσα μας με τρόπο ώστε να μπορούν λίγο πολύ να τραγουδηθούν (στο μπάνιο -για τα υπόλοιπα τραγούδια κλικ στις ¨κατηγορίες¨, εδώ δεξιά). Οι ¨αναγνώσεις¨ γίνονται πάντα με επίκληση στο ¨συμπάθιο¨ και μόνο για να επαληθευθεί αν όντως οι συλλαβές της απόδοσης χωράνε στη μελωδία.
Εδώ με τον Georges Brassens
Εδώ στα Ρωσικά
Cupidon s’en fout
Pour changer en amour notre amourette,
Il s’en serait pas fallu de beaucoup,
Mais, ce jour là, Vénus était distraite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Des jours où il joue les mouches du coche.
Où elles sont émoussées dans le bout,
Les flèches courtoises qu’il nous décoche,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Se consacrant à d’autres imbéciles,
Il n’eu pas l’heur de s’occuper de nous,
Avec son arc et tous ses ustensiles,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On a tenté sans lui d’ouvrir la fête,
Sur l’herbe tendre, on s’est roulés, mais vous
Avez perdu la vertu, pas la tête,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Si vous m’avez donné toute licence,
Le coeur, hélas, n’était pas dans le coup;
Le feu sacré brillait par son absence,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On effeuilla vingt fois la marguerite,
Elle tomba vingt fois sur «pas du tout».
Et notre pauvre idylle a fait faillite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Quand vous irez au bois conter fleurette,
Jeunes galants, le ciel soit avec vous.
Je n’eus pas cette chance et le regrette,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Μαρτίου, 2016
Πλουραλιστικό
Όταν αρνήθηκα ξανά να ενταχτώ
μου παν’: ¨Αγαπητέ, είστε με τους ΄αλλιώς΄¨.
Ναι καλά, μα εγώ δε μπορώ ¨οπαδός¨
παρωπίδες και γκέμια ξανά να ζευτώ.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
απ’ τους εθελοντές,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Θεέ μου τι λιτανείες και τι διαδρομές
διαδηλώσεις πορείες μα και συμπλοκές
τι ομάδες, τι καυγάδες, κλίκες και μεταλλαγές
σέχτες, φράξιες παρασυναγωγές!
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από τους ζηλωτές,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Ήταν μια καλή Ιδέα και ωραία και σπουδαία
έρωτας κεραυνοβόλος – δε χωρά αναβολή
όλοι μας ευτυχισμένοι, την νομίζαμ’ αναγκαία
πέσαμ’ έξω γιατί ήμασταν ίσως πολλοί.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από τους πρόθυμους,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Καθαρά θα το πω, δε μπορώ τις φαμφάρες
σιγανό, προτιμώ, τραγουδάκι να πω
θορυβείτε εσείς φωναχτά, άρες μάρες
ήχο έχω εγώ επαναστατικό.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από τους χορωδούς,
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Αν για μια αγκαλιά πρέπει να ‘μαστε δέκα
προτιμώ μοναχός να παρηγορηθώ
τις παρτούζες σνομπάρω προτιμώ μια γυναίκα
-κι ο οβελίσκος κοντάρι ειν’ μονολιθικό-.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από των φαλλών το μάτσο
να μ’ αφήσετε εκτός.
*
Τους νεκρούς σ’ εκατόμβες δε ζηλεύω σας λέω
και να φύγω μονάχος ειλικρινά προτιμώ
για μια βόλτα στον Άδη από μόνος μου πλέω
και το φέρετρο θέλω μοντέλο μονό.
.
Η αγέλη, σας λέω, πως δε χρησιμεύει
από τρεις παραπάνω θα ειν’ συρφετός.
Οτιδήποτε άλλο να πω περιττεύει:
από των οστών τη στοίβα ,
να μ’ αφήσετε εκτός.
Το ¨πλουραλιστικό¨από τον Ζορζ Μπρασένς
Μία ανάγνωση
Έχουμε καιρό να ταξιδέψουμε με τον καπετάν Γιώργη (Μπρασένς), αλλά να που σήμερα θα τον ακούσουμε, μαζί με μια ακόμη προσπάθεια απόδοσης των στίχων του στα ελληνικά που σας ετοίμασα. Αυτή τη φορά πρόκειται για το Le pluriel.
Μικρές σχετικές σημειώσεις:
α. άφησα εκτός απόδοσης την αναφορά στον Prévert (στο τέλος της τρίτης στροφής), βασικά για να αποφύγω να ¨φορτώσω¨ το κείμενο με υποσημείωση.
β. για λόγους καθαρά μετρικούς (και για να μειώσω τις χρειαζούμενες συλλαβές ώστε το κείμενο να χωράει στη μουσική) μείωσα τον αριθμό των (κατά τον Μπρασένς) ελαχίστων για να μην έχουμε ¨αγέλη¨, από τέσσερεις σε τρεις (κέρδισα 2 συλλαβές), και τον αριθμό των μελών της αναφερόμενης ¨παρτούζας¨ από δώδεκα σε δέκα (κέρδισα μία).
γ. Η δεύτερη στροφή χρησιμεύει ως ρεφρέν και τραγουδιέται (με ελάχιστες αλλαγές στον τέταρτο στίχο) μετά από κάθε μία απ’ τις άλλες.
δ. Η απόδοση είναι «ελεύθερη» και δε φιλοδοξεί άλλο από το να δώσει μια εκδοχή αυτών που μπορεί να προσλάβει κανείς ακούγοντας Μπρασένς
Le pluriel
«Cher monsieur, m’ont-ils dit, vous en êtes un autre»,
Lorsque je refusai de monter dans leur train.
Oui, sans doute, mais moi, je fais pas le bon apôtre,
Moi, je n’ai besoin de personne pour en être un.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les noms des partants on ne verra pas le mien.
Dieu! que de processions, de monômes, de groupes,
Que de rassemblements, de cortèges divers, –
Que de ligues, que de cliques, que de meutes, que de troupes!
Pour un tel inventaire il faudrait un Prévert.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les cris des loups on n’entend pas le mien.
Oui, la cause était noble, était bonne, était belle!
Nous étions amoureux, nous l’avons épousée.
Nous souhaitions être heureux tous ensemble avec elle,
Nous étions trop nombreux, nous l’avons défrisée.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les noms d’élus on ne verra pas le mien.
Je suis celui qui passe à côté des fanfares
Et qui chante en sourdine un petit air frondeur.
Je dis, à ces messieurs que mes notes effarent:
«Tout aussi musicien que vous, tas de bruiteurs!»
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les rangs des pupitres on ne verra pas le mien.
Pour embrasser la dame, s’il faut se mettre à douze,
J’aime mieux m’amuser tout seul, cré nom de nom!
Je suis celui qui reste à l’écart des partouzes.
L’obélisque est-il monolithe, oui ou non?
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des phallus on ne verra pas le mien.
Pas jaloux pour un sou des morts des hécatombes,
J’espère être assez grand pour m’en aller tout seul.
Je ne veux pas qu’on m’aide à descendre à la tombe,
Je partage n’importe quoi, pas mon linceul.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des tibias on ne verra pas les miens.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2016
Κεφάλαιο δωδέκατο
Όπου η ημέρα τελειώνει, ο Εύελπις επιστρέφει στο κατάλυμά του και ο Οινοκράτης ταξιδεύει στο βασίλειο της Λήθης
Δεν έχω χρόνο να σημειώσω λεπτομερώς τα όσα συνέβησαν σήμερα. Ας πω μόνον ότι αισθάνομαι ικανοποιημένος, γιατί έγιναν αποφασιστικά βήματα για να διαλευκανθεί η υπόθεση της εισβολής στο θησαυροφυλάκιο. Και όχι μόνο. Έχουν προκύψει κι άλλα πράγματα, άλλες πληροφορίες, τη σημασία των οποίων πρέπει να κρίνει ο προϊστάμενός μου.
Υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία κι εγώ πρέπει τώρα να τα καταγράψω μαζί με τα βασικά συμπεράσματα. Αύριο, αφού πάρω την έγκριση του Καλλισθένη, πρέπει να στείλω συνεκτική αλλά σαφή έκθεση των γεγονότων προς το συμβούλιο των εταίρων στην Περσέπολη, μέσω του Ευμένη. Αυτού του τύπου οι αναφορές καλό είναι να γίνονται χωρίς χρονοτριβή. Αλλιώς ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να κατηγορηθείς ότι καθυστερείς εσκεμμένα και άντε μετά να ξεμπλέξεις… (είναι πια επιβεβαιωμένο ότι οι καλοθελητές δεν λείπουν).
Έδωσα ήδη εντολή στον Ευρυμέδοντα να είναι έτοιμος για αναχώρηση αύριο κιόλας, νωρίς το πρωί.
Όμως δε μπορώ να εμποδίσω μια συνεπαγόμενη σκέψη που αναδύεται και με αναστατώνει: αυτό σημαίνει ότι θα επιστρέψει στη Περσέπολη και η μικρή ακόλουθος. Όχι πως με ενδιαφέρει το διασκεδαστικό Πουλχερίδιον, αλλά η εσπευσμένη επιστροφή της σημαίνει ότι πρέπει να γράψω με διαύγεια, με πειστικότητα, με αγάπη, αλλά και με ευγνωμοσύνη στην Θαΐδα. Απόψε.
Θα ‘θελα να είμαι πιο ξεκούραστος. Θα ‘θελα να μπορώ να έχω χρόνο για να εκφράσω πειστικά ένα σωρό συναισθήματα και αποχρώσεις που ακόμη δεν έχω βάλει σε αρκετή τάξη ώστε να μπορώ να τις εξωτερικεύσω με λίγες γραπτές φράσεις. Θα ‘θελα να μπορώ να της μιλήσω από κοντά, θα ‘θελα να της μιλώ και να παρακολουθώ το ωραίο της πρόσωπο, να διαβάζω εκεί όσα τα δικά της λόγια δεν θα μου πουν. Θα ‘θελα να την κάνω να καταλάβει ότι για μένα ήταν, είναι και θα είναι σημαντική.
Ίσως θα έπρεπε όλα αυτά, απλώς, να τα έχω ήδη κάνει, καιρό πριν.
Έστω, αλλά απόψε πρέπει να της γράψω. Αμέσως μετά τη σύνταξη του σκελετού της αναφοράς.
Παρά τη κούραση, με περιμένει ξενύχτι και διαισθάνομαι ότι μόνο ο Οινοκράτης με τα θαυματουργά του αφεψήματα μπορεί να με βοηθήσει.
Ας πω με την ευκαιρία ότι σήμερα ο Οινοκράτης με εξέπληξε ακόμη μια φορά. Θετικά. Όχι, βέβαια γιατί ξεπετάχτηκε μπροστά μου μαζί με τον αστείο φίλο του μέσα στο θησαυροφυλάκιο, εκεί που δεν τον περίμενα και παρά λίγο να τον τρυπήσω με το σπαθί μου, αλλά γιατί ακόμη μια φορά αυτοσχεδίασε και πήρε πρωτοβουλίες που έφεραν αποτελέσματα. Και εδώ που τα λέμε δεν δίστασε να βάλει σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα. Αν τον έπιαναν οι ένοπλοι του τεμένους, το λιγότερο θα τον έσπαζαν στο ξύλο, για να μη πω τι θα μπορούσε να του συμβεί αν οι σωματοφύλακες του Άρπαλου έπαιρναν χαμπάρι ότι τους παρακολουθεί. Ήταν γενναίος και κατά συνέπεια τυχερός: όχι μόνο βρήκε διέξοδο από τη φωλιά των συνωμοτών, αλλά και ανακάλυψε το σημείο από το οποίο εισέβαλαν στο θησαυροφυλάκιο οι μαυροφόροι και απ’ όπου, στη συνέχεια, απέδρασαν οι επιζήσαντες.
Τον Οινοκράτη πρέπει να τον αξιοποιήσουμε καλύτερα. Μετά το δείπνο, που ζήτησα κατ’ εξαίρεση να κάνουμε απόψε όλοι μαζί, (εγώ, οι δύο φιλοξενούμενοι, ο Οινοκράτης και ο χοντρουλός ντόπιος φίλος του) του έδωσα τα συγχαρητήριά μου για τις πληροφορίες, καθώς και για την ανακάλυψη της υπόγειας σύνδεσης του Θησαυροφυλακίου με τον λαβύρινθο του υπεδάφους. Μου απάντησε ότι στεναχωρήθηκε που δε μπόρεσε ν’ ακούσει (¨γαμώ το¨ είπε, ¨είχα και τον φίλο μου για τη μετάφραση μαζί!¨) τι έλεγαν στην περίφημη αυτή ¨συγκέντρωση¨.
Του είπα ότι αυτά που κατάφερε ήταν υπεραρκετά και τον ρώτησα πώς αλλιώς θα μπορούσα να τον ανταμείψω. Μου απάντησε πως αυτού του είδους τα καθήκοντα τα ευχαριστιέται και ότι του αρκεί να είναι μου χρήσιμος.
Ανεξάρτητα από το τι θα κάνω γι αυτόν στο μέλλον, ευτυχώς θυμήθηκα ότι υπάρχει κάτι που του αρέσει και που θα μπορούσα να του το προσφέρω άμεσα. Πήρα από το συρτάρι με τη γραφική ύλη το κλειδί που είχα κρύψει εκεί, ξεκλείδωσα το κατάλληλο φοριαμό, βρήκα τον αμφορίσκο με το προσφιλές του ντόπιο ποτό και του το επέστρεψα.
Χαμογέλασε μέχρι τ’ αυτιά και με ρώτησε αν θα ήθελα να κάνουμε μαζί μια πρόποση. Του υπενθύμισα ότι αν θέλει να τσουγκρίσουμε τους κύλικές μας, είναι προτιμότερο να μου φτιάξει κάτι που να με κρατήσει ξύπνιο. Απευθύνθηκε στους άλλους παρόντες, αλλά ατύχησε. Ο Ευρυμέδοντας και το Πουλχερίδιον εν όψει και της αυριανής τους αναχώρησης είχαν άλλα σχέδια για το υπόλοιπο της βραδιάς, ενώ ο στρουμπουλός φίλος του είχε ήδη αρχίσει να ροχαλίζει στραβοβολεμένος στην κόγχη ενός γωνιακού πάγκου.
Ο Οινοκράτης τράβηξε μια γερή γουλιά στην υγειά μου και εξαφανίστηκε στον χώρο παρασκευής εδεσμάτων για να μου ετοιμάσει το θαυματουργό του ενεργειακό ελιξίριο.
***
Εκείνο το βράδυ ο πολυπράγμονας (μεταξύ άλλων χαχομοπαραγωγός και χαχομοκαταναλωτής) Οινοκράτης ονειρεύτηκε. Ήταν κι αυτό ένα ενύπνιο κάπως περίεργο. Ιδού πως το διηγήθηκε στο Πουλχερίδιο, μόνο σ’ αυτό, όταν το ξεμονάχιασε για λίγο το επόμενο ξημέρωμα, λίγο πριν την αναχώρησή της για την Περσέπολη.
Είδα που λες Πουλχερίδιον, ότι ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου και δε θυμόμουνα ούτε ποιος είμαι, ούτε πού είμαι, ούτε γιατί είμαι. Καλά, αυτό το τελευταίο δε το ξέρω ούτε τώρα, αλλά που θα πάει, με τόσους φιλόσοφους που συναναστρέφεται ο αφέντης μου, αργά η γρήγορα θα καταφέρω να το μάθω.
Ήμουνα που λες σ’ έναν παράξενο τόπο, ούτε θαμπό, ούτε ομιχλώδη όπως συμβαίνει συνήθως στα όνειρά μου, αλλά κατά κάποιο τρόπο υπερβολικά διαυγή, χρωματιστό και συγκεκριμένο. Κάπως σαν η πραγματικότητα να ήταν ένα τεράστιο ψηφιδωτό και να την είχε σχεδιάσει, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, ένας υπερβολικά επιμελής ζωγράφος με δισεκατομμύρια λαμπερές ψηφίδες.
Ήμουν σε κάτι σαν μεγάλη πλατεία. Είχε και λίγα δέντρα εδώ κι εκεί με μια πινακίδα φυτεμένη μπροστά σε καθένα απ’ αυτά∙ πρέπει να αναγραφόταν εκεί το όνομά τους, κάτι σαν επιτάφια επιγραφή, σαν να ήταν τα τελευταία του είδους τους.
Σ’ αυτόν τον κόσμο συνέβαιναν πράγματα απίθανα.
Γύρω μου κυκλοφορούσαν άνθρωποι πολλοί… ο καθένας μόνος του.
Άνθρωποι; Τι λέω; Εγώ δεν καταλάβαινα τι ήταν. Σου είπα, δε θυμόμουνα τίποτα, κενό! Η μνήμη μου ήταν σαν άμμος. Άμμος ακίνητη, όπου όσο κι αν έσκαβα δεν έβρισκα τίποτα!
Τους κοίταξα πιο προσεκτικά και μου φάνηκε πως είναι θεοί. Μόνο που δε φανταζόμουνα πως οι θεοί είναι τόσοι πολλοί! Τους είχα για λιγότερους.
Μη γελάς Πουλχερίδιον, έχω ξαναδεί θεούς στον ύπνο μου. Κάπως αλλιώτικους.
Κοίτα, αυτοί εδώ φορούσαν ρούχα πολυτελή και πολύχρωμα∙ άνδρες και γυναίκες -δύσκολο να τους ξεχωρίσεις- όλοι πάνω κάτω τα ίδια. Κι έπειτα είχαν άρματα τετράτροχα, που πήγαιναν μόνα τους, χωρίς άλογα ή άλλα ζώα… Και, άκου να δεις: αντί για άλογα μερικοί ίππευαν δύο ενωμένους τροχούς, όχι δίπλα δίπλα, όπως στα δικά μας κάρα, αλλά ο ένας τροχός μπροστά και ο άλλος πίσω! Κι όμως, μ’ ένα μαγικό τρόπο αυτές οι δίτροχες κατασκευές έστεκαν όρθιες και είχαν κι αναβάτες… Και μάλιστα έτρεχαν!
Ένα άλλο πράγμα που μου φάνηκε αλλόκοτο ήταν πως σχεδόν όλοι κρατούσαν στα χέρια τους μικρά πλατιά κυτία. Σ’ αυτά τα μικρά κυτία απευθύνονταν και μιλούσαν. Ναι, τους μιλούσαν με όλων των ειδών τις εκφράσεις: αδιάφορα, έντονα, χαμογελαστά, άγρια, εμπιστευτικά, μελιστάλαχτα, απειλητικά, κρύα, ένθερμα, με υπονοούμενα, με ζέση, με καημό, με…Τέλος πάντων μου φάνηκε ότι, αν και αυτά τα όντα μισούσαν τις συντροφιές και τις παρέες και ο ένας άφηνε τον άλλο παγερά αδιάφορο, με το κουτάκι είχαν σχέσεις συναισθηματικές!
¨Τι υποκατάστατο!¨, είπε μια φωνή μέσα μου και μετά εγώ είπα: ¨Ας είναι ο, τι θέλουν. Θα τους μιλήσω¨.
Προσπάθησα.
Δεν πήρα καμία απάντηση. Μερικοί με αντιμετώπισαν σαν να μην άξιζα καμία προσοχή, καμία σημασία. Μερικοί δε με πρόσεξαν καν. Καναδύο μου επέδειξαν το κουτάκι τους πάνω στο οποίο φωσφόριζαν κάτι διασταυρούμενες γραμμές, λες κι αυτό θα μπορούσε να απαντήσει στην απορία μου: πού είμαι; Μετά αδιαφόρησαν κι αυτοί.
Δεν ήξερα τι να κάνω Πουλχερίδιον, αλλά όπως (αν δεν ξέρεις) θα μάθεις, ο Οινοκράτης διαθέτει υπομονή και επιμονή αρκετή για να βγάζει πέρα όταν είναι ξύπνιος∙ σκέψου τι μπορεί να κάνει όταν ονειρεύεται!
Σκέφτηκα ότι αυτοί εδώ οι τύποι δε μιλάνε μεταξύ τους, γιατί τους απαντάει σε όλα το κουτί! Ίσως πιο έγκυρα! Ίσως πιο έγκαιρα!
Ίσως θα μπορούσε να απαντήσει και σε μένα! Οπότε…
Οπότε, το έκλεψα!
Ποιο; Μα το κουτάκι. Ήταν ένας που καθόταν λίγο παρακεί σ’ ένα δημόσιο κάθισμα, στην πλατεία. Τον πήρε ο ύπνος μετά το τέλος μιας ατέλειωτης συνομιλίας με το κυτίο. Πλησίασα ανάλαφρος και το έβγαλα απαλά από το θυλάκιο του αμπέχονού του.
Μετά το ‘βαλα στα πόδια και χώθηκα σ’ ένα άλσος με ανώνυμους ασθενικούς θάμνους, δίπλα στην πλατεία. Σταμάτησα μόνον όταν μου φάνηκε πως είμαι αρκετά απαρατήρητος, αν όχι μόνος.
Το κυτίο ήταν μια σπιθαμή μικρό και είχε πάνω του παράξενα χρωματιστά σχέδια. ¨Πού είμαι;¨ του λέω. Τίποτα αυτό. ¨Τι κάνω εδώ πέρα; Γιατί αυτοί εδώ μιλάνε μόνο με σένα; Γιατί δε μου μιλάς; Το ξέρω πως μπορείς να μιλάς, σε πήρε τ’ αυτί μου προηγουμένως που μίλαγες…¨
Πήρα να πασπατεύω τις δύο πλατιές του επιφάνειες. Η μία ήτανε λεία. Η άλλη πάνω της είχε μικρές ανεπαίσθητες ανωμαλίες. Ξαφνικά, αυτό το ορθογώνιο πλακίδιο, ας το πούμε έτσι, άρχισε να ηχεί και να χοροπηδάει μεσ’ στα χέρια μου. Μού ήρθε κόλπος και δε ξέρω πώς και δεν ξύπνησα!
Θα ξυπνούσα σίγουρα, αν δεν αισθανόμουν κάτι το απαλό, το καθησυχαστικό, να αγγίζει το χέρι μου! Σήκωσα τα μάτια από το αναθεματισμένο κουτί.
Μια γυναίκα, μια θεά, στεκότανε δίπλα μου! Και ξέρεις κάτι Πουλχερίδιον; Ήταν όμορφη σαν κι εσένα! Σου έμοιαζε.
¨Ποια είσαι;¨ της λέω.
¨Η Λήθη¨ μου λέει. ¨Και αυτό εδώ είναι το βασίλειό μου¨.
Κατάλαβες Πουλχερίδιον; Ήταν η θεά Λήθη. Και σου έμοιαζε! Ξέρω γιατί, και θα σου το πω κι ας είναι πρωί, άρα ώρα ακατάλληλη. Γιατί κι εσύ, όπως και εκείνη, μπορείς να κάνεις τους άντρες να ξεχνάνε. Τα πάντα! Μη γελάς, αυτό θα σου το εξηγήσω μια άλλη στιγμή.
Την κοιτάζω, που λες παραξενεμένος… και γοητευμένος!
¨Ναι¨, μου λέει, ¨τα βρήκα επιτέλους μαζί της!¨
¨Με ποια;¨ ρωτάω, γιατί τώρα που έχω κάποιον να απαντάει θέλω να τα μάθω όλα.
¨Με την ξαδέλφη μου, με ποια άλλη. Την Μνημοσύνη! -την φωνάζουν και Μνήμη, αλλά εγώ τη λέω Μιμή. Δεν είναι πραγματική εξαδέλφη μου αλλά, τι τα θες, όλοι εμείς οι θεοί είμαστε λίγο πολύ συγγενείς… μακρινά ξαδέλφια¨.
¨Ήσασταν τσακωμένες;¨
¨Κοίτα, κολλημένη εκείνη – ανάλαφρη εγώ, αδυσώπητη εκείνη – επιεικής εγώ, σχολαστική εκείνη – ανέμελη εγώ… ήταν φυσικό να έχουμε διαφορές.
Εκείνη βέβαια μεγαλοπιάνεται. Ισχυρίζεται πως κατάγεται κατευθείαν από τον γεννήτορα των Θεών, τον Ουρανό και ότι τις κόρες της (κάτι κοσμικές καλλιτεχνίζουσες) τις έχει κάνει με το Δία. Έτσι λένε όλες! Έτσι διαδίδει κι αυτή, μόνο που ετούτη, έτσι και σφηνώσει κάτι στο μυαλό των θνητών, δεν μπορώ να το ξεβιδώσω ούτε καν εγώ. Τέλος πάντων, δυσκολεύομαι¨.
¨Και τώρα τα βρήκατε; συμφιλιωθήκατε;¨
¨Έβαλε ένα χέρι κι ο Ήφαιστος¨
¨Ο σιδηρουργός;¨
¨Ο μέγας τεχνουργός και τεχνοκράτης! Επινόησε έναν νέο χώρο, όπου η μνήμη μπορεί να βασιλέψει από μόνη της όσο θέλει, μ’ όποιο τρόπο της αρέσει, να αποθηκεύει ο, τι θέλει, όσα θέλει, σχεδόν χωρίς περιορισμούς. Και εγώ συμφώνησα: ας πάει εκεί κι ας κάνει ό, τι της κατεβεί. Αρκεί τελικά να μου αφήσει τους θνητούς απερίσπαστους, στη διάθεσή μου¨.
¨Και εκείνη δέχτηκε;¨
¨Έβαλε έναν όρο. Για ένα διάστημα να ελέγχει τη μνήμη του καθενός από μακριά, πράγμα που έγινε δυνατό χάρη σ’ αυτή την επινόηση του Ήφαιστου που κρατάς στο χέρι σου¨.
Ανασήκωσα το κυτίο και το παρατήρησα με περισσότερο ενδιαφέρον.
¨Κι εσύ;¨ τη ρώτησα.
¨Α, μα αυτό το κουτί με βολεύει! Οι δικοί μου ξεχνάνε πιο εύκολα τώρα. Είναι καθησυχασμένοι. Πιστεύουν ότι μπορούν να ‘χουν εμπιστοσύνη στις τέχνες του Ήφαιστου. Χα! Τον τελευταίο καιρό ο Χωλός ο Κερασφόρος (λέμε τώρα) παράγει άφθονα τεχνο-μπιχλιμπίδια κι έχει μεγάλη πέραση¨.
¨Σε βρίσκω πολύ γοητευτική¨ της λέω Πουλχερίδιον, γιατί σου έμοιαζε.
¨Α, όπως και να το κάνουμε είμαι πολύ πιο σαγηνευτική από την κολλημένη την Ξαδέλφη. Έτσι είμαστε όλοι στο σόι μου¨.
¨Το σόι σου; ποιο είναι το σόι σου;¨
¨Τι; Δε το ξέρεις;
Η μητέρα μου είναι η Έριδα, εκείνη με το μήλο. Αδελφός μου είναι ο Ύπνος στην αγκαλιά του οποίου βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή, γι αυτό μπορώ κι επικοινωνώ μαζί σου με άνεση… και τον άλλο μου αδελφό δεν τον γνώρισες ακόμη, αλλά που θα πάει… θα τον γνωρίσεις. Είναι ο Θάνατος¨.
Άφησε ένα κρυστάλλινο γέλιο που σιγά σιγά έγινε απόμακρος ανησυχαστικός απόηχος και εξαφανίστηκε.
Ένα μικρό κρυστάλλινο γελάκι εξέπεμψε και το Πουλχερίδιον και εξαφανίστηκε κι αυτό, προκείμενου να ολοκληρώσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της προετοιμασίας των αποσκευών της για το ταξίδι.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Αυγούστου, 2015
Το τραγούδι/πεζό που προσάρμοσα αυτή τη φορά στα ελληνικά είναι ¨Ilmercato¨ του GiorgioGaber και του SandroLuporini. Η ¨Αγορά¨ τραγουδήθηκε σε διαφορετικές παραπλήσιες εκδοχές ανάμεσα στο 1997 και το 2000 και συμπεριλαμβανόταν στα τραγούδια του άλμπουμ με τίτλο ¨Un’Idiozia Conquistata a Fatica¨ (Μία βλακεία που αποκτήθηκε με κόπο). Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχει και το τραγούδι ¨Il Conformista¨ που σας έχω ήδη μεταφράσει/προσαρμόσει εδώ
*
Το τραγούδι των αγορών
Χορός:
Οι αγορές είναι το δαιμόνιο,
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο Διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
*
Οι αγορές είναι / κάτι παράξενα ζώα
μα καθόλου αθώα / π’ ολοένα παχαίνουν
κι ολοένα γεμίζουν / και με άμετρο τρόπο
μια γυναίκα θυμίζουν / με κοιλιά φουσκωμένη
συνεχώς γκαστρωμένη, / από μόνη της όμως!
*
Οι αγορές είναι / σα μωρά χαϊδεμένα
παχουλά και θρεμμένα / πλαστικο-εγχειρισμένα
που χωρίς παραμάνα / τις δίπλες τους τρέφουν
χωρίς όνειρα αντέχουν / και εν τέλει υπερέχουν
αφού έχουν για ε / κκολαπτήρα εσένα!
*
Τραγουδιστής:
Η κιθάρα ηχούσε
την ψυχή και το σώμα κάθε νότα τρυπούσε
σαν οργής ουρλιαχτό,
…αλλά και σαν αγάπης τραγούδι κρυφό.
Ο ρυθμός της, ονειρικός,
ανεβαίνει στη σάρκα, στη ψυχή, πυρετός.
Ειν’ γεμάτη ευθυμία και κόσμο η σάλα
κι είμαι ’γω βασιλιάς μοναχός!
*
Η κιθάρα αντηχούσε
-μαγική συνουσία-
απ’ τις σπάνιες στιγμές που νομίζεις πως ξέρεις
ποια ειν’ η ουσία
ποια ειν’ η ουσία
ποια ειν’ η ουσία.
Η κιθάρα αντηχούσε
συνεχώς, δίχως τέλος,
κι όλοι ‘νοιώθανε λευτερωμένοι
κι όμως, στων αγορών τις κρυφές αλυσίδες
(χέρια πόδια) ήταν όλοι δεμένοι
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
*
Οι αγορές μοιάζουν
με καρχαρίες που αδέσποτοι αλωνίζουν
κι ανήλεοι, χωρίς ενδοιασμούς
αφού κατασπαράξουν τους εχθρούς
ο ένας τον άλλον τελικά καταβροχθίζουν
*
Φούσκες κατάληξαν οι αγορές
με πυροκροτητή συνδεδεμένες
πάνω σε λόμπι και κυκλώματα στημένες
Βόμβες στα χέρια των πιο ¨μυημένων¨
είτε με ¨νόμους¨ είτε μ’ αρπαγή
τελειώνουν με σφαγή των ηττημένων
*
Τραγουδιστής:
Πετούσε η μηχανή
στον άνεμο το σώμα μου παλλόταν
μια αίσθηση ζωής με διαπερνούσε,
τον πόνο, την φθορά, το σώμα μου ξεχνούσε
και η Αθανασία
κάπου εκεί στο πλάι μου βρισκόταν
Μεγάλη η έξαρση… πώς να την περιγράψεις;
στην άσφαλτο να ρέει η μηχανή, εγώ στα ηνία,
μια ασύλληπτη διέγραφα πορεία
και ζούσα μια απερίγραπτη ευφορία
*
Έτρεχε η μηχανή με ‘μένα στο τιμόνι
κι όμως εγώ ακόμη δεν κατανοούσα
πως ήμουνα μονάχα ένα πιόνι
σ’ ένα παιχνίδι ασφαλώς στημένο
στου Κέρδους το βωμό αφιερωμένο
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
Αφηγητής:
Αυτές. Οι αγορές. Είναι παντού. Τίποτα δεν τους διαφεύγει. Είναι άπληστες και αχόρταγες. Καθορίζουν τα πάντα καθημερινά. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν γίνει μια πολυτέλεια, ένα παιχνίδι για τα σαλόνια, δεν υπάρχει κανείς, άτομο ή πολιτικός σχηματισμός που να μπορεί να αντισταθεί στη λογική αυτού του μεγάλου αόρατου καραγκιοζοπαίχτη που κινεί τον κόσμο μας.
Αλλά, εάν μια μέρα στα ξαφνικά οι αγορές εξαφανίζονταν; Εάν ξαφνικά βρισκόμασταν αποκλεισμένοι από αυτόν τον τέλειο μηχανισμό που βρίσκεται τόσο έξω από οποιαδήποτε ηθική; Κατά βάθος είναι Αυτές που πραγματοποίησαν τα όνειρα των πατεράδων μας και μας προμήθευσαν ευμάρεια και πλούτο. Πώς να το κάνουμε, στις μέρες μας μια χώρα που απορρίπτει την λογική τους, κινδυνεύει να γίνει μια φτωχή χώρα. Απ’ την άλλη, μια χώρα που την αποδέχεται με ανεμελιά, όχι μόνο κινδυνεύει την αύξηση της ανισορροπίας στη διανομή του πλούτου, αλλά, ακόμη χειρότερα, διακινδυνεύει την ολική εξαφάνιση των συνειδήσεων∙ σήμερα δε μπορούμε καν να ταχθούμε αποφασιστικά υπέρ ή κατά των αγορών! Απίστευτο!
Ίσως, μόνο αν γνωρίζουμε αυτό το αδιέξοδο, αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα δίχως να απαιτούμε να λύσουμε το πρόβλημα με ένα ναι ή ένα όχι. Ιδού η μεγάλη πρόκληση∙ να μάθουμε να ζούμε χωρίς βεβαιότητες, αλλά όντας σίγουροι ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από την αντίφασή μας αυτή.
Τότε ίσως, πιθανώς ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, θα βρούμε άλλες πηγές, άλλους πόρους, ίσως τότε θα μπορέσουμε ξανά να ονειρευτούμε, να στοχαστούμε, γιατί ο καθένας από μας δεν εξαφανίζεται, αντέχει στον σαματά και στην επικοινωνιακή καταιγίδα και μπορεί να αντέξει και να κινηθεί μέσα στην αμφιβολία που, εδώ που τα λέμε, ήταν ανέκαθεν το πεπρωμένο του ανθρώπου.
Τραγουδιστής:
Σιγά σιγά
ζωντανός επιστρέφεις
ενεργός, δυνατός πιο πολύ
κι είσαι έτοιμος πια να χαράξεις
μία άλλη, αλλιώτικη
διαδρομή
*
Γιατί
ο ¨καθένας από μας¨ δεν πεθαίνει
παρά νέες ιδέες γεννά
και μια μνήμη αρχαία
πίσω φέρνει ξανά:
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά!
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
…Πως έχει φτερά
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά…
***
*
Il Mercato
Il mercato è un mammifero strano
senza niente di umano è una cosa che cresce
che ogni giorno diventa più grosso
una crescita abnorme smisurata tutta forme
come una donna sempre incinta di se stessa.
Il mercato è un neonato opulento
ossequiato dal mondo è un bamboccio gonfiato
che ingrassa anche senza nutrice
non ha alcun bisogno né di cibo né di sogno
siamo noi tutti la sua grande incubatrice.
La chitarra suonava
ogni nota passava straziante dal petto e dal cuore
era un urlo di rabbia
però stranamente era anche un canto d’amore
Era un ritmo così sconvolgente
per il corpo per la mente
e la sala scoppiava di gente e di grande allegria
quella notte era mia.
La chitarra suonava
senza smettere mai
ed ognuno di noi si sentiva così liberato
senza rendersi conto
che anche lì si imponeva la follia del mercato
coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
Il mercato è uno squalo gigante
sempre più onnipotente
così bieco e spietato non ha impedimenti morali
ha travolto il nemico nella furia del suo gioco
uno alla volta si è sbranato gli altri squali.
Il mercato è un ordigno innescato
un circuito completo
è la grande invenzione è l’atomica dei più potenti
è una competizione tra le più disumane
senza pietà per il massacro dei perdenti.
La mia moto correva
il mio corpo vibrava felice più forte del vento
è una grande emozione
sentirsi immortali anche fosse in un solo momento
Era un senso di grande furore che è difficile da spiegare
io volevo mordevo l’asfalto ero come in balia
di una grande euforia.
La mia moto correva ero solo al comando
mi sentivo fuori dal mondo così realizzato
senza rendermi conto che anche in me stravinceva
la follia del mercato.
coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
Lui. Lui il mercato, è dovunque. Niente gli sfugge. È avido e insaziabile, non si accontenta mai. È Lui, che determina tutto con la sua quotidiana presenza. Gli scontri politici sono diventati un lusso, un gioco da salotto, non c’è individuo né formazione politica che possa opporsi alla logica di questo grande invisibile burattinaio, che tira le fila del nostro mondo.
Ma se un giorno Lui di colpo sparisse? Se di colpo ci trovassimo esclusi da questo meccanismo perfetto così al da fuori di qualsiasi morale? In fondo è Lui, che ha realizzato i sogni dei nostri padri procurandoci benessere e ricchezza. Non c’é niente da fare, oggi come oggi un paese che rifiuta la sua logica, rischia di diventare un paese povero.
Un paese che l’accetta con allegria, non solo rischia l’aumento dello squilibrio nella distribuzione della ricchezza, ma peggio ancora, l’annientamento totale delle coscienze.
Insomma, un uomo oggi non ha neanche la possibilità di schierarsi decisamente a favore, o contro di Lui. Incredibile!
Forse, forse se lo si sa, se ne si è consapevoli, si può praticare questa realtà, senza pretendere di risolvere le cose con un sì o con un no. Ecco la grande sfida; allenarsi a vivere senza certezze, con la certezza che qualche cosa possa nascere da questa nostra contraddizione.
Allora forse, magari a fatica, troveremo altre risorse, allora forse si ritorna a sognare, a pensare, perché l’individuo non muore,
resiste fra tanto frastuono
e si muove nel dubbio
che in fondo è da sempre
il destino dell’uomo.
E pian piano ritorni a esser vivo
più presente più reattivo
la tua mente rivede affiorare in un mondo sommerso
un percorso diverso.
L’individuo non muore
cerca nuovi ideali
e riprova l’antica emozione
di avere le ali di avere le ali
coro: il mercato è il demonio
il mercato è Dio. (continua in sottofondo)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Ιουλίου, 2015
Σας έφτιαξα μια ελεύθερη (εννοείται!) προσαρμογή στα ελληνικά του ¨Si può¨ των Giorgio Gaber και SandroLuporini, που πρωτογράφτηκε το μακρινό 1976 και συμπεριλήφθηκε -ανανεωμένο σε ενθουσιασμό και επιχειρήματα- το 2001 στο άλμπουμ La mia generazione ha perso (Η γενιά μου έχασε).
ΜΠΟΡΕΙΣ!
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς
Μπορείς, η Ιστορία δεν πάει παραπέρα, μπορείς
*
ΕΓΩ;
Ό, τι θέλω επάνω μου βάζω
τα ταμπού με τη μία τα σπάζω
το ριζικό μου μόνο εγώ τo ελέγχω
το κινητό το πιο κουλ μόνο εγώ
το κατέχω
*
Μπορείς,
στον αγροτουρισμό, αμα θέλεις, ν’ ασχοληθείς
Μπορείς,
και στο βουδισμό (άμα λάχει) να προσηλυτιστείς
Μπορείς,
σε ριάλιτι παιχνίδι να μπλέξεις
Μπορείς,
και σαν άστρο -για λίγο- να φέξεις
*
Ένα κάτι τι μοναχά θα σου φτάσει
και κανείς δε θα μπορεί να σε πιάσει
αρκεί ένα τοκ σόου σε άγριο ρυθμό
για να ζωντανέψει ξανά μεσ’ στο ξεφωνητό
κάτι απ’ αυτό που εσύ ονομάζεις κουλτούρα
ή και
πολιτισμό
*
Άμα θες λεφτά, σου φτιάξαμε το Λόττο
Για σένα θα ‘χει πάντα και μπαστούνι
και καρότο
Κάτι βομβαρδισμούς (καθώς πρέπει) φτάνει μόνο ν’ ανεχτείς
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Ιουλίου, 2015
Το κείμενο γράφτηκε από τον Τζόρτζιο Γκάμπερ το μακρινό 1975 και είναι τμήμα του άλμπουμ «Ελευθερία υποχρεωτική». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τότε, ήδη, ήταν κάπως προφητικό, αλλά και σήμερα, όπως και να το κάνουμε, διατηρεί μια γοητευτική επικαιρότητα.
Η μετάφραση είναι, ως επί το πλείστον, πιστή. Άλλαξα μόνο τον τόπο του ονείρου για την πιο εύκολη εξοικείωση του έλληνα αναγνώστη: αντί για Μιλάνο, Αθήνα.
Il Sogno Di Marx
Όταν είναι κανείς φιλόσοφος δεν ονειρεύεται ποτέ στην τύχη.
Ήμουνα, λέει, ένα είδος Διογένη, με ένα φανάρι δυο χιλιάδες βατ, μια φωτογραφική μηχανή, και κάτι έψαχνα σε μια πόλη που, αν δεν είχε ομίχλη, θα μπορούσε να ‘ναι κι η Αθήνα. Ακούω μια φωνή από την καταχνιά, που μου λέει:
«Έτσι δεν πρόκειται να φωτογραφίσεις τίποτα, ποτέ!»
«Ποιος είστε κύριε;»
Εκείνος: «Ένας Γερμανός, περαστικός».
Σκέφτομαι εγώ: ¨Ο συνηθισμένος απαισιόδοξος της Σχολής της Φρανκφούρτης!¨. Αλλά, μπα!
Βγαίνει απ’ την ομίχλη ένας καλοβαλμένος κύριος με γένια και παρουσιάζεται: «Χαίρω πολύ, Κάρολος Μάρξ».
Ωωωω!… (έκπληξη)
«Βλέπεις παιδί μου…»
Πώς ¨παιδί μου;¨… Όλοι με φωνάζουνε σύντροφο κι έρχεται αυτός… κι αλλάζει ακόμη μια φορά το λεξιλόγιο;
«…δεν φτάνει μια φωτογραφική μηχανή και ο σωστός φακός… Κάνεις λάθος τους χρόνους, πίστεψέ με. Εγώ έχω κάποια εμπειρία με ό, τι κινείται!»
Κι εδώ που τα λέμε, αυτό είναι αλήθεια.
«Λοιπόν, να πως εκινείτο το όλον την εποχή μου: Κοίτα, εδώ ήταν το κεφάλαιο, εδώ οι τάξεις, η μπουρζουαζία, και τα λοιπά και τα λοιπά». Κι εγώ: φλάς!
Έχει γούστο ο Μαρξ όταν ζεσταίνεται… ε; Μοιάζει με παπαράτσο! Όμως παίρνω κουράγιο και του λέω: «Κι εμείς, κι εμείς τα ίδια, κεφάλαιο, τάξεις, μπουρζουάδες… φλας!»
«Ωραίοι!»
«Ευχαριστώ!»
Ύστερα κατάλαβα ότι με το ¨ωραίοι¨ ήθελε να πει ¨μαλάκες¨… Με τρυφερότητα, εννοείται.
¨Είστε ωραίοι. Η μπουρζουαζία… δεν υπάρχει πια. Ή μάλλον, δε μετράει, θρυμματίστηκε!»
Α, όχι…, εδώ τσαντίζομαι… Ω θεέ μου, εξαφανίστηκαν οι αστοίκαι δεν το πήρα πρέφα;!… Και μάλιστα ειπωμένο απ’ αυτόν εδώ σε εξοργίζει, γιατί λέει ο άλλος: μας δούλευε ψιλό γαζί τόσα χρόνια τώρα.
Κι εγώ: «Συγγνώμη Μαρξ… Και τα αφεντικά, οι καπιταλιστές;»
Εκείνος με κοιτάζει, ωραίος, μ’ εκείνα τα μάτια που τα βλέπουν όλα: «Τα αφεντικά, τους καπιταλιστές… δεν τους βλέπω… με την έννοια ότι… γίνονται όλο και πιο πολύ απρόσωποι.»
«Φτου σου γκίνια! Μα εγώ έχω ανάγκη να πιαστώ από κάτι, έχω ανάγκη από σταθερά σημεία αναφοράς!»
«Μα τότε έπρεπε να ονειρευτείς τον Ιησού!»
«Δώσαμε, δώσαμε, ευχαριστώ… Μα πες μου δάσκαλε… η πάλη των τάξεων; … άσε μου τουλάχιστον την ταξική πάλη!»
Εκείνος, ατάραχος: «Η πάλη των τάξεων…»
«Πιο γρήγορα δάσκαλε!…»
«Η πάλη των τάξεων θα μπορούσε να είναι ακόμη σωστή…»
«¨Ωωω!»
«…εάν ήταν ξεκάθαρες οι τάξεις!»
«Μα πώς, δεν είναι ξεκάθαρες οι τάξεις;… Τότε δεν είσαι μαρξιστής! Συγνώμη που τ’ άρπαξα, Μαρξ, μου φαίνεσαι λιγάκι πολτός. Και ο ιμπεριαλισμός, ο ιμπεριαλισμός;»
«Τέλος πάντων…»
Πολύ ατάραχος το παίζει ο Μαρξ!
«Πες μου, ο ιμπεριαλισμός;»
«Άκου να δεις, το συζητούσα με τον Λένιν, τις προάλλες. Είναι εκεί πάνω και τον παρατηρεί… Είναι κάπως κολλημένος! Λέει πως η εικόνα είναι λίγο ασαφής και θέλει καλύτερη εστίαση. Μιλάει για Pax… για Pax Americana… Λέει ότι η Ειρήνη κατάντησε χειρότερη από τον πόλεμο».
«Ναι, αυτό το είπε κι ο τρελός του χωριού. Κι έπειτα;, κι ύστερα;… δεν βλέπετε τίποτα άλλο; Τι κοιτάζεις τώρα; τι κοιτάζεις, αφού δεν υπάρχει πια τίποτα;»
«Δεν είναι αλήθεια, ο αγώνας υπάρχει ακόμα. Και μάλιστα οι εχθροί είναι πιο πολλοί από πριν. Αλλά παρουσιάζονται με άλλο τρόπο. Όλα είναι πιο… Τη βλέπεις την παραγωγή; Ήταν τόση δα… ένα κοριτσάκι. Πώς μεγάλωσε! Τι υγεία! Την θυμάμαι, εγώ… ένα κοριτσάκι, κι οι γονιοί της… κάνε αυτό, κάνε εκείνο!… Να τρελαίνεσαι. Μία γυναίκα, αυτόνομη!, εννοείται, εννοείται. Πρέπει κάτι να κάνουμε…» Βγάζει έξω τη Λέϊκα… «…να κάνουμε κάτι, φλάς! Είναι όλα πιο… φλας!… ναι, σίγουρα… φλας! Ενδιαφέρον…φλας! κατάλαβα… Είναι όλα πιο…»
Και ο γέρος απομακρύνεται σεινάμενος κουνάμενος αφήνοντάς με στη πιο μαύρη απελπισία.
«Το φιλμ, το φιλμ!… Μη φεύγεις!… Το φιλμ… να μου το στείλεις!»
Καταραμένος ξεροκέφαλος, κολλημένος, με την αρτηριοσκλήρωσή του, να μου έρχεται εδώ να δει άν όλα κινούνται, να τραβάει στο ένα πεντηκοστό… πρόκειται για μανία, για μανία! Κι εγώ, που είχα καθαρές ιδέες, ακριβείς…
«Γράψε μου! Ναι, γράψε μου κάτι!»
*
Τι να πω, μπορεί να γίνει κι αυτό, μετά από δέκα χρόνια να πούμε, κάποιος να σηκώνεται το πρωί και, χωρίς να το πάρει χαμπάρι, να βρίσκεται στ’ αλήθεια χωρίς μπουρζουαζία, χωρίς τάξεις, χωρίς αφεντικά… αλλά μέσα στα σκατά πιο πολύ από πριν!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Ιουλίου, 2015
Σας έφτιαξα μια απόδοση στα ελληνικά του τραγουδιού του Τζόρτζιο Γκάμπερ ¨Il desiderio¨. Οι στίχοι είναι γραμμένοι μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι.
Η Επιθυμία
Αγάπη,
δεν έχει νόημα με κάποιους να τα βάζεις
να τους κατηγορείς
για τούτο ή για κείνο
ή για άλλα πράγματα που δεν αξίζουν μία.
Αγάπη
όλα αυτά δεν έχουνε καμία σημασία
εκείνο που μας λείπει
το λένε ¨επιθυμία¨.
*
Η επιθυμία
απ’ όλα τ’ άλλα ειν’ πιο πάνω
είναι η αίσθηση του τώρα
είναι να ζεις μέσα σ’ αυτά που κάνεις, όλα,
κι όχι μονάχα στην αγάπη.
Επιθυμία είναι τις στιγμές να πλάθεις,
όταν το γέλιο κι η κουβέντα είναι χαρά∙
είναι η αίσθηση-ασπίδα στην ανία
και στη φθορά.
*
Η επιθυμία είναι, ναι,
το πιο σπουδαίο πράγμα
μια αναστάτωση που αδιόρατα γεννιέται
απ’ του ενστίκτου το μυστήριο βάθος.
Η πρώτη ώθηση να μάθεις, να γνωρίζεις.
Ενός ευαίσθητου φυτού η ρίζα
που αν ξέρεις να φροντίζεις
με τη ζωή σε δένει και το πάθος.
*
Αγάπη
για την φθορά μας, νόημα δεν έχει
νέα ονόματα να φτιάχνεις
οι λέξεις από μόνες δεν αρκούν
όσο κι αν ψάχνεις.
Αγάπη
ανάγκη δεν υπάρχει πια καμία
αφού εκείνο που μας λείπει
το λεν’ επιθυμία.
*
Η επιθυμία είναι
το πιο σπουδαίο πράγμα
μία φωνή περίεργη, ξαφνική
μια έλξη που χαμπάρι δεν την παίρνεις
μία γητειά π’ ανέτοιμο σε βρίσκει,
να την ελέγξεις δεν τα καταφέρνεις
δε ξέρεις τι ενέργεια αναλώνει
μα ήδη, πριν το νοιώσεις, μεγαλώνει.
*
Η επιθυμία είναι η ώθηση που έρχεται απ’ τα μέσα
φτιάχνει το αύριο σαν το τώρα έχει χαλάσει
είναι η μόνη μηχανή που στα τυφλά
κινεί την πλάση.
***
(Μία ανάγνωση)
*
Il Desiderio
Amore
non ha senso incolpare qualcuno
calcare la mano
su questo o quel difetto
o su altre cose che non contano affatto.
Amore
non ti prendo sul serio
quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è l’emozione del presente
è l’esser vivi in tutto ciò che si può fare
non solo nell’amore
il desiderio è quando inventi ogni momento
è quando ridere e parlare è una gran gioia
e questo sentimento
ti salva dalla noia.
Il desiderio
è la cosa più importante
che nasce misteriosamente
è il vago crescere di un turbamento
che viene dall’istinto
è il primo impulso per conoscere e capire
è la radice di una pianta delicata
che se sai coltivare
ti tiene in vita.
Amore
non ha senso elencare problemi
e inventar nuovi nomi
al nostro regredire
che non si ferma continuando a parlare.
Amore,
non è più necessario
se quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è un’attrazione un po’ incosciente
è l’affiorare di una strana voce
che all’improvviso ti seduce
è una tensione che non riesci a controllare
ti viene addosso non sai bene come e quando
e prima di capire
sta già crescendo.
Il desiderio è il vero stimolo interiore
è già un futuro che in silenzio stai sognando
è l’unico motore
che muove il mondo.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Μαΐου, 2015
Τίποτα για τον Άνθρωπο δεν ειν’ οριστικό:
Αδυναμία, δύναμη, ή καρδιά. Κι όταν ακόμη σ’ αγκαλιά
Τα χέρια ανοίγει, σταυρό θα σχηματίζει η σκιά.
Κι όταν την ευτυχία αγγίζει, την μαδά.
Να ’ναι η ζωή του πονεμένος χωρισμός, το ριζικό.
[Γι αυτό θα πω]
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει.
Μοιάζει η ζωή του στους αφοπλισμένους μαχητές
Που γι άλλο πεπρωμένο είχαν ταχτεί
Τι κι αν ωραίοι ξεκινούν την άγουρη αυγή
Το βράδυ αβέβαιοι θα βρεθούνε, μοναχοί.
Αυτά τα λόγια πες Ζωή μου και μη κλαις
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει
Όμορφη κι ακριβή μου αγάπη, πληγή μου και ουλή
Μαζί μου σ’ έχω σαν πουλί τραυματισμένο
Κι αυτοί τριγύρω να κοιτούν με βλέμμα αλλοπαρμένο
Ψελλίζοντας ξανά ό, τι έχω εγώ για σένα υφασμένο
Κι όσοι για των ματιών σου σκοτωθήκαν το μελί
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει
Είναι αργά να μάθεις πώς να ζεις χωρίς καημούς
Κι ας κλαίν’ τη νύχτα οι καρδιές μας μ’ αρμονία
Κι ας τραγουδούν μ’ όση τους πρέπει δυστυχία
Και μ’ όση κρύβει ένα ρίγος νοσταλγία
Κι όσους χωράει μια κιθάρα στεναγμούς.
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει.
*
*
Σας έφτιαξα μια ακόμη απόδοση στα ελληνικά ενός τραγουδιού του Μπρασένς, μόνο που αυτή τη φορά οι στίχοι αποτελούν τμήμα ενός ποιήματος του Λουί Αραγκόν. Ακολουθεί το κείμενο του τραγουδιού στα γαλλικά. Περισσότερα προσεχώς.
Il n’y a pas d’amour heureux
Rien n’est jamais acquis à l’homme ni sa force
Ni sa faiblesse ni son coeur .Et quand il croit
Ouvrir ses bras son ombre est celle d’une croix
Et quand il croit serrer son bonheur il le broie
Sa vie est un étrange et douloureux divorce
Il n’y a pas d’amour heureux
Sa vie Elle ressemble à ces soldats sans armes
Qu’on avait habillés pour un autre destin
A quoi peut leur servir de se lever matin
Eux qu’on retrouve au soir désoeuvrés incertains
Dites ces mots Ma vie Et retenez vos larmes
Il n’y a pas d’amour heureux
Mon bel amour mon cher amour ma déchirure
Je te porte dans moi comme un oiseau blessé
Et ceux-là sans savoir nous regardent passer
Répétant après moi les mots que j’ai tressés
Et qui pour tes grands yeux tout aussitôt moururent
Il n’y a pas d’amour heureux
Le temps d’apprendre à vivre il est déjà trop tard
Que pleurent dans la nuit nos coeurs à l’unisson
Ce qu’il faut de malheur pour la moindre chanson
Ce qu’il faut de regrets pour payer un frisson
Ce qu’il faut de sanglots pour un air de guitare
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Οκτωβρίου, 2014
Με το που τέλειωσαν οι καλοκαιρινές διαλείψεις, ασυνέχειες και διακοπές με παίρνει ο Θάνος τηλέφωνο, κι ανάμεσα σε άλλα (τέλους σεζόν) μου λέει:
– Μπαμπά, άκουσα ένα ωραίο τραγούδι του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ.
– Ποιο; τον ρωτάω.
-Το Bocca di Rosa, μου λέει.
– Ωραίο πράγματι, συμφωνώ.
– Πώς και δε το μετάφρασες με τα άλλα;
– Να σου πω την αλήθεια μια φορά το είχα αρχίσει, αλλά έχει πολλές μικρές στροφές και κάπου το άφησα ή με άφησε.
– Παραγγελιές δέχεσαι;
– Από σένα, άμα λάχει, ναι (το έχω ξανακάνει).
Κάπως έτσι, ανάμεσα στους αρχαίους με τους οποίους κάνω παρέα τον τελευταίο καιρό, εμφανίστηκε πάλι ο Φαμπρίτσιο.
Η προσπάθεια είναι προφανώς αφιερωμένη στο Θάνο.
Η Ροδόστομη
Την φωνάζαμε «ρόδινο στόμα»
τον έρωτα είχε πιο πάνω απ’ όλα!
την φωνάζαμε «ρόδινο στόμα»
πολλοί από μας τη θυμούνται ακόμα.
*
Με το που φτάνει στη μικρή μας πόλη
από το τρένο σαν κατεβαίνει,
με μια ματιά καταλάβαμε όλοι
ότι δεν ήταν καμιά ιερωμένη!
*
Άλλη αγαπάει γιατί βαριέται,
άλλη για χρήμα μόνο αγαπιέται,
μα η Ροδόστομη, αν δεν κάνω λάθος,
ερωτευόταν μόνο από πάθος!
*
Αλλά το πάθος, μας παρασύρει
να ερωτευόμαστε πάντα με μένος
και δεν ρωτάμε ο αγαπημένος
αν είναι ελεύθερος ή παντρεμένος.
*
Κι έτσι της πόλης μας οι κυράτσες
-εδώ που τα λέμε, πολύ δε θέλει-
στο «ρόδινο στόμα» ορμήσανε όλες
γιατί τους στέρησε το μέλι.
*
Αλλά της πόλης μας οι σουσουράδες,
οι καρακάξες και τ’ άλλα είδη,
μια που δεν έχουν πολλή φαντασία
περιοριστήκανε στο βρισίδι.
*
Σ’ όλους αρέσει να συμβουλεύουν
κι όλο μαθήματα να παραδίνουν
κι όλοι στη λένε για το καλό σου
κακό παράδειγμα σα δεν σου δίνουν.
*
Έτσι μια γέρικη πια καλιακούδα
χωρίς παιδιά, δίχως επιθυμίες,
πήρε με κέφι την πρωτοβουλία
σωστές να δώσει οδηγίες.
*
κι είπε σταράτα στις κερατωμένες
με φράσεις κοφτές και με λέξεις ψαγμένες:
¨Να πώς θα διορθώσουμε την αδικία:
Θα ειδοποιήσουμε την Εξουσία!¨
*
Κι εκείνες πήγανε στον αστυνόμο
και του τα είπαν με λίγα λόγια:
«Πιότερους έχει η τσούλα πελάτες
κι απ’ της κυβέρνησης τα λαμόγια!»
*
Και καταφτάνουν οι χωροφυλάκοι,
με τα γαλόνια, με τα γαλόνια
και καταφτάνουν οι χωροφυλάκοι
με τα γαλόνια και τα κορδόνια.
*
Η τρυφερότητα δεν είναι μια αξία
που έχουν οι μπάτσοι αδυναμία,
μα εκείνη τη μέρα να πάρει το τρένο
τη συνοδέψαν μ’ απροθυμία.
*
Στο σταθμό του τρένου βρέθηκαν όλοι,
από τον διάκο ως τον γεωπόνο,
στο σταθμό του τρένου βρέθηκαν κι είχαν
στη φάτσα θλίψη, στα μάτια πόνο.
*
Για να χαιρετίσουν αυτήν που για λίγο,
χωρίς ιστορίες, χωρίς απαιτήσεις,
για να χαιρετίσουν αυτή που για λίγο
χάρισε του έρωτα τις συγκινήσεις.
*
Και μία φράση είχαν γραμμένη
με γράμματα μαύρα σε μια πινακίδα:
«Γλυκιά Ροδόστομη σε χαιρετάμε
μαζί σου φεύγει η ανοιξιάτικη ελπίδα».
*
Αλλά μια φήμη λίγο σκαμπρόζα
δεν έχει ανάγκη του τύπου την πρόζα
κι από σαΐτα ταχύτερη ακόμα
να που εξαπλώνεται στόμα με στόμα.
*
Και να που στον άλλο σταθμό του τρένου
κόσμος πολύς από όλη τη χώρα
να στέλνει φιλιά, να στέλνει λουλούδια
να την καπαρώνει για λίγη ώρα
*
Ως κι ο εφημέριος που δεν αρνιέται,
-μετά απ’ ένα γάμο ή μία κηδεία-
της ομορφιάς την εφήμερη δόξα,
την θέλει δίπλα του στη λιτανεία!
*
Και με την Παρθένο στην πρώτη αράδα
και τη Ροδόστομη στη μέση του δρόμου
στη μικρή πόλη γυρίζουν αντάμα
η Αγία Αγάπη κι η αγάπη εκτός νόμου.
***
Εδώ με τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ
*
Κι εδώ με την Ορνέλα Βανόνι
…και μια ανάγνωση
Bocca di Rosa
La chiamavano bocca di rosa
metteva l’amore, metteva l’amore,
la chiamavano bocca di rosa
metteva l’amore sopra ogni cosa.
*
Appena scese alla stazione
nel paesino di Sant’Ilario
tutti si accorsero con uno sguardo
che non si trattava di un missionario.
*
C’è chi l’amore lo fa per noia
chi se lo sceglie per professione
bocca di rosa né l’uno né l’altro
lei lo faceva per passione.
*
Ma la passione spesso conduce
a soddisfare le proprie voglie
senza indagare se il concupito
ha il cuore libero oppure ha moglie.
*
E fu così che da un giorno all’altro
bocca di rosa si tirò addosso
l’ira funesta delle cagnette
a cui aveva sottratto l’osso.
*
Ma le comari di un paesino
non brillano certo in iniziativa
le contromisure fino a quel punto
si limitavano all’invettiva.
*
Si sa che la gente dà buoni consigli
sentendosi come Gesù nel tempio,
si sa che la gente dà buoni consigli
se non può più dare cattivo esempio.
*
Così una vecchia mai stata moglie
senza mai figli, senza più voglie,
si prese la briga e di certo il gusto
di dare a tutte il consiglio giusto.
*
E rivolgendosi alle cornute
le apostrofò con parole argute:
«il furto d’amore sarà punito-
disse- dall’ordine costituito».
*
E quelle andarono dal commissario
e dissero senza parafrasare:
«quella schifosa ha già troppi clienti
più di un consorzio alimentare».
*
E arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi con i pennacchi
e arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi e con le armi.
*
Il cuore tenero non è una dote
di cui sian colmi i carabinieri
ma quella volta a prendere il treno
l’accompagnarono malvolentieri.
*
Alla stazione c’erano tutti
dal commissario al sagrestano
alla stazione c’erano tutti
con gli occhi rossi e il cappello in mano,
*
a salutare chi per un poco
senza pretese, senza pretese,
a salutare chi per un poco
portò l’amore nel paese.
*
C’era un cartello giallo
con una scritta nera
diceva «Addio bocca di rosa
con te se ne parte la primavera».
*
Ma una notizia un po’ originale
non ha bisogno di alcun giornale
come una freccia dall’arco scocca
vola veloce di bocca in bocca.
*
E alla stazione successiva
molta più gente di quando partiva
chi mandò un bacio, chi gettò un fiore
chi si prenota per due ore.
*
Persino il parroco che non disprezza
fra un miserere e un’estrema unzione
il bene effimero della bellezza
la vuole accanto in processione.
*
E con la Vergine in prima fila
e bocca di rosa poco lontano
si porta a spasso per il paese
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Ιουνίου, 2014
¨Στη σκιά της καρδιάς της καλής μου» Αυτός είναι, σε πιστή μετάφραση, ο τίτλος ενός ακόμη τραγουδιού του άφταστου μπάρμπα (tonton) Γιώργη: Σε ατμόσφαιρα βουκολική και μελωδία μεσαιωνικής μπαλάντας τραγουδάει το εγερτήριο φιλί προς την ωραία κοιμωμένη του δάσους. Φιλί που όμως δε αρκεί πάντοτε για να δημιουργηθούν τα ποθητά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα όταν ανακατεύονται ξένα γκαντέμικα πουλιά που χαλάνε τη μαγεία.
Στις έξη τετράστιχες στροφές του τραγουδιού ο Μπρασένς επαναλαμβάνει, τραγουδώντας, τους δύο πρώτους στίχους. Στην απόδοση, επειδή χρειαζόμουν χώρο για τις πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις, ¨γέμισα¨ τις επαναλήψεις έτσι ώστε να χωρέσουν κάποιες νοηματικές αποχρώσεις που αλλιώς θα περίσσευαν και θα τις έκοβα. (Η βασική επιδίωξη παραμένει οι αποδόσεις να προσαρμόζονται – χωράνε- στη μελωδία)
Μες της καλής μου την καρδιά
Ξένο πουλί φτιάχνει φωλιά
Σαν καμωνόταν μια φορά
Πως ειν’ του δάσους η Κυρά Πως είχε τάχα κοιμηθεί Και στα σκοτάδια είχε χαθεί
Τότε κι εγώ γονατιστός
Στη γοητεία της πιστός
Φιλί αγάπης και γητειάς
Δίνω στο μέρος της καρδιάς Νεράιδες σας παρακαλώ Το νου σας να ’χετε κι εδώ
Μα το πανάθλιο το πουλί
Έκραξε με στριγκιά φωνή
¨Πιάστε τον κλέφτη, το φονιά¨
Κι ακούστηκε η στριγκλιά μακριά Ποτέ, σα να ’ταν δυνατό, Να θέλω Εκείνης το κακό
Σάλος, αχός και σαματάς
Κι έφτασε κόσμος και ντουνιάς
Φτάσανε κι οι συγχωριανοί
Και ο πατέρας της μαζί Την όμορφη να σώσουν νια Από τον κλέφτη, το φονιά…
Τόση βοή και φασαρία
Διώχνει, σκορπίζει τη μαγεία
Το ξόρκι πια δε λειτουργεί
Τ’ ονείρου χάνεται η πνοή Κι η όμορφη δεν αντιδρά Στα χάδια μου και στα φιλιά
Είναι από τότε που ξανά
Πήρα τα δάση τα βουνά
Η λαβωμένη μου καρδιά
Σ’ έρωτες δεν πιστεύει πια Το τόξο μου γερά κρατώ Σ’ άγνωστους τόπους κυνηγώ
*
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
A l’ombre du cœur de ma mie (bis)
Un oiseau s’était endormi (bis)
Un jour qu’elle faisait semblant
D’être la Belle au bois dormant
Et moi, me mettant à genoux (bis)
Bonnes fées, sauvegardez-nous (bis)
Sur ce cœur j’ai voulu poser
Une manière de baiser
Alors cet oiseau de malheur (bis)
Se mit à crier » Au voleur » (bis)
» Au voleur » et » A l’assassin »
Comm’ si j’en voulais à son sein
Aux appels de cet étourneau (bis)
Grand branle-bas dans Landerneau (bis)
Tout le monde et son père accourt
Aussitôt lui porter secours
Tant de rumeurs, de grondements (bis)
Ont fait peur aux enchantements (bis)
Et la belle désabusée
Ferma son cœur à mon baiser
Et c’est depuis ce temps, ma sœur (bis)
Que je suis devenu chasseur (bis)
Que mon arbalète à la main
Je cours les bois et les chemins
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Απριλίου, 2014
(Οι πρώτες στροφές)
Εγώ, αν ήμουνα Θεός
-και θα μπορούσα να ’μουν.
Αν όχι,
άλλος ποιος;
Εγώ, αν ήμουνα Θεός
δε θα με ’ρίχναν οι ελιγμοί των πονηρών
ερασιτέχνης δε θα ήμουν αγαθός
μα θα ‘μουν πανταχού παρών!
Θα ’μουν παντού τα πάντα να εποπτεύω,
να κριτικάρω, να κατασκοπεύω
τι κάνει ο κόσμος ο μικρός.
*
Ας πούμε, ο μπουρζουάς, ο βαρετός,
που μουρμουρίζει ό, τι κι αν του δώσεις
και αμαρταίνει,
πάντοτε με δόσεις.
Που ’ν μίζερος πολύ ο φουκαράς
τι κι αν το ξέρει πως:
έχει ο Θεός την έξη
να ‘ναι ακριβής σαν Σουηδός-
κι όμως ο αστός, ο μασκαράς,
θαρρεί ότι μπορεί να μετατρέψει
τα Κρίματα σε λάθη της σειράς
και ότι έτσι, εν τέλει, ο Θεός
θα παραβλέψει.
*
Γι αυτό κι εγώ,
αν ήμουνα Θεός,
παλιότερη θα διάλεγα εποχή.
Θεός αν ήμουν
θα προτιμούσα το αρχαίο πάθος, την αρχαία ορμή,
όπου είχε μίσος
κι έπειτα αγάπη
και το εχθρό ξεπλήρωνες μ’ οργή.
*
Αλλά,
δεν έχω ακόμη ξεκινήσει
για την ουράνια γύρα,
καθώς μαζί σας με τραβάτε συνεχώς
στην κατρακύλα.
*
Και βέβαια, αν ήμουνα Θεός
σίγουρα δε θα ήμουν σφιχτοχέρης
σπαγκοραμμένος κι εξηνταβελόνης
στα υλικά να κάνω οικονομία,
να ’ν δεύτερης ποιότητας η λάσπη
κι οι ανθρώποι να μου βγαίνουν
κάπως σκάρτοι.
Κι όμως, αλίμονο, αυτό συχνά συμβαίνει
κι έτσι ο Θεός -Εγώ- πρέπει να στέλνει
κάποιον με οδηγίες κάθε τόσο,
αλλά καθώς σε σας αρέσουν οι ερμηνείες,
οι διαστρεβλώσεις κι οι δικολαβίες,
θα μ’ αναιρείτε
ό, τι κι αν σας δώσω.
*
Αν ήμουνα εγώ Θεός
του γιου μου δε θα έκανα τα λάθη
και προπαντός,
αν ήτανε να μίλαγα γι Αγάπη
θα τα ’λεγα όλα λίγο πιο σαφώς.
Γιατί σ’ εσάς είναι γνωστό ότι αρέσει
να φλυαρείτε για Αγάπη διαρκώς
κι Αλληλεγγύη και Βοήθεια και άλλα…
κάπως σα γέροι από καιρό ξεμωραμένοι,
μα πίσω από τα λόγια τα μεγάλα
λίγη είναι η ουσία που απομένει.
*
Τώρα, εσείς καμώνεστε
τη Γη πως αγαπάτε
κι ό, τι βυζαίνει απ’ αυτήν:
απ’ τ’ άγρια ζώα έως τα δελφίνια
-χώρια σκύλους και γάτες,
και καναρίνια-
Μα σαν κάποιος διαθέτει
τέτοιο απόθεμα αγάπης στο μανίκι,
η απορία είναι λογική:
μα πώς στο διάβολο μπορεί
μόνο με τους ομοίους του
να ‘ναι τόσο καθίκι;
*
Εγώ, αν ήμουνα Θεός
θα ‘χα βγει απ’ τα ρούχα μου
και θα ’νιωθα αηδία
πιότερο απ’ όλα τ’ άλλα,
με την υποκρισία,
όταν για τους ανάπηρους και τους αδικημένους
μοστράρετε μια ψεύτικη, δήθεν ανησυχία.
Τα ’χω μ’ εκείνους
που για να δείξουν ότι είν’ ανθρωπιστές
και να κερδίσουνε στο Δήμο μια θητεία
φτιάχνουν διαβάσεις στις γωνιές και στις στροφές
Αλλά,
μέσα στης πόλης τα σκατά
μέσα στο χάος, μέσα στη βαβούρα,
τα έργα αυτά, κενά, μοναχικά
ανακαλούν μόνο νοθεία και φιγούρα.
Κι όμως, ύπουλοι σύμβουλοι,
εγώ ξέρω καλά,
πως όλους στην αράδα
τους δυστυχείς θα ρίχνατε ευχαρίστως
σ’ απύθμενο Καιάδα
*
Αλλά,
δεν έχω ακόμη ξεκινήσει
για την ουράνια γύρα,
καθώς μαζί σας με τραβάτε συνεχώς
στην κατρακύλα.
*
Ο μουσικός μονόλογος Io se fossi Dio (Τζόρτζιο Γκάμπερ και Σάντρο Λουπορίνι), κυκλοφόρησε το 1980 και λογοκρίθηκε αμέσως από όλα τα τότε ιταλικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Οι στίχοι θίγουν πολλά από τα κακώς κείμενα της εποχής και είναι εμπνευσμένοι από το S’i’ fosse foco, γνωστό αναγεννησιακό σονέτο του Cecco Angiolieri (το έχουμε ήδη παρουσιάσει στο ιστολογοφόρο μελοποιημένο από τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ –εδώ). Υπάρχουν περισσότερες της μιας εκδοχές του μονόλογου, καθώς ο Γκάμπερ στις θεατρικές μουσικές του περιοδείες προσάρμοζε το κείμενο, σχολιάζοντας τις τρέχουσες κάθε φορά πολιτικο-κοινωνικές καταστάσεις Εδώ έχουμε βασικά την τελευταία εκδοχή (1991) που θίγει γενικότερες πληγές και προβλήματα της ιταλικής κοινωνίας, ενώ η πρώτη εκδοχή είναι στενότερα δεμένη με συγκεκριμένα γεγονότα της εποχής, όπως η δολοφονία του Άλντο Μόρο και άλλα. Σήμερα ανάρτώ μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των πρώτων στροφών του μονόλογου. Για το υπόλοιπο, καθώς και για ορισμένα ενδιαφέροντα τμήματα του αρχικού κείμενου επιφυλάσσομαι να σας φτιάξω μια μετάφραση/προσαρμογή στο προσεχές μέλλον.
Ακολουθούν:
α. Μια ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά που σας έφτιαξα
και
β. Το πλήρες ιταλικό κείμενο
Io
se fossi Dio
e io potrei anche esserlo
se no non vedo chi…
Io se fossi Dio non mi farei fregare dai modi furbetti della gente
non sarei mica un dilettante
sarei sempre presente
sarei davvero in ogni luogo a spiare
o meglio ancora a criticare, appunto
cosa fa la gente.
Per esempio il piccolo borghese
com’è noioso
non commette mai peccati grossi
non è mai intensamente peccaminoso.
Del resto poverino è troppo misero e meschino
e pur sapendo che Dio è il computer più perfetto
lui pensa che l’errore piccolino
non lo veda
o non lo conti affatto.Per questo io se fossi Dio
preferirei il secolo passato
se fossi Dio rimpiangerei il furore antico
dove si amava, e poi si odiava
e si ammazzava il nemico.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
Sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
non sarei mica stato a risparmiare
avrei fatto un uomo migliore.
Sì, vabbè, lo ammetto
non mi è venuto tanto bene
ed è per questo, per predicare il giusto
che io ogni tanto mando giù qualcuno
ma poi alla gente piace interpretare
e fa ancora più casino.
Io se fossi Dio
non avrei fatto gli errori di mio figlio
e specialmente sull’amore
mi sarei spiegato un po’ meglio.
Infatti voi uomini mortali per le cose banali
per le cazzate tipo compassione e finti aiuti
ci avete proprio una bontà
da vecchi un po’ rincoglioniti.
Ma come siete buoni voi che il mondo lo abbracciate
e tutti che ostentate la vostra carità.
Per le foreste, per i delfini e i cani
per le piantine e per i canarini
un uomo oggi ha tanto amore di riserva
che neanche se lo sogna
che vien da dire:
ma poi coi suoi simili come fa ad essere così carogna…
Io se fossi Dio
direi che la mia rabbia più bestiale
che mi fa male e che mi porta alla pazzia
è il vostro finto impegno
è la vostra ipocrisia.
Ce l’ho con quelli che per salvare la faccia
per darsi un tono da cittadini giusti e umani
fanno passaggi pedonali e poi servizi strani
e tante altre attenzioni
per handicappati sordomuti e nani.
E in queste grandi città
che scoppiano nel caos e nella merda
fa molto effetto un pezzettino d’erba
e tanto spazio per tutti i figli degli dèi minori.
Cari assessori, cari furbastri subdoli altruisti
che usate gli infelici con gran prosopopea
ma io so che dentro il vostro cuore li vorreste buttare
dalla rupe Tarpea.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
maledirei per primi i giornalisti e specialmente tutti
che certamente non sono brave persone
e dove cogli, cogli sempre bene.
Signori giornalisti, avete troppa sete
e non sapete approfittare della libertà che avete
avete ancora la libertà di pensare, ma quello non lo fate
e in cambio pretendete
la libertà di scrivere
e di fotografare.
Immagini geniali e interessanti
di presidenti solidali e di mamme piangenti
e in questo mondo pieno di sgomento
come siete coraggiosi, voi che vi buttate senza tremare un momento:
cannibali, necrofili, deamicisiani, astuti
e si direbbe proprio compiaciuti
voi vi buttate sul disastro umano
col gusto della lacrima
in primo piano.
Sì, vabbè, lo ammetto
la scomparsa totale della stampa sarebbe forse una follia
ma io se fossi Dio di fronte a tanta deficienza
non avrei certo la superstizione
della democrazia.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
naturalmente io chiuderei la bocca a tanta gente.
Nel regno dei cieli non vorrei ministri
né gente di partito tra le palle
perché la politica è schifosa e fa male alla pelle.
E tutti quelli che fanno questo gioco
che poi è un gioco di forze ributtante e contagioso
come la febbre e il tifo
e tutti quelli che fanno questo gioco
c’hanno certe facce
che a vederle fanno schifo.
Io se fossi Dio dall‚alto del mio trono
direi che la politica è un mestiere osceno
e vorrei dire, mi pare a Platone
che il politico è sempre meno filosofo
e sempre più coglione.
E’ un uomo a tutto tondo
che senza mai guardarci dentro scivola sul mondo
che scivola sulle parole
e poi se le rigira come lui vuole.
Signori dei partiti
o altri gregari imparentati
non ho nessuna voglia di parlarvi
con toni risentiti.
Ormai le indignazioni son cose da tromboni
da guitti un po’ stonati.
Quello che dite e fate
quello che veramente siete
non merita commenti, non se ne può parlare
non riesce più nemmeno a farmi incazzare.
Sarebbe come fare inutili duelli con gli imbecilli
sarebbe come scendere ai vostri livelli
un gioco così basso, così atroce
per cui il silenzio sarebbe la risposta più efficace.
Ma io sono un Dio emotivo, un Dio imperfetto
e mi dispiace ma non son proprio capace
di tacere del tutto.
Ci son delle cose
così tremende, luride e schifose
che non è affatto strano
che anche un Dio
si lasci prendere la mano.
Io se fossi Dio preferirei essere truffato
e derubato, e poi deriso e poi sodomizzato
preferirei la più tragica disgrazia
piuttosto che cadere nelle mani della giustizia.
Signori magistrati
un tempo così schivi e riservati
ed ora con la smania di essere popolari
come cantanti come calciatori.
Vi vedo così audaci che siete anche capaci
di metter persino la mamma in galera
per la vostra carriera.
Io se fossi Dio
direi che è anche abbastanza normale
che la giustizia si amministri male
ma non si tratta solo
di corruzioni vecchie e nuove
È proprio un elefante che non si muove
che giustamente nasce
sotto un segno zodiacale un po‚ pesante
e la bilancia non l’ha neanche come ascendente.
Io se fossi Dio
direi che la giustizia è una macchina infernale
E’ la follia, la perversione più totale
a meno che non si tratti di poveri ma brutti
allora sì che la giustizia è proprio uguale per tutti.
Io se fossi Dio
io direi come si fa a non essere incazzati
che in ospedale si fa morir la gente
accatastata tra gli sputi.
E intanto nel palazzo comunale
c’è una bella mostra sui costumi dei Sanniti
in modo tale che in questa messa in scena
tutto si addolcisca, tutto si confonda
in modo tale che se io fossi Dio direi che il sociale
è una schifosa facciata immonda.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
avrei una gran paura del futuro.
C’è un’aria di sgomento che coinvolge il mondo intero
una minaccia un tragico fermento
di popoli e di razze in via di assestamento.
Io come Dio logicamente
li vedo tutti da lontano
ma a dirla onestamente più che altro
io sono un Dio italiano
col gusto un po’ indiscreto di frugare
negli antri più segreti, più nascosti
del potere.
Se fossi Dio
vedrei dall’alto come una macchia nera
una specie di paura che forse è peggio della guerra
sono i soprusi, le estorsioni i rapimenti
è la camorra.
E’ l’impero degli invisibili avvoltoi
dei pescecani che non si sazian mai
sempre presenti, sempre più potenti, sempre più schifosi
è l’impero dei mafiosi.
Io se fossi Dio
io griderei che in questo momento
son proprio loro il nostro sgomento.
Uomini seri e rispettati
così normali e al tempo stesso spudorati
così sicuri dentro i loro imperi
una carezza ai figli, una carezza al cane
che se non guardi bene ti sembrano persone
persone buone che quotidianamente
ammazzano la gente con una tal freddezza
che Hitler al confronto mi fa tenerezza.
Io se fossi Dio
urlerei che questi terribili bubboni
ormai son dentro le nostre istituzioni
e anzi, il marciume che ho citato
è maturato tra i consiglieri, i magistrati, i ministeri
alla Camera e allo Senato.
Io se fossi Dio
direi che siamo masochisti e un po’ dementi
che i nostri governanti non li mandiamo via.
E ormai ci possono fare qualsiasi porcheria
possono rubare e ricattare, possono ammazzare
e vomitarci addosso
che tanto noi
li votiamo lo stesso.
Io se fossi Dio
direi che siamo complici oppure deficienti
che questi delinquenti, queste ignobili carogne
non nascondono neanche le loro vergogne
e sono tutti i giorni sui nostri teleschermi
e mostrano sorridenti le maschere di cera
e sembrano tutti contro la sporca macchia nera.
Non ce n‚è neanche uno che non ci sia invischiato
perché la macchia nera
è lo Stato.
E allora io
se fossi Dio
direi che ci son tutte le premesse
per anticipare il giorno
dell’Apocalisse.
Con una deliziosa indifferenza
e la mia solita distanza
vorrei vedere il mondo e tutta la sua gente
sprofondare lentamente nel niente.
Forse io come Dio, come Creatore
queste cose non le dovrei nemmeno dire
io come Padreterno non mi dovrei occupare
né di violenza né di orrori, né di guerra
né di tutta l’idiozia di questa terra
e cose simili.
Peccato che anche Dio
ha il proprio inferno
che è questo amore eterno
per gli uomini.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Ιανουαρίου, 2014
Είμαι τηςάποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις, τότε το γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.
Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση, ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.
Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).
[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]
Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;
Παλιά οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη
τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι
«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,
στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».
Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία
κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία
Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία
που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία
και που δεν φάγατε εσχάτως / καμία καλή ¨μακαρία¨
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές
και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,
αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν
με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…
Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,
αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,
με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία
και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα
και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες
και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες
τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω
ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…
Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων
των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων
τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»
τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω
τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
Georges Brassens – Les funérailles d’antan
Le Père Valdu – Les funérailles d’antan
Les funérailles d’antan
Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,
De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:
«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,
Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»
Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,
Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.
C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
*
Mais où sont les funérailles d’antan?
Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,
De nos grands-pères,
qui suivaient la route en cahotant,
Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,
Ronds et prospères…
Quand les héritiers étaient contents,
Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,
Ils payaient un verre.
Elles sont révolues,
elles ont fait leur temps,
Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,
On ne les reverra plus,
et c’est bien attristant,
Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.
*
Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert
Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,
Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin
De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.
L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,
Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…
Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
*
Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,
J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,
J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,
Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.
O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,
L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,
Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,
Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 29 Δεκεμβρίου, 2013
[
*
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΝ
Όταν στ’ απάνω ήταν ο Παν
ως κι οι θεοί ήταν μερακλήδες
που ’ξέραν να γλεντοκοπάν’
και αγαπούσαν τους μπεκρήδες.
Κι αν κάποιος ήθελε να πιεί
για νά βγει απ’ των θνητών το νόμο
θεοί του φώτιζαν το δρόμο
για να απογειωθεί.
*
Το κάθε ξύδι ήταν / τότε ευλογητό
το κάθε κατακάθι / είχε τον θεό του
και κάθε φουκαρά / που έπιν’ απ’ αυτό
τον μέτραγε ο Βάκχος, / για παιδί δικό του.
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς
να κυνηγήσουν τους θεούς
***
Ακόμη κάποιοι πίνουν / κι ας πέρασε καιρός
μα πλέον οι θεοί / δεν απαντούν στους πότες
άλλοι στη σύνταξη είναι / και άλλοι πεπτωκότες
αλκοολικός ο Βάκχος / κι ο Μέγας Παν νεκρός.
Κι αν κάποιοι παίζαν τα παιχνίδια
του έρωτα του κατεργάρη,
να σου τα Ξωτικά, αιφνίδια,
να τους κρατάνε το φανάρι!
Μόλις ακούγανε για αγάπες
φιλιά, καημούς και αγκαλιές
έτρεχαν για να κάνουν πλάτες
στις ερωτοδουλειές.
*
Κάθε αγάπη ήταν / τότε ευλογητή,
επέβλεπε τα πάντα / η Θεία Αφροδίτη,
οι ερωτευμένοι ήταν / της γης οι εκλεκτοί
κι ο Έρως ευτυχής / όργωνε τον πλανήτη.
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς
να κυνηγήσουν τους θεούς.
***
Κάποιοι αγαπούν ακόμη / κι ας πέρασε καιρός
κι ισχύει που και που / του έρωτα ο νόμος
μα δεν υπάρχει πια / επάξιος κληρονόμος
του Έρωτα π’ αργεί, / του Πάνα που ’ν νεκρός
Κι όταν η ώρα η μοιραία
έφτανε για να αποδημήσεις,
θεοί σού κάνανε παρέα
στις τελευταίες συγκινήσεις.
Το τέλος έμοιαζε μ’ αρχή
κι όταν ερχόταν το βαρκάκι,
σου φάνταζε σαν παιχνιδάκι
η Ύστατη Πνοή.
*
Ήταν κάθε σορός / τότε ευλογητή
και σφράγιζε ο Χάρων / το κάθε πασαπόρτι,
ο κάθε φουκαράς / δικαιούταν μια ψυχή
και βίζα διαρκή / απ’ τον Μέγα Φωτοδότη
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς,
να κυνηγήσουν τους θεούς.
***
Κάποιοι φεύγουν ακόμη / κι ας πέρασε ο καιρός
μα τώρα ο τάφος είναι / τ’ αδυσώπητο τέλος,
στου πνεύματος τη λέσχη / δεν γίνεσαι πια μέλος
ο Χάρος; φυσικός / κι ο Μέγας Παν: νεκρός!
*
Κι ένας απ τους στερνούς, ο μέγιστος Μεγάλος
πολύ καλά δεν νοιώθει, όπως και κάθε άλλος…
Και όπως το παρατραβούμε,
να φεύγει απ’ τον Γολγοθά, σύντομα, θα τον δούμε:
¨Γαμώτο, αυτούς εδώ άλλο δεν τους αντέχω,
στα έντομα ας δω τι άλλες λύσεις έχω!¨
Τον καιρό που έγραφε ο μεγάλος Γιώργης, οι κίνδυνοι από μια επιστήμη αποκομμένη από τη κοινωνία και αγκιστρωμένη στα συμφέροντα των πολυεθνικών, δεν ήταν τόσο ορατοί όσο σήμερα. Ωστόσο, ο Μπρασένς, όπως βλέπετε, είχε ήδη δει προς τα που πάει το πράγμα.
Βέβαια, στην εποχή του, ο ¨εξορθολογισμός¨ και η τεχνοκρατία έμοιαζαν να εκπροσωπούνται καλύτερα από έναν ελαφρά γελοίο τρελό επιστήμονα των κόμιξ, τον δόκτορα Νιμπούς, (που αναφωνεί κάθε τόσο στο πρωτότυπο ρεφρέν: εύρηκα, εύρηκα), παρά από κάτι που να μοιάζει με τα σημερινά επιθετικά στίφη των εκσυγχρονιστών. Έτσι, στην προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα, έβγαλα τον γραφικό Νιμπούς και έβαλα στη θέση του ολίγη από επέλαση think tanks με τα τεχνοκρατικά τους λάβαρα ανυψωμένα!
[ακολουθεί σε σύνδεση με το you tube ο Brassens, καθώς και (προσοχή: δεν είναι το αδελφάκι του Ηλία) ο Yves Uzureau. Στο τέλος το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο]
*
Le Grand Pan:
Du temps que régnait le Grand Pan,
Les dieux protégaient les ivrognes
Des tas de génies titubants
Au nez rouge, à la rouge trogne.
Dès qu’un homme vidait les cruchons,
Qu’un sac à vin faisait carousse
Ils venaient en bande à ses trousses
Compter les bouchons.
La plus humble piquette était alors bénie,
Distillée par Noé, Silène, et compagnie.
Le vin donnait un lustre au pire des minus,
Et le moindre pochard avait tout de Bacchus.
{Refrain:}
Mais en se touchant le crâne, en criant » J’ai trouvé »
La bande au professeur Nimbus est arrivée
Qui s’est mise à frapper les cieux d’alignement,
Chasser les Dieux du Firmament.
Aujourd’hui ça et là, les gens boivent encore,
Et le feu du nectar fait toujours luire les trognes.
Mais les dieux ne répondent plus pour les ivrognes.
Bacchus est alcoolique, et le grand Pan est mort.
Quand deux imbéciles heureux
S’amusaient à des bagatelles,
Un tas de génies amoureux
Venaient leur tenir la chandelle.
Du fin fond du champs élysées
Dès qu’ils entendaient un » Je t’aime «,
Ils accouraient à l’instant même
Compter les baisers.
La plus humble amourette
Etait alors bénie
Sacrée par Aphrodite, Eros, et compagnie.
L’amour donnait un lustre au pire des minus,
Et la moindre amoureuse avait tout de Vénus.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les cœurs battent encore,
Et la règle du jeu de l’amour est la même.
Mais les dieux ne répondent plus de ceux qui s’aiment.
Vénus s’est faite femme, et le grand Pan est mort.
Et quand fatale sonnait l’heure
De prendre un linceul pour costume
Un tas de génies l’œil en pleurs
Vous offraient des honneurs posthumes.
Et pour aller au céleste empire,
Dans leur barque ils venaient vous prendre.
C’était presque un plaisir de rendre
Le dernier soupir.
La plus humble dépouille était alors bénie,
Embarquée par Caron, Pluton et compagnie.
Au pire des minus, l’âme était accordée,
Et le moindre mortel avait l’éternité.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les gens passent encore,
Mais la tombe est hélas la dernière demeure
Les dieux ne répondent plus de ceux qui meurent.
La mort est naturelle, et le grand Pan est mort.
Et l’un des dernier dieux, l’un des derniers suprêmes,
Ne doit plus se sentir tellement bien lui-même
Un beau jour on va voir le Christ
Descendre du calvaire en disant dans sa lippe
» Merde je ne joue plus pour tous ces pauvres types.
J’ai bien peur que la fin du monde soit bien triste. »
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2013
Το τραγούδι των (πάλαι ποτέ) ευδαιμόνων τραπεζιτικών υπαλλήλων
Δε μ’ αρέσει να παίζω κοντραμπάσο
ούτε τη δόξα στο τζάμπα να γυρεύω
δε μ’ αρέσει να τριγυρνάω με το πουλόβερ
ούτε, βέβαια, να τραγουδώ στα νάιτ κλαμπ.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να τρέχει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
*
Θέλω να ’μαι στη Λούτσα κάθε Κυριακή
και στις διακοπές μου πάντα πάω στη Μύκονο,
το προπό μου συμπληρώνω κάθε Σάββατο
κι έτσι τη Δευτέρα έχω κάτι να πω.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να πέφτει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι,
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
Το μουσικό συγκρότημα ¨Οι Γκούφι¨ (Roberto Brivio, Gianni Magni, Lino Patruno και Nanni Svampa) υπήρξε πολύ δημοφιλές στο Μιλάνο της δεκαετίας του ’60. Το τραγούδι ¨Io vado in banca¨είναι γραμμένο από τον Nanni Svampa το 1964. Σας έφτιαξα μια ακόμη προσαρμογή στα ελληνικά.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Σεπτεμβρίου, 2013
Όχι, δεν είναι αλήθεια, εγώ, δεν έχω τίποτα για να απολογηθώ, εγώ, δεν νομίζω ότι έκανα τίποτα το σοβαρό…
Η ζωή μου; Φυσιολογική, θέλω να πω δεν έκλεψα κανένα, δε σκότωσα κανένα, δουλεύω, έχω οικογένεια, πληρώνω τους φόρους, δεν έχω φταιξίματα, δεν ήμουν καν δημοτικός σύμβουλος, σκεφτείτε…
Πώς;
Α, μιλούσατε για πριν, για πρώτα… Πριν…
Πριν συμπεριφέρθηκα όπως όλοι, δεν ξέρω…
Πώς ντυνόμουν; Ντυνόμουν όπως σήμερα, ίσως όχι ακριβώς όπως τώρα, λίγο πιο… τζινς, ένα πουλόβερ, μπουφάν…
Πώς ήταν; Ήταν άνετο…
Τι; πώς; Τι τραγουδούσα; Θέλετε να μάθετε τι τραγουδούσα; Μα ναι, βέβαια και λαϊκά τραγούδια… ¨Τσα-μπε –τσά¨.
Τι; Πιο δυνατά; ¨Τσάο μπέλα τσάο¨, …ακόμη και την ¨Διεθνή¨, όμως σε χορωδία ε,
Ε ναι, και στη γιορτή της ¨Ουνιτά¨ πήγα, το παραδέχομαι. Τους είδα κι εγώ τους Ιντιλιμάνι… Όμως δεν έκλαψα!
Πως; αν έχω φωτογραφίες; πως, έχω: των γονιών μου, της γυναίκας μου…
Αφίσες; Ίσως μία… μικρή
Μα τι τρέχει; Κάνουμε δίκη εδώ;
Οοοόχι, Αυτό όχι, λυπάμαι αλλά τη ¨γροθιά¨ εγώ δεν την σήκωσα. Την γροθιά όχι… μμμμ… Ίσως μια φορά, μόνον λιγάκι…
Τι άλλο; Αν ήμουν κομουνιστής; Σας αρέσουν οι άμεσες ερωτήσεις ε; Θέλετε να μάθετε αν ήμουν… Δεν έχω να κρύψω τίποτα από κανέναν. Όλοι κάνουν ότι δεν τρέχει τίποτα… Όμως, πρέπει να τα ξεκαθαρίζουμε ορισμένα πράγματα, σύμφωνοι…
Ε, λοιπόν ήμουν κομουνιστής… (το ξανασκέφτεται) Με ποια έννοια;
Θέλω να πω….
Κάποιοι ήταν κομουνιστές
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί γεννήθηκαν στην Εμίλια.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο παππούς, ο θείος, ο μπαμπάς… η μαμά όχι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έβλεπαν την Ρωσία σαν μια υπόσχεση, την Κίνα σαν ένα ποίημα, τον κομουνισμό σαν τον επίγειο παράδεισο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ένοιωθαν μόνοι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί τους είχαν αναθρέψει υπέρ το δέον χριστιανικά.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο κινηματογράφος το απαιτούσε, το θέατρο το απαιτούσε, η ζωγραφική το απαιτούσε, η λογοτεχνία επίσης… το απαιτούσαν όλοι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έτσι τους είχαν πει.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν τους τα είχαν πει όλα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί παλιά, παλιά, πολύ παλιά, ήταν φασίστες.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαν καταλάβει ότι η Ρωσία πήγαινε αργά, αλλά θα έφθανε μακριά.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο Μπερλινγκουέρ ήταν καλός άνθρωπος.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο Αντρεότι δεν ήταν καλός άνθρωπος
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν μεν πλούσιοι, αλλά αγαπούσαν τον λαό.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έπιναν κρασί και τους συγκινούσαν οι λαϊκές γιορτές.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν τόσο άθεοι που χρειάζονταν έναν νέο Θεό.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαν τόσο γοητευτεί από τους εργάτες που θα ήθελαν να είναι σαν αυτούς.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν άντεχαν άλλο να είναι εργάτες.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήθελαν μεγαλύτερο μισθό.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί η επανάσταση σήμερα όχι, αύριο ίσως, αλλά μεθαύριο σίγουρα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί η μπουρζουαζία, το προλεταριάτο, ο ταξικός αγώνας…
Κάποιοι ήταν κομουνιστές για να οργίσουν τον πατέρα τους.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έβλεπαν μόνο RΑΙ3.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν της μόδας, κάποιοι για λόγους αρχής, κάποιοι λόγω σύγχυσης.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήθελαν να κρατικοποιήσουν τα πάντα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν γνώριζαν από κρατικούς, παρακρατικούς και λοιπούς υπαλλήλους.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαν μπερδέψει τον διαλεκτικό υλισμό με το κατά Λένιν Ευαγγέλιο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν πεισμένοι ότι τους ακολουθούσε η
εργατική τάξη.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν πιο κομουνιστές από τους άλλους.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί υπήρχε το μεγάλο κομουνιστικό κόμμα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές παρά το ότι υπήρχε το μεγάλο κομουνιστικό κόμμα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαμε το χειρότερο σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί χειρότερα από εδώ, μόνον στην Ουγκάντα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν άντεχαν άλλο σαράντα χρόνια στη κυβέρνηση τους ανίκανους και μαφιόζους χριστιανοδημοκράτες.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί θυμόντουσαν τη Πιάτσα Φοντάνα, την Μπρέσια, τον Σταθμό της Μπολόνια, το Ιτάλικους, την Ούστικα, κλπ, κλπ, κλπ… (*)
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί όσοι αντιστέκονταν ήταν κομουνιστές.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν άντεχαν εκείνο το βρώμικο πράγμα που επιμένουμε να ονομάζουμε δημοκρατία.
Κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν κομουνιστές, και ίσως ήταν κάτι άλλο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ονειρεύονταν μια ελευθερία διαφορετική από την αμερικάνικη.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί πίστευαν ότι θα μπορέσουν να είναι ζωντανοί κι ευτυχισμένοι μόνον αν ήταν ζωντανοί κι ευτυχισμένοι και οι άλλοι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί χρειάζονταν μια ώθηση για κάτι καινούργιο. Γιατί αισθάνονταν την ανάγκη για μια διαφορετική ηθική.
Γιατί ήταν ίσως μόνο μια δύναμη, ένα πέταγμα, ένα όνειρο, μια ελπίδα, μια επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα, να αλλάξει η ζωή.
Ναι, κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί με αυτήν την ώθηση καθένας ήταν… παραπάνω από τον εαυτό του. Ήταν σαν… δυο πρόσωπα σε ένα. Από την μια μεριά ο προσωπικός καθημερινός μόχθος και από την άλλη η αίσθηση ότι ανήκεις σε μια ράτσα που ήθελε να απογειωθεί για να αλλάξει πραγματικά τη ζωή.
Όχι. Καμιά μετάνοια.
Ίσως ακόμη και τότε πολλοί είχαν ανοίξει τα φτερά τους χωρίς να είναι ικανοί να πετάξουν… σαν γλάροι υποθετικοί.
Και τώρα;
Τώρα αισθανόμαστε το ίδιο σπασμένοι στα δύο.
Από την μια μεριά οι προσαρμοσμένοι που διάγουμε δουλοπρεπώς την ευτέλεια της καθημερινής επιβίωσής μας
και από την άλλη οι γλάροι, χωρίς καν πια την πρόθεση να πετάξουμε, γιατί τώρα πια το όνειρο έχει μουδιάσει.
Δύο μιζέριες σε ένα μόνο σώμα.
(*) Σφαγές, προβοκάτσιες και άλλα τραγικά επεισόδια της πρόσφατης ιταλικής ιστορίας, πολλά από τα οποία παραμένουν ακόμη ανεξιχνίαστα.
Το 1991-92 ο Τζόρτζιο Γκάμπερ ανεβάζει μια μουσικοθεατρική παράσταση βασισμένη σε κείμενα που έχει γράψει μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι. Εκεί, μαζί με παλιότερα τραγούδια του Γκάμπερ, θα συμπεριληφθεί και ο μονόλογος ¨Κάποιος ήταν κομουνιστής¨ που σας μετέφρασα εδώ παραπάνω.
Η αλήθεια είναι ότι προς στιγμήν είπα να προσαρμόσω το κείμενο του Γκάμπερ όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα αλλά και στην ελληνική περιρρέουσα κατάσταση, αλλά σχεδόν αμέσως το ξανασκέφτηκα και κατέληξα ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ναι, βέβαια, υπάρχουν κοινά σημεία στους δύο γειτονικούς λαούς σε ό, τι αφορά στην έννοια που αποδίδουν στην ¨επανάσταση¨, την ¨πρόοδο¨, την ¨ταξική πάλη¨, κλπ, αυτά τέλος πάντων που φτιάχνουν τον φέροντα σκελετό του κλασικού κομουνισμού και υπάρχουν ανάμεσά τους συνεχείς ανταλλαγές και αλληλοεπηρεασμοί, υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές που οφείλονται σε διαφορετικές κοινωνικές δομές και σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες.
Η Ιταλία υπήρξε μια βιομηχανική χώρα, η Ιταλία δεν έζησε μετά τον πόλεμο την τραγωδία ενός εμφυλίου ούτε μιας στρατιωτικής δικτατορίας, το ΚΚΙ (PCI) μεταπολεμικά μπόρεσε να οργανωθεί, να διοικήσει σε τοπικό επίπεδο (όχι μόνο στην περιοχή της Εμίλια που αναφέρεται στο κείμενο του Γκάμπερ), να ακμάσει και να παρακμάσει έως την κατάρρευση και την αυτο-μετονομασία του σε ¨Δημοκρατικό Κόμμα¨, πράγμα που επέτρεψε, αν όχι τίποτα άλλο, σε ορισμένα στελέχη του να καταλήξουν στην αντιπέρα όχθη σε νεοφιλελεύθερους ρόλους και στην μικροαστική μερίδα της βάσης του να ¨καταναλώσει¨ (όσο μπόρεσε), χωρίς το (ηθικό) βάρος των παλιότερων αριστερών ετικετών.
Έτσι εν τέλει περιορίστηκα σε μια κατά το δυνατό ακριβή μετάφραση του κειμένου, και το αναρτώ θεωρώντας ότι αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη μαρτυρία (με καλλιτεχνική διατύπωση), για το πώς βιώθηκε ο κομουνισμός μεταπολεμικά στην γειτονική χώρα.
Πέρα από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες θα πρέπει επίσης να λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι το ¨Κάποιος ήταν κομουνιστής¨ γράφτηκε το ’92, με ζωντανό ακόμη τον απόηχο από την κατάρρευση της Μεγάλης Αρκούδας, γεγονός που επηρέασε αναπόφευκτα την παγκόσμια αριστερά συνολικά.
Qualcuno era comunista
Qualcuno era comunista perché era nato in Emilia.
Qualcuno era comunista perché il nonno, lo zio, il papà. .. la mamma no. Qualcuno era comunista perché vedeva la Russia come una
promessa, la Cina come una poesia, il comunismo come il paradiso terrestre.
Qualcuno era comunista perché si sentiva solo.
Qualcuno era comunista perché aveva avuto una educazione troppo cattolica.
Qualcuno era comunista perché il cinema lo esigeva,
il teatro lo esigeva, la pittura lo esigeva, la letteratura anche. . . lo esigevano tutti.
Qualcuno era comunista perché glielo avevano detto.
Qualcuno era comunista perché non gli avevano detto tutto.
Qualcuno era comunista perché prima… prima…prima… era fascista. Qualcuno era comunista perché aveva capito che la Russia andava piano, ma lontano.
Qualcuno era comunista perché Berlinguer era una brava persona.
Qualcuno era comunista perché Andreotti non era una brava persona. Qualcuno era comunista perché era ricco ma amava il popolo.
Qualcuno era comunista perché beveva il vino e si commuoveva alle feste popolari.
Qualcuno era comunista perché era così ateo che aveva bisogno di un altro Dio.
Qualcuno era comunista perché era talmente affascinato dagli operai che voleva essere uno di loro.
Qualcuno era comunista perché non ne poteva più di fare l’operaio. Qualcuno era comunista perché voleva l’aumento di stipendio.
Qualcuno era comunista perché la rivoluzione oggi no, domani forse, ma dopodomani sicuramente.
Qualcuno era comunista perché la borghesia, il proletariato, la lotta di classe…
Qualcuno era comunista per fare rabbia a suo padre.
Qualcuno era comunista perché guardava solo RAI TRE.
Qualcuno era comunista per moda, qualcuno per principio, qualcuno per frustrazione.
Qualcuno era comunista perché voleva statalizzare tutto.
Qualcuno era comunista perché non conosceva gli impiegati statali, parastatali e affini.
Qualcuno era comunista perché aveva scambiato il materialismo dialettico per il Vangelo secondo Lenin.
Qualcuno era comunista perché era convinto di avere dietro di sé la classe operaia.
Qualcuno era comunista perché era più comunista degli altri.
Qualcuno era comunista perché c’era il grande partito comunista.
Qualcuno era comunista malgrado ci fosse il grande partito comunista. Qualcuno era comunista perché non c’era niente di meglio.
Qualcuno era comunista perché abbiamo avuto il peggior partito socialista d’Europa.
Qualcuno era comunista perché lo Stato peggio che da noi, solo in Uganda. Qualcuno era comunista perché non ne poteva più di quarant’anni di governi democristiani incapaci e mafiosi.
Qualcuno era comunista perché Piazza Fontana, Brescia, la stazione di Bologna, l’Italicus, Ustica eccetera, eccetera, eccetera…
Qualcuno era comunista perché chi era contro era comunista.
Qualcuno era comunista perché non sopportava più quella cosa sporca che ci ostiniamo a chiamare democrazia.
Qualcuno credeva di essere comunista, e forse era qualcos’altro.
Qualcuno era comunista perché sognava una libertà diversa da quella americana.
Qualcuno era comunista perché credeva di poter essere vivo e felice solo se lo erano anche gli altri.
Qualcuno era comunista perché aveva bisogno di una spinta verso qualcosa di nuovo.
Perché sentiva la necessità di una morale diversa.
Perché forse era solo una forza, un volo, un sogno era solo uno slancio, un desiderio di cambiare le cose, di cambiare la vita.
Sì, qualcuno era comunista perché, con accanto questo slancio, ognuno era come… più di sé stesso.
Era come… due persone in una.
Da una parte la personale fatica quotidiana e dall’altra il senso di appartenenza a una razza che voleva spiccare il volo per cambiare veramente la vita.
No. Niente rimpianti.
Forse anche allora molti avevano aperto le ali senza essere capaci di volare…come dei gabbiani ipotetici.
E ora? Anche ora ci si sente come in due.
Da una parte l’uomo inserito che attraversa ossequiosamente
lo squallore della propria sopravvivenza quotidiana e dall’altra il gabbiano senza più neanche l’intenzione del volo perché ormai il sogno si è rattrappito.
Due miserie in un corpo solo.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Σεπτεμβρίου, 2013
Με του Βορρά τη Θάλασσα ως έσχατη πεδιάδα
Μ’ αμμόλοφους κυματιστούς που στέκουν στην αράδα
Και σταματούν τα κύματα, με βράχια μικρά, γκρίζα,
Που αγαπούν την άμπωτη, μόνη γι αυτά κορνίζα.
Μ’ ομίχλη και με καταχνιά που δώθε κείθε τρέχει,
Μ’ άνεμο της ανατολής, άκου τον πως αντέχει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Με τους καθεδρικούς της, μοναδικά βουνά,
Με μαύρα όρθια κατάρτια, τα καμπαναριά,
Όπου πέτρινοι δαίμονες τα νέφη προκαλούν.
Με μέρες που στου χρόνου τον ρου κατρακυλούν
Και στης βροχής τους δρόμους, υγρά να πέφτουν βέλη.
Με άνεμο της δύσης, άκου τον πως τα θέλει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Τόσο βαρύς ο ουρανός που ένα κανάλι χάθηκε,
Τόσο βαρύς ο ουρανός σαν τη μελαγχολία,
Τόσο χλωμός ο ουρανός που ένα κανάλι πνίγηκε,
Τόσο χλωμός ο ουρανός που παίρνει αμνηστία,
Να κι ο αγέρας του βοριά, παίρνει να ξεχειλώνει,
Να κι ο αγέρας του βοριά, άκου τον πως φουσκώνει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Μ’ άρωμα από Ιταλία να ‘ρχεται απ’ τον ποταμό,
Με τη ξανθιά την Φρίντα να γίνεται Μαργκώ,
Σαν του Νοέμβρη η σπορά φυτρώνει μήνα Μάη,
Με το φως να τρεμοπαίζει, σαν ο Ιούλης ξεμυτάει.
Να κι ο άνεμος τα στάχια που χαϊδεύει και γελάει,
Να κι ο άνεμος του νότου, άκου τον πως τραγουδάει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Πρόκειται για την απόδοση στα ελληνικά ενός τραγουδιού του Ζακ Μπρέλ που είναι αφιερωμένο στην πατρίδα του (Βέλγιο). Ο Μπρελ εμπνεύστηκε από ένα ποίημα του Ελβετού Jean Villard όπου εξυμνούνται οι χάρες ενός ποταμού (La Venoge) στο ελβετικό καντόνι Vaud.
Σημείωση:Στην απόδοση προτίμησα το ¨ίσια¨ γιατί το ¨επίπεδη¨ μου φάνηκε κάπως γεωμετρικό
Jacques Brel
Le plat pays
Avec la mer du Nord pour dernier terrain vague
Et des vagues de dunes pour arrêter les vagues
Et de vagues rochers que les marées dépassent
Et qui ont à jamais le cœur à marée basse
Avec infiniment de brumes à venir
Avec le vent de l´est écoutez-le tenir
Le plat pays qui est le mien
Avec des cathédrales pour uniques montagnes
Et de noirs clochers comme mâts de cocagne
Où des diables en pierre décrochent les nuages
Avec le fil des jours pour unique voyage
Et des chemins de pluie pour unique bonsoir
Avec le vent d´ouest écoutez-le vouloir
Le plat pays qui est le mien
Avec un ciel si bas qu´un canal s´est perdu
Avec un ciel si bas qu´il fait l´humilité
Avec un ciel si gris qu´un canal s´est pendu
Avec un ciel si gris qu´il faut lui pardonner
Avec le vent du nord qui vient s´écarteler
Avec le vent du nord écoutez-le craquer
Le plat pays qui est le mien
Avec de l´Italie qui descendrait l´Escaut
Avec Frida la Blonde quand elle devient Margot
Quand les fils de novembre nous reviennent en mai
Quand la plaine est fumante et tremble sous juillet
Quand le vent est au rire, quand le vent est au blé
Quand le vent est au sud, écoutez-le chanter
Le plat pays qui est le mien.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Αυγούστου, 2013
Μας πήρε το ποτάμι και μας πάει προς τα πίσω, γι αυτό είναι ίσως χρήσιμες κάποιες διευκρινίσεις:
* Πέτρος Κορνήλιος είναι η ελληνική εκδοχή του ονόματος του κλασσικού γάλλου συγγραφέα του 17ου αιώνα Pierre CORNEILLE (1606-1684)
* Το ποίημά του Stances à Marquise γράφτηκε όταν ο Κορνήλιος ήταν πενηντάρης για την (ωραία και προφανώς νέα) ηθοποιό Marquise- Thérèse de Gorle, αποκαλούμενη και Mlle Du Parc. Το ποίημα έχει οκτώ στροφές.
* Ο Μπρασένς μελοποίησε τις τρεις πρώτες μαζί με μια τέταρτη που είχε προσθέσει χιουμοριστικά, με δική του πρωτοβουλία, ο Tristan Bernard, ανατρέποντας τον ειρμό και το πνεύμα των στίχων.
* Μια που στο συγκεκριμένο πόνημα η λέξη ¨Μαρκησία¨ είναι όνομα και όχι τίτλος, την αντικατέστησα στην προσαρμογή στα ελληνικά με το όσο γίνεται παραπλήσιο ¨Δούκισσα¨, που είναι στα καθ’ ημάς υπαρκτό γυναικείο όνομα.
* Τις πρώτες στροφές που στο τραγούδι επαναλαμβάνονται αυτούσιες, τις τροποποίησα ελαφρά στην επανάληψη.
Τραγουδά ο Μπρασένς
Η ανάγνωση της προσαρμογής
Η όψη μου ω Δούκισσα αν πείτε
πως είναι πια μια στάλα γερασμένη,
στα χρόνια μου σα φτάσετε, θα βρείτε
πως είναι αρκετά καλοφτιαγμένη
Το πρόσωπό μου, Δούκισσα, αν βρείτε
στις άκρες ίσως λίγο χαραγμένο
στα χρόνια μου σαν φτάσετε, πειστείτε,
θα λέτε πως ωραία ειν’ καμωμένο
*
Γιατί ο χρόνος ξέρει να βασκάνει,
τις ομορφιές του κόσμου συνεχώς,
τα ρόδα σας μπορεί και να μαράνει
όπως το μέτωπό μου, δυστυχώς.
Στον Χρόνο αλί αρέσει να βασκάνει
τις ομορφιές του κόσμου διαρκώς,
τα ρόδα σας μπορεί και να μαράνει
το μέτωπό μου επίσης, δυστυχώς.
*
Ίδια τροχιά χαράζουν οι πλανήτες,
τις μέρες που ρυθμίζουν και τις νύχτες,
όμοιο μ’ εσάς μ’ είδαν στα περασμένα
κι εσάς θα δουν στο μέλλον σαν εμένα.
Γιατί στους ίδιους δρόμους οι πλανήτες
οδεύουνε τις μέρες και τις νύχτες
όμοιος με σας εγώ στα περασμένα
και σεις θα ’στε στο μέλλον σαν εμένα.
*
Μα έχει η Δούκισσα την τελευταία λέξη:
¨Κορνήλιε μπορεί και να γεράσω
μα τώρα είμαι μόνο είκοσι έξι:
θα σε παιδεύω, ώσπου να σε φτάσω!¨
Marquise, si mon visage a quelques traits un peu vieux
Souvenez-vous qu’à mon âge, vous ne vaudrez guère mieux
Marquise, si mon visage a quelques traits un peu vieux
Souvenez-vous qu’à mon âge, vous ne vaudrez guère mieux
Le temps aux plus belles choses se plaît à faire un affront
Et saura faner vos roses, comme il a ridé mon front
Le temps aux plus belles choses se plaît à faire un affront
Et saura faner vos roses, comme il a ridé mon front
Le même cours des planètes règle nos jours et nos nuits
On m’a vu ce que vous êtes, vous serez ce que je suis
Le même cours des planètes règle nos jours et nos nuits
On m’a vu ce que vous êtes, vous serez ce que je suis
Peut-être que je serai vieille, répond Marquise, cependant
J’ai vingt-six ans, mon vieux Corneille, et je t’emmerde en attendant
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Αυγούστου, 2013
Η γέφυρα
Ρέει το ποτάμι κάτω απ’ το γεφύρι
Τους έρωτές μας
Λήθη ας μη φθείρει
Χαρά μετά τον πόνο πανηγύρι
Σκοτάδι κλωθογυρισμένο
Οι μέρες πάν’ εγώ μένω
Αντικριστά οι δυο μας χέρι χέρι
Κάτω απ’ τα χέρια
Ο ρους θα μεταφέρει
Ερώτων υποσχέσεις σ’ άλλα μέρη
Ηλιοβασίλεμα κυνηγημένο
Οι μέρες παν’ εγώ μένω
Φεύγει η αγάπη σα νερό που τρέχει
Φεύγει αργά
Η ζωή που δεν αντέχει
Απαντοχή μόνον η Ελπίδα έχει
Φεύγει το φως λαχανιασμένο
Οι μέρες παν’ εγώ μένω
Ουδείς μπορεί το χρόνο να προκάμει
Καιροί κι αγάπες
Δε γυρνάνε στο λιμάνι
Κάτω απ’ τα τόξα ρέει το ποτάμι
Σέλας του Σκότους μαγεμένο
Οι μέρες παν’
εγώ μένω
Σας έφτιαξα μια ενδεχόμενη ανάγνωση στα ελληνικά του κλασικού ποιήματος του Απολινέρ «Le pont Mirabeau» (άστικτη και τεμαχισμένη περίπου όπως το πρωτότυπο, που ακολουθεί).