Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Απριλίου, 2013
Εκείνοι που θέλουν να γίνουν αστέρια της πίστας γιατί έχουν παιδιά να αναθρέψουν, Όου γιές!
Εκείνοι που όταν κάνουν ομαδική δουλειά νομίζουν ότι προσλήφθηκαν από άλλη εταιρεία, Όου γιές!
Εκείνοι που τα κάνουν όλα γιατί τυγχάνουν επαγγελματίες, Όου γιές!
Εκείνοι που ανάβουν ένα κερί στην Παναγία, γιατί έχουν ένα ανηψούδι ετοιμοθάνατο, Όου γιές!
Εκείνοι που σου σβήνουν το κερί εξ επαγγέλματος, Όου γιές!
Εκείνοι που ένας Παπαδόπουλος είναι κρυμμένος πάντα μέσα μας, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν δεξιά επειδή οι δεξιοί βρίζουν καλύτερα στην καθαρεύουσα, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν δεξιά γιατί φοβούνται τους κλέφτες, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν λευκό για να μην λερώσουν, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν ανακατεύονται με τα πολιτικά, πα πα πα πα, Όου γιές!
Εκείνοι που ξερνάνε, Όου γιές!
Εκείνοι που αντέχουν να υποστηρίζουν ακόμη τον βασιλιά, Όου γιές!
Εκείνοι που αντέχουν να υποστηρίζουν τους βάζελους, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν αντέχουν το κρασί, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν μας προκύπτουν, Όου γιές!
Εκείνοι που πιστεύουν ότι το Θείο Βρέφος είναι ο Άγιος Βασίλης μωρό, Όου γιές!
Εκείνοι που τη νύχτα της πρωτοχρονιάς την κάνουν με την ερωμένη τους, αφού πρώτα κλέψουν την βασιλόπιτα των παιδιών, Όου γιές! Των δικών τους παιδιών, Όου γιές!
Εκείνοι που κάνουν έρωτα στα όρθια γιατί νομίζουν ότι έτσι πρέπει να γίνεται στα πιεντ-α-τερ, Όου γιές!
Εκείνοι που βρίσκονται μέσ’ τα σκατά μέχρι εδώ, Όου γιές! Όου γιές!
Εκείνοι που με έναν καλό ύπνο όλα περνούν, ως κι ο καρκίνος, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν μπορούν, ούτε τώρα, να πιστέψουν ότι η γη είναι στρογγυλή, Όου γιές!
Εκείνοι που δε θέλησαν ποτέ να γυρίσουν από το ανατολικό μπλοκ και το παίξανε αγνοούμενοι, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν τους συνέβη ποτέ θανάσιμο ατύχημα, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν θέλουν να καταταγούν στα ες ες, Όου γιές!
Εκείνοι που επιμένουν να σου εξηγούν τις ιδέες σου, χωρίς όμως να σε βοηθήσουν να τις καταλάβεις, Όου γιές!
Εκείνοι που λένε η υπηρέτριά μας, Όου γιές!
Εκείνοι που οργανώνουν πορείες πολέμου, Όου γιές!
Εκείνοι που οργανώνουν τα πάντα, Όου γιές!
Εκείνοι που χάνουν τον πόλεμο παρά τρίχα, Όου γιές!
Εκείνοι που θέλουν να σε πάνε να φας βατράχια (ή σούσι), Όου γιές!
Εκείνοι που είναι ακόμη μόλις δύο την νύχτα, Όου γιές!
Εκείνοι που έχουν σύστημα για να χάνουν στη ρουλέτα, Όου γιές!
Εκείνοι που να μην χαθούμε, Όου γιές!
Εκείνοι που προκύπτουν αλλιώτικοι από τους άλλους, Όου γιές!
Εκείνοι που προκύπτουν γενικώς, Όου γιές!
Εκείνοι που γαμώ την ατυχία μου, Όου γιές!
Εκείνοι που όταν χάνει η ομάδα τους λένε ότι κατά βάθος δεν είναι παρά ένα παιχνίδι και μετά γυρίζουν σπίτι και χτυπάνε τα παιδιά τους, Όου γιές!
Εκείνοι που λένε ότι το χρήμα δεν είναι το παν στη ζωή, Όου γιές!
Εκείνοι που εδώ έχουν γίνει όλα μπουρδέλο, Όου γιές!
Εκείνοι που για λόγους αρχής και όχι χρημάτων, Όου γιές!
Εκείνοι που το είπε η τηλεόραση, Όου γιές!
Εκείνοι που το στάτους κβό, υπό την προοπτική ότι, στο βαθμό που, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν έχουν μια αποστολή να εκτελέσουν, Όου γιές!
Εκείνοι που είναι τίμιοι, αλλά ως ένα ορισμένο σημείο, Όου γιές!
Εκείνοι που περιμένουν το τραμ γελώντας και λέγοντας αστεία, Όου γιές!
Εκείνοι που περιμένουν να φανεί η αρραβωνιαστικιά για να το παίξουν σοβαροί, Όου γιές!
Εκείνοι που η μαφία δεν υπάρχει, Όου γιές!
Εκείνοι που τους τρομοκρατούν τα γραμμάτια, Όου γιές!
Εκείνοι που δουλεύουμε όλοι για το κεφάλαιο, Όου γιές!
Εκείνοι που, αναμάρτητοι, εκτοξεύουν την πρώτη πέτρα, και τη δεύτερη, και την τρίτη… και μετά; Το μετά το ξέρουμε… Όου γιές!
Εκείνοι που σηκώνονται στις έξη, φρέσκοι σαν τριαντάφυλλο, για να δουν την χαραυγή που πέρασε ήδη. Όου γιές!
Εκείνοι που μοιάζουν με το γιό μου, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν διασκεδάζουν, ακόμη κι όταν γελάνε, Όου γιές!
Εκείνοι που στο θέατρο για να μην ενοχλήσουν πάνε και κάθονται στις τελευταίες σειρές, Όου γιές!
Εκείνοι που παραμένουν στην πρωτεύουσα, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν ήταν εκεί, Όου γιές!
Εκείνοι που άρχισαν να δουλεύουν από μικροί, συνεχίζουν ακόμη, αλλά δεν ξέρουν γιατί διάβολο το κάνουν, Όου γιές!
Εκείνοι εκεί…
Quelli che (1975)
Ο Έντσο Γιαννάτσι, (γιατρός καρδιολόγος και τραγουδοποιός που έφυγε πρόσφατα, Μιλάνο, 3 Ιουνίου 1935 – Μιλάνο, 29 Μαρτίου 2013), πάνω σε μουσική βάση μπλουζ και με τη συνοδεία ενός σαξόφωνου, σχολιάζει με σουρεαλιστικό τρόπο κοινούς τόπους, βίτσια, αλλά και συμπαθέστερα χαρακτηριστικά του μέσου Ιταλού της δεκαετίας του εβδομήντα (όλα μαζί χύμα).
Επειδή οι καιροί αλλάζουν, ο Έντζο, στις μεταγενέστερες συναυλίες του, τροποποίησε πολλές φορές τα λόγια αυτά (γραμμένα αρχικά μαζί με τον Μπέπε Βιόλα).
Εδώ σας έχω μια απόπειρα μετάφρασης στα ελληνικά, αρκετά πιστή στο πρωτότυπο (αρχική εκδοχή), και επιφυλάσσομαι για καμιά πιο επίκαιρη προσαρμογή, του τύπου:
* εκείνοι που πήγαν τα λεφτά τους έξω επειδή νόμισαν ότι πρέπει που και που να τα αερίζουν, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που έβαλαν τα λεφτά τους την τράπεζα για να μη τους τα πάρουν οι κλέφτες, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που νόμισαν ότι το μνημόνιο είναι ατζέντα, το υπόγραψαν, αλλά ξέχασαν να πάνε στην κηδεία, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που δηλώνουν νεοφιλελεύθεροι για να μη τους πάρουν τα σπίτια οι κομουνιστές, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που συνωμοσίες δεν υπάρχουν, Μόνο οι συνομωσιολογίες, Όου γιές!
και ούτω καθ’ εξής! (Όου γιές)
Quelli che cantano dentro nei dischi perche’ ci hanno i figli da mantenere, oh yes!
Quelli che da tre anni fanno un lavoro d’equipe convinti d’essere stati assunti da un’altra ditta, oh yes!
Quelli che fanno un mestiere come un altro.
Quelli che accendono un cero alla Madonna perche’ hanno il nipote che sta morendo, oh yes!
Quelli che di mestiere ti spengono il cero, oh yes!
Quelli che Mussolini e’ dentro di noi, oh yes!
Quelli che votano a destra perche’ Almirante sparla bene, oh yes!
Quelli che votano a destra perche’ hanno paura dei ladri, oh yes!
Quelli che votano scheda bianca per non sporcare, oh yes!
Quelli che non si sono mai occupati di politica, oh yes!
Quelli che vomitano, oh yes! Quelli che tengono al re.
Quelli che tengono al Milan, oh yes!
Quelli che non tengono il vino, oh yes!
Quelli che non ci risultano, oh yes!
Quelli che credono che Gesu’ Bambino sia Babbo Natale da giovane, oh yes!
Quelli che la notte di Natale scappano con l’amante dopo aver rubato il panettone ai bambini, oh yes! Intesi come figli, oh yes!
Quelli che fanno l’amore in piedi convinti di essere in un pied-a-ter, oh yes!
Quelli, quelli che sono dentro nella merda fin qui, oh yes! Oh yes!
Quelli che con una bella dormita passa tutto, anche il cancro, oh yes!
Quelli che, quelli che non possono crederci neanche adesso che la terra e’ rotonda, oh yes!
Quelli che non vogliono tornare dalla Russia e continuano a fingersi dispersi, oh yes!
Quelli che non hanno mai avuto un incidente mortale, oh yes!
Quelli che non vogliono arruolarsi nelle SS.
Quelli che ti spiegano le tue idee senza fartele capire, oh yes!
Quelli che dicono «la mia serva», oh yes!
Oh yes! Quelli che organizzano la marcia per la guerra, oh yes!
Quelli che organizzano tutto, oh yes!
Quelli che perdono la guerra… per un pelo, oh yes! Oh yes!
Quelli che ti vogliono portare a mangiare le rane, oh yes!
Quelli che sono soltanto le due di notte, oh yes!
Quelli che hanno un sistema per perdere alla roulette, oh yes!
Quelli che non hanno mai avuto un incidente mortale, oh yes!
Quelli che non ci sentiamo, oh yes!
Quelli diversi dagli altri, oh yes!
Quelli che puttana miseria, oh yes!
Quelli che quando perde l’Inter o il Milan dicono che in fondo e’ una partita di calcio e poi vanno a casa e picchiano i figli, oh yes!
Quelli che dicono che i soldi non sono tutto nella vita, oh yes!
Quelli che qui e’ tutto un casino, oh yes!
Quelli che per principio non per i soldi, oh yes! Oh yes!
Quelli che l’ha detto il telegiornale, oh yes!
Quelli che lo statu quo che nella misura in cui che nell’ottica, oh yes!
Quelli che non hanno una missione da compiere, oh yes!
Quelli che sono onesti fino a un certo punto, oh yes!
Quelli che fanno un mestiere come un altro.
Quelli che aspettando il tram e ridendo e scherzando, oh yes!
Quelli che aspettano la fidanzata per darsi un contegno, oh yes!
Quelli che la mafia non ci risulta, oh yes!
Quelli che ci hanno paura delle cambiali, oh yes!
Quelli che lavoriamo tutti per Agnelli, oh yes!
Quelli che tirano la prima pietra, ma che anche la seconda,la terza, la quarta e dopu? E dopu se sa no…
Quelli che alla mattina alle sei freschi come una rosa si svegliano per vedere l’alba che e’ gia’ passata.
Quelli che assomigliano a mio figlio, oh yes!
Quelli che non si divertono mai neanche quando ridono, oh yes!
Quelli che a teatro vanno nelle ultime file per non disturbare, oh yes!
Quelli, quelli di Roma.
Quelli che non c’erano.
Quelli che hanno cominciato a lavorare da piccoli, non hanno ancora finito e non sanno che cavolo fanno, oh yes!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 12 Μαρτίου, 2013
Αναστεναγμός ένας:Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει, να `χει μάτι που καρδιά να σφάζει, να `χει το καμάρι σου κι όλη αυτή τη χάρη σου και τη βελουδένια την ελιά σου. Να `χει το καμάρι σου κι όλη αυτή τη χάρη σου πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει.
*
Θα σου δώσω πλούτη κι αν γυρέψεις, μη με διώχνεις θα με καταστρέψεις, πάρε με στα χέρια σου, τ’ άσπρα περιστέρια σου η καρδιά μου μ’ άλλη δε σ’ αλλάζει. Πάρε με στα χέρια σου, τ’ άσπρα περιστέρια σου πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει.
*
Πες πως μ’ αγαπάς κι ας είναι ψέμα, ρίξε μου κουκλί μου ένα βλέμμα, μη μ’ αφήνεις μόνο μου, γιάτρεψε τον πόνο μου πλούτη και αν δεν έχω τι πειράζει. Μη μ’ αφήνεις μόνο μου, γιάτρεψε τον πόνο μου πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει.(Κώστας Κοφινιώτης, Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς)
με τον Μπάμπη Γκολέμε τον Μπάμπη Τσέρτο
Αναστεναγμός δύο: Άσε την πόζα που κρατάς πάψε το χρήμα να κοιτάς να ξέρεις μες τα φτωχαδάκια βρίσκεις αγάπες και μεράκια άσε την πόζα που κρατάς
*
Έχουν καρδιά και οι φτωχοί και δώσε λίγη προσοχή μες τα τριμμένα τα σακάκια θα βρεις τα πιο καλά παιδάκια έχουν καρδιά και οι φτωχοί
*
Κάποτε θα ‘ρθει η στιγμή να νιώσεις θέλοντας και μη πως ειμ’ εγώ για σένα φως μου το χρυσάφι όλου του κόσμου κάποτε θα ‘ρθει η στιγμή(Κώστας Μάνεσης, Γιάννης Παπαϊωάννου)
με τους Στράτο Παγιουμτζή, Γιάννη Παπαϊωάννου
Αναστεναγμός τρία
Τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι γιατί είσαι `σύ γερό κομμάτι κι ακόμαάκουσε γιατί το χρώμα το σοκολατί σου δίνει πιο μεγάλη γλύκα σε κάνει πιο ελκυστικιά κι αφού στο δρόμο μου σε βρήκα δε θέλω να φανείς κακιάΠάμε μια βόλτα στο Φαληράκι αυτή τη νύχτα τη μαγική για να σου κάνω με το φεγγαράκι εξομολόγηση ερωτικήΤι ταιριασμένο πουν’ ζευγαράκι θα λέει το κύμα στην αμμουδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα’ ναι σαν όνειρο η βραδιά πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι μη μου χαλάσεις την καρδιά
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Μαρτίου, 2013
Και να που απρόοπτα τίθεται επί τάπητος θέμα: Στα απρόβλεπτα μονοπάτια του έρωτα τι είναι χειρότερο να σου συμβεί; Μια αγάπη ανολοκλήρωτη ή μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση; Χειρότερη είναι μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση, τείνω να υποστηρίξω εγώ. Άρνηση, απόρριψη: κακές κουβέντες, πληγώνουν ανεπανόρθωτα. Ενώ μια αγάπη που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί επειδή το περιβάλλον ή η μοίρα το αρνιέται πεισματικά, διαθέτει ακέραιες έγχρωμες ελπίδες και ονειρικές προβολές στο έτσι κι αλλιώς άδηλο και αδιερεύνητο ¨παραπέρα¨. Κι ο Ηλίας, κυνικός στην πανοπλία και τρυφερά ρομαντικός από κάτω μάλλον έχει κατά βάθος την ίδια άποψη (λέω εγώ τώρα, -και ο Νίκος που ήταν εδώ αυτές τις μέρες, συμφωνεί μαζί μου). Απόδειξη το ποίημά του που σας παραθέτω παρακάτω, όπου ο Έρωτας, ομολογημένα παρών, έχει εμπόδια: όχι ταξικά (όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες), όχι κάστας (όπως στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα), όχι απόστασης και εκδίκησης (όπως εκείνος του Έντμοντ Νταντές και της Μερσέντες του στον Κόμη Μοντεκρίστο), αλλά άλλα, γενετικά θα έλεγα, όμως αυτό δεν εμποδίζει το ποίημα να απογειώνεται και να τελειώνει με μια διαπίστωση ανταπόκρισης, άρα μια μικρή υπόσχεση υπέρβασης και απόδρασης (στον κατ’ εξοχήν ερωτικό χώρο της μαγείας και της φαντασίας) Δείτε το:
*
Μαύρο χαβιάρι… στα Ηνωμένα Βουστάσια
Ηλίας Κουτσούκος
*
Δουλεύω χρόνια στα Ηνωμένα Βουστάσια
ταΐζω, καθαρίζω, προσέχω
μοσχάρια, γελάδες, γουρούνια ,
βάζω σανό, ρίχνω πίτουρα, φτυαρίζω κοπριές
γενικά, σκατά καθαρίζω και συνέχεια ακούω
‘Δημητράκη κι από δω, Δημητράκη κι από κεί
κι άλλες καρπουζόφλουδες Δημητράκη..’
Όμως εμένα το μυαλό μου είναι απέναντι,
εκεί που συνορεύει ετούτο το βουστάσιο
μ’ ένα ιπποφορβείο και κάθε απόγευμα αργά
βγαίνει για βόλτα
μια φοράδα μαύρη
που την φωνάζουν ‘black kaviar’.
Στο φράχτη κάθομαι και τη κοιτάω
έτσι περήφανη που ανεμίζει η χαίτη
γύρω απ το μακρύ λαιμό της
και πως σηκώνεται στα μπροστινά της πόδια
βγάζοντας στον αέρα χνώτο δυνατό
σαν αναστεναγμό του ανέμου επάνω από χωράφια του Απρίλη…
Με βλέπει που τη βλέπω και σκέφτομαι πως σκέφτεται
‘νάτος ο Δημητράκης από δίπλα που καθαρίζει τα σκατά..’
και τότε μούρχεται να κλάψω
γιατί μονάχα
τις δικές της κοπριές θάθελα να καθάριζα….
και κείνη το καταλαβαίνει.
Έρχεται προς το μέρος μου
τα γόνατά μου λύνονται
καθώς κοιτάζω τη μαύρη θάλασσα πούχει το βλέμμα της
καθώς το χέρι μου απλώνω πάνω απ’ το φράχτη
και τη χαιδεύω ανάμεσα στα δυό της μάτια…
Σκύβει εκείνη το κεφάλι της
και το αριστερό της πόδι ξύνει με δύναμη το χώμα
κι ύστερα μ’ ένα δυνατό χλιμίντρισμα σαν ‘γεια σου’
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2013
Να κι ένα κλασσικό ναπολιτάνικο τραγούδι. Από τα πιο όμορφα. Η Reginella (νεαρή βασίλισσα). Γράφτηκε στη ναπολιτάνικη διάλεκτο από τον Libero Bovio και μελοποιήθηκε από τον Gaetano Lama το 1917. Σε αντίθεση με την μεταγενέστερη Reginella Campagnola (που μεταφράστηκε και τραγουδήθηκε στα ελληνικά, τόσο ως ¨Χωριατοπούλα Ρετζινέλα¨, όσο και παραφρασμένη ως ¨Κορόιδο Μουσολίνι¨), η ναπολιτάνικη Ρετζινέλα δεν μου προκύπτει μεταφρασμένη ή προσαρμοσμένη στα ελληνικά. Τουλάχιστον από μια πρώτη διαδικτυακή έρευνα. Σας έφτιαξα λοιπόν μια προσαρμογή (υπό τις συνήθεις προϋποθέσεις)…
Αλλά πρώτα οι μουσικές εκτελέσεις:
Από τον Roberto Murolo
Από την Gabriela Ferri
Από τον Diego Moreno
Με ακορντεόν
Η εκδοχή στα ελληνικά που σας ετοίμασα
Ρήγισσά μου
Ανοιχτό ήταν το ντεκολτέ σου
και καπέλο με άνθη φορούσες
με αρτίστες παρέα γυρνούσες
και μιλούσες, θαρρώ, γαλλικά.
Μόλις χτες
κατά τύχη σε είδα,
μόλις χτες
σ’ είδα, στα ξαφνικά…
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
καμιά φορά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά.
Τότε, ήσουνα η ρήγισσά μου,
συ μου χάριζες γέλιο και δάκρυ
τα φιλιά μας δεν είχανε άκρη,
τ’ άλλα ήταν για μας περιττά.
Κι η καρδερίνα
μ’ εσέ κελαηδούσε,
πως η ρήγισσα
τον ρήγα αγαπά!
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
σποραδικά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά…
Καρδερίνα, σαν τι περιμένεις;
του κλουβιού σου την πόρτα έχω ανοίξει
πέτρα πίσω έχει η ρήγισσα ρίξει
φύγε, πέταξε τώρα και συ.
Μια κυρά ψάξε
να βρεις καινούργια
απ’ την άλλην
να ’ναι πιο αληθινή.
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
καμιά φορά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά…
Reginella
Te si’ fatta na vesta scullata,
nu cappiello cu ‘e nastre e cu ‘e rrose…
stive ‘mmiez’a tre o quatto sciantose
e parlave francese…è accussí?
Fuje ll’autriere ca t’aggio ‘ncuntrata
fuje ll’autriere a Tuleto, ‘gnorsí…
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Reginè’, quanno stive cu mico,
nun magnave ca pane e cerase…
Nuje campávamo ‘e vase, e che vase!
Tu cantave e chiagnive pe’ me!
E ‘o cardillo cantava cu tico:
«Reginella ‘o vò’ bene a stu rre!»
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Oje cardillo, a chi aspiette stasera?
nun ‘o vvide? aggio aperta ‘a cajóla!
Reginella è vulata? e tu vola!
vola e canta…nun chiagnere ccá:
T’hê ‘a truvá na padrona sincera
ch’è cchiù degna ‘e sentirte ‘e cantá…
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2013
Ένας φτωχοδιάβολος στο άνθος της ηλικίας του, αλαφροπόδης και πονηρομάτης, με το στόμα γεμάτο χαρωπά κελαηδήματα, ξεκινούσε για το κυνήγι της πεταλούδας.
Καθώς έφτασε στην άκρη του χωριού είδε μια σταχτοπούτα να γνέθει το κουβάρι της. Της λέει: Γεια σου. Ο θεός να σε έχει καλά. Πάμε να πιάσουμε πεταλούδες;
Η σταχτοπούτα ενθουσιασμένη που θα άφηνε το καλύβι της, βάζει το καινούργιο φουστάνι και τα μποτάκια της, τον πιάνει αγκαζέ και πάνε στα δροσερά λιβάδια να κυνηγήσουν πεταλούδες.
Δεν ήξεραν πως στις σκιές κρυβόταν ο έρωτας με τη βουκέντρα του και ότι διαπερνούσε τις νεανικές καρδιές όσων τις πεταλούδες κυνηγούν…
Κάπως έτσι, εάν θέλουμε να είμαστε (κατά το δυνατό) πιστοί στο αρχικό κείμενο, αρχίζει ¨Το κυνήγι των πεταλούδων¨ (ένα από τα πιο γνωστά τραγουδάκια του Μπρασένς). Αλλά δεν θέλουμε. Προτιμάμε να το προσαρμόσουμε με τρόπο που να ¨χωράει¨ στις νότες του τραγουδοποιού. Με (ομολογημένο) στόχο να μπορούμε να το ψιλο-τραγουδήσουμε στα ελληνικά (στο μπάνιο). Και επειδή Μπρασένς ίσον ρίμα, θα πρέπει να έχει και τις απαραίτητες ομοιοκαταληξίες.
Το βάζουμε λοιπόν στον τόρνο και αρχίζει η επεξεργασία.
Un bon petit diable à la fleur de l’âge
La jambe légère et l’oeil polisson
Et la bouche pleine de joyeux ramages
Allait à la chasse aux papillons
Comme il atteignait l’orée du village
Filant sa quenouille, il vit Cendrillon
Il lui dit : «Bonjour, que Dieu te ménage
J’t’emmène à la chasse aux papillons»
Cendrillon ravie de quitter sa cage
Met sa robe neuve et ses botillons
Et bras d’ssus bras d’ssous vers les frais bocages
Ils vont à la chasse aux papillons
Il ne savait pas que sous les ombrages
Se cachait l’amour et son aiguillon
Et qu’il transperçait les coeurs de leur âge
Les coeurs des chasseurs de papillons
Quand il se fit tendre, elle lui dit : «J’présage
Qu’c’est pas dans les plis de mon cotillon
Ni dans l’échancrure de mon corsage
Qu’on va à la chasse aux papillons»
Sur sa bouche en feu qui criait : «Sois sage !»
Il posa sa bouche en guise de bâillon
Et c’fut l’plus charmant des remue-ménage
Qu’on ait vu d’mémoir’ de papillon
Un volcan dans l’âme, ils r’vinrent au village
En se promettant d’aller des millions
Des milliards de fois, et mêm’ davantage
Ensemble à la chasse aux papillons
Mais tant qu’ils s’aim’ront, tant que les nuages
Porteurs de chagrins, les épargneront
Il f’ra bon voler dans les frais bocages
Ils f’ront pas la chasse aux papillons
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Φεβρουαρίου, 2013
Ήταν προχτές. Ο Ηλίας και η Μαρία με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, είχαν φορέσει τα κράνη τους, είχαν ιππεύσει τη 1200άρα στρίγκλα τους και είχαν ανηφορίσει στη πάνω Πόλη, να τα πούμε. Είχαμε τσίπουρο και κρασάκι και η Σόφη είχε σκαρώσει την μακαρονάδα των αγανακτισμένων καρβουνιάρηδων. Και τα ήπιαμε. Και ο Ηλίας έλεγε πως η νοσταλγία κατά κάποιο τρόπο δεν τον αφορά, και ρωτούσε εμένα τι κυρίως νοσταλγώ από τις χώρες του πέρα και του τότε. Και εγώ του έλεγα: τις επιθυμίες! Κι εκείνος έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Και οι γυναίκες κοίταγαν με τρόπο που υποδήλωνε ότι θα έπρεπε να φανεί ως κατανόηση. Και αφού είπαμε πολλά, την άλλη μέρα ο Ηλίας μου έστειλε τους (εκπληκτικούς και αδημοσίευτους) στίχους του που ακολουθούν… (πείτε μου τώρα εσείς…)
Φύλλα του χαλκοπράσινου μέσα μου
από δάση που περπάτησα μικρούλης
χωρίς διόλου να φοβάμαι
μέσα σε όνειρα πως ήμουν άλλος
και δήθεν έφευγα σε χώρες μαγικές
όπου φυσούσαν άνεμοι ασημένιοι και μιναρέδες είχανε
φτιαγμένους από κατακόκκινα φιλιά
Φύλλα πεσμένα που σας βλέπω
που προσπαθείτε με απόγνωση
στο γκρίζο μίζερων πεζοδρομίων
να δώσετε ελεημοσύνη μάταια,
αχ, νάσασταν ιπτάμενα χαλιά,
αντί να σας μαζεύουν το πρωί
εργάτριες του δήμου με φραπέ στο χέρι…
Πώς πέφτετε ξερά γαμώ τη τύχη μου;
ε, πώς;
Μου λέτε δήθεν
να περιμένω κι άλλη άνοιξη
αφού σας το ‘χω πει χίλιες φορές:
τίποτα δεν ανοίγει μπρος μου, τόσες Άνοιξες,
κι οι άλλοι γύρω μου έχουν παραιτηθεί.
Περίμενε, περίμενε, περίμενε
κοντεύω να γεράσω εξήντα χρόνια τώρα
με κοντό παντελονάκι και στα γόνατα πληγές
και να το παίζω πως μεγάλωσα
Πότε θα ’ρθει αυτός ο άνεμος
να με σκορπίσει σαν και σας,
ε πότε;
Κρυφτό να παίξουμε, κυνηγητό,
κλέφτες και αστυνόμοι,
Πότε στους ασημένιους μιναρέδες με τα κατακόκκινα φιλιά
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Φεβρουαρίου, 2013
Αυτό είναι ένα τραγουδάκι χωρίς όνομα, έτσι για να τραγουδάμε, για να κάνουμε κάτι. Τίποτα το εξαιρετικό, είναι ένα τραγουδάκι ντόπιο που μπορείς να το πεις ακόμη κι αν δεν έχεις φωνή.
Φτάνει η υγεία.
Άμα έχεις υγεία τα έχεις όλα.
Φτάνει η υγεία κι ένα ζευγάρι γερά παπούτσια και μπορείς να γυρίσεις όλο τον κόσμο.
Και με συνοδεύω από μόνος μου.
Για να ιδώ την ζωή ωραία
κιθάρα πήρα για παρέα
κι όταν η μέρα φεύγει, πάει
να που η καρδιά μου τραγουδάει.
Μπορεί η φωνή μου να ‘ναι λίγη,
μα αρκεί τα βάσανα να πνίγει
κι αν για την όπερα δεν κάνει
για να ονειρεύομαι μου φτάνει.
Έτσι… τραγουδώ
μα απ’ την καρδιά το κάθε μου τραγούδι.
Στο όνειρό μου ζω
και να που ξεφυτρώνει ένα λουλούδι.
Λουλούδι πασχαλιάς
που με γυρνά στην πρώτη μου αγάπη,
που τα τραγούδια μου τα αγαπούσε,
αλλά εμένα με περιγελούσε.
Τραγούδια όμορφα, με πάθος
και νοσταλγία κατά βάθος,
που από εσένα έχουν κάτι
σου τραγουδάω με γινάτι.
Σου τραγουδώ, δεν σου φωνάζω
και τ’ άχτι μου καταλαγιάζω,
μα ο ουρανός σαν σκοτεινιάζει
καμιά, για μένα, δε την νοιάζει…
Κι έτσι… τραγουδώ
Κι απ’ την καρδιά το κάθε μου τραγούδι
Τα όνειρά μου ζω
και να που ξεφυτρώνει ένα λουλούδι
Λουλούδι πασχαλιάς
που με γυρνά στην πρώτη μου αγάπη
που τα τραγούδια μου τα αγαπούσε
αλλά εμένα με περιγελούσε.
Πρόκειται για το Tanto per cantare, ένα παλιό (1932) λαϊκό τραγουδάκι της Ρώμης γραμμένο από τους Ettore Petrolini και Alberto Simeoni εν μέρει στην τοπική διάλεκτο.
Εδώ παρακάτω θα το ακούσετε από
τον Νίνο Μανφρέντι
την Γκαμπριέλα Φέρι
και τους Ρέντζο Αρμπορε και Λουίτζι Προϊέτι σε ζωντανή ηχογράφηση
Εδώ η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά
Tanto per cantare…
È una canzone senza titolo,
tanto per cantare, per fare qualcosa.
Non è niente di straordinario,
è roba del paese nostro,
che si può cantare pure senza voce.
Basta la salute, quando c’è la salute c’è tutto. Basta la salute e un paio di scarpe nuove puoi girare tutto il mondo, e mi accompagno da solo.
Per fare la vita meno amara mi sono comprato questa chitarra, e quando il sole scende e muore mi sento un cuore cantatore.
La voce è poca ma intonata, non serve per fare una serenata, ma solamente a fare in maniera di farmi un sogno a prima sera.
Tanto per cantare, perchè mi sento un formicolio nel cuore, tanto per sognare, perchè nel petto mi nasca un fiore.
Fiore di lillà che mi riporti verso il primo amore, che sospirava le canzoni mie, e mi intontiva di bugie.
Canzoni belle e appassionate che Roma mia mi ricordate, cantate solo per dispetto, ma con una smania dentro il petto.
Io non vi canto a voce piena, ma tutta l’anima è serena, e quando il cielo se scolora di me nessuna si innamora.
Tanto per cantare, perchè mi sento un formicolio nel cuore, tanto per sognare, perchè nel petto mi nasca un fiore.
Fiore di lillà che mi riporti verso il primo amore, che sospirava le canzoni mie, e mi intontiva di bugie.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2013
Λέω πως είμαι
άνθρωπος νέος
(μα τόσο νέος, που επέρασε καιρός,
που πια δεν είμαι,
καν χουντικός).
Είμαι ευαίσθητος, τυγχάνω ανθρωπιστής,
πιάνω τα σήματα δύσης κι ανατολής,
στο παρελθόν μπορεί να υπήρξα
μαοϊστής,
μα του πρασίνου είμαι τώρα ακραιφνής
υπερασπιστής.
Πριν λίγα χρόνια, μεσ’ τον ρου της εποχής,
όπως κι οι άλλοι, ήμουν κι εγώ
σοσιαλιστής.
Εγώ είμαι
άνθρωπος νέος
και της προόδου οπαδός και υμνητής
και ταυτοχρόνως
και φιλελεύθερος και αντιρατσιστής.
Είμαι καλός,
των ζώων φίλος,
του κράτους είμαι συνεπής επικριτής
και παραδόξως, εδώ και λίγο,
νιώθω αισίως, και ασμένως να ‘χω γίνει
ευρωπαϊστής.
Πραγματιστής
ειν’ όποιος ξέρει ποια πλευρά έχει το δίκιο,
είναι όποιος έχει τις ιδέες καθαρές
μες στο κεφάλι,
που απ’ τις θεωρίες το ζουμί
ξέρει να βγάλει,
δυο τρεις φυλλάδες που έχει πάντα
στη μασχάλη
κι έτσι γνωρίζει,
λέει,
τι σκέπτονται κι οι άλλοι,
μα ίσως, ως καλός κομφορμιστής
απλώς τυχαίνει να είναι λάτρης
της εύκαμπτης (και έγκαιρης)
προσαρμογής!
Πραγματιστής
είναι ένας τύπος μαλακός, χωρίς ουσία,
που κολυμπά κι ελίσσεται μες την πλειοψηφία.
Πραγματιστής
ειν’ ένα ζώο που παντού επιβιώνει,
που απ’ των ιδεών την εισβολή
ξέρει να επιζεί,
στα λόγια, δεν κωλώνει!
Τη νύχτα ζει με όνειρα άλλων ονειροπόλων,
τη μέρα πάλι προσπαθεί στο ενδιάμεσο των πόλων
να αρπαχτεί, να κρατηθεί κι έτσι
να επιπλεύσει
(και τη χειρότερη εκδοχή,
πάντα
έχει προβλέψει).
Εγώ είμαι
άνθρωπος νέος,
με τις γυναίκες πάντα εξαίρετη έχω σχέση, θα ‘λεγα είμαι
φεμινιστής,
είμαι αισιόδοξος και πάντα προσηνής,
μεταμοντέρνος και μεταρρυθμιστής.
Δεν είμαι διόλου φωνακλάς, μα
ειρηνιστής,
κάποτε ήμουν μαρξιστής λενινιστής
και με τους θρήσκους μού ’τυχε,
-μα ελάχιστες φορές-
να χω επαφές.
Ο Πραγματιστής
θα έπρεπε, χωρίς
τα πόδια να στυλώνει,
να ξέρει πως αναπηδά σα να ‘τανε μπαλόνι,
σαν αερόστατο χοντρό φίσκα πληροφορίες
που σέρνεται στα χαμηλά, μα όσο κι αν απλώνει
και προσπαθεί να έχει επαφή με την πραγματική τη γη,
αυτό που κατορθώνει,
δεν είναι να πραγματωθεί,
μα μόνο να φυτοζωεί, χωρίς ειρμό και προορισμό,
αν και θα πρέπει εδώ, να πω
και να υπογραμμίσω:
πολλοί του μοιάζουμε σε αυτό.
Εγώ είμαι
ο άνθρωπος ο νέος,
μα τόσο νέος που το βλέπεις εξ αρχής,
πως είμαι ο σύγχρονος πραγματιστής!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Τζόρτζιο Γκάμπερ με τίτλο ¨Ο κομφορμιστής¨, εδώ σε μια απόπειρα ελεύθερης μεταφοράς στα ελληνικά. Αυτή τη φορά (δεν είναι η πρώτη) ίσως το παράκανα, μια που άλλαξα ως και τον τίτλο. Ο βασικός λόγος είναι αυτός που υπονοείται στον υπότιτλο που πρόσθεσα: Ο σημερινός κομφορμιστής (κατά τη δική μου πάντοτε προσέγγιση και ερμηνεία) πλασάρεται διεθνώς ως ¨πραγματιστής¨. Επί πλέον εξελλήνισα κάποιους στίχους με αναφορές που αλλιώς θα ¨έπιαναν¨ μόνο οι εξοικειωμένοι με τα ιταλικά πράγματα. Έτσι ο φεντεραλισμός (ρεύμα υπέρ μιας ομόσπονδης Ιταλίας) έγινε ευρωπαϊσμός (έννοια που έτσι κι αλλιώς αναφέρεται παρακάτω), οι νεαροί επαναστάτες της δεκαετίας του 60 από 68άρηδες(?) αποδόθηκαν ως μαοϊκοί (θα μπορούσα να τους πω και τροτσκιστές, εργατιστές, κλπ) και οι καθο(λικοί)-κομμουνιστές ως απλώς θρήσκοι. Αυτά.
Στο τραγούδι αυτό ο Γκάμπερ παίρνει στο ψιλό τους παλιούς «επαναστάτες» που κατάντησαν νεοφιλελεύθεροι πραγματιστές παίρνοντας μαζί τους (και ξεφτιλίζοντας) μερικές από τις κλασσικές λέξεις της αριστεράς, όπως η ίδια η λέξη επανάσταση, η πρόοδος, ο ανθρωπισμός και άλλες.
Εδώ ο ¨κομφορμιστής¨ από τον ίδο τον Γκάμπερ
Εδώ με τον Τσελεντάνο
Εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Il Conformista :
Io sono
un uomo nuovo talmente nuovo che
è da tempo che non sono neanche più fascista
sono sensibile e altruista
orientalista
ed in passato sono stato
un po’ sessantottista
da un po’ di tempo ambientalista
qualche anno fa nell’euforia mi son sentito
come un po’ tutti socialista.
Io sono
un uomo nuovo
per carità lo dico in senso letterale sono progressista
al tempo stesso liberista
antirazzista
e sono molto buono
sono animalista
non sono più assistenzialista
ultimamente sono un po’ controcorrente
son federalista.
Il conformista
è uno che di solito sta sempre dalla parte giusta,
il conformista ha tutte le risposte belle chiare dentro la sua testa
è un concentrato di opinioni
che tiene sotto il braccio due o tre quotidiani
e quando ha voglia di pensare pensa per sentito dire
forse da buon opportunista
si adegua senza farci caso e vive nel suo paradiso.
Il conformista
è un uomo a tutto tondo che si muove senza consistenza,
il conformista s’allena a scivolare dentro il mare della maggioranza
è un animale assai comune
che vive di parole da conversazione
di notte sogna e vengon fuori i sogni di altri sognatori
il giorno esplode la sua festa
che è stare in pace con il mondo
e farsi largo galleggiando
il conformista
il conformista.
Io sono
un uomo nuovo
e con le donne c’ho un rapporto straordinario sono femminista
son disponibile e ottimista
europeista
non alzo mai la voce
sono pacifista
ero marxista-leninista
e dopo un po’ non so perché mi son trovato
cattocomunista.
Il conformista
non ha capito bene che rimbalza meglio di un pallone
il conformista aerostato evoluto
che è gonfiato dall’informazione
è il risultato di una specie
che vola sempre a bassa quota in superficie
poi sfiora il mondo con un dito e si sente realizzato,
vive e questo già gli basta
e devo dire che oramai
somiglia molto a tutti noi
il conformista
il conformista.
Io sono
un uomo nuovo
talmente nuovo che si vede a prima vista
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Δεκεμβρίου, 2012
Πατέρα που βρίσκεσαι στους ουρανούς,
μείνε εκεί.
Eμείς θα μείνουμε εδώ, στη Γη
που μερικές φορές είναι τόσο χαριτωμένη…
Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο
και τα οστά μου θα χουν πρασινίσει,
αν πουν ότι χασκογελώ για κάποιο αστείο
θα’ν’ ένα ψέμα (…που
δεν θα με αναστήσει!).
Διότι δεν θα ’ν’ εκεί
του σώματός μου η σάρκα,
που ευθύς, στο τάκα τάκα,
κάτι αχρείοι λιμασμένοι ποντικοί
θα ’χουν καταβροχθίσει.
Κι εγώ δηλώνω πως, χωρίς, δεν κάνω:
Τα αμελέτητά μου,
τα πόδια, τα κανιά, τα γόνατά μου,
τα μπούτια μου, και βέβαια τον κώλο,
όπου καθόμουν πάνω.
Τα έντερα, τ’ αγγεία, τα μαλλιά μου
τα μάτια τα γλαρά μου
τη γλώσσα, τα σαγόνια που μασούσα
και σας περιγελούσα
Τη μύτη μου την κομπορρημονούσα,
τη ράχη, τη καρδιά μου, το συκώτι.
Όλα φθαρτά, μα θαυμαστά!
Κι ας μην ξεχνάμε ότι
χάρη σ’ αυτά μπορούσα
να εκτιμώ δεόντως:
Τις δούκισσες, τους δούκες,
κάτι τζιτζιφιόγκους με περούκες,
τις πάπισσες, τους πάπες, τους αβάδες, τις αγίες
και προ όλων αυτών,
ας μη ξεχνώ,
τους (συναδέλφους) επαγγελματίες
Κι έπειτα πια μυαλό δε θα ’χω,
ούτε σταλιά απ’ τη φαιά ουσία,
με φώσφορο επαρκή για να προβλέπω
τι μπορεί να ’χει πλέον σημασία,
καθώς τα κόκαλά μου
θα ’ν’ πια πρασινισμένα
και του κρανίου τα οστά
καλά αερισμένα…
Αχ πως μισώ, τα γηρατειά,
να τυραγνούν κι εμένα!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Μπορίς Βιάν, εδώ ερμηνευμένο από τον Σερζ Ρεζιανί. Στην αρχή εν είδη προμετωπίδας ο Βιάν έχει παρεμβάλει τις πρώτες αράδες από το ποίημα του Πρεβέρ ¨
PATER NOSTER
¨ (ένα όμορφο ποίημα που θα το δούμε χώρια). Αυτή τη φορά είπα να μη ζορίσω πολύ την προσαρμογή και έτσι προέκυψαν μερικοί παραπανίσιοι στίχοι. Ελπίζω ότι το πνεύμα παραμένει, όσο το δυνατό, κοντά στο πρωτότυπο.
Εδώ το τραγούδι του Μπορίς Βιάν
Εδώ η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vert sur mes osses
P’tet qu’on croira que je ricane
Mais ça sera une impression fosse
Car il me manquera
Mon élément plastique
Plastique tique tique
Qu’auront bouffé les rats
Ma paire de bidules
Mes mollets mes rotules
Mes cuisses et mon cule
Sur quoi je m’asseyois
Mes cheveux mes fistules
Mes jolis yeux cérules
Mes couvre-mandibules
Dont je vous pourléchois
Mon nez considérable
Mon coeur mon foie mon râble
Tous ces riens admirables
Qui m’ont fait apprécier
Des ducs et des duchesses
Des papes des papesses
Des abbés des ânesses
Et des gens du métier
Et puis je n’aurai plus
Ce phosphore un peu mou
Cerveau qui me servit
A me prévoir sans vie
Les osses tout verts, le crâne venteux
Ah comme j’ai mal de devenir vieux.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Δεκεμβρίου, 2012
Εδώ θέλει ατμόσφαιρα. Νουάρ. Σκοτάδι χαραγμένο από χιαστί νεφελωμένους προβολείς. Μπουκάλια με μονές και διπλές καμπυλότητες. Τραπεζάκι γωνιακό, γκαρσόνι με κατανόηση εξομολογητή. Ρεπούμπλικα κατεβασμένη ως τα φρύδια, γιακά ανασηκωμένο, πουκάμισο ξεκούμπωτο. Μάτια λίγο κοκκινισμένα, φωνή λίγο σπασμένη… και…
Ναι, πίνω, συστηματικά, για να ξεχνώ, πώς μου κάνεις νερά Ναι, πίνω, συστηματικά, για να ξεχνώ, όσα μου παν’ στραβά.
Ναι, πίνω ό, τι κι αν βρω μπροστά φτάνει να ‘χει αλκοόλ σε γερά ποσοστά Ναι, πίνω κάθε κατακάθι: της ζήλιας βοηθά να ξαγκιστρώνω τ’ αγκάθι.
Ειν’ η ζωή διασκεδαστική; είναι η ζωή πολύτιμη; έχω μια δυο απορίες. Αξίζει την ζωή να ζεις; αξίζει να απατηθείς; Είναι ερωτηματικά όπου κανείς δεν απαντά …
Για αυτό πίνω, συστηματικά, για να ξεχνώ πως η λήξη ειν’ κοντά. Ναι, πίνω συστηματικά και ξεχνώ πως δεν ειμ΄ έφηβος πια
Ναι, πίνω κι ας μην το διασκεδάζω να είμαι πίτα, να μη με λογαριάζω. Και, πίνω μα χωρίς να ξεδίνω αφού δεν τολμώ, ένα τέλος να δίνω.
Είναι ο Μπορίς Βιάν Εδώ μόνος του
Και εδώ επικαλυμμένος εν μέρει από την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα
Το τραγούδι στα γαλλικά
Je bois
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
les amis de ma femme
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
tous mes emmerdements
Je bois
N’importe quel jaja
Pourvu qu’il fasse
ses douze degrés cinque
Je bois
La pire des vinasses
C’est dégueulasse,
mais ça fait passer l’temps
La vie est-elle tell’ment marrante
La vie est-elle tell’ment vivante
Je pose ces deux questions
La vie vaut-elle d’être vécue
L’amour vaut-il qu’on soit cocu
Je pose ces deux questions
Auxquelles personne ne répond… et
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
le prochain jour du terme
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
que je n’ai plus vingt ans
Je bois
Dès que j’ai des loisirs
Pour être saoul,
pour ne plus voir ma gueule
Je bois
Sans y prendre plaisir
Pour pas me dire
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 2 Δεκεμβρίου, 2012
Η χαρά, η ανησυχία,
που οι αιώνιες αγάπες βιώνουν,
σε μια μέρα, σε μικρογραφία,
στα λιμάνια, συχνά ξεφυτρώνουν.
Ειν’ γραφτό για τον ναυτικό
να ζει έρωτα βιαστικό,
με την μικρή του ερωμένη,
αγάπη συμπυκνωμένη.
Χαρά, θλίψη, νάζι, οργή,
όλη τ’ έρωτα η παρτιτούρα,
στο λιμάνι, είναι εκεί,
σχεδιασμένη σε μινιατούρα.
Έχει γέλια, έχει ασπασμούς,
σε ροζ ρώγες, λευκούς λαιμούς,
καταπνίγοντας τους καημούς,
σε πάθους ωκεανούς.
Σε μια μέρα μαζί όλα αυτά
και ο χρόνος ας ξεχειλώνει,
τρεις φορές απανωτά,
μια σωστά, μια στραβά, μια σωστά…
Νωπή γύρω η μυρωδιά
από έρωτα κι από κατράμι,
χαρά, πόνος μαζί στην καρδιά
κι όλα πηγαίνουν καλά.
Για κουβέντες δεν ειν’ καιρός,
μα οι σκέψεις τρυπώνουν παντού,
τ’ αύριο ξέχνα εάν δεν θες
να σκαρώσεις καταστροφές.
Το ’χει η μοίρα των ναυτικών,
πλησιάζουν, πλευρίζουνε, δένουν,
αλλά πρέπει να ’χουν στο νου,
η Εδέμ μπορεί να ’ναι αλλού.
Σε μια μέρα, σε λίγο χρόνο,
στο λιμάνι να που ξεφυτρώνουν,
χαρά, πόθος, πάθος, που μόνο
οι μεγάλες αγάπες βιώνουν.
Είμαστε έτσι, οι ναυτικοί,
είναι πάντα ο καιρός που μας φταίει,
στα λιμάνια, βιαστικοί,
κάτι μέσα μας πάντα να καίει.
La Marine είναι ένα ποίημα του Paul Fort, από το οποίο ο Μπρασένς μελοποίησε ορισμένες στροφές. Έφτιαξα την παραπάνω προσαρμογή στα ελληνικά στριμώχνοντας, ως συνήθως, τα νοήματα στις πιο ολιγοσύλλαβες (κατά το δυνατό) ελληνικές λέξεις, έτσι ώστε η μελωδία να εξακολουθήσει να λειτουργεί.
Εδώ ο τροβαδούρος και η κιθάρα του:
Εδώ από (ναυτική) χορωδία
…και εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα
La Marine (Poème de Paul Fort)
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On accoste. Vite ! un bec
Pour nos baisers, l’corps avec
Et les joies et les bouderies
Les fâcheries, les bons retours
Il y a tout, en raccourci
Des grandes amours dans nos p’tits
On a ri, on s’est baisés
Sur les neunœils, les nénés
Dans les ch’veux à plein bécots
Pondus comme des œufs tout chauds
Tout c’qu’on fait dans un seul jour!
Et comme on allonge le temps!
Plus d’trois fois, dans un seul jour
Content, pas content, content
Y a dans la chambre une odeur
D’amour tendre et de goudron
Ça vous met la joie au cœur
La peine aussi, et c’est bon
On n’est pas là pour causer
Mais on pense, même dans l’amour
On pense que d’main il fera jour
Et qu’c’est une calamité
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On s’accoste. Mais on devine
Qu’ça n’sera pas le paradis
On aura beau s’dépêcher
Faire, bon Dieu ! la pige au temps
Et l’bourrer de tous nos péchés
Ça n’sera pas ça ; et pourtant
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours !
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2012
Ναι, ζήσαμε και καταιγίδες,
χρόνια μαζί, δεν σ’ αδικώ.
Χίλιες φορές είπες θα φύγεις,
χίλιες φορές το είπα εγώ.
Και κάθε τι σ’ αυτόν τον χώρο,
τον δίχως κούνια παιδική,
θυμίζει θύελλες κι εκρήξεις…
Εσύ να έχεις πλέον χάσει
την γεύση των απλών πραγμάτων,
του κυνηγού εγώ τις εκπλήξεις…
Όμως αγάπη μου
Υπέροχη γλυκιά αγάπη μου
Στην λάμψη, στα σκοτάδια τ’ ουρανού
Ακόμη σ’ αγαπώ
και συ το ξέρεις
Ναι, ξέρω τα τεχνάσματά σου,
τα ξόρκια μου ξέρεις καλά.
Με κράτησες και με παγίδες,
σ’ έχασα, μα προσωρινά.
Σίγουρα είχες κι εραστές,
θα ‘ναι το σώμα που ξεσπά,
θα είν’ ο χρόνος που περνάει…
Μα εμείς ξέραμε τον τρόπο
πως να γερνάμε, μέσα μας όμως
η νιότη ακόμη να σκιρτάει…
Ναι, αγάπη μου
Υπέροχη και τρυφερή αγάπη μου
Στο λυκαυγές και στο λυκόφως τ’ ουρανού
Εγώ θα σ’ αγαπώ
και συ το ξέρεις…
Μα όσο κι αν ο καιρός παιδεύει,
όσο κι αν ο καιρός περνά,
είν’ για τους εραστές παγίδα
να ζουν χωρίς βεγγαλικά
Ναι, δεν ξεσπώ πια στα τυφλά
Ναι, πια δεν κλαις τόσο συχνά,
πια το μυστήριο δεν μετράει
Πλέον στις συμπτώσεις δυσπιστούμε,
λίγα αφήνουμε στην τύχη,
μα η τρυφερή μάχη… κρατάει…
Ναι Αγάπη μου
Όμορφη, αβρή, γλυκιά, αγάπη μου
Στο χάραμα και στο σκοτάδι τ’ ουρανού
Ακόμη σ’ αγαπώ
και συ το ξέρεις
Αυτήν τη μεταφορά στα ελληνικά του τραγουδιού του Μπρελ για τους ¨παλιούς εραστές¨ την αφιερώνω στους παλιούς μου συμμαθητές που θα συναντηθούν αυτήν τη βδομάδα στους παλιούς τόπους. Ιδιαίτερα στους πολλούς που τότε ήταν ερωτευμένοι, και ακόμη πιο πολύ, σε όσους τα κατάφεραν να παλιώσουν τον έρωτά τους.
Εδώ, σε ήχο, ο Ζακ Μπρελ
εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα
από τον Χοσέ Καρέρας
σε ήχο fados …και σε τανγκό
Οι στίχοι στα γαλλικά:
La Chanson des Vieux Amants
Bien sûr, nous eûmes des orages
Vingt ans d´amour, c´est l´amour fol
Mille fois tu pris ton bagage
Mille fois je pris mon envol
Et chaque meuble se souvient
Dans cette chambre sans berceau
Des éclats des vieilles tempêtes
Plus rien ne ressemblait à rien
Tu avais perdu le goût de l´eau
Et moi celui de la conquête
Mais mon amour
Mon doux, mon tendre, mon merveilleux amour
De l´aube claire jusqu´à la fin du jour
Je t´aime encore, tu sais, je t´aime
Moi, je sais tous tes sortilèges
Tu sais tous mes envoûtements
Tu m´as gardé de pièges en pièges
Je t´ai perdue de temps en temps
Bien sûr tu pris quelques amants
Il fallait bien passer le temps
Il faut bien que le corps exulte
Finalement, finalement
Il nous fallut bien du talent
Pour être vieux sans être adultes
Oh, mon amour
Mon doux, mon tendre, mon merveilleux amour
De l´aube claire jusqu´à la fin du jour
Je t´aime encore, tu sais, je t´aime
Et plus le temps nous fait cortège
Et plus le temps nous fait tourment
Mais n´est-ce pas le pire piège
Que vivre en paix pour des amants
Bien sûr tu pleures un peu moins tôt
Je me déchire un peu plus tard
Nous protégeons moins nos mystères
On laisse moins faire le hasard
On se méfie du fil de l´eau
Mais c´est toujours la tendre guerre
Oh, mon amour…
Mon doux, mon tendre, mon merveilleux amour
De l´aube claire jusqu´à la fin du jour
Je t´aime encore, tu sais, je t´aime.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Οκτωβρίου, 2012
[Στο χωριό μου, χωρίς αιτία,
έχω φήμη απαισία
είτε κινούμαι είτε ηρεμώ
για ποιον με παίρνουν, δεν ξέρω ούτε ’γω]
Είπα να σας φτιάξω μια προσαρμογή στα ελληνικά της ¨Κακής Φήμης¨ του Μπρασένς και οι παραπάνω είναι οι πρώτες αυθόρμητες αράδες. Μετά το επεξεργάστηκα λίγο περισσότερο [πάντα με στόχο: Μπρασένς στα ελληνικά που να μπορείτε να τον τραγουδήσετε (στο μπάνιο)] και ιδού τι προέκυψε…
Η Κακή φήμη
Δεν το λέω για να παινευτώ,
μα με σχολιάζουν στο χωριό,
ό, τι κι αν κάνω, μα κι αν αδρανώ…
για ποιον με παίρνουν, αγνοώ!
Τι κι αν δεν αδίκησα ποτέ κανένα
τους αρέσει να τα βάζουνε με μένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουν η ¨ορθότητα¨ τι λέει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Κουτσομπολεύουν όλοι εκτός…
τους δίχως γλώσσα,
προφανώς!
Καλύτερη μου μουσική
δεν είναι η Φιλαρμονική,
αντί για τα επετειακά
προτιμώ να ’μαι στα ζεστά.
Όμως δεν επείραξα ποτέ κανένα
τι κι αν το τρομπόνι δεν είναι για μένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουνε τι αγέρας πνέει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Εμένα δείχνουν όλοι εκτός…
τους δίχως χέρια,
προφανώς!
Αν συναντήσω κανά φουκαρά
με το δραγάτη από κοντά,
απλώνω πόδι και παρευθύς
να σου ο δραγάτης κατά γης.
Κι όμως δεν επείραξε ποτέ κανένα
λίγα μήλα αν προκύψανε κλεμμένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουνε πάντοτε ποιος φταίει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι λιγάκι Φαρισαίοι.
Πάνω μου ορμάνε όλοι εκτός…
όσους κουτσαίνουν,
προφανώς!
Για να μαντέψω τι θα συμβεί,
προφήτης δε θα χρειαστεί,
σαν θα βρούνε σκοινί γερό
θα μου το βάλουν στο λαιμό.
Κι όμως δεν τους πείραξα, αν και, ακόμη,
δεν βρήκα το δρόμο που οδηγεί στη Ρώμη.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουν πως η αλήθεια καίει.
Φταίει που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Θα ’ν’ στην κρεμάλα μου όλοι εκτός…
όσους δεν βλέπουν,
προφανώς!
Η ¨Κακή Φήμη¨ σε ήχο:
Τραγουδά ο Μπρασένς
Η απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά
…και μερικές ακόμη εκτελέσεις Από τους Les-Wriggles
Με κλαρινέτο και ακορντεόν (Lemaire et Waegeman) Στα ισπανικά από τον Paco Ibañez Στα πορτογαλικά Από τις 2-moiselles
Στα (ηλεκτρο)παιχνιδιάρικα …και από τους sinsemilia
LA MAUVAISE REPUTATION
Au village, sans prétention,
J’ai mauvaise réputation.
Qu’je m’démène ou qu’je reste coi
Je pass’ pour un je-ne-sais-quoi!
Je ne fait pourtant de tort à personne
En suivant mon chemin de petit bonhomme.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde médit de moi,
Sauf les muets, ça va de soi.
Le jour du Quatorze Juillet
Je reste dans mon lit douillet.
La musique qui marche au pas,
Cela ne me regarde pas.
Je ne fais pourtant de tort à personne,
En n’écoutant pas le clairon qui sonne.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde me montre du doigt
Sauf les manchots, ça va de soi.
Quand j’croise un voleur malchanceux,
Poursuivi par un cul-terreux;
J’lance la patte et pourquoi le taire,
Le cul-terreux s’retrouv’ par terre
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En laissant courir les voleurs de pommes.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde se rue sur moi,
Sauf les culs-de-jatte, ça va de soi.
Pas besoin d’être Jérémie,
Pour d’viner l’sort qui m’est promis,
S’ils trouv’nt une corde à leur goût,
Ils me la passeront au cou,
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En suivant les ch’mins qui n’mènent pas à Rome,
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout l’mond’ viendra me voir pendu,
Sauf les aveugles, bien entendu.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Οκτωβρίου, 2012
Σημείωση προαιρετική (θεωρητικολογούσα)
Κάθε πολιτισμόςγια να τα βγάλει πέρα με τις αντιφάσεις, τις ατέλειες, και τις εκκρεμότητες της πραγματικότητας (όση από δαύτη μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε οι αισθήσεις και η όποια νόηση/τεχνολογία έχουμε διαθέσιμη), για να τις αντέξει και να τις ξεπεράσει, ενεργοποιεί την φαντασιακή διάσταση της ανθρώπινης υπόστασης και εντέλλεται, εξουσιοδοτεί ή απλώς ανέχεται την παρέμβαση ομάδων επικοινωνητών, ικανών να χειριστούν το φαντασιακό με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την εποχή και τις συγκυρίες. Προϊστορικοί μάγοι, ιερείς, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ως και οι μεταμοντέρνοι χειριστές του εικονικού, έκαναν και κάνουν (και) αυτή τη δουλειά. Φτιάχνουν και χειρίζονται λειτουργικούς μύθους που εμπεριέχουν (αναπόδεικτες αλλά έντονα παρακινητικές και αναπληρούσες) απαντήσεις για το νόημα της ζωής (και των πάντων).
Όμως, σ’ αυτήν τη συχνά απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος και ισορροπίας (την φτιαγμένη από αρχαϊκούς λειτουργικούς μύθους, νεωτερικές ουτοπίες και -πρόσφατα- προσπάθειες δημιουργίας ηλεκτρονικών εικονικών πραγματικοτήτων), οι πολιτισμοί δεν είχαν ποτέ πρόβλημα στο να ανεχθούν, να χρησιμοποιήσουν και συχνά να θεσμοποιήσουν ψυχοτρόπα βοηθήματα.
Ο καθείς και τα παράπλευρα όπλα του, ο καθένας και το ¨ενισχυτικό¨ το πλησιέστερο στην καλλιέργεια, το κλίμα, την παράδοσή, την ιστορία και τους εκάστοτε πολιτιστικούς συσχετισμούς ισχύος: παπαρούνα, κάνναβη, καπνός, κόκα, και άλλα. Για εμάς, γύρω από την μεσόγειο λεκάνη: η Άμπελος.
Στις πολιτισμικές αντιπαραθέσεις δεν μετράει μόνο το ποια γλώσσα, ποια μόδα, ποια τεχνοτροπία θα επικρατήσει, αλλά και πιο ψυχοτρόπο (με τις νοοτροπίες, τις τέχνες, ενίοτε τους θεούς και όλα τα λοιπά πολιτισμικά προϊόντα που το περιβάλλουν) θα υποσκελίσει το άλλο.
Υπάρχουν απόψειςπου υποστηρίζουν ότι το ψυχοτρόπο βοήθημα που υποστηρίζεται από την γηγενή κουλτούρα, είναι εκ των πραγμάτων, λιγότερο ψυχοφθόρο από εκείνα που η επιρροή τους ενισχύεται από αλλότριες επεκτάσεις και επεμβάσεις.
Υποσημείωση 2, εξ ίσου προαιρετική (μνήμη).
Θυμάμαι μια ομάδα συμφοιτητών μου (πολιτικοποιημένη και με επαναστατικά όνειρα) να διοργανώνει στα σκαλοπάτια του καθεδρικού της πόλης όπου σπουδάζαμε, ολονύκτια οινοποσία (μετά ασμάτων και ύμνων) αφιερωμένη στη καταπολέμηση των ξενόφερτων εθιστικών.
Και τώρα ΤΟ ΚΡΑΣΙ του Brassens
από τον ίδιο:
από τους Brassens not dead
...και από τον Julien Petitejean
Η προσπάθεια προσαρμογής στην Ελληνική, σε ήχο
…και σε λέξεις
[στις διακοπτόμενες λέξεις μπορείτε να προσθέσετε ένα χικ! (προαιρετικά πάντα)]
Προτού τραγουδή-
σω για της ζωής
τα κόλπα
τη γλώσσα μου φρό-
ντισα να δαγκώ-
σω πρώτα.
Γεννήθηκα από
γενιά που ήξερ’ απ’
αμπέλι
και στο μπιμπερό
μου μούστος και κο-
κ-κινέλι
Οι γονιοί μου με βρή-
καν δίπλα σε κλη-
ματσίδι
-κι όχι σαν μερικούς
σε μάπα και κου-
νουπίδι.
Στις φλέβες μου αν μπεις
και σταθείς να δεις
λιγάκι
για αίμα αντί
θα κυκλοφορεί
κρασάκι
Μα εφ΄ όσον μπορούν
και δίψες να ’ρθουν
μεγάλες
να κρατάς, είν’ σωστό,
κοντά κανα δυο
μπουκάλες.
Μπουκάλες σιμά,
μα μ’ όγκο ενός α-
μφορέα,
να παίρν’ η ζωή
και γεύση κι οσμή
ωραία
Γνωστό ειν’ παντού
το πάθημα του
Ταντάλου.
-Μήτ’ ίχνος νερού-
και θύμα εμπαιγμού
μεγάλου.
Χωρίς το νερό
μικρό το κακό
-ας πούμε!-
Μα δίχως κρασί
εμείς οι σωστοί
δεν ζούμε.
Ας ρίξει, παιδιά
μια μπόρα και για
τους πότες,
με κρασί καλό
ν’ αρμέξω κι εγώ
τις κότες.
Αλλά ας μη λέ-
τε εγκαίρως πως δε
το είπα
θα ’ρθούνε καιροί
που ως κι οι ποταμοί
θα ’ν σκνίπα.
LE VIN
Avant de chanter
Ma vie, de fair´ des
Harangues
Dans ma gueul´ de bois
J´ai tourné sept fois
Ma langue
J´suis issu de gens
Qui étaient pas du gen-
re sobre
On conte que j´eus
La tétée au jus
D´octobre…
Mes parents on dû
M´trouver au pied d´u-
ne souche
Et non dans un chou
Comm´ ces gens plus ou
Moins louches
En guise de sang
( O noblesse sans
Pareille! )
Il coule en mon cœur
La chaude liqueur
D´la treille…
Quand on est un sa-
ge, et qu´on a du sa-
voir-boire
On se garde à vue
En cas de soif, u-
ne poire
Une poire ou deux
Mais en forme de
Bonbonne
Au ventre replet
Rempli du bon lait
D´l´automne…
Jadis, aux Enfers
Cert´s, il a souffert
Tantale
Quand l´eau refusa
D´arroser ses a-
mygdales
Etre assoiffé d´eau
C´est triste, mais faut
Bien dire
Que, l´être de vin
C´est encore vingt
Fois pire…
Hélas! il ne pleut
Jamais du gros bleu
Qui tache
Qu´ell´s donnent du vin
J´irai traire enfin
Les vaches
Que vienne le temps
Du vin coulant dans
La Seine!
Les gens, par milliers
Courront y noyer
Leur peine…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Σεπτεμβρίου, 2012
Το λέει στο ομώνυμο τραγούδι του ο Μπρασένς. Και εάν εγώ, προσπαθώντας να το αποδώσω στην πολυσύλλαβη ελληνική γλώσσα, έκανα μια μικρή έκπτωση πέντε τοις εκατό, είναι καθαρά και μόνο για λόγους μετρικούς.
Ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά που σας έφτιαξα
Quatre vingt quinze pour cent – Brassens
La femme qui possède tout en elle
Pour donner le goût des fêtes charnelles
La femme qui suscite en nous tant de passion brutale
La femme est avant tout sentimentale
Mais dans la main les longues promenades
Les fleurs, les billets doux, les sérénades
Les crimes, les folies que pour ses beaux yeux l’on commet
La transporte, mais…
{Refrain:}
Quatre-vingt-quinze fois sur cent
La femme s’emmerde en baisant
Qu’elle le taise ou qu’elle le confesse
C’est pas tous les jours
qu’on lui déride les fesses
Les pauvres bougres convaincus
Du contraire sont des cocus
A l’heure de l’œuvre de chair
Elle est souvent triste, peu chère
S’il n’entend le cœur qui bat
Le corps non plus ne bronche pas
Sauf quand elle aime un homme avec tendresse
Toujours sensible alors à ses caresses
Toujours bien disposée, toujours encline à s’émouvoir
Ell’ s’emmerd’ sans s’en apercevoir
Ou quand elle a des besoins tyranniques
Qu’elle souffre de nymphomanie chronique
C’est ell’ qui fait alors passer à ses adorateurs
De fichus quarts d’heure {au Refrain}
Les « encore », les « c’est bon », les « continue »
Qu’ell’ crie pour simuler qu’ell’ monte aux nues
C’est pure charité, les soupirs des anges ne sont
En général que de pieux menson(ges)
C’est à seule fin que son partenaire
Se croie un amant extraordinaire
Que le coq imbécile et prétentieux perché dessus
Ne soit pas déçu
{au Refrain}
J’entends aller de bon train les commentaires
De ceux qui font des châteaux à Cythère
«C’est parce que tu n’es qu’un malhabile, un maladroit
Qu’elle conserve toujours son sang-froid »
Peut-être, mais les assauts vous pèsent
De ces petits m’as-tu-vu-quand-je-baise
Mesdam’s, en vous laissant manger le plaisir sur le dos
Chantez in petto…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Ιουλίου, 2012
Μια που χάρη στο ιστολογοφόρο μπορώ να σας ενημερώνω για διάφορα καθώς αυτά γεννιούνται, σας έχω κάτι απολύτως φρέσκο. Το ξέρει μόνο η Βούλα που έτυχε να με πάρει τηλέφωνο πριν λίγο, την ώρα που το είχα μόλις ορνιθοσκαλίσει στο χαρτί και η Σόφη που μόλις γύρισε από τα ψώνια. Είναι ένα σχεδίασμα για ένα τραγούδι που εντάσσεται στην υπό συγγραφή Μπαλάντα της Γενιάς των Οσίων (μόλις άρχισε). Το τι ακριβώς μορφή θα έχει η εν λόγω μπαλάντα (ιστόρημα, θεατρικό, άλλο) θα σας το πω αμέσως μόλις μου προκύψει.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Ιουλίου, 2012
Έκανα, που λέτε, μια βόλτα στο Αλωνάκι της Ποίησης και τους συνδέσμους του. Το Αλωνάκι είναι ένας τόπος ποίησης και μουσικής από εκείνες που μου αρέσουν και ο οικοδεσπότης Αλωνάρχης. ανάμεσα στα άλλα, αγαπά το Τανγκό (προπαντός το παλιό, το γνήσιο, το Λατινοαμερικάνικο) και το ποδόσφαιρο (θρυλείται). Γυρίζοντας από την περιήγηση σας φέρνω λίγους στίχους, λίγες νότες και μια (χιουμοριστική) εικόνα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΑΠ’ ΤΗ ΒΟΥΕΛΤΑ ΔΕ ΡΟΤΣΑ ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ Ή, ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΜΠΟΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ
Στον Δημήτρη
Βουέλτα δε Ρότσα… γέφυρα ωμών χρωμάτων που ξαναλένε σάμπως σε νωπογραφία νοσταλγικούς καημούς ψυχών τε και σωμάτων: της μετανάστευσης πυκνή μυθιστορία.
Λες χύθηκε η παλέττα του μαστρο-Κινκέλα στον ουρανό, και ουράνιο βγήκε τόξο η Μπόκα στον Ριατσουέλο απάνω: ασάδο και κανέλα γνέθει ξέφρενη του τάνγκο η ρόκα.
Αραβουργήματα άρρητα στο Καμινίτο τη σάρκα και τα κόκκαλα έχουν της ουσίας· στο Μπομπονέρα Dale Boca!… ήτοι Ζήτω η Μπόκα Τζούνιορς! – ιαχή που και ο Μαρσύας
θα βούταγε να κουβαλήσει στον Περαία με τους τριανταδύο μπλε-κίτρινους αστέρες. Μελωδημάτων όνειρα ευγενή και ωραία απ’ του ρεμπέτικου το σύρμα φτιάχνουν βέρες
με τα παιδιά να τις αλλάξουνε του Θρύλου, μπαντονεόν να γίνει το μπαγλαμαδάκι, να μπουν με αντιχρονισμούς πρόσφυγα σκύλου Μουράτης με Ρατίν μες στου Καραϊσκάκη,
για νά ’ναι το λιμάνι δυό φορές λιμάνι. Βοστέρος γαύροι συνοδιά, καρδιά και γόνα, στο Φάληρο γλυκολαλούν, γιατί έχει κάνει ο Στράτος του Γαρδέλ φ ω λ ι ά στη Δραπετσώνα .
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Ιουλίου, 2012
Καλή μου σε παρακαλώ,
θηλιά ας μη βάλει στο λαιμό
ο Έρωτάς μας.
Κι αν το δοκίμασαν πολλοί,
δεν ευτυχήσαν κι ας μην ’ρθει
τώρα η σειρά μας.
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Κάλιο ελεύθερα πουλιά
παρά, οι αγάπες, σε κλουβιά
να ναι κλεισμένες.
Στο διάβολο οι νοικοκυρές
που στα τηγάνια τις καρδιές
κρατούν δεμένες.
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Η Αφροδίτη ασθενεί,
μπερδεύεται κι αυτοκτονεί
μέσα στη χύτρα
κι αν ¨δένουμε¨ στο φαγητό
δεν θέλω εν τέλει να ρωτώ
τη μαργαρίτα…
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Δίχως τα μικρο-μυστικά
η μαγεία χάνεται, περνά,
μένει η ρουτίνα…
μα και του Έρωτα οι γραφές
άγευστες, μοιάζουν συνταγές
μεσ’ την κουζίνα.
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Μπορεί να μοιάζει εφικτό
να μετατρέψεις σε πολτό,
σε μαρμελάδα,
το Μήλο το Επιθυμητό,
μα θαναι πια μαγειρευτό,
χωρίς αψάδα…
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Δεν θέλω κάποια ¨του σπιτιού¨,
πρόθυμη και δουλευταρού
να με νταντέψει,
θα ’ν’ μια νεράιδα μαγική
μια Δουλτσινέα ιδανική
που θα με θέλξει
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Τελικά αυτή η χαριτωμένη κωμικοτραγική ¨Μη Πρόταση¨ του Μπρασένς μου προέκυψε πιο δύσκολη στη μετάφραση/απόδοση από ό ,τι αρχικά έμοιαζε. Γι αυτό λέω να την αφήσω ανοιχτή για παραπέρα διορθώσεις. Στο μεταξύ ακούστε τον τροβαδούρο/δημιουργό, καθώς και μερικές άλλες ενδιαφέρουσες εκτελέσεις
LA NON-DEMANDE EN MARIAGE από τον Ζορζ Μπρασένς
Σε Σουίγκ από τον Μαλού
Από τους Les Perroquets
Και η ανάγνωση της (μέχρι στιγμής) απόδοσης, με υπόκρουση μια εκτέλεση σε κιθάρα από τον Christian Escoude
Georges Brassens, 1966.
LA NON-DEMANDE EN MARIAGE
Ma mie, de grâce, ne mettons Pas sous la gorge à Cupidon Sa propre flèche, Tant d’amoureux l’ont essayé Qui, de leur bonheur, ont payé Ce sacrilège…
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Laissons le champs libre à l’oiseau, Nous seront tous les deux priso- nniers sur parole, Au diable, les maîtresses queux Qui attachent les coeurs aux queues Des casseroles!
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Vénus se fait vielle souvent Elle perd son latin devant La lèchefrite A aucun prix, moi je ne veux Effeuiller dans le pot-au-feu La marguerite.
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin. On leur ôte bien des attraits, En dévoilant trop les secrets De Mélusine. L’encre des billets doux pâlit Vite entre les feuillets des li- vres de cuisine.
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Il peut sembler de tout repos De mettre à l’ombre, au fond d’un pot De confiture, La jolie pomme défendue, Mais elle est cuite, elle a perdu Son goût « nature ».
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin. De servante n’ai pas besoin, Et du ménage et de ses soins Je te dispense… Qu’en éternelle fiancée, A la dame de mes pensées Toujours je pense…
J’ai l’honneur de Ne pas te de/mander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Ιουνίου, 2012
ΕΝ ΤΑΞΕΙ…
Εντάξει, πολεμούν στην Ιρλανδία
κι υπάρχουν δίχως μουσική λαοί
εντάξει, όλα μοιάζουν παρωδία
και πάει η ευαισθησία, έχει χαθεί.
Εντάξει, ο παράς οσμή δεν έχει
στην αοσμία του, όμως, πνίγεται κανείς
ναι, τα άνθη τα πατάει όποιος αντέχει,
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς… ;
Μάχες έχουμε χάσει, εμείς κι οι άλλοι
κι ο Χάρος τη στερνή λέξη ζητά.
Εντάξει, τι κι αν γέρνει το κεφάλι
ένα κορμί που πια παραπατά…
Ναι, σίγουρα, οι γυναίκες απατούνε
και τα πουλιά σκοτώνει ο νταής,
χωρίς φτερά οι καρδιές φυτοζωούνε
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς…
Εξάλλου οι πόλεις είναι εξαντλημένες
μ’ αυτά τα πενηντάχρονα παιδιά,
οι ελπίδες για βοήθεια μαραμένες
κι ο Έρωτας στα δόντια να πονά…
Εντάξει φταίει ο χρόνος που όλο φεύγει
και τ’ άγχος στο μετρό ολημερίς
κι είναι η Αλήθεια που μας αποφεύγει
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς…
Εντάξει, οι καθρέφτες μας αντέχουν,
μα μήτε το κουράγιο να ’μαστε Ιουδαίοι
μήτε την κομψότητα που -μόνο- οι μαύροι έχουν,
δεν είμαστε η φωτιά που ακόμη καίει…
και η Ανθρωπιά και τ’ άλλα που αξίζουν
δεν άλλαξαν πολύ τους ευλαβείς
που από αγάπη πάντα μας ξεσχίζουν,
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς…;
Απόδοση Β. Νόττας
Το τραγούδι του Ζακ Μπρελ
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Jacques Brel VOIR UN AMI PLEURER
1977
Bien sûr il y a les guerres d’Irlande Et les peuplades sans musique Bien sûr tout ce manque de tendre Et il n’y a plus d’Amérique Bien sûr l’argent n’a pas d’odeur Mais pas d’odeur vous monte au nez Bien sûr on marche sur les fleurs Mais mais voir un ami pleurer
Bien sûr il y a nos défaites Et puis la mort qui est tout au bout Le corps incline déjà la tête Étonné d’être encore debout Bien sûr les femmes infidèles Et les oiseaux assassinés Bien sûr nos coeurs perdent leurs ailes Mais mais voir un ami pleurer
Bien sûr ces villes épuisées Par ces enfants de cinquante ans Notre impuissance à les aider Et nos amours qui ont mal aux dents Bien sûr le temps qui va trop vite Ces métros remplis de noyés La vérité qui nous évite Mais mais voir un ami pleurer
Bien sûr nos miroirs sont intègres Ni le courage d’être juif Ni l’élégance d’être nègre On se croit mèche on n’est que suif Et tous ces hommes qui sont nos frères Tellement qu’on n’est plus étonné Que par amour ils nous lacèrent Mais mais voir un ami pleurer.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Ιουνίου, 2012
Μετά τη λαίλαπα και τον πανικό των τελευταίων καιρών με τους μετανεωτερικούς να επιτίθενται με μανία ενάντια σε οποιαδήποτε συλλογική αξία,
και αφού τους είδαμε να πορεύονται με αχαλίνωτες ορέξεις κατά πάντων (παρέα με τους αδηφάγους νεοφιλελεύθερους και τους αυτοκρατορικούς παγκοσμιοποιητές),
και αφού καταλάβαμε στο πετσί μας τι σημαίνει το ασφυκτικό, ¨αποδομημένο¨ κενό που τους ακολουθεί,
να που στο ρείθρο του δρόμου πήραν να ξαναφυτρώνουν κάποια αγριολούλουδα, αμετάλλακτα, με το παλιό τους δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ και το παλιό τους άρωμα συλλογικότητας.
Αυτά σκεφτόμουν, πάνω κάτω, καθώς σας ετοίμαζα την προσαρμογή στα ελληνικά, μιας ακόμη δημιουργίας του Γιώργη Μπρούτζινου (GeorgeBrassens -ετυμολόγηση αυθαίρετη, αλλά με καλές προθέσεις), ενός τραγουδιού αφιερωμένου στους παλιούς φίλους.
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του Γιώργη, λίγο πιο ζόρικο στη μεταφορά του στη γλώσσα μας από τα άλλα, μια που πέρα από τις πάγιες δυσκολίες που οφείλονται στην ελληνική περιφραστικότητα και το μεγάλο μέγεθος των ελληνικών λέξεων, έχει και d’la littérature (που λέει κι ο George!) Δηλαδή λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές και νύξεις, έως και φράσεις σε αμιγή λατινική! (βλέπε παρακάτω το πρωτότυπο κείμενο) που θα έπρεπε ή να αγνοηθούν ή να αποτελέσουν αφορμές για ειδικά σχόλια και σημειώσεις φιλολογικού χαρακτήρα.
Επειδή όμως εδώ απλώς μεταφέρουμε τη δική μας εκδοχή για το πνεύμα των τραγουδιών και η κύρια ανησυχία μας είναι να μπορούν να τραγουδηθούν στο μπάνιο και από τους μη γνώστες της γλώσσας του Ρακίνα, προτιμήσαμε την πρώτη ¨λύση¨.
Εν πάση περιπτώσει, σας το παρουσιάζω ανοικτό σε τυχόν προτάσεις για καλυτέρεμα, μαζί με μερικές από τις πάμπολλες εκτελέσεις και μια απόπειρα ανάγνωσης στην ελληνική –ως συνήθως, και με το συμπάθιο.
Αρχίζουμε με μια ζωντανή εκτέλεση από τον Μπρασένς
Εδώ, ο Αλέν Ναρντινό και χορωδία
Εδώ, από τον Aldebert
Σε Τζαζ
…και λίγο ακορντεόν και, τέλος, η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Το καΐκι με τους παλιούς φίλους… (Les copains d’abord).
…Ό, τι κι αν λένε στα λιμάνια
κάποιοι που σπέρνουνε ζιζάνια
δεν ήταν δα ¨ψαροκασέλα¨
για τα πήγαιν’ έλα…
Έπλεε σαν γέρο γλεντζές:
ίσια μπροστά, μα με στροφές,
και τ’ όνομά του ξακουστό:
¨Είμαστε όλοι εδώ¨.
Τι κι αν ο άνεμος φορτσάρει
μπορεί να γέρνει, δεν φουντάρει
κι ας βγει το μάτι όποιου γρουσούζη
βασκανίες σκούζει…
Κι ο καπετάνιος, τα ναυτάκια
δεν ήτανε καθαρματάκια
μα φιλαράκια από καιρό
κι ¨Όλοι τους εδώ¨!
Μόνος δεσμός τους η φιλία
με Σόδομα σχέση καμία
δεσμός αντρίκιος δυνατός
αδελφοποιητός,
δεν ήταν φίλοι ¨ευκαιρίας¨
ούτε άσωτοι πολυτελείας
ήταν αδέλφια, κολλητοί
και ¨άπαντες εκεί!¨
Δεν ήταν του γλυκού νερού
μήτε του κατηχητικού
κι αρμένιζαν με την καρδιά,
μ’ όρτσα τα πανιά…
Ο Λιας ο Νίκος, κι όλοι οι άλλοι
σήκωναν στης ζωής την πάλη
λάβαρο, σύνθημα, ρητό:
¨Όλοι μας εδώ¨.
Κι αν έρχονταν αναποδιές
μπουρίνια, φουσκοθαλασσιές,
με την φιλία για πυξίδα
σώζαν την ελπίδα
κι αν τους εζώναν οι ακεφιές
δεν ψάχναν ψυχαναλυτές,
στέλναν στους φίλους ες-ο-ες,
κι ήταν επαρκές.
Στις θερινές μας εξορμήσεις
ήταν – δεν ήταν, καιροί κρίσης
αν έλειπε κάποιος κοπρίτης
θα ‘ταν μακαρίτης…
Μα θα ήτανε άκων, εκών,
πάντα στη σκέψη μας παρών
και -πείσμα σου ζωή μπαμπέσα-,
στη καρδιά μας μέσα
Μπήκα και σ’ άλλα τρεχαντήρια
μα μόνο τούτο στα ταξίδια
ποτέ δεν έχανε τη ρότα
κι άμα θέλεις ρώτα…
Έπλεε σαν γέρο γλεντζές:
ίσια μπροστά, μα με στροφές,
και τ’ όνομά του ξακουστό:
¨Είμαστε όλοι εδώ!¨
Les Copains D’abord
Non, ce n’était pas le radeau
De la Méduse, ce bateau
Qu’on se le dise au fond des ports
Dise au fond des ports
Il naviguait en père’ peinard
Sur la grand-mare des canards
Et s’app’lait les Copains d’abord
Les Copains d’abord
Ses fluctuat nec mergitur
C’était pas d’la litterature
N’en déplaise aux jeteurs de sort
Aux jeteurs de sort
Son capitaine et ses mat’lots
N’étaient pas des enfants d’salauds
Mais des amis franco de port
Des copains d’abord
C’étaient pas des amis de luxe
Des petits Castor et Pollux
Des gens de Sodome et Gomorrhe
Sodome et Gomorrhe
C’étaient pas des amis choisis
Par Montaigne et La Boetie
Sur le ventre ils se tapaient fort
Les copains d’abord
C’étaient pas des anges non plus
L’Évangile, ils l’avaient pas lu
Mais ils s’aimaient tout’s voil’s dehors
Tout’s voil’s dehors
Jean, Pierre, Paul et compagnie
C’était leur seule litanie
Leur Credo, leur Confiteor
Aux copains d’abord
Au moindre coup de Trafalgar
C’est l’amitié qui prenait l’quart
C’est elle qui leur montrait le nord
Leur montrait le nord
Et quand ils étaient en détresse
Qu’leurs bras lancaient des S.O.S.
On aurait dit les sémaphores
Les copains d’abord
Au rendez-vous des bons copains
Y avait pas souvent de lapins
Quand l’un d’entre eux manquait a bord
C’est qu’il était mort
Oui, mais jamais, au grand jamais
Son trou dans l’eau n’se refermait
Cent ans après, coquin de sort
Il manquait encore
Des bateaux j’en ai pris beaucoup
Mais le seul qu’ait tenu le coup
Qui n’ai jamais viré de bord
Mais viré de bord
Naviguait en père peinard
Sur la grand-mare des canards
Et s’app’lait les Copains d’abord
Les Copains d’abord
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Μαΐου, 2012
Η ¨ομπρέλα¨ είναι η αφορμή, αλλά έχει και λίγο ¨σιγανοψιχάλισμα¨ και μια ιδέα ¨ανοιξιάτικη βροχούλα¨…
Η ¨Ομπρέλα¨ από τον δημιουργό
…και στα ρώσικα (για τη Σίλια)
από το quartet-plein-jazz
από το trio-dolce-vita
Σημείωση: Στην πρόσφατη εκδήλωση για τη γαλλική ποίηση στο Βαφοπούλειο, ανακάλυψα ότι οι ντόπιοι φίλοι του Ζορζ Μπρασένς είναι περισσότεροι από όσους νόμιζα (υποθέτω ότι το πρόσεξαν κι εκείνοι). Αφιερώνω το σημερινό τραγουδάκι στους δυο, με τους οποίους πιάσαμε κουβέντα στο τέλος.
Η ομπρέλα
Ρίχνει βροχή στη λεωφόρο,
χωρίς ομπρέλα η μικρή,
μα στη δική μου που έχει χώρο
χωράνε όλοι οι καλοί.
Στρίβω με μιας, κοντά της τρέχω:
¨Έχω για σας θέση στεγνή¨
Χαμογελά, το ¨ναι¨ της έχω,
να ’μαστε οι δυο αγκαλιαστοί…
*
Μια ομπρέλα για σένα,
μια ματιά σου για μένα,
θα ’ναι του Έρωτα, πες, προσταγή…
Μια ματιά σου για μένα,
μια ομπρέλα για σένα…
Ναι! κερδίζω στην ανταλλαγή!
*
Σε εκείνη πλάι, κι έπαιζε η μπόρα
μ’ ήχους κρουστούς, τζαζ μουσική
κι όλη η πλάση έμοιαζε τώρα
για μας τους δυο να ‘χει φτιαχτεί…
Στον έβδομο ουρανό βρισκόμουν
και ευλογούσα το νερό
και δίχως να το πω ευχόμουν
ατέλειωτο κατακλυσμό
*
Μια άκρη του Παραδείσου
για μια ομπρέλα μαζί σου
των αγγέλων σκορπάς τη σαγήνη…
Μια ομπρέλα μαζί σου
για μια γωνιά Παραδείσου
Μόνο κέρδος για μένα θα μείνει!
*
Μα τι κι αν βρέχει, πάντα οι δρόμοι
φτάνουν σε κάποια γειτονιά…
Να κι η δική της και ¨Συγνώμη¨
λέει, ¨εγώ στρίβω εδώ να!¨
Προτού καλά το καταλάβω
να τη που φεύγει λικνιστή
στη λήθη πια τα όνειρα θάβω
…και την ομπρέλα μου μαζί!
*
Μια ομπρέλα για σένα,
μια ματιά σου για μένα,
θα ’ναι του Έρωτα, πες, προσταγή…
Μια ματιά σου για μένα,
μια ομπρέλα για σένα…
Ναι! κερδίζω στην ανταλλαγή!
Le parapluie
Il pleuvait fort sur la grand-route, Elle cheminait sans parapluie, J’en avait un, volé sans doute Le matin même à un ami. Courant alors à sa rescousse,
Je lui propose un peu d’abri En séchant l’eau de sa frimousse, D’un air très doux elle m’a dit oui. REFRAIN Un petit coin de parapluie, Contre un coin de Paradis. Elle avait quelque chose d’un ange, Un petit coin de Paradis, Contre un coin de parapluie. Je ne perdait pas au change, Pardi! Chemin faisant que se fut tendre D’ouïr à deux le chant joli Que l’eau du ciel faisait entendre Sur le toit de mon parapluie. J’aurais voulu comme au déluge, voir sans arrêt tomber la pluie, Pour la garder sous mon refuge, Quarante jours, Quarante nuits. REFRAIN Mais bêtement, même en orage, Les routes vont vers des pays. Bientôt le sien fit un barrage A l’horizon de ma folie. Il a fallut qu’elle me quitte, Après m’avoir dit grand merci. Et je l’ai vue toute petite Partir gaiement vers mon oubli. REFRAIN
Στράτος Παγιουμτζής
Σιγανοψιχάλισμα
Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Τσάντας
Μουσική: Πάνος Γαβαλάς, Πίτουρας
Σιγανοψιχάλισμα
δάκρυ δάκρυ πέφτουνε της βροχής οι στάλες
Πού να είσαι χάθηκες, να με σκάσεις βάλθηκες
έχω λίγες συμφορές, θα μου φέρεις κι άλλες
με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες
Η βροχή δυνάμωσε,
για ποιο λόγο άργησες δεν καταλαβαίνω
μήπως ξελογιάστηκες μ’ άλλη αγάπη πιάστηκες
έχω σου τ’ ομολογώ το μυαλό χαμένο
άρχισα ν’ ανησυχώ και σε περιμένω
Ειν’ η ώρα εννιάμισι,
αν και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα
πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες
η αγωνία μου ‘φερε την ψυχή στο στόμα
ειν’ η ώρα εννιάμισι μα περιμένω ακόμα
Με τις τσέπες αδειανές κι ένα φόβο στην καρδιά
απ’ του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ’ ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.
Ανοιξιάτικη βροχούλα η αγάπη μου η παλιά
στην αγάπη την καινούργια δώρα στέλνει και φιλιά
με το ίδιο το τραγούδι που γυρίζει σιγανά
και ξυπόλητη χορεύει στα σοκάκια τα στενά.
Ανοιξιάτικη βροχούλα μου ψιθύρισε στ’ αυτί
για έναν κόσμο καμωμένο με σοφία κι αρετή
τ’ ουρανού το περιβόλι μοναχά για μας τους δυο
περιμένει φυλαγμένο στου μυαλού σου το βυθό.
Μα οι κουβέντες του κοσμάκη, οι ελπίδες του κοινού
με ποτίσανε φαρμάκι, μου θολώσανε το νου
πλάσμα του Θεού χαμένο, στο πλευρό σου περπατώ
στέκομαι στο περιβόλι και σε γλυκοχαιρετώ.
Ανοιξιάτικη βροχούλα, ανοιξιάτικη βροχή
διάλεξε μαζί μου αν θα ‘ρθεις, ή αν θα μείνεις μοναχή
φαγητό, κρασί, κρεβάτι και τα ρούχα μας κοινά
μα γι’ αυτούς που μένουν μόνοι, δεν υπάρχει γιατρειά.
Πέφτουν της βροχής οι στάλες
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πέφτουν της βροχής οι στάλες
και εγώ κάθομαι στις σκάλες
Θα θελα να μπω, σαν πρώτα
μα κρατάς κλειστή την πόρτα
Τι την θέλεις και την κλείνεις;
να μπω μέσα δε μ’ αφήνεις
είναι συννεφιά και μπόρα
και τι θ’ απογίνω τώρα
Απορώ τι σου χω φταίξει
άνοιξε, άνοιξε θα βρέξει
πέφτουν της βροχής οι στάλες
και ‘γω κάθομαι στις σκάλες
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Μαρτίου, 2012
Παρατηρήσεις πάνω στο λάιφ στάιλ και τα βάσανα των εκάστοτε ισχυρών (VIPs) τραγουδισμένες από ένα χορό αγροτών, όπως τις κατέγραψε ο Ντάριο Φο και τις τραγούδησε ο Έντζο Γιαννάτσι. Εδώ και μία χειροποίητη απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα.
ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΙΑ!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να βασιλιά
-Τι είδες είπες;
-Ένα βασιλιά!
–Καλά, αϊντέ, καλά…
– Ήταν καβάλα
στη σέλα πάνω,
κι έριχνε κι ένα κλάμα…
που μέχρι τ’ άλογό του…
–Ήτανε τι;
Ήταν καταμουσκεμένο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το ζώο!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Αυτοκράτωρ, που πίσω του είχε πάρει
Ένα καστέλο
-Α το τομάρι!
– Όμως του μέ-νου-ν τριά-ντα δυο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το πουλάρι…
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να ’Πισκ…
-Τι είδες είπες;
-Είδα να ’Πίσκοπο.
-Καλά… άιντέ… καλά…
-Κι αυτός, κι αυτός επίσης, έριχνε μαύρο κλάμα
κι ως και το χέρι, εδάγκωνε με άχτι
-Το χερ’ ποιανού;
-Το χερ’ του καντηλανάφτη!
-Καημένε ’Πίσ-κοπέ…
-Καημένος και ο ’ανάφτης
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Καρδινάλιος, που του είχε βουτήξει:
’να μοναστήρι
-Του κακομοίρη!
– Όμως του μέ-νουν τριάντα δυο…
-Καημένος Πίσκ-οπός
-Καημένος κι ο ’ανάφτης
-Καλά… άϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Ειίδα ένα πλούς…
-Τι είδες είπ’ς;
-Είδα ένα πλούσιο, έναν λεφτά…
-Καλά.., άιντέ… καλά…
-Ο κακομοίρης, μαύρο δάκρυ,
Έριχνε στάλα στάλα…
Μες τη μπουκάλα
-Μες το κρασί τ’;
– …και το ξενέρωνε στα γερά.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
– Ο Βασιλιάς, ο ’Πισκοπος, ο Αυτοκράτωρ,
Τον μισοκαταστρέψαν
Τρία σπίτια του κλέψαν.
Μαζί τον αχυρώνα
Όμως του μείναν τριάντα δυο.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ένα χωριάτη
-Τι είδες είπς;
-Έναν χωρικό
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Ο ’Πίσκοπος, ο Βασιλιάς, ο Πλούσιος,
ο Αυτοκράτωρ
Ως και ο Καρδινάλιος,
τον μισοκαταστρέψαν!
Με μια χεριά του κλέψαν:
Το σπίτι
Τον αχερώνα
Την αγελάδα
Το κλαρίνο
Το τάβλι
Το τρανζιστοράκι
Τους δίσκους με τα τσάμικα
Τη γυναίκα τ’…
-Τι άλλου;
-Το γιο του στους φαντάρους
Του σφάξαν και τους χοίρους
-Φτωχά γουρούνια!
-Φτωχός κι ο ζωντοχήρους
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Μα εκείνος όχι,
Όχι, δεν έκλαιγε καθόλου.
Αντίθετα χασκογελούσε: Χα χα χα
-Τρελάθ’κε;
-Όχι.
Η αλήθεια είναι
πως εμείς οι χωριάτες…
– Εμείς οι χωριάτες…
Να μαστε πρέπει πάντα κεφάτοι
Γιατί οι κλάψες μας τους ενοχλούν
Χούι το έχουν οι πρωτοκλασάτοι:
Στις στεναχώριες να μελαγχολούν
Κεφάτοι πάντοτε οι κερατάδες
Οι στεναχώριες μας τους ενοχλούν
Γιατί οι πλούσιοι κι οι βασιλιάδες
Πάντα στις κλάψες μας μελαγχολούν
Σε ήχο: Οι στίχοι του Ντάριο Φο από τον Έντζο Γιαννάτσι
Εδώ γύρω από ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μπαρμπέρα στη μέση, τραγουδάνε παρέα οι Ντάριο Φο, Αντριάνο Τσελεντάνο, Τζόρτζιο Γκάμπερ, Αλμπανέζε, ενώ τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο Γιαννάτσι.
Εδώ η ανάγνωση της απόπειρας για μια απόδοση στα Ελληνικά
Ho visto un re
-Dai dai, conta su…ah be, sì be…. – Ho visto un re.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un re!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Un re che piangeva
seduto sulla sella
piangeva tante lacrime,
ma tante che
bagnava anche il cavallo! – Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– è l’imperatore che gli ha portato via
un bel castello…
– Ohi che baloss!
– …di trentadue che lui ne ha.
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; sì, beh.
– Ho visto un vesc…
– Sa l’ha vist cus’e‘? – Ha visto un vescovo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Anche lui, lui, piangeva, faceva
un gran baccano, mordeva anche una mano.
– La mano di chi?
– La mano del sacrestano!
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– e‘ il cardinale che gli ha portato via
un’abbazia…
– Oh poer crist!
– …di trentadue che lui ce ne ha.
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho visto un ric…
– Sa l’ha vist cus’e‘? – Ha visto un ricco! Un sciur!
– S’…Ah, beh; si‘, beh.
– Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go, ed ogni goccia andava…
– Deren’t al vin?
– Si‘, che tutto l’annacquava!
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, l’imperatore
l’han mezzo rovinato
gli han portato via
tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce ne ha.
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho vist un villan.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Un contadino!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore,
persino il cardinale, l’han mezzo rovinato
gli han portato via:
la casa
il cascinale
la mucca
il violino
la scatola di kaki
la radio a transistor
i dischi di Little Tony
la moglie!
– E po‘, cus’e‘?
– Un figlio militare
gli hanno ammazzato anche il maiale…
– Pover purscel!
– Nel senso del maiale…
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ma lui no, lui non piangeva, anzi: ridacchiava! Ah! Ah! Ah!
– Ma sa l’e‘, matt?
– No!
– Il fatto e‘ che noi villan…
Noi villan…
E sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam,
e sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Ιανουαρίου, 2012
Ρεβερέντζες δεν έκανα ποτέ
Μπρος σε κανένα
Μα τώρα σέρνομαι και ακολουθώ
Μονάχα εσένα
Σκύλος ήμουν άγριος, αλλά πια για σε
Είμαι σκυλάκι
Δόντι είχα λύκου, αλλά πια μωρού
Έχω δοντάκι
Τόσος δα μικρόςμπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν το γέρνεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν τ’ αγγίζεις τη μαμά φωνάζει
Με άλλαξες πολύ και ας ήμουν ως τα χτες
Σκληρό καρύδι
Της καρδιάς μου σκάρωσες και πια κρατάς
Το Αντικλείδι
Με το γλυκό σου πρόσωπο όταν γελάς
Ή λες τραγούδια
Και με μια μάσκα μέγαιρας σαν με πετάς
Με τα σκουπίδια
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν το γείρεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν τ’ αγγίξεις τη μαμά φωνάζει
Τους νόμους σου πιστά πάντα ακολουθώ
Σατράπισσά μου
Κι ας λες πως δε πιστεύεις ούτε τα μισά
Καμώματά μου
Κι αν μια γαλανομάτα μια φορά
Μου ’χε γυαλίσει
Με την ομπρέλα σου βαρώντας δυνατά
Έδωσες λύση
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν το γέρνεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν τ’ αγγίζεις τη μαμά φωνάζει
Οι χαρτορίχτρες μου το είπαν καθαρά
κι οι καλογέροι
Πως από σένα ειν’ να πάθω τελικά
Άγριο χουνέρι
Υπάρχουν πιο καλές υπάρχουν πιο κακές
Στο κάτω κάτω
Το ίδιο κάνει αν εδώ θα κρεμαστώ
Ή παρακάτω
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν το γείρεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν τ’ αγγίξεις τη μαμά φωνάζει
Ο Μπρασένς τραγουδάει: Je Me Suis Fait Tout Petit
Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα
Από την κιθάρα του Ροδόλφου Ραφαλί Με αραβικό λαούτο από τον Καμολέμπ
Με τη Μάγια Βιντάλ
Aπό τον Μπααζίζ
Με κλαρινέτο Στα ισπανικά από τον Πάκο Ιμπάνεζ Με φυσαρμόνικα
Je Me Suis Fait Tout Petit
Je n’avais jamais ôté mon chapeau
Devant personne
Maintenant je rampe et je fait le beau
Quand ell’ me sonne
J’étais chien méchant, ell’ me fait manger
Dans sa menotte
J’avais des dents d’loup, je les ai changées
Pour des quenottes
[Refrain] : Je m’suis fait tout p’tit devant un’ poupée Qui ferm’ les yeux quand on la couche Je m’suis fait tout p’tit devant un’ poupée Qui fait Maman quand on la touche
J’était dur à cuire, ell’ m’a converti La fine mouche Et je suis tombé tout chaud, tout rôti Contre sa bouche Qui a des dents de lait quand elle sourit Quand elle chante Et des dents de loup quand elle est furie Qu’elle est méchante
[Refrain]
Je subis sa loi, je file tout doux Sous son empire Bien qu’ell’ soit jalouse au-delà de tout Et même pire Un’ jolie pervenche qui m’avait paru Plus jolie qu’elle Un’ jolie pervenche un jour en mourut A coup d’ombrelle
[Refrain]
Tous les somnambules, tous les mages m’ont Dit sans malice Qu’en ses bras en croix, je subirais mon Dernier supplice Il en est de pir’s il en est d’meilleures Mais à tout prendre Qu’on se pende ici, qu’on se pende ailleurs S’il faut se pendre
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Ιανουαρίου, 2012
Δόξα σ’ όποιον φρενάρει, / γλιστράει, μα δεν πατάει
τ’ ανέμελο βατράχι / το δρόμο που περνάει.
Και δόξα στον μουρντάρη / πού έκλεισε το μάτι
σε εκείνη που οι άλλοι / αφήνανε αμανάτι .
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα στον μπάτσο που / κόβει τις λιμουζίνες,
το δρόμο σαν διασχίζουν / οι αδέσποτες ψιψίνες.
Μα και στον ερωτύλο / που τα έριξε με πάθος
σε εκείνη που οι άλλοι / της φύσης ’λέγαν λάθος.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα σ’ εκείνον που / περνάει και δε μιλάει,
σαν σκούζουν, αλυχτούνε / ¨τσακάλια¨, ¨παπαγάλοι¨.
Μα και στον Καζανόβα / που απτόητος φλερτάρει
με εκείνη που οι άλλοι / νομίζουν δίχως χάρη.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα στον ιερέα / που άπιστους συγχωράει,
τη μισαλλοδοξία / με αγάπη ξεπερνάει.
Μα και στον ερωτιάρη / που γέμισε φιλιά
εκείνη που οι άλλοι / κρατούσαν μακριά.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα στον στρατιώτη / που αμάχους να σκοτώσει
αρνήθηκε με πείσμα / και τώρα θα πληρώσει
Και δόξα στον μπερμπάντη / που άλλαξε τα γούστα
σ’ αυτήν που αμπαρωμένη / εκραταγε τη φούστα
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!.
Δόξα σε εσέ Αδελφή / πού αισθάνθηκες το χρέος
Και ζέστανες στο χέρι / ενός κουλού το πέος.
Μα και στον Δον Ζουάν / που έκανε να ανθίσουν
οπίσθια λες φτιαγμένα / μόνον για να καθίσουν.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Και Δόξα…
Σ’ όσους, αφού δεν έχουν / πλέον ιδανικά
να μη τα σπάν’ στους άλλους / φροντίζουν τώρα πια.
Μα και στον εραστή / -σε πείσμα του καθένα-
που φρόντισε γι αυτή / που αλλιώς θα ‘ταν παρθένα.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
(Ελεύθερη απόδοση του Δον Ζουάν του Μπρασένς) Το τραγούδι με τον Ζόρζ Μπρασένς
Με τους «Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει»
Georges Brassens, 1976.
DON JUAN
Gloire à qui freine a mort, de peur d’ecrabouiller
Le hérisson perdu, le crapaud fourvoyé!
Et gloire à don Juan, d’avoir un jour souri
A celle à qui les autres n’attachaient aucun prix!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Gloire au flic qui barrait le passage aux autos
Pour laisser traverser les chats de Léautaud!
Et gloire à don Juan d’avoir pris rendez-vous,
Avec la délaissée, que l’amour désavoue!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Gloire au premier venu qui passe et qui se tait
Quand la canaille crie « haro sur le baudet »!
Et gloire à don Juan pour ses galants discours
À celle à qui les autres faisaient jamais la cour!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Et gloire à ce curé sauvant son ennemi
Lors du massacre de la Saint-Barthélémy!
Et gloire à don Juan qui couvrit de baisers
La fille que les autres refusaient d’embrasser!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Et gloire à ce soldat qui jeta son fusil
Plutôt que d’achever l’otage à sa merci!
Et gloire à don Juan d’avoir osé trousser
Celle dont le jupon restait toujours baissé!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut
Gloire à la bonne soeur qui, par temps pas très chaud
Dégela dans sa main le pénis du manchot
Et gloire à don Juan qui fit reluire un soir
Ce cul déshérité ne sachant que s’asseoir
Cette fille est trop vilaine, il me la faut
Gloire à qui n’ayant pas d’idéal sacro-saint
Se borne à ne pas trop emmerder ses voisins!
Et gloire à don Juan qui rendit femme celle
Qui, sans lui, quelle horreur! serait morte pucelle!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut