Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Δεκεμβρίου, 2011
Εάν το ότι οι Εσκιμώοι έχουν πολλές λέξεις για τα πράγματα που γνωρίζουν καλά, όπως το χιόνι, σημαίνει κάτι, τι να σημαίνει άραγε ότι εμείς εδώ (στην κάτω δεξιά άκρη της Ευρώπης) για να αποδώσουμε το μή αληθινό έχουμε (και λέμε): ψεύτικο, απατηλό, πλαστό, κίβδηλο, κάλπικο, δήθεν,τάχα, φτιαχτό, σικέ, κι άλλα που δε μού ‘ρχονται αυτή τη στιγμή;
(από τις συνειρμικές σκέψεις, καθώς προσπαθούσα να ταιριάξω λέξεις για να σας φτιάξω μια απόδοση στα Εληνικά της «ψεύτικης ιστορίας» του Μπρασένς)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Νοεμβρίου, 2011
Όταν ο Χάρος θα με καλέσει
ίσως σε κάποιους να μην αρέσει
τι στη διαθήκη μου έχω προβλέψει
να τους αφήσω για κληρονομιά.
Μη μου φωνάζετε, δε χρησιμεύει,
εγώ στην κόλαση θα είμαι πια!
[Μη ξεφωνίζετε δε χρησιμεύει,
θα ‘μαι στην κόλαση για τα καλά!]
Λέω να αφήσω στους νταβατζήδες
ένα πτυχίο στην Οικονομία,
για να μπορέσουν αυτές οι ατσίδες,
τα ηνία αφού πάρουνε στην κοινωνία,
να λύσουν το πρόβλημα της κουραμάνας
απ’ το εισόδημα της κάθε πουτάνας
[Θέαμα κι άρτος εξασφαλισμένος.
κι ο γάιδαρός μας γερά δεμένος]
Μία βεβαίωση ¨κοσμιοτάτη¨
θέλω να αφήσω στην Μελπομένη,
που την κοσμιότητα έχει γραμμένη
και με φαντασία ιερουργεί στο κρεβάτι.
Έτσι ένα σύζυγο θα βρει, τυχεράκια
-Τι ειν’ λίγο κέρατο μπροστά στα χαδάκια!
[Θα βρει έναν σύζυγο! Τον τυχεράκια!
Με λίγο κέρατο, πολλά χαδάκια!]
Αδελφέ Χάρε δώσε μου χρόνο
και τη διαθήκη όπου να ‘ναι τελειώνω…
Δώσε μου χρόνο να χαιρετήσω,
να ευχαριστήσω, να ευγνωμονήσω,
ένα προς ένα τον κάθε παρόντα,
και απ’ ευθείας και από σπόντα…
Εσύ νεκροθάφτη, για άκου με λίγο,
αν κι η δουλειά σου δεν πολυαρέσει
κι όταν σε βλέπουνε χτυπάνε ξύλο
κι όλοι σε λένε μεγάλο μπαμπέση,
εγώ λέω, αντίθετα, βρε κατεργάρη,
να σου απονείμω το Χρυσό Φτυάρι!
[Εγώ λέω, σίγουρα, βρε κατεργάρη
Φτυάρι Χρυσό, θα σου γουστάρει!]
Κι όσο γι αυτήν τη γριά καρακάξα,
που απ’ το κρεβάτι μου δεν το κουνάει,
προγνωστικά να της στείλω ζητάει
με το που θα φτάσω στην άλλη την όχθη…
Εγώ, μόλις φτάσω στα καταραμένα,
θα της τα στείλω, αλλά λαθεμένα…
[Στα μέρη άμα φτάσω τα κολασμένα,
όλα θα τα ‘χει, αλλά μπερδεμένα].
Όταν ο Χάρος θα απαιτήσει
να την αφήσω μονάχη στη ζήση
μόνο ένα δάκρυ, μονάχα ένα
πάνω στον τάφο μου θα ξοδευτεί
κι ένα χαμόγελο, μονάχα ένα,
στη θύμησή μου θα γεννηθεί.
Κι αν το κορμί μου ενωθεί με τη Φύση
κι εκεί που ήταν, μια φορά, η καρδιά μου,
έξαφνα, σπάνιο ρόδο ανθίσει,
σ’ αυτήν που μου ‘δωσε δάκρυα το δίνω:
Για κάθε έναν παλμό της καρδιάς της,
Δίνω ένα κόκκινο πέταλο αγάπης.
[Για έναν προς έναν παλμό της καρδιάς της,
Θα ‘χει ένα κόκκινο πέταλο αγάπης]
Σε σένα, αρχόντισσα, που γι όλους δεν ήσουν,
και να ‘σαι τώρα αναγκασμένη,
στης εκκλησιάς την γωνιά στριμωγμένη,
να πουλάς εικόνες στον κάθε διαβάτη…
σε σένα αφήνω αυτό το τραγούδι
που λέει για όνειρα που γίνανε στάχτη
Σε σένα που για να τα βγάλεις πέρα
Χριστούς και Αγίους πουλάς κάθε μέρα
Όταν ο Χάρος θα με καλέσει,
κανείς στην Πλάση δε θα προσέξει.
πως κάποιος πέθανε χωρίς να μιλήσει,
χωρίς να γνωρίσει τα αληθινά.
Πως κάποιος πέθανε χωρίς να ικετέψει
ούτε την λύπηση να αποζητά.
Της άλλης όχθης εσείς αδέλφια
μαζί αγαπάμε, μαζί τραγουδάμε,
παρέες φτιάχνουμε, φτιάχνουμε κέφια
και για τον πόλεμο μαζί ξεκινάμε…
Μα αυτή η σκέψη μη σας εγκαρδιώνει:
Όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε μόνοι.
[Αυτή η σκέψη ας μη σας τονώνει,
σαν είν’ να φύγουμε, θα φύγουμε μόνοι.]
Προσαρμογή στα ελληνικά του τραγουδιού του Fabrizio de Andre «Il testamento». (Την αφιερώνω στους παλιούς μου συμφοιτητές)
Εδώ το τραγούδι από τον Fabrizio
…και η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας σκάρωσα (επαλήθευση ότι παρά τις παραπανίσιες συλλαβές ¨χωράει¨ στη μουσική)
Το κείμενο στα Ιταλικά
Quando la morte mi chiamerà
forse qualcuno protesterà
dopo aver letto nel testamento
quel che gli lascio in eredità
non maleditemi non serve a niente
tanto all’inferno ci sarò già
ai protettori delle battone
lascio un impiego da ragioniere
perché provetti nel loro mestiere
rendano edotta la popolazione
ad ogni fine di settimana
sopra la rendita di una puttana
ad ogni fine di settimana
sopra la rendita di una puttana
voglio lasciare a Bianca Maria
che se ne frega della decenza
un attestato di benemerenza
che al matrimonio le spiani la via
con tanti auguri per chi c’è caduto
di conservarsi felice e cornuto
con tanti auguri per chi c’è caduto
di conservarsi felice e cornuto
sorella morte lasciami il tempo
di terminare il mio testamento
lasciami il tempo di salutare
di riverire di ringraziare
tutti gli artefici del girotondo
intorno al letto di un moribondo
signor becchino mi ascolti un poco
il suo lavoro a tutti non piace
non lo consideran tanto un bel gioco
coprir di terra chi riposa in pace
ed è per questo che io mi onoro
nel consegnarle la vanga d’oro
ed è per questo che io mi onoro
nel consegnarle la vanga d’oro
per quella candida vecchia contessa
che non si muove più dal mio letto
per estirparmi l’insana promessa
di riservarle i miei numeri al lotto
non vedo l’ora di andar fra i dannati
per rivelarglieli tutti sbagliati
non vedo l’ora di andar fra i dannati
per rivelarglieli tutti sbagliati
quando la morte mi chiederà
di restituirle la libertà
forse una lacrima forse una sola
sulla mia tomba si spenderà
forse un sorriso forse uno solo
dal mio ricordo germoglierà
se dalla carne mia già corrosa
dove il mio cuore ha battuto un tempo
dovesse nascere un giorno una rosa
la do alla donna che mi offrì il suo pianto
per ogni palpito del suo cuore
le rendo un petalo rosso d’amore
per ogni palpito del suo cuore
le rendo un petalo rosso d’amore
a te che fosti la più contesa
la cortigiana che non si dà a tutti
ed ora all’angolo di quella chiesa
offri le immagini ai belli ed ai brutti
lascio le note di questa canzone
canto il dolore della tua illusione
a te che sei costretta per tirare avanti
costretta a vendere Cristo e i santi
quando la morte mi chiamerà
nessuno al mondo si accorgerà
che un uomo è morto senza parlare
senza sapere la verità
che un uomo è morto senza pregare
fuggendo il peso della pietà
cari fratelli dell’altra sponda
cantammo in coro già sulla terra
amammo tutti l’identica donna
partimmo in mille per la stessa guerra
questo ricordo non vi consoli
quando si muore si muore si muore soli
questo ricordo non vi consoli
quando si muore si muore soli.
…και κάτι δικό μας
Οι ¨νεκροθάπται» του Μποστ, με μουσική Γ. Μαρκόπουλου, τραγουδάει ο Γ. Ζωγράφος
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2011
Θα πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι εγώ προσωπικά τις κυρίες αυτές δεν τις γνωρίζω. Ούτε εκείνες της εποχής του Μπρελ, ούτε τις μεταγενέστερες. Κι έτσι, όταν πρωτοάκουσα το τραγούδι, τις φαντάστηκα κάτι σαν αγκαζαρισμένες ηπειρώτισσες να χορεύουν γύρω γύρω την ¨καραγκούνα¨. Προφανώς τα πράγματα (οι εν λόγω κυρίες) είναι κάπως αλλιώς, αλλά εγώ μία φορά όλη κι όλη έχω πάει στις Βρυξέλλες και σας διαβεβαιώνω ότι ουδεμία μου προέκυψε επαφή με Φλαμανδή χορεύτρια (ούτε με Βαλλώνα –για να τα λέμε όλα).
Ξέρω πάντως ότι ο Ζακ Μπρέλ ήταν, από τη μεριά του πατέρα του, φλαμανδικής καταγωγής και, όσο να ‘ναι, κάτι θα ήξερε σχετικά. Μεταφέρω εδώ την (λιγο πολύ χιουμοριστική) εκδοχή για τις βορειοβελγίδες συμπατριώτισσές του, έτσι, για να γνωριζόμαστε λίγο καλύτερα μεταξύ ευρωπαίων (και το αυτοσαρκαστικό χιούμορ είναι καλός οδηγός για κάτι τετοιο).
Προσθέτω ότι, μια που όλοι έχουμε μπλέξει σε μια συλλογική περιπέτεια, (ευρωπαϊκοί λαοί εναντίον καταβροχθιστικών τεράτων με ταμεία γαμψά) καλό θα είναι να γνωριστούμε καλύτερα γιατί μόνο συντονισμένα θα μπορέσουμε ίσως να τη βγάλουμε καθαρή…
… έχουμε λοιπόν σε ήχο
1. Τον ίδιο τον Ζακ Μπρελ
.
2.Την Μπαρμπαρά
.
3. Piêro, les flamandes
.
4. Την απόδοση στα ελληνικά που σας ετοίμασα
Και σε κείμενο
1. Την απόδοση (αφιερωμένη στους φίλους που με διαβάζουν στις Κάτω Χώρες)
2.Τους στίχους στα γαλλικά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν
Μιλιά, τις μετρημένες Κυριακές
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν
Οι Φλαμανδές είναι γυναίκες σιωπηλές
Χορεύουν γιατί είναι είκοσι χρονών
Κι οι εικοσάρες πρέπει να λογοδοθούν
Για να μπορέσουνε μετά να παντρευτούν
Και μάνες να γινούν γερών παιδιών
Αυτός, τους είπαν οι γονιοί, είναι ο σκοπός
Τόπε κι ο ηγούμενος και το ‘πε αυστηρά
Το ‘πε ο παπάς, και των παπάδων ο αρχηγός
Γι αυτό χορεύουνε, χορεύουν στη σειρά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν ριγούν
Δεν έχει πάθος στον χορό της Κυριακής
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν ριγούν
Οι Φλαμανδές προκύπτουν αξιοπρεπείς
Χορεύουν γιατί είναι στα τριάντα πια
Πως όλα πήγανε καλά να δείξουν πρέπει
Το ζυθοβότανο, το στάρι, τα παιδιά
Όλα σε τάξη, αν ο Θεός το επιτρέπει
οι Φλαμανδές ειν’ των γονιών τους το καμάρι
Kαι του Ηγούμενου που ψέλνει δυνατά
Kαι του παπά που του Θεού δίνει τη χάρη
Γι αυτό χορεύουνε, χορεύουν στη σειρά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν –δεν χαμογελούν
Χωρίς χαμόγελα ο χορός τις Κυριακές
Οι Φλαμανδές χορεύουν –δεν γελούν
Οι Φλαμανδές είναι γυναίκες σοβαρές
Χορεύουν γιατί πιάσαν τα εβδομήντα χρόνια
Πως όλα πήγανε καλά να δείξουν πρέπει
Το ζυθοβότανο, το στάρι, τα εγγόνια
Όλα σε τάξη, ο Θεός αν το επιτρέπει
Σαν τις μανάδες τους τα μαύρα εφορέσαν
Σαν τον ηγούμενο που αναμασάει ρητά
Σαν τον παπά, που τα κηρύγματα τ’ αρέσαν
Κληροδοτούν, γι αυτό χορεύουν στη σειρά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν τεντωμένες
Χωρίς χαλάρωμα ο χορός τις Κυριακές
Οι Φλαμανδές χορεύουν τεντωμένες
Δεν χαλαρώνουνε ποτέ οι Φλαμανδές
Χορεύουν γιατί φτάσαν στα εκατό
Και στα εκατό σωστό να δείξουν κρίνουν
Πως έχουνε καλό ποδαρικό
Στάρι και ζυθοβότανο άφθονα θα απομείνουν
Κι αυτές θα πάνε τους γονιούς ν’ αναζητήσουν
Και τον παπά που κείται εκεί κοντά
Και τον ηγούμενο εκεί θα συναντήσουν
Γι αυτό χορεύουνε… για τελευταία φορά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Les Flamandes :
Les Flamandes dansent sans rien dire
Sans rien dire aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans rien dire
Les Flamandes ça n’est pas causant
Si elles dansent c’est parce qu’elles ont vingt ans
Et qu’à vingt ans il faut se fiancer
Se fiancer pour pouvoir se marier
Et se marier pour avoir des enfants
C’est ce que leur ont dit leurs parents
Le bedeau et même Son Eminence
L’Archiprêtre qui prêche au couvent
Et c’est pour ça et c’est pour ça qu’elles dansent
Les Flamandes
Les Flamandes
Les Fla – Les Fla – Les Flamandes
Les Flamandes dansent sans frémir
Sans frémir aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans frémir
Les Flamandes ça n’est pas frémissant
Si elles dansent c’est parce qu’elles ont trente ans
Et qu’à trente ans il est bon de montrer
Que tout va bien que poussent les enfants
Et le houblon et le blé dans le pré
Elles font la fierté de leurs parents
Et du bedeau et de Son Eminence
L’Archiprêtre qui prêche au couvent
Et c’est pour ça et c’est pour ça qu’elles dansent
Les Flamandes
Les Flamandes
Les Fla – Les Fla – Les Flamandes
Les Flamandes dansent sans sourire
Sans sourire aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans sourire
Les Flamandes ça n’est pas souriant
Si elles dansent c’est qu’elles ont septante ans
Qu’à septante ans il est bon de montrer
Que tout va bien que poussent les petits-enfants
Et le houblon et le blé dans le pré
Toutes vêtues de noir comme leurs parents
Comme le bedeau et comme Son Eminence
L’Archiprêtre qui radote au couvent
Elles héritent et c’est pour ça qu’elles dansent
Les Flamandes
Les Flamandes
Les Fla – Les Fla – Les Flamandes
Les Flamandes dansent sans mollir
Sans mollir aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans mollir
Les Flamandes ça n’est pas mollissant
Si elles dansent c’est parce qu’elles ont cent ans
Et qu’à cent ans il est bon de montrer
Que tout va bien qu’on a toujours bon pied
Et bon houblon et bon blé dans le pré
Elles s’en vont retrouver leurs parents
Et le bedeau et même Son Eminence
L’Archiprêtre qui repose au couvent
Et c’est pour ça qu’une dernière fois elles dansent
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Σεπτεμβρίου, 2011
Έτυχε να βρω αυτό το ρομαντικό (λίγο ειρωνικό, λίγο σπαραξικάρδιο) τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς πριν από την ισημερία και είπα να σας το προσφέρω ¨επί τη ευκαιρία¨, στις 22 τουΣεπτέμβρη ανήμερα, καθώς θα έμπαινε μετεωρολογικά το Φθινόπωρο.
Όμως στις 22 ήμουν σε οργισμένες ακεφιές, όχι μόνο για τα όσα συμβαίνουνε γύρω μας (ακόμη ένα πακέτο ¨μέτρων¨, ακόμη μια παραβίαση των κανόνων συμβίωσης και της κοινής λογικής), αλλά πιο πολύ για το πως μας τα διοχετεύουν οι παπαγάλοι των Μέσων (αντιφατικά, υποβολιμαία, με ασάφειες, με υπαινιγμούς, με πατερναλισμό, με μητερναλισμό(*), με υστεροβουλία, με μεροληψία, με μεμψιμοιρία, με άφθονη κακογουστιά, κακομοιριά και μιζέρια).
Τώρα, όσοι από εσάς παρακολουθείτε το Ιστολογοφόρο, (και ιδιαίτερα τις ¨σελίδες¨ αριστερά) ξέρετε την άποψή μου: Τα περισσότερα από τα δεινά που μας μαστίζουν οφείλονται στην έξαρση της ανισορροπίας ανάμεσα στις βασικές ¨εξουσίες¨: την πολιτική, την επικοινωνιακή και την οικονομική. Συγκεκριμένα, η οικονομική εξουσία κατάφερε να οικειοποιηθεί την επικοινωνιακή (ιδιοποιούμενη τα ΜΜΕ και εκμισθώνοντας/δημιουργώντας ¨μεταμοντέρνους¨ επικοινωνητές) και να εξαγοράσει σημαντικό τμήμα των φορέων της πολιτικής εξουσίας.
Βέβαια, θα μου πείτε ότι εάν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος για τα χειρότερα και να μη πτοείται από τα εκάστοτε ¨πακέτα¨ και τις συνημμένες απειλές και τρομοκρατίες. Έχετε, ως συνήθως, δίκιο. Η ακεφιά και η κατάθλιψη είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι, οι χειρότεροι σύντροφοι.
Γι αυτό σταματάω την γκρίνια και επιστρέφω, όσο ακόμα αυτό είναι εφικτό, στα απλά πράγματα της ζωής (που ξορκισμένα από το απαράμιλλο ραβδί της τέχνης μπορούν να γίνουν ως και λοστοί έξαρσης, ως και συνοδοί αγώνα).
Ας πούμε, για παράδειγμα, στο (παλιό) τραγούδι του ερωτευμένου που, στις 22 του Σεπτέμβρη, ανήμερα, προσπαθεί να αναρρώσει από τις χαρακιές μιας εγκατάλειψης.(**)
………………
(*) Υβριδική/¨εκσυγχρονισμένη¨ εκδοχή του κλασικού πατερναλισμού με ¨θηλυκό¨ πρόσημο, ιδιαίτερα του συρμού τελευταία.
(**)Για να σας τα πω όλα, έπεσα πάνω στο τραγούδι ¨22 του Σεπτέμβρη¨ καθώς μανουβράριζα τον Γκούγκλη ψάχνοντας υλικό για τις ¨3 του Σεπτέμβρη¨. Εκείνο που προσπαθούσα να βρω ήταν στοιχεία και τεκμήρια για το πώς σε εγκαταλείπει/προδίδει ξαφνικά, όχι ένας έρωτας, αλλά ένας ριζοσπαστικός συμβολισμός, ένα κοινωνικοπολιτικό όραμα…
……………..
Σημείωση 1. Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται στη γαλλική γλώσσα, ο ερωτευμένος απευθύνεται και ¨τα σέρνει¨ στην καλή του σε άπταιστο πληθυντικό αριθμό. Στην απόδοση διατήρησα αυτόν τον γλωσσικό τύπο, αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις:
Προσωπικά συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν πως η χρήση του πληθυντικού, όταν κανείς απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, είναι έξω από το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας, που στην ιστορική της διάσταση υπήρξε πολύ δημοκρατικότερος τρόπος έκφρασης. Ωστόσο, μετά την εισαγωγή του πληθυντικού (ευγενείας;) στα νέα ελληνικά, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον δύο εκδοχές: μιλάς (ή σου μιλούν) σαν να απευθύνεσαι σε πολλαπλούς, για να επιβεβαιώσεις κοινωνική (οικονομική, μορφωτική) απόσταση, ή πάλι, χρησιμοποιείς αυτόν τον τύπο ομιλίας για να υποδηλώσεις καλή διάθεση και αποδοχή κάποιων τύπων συμβίωσης. Ο ενικός αντίστοιχα μπορεί, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, να υποδηλώνει από παθολογική αυταρχικότητα ως τρυφερή οικειότητα. (μια άλλη φορά θα σας διηγηθώ κάποια από τα ιλαροτραγικά που μου συνέβησαν όταν, ύστερα από πολύχρονη συνεχή διαμονή στο εξωτερικό, επέστρεψα στην Ελλάδα, με το γλωσσικό μου κριτήριο αναπόφευκτα αλλοιωμένο).
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι στην ελληνική γλώσσα δεν χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό αριθμό για να τα ψάλουμε στην ¨σκορδόπιστη¨ που μας εγκατέλειψε. Εδώ όμως διατήρησα αυτόν τον τύπο, γιατί μου φάνηκε ότι ενισχύει την ποιητική ατμόσφαιρα του μονόλογου. Και εδώ που τα λέμε δίνει στο ρομαντισμό του κειμένου μια εξωτική νότα, απ’ αυτές που, καμιά φορά, προσδίδουν πρόσθετη γοητεία στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μέσης Δύσης.
Σημείωση 2. Όπως θα δείτε στο γαλλικό κείμενο ο Μπρασένς αναφέρεται στον Πρεβέρ και τα σαλιγκάρια του. Επειδή αυτά τα τελευταία δε χώρεσαν στην απόδοση, σας υπενθυμίζω ότι σας τα έχω ήδη παρουσιάσει αυτονόμως σε προηγούμενη ανάρτηση.
Και τώρα οι ήχοι:
1. Το τραγούδι από τον δημιουργό
Στα Ιταλικά (Salvo lo Galbo) Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη σαν μ’ αφήσατε μόνο.
Τέτοια μέρα από τότε πάντα ψυχοπλακώνω
τη φτωχή μου καρδιά, καθώς σκέφτομαι εσάς.
Όμως λέω, αρκετά, από σήμερα αλλάζω.
Όχι δάκρυα πια, κι απ’ το νου μου σας βγάζω.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς!
Δε θα τριγυρνά πια στου φθινοπώρου τα φύλλα
αερικό που μου μοιάζει, στη ψυχή του η μαυρίλα
κάθε φύλου νεκρού, και με εσάς στην καρδιά…
Κι ο Πρεβέρ, ο ποιητής του φθινοπώρου των φύλλων,
ας με βγάλει απ’ τη λίστα των οπαδών και των φίλων
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Κάθε φορά, ως τα χτες, που άνοιγα τα φτερά μου,
χελιδόνι κι εγώ, χελιδόνια σιμά μου,
γκρεμιζόμουν ξανά, σαν σκεπτόμουν εσάς…
Του Ικάρου οι μανίες πια στο διάβολο πήγαν,
δε θα ‘ρθει η χειμωνιά, τα χελιδόνια κι ας φύγαν…
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, ημέρα της λησμονιάς
Στο μπαλκόνι για Σας μία γλάστρα έχω βάλει
Που με δάκρυα ποτίζω, κι ως τα τώρα χαλάλι.
Τ’ άνθη πού ‘χανε πάρει, από σας ευωδιά
Θα τα δώσω, αν περάσει, καν’άς μακαρίτης
Εγώ παύω να κλαίω, παύω να ‘μαι ισοβίτης
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Τώρα πια απ’ την καρδιά μου ό, τι λίγο έχει μείνει,
δεν περνάει της ισημερίας τη δίνη,
τυλιγμένο σε φλόγα, αναμμένη από Σας.
Η μεγάλη φωτιά, πάει πια, έχει σβήσει…
Κανά κάστανο μόνο ίσως φτάνει να ψήσει.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς
….
…Και τι θλίψη χωρίς νοσταλγία για σας!
LE VINGT-DEUX SEPTEMBRE (Georges Brassens, 1964).
Un vingt-et-deux septembre au diable vous partîtes,
Et, depuis, chaque année, à la date susdite,
Je mouillais mon mouchoir en souvenir de vous…
Or, nous y revoilà, mais je reste de pierre,
Plus une seule larme à me mettre aux paupières:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
On ne reverra plus, au temps des feuilles mortes,
Cette âme en peine qui me ressemble et qui porte
Le deuil de chaque feuille en souvenir de vous…
Que le brave Prévert et ses escargots veuillent
Bien se passer de moi pour enterrer les feuilles:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Jadis, ouvrant mes bras comme une paire d’ailes,
Je montais jusqu’au ciel pour suivre l’hirondelle
Et me rompais les os en souvenir de vous…
Le complexe d’Icare à présent m’abandonne,
L’hirondelle en partant ne fera plus l’automne:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Pieusement noué d’un bout de vos dentelles,
J’avais, sur ma fenêtre, un bouquet d’immortelles
Que j’arrosais de pleurs en souvenir de vous…
Je m’en vais les offrir au premier mort qui passe,
Les regrets éternels à présent me dépassent:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Désormais, le petit bout de coeur qui me reste
Ne traversera plus l’équinoxe funeste
En battant la breloque en souvenir de vous…
Il a craché sa flamme et ses cendres s’éteignent,
A peine y pourrait-on rôtir quatre châtaignes:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Σεπτεμβρίου, 2011
Υπάρχουν οι πτωχοί τω πνεύματι.
Ή για να είμαστε ακριβέστεροι οι πτωχότεροι τω πνεύματι από σένα.
Έχουν τρόπους σκέψης και συμπεριφορές που δεν καταλαβαίνεις και σου φαίνονται παράλογες. Δεν πρέπει ωστόσο να τους χλευάζεις. Οι καιροί είναι απρόβλεπτοι και κανείς δε ξέρει αν τελικά, σε μια στροφή της ιστορίας, δικαιωθούν. Άσε που απ’ ό,τι λέγεται τους ανήκει η βασιλεία των Ουρανών. Υπάρχουν οι πτωχοί τοις χρήμασι
Ή για να είμαστε ακριβέστεροι οι πτωχότεροι τοις χρήμασι από σένα.
Δεν έχει κανένα νόημα να τους χλευάσεις. Είναι κατάφορα άδικο. Στο τρέχον κοινωνικό σύστημα οι πτωχότεροι αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να είσαι εσύ λιγότερο πτωχός. Άσε που αύριο μπορεί να είσαι και εσύ κατοχυρωμένα νεόπτωχος που είναι και της μόδας! Θέλεις οπωσδήποτε να χλευάσεις κάποιον; Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς; Σε βαραίνει η αριστοφάνεια κληρονομιά και δε ξέρεις που να την βάλεις; Υπάρχει μια κατηγορία, που όπως και να το κάνουμε τα θέλει ο ευεπίφορός της: Οι σνομπ (sine nobilitatis). Αυτά (που θα μπορούσαν και να συντμηθούν ως: ¨σνομπάρετε τους σνομπ, τους κάνει καλό¨) εν είδει εισαγωγής για ένα τραγουδάκι του Μπορίς Βιάν (ναι, εκείνου του ¨Αφρού των ημερών¨, ο οποίος εκτός από συγγραφέας στη σύντομη ζωή του υπήρξε και συνθέτης, ηθοποιός, τραγουδιστής, εφευρέτης και άλλα). Το τραγούδι J’suis snob είναι της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αλλά μια που ο σνομπισμός είναι διαχρονικό φαινόμενο, αποπειράθηκα να το προσαρμόσω στα ελληνικά και, λιγάκι, στα τρέχοντα. Άλλωστε θα παρατηρήσατε ενδεχομένως ότι έως λίγο πριν από την Κρίση είχαμε πήξει στους sine nobilitatis που, μεταξύ άλλων, νόμιζαν και διακήρυτταν – άνευ αιδούς – ότι ¨σνόμπ, είναι καλό¨!
Πρώτα η μουσική: Από τον Μπορίς Βιάν αυτοπροσώπως… Από ένα συγκρότημα (που υποψιάζομαι ότι το πιστεύει…) Ακολουθεί η προσαρμογή στα ελληνικά Και ακόμη μία εκτέλεση (από όπου δανείστηκα τη μουσικούλα της ανάγνωσης)
Και τα κείμενα…
(J. Walter – B. Vian) Είμαι σνομπ…
Είμαι σνομπ… βέρι σνομπ
Το μόνο χάντικαπ π’ ομολογώ
Κι η καλογερική… βαριά!
Και απαιτεί μήνες δουλειά
μα όταν βγαίνω στο σεργιάνι
Κανένας ας μη με βασκάνει [φτου μου!]
Είμαι σνομπ… φακ σνομπ
Κι οι κολλητοί μου το αυτό / Σνομπ!!! είναι καλό!
Κομμένα τα νεύρα / το παπούτσι ζέβρα
Σινιέ το βρακί / κι η γραβάτα απαράβατα ιταλική
Δακτυλιδάκι / στο μικρό δακτυλάκι
Αλλά μόνο στο πόδι / είναι απ’ τα δικαιώματα τα θεμελιώδη
Να πονάς στο συκώτι / σαν τον κάθε επαρχιώτη
Δεν είναι στη μόδα / προτιμώ έλκος, μα πήρα ρεζέρβα έναν δότη
Οι πρασινοφρουρές / είναι πια ανιαρές
Για αυτό από προχτές / δίνω δίκιο μονάχα στις διεθνείς αγορές
Είμαι σνομπ, τγε σνομπ
Με λεν’ Βάγγο, με φωνάζουνε Μπομπ
Nα ιππεύσω πάω στην Κηφισιά
Εκεί μ’ αρέσει ως κι η κοπριά
Οι φίλοι μου είναι όλοι από τζάκια
Με αίμα μπλε ως τα μπατζάκια
Είμαι σνομπ, γαμάτος σνομπ
Και για αγάπη oμιλώ / Γυμνός στο φωταγωγό!
Σνομπ – πάρτι στο σπίτι / Κάνω κάθε Τρίτη
Καφέ μόνο μόκα,/ μα διαθέτουμε κόκα και κόλα και ρόκα
Το καμαμπεράκι / με το κουταλάκι
Έχει και χαβιάρι / κανείς δεν θα μπορέσει να μας το πάρει
Το διαμέρισμα μου / τ’ αριστούργημα μου
Μονάχα στο χολ / έχω κρεμάσει πέντε έξι Γουορχόλ
Είχα και μια τι βι / μ’ ενοχλούσε πολύ
Της έδωσα μια / και τώρα κοιτάει απ’ την άλλη μεριά
Είμαι σνομπ, καρά-σνομπ
Με εξουθενώνει το χούι αυτό
Στης Ρολς ταξιδεύω την ένδοξη ράχη
Τον Αύγουστο θάλασσα παν μόνον οι βλάχοι
Και είναι κάτι τέτοια μικρά
Που στον Σνομπ κάνουν την διαφορά
Είμαι σνομπ, πιο πολύ κι από πριν…
Και σαν θα ‘μαι νεκρός, το ντεκόρ, / Απαιτώ να ‘ναι Ντιορρρ!
J’suis snob (J. Walter – B. Vian)
J’suis snob… J’suis snob
C’est vraiment l’seul défaut que j’gobe
Ça demande des mois d’turbin
C’est une vie de galérien
Mais lorsque je sors à son bras
Je suis fier du résultat
J’suis snob… Foutrement snob
Tous mes amis le sont
On est snobs et c’est bon
Chemises d’organdi, chaussures de zébu
Cravate d’Italie et méchant complet vermoulu
Un rubis au doigt… de pied, pas çui-là
Les ongles tout noirs et un tres joli p’tit mouchoir
J’vais au cinéma voir des films suédois
Et j’entre au bistro pour boire du whisky à gogo
J’ai pas mal au foie, personne fait plus ça
J’ai un ulcère, c’est moins banal et plus cher
J’suis snob… J’suis snob
J’m’appelle Patrick, mais on dit Bob
Je fais du ch’val tous les matins
Car j’ador’ l’odeur du crottin
Je ne fréquente que des baronnes
Aux noms comme des trombones
J’suis snob… Excessivement snob
Et quand j’parle d’amour
C’est tout nu dans la cour
On se réunit avec les amis
Tous les vendredis, pour faire des snobisme-parties
Il y a du coca, on deteste ça
Et du camembert qu’on mange à la petite cuiller
Mon appartement est vraiment charmant
J’me chauffe au diamant, on n’peut rien rêver d’plus fumant
J’avais la télé, mais ça m’ennuyait
Je l’ai r’tournée… d’l’aut’ côté c’est passionnant
J’suis snob… J’suis snob
J’suis ravagé par ce microbe
J’ai des accidents en Jaguar
Je passe le mois d’août au plumard
C’est dans les p’tits détails comme ça
Que l’on est snob ou pas
J’suis snob… Encor plus snob que tout à l’heure
Et quand je serai mort
J’veux un suaire de chez Dior!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Σεπτεμβρίου, 2011
Είμαστε ακόμη στον αστερισμό Μπρασένς και σήμερα το μενού περιλαμβάνει τραγουδάκι βουκολικό. Πρωταγωνιστούν: ο ποιητής, η χωριατοπούλα και ο Έρωτας. Την χωριατοπούλα την λένε Μαργκώ, (όνομα που μου θυμίζει την πιο αγαπημένη από τις γιαγιάδες μου, την Μαριγώ, που είχε γεννηθεί στην ορεινή Αρκαδία. Άσχετο). Το τραγούδι το λένε Je suis un voyou (είμαι ένας κατεργάρης, μάγκας, αγύρτης, μόρτης). Εδώ ο ποιητής, για να περιγράψει την αμοιβαία έλξη του λαϊκού με το αγροτικό, μπαίνει στα ρούχα ενός ερωτευμένου, άρα συμπαθούς, κατεργάρη που γοητεύεται από μια όμορφη ¨Θεά με τσόκαρα ¨. Ακολουθούν μουσικές και στίχοι. Πρώτα ο Brassens Στα ιταλικά Στα ρώσικα Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει (Brassens not dead)
Προσαρμογή στα ελληνικά με δημοτικό χαλί
Προσαρμογή στα ελληνικά με λαϊκό χαλί
Οι στίχοι του Μπρασένς Ci-gît au fond de mon coeur une histoire ancienne, Un fantôme, un souvenir d’une que j’aimais… Le temps, à grands coups de faux, peut faire des siennes, Mon bel amour dure encore, et c’est à jamais…
J’ai perdu la tramontane En trouvant Margot, Princesse vêtue de laine, Déesse en sabots… Si les fleurs, le long des routes, Se mettaient à marcher, C’est à la Margot, sans doute, Qu’elles feraient songer… Je lui ai dit: «De la Madone, Tu es le portrait!» Le Bon Dieu me le pardonne, C’était un peu vrai… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
La mignonne allait aux vêpres Se mettre à genoux, Alors j’ai mordu ses lèvres Pour savoir leur goût… Elle m’a dit, d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Je lui ai dit: «Par la Madone, Reste auprès de moi!» Le Bon Dieu me le pardonne, Mais chacun pour soi… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
C’était une fille sage, A «bouche, que veux-tu?» J’ai croqué dans son corsage Les fruits défendus… Elle m’a dit d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Puis, j’ai déchiré sa robe, Sans l’avoir voulu… Le Bon Dieu me le pardonne, Je n’y tenais plus! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
J’ai perdu la tramontane En perdant Margot, Qui épousa, contre son âme, Un triste bigot… Elle doit avoir à l’heure, A l’heure qu’il est, Deux ou trois marmots qui pleurent Pour avoir leur lait… Et, moi, j’ai tété leur mère Longtemps avant eux… Le Bon Dieu me le pardonne, J’étais amoureux! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
Η απόδοση που σας έφτιαξα
Μάγκας και Μπερμπάντης
Κάπου μέσα μου βαθιά, ιστορίες παλιές
Μια σκιά, μια οπτασία / μια π’ αγάπησα
Κι αν η μοίρα κι ο καιρός, / κάνουν ζαβολιές
Στην ψυχή μου πάντα μέσα / την εκράτησα
Έχω χάσει τα μυαλά μου / βρήκα τη Μαριγώ
Γήινη πριγκίπισσά μου / Θεά από χωριό
Τα λουλούδια δρόμο αν παίρναν / και τριγύριζαν
Τη Μαριγώ μου δίχως άλλο / θα μου θύμιζαν
¨Σαν της Παναγιάς¨ της είπα, / ¨είσαι εικόνισμα¨
Κι ήτανε και λίγο αλήθεια / Βόηθα Παναγιά
Κι άμα δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μάγκας και μπερμπάντης / και ήδη σου χρωστώ
Η μικρή στην εκκλησία / πήγαινε συχνά
Την εδάγκωσα στα χείλη / δοκιμαστικά
¨Μα τι κάνεις εκεί πέρα;¨ / μου ’πε αυστηρά
Μα δε μού ’κοψε την φόρα / ξέρω κι από αυτά.
¨Μα την Παναγιά¨ της είπα / ¨μείνε πλάι μου¨
Ο Θεός να με σ’ χωρέσει / μα χαλάλι μου!
Κι άμα δε με συγχωρήσει / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης και αλάνης / και ήδη του χρωστώ
Ήταν μια σοφή κοπέλα: / ¨Πες μου εσύ τι θες;¨
¨Τα απαγορευμένα μήλα! / στου μπούστου τις πτυχές¨
¨Μα τι κάνες εκεί πέρα;¨ / μου είπε αυστηρά
Δεν με έπιασε η φοβέρα / ξέρω κι απ’ αυτά.
Μα της έσκισα τη φούστα / βόηθα Παναγια!
Δεν ειν’ πού ’χω τέτοια γούστα / δεν κρατιόμουν πια!
Μα κι αν δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι παλιοχαρακτήρας / και ήδη σου χρωστώ
Έχω χάσει τα μυαλά μου / Πάει η Μαριγώ!
Την παντρέψαν την κυρά μου /με ένα απ’ το χωριό
Τώρα πρέπει να ’χει κάνει / καναδυό παιδιά
που το γάλα της ζητάνε / απαιτητικά!
Εγώ βύζαξα από τούτα / πολύ πιο μπροστά
Ας σ’γχωρέσουνε κι εμένα / και τον Έρωτα
Κι άμα δε με συγχωρούν / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης, κατεργάρης / κι ήδη τους χρωστώ
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Σεπτεμβρίου, 2011
Jacques Prévert Το τραγούδι των σαλιγκαριών που πάνε στην κηδεία
Στην κηδεία ενός φύλλου νεκρού / πάνε δύο σαλιγκάρια
Τα καβούκια έχουν μαβιά / και πλερέζες στα κεφάλια
Ξεκινήσαν μια βραδιά / φθινοπωρινή, γλυκιά
Μα, αλίμονο, σαν φτάνουν / η άνοιξη έχει φτάσει πια
Τα φύλλα που ήταν πεθαμένα / έχουν όλα αναστηθεί
Και τα δύο σαλιγκάρια / είναι δυσαρεστημένα
Μα ιδού προβάλλει ο Ήλιος / μες της άνοιξης τα μύρα
Και τους λέει στο αυτί: / Για καθίστε βρε παιδιά
Πάρτε ένα ποτήρι μπύρα / μια ιδέα είναι κι αυτή!
Κι αν το λέει η καρδιά σας / πάρτε το λεωφορείο
Ξεκινά για το Παρίσι / είναι ωραίο το τοπίο
Και θα δείτε όλη τη χώρα / μα αφήστε εδώ τη θλίψη!
Σας το εγγυώμαι εγώ / πως η θλίψη ασχημίζει,
πως το μάτι σας μαυρίζει
κι ιστορίες για νεκρούς / θλίψη φέρνει σαν ακούς.
Γι αυτό της ζωής το χρώμα
Βάλτε πάλι στα καβούκια…
Τότε ζώα και φυτά / γεροδέντρα και μπουμπούκια
Άρχισαν να τραγουδάνε
κι οι φωνές τους, δυνατές, / πήρανε να ξεφουρνίζουν
Νότες καλοκαιρινές
Κι όλοι αρχίσανε να πίνουν / τα ποτήρια να τσουγκρίζουν
κι είναι όμορφη η νύχτα / τα άστρα μοιάζουν φαναράκια
Σπίτι λένε να γυρίσουν
και τα δυο σαλιγκαράκια
φεύγουνε συγκινημένα,
φεύγουνε ευτυχισμένα,
είναι και μια στάλα φέσι
και τρικλίζουν και λιγάκι,
μα ψηλά στον ουρανό
τα φυλάει το φεγγαράκι.
[Ως (αισιόδοξη) αντίστιξη στα τρέχοντα]
(απόδοση Β.Νόττας)
Jacques Prévert: Chanson des Escargots qui vont à l’enterrement
A l’enterrement d’une feuille morte
Deux escargots s’en vont
Ils ont la coquille noire
Du crêpe autour des cornes
Ils s’en vont dans le soir
Un très beau soir d’automne
Hélas quand ils arrivent
C’est déjà le printemps
Les feuilles qui étaient mortes
Sont toutes réssucitées
Et les deux escargots
Sont très désappointés
Mais voila le soleil
Le soleil qui leur dit
Prenez prenez la peine
La peine de vous asseoir
Prenez un verre de bière
Si le coeur vous en dit
Prenez si ça vous plaît
L’autocar pour Paris
Il partira ce soir
Vous verrez du pays
Mais ne prenez pas le deuil
C’est moi qui vous le dit
Ça noircit le blanc de l’oeil
Et puis ça enlaidit
Les histoires de cercueils
C’est triste et pas joli
Reprenez vous couleurs
Les couleurs de la vie
Alors toutes les bêtes
Les arbres et les plantes
Se mettent a chanter
A chanter a tue-tête
La vrai chanson vivante
La chanson de l’été
Et tout le monde de boire
Tout le monde de trinquer
C’est un très joli soir
Un joli soir d’été
Et les deux escargots
S’en retournent chez eux
Ils s’en vont très émus
Ils s’en vont très heureux
Comme ils ont beaucoup bu
Ils titubent un petit peu
Mais la haut dans le ciel
La lune veille sur eux.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Σεπτεμβρίου, 2011
Δε ξέρω με ποιους συνειρμούς, αλλά η 3η του Σεπτέμβρη μου προκάλεσε και αυτές τις σκέψεις…
Ας υποθέσουμε ότι σε κάποια στιγμή του απώτερου μέλλοντος κάποιοι ερευνητές της Ιστορίας των Κοινωνιών θα ενδιαφερθούν για τα όσα βιώνουμε εμείς τώρα. Ας είμαστε αισιόδοξοι και ας πούμε ότι οι ερευνητές αυτοί δεν θα είναι ούτε προκατειλημμένοι ούτε προχειρολόγοι (μια που τις υποθέσεις τις κάνουμε εμείς, ας διαλέξουμε μια καλή εκδοχή του μέλλοντος, δε στοιχίζει τίποτα). Έτσι, ψάχνοντας για το τι συνέβη στις αρχές του 21ου θα αναζητήσουν πηγές και τεκμήρια που θα τους επιτρέψουν να φτιάξουν μια γενική εικόνα, έτσι ώστε να στηρίξουν πάνω της, τις ερμηνευτικές τους υποθέσεις και θεωρίες.
Όπως είναι φυσικό, θα αρχίσουν αναζητώντας τα ισχύοντα σήμερα ποσοτικά μεγέθη και τους λυπάμαι που θα πρέπει να επιλύσουν τους γρίφους της ¨δημιουργικής¨ μας λογιστικής (έτσι τη λέμε σήμερα, ως καθώς πρέπει πολιτικώς όρθιοι –σε στάση προσοχής –μετανεωτεριστές).
Ας ελπίσουμε ότι ως τότε θα έχουν επινοήσει κάποια φόρμουλα που να απομονώνει το ¨εικονικό¨ από το ¨πραγματικό¨ και έτσι να μπορέσουν να βρουν κάποια άκρη.
Εκτός πια κι αν το εικονικό έχει θριαμβεύσει στην εποχή τους, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχουν ούτε ιστορικούς ερευνητές ούτε καν Ιστορία, άσε που και η αρίθμηση του χρόνου θα έχει αλλάξει αφετηρία, και θα διαιρεί πιθανόν σε Προ και Μετά Αποδόμησιν εποχή.
Στη συνέχεια, αφού καταγράψουν τα¨αντικειμενικά¨ στοιχεία, καθώς και εκθέσεις, προγραμματισμούς, δηλώσεις καλών προθέσεων, απολογισμούς και λοιπά , θα θελήσουν, υποθέτω, να ψάξουν και την άποψη αυτής της πολυπροβεβλημένης Θεάς της Νεωτερικής και Μετανεωτερικής Εποχής που ονομάζεται ¨Κοινή Γνώμη¨
Και εδώ είναι που η λύπησή μου γίνεται οίκτος. Γιατί θα πρέπει (οι φουκαράδες) να αναλύσουν, να κατανοήσουν, να βγάλουν άκρη, κολυμπώντας στην κινούμενη άμμο (που συχνά γίνεται λάσπη) των έργων και των παρεμβάσεων των σημερινών καθοδηγητών, εκφραστών, αναλυτών της περίφημης περί ης ο λόγος Κοινής.
Αρχίζοντας από όσους από τους εντεταλμένους δημοσκόπους αναλαμβάνουν την αναμόχλευση και τον χειρισμό της Κοινής Γνώμης μέσω ασαφών, κατά παραγγελίαν και προς δημοσίευση δημοσκοπήσεων, περνώντας στους ¨έγκριτους¨ (μετανεωτερικούς, δηλαδή, για να καταλαβαινόμαστε: σχετικιστές, πραγματιστές, ατομικιστές, λάτρεις της επιφάνειας και της εικόνας, αποδομούντες κατά παραγγελία) μεγαλοδημοσιογράφους και αναλυτές των σημερινών ΜΜΕ και φτάνοντας ως την ανάλυση της αποδοχής των προϊόντων και των (κρυφών και φανερών) μηνυμάτων της πολιτισμικής βιομηχανίας. Χαμός!
Αδέλφια (ή μάλλον δισεγγόνια) κοινωνικοί ερευνητές του μέλλοντος: Έχετε την απόλυτη κατανόηση και νοερή συμπαράστασή μου. Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι για σας. Εάν εσείς, οι δεόντως αποστασιοποιημένοι, μπερδεύεστε, πόσο μάλλον εμείς εδώ. Πάντως αντί για καρτ ποστάλ σας στέλνω μερικά στιχάκια μόλις αλιευμένα στο διαδίκτυο, που όμως τραγουδιούνται ήδη στους δρόμους. Μου φαίνονται γνήσιας λαϊκής προέλευσης, βάλτε τα κάπου, έστω σε υποσημείωση, εκεί που ίσως αναφέρεστε στην δυσκολία της ανίχνευσης του συλλογικού θυμικού, ή, αλλιώς, απολαύστε σύγχρονο/παλιό μπουζούκι.
Μουσική Γ. Σπηλιόπουλος
Τραγούδι: Αγγελική Λιούκα, Γ Σπηλιόπουλος και η ορχήστρα
Μπουζούκι: Γ. Σπηλιόπουλος
Κιθάρα: Π. Δουρδουμπάκης.
Μπάσο: Κ. Λιούκας
Κρουστά: Γ. Μαντρέκας
Δεν κατάφερα να τους βρω για να πάρω ρητή άδεια για την ανακαταχώρηση, (αν και επικοινώνησα με το Φόρουμ) για αυτό και αναρτώ την απαραίτητη δήλωση που βρήκα αυτούσια στο επίσης πολύ καλό (για όποιον ενδιαφέρεται όχι μόνον για την ποίηση αλλά και για καλή, δυσεύρετη μουσική) ιστολόγιο ¨Αλωνάκι της Ποίησης¨, την οποία συμμερίζομαι, αντιγράφω κατά λέξη και συνυπογράφω.
ΔΗΛΩΣΗ
ΓΙΑ ΟΣΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΙΚΟΝΕΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟΦΙΛΜ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΔΗΛΩΝΩ ΟΤΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΜΠΛΟΓΚΑΡΧΗ. ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΧΡΗΣΗ.
Ιδού λοιπόν η μουσική
Ιδού και οι στίχοι:
Τζιτζιφιόγκοι και ντιντήδες, ψεύτες, παραμυθατζήδες, παπατζήδες και λαμόγια, μας φλομώσανε στα λόγια. Υπουργοί και βουλευτάδες μας αρπάξαν τους παράδες κι ό,τι αφήσαν οι κοπρίτες μας τα τρων οι τραπεζίτες.
Όταν τέλειωσαν τα φράγκα ήρθαν και σε βρήκαν μάγκα και σου είπανε να δώσεις την πατρίδα σου να σώσεις. Μα θα στήσεις τις κρεμάλες θα τους πάρεις τις κουτάλες κι όταν θα ‘χεις καθαρίσει ίσως να βρεις και τη λυση.
Πονηροί καταφερτζήδες, κλέφτες, στοιχηματατζήδες, πόρνες και κλεφτοκοτάδες,της ζωής μας οι νταβαδες. σύμβουλοι, πραματευτάδες μας αρπάξαν τους παράδες κι ό,τι αφήσαν οι κοπρίτες μας τα τρων οι τραπεζίτες.
Και μια που είμαστε στο ρεμπέτικο κλίμα ιδού ακόμη μερικά στιχάκια δημοσιευμένα από το μέλος του Φόρουμirodion
Φαγητό με το δελτίο v3 (ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ)
Οι τραπεζίτες σφράγισαν, για χρέη τα σπιτάκια Με δήθεν κυβερνήτες μας, τα κάνανε πλακάκια Τα φάγανε και τα έκρυψαν μεγαλοκαρχαρίες Κι όλος ο κόσμος άρχισε να κάνει λιτανείες
Φαγητό με το δελτίο φουκαρά θ’ αρπάξεις κρύο Το πετρέλαιο δε φτάνει την καρδιά σου να ζεστάνει
Μας βάλανε στο ΔουΝουΤού, όλα να μας τα φάνε Με κόλπα και στατιστικά, το αίμα μας ρουφάνε Μας ρίχνουν στο μνημόνιο και σ άλλη θεωρία Τα νούμερα δε βγαίνουνε γιατί είναι κοροϊδία
Αχ του Έλληνα η φάρα δεν αντέχει μάγκα άλλα Η ζωή μας δεν τους φτάνει και η πατρίδα όλο χάνει
Μα ο λαός τους την φυλά και πια δεν περιμένει πλατείες συγκεντρώνονται οι Αγανακτισμένοι Φωνάζουν στους πολιτικούς και κάνουν φασαρία Δεν θέλουν άλλο ψέματα ζητούν Δημοκρατία
Έλληνες και Ευρωπαίοι νιώθουνε όλοι ωραίοι δεν θα δίνουν στους λεφτάδες τέρμα πια οι φουκαράδες
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 29 Αυγούστου, 2011
Το καλοκαίρι, φέτος, είχα μαζί μου τον μικρό Ανυστερόβουλο (υπολογιστή), αλλά όχι πάντα τη δυνατότητα να τον συνδέω στο διαδίκτυο. Πάντως είχα (είχε) απομνημονεύσει υλικό για διάφορες χρήσεις, ανάμεσα στο οποίο υπήρχαν τα λόγια από μερικά τραγούδια υποψήφια για επεξεργασία και λεκτική προσαρμογή στα καθ’ ημάς. Μεταξύ αυτών Le vent, Ο άνεμος: το γαλλικό κείμενο, οι άγνωστες λέξεις και ό, τι από σχόλιο είχα βρει στις περιηγήσεις μου στην κυβερνοθάλασσα (φυσικά κι αυτό γραμμένο από τον μουστακοφόρο φίλο).
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο Άνεμος ενέπνευσε πρώτα τον καλλιτέχνη μουσικά: το αποτέλεσμα ήταν μια μελωδία πεταχτή, αεράτη, στριφογυριστή, ανοδική, γρήγορη, ορμητική και αποκαλυπτική. Μετά (υποθέτω πάντα) αυτός ο (χορευτικός) άνεμος, με ήδη αποκτημένη τη μουσική του υπόσταση, για να γίνει τραγούδι θα έπρεπε να αποκτήσει λόγια. Και για να αποκτήσει λόγια έπρεπε να καταγραφεί μέσα/πάνω σε έναν τόπο.
Θα μπορούσε, ας πούμε, να σφυρίζει σε ερήμους, σε βουνοκορφές, ανάμεσα σε κλαδιά, ανάμεσα σε κατάρτια ή όπου αλλού. Ο καλλιτέχνης προτίμησε ένα γεφύρι. Κι όχι όποιο κι όποιο. Le pont des Arts, Το Γιοφύρι των Τεχνών, στον παρισινό Σηκουάνα. Γεφύρι Ναπολεόντειο και προορισμένο για πεζούς, αποκτά τώρα την ποιητική του διάσταση: γίνεται ανεμοδρόμιο.
Και αφού προσδιορίστηκε ο τόπος, μπορεί πλέον να εμφανιστεί και η δράση. Να ‘τος λοιπόν ο Άνεμος που, γενικά, μπορεί να κάνει τις δουλειές που ξέρει καλά, να ξεσηκώνει κύματα, να ξεριζώνει δέντρα, να ξεκαρφώνει κουφώματα και στέγες, αλλά αν τον στριμώξεις σε ένα γεφύρι, τότε βέβαια μάλλον περιορίζεται στο να διασκεδάζει με το να σηκώνει φούστες, να παρασύρει καπέλα, να χαλάει χτενίσματα.
Εγώ λέω λοιπόν, ότι κάπως έτσι θα πρέπει να άρχισαν να πλέκονται οι στίχοι πάνω στην αεράτη μουσική. Το μόνο που θα έπρεπε τώρα να προστεθεί, για να ενταχθεί το πόνημα στο συγκεκριμένο ύφος του δημιουργού του, είναι μια κάποια έστω υπαινικτική, έστω αλληγορική, έστω μεταφορική ή, στο κάτω κάτω, γιατί όχι, ρητή και κατηγορηματική ¨θέση¨. (οι ποιητές του νεωτερισμού το ‘χουν αυτό το χούι, σε αντίθεση με μερικούς αλτσχαμέριους ρεϊβόρυθμους κατοπινούς τους).
Ελάτε λοιπόν εδώ αντιπαθητικοί τύποι, και των δύο άκρων. Πάρτε θέση στόχου: από τη μια μεριά ιδού οι ¨Ωχ αδελφέ¨, οι επιλεγόμενοι και ¨Δε βαριέσαι!¨, ανέκαθεν και πανταχού παρόντες, και από την άλλη, να ‘τοι και οι ¨Καθώς πρέπει¨, να αποτελούν το εξ ίσου αντιπαθές, στημένο και ποζάτο, αντίβαρο στους ¨Ωχ¨.
Και να ‘τος και ο πρωταγωνιστής Άνεμος, να τους περιπαίζει αμφότερους αποδίδοντας εναέρια δικαιοσύνη.
Πάντως, για την ώρα, ο Άνεμος θα είναι επιεικής και παιχνιδιάρης ακόμη και μ’ αυτούς: θα περιοριστεί να τους σηκώνει τις φούστες, να τους παίρνει τα καπέλα, άντε και να τους χαλάει την κόμμωση. Μέχρι να ολοκληρωθεί και το τελευταίο ρεφρέν δεν θα έχει πετάξει κανέναν στο ποτάμι.
Και τώρα αδέλφια ας πάρουμε αυτόν τον φυσσαλέο τιμωρό και ας επιχειρήσουμε να τον μεταφέρουμε νοτιότερα, σε μια πόλη χωρίς ποτάμια, σε μια γλώσσα με πολυσύλλαβες λέξεις, (και πολύλεξες υποτακτικές), όπου όμως οι άνεμοι, όλων των τάσεων, ειδών και χαρακτήρων ευδοκιμούν.
Και όπου, βέβαια, δεν λείπουν ούτε οι ¨Ωχ αδελφέ!¨ (κάθε άλλο, υπάρχει μάλιστα άφθονη τοπική παραγωγή Προστατευμένης Ονομασίας και Κατοχυρωμένης Προέλευσης) ούτε οι ¨Καθώς πρέπει¨. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι τα ‘χουν ολίγον παίξει, γιατί αλλιώς τους τα λέγανε οι συντηρητικοί (στα πάνω τους έως πριν λίγο καιρό) και αλλιώς τους τα ζήτησαν οι ¨εκσυγχρονιστές¨ (πρόσφατα). Για να μη πούμε τι τραλαλά παθαίνουν λόγω κρίσης (τώρα). Γιατί άλλο να είσαι ένας καθώς πρέπει ¨Καθώς πρέπει¨ τον καιρό της σεμνότητας και της αποταμίευσης, άλλο τον καιρό της φουντωτής επιδεικτικής (ξέκωλης) κατανάλωσης και άλλο στα συλλογικά ζόρια. Αλλά, όπως λέγαμε και στα προηγούμενα τραγούδια, «Ο ¨Καθώς πρέπει¨ μένει πάντα ¨Καθώς πρέπε騻 -και για να το πετύχει συχνά εντάσσεται στους γνωστούς ΟΦΑ –Όπου Φυσάει ο Άνεμος .
Και τώρα νομίζω ότι χρειαζόμαστε ένα γεφύρι, λέω στα παιδιά (καλοκαίρι, Μάνη, στο σπίτι του Νίκου).
Όχι, το γεφύρι της Άρτας δεν μας κάνει. Παραείναι βουκολικό. Ας το αφήσουμε για όταν θα ασχοληθούμε με πρωτομάστορες και κωμειδύλλια. Εμείς αναζητάμε κλίμα πρωτευουσιάνικο, όπου να χωράει άνετα η πολυπληθής ποικιλία των ενοχλητικών.
Ναι, αλλά η πόλη που έχουμε στη διάθεσή μας έχει στραβοκαταπιεί τα ποτάμια της, κι από γεφύρια, το πολύ καμιά πεζογέφυρα, πάνω από λεωφόρο ταχείας θρόμβωσης.
Γιατί όχι!
Μια αερο-πεζογέφυρα.
Άρα;
Άρα το υστερόγραφο του σενιόρ Καλατράβα, το Καλατραβάκι.
Το Καλατραβάκι πάει μια χαρά, κι ας μην ανακαλεί τον Ναπολέοντα (πλην εκείνου του πάλαι ποτέ Δρομοκαϊτείου, όταν το παίζει ολυμπιονίκης), έχει μήκος και (πρέπει να) έχει εκ των κάτωθεν ανοδική θέα (υποθέτω, δεν πήγε ακόμη κανείς απ’ την παρέα να το επαληθεύσει).
Όμως υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: οι συλλαβές. Κοίτα το πρωτότυπο: Si, par hasard (4 συλλαβές), Sur l’Pont des Arts (κι εδώ, εν τέλει, 4συλλαβές) Η λέξη ¨Καλατραβάκι¨ έχει 5, μαζί με το απαραίτητο (πρόθεση + άρθρο) ¨στο¨, μας κάνουν 6 (έξι). Ζόρικο. Μήπως όμως οι έξι συλλαβές χωράνε στις νότες, έστω με γρηγορότερη εκφορά, γιά όλοι μαζί: Στο Καλατραβάκι/ πρόσεχε λιγάκι… πάει; Πάει.
Ξανά: Πρόσεχε λιγάκι/ στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά/ κράτα τη φούστα σου σφικτά…
Και τώρα χρειαζόμαστε κάτι να ομοικαταληκτεί (ριμάρει) με ¨καπέλο¨ . Δε βγαίνει; Είναι που το καπέλο είναι και παροξύτονο. Κι αν τον βάζαμε να χαλάει τα μαλλιά; παρατηρεί εύστοχα η Ιωάννα. Γιατί όχι! Και ποιος σε ¨ –ιά¨ θα τα ανακατεύει; Μα ο παιχνιδιάρης ο Βοριάς, ξαναλύνει τον βρόγχο η Ιωάννα. Σωστό!
Άρα έχουμε: Πρόσεχε λιγάκι/ στο Καλατραβάκι
Τον παιχνιδιάρη τον βοριά / που σου χαλάει τα μαλλιά.
Κάπως έτσι άρχισε να πλέκεται η παρακάτω εγχώρια προσαρμογή των στίχων του Μπρασένς. Σας τους παραθέτω μαζί με το αρχικό κείμενο και ό, τι από μουσική (αρχική και διασκευές) βρήκα.
…………
(*)Όπως θα παρατήρησαν οι τακτικοί επισκέπτες της παρούσας ιστοσελίδας, αυτό το καλοκαίρι, το κύριο θέμα των αναρτήσεων ήταν παλιά ξένα τραγούδια που ανασύρθηκαν ξανά στην επιφάνεια, ψαχουλεύτηκαν, παρουσιάστηκαν και έγινε ερασιτεχνική προσπάθεια να μεταφραστούν(;), αποδοθούν(;) προσαρμοστούν(;) στην τρέχουσα ελληνική. Αυτό το παιχνίδι άρχισε όταν το παρόν ιστολογοφόρο απόκτησε τη δυνατότητα μεταφοράς προφορικού λόγου και μουσικών ήχων.
Τώρα, το καλοκαίρι τελειώνει και μαζί του ο (ικανός για τέτοιες ενασχολήσεις) ελεύθερος χρόνος. Έτσι, όπου να ’ναι, πάμε γι άλλα. (Εκτός, βεβαίως, απρόοπτης θυμικής εμμονής, που δεν είναι να την αποκλείεις κι αυτήν, γιατί, που και που, σκάει μύτη απρόσκλητη και απαιτητική). Πάντως, έτσι κι αλλιώς, έχω ακόμη δυο τρία Μπρασένεια άσματα στο δισάκι μου, επεξεργασμένα σε περίοδο θερινής ραστώνης, πακεταρισμένα και έτοιμα για ανάρτηση.
Επομένως… ιδού ένα από αυτά:
Πρώτα οι ήχοι:
1.Από τον δημιουργό (στίχοι, μουσική, τραγούδι) Μπρασένς 2. Από το κουαρτέτο Plein Jazz 3. Από τους Pierre et Willy 4. Εκτέλεση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα των Μπρασένς 5. Ισπανικά 6. Ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά (από κάτω το Duo Brassens Jazz)
Και τα κείμενα: 1. Οι στίχοι στα γαλλικά 2. Η προσαρμογή στα ελληνικά
Le vent
Georges Brassens
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau
Les jean-foutre et les gens probes
Médis’nt du vent furibond
Qui rebrouss’ les bois, détrouss’ les toits, retrouss’ les robes
Des jean-foutre et des gens probes
Le vent, je vous en réponds
S’en soucie, et c’esαιt justic’, comm’ de colin-tampon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau
Bien sûr, si l’on ne se fonde
Que sur ce qui saute aux yeux
Le vent semble une brut’ raffolant de nuire à tout l’monde
Mais une attention profonde
Prouv’ que c’est chez les fâcheux
Qu’il préfèr’ choisir les victimes de ses petits jeux
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau
Ο άνεμος
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά
Προσοχή λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Στον παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά
Οι ¨ωχ αδελφέ¨ κι οι ¨καθώς πρέπει¨
για τον άνεμο ρωτούν
που δέντρα ρίχνει, στέγες παίρνει και φούστες σηκώνει
¨Ωχ αδελφέ¨ και ¨καθώς πρέπει¨
θα σας απαντήσω εγώ
πως ο άνεμος σας έχει
γραμμένους και τους δυο
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Τον παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά
Έτσι βέβαια κι αρκεστείς
σε ό, τι μοιάζει προφανές
ο αέρας ίδιος είναι για όλους τους ανθρώπους
αλλά αν προβληματιστείς
περισσότερο θα δεις
πώς να ενοχλεί του αρέσει στριμμένους και εμπαθείς
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Αυγούστου, 2011
Μια που είναι ακόμη Αύγουστος, κάνει ζέστη, και το Πνεύμα των Διακοπών ως εξωτικό ξωτικό εξακολουθεί απτόητο, ανέμελο και ηλιοκαμένο να κόβει βόλτες πάνω από πόλεις και εξοχές, βγάζοντας γλώσσα στην κρίση, την ανησυχία, την αμφιβολία, το άγχος, και την (προσωρινά καταλαγιασμένη) οργή, λέω να μην αλλάξουμε θέμα και να μείνουμε (με καλή θερινή διάθεση) στα όσα (διαπιστωτικά και αυτοκριτικά) λέγαμε στο προηγούμενο δημοσίευμα.
Πολύ περισσότερο που ξετρύπωσα ακόμα ένα σχετικό τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς. [Λέω φίλου και τον φαντάζομαι γεννημένο κανα παράλληλο πιο κάτω(*), σε κάποιο ελληνικό νησί, να τον λένε (ας πούμε) Γιώργη Μπρασένη, να έχει τα ίδια μουστάκια, την ίδια κιθάρα (ίσως κι ένα μπουζούκι στο πλάι) και να μιλάει λίγο πολύ για τα ίδια πράγματα (τον έρωτα, τις γυναίκες, τους καλούς απλούς ανθρώπους, την ενδημική ανθρώπινη βλακεία) με το χιούμορ που μπορεί να αναπτύξει εν τέλει μόνο ο παθών (από τον έρωτα, τις γυναίκες, την ανθρώπινη βλακεία) και με την συμπάθεια που μπορεί να νοιώσει μόνον ο συμπάσχων (με τους απλούς καλούς ανθρώπους)].
Το τραγουδάκι αυτό ο Μπρασένς δεν πρόλαβε να το ηχογραφήσει, και έτσι κυκλοφόρησε τελικά, μαζί με μερικά άλλα, μετά την αναχώρησή του (προς εκείνον τον κατά τεκμήριο καλόβολο θεό, μια που ανεχόταν τις ενστάσεις, αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες που ο ποιητής του απηύθυνε απανωτά).
Ο τίτλος του τραγουδιού είναι Quand les cons sont braves (Όταν οι βλάκες/μαλάκες είναι καλοί, ικανοί, εν τάξει) και το ερμηνεύει ο φίλος του Μπρασένς Jean Bertola. Εδώ η ανάλυση της ανθρώπινης βλακείας προχωρεί στον εντοπισμό της πρώτης μεγάλης διχοτόμησης: τους απλούς (μέσους, κοινούς, καλούς) βλάκες και τους βλάκες που χειρίζονται εξουσία. Το συμπέρασμα της ανάλυσης, εδώ που τα λέμε, δεν εκπλήττει: οι πρώτοι (οι απλοί βλάκες) αν και πλειονότητα, είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνοι από τους δεύτερους (τους βλάκες με την περικεφαλαία της Εξουσίας) και αξίζουν αν μη τι άλλο, ένα τραγούδι!
(*) Ο Μπρασένς γεννήθηκε στη μεσογειακή παραθαλάσσια γαλλική πόληCette (Sète) από πατέρα γάλλο εργοδηγό οικοδομών και μητέρα νοτιοιταλίδα μετανάστρια.
Σημείωση 1. Σας παραθέτω επίσης μια πρόσφατη ιταλική εκδοχή. [Είναι πολλοί οι νεαροί Ευρωπαίοι τραγουδοποιοί που τελευταία έδειξαν ενδιαφέρον (και πάλι) για τον Μπρασένς. Θα είναι που η εποχή, μπαϊλντισμένη από σλόγκαν, μότο, και λοιπές κερδοσκοπικές αερολογίες, έχει ανάγκη από απλό, ειλικρινή, ανεπιτήδευτο λόγο;]
Σημείωση 2. Βρήκα στο διαδίκτυο ένα κολάζ από Μπρασένς τραγουδισμένο από διάφορους ετεροεθνείς τραγουδιστές. Έχει ενδιαφέρον.
Σημείωση 3. Στην απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά, είναι προφανές (και σχεδόν αναπόφευκτο) ότι διολίσθησε μια σταλιά από το προσωπικό μου άχτι, λίγο πολύ σχετικό με τα τρέχοντα, που το περιιπτάμενο Πνεύμα των Διακοπών δεν κατάφερε να εξορκίσει.
Έχουμε λοιπόν: Σε ήχο
1. Quand les cons sont braves. Στίχοι μουσική του Μπρασένς, τραγουδάει ο Jean Bertola.
.
.
2. ¨I bravi coglioni¨, τραγουδάει ο Alessio Lega
.
3. Ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά.
.
4. Κολάζ εκδοχών ¨Μπρασένς¨ από γωνιές της γης.
.
Και σε κείμενο
Οι αρχικοί γαλλικοί στίχοι
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Η προσαρμογή στα ιταλικά.
Quand les cons sont braves.1982 Georges Brassens – Les dernières chansons inédites par Jean Bertola
Sans être tout à fait un imbécile fini,
Je n’ai rien du penseur, du phénix, du génie.
Mais je n’suis pas le mauvais bougre et j’ai bon coeur,
Et ça compense à la rigueur.
(Refrain)
Quand les cons sont braves
Comme moi,
Comme toi,
Comme nous,
Comme vous,
Ce n’est pas très grave.
Qu’ils commettent,
Se permettent
Des bêtises,
Des sottises,
Qu’ils déraisonnent,
Ils n’emmerdent personne.
Par malheur sur terre
Les trois quarts
Des tocards
Sont des gens
Très méchants,
Des crétins sectaires.
Ils s’agitent,
Ils s’excitent,
Ils s’emploient,
Ils déploient
Leur zèle à la ronde,
Ils emmerdent tout l’monde.
Si le sieur X était un lampiste ordinaire,
Il vivrait sans histoire avec ses congénères.
Mais hélas ! Il est chef de parti, l’animal :
Quand il débloque, ça fait mal !
(Refrain)
Si le sieur Z était un jobastre sans grade,
Il laisserait en paix ses pauvres camarades.
Mais il est général, va-t-en-guerre, matamore.
Dès qu’il s’en mêle, on compte les morts.
(Refrain)
Mon Dieu, pardonnez-moi si mon propos vous fâche
En mettant les connards dedans des peaux de vaches,
En mélangeant les genres, vous avez fait d’la terre
Ce qu’elle est : une pétaudière !
(Refrain)
Οι απλοί μαλάκες
Χωρίς να είμαι κι ένας βλάκας και μισός
Δεν θα έλεγα πως είμαι ο μέγιστος σοφός
Μα στην παρέα είμαι καλός κι έχω καλή καρδιά
Κι αυτό [εν μέρει] με αποκαθιστά
Οι απλοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κι όταν κάνουνε γκάφες
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς ειν’ πολλοί, οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
κι οι στριμμένοι
που παράγουν, προάγουν, αλλά κι όλα τα αποδομούν με μανία
έρημη κοινωνία
Εάν ο μίστερ Χι ήτανε ταξιτζής
Να αυξάνει την ταρίφα θα ‘ταν ευτυχής
Μα γούσταρε, το ζώο, για πρωθυπουργός
Κι όταν τα χώνει γίνεται χαμός
Οι κοινοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κι αν κάνουν «πατάτες»
Κι αν φωνάζουν, γκρινιάζουν, ταράζουν, κουράζουν,
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που παράγουν, προάγουν, μολύνουν, διευθύνουνε και Συντονίζουν
Και σε όλους τα πρήζουν
Εάν ο Ψι ήταν της σειράς καραβανάς
Χωρίς βαθμούς κι αστέρια, μέσος γαλονάς
Τις γκάφες του θα τις πληρώναν λιγοστοί
Και θα γλυτώναν άμαχοι αρκετοί
Οι μέσοι μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
(σαν δεν έχουνε πλάτες)
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, γκρινιάζουν, κουράζουν,
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που διαπλέκουν εμπλέκουν, σκευωρούν, αλλά κι απορυθμίζουν
Και σε όλους τα πρήζουν
Ήμαρτον Θεέ μου για τη σκέψη μου αυτή
Μα εάν στους μαλάκες έδωσες χοντρό πετσί
Μαζί με πόστα, θώκους, πλούτη και εξουσία
Τι φταίω εγώ που χάνω την ουσία;
Οι καλοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κ αν κάνουνε γκάφες
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που παράγουν, προάγουν, λανσάρουν κι όλα τα’ αποδομούν με μανία
Έρημη κοινωνία!
I BRAVI COGLIONI
Senza esser definibile
un perfetto idiota,
non sono uno scienziato, un genio,
una cometa,
ma son di buon carattere,
di compagnia
e ciò compensa tuttavia…
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Se il signor Tizio fosse solo un ragioniere
ragionerebbe in ogni caso col sedere,
ma è quadro di partito
è capo gabinetto
fa una cazzata
e salta tutto!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Se il generale Caio non avesse gradi
un paio di stronzate avrebbero rimedi
ma è capo divisione
gioca con le bombe
lui sbaglia e accade un’ecatombe!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
O dio del cielo hai fatto proprio un bel casino
hai messo i ciechi alla guida del destino
se non ci fossi stato
o fossi un po’ più sveglio
non t’incazzare, ma era meglio!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Αυγούστου, 2011
«Στο δάσος του Clamart υπάρχουν αγριολούλουδα, στο δάσος της καρδιάς μου υπάρχουν οι παλιοί φίλοι». Έτσι τραγουδούσε ο Brassens στην ταινία του René Clair «Porte des Lilas» (1957) στην οποία, εκτός από το ότι είχε γράψει τη μουσική, υποδυόταν έναν αναρχικό πλανόδιο τραγουδιστή. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι Pierre Brasseur, Henri Vidal κα. Είναι πιθανό ότι τα τραγούδια του «Porte des Lilas» τον πρωτοέκαναν γνωστό και στην Ελλάδα, όταν η ταινία προβλήθηκε εδώ.
Το «Au Bois De Mon Cœur» έχει μια εξαιρετικά απλή και εύηχη μελωδία και λόγια που μιλούν για νεανικές παρέες και παλιούς φίλους. Η προσπάθεια προσαρμογής των στίχων στα ελληνικά έχει εστιαστεί κυρίως στη θεματολογία (φίλοι, νεανικές παρέες), αλλάζοντας (προσαρμόζοντας) ως και το ευρύτερο σκηνικό: όχι τα περιαστικά δάση του Παρισιού, αλλά τοποθεσίες της μιας κάποιας Αθήνας (de mon cœur).
Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Au Bois De Mon Cœur. Σε ήχο:
Ο Georges Brassens:
Τα κείμενα
Οι στίχοι του Μπρασένς
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Au Bois De Mon Cœur
Au bois d’Clamart y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Au fond de ma cour j’suis renommé
J’suis renommé
Pour avoir le cœur mal famé
Le cœur mal famé
Au bois d’Vincenn’s y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Quand y a plus d’vin dans mon tonneau
Dans mon tonneau
Ils n’ont pas peur de boir’ mon eau
De boire mon eau
Au bois d’Meudon y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Ils m’accompagn’nt à la mairie
A la mairie
Chaque fois que je me marie
Que je me marie
Au bois d’Saint-Cloud y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur
Chaqu’ fois qu’je meurs fidèlement
Fidèlement
Ils suivent mon enterrement
Mon enterrement
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιουλίου, 2011
Ακόμη ένα κλασικό, τρυφερό τραγουδάκι, για τους ερωτευμένους που αγκαλιάζονται στα δημόσια παγκάκια, από το άλμπουμ Les Amoureux Des Bancs Publics (Brassens 1954). Ακούστε επίσης την εξαιρετική διασκευή του Daniele Sepe, μια εκτέλεση στα ρώσικα και την Πατασού. Ακολουθεί η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα.
Ο Brassens ζωντανά, σε τηλεοπτική εκπομπή, συνοδεία ορχήστρας
Η προσαρμογή/διασκευή του Daniele Sepe (βάζει κι άλλες νότες στη χύτρα)
Επίσης μια ρώσικη εκδοχή
…και η Πατασού
Η απόδοση στα Ελληνικά:
Και τα σχετικά κείμενα:
Les Amoureux Des Bancs Publics
Les gens qui voient de travers Pensent que les bancs verts Qu’on voit sur les trottoirs Sont faits pour les impotents Ou les ventripotents Mais c’est une absurdité Car à la vérité Ils sont là, c’est notoire Pour accueillir quelque temps Les amours débutants
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Ils se tiennent par la main Parlent du lendemain Du papier bleu d’azur Que revêtiront les murs De leur chambre à coucher Ils se voient déjà, doucement Elle cousant, lui fumant Dans un bien-être sûr Et choisissent les prénoms De leur premier bébé
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Quand la sainte famille machin Croise sur son chemin Deux de ces malappris Elle leur décoche hardiment Des propos venimeux N’empêche que toute la famille Le père, la mère, la fille, Le fils, le Saint-Esprit Voudrait bien, de temps en temps Pouvoir s’conduire comme eux
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Quand les mois auront passé Quand seront apaisés Leurs beaux rêves flambants Quand leur ciel se couvrira De gros nuages lourds Ils s’apercevront, émus, Qu’c’est au hasard des rues Sur un d’ces fameux bancs Qu’ils ont vécu le meilleur Morceau de leur amour
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Οι ερωτευμένοι στα δημόσια παγκάκια
Τα παγκάκια μερικοί, λένε πως είναι εκεί, σε πάρκα και πρασιές
μόνο για τους κουρασμένους, και καν’ά χοντρό
Μα η αλήθεια είναι αυτή, οι πάγκοι είναι εκεί, στις πόλης τις γωνιές
για να στηρίζουν των ερώτων κάθε νέο ανθό
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σα μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Δες πως πιάνονται απ’ το χέρι και με πόση χάρη για τ’ αύριο μιλούν
τι κουρτίνες θα ταιριάξουν, με πουά ή με καρό
κι έτσι τακτοποιημένοι, στ’ όνειρο δεμένοι, στα ψηλά πετούν
κι αποφασίζουν πως θα λεν’ το πρώτο τους μωρό.
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σαν μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Κι όλοι εκείνοι οι δίχως πάθος, την αγάπη λάθος, που νομίζουνε
και που στους ερωτευμένους ρίχνουνε χολή
είναι γιατί τους ζηλεύουν κι ίσως κατά βάθος να ελπίζουνε
πως θα ζήσουν κάτι τέτοιο κάποτε κι αυτοί.
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σα μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Κι όταν ο καιρός γυρίσει κι έχουν πια ξεφτίσει οι πρώτες προσμονές
και χοντρά και μαύρα νέφη θα ‘χει ο ουρανός
Τότε θα αναπολήσουν κι ίσως ξαναζήσουν ‘κείνες τις στιγμές
Στο παγκάκι να ανάβει πόθος φλογερός
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες να μιλούν παντοτινές, φατσούλες συμπαθητικές!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Ιουλίου, 2011
Κατά τη διάρκεια του περασμένου (20ου ) αιώνα, ορισμένοι Ευρωπαίοι λαϊκοί καλλιτέχνες, συχνά σε αντιπαράθεση με τη ραγδαία αναπτυσσόμενη πολιτισμική βιομηχανία, κατάφεραν να αναδειχτούν σε σημεία αναφοράς για μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ξεπερνώντας τα συνήθη πολιτισμικά όρια και τις ήδη υπάρχουσες ¨ετικέτες¨.
Ιδιαίτερα στην (αυτονόητα) λαϊκή τέχνη του τραγουδιού (που αποτελεί και το συνηθέστερο φορέα της λαϊκής ποίησης), μερικοί από αυτούς τους καλλιτέχνες αναδείχτηκαν σε ενοποιητικά κοινωνικά σύμβολα με τεράστια απήχηση, παρά την συνήθως αρνητική ή αδιάφορη στάση, τόσο της καθεστωτικής, όσο και της εμπορευματικής επικοινωνιακής εξουσίας (η απόλυτη ταύτιση αυτών των δύο μορφών επικοινωνιακής εξουσίας είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο -στο παρελθόν κρατούσαν μια αμοιβαία απόσταση, έστω για τα ¨μάτια του κόσμου¨).
Ένας τέτοιος καλλιτέχνης υπήρξε πχ για τον ελληνόφωνο χώρο ο Στέλιος Καζαντζίδης ή ο Βασίλης Τσιτσάνης, για τον γαλλόφωνο ο Ζωρζ Μπρασένς και άλλοι, στην Ιταλία μπορούσες (και μπορείς ακόμη) να συναντήσεις αποκόμματα περιοδικών με την εικόνα του Αντριάνο Τσελεντάνο κολλημένα σε παρμπρίζ φορτηγών, σε ενοριακές λέσχες, σε κομμωτήρια και συνεργεία, ενώ τις λίγες φορές που παρουσιάζεται, θυμοσοφώντας, στα μεγάλα μέσα γίνεται χαμός θεαματικοτήτων.
Πέρα από την διαχρονικότητα, την εμβέλεια και την γνήσια λαϊκή τους καταγωγή, ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσα σε τέτοιου είδους καλλιτέχνες είναι ο μη ¨πολιτικά ορθός ¨ (συχνά σατυρικός ή σαρκαστικός, ενίοτε μελοδραματικός) τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τα θέματά τους.
Θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα ξενέρωτο, αλλά όχι για αυτό το λόγο λιγότερο ιδιοτελές κίνημα της εποχής της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού, επινοημένο για να προφυλάξει από την επιδιωκόμενη γενική αποδόμηση, κάποιους τομείς γενικότερης χρήσεως, όπως κάποιες -ακόμα χρήσιμες για τις νέες εξουσίες- ανθρώπινες ευαισθησίες, πριν τις διοχετεύσει σε (ελεγχόμενες) ¨μη κυβερνητικές¨ οργανώσεις ή ¨Αρχές¨.
Πράγματι, άλλα ήταν τα ζόρια τον καιρό που στην Ευρώπη ανθούσαν, έξω από τα εμπορικά κυκλώματα, οι παραπάνω καλλιτέχνες. Ωστόσο παρατηρώ ότι, αν όχι αυτά καθαυτά (όχι όλα) τα μηνύματα και οι προβληματισμοί του καιρού εκείνου, τουλάχιστον ο αυθόρμητος και μη υποκριτικός, μη κυνικός, μη πραγματιστικός, λόγος τους, λειτουργεί ακόμη.
Σήμερα, βέβαια, η¨ γενική αναγνώριση¨ μερικών από αυτούς έχει τρόπον τινά επέλθει. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιους καλλιτέχνες κουβάλησε μαζί της μια γενιά που αναρριχήθηκε στην εξουσία τραγουδώντας τους, για να τους εγκαταλείψει αμέσως μετά, με δύο τρόπους: είτε προσπαθώντας να τους μετατρέψει σε αποστειρωμένους θεσμούς είτε επιλέγοντας αυστηρά και προωθώντας μόνο τμήματα της δουλειάς τους.
Γι αυτό, λέω, εδώ να εξακολουθήσουμε να ψάχνουμε για πηγαία λόγια και νότες, παλιών ή πρόσφατων καιρών (έστω για παρηγοριά στον άρρωστο…) και για σήμερα bien sûr
έχουμε Μπρασένς και Misogynie a part (Μισογυνισμού εξαιρουμένου).
Σημείωση 1. Ο Μπρασένς αρχίζει ορμώμενος από μία ρήση του Πολ Βαλερί ¨Il y a trois sortes de femmes: les emmerdantes, les emmerdeuses et les emmerderesses¨.
Σημείωση 2. Στη θέση του Claudel, ίσως όχι επαρκώς γνωστού στην Ελλάδα ως εκπρόσωπου του ακαδημαϊκού ύφους, προτίμησα τους αρχαίους τραγικούς. Ενίοτε έχουν κι αυτοί τα θύματά τους.
Σημείωση 3. Το ανέβασμα στο ιστολογοφόρο, οι ηχογραφήσεις και το ραπ ψάλσιμο, έγιναν σε συνθήκες εκδρομής, κάπως (πολύ) άτσαλα. Ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη θα τα συμμαζέψω κατά το δυνατόν.
Σημείωση 4. Στην ελληνική απόδοση έβαλα τελευταία την 6η στροφή, γιατί καταλήγει πιο αποφατικά από την 8η.
Οπότε, ακούστε και διαβάστε:
Σε ήχο:
1. O Brassens στο Misogynie apart
2. Την απόδοση που σας έφτιαξα: Μισογυνισμού εξαιρουμένου
3. Την απόδοση στα ιταλικά του Nanni Svampa : Lei mi rompe
4. Κάτι το ανάλογο, χιουμοριστικό και ελληνικό της ιδίας περιόδου Σερσέ λα φαμ (1948 Βασίλης Τσιτσάνης και Ε. Λαμπίρη)
5. Επίσης: των Παπαδόπουλου, Γιαννακόπουλου, Σακελλάριου
Η Γυναίκα είναι ζημιά (Φ. Πολυμέρης 1953)
Και τα κείμενα
1. Του Βρασένς: Misogynie a part
2. Η απόδοση στα ελληνικά: Μισογυνισμού εξαιρουμένου
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Ιουλίου, 2011
Το γεγονός ότι από τα λατινογενή αλφάβητα λείπει ο φθόγγος χι, δημιούργησε στην Δύση, ήδη από την εποχή του κλασικισμού και της λατρείας για τους ελληνικούς μύθους, μια μικρή παρεξήγηση.
Μπέρδεψαν (όχι μόνο το πλατύ κοινό, αλλά και μερικοί λόγιοι), τον Κρόνο (ταυτισμένο με τον ρωμαϊκό Saturnus) με τον Χρόνο (Chronos). Έτσι στον Κρόνο/Σατούρνο αποδόθηκε η αρμοδιότητα να ελέγχει, ως ο αρμόδιος θεός, τα της ροής των καιρών που αλλάζουν, εξοπλισμένος με κλεψύδρα και δρεπάνι.
Αυτή η ιστορία, που κρατάει τώρα πια μερικούς αιώνες, έχει επηρεάσει διάφορα καλλιτεχνήματα. Ένα από αυτά και ο ¨Σατούρνος¨ του Μπρασένς, ο μεγαλοπρεπής και αδυσώπητος θεός-Χρόνος, του οποίου σας έφτιαξα (ακόμη μία) ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά.
Σημείωση 1. Επειδή η ελληνική γλώσσα είναι περισσότερο περιφραστική από τη γαλλική, επωφελήθηκα από την επανάληψη του δεύτερου δίστιχου της κάθε στροφής, διαφοροποιώντας τo στην απόδοση, έτσι ώστε να προσθέσω κάποιες αποχρώσεις που αλλιώς δεν θα χώραγαν.
Σημείωση 2. Η γιορτή του Άγιου Μαρτίνου -11 Νοεμβρίου συμπίπτει (για τους ιθαγενείς) με ένα μετεωρολογικό «μικρό καλοκαιράκι», κάτι ανάλογο με τις αλκυονίδες ημέρες των δικών μας τόπων.
Σημείωση 3. Το «κατουρλού» είναι αρκετά πιστό στο «pisseuse», αν και οι Γάλλοι φαίνεται ότι το χρησιμοποιούν γενικότερα για την μικρή άγουρη γυναίκα, (πιτσιρίκα, πιπίνι; γκομενάκι;)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Ιουλίου, 2011
Η ¨Καταιγίδα¨ ηχογραφήθηκε στις 4 Μαρτίου 1960 στις 10 το πρωί (τι μπορείς να βρεις άμα ψάξεις!) από το ίδιο τον συνθέτη, στιχουργό και εκτελεστή, αυτοπροσώπως.
Αν και κατάγεται από το νότο (η μητέρα του ήταν Ιταλίδα) ή ακριβώς γι αυτόν το λόγο, ο Μπρασένς, αντιπαθεί τον πολύ ήλιο. Εδώ μας δίνει έναν επί πλέον λόγο για να προτιμά κανείς την καταιγίδα.
Παρακάτω, έχουμε και λέμε:
Ηχος:
1. Η αρχική εκτέλεση
2. Στα ισπανικά
3. Στα Γεωργιανά (άμα ψάξεις, είπαμε, βρίσκεις)
4. Ανάγνωση εκδοχής στα ελληνικά (Θάνος και Σόφη)
και σε κείμενο
1. Η καταιγίδα στα γαλλικά
2. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα
L’orage
Parlez-moi de la pluie et non pas du beau temps,
Le beau temps me dégoûte et me fait grincer les dents,
Le bel azur me met en rage,
Car le plus grand amour qui me fut donné sur terre
Je le dois au mauvais temps, je le dois à Jupiter,
Il me tomba d’un ciel d’orage.
Par un soir de novembre, à cheval sur les toits,
Un vrai tonnerre de Brest, avec des cris de putois,
Allumait ses feux d’artifice.
Bondissant de sa couche en costume de nuit,
Ma voisine affolée vint cogner à mon huis
En réclamant mes bons offices.
«Je suis seule et j’ai peur, ouvrez-moi, par pitié,
Mon époux vient de partir faire son dur métier,
Pauvre malheureux mercenaire,
Contraint de coucher dehors quand il fait mauvais temps,
Pour la bonne raison qu’il est représentant
D’une maison de paratonnerre.»
Enbénissant le nom de Benjamin Franklin,
Je l’ai mise en lieu sûr entre mes bras câlins,
Et puis l’amour a fait le reste!
Toi qui sèmes des paratonnerres à foison,
Que n’en as-tu planté sur ta propre maison?
Erreur on ne peut plus funeste.
Quand Jupiter alla se faire entendre ailleurs,
La belle, ayant enfin conjuré sa frayeur
Et recouvré tout son courage,
Rentra dans ses foyers faire sécher son mari
En me donnant rendez-vous les jours d’intempérie,
Rendez-vous au prochain orage.
A partir de ce jour je n’ai plus baissé les yeux,
J’ai consacré mon temps à contempler les cieux,
A regarder passer les nues,
A guetter les stratus, à lorgner les nimbus,
A faire les yeux doux aux moindres cumulus,
Mais elle n’est pas revenue.
Son bonhomme de mari avait tant fait d’affaires,
Tant vendu ce soir-là de petits bouts de fer,
Qu’il était devenu millionnaire
Et l’avait emmenée vers des cieux toujours bleus,
Des pays imbéciles où jamais il ne pleut,
Où l’on ne sait rien du tonnerre.
Dieu fasse que ma complainte aille, tambour battant,
Lui parler de la pluie, lui parler du gros temps
Auxquels on a tenu tête ensemble,
Lui conter qu’un certain coup de foudre assassin
Dans le mille de mon coeur a laissé le dessin
D’une petite fleur qui lui ressemble.
Η καταιγίδα
Μίλα μου για βροχή κι όχι για ξαστεριά
τη λιακάδα μισώ και την καλοκαιριά
Δεν πέφτω στου ήλιου την παγίδα.
Τη μεγάλη αγάπη που ζητούσα στη γη
μου την έφερε η αντάρα και του Δία η οργή
την έφερε μια καταιγίδα.
Μια βραδιά του Νοέμβρη, μαύρος ο ουρανός
μες τις στέγες ξεσπά λάμψη και κεραυνός,
χρυσός της νύχτας φωτοδότης
Τότε ήταν π’ εκείνη, η πλαϊνή μου, η μικρή,
στο κατώφλι μου ήρθε, φόβος και συστολή,
σκιές στ’ ωραίο πρόσωπό της.
¨Έξω αστράφτει, ανοίξτε, σας παρακαλώ
και ο άντρας μου λείπει, -είμαι μόνη εδώ-
για τη δουλειά έξω γυρνάει,
αντιπρόσωπος είναι και στα γύρω χωριά,
μ’ όποιο να ’ναι καιρό, με βοριά, με νοτιά,
αλεξικέραυνα πουλάει».
Ευλογώντας τον μπάρμπα Βενιαμίν Φραγκλίνο
της ανοίγω την πόρτα και στα μπράτσα την κλείνω
κεραυνοβόλος ήταν έρως!
Πως στο σπίτι σου, φίλε, έπρεπε να ’χεις βάλει
τ’ αλεξίκεραυνά σου, και ας είσαι τσακάλι,
αυτό δε το ’μαθες εγκαίρως.
Άλλα όταν ο Δίας κι οι κεραυνοί του μαζί
την εκάναν για αλλού, η ωραία μικρή
-πολύ πιο ήρεμη πια τώρα-
ετοιμάστηκε σπίτι, να ξάναγυρίσει
το σύζυγο να στεγνώσει, μα πριν εμένα μ’ αφήσει
είπε:
θα ξαναρθώ στην άλλη μπόρα!
Από εκείνη τη μέρα μου εκόλλησε ο νους,
με τα μάτια ψηλά ψάχνω τους ουρανούς,
μεσ’ του καιρού είμαι τη δίνη,
μελανίες, σωρείτες και τα σύννεφα τ’ άλλα,
τα ικετεύω να ρθούν, χοντρά μαύρα μεγάλα,
μα δεν εφάνηκε εκείνη.
Πούλησε ο δικός της, τότε τόσα κομμάτια,
απ’ τα αλεξίκεραυνά του σ’ όλη την έπι-κράτεια
που έγιν’ εκατομμυριούχος
και την πήρε και πήγαν στις ηλίθιες τις χώρες,
που ποτέ δεν αστράφτει, και τώρα γεύεται τις ώρες
ως της ωραίας ο δικαιούχος.
Κάνε Θεέ μου να πάει, ο καημός μου ως εκεί
να της πει πως η αντάρα, η βροντή κι η βροχή
κι η καταιγίδα μας ταιριάζει,
να της πει πως τα’ αγέρι, η καταχνιά κι η άγρια φύση
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Ιουλίου, 2011
Δεν είπα πως κλείνω (προσωρινά) τον κύκλο Μπρασένς; Είπα. Κι όταν το είπα, δεν εννοούσα τόσο προσωρινά. Αλλά λέω να υπαναχωρήσω. Το ¨Εχω ραντεβού μαζί σας¨, απλή και εύηχη μελωδία με τέσσερεις μόνο στροφές (μετά ανακάλυψα πως υπάρχει και πέμπτη), με έκαναν στην αρχή να κοντοσταθώ, μετά να πω: α, μπορεί και να πάει κάπως έτσι, μετά να τυπώσω τους γαλλικούς στίχους, να πάρω μολύβι και να αρχίσω να σημειώνω στο λευκό περιθώριο φράσεις που να μπορούν να καθίσουν στις νότες χωρίς να προδίδουν τελείως την (όμορφη) αίσθηση που προκαλεί το πρωτότυπο κείμενο. Βέβαια, έστω κι αν όλα γίνονται χάριν παιδιάς, θα πρέπει να πω ότι είμαι εν γνώσει του ότι άλλο ¨j’m’en fous¨ και άλλο ¨αδιαφορώ¨, άλλο ταβερνιάρισσα και άλλο ταβερνιάρης, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά τι να κάνουμε, αν μείνουμε πιστοί στις λέξεις δύσκολα θα προκύψει κάτι που να τραγουδιέται. Άσε που μπορεί να χάσουμε και σε ατμόσφαιρα.
Αυτά.
Α ναι. Η παραπανίσια στροφή, η πέμπτη, δεν υπάρχει στην ηχογράφηση του Μπρασένς, αλλά σε εκείνη της Πατασού. Ετσι τουλάχιστον προέκυψε από τη σχετική έρευνα στο διαδίκτυο.
Εδώ έχουμε:
Σε ήχο:
1. Τον Ζορζ Μπρασένς να τραγουδά J’ai rendez-vous avec vous.
2. Την ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Και σε κείμενο: 1.Την πλήρη (5 στροφές) εκδοχή του τραγουδιού και 2. Την απόδοση στα ελληνικά
J’ai rendez-vous avec vous
Monseigneur l’astre solaire
Comm’ je n’l’admir’ pas beaucoup
M’enlèv’ son feu, oui mais, d’son feu, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La lumièr’ que je préfère
C’est cell’ de vos yeux jaloux
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Monsieur mon propriétaire
Comm’ je lui dévaste tout
M’chass’ de son toit, oui mais, d’son toit, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La demeur’ que je préfère
C’est votre robe à froufrous
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Madame ma gargotière
Comm’ je lui dois trop de sous
M’chass’ de sa tabl’, oui mais, d’sa tabl’, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
Le menu que je préfère
C’est la chair de votre cou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Sa Majesté financière
Comm’ je n’fais rien à son goût
Garde son or, or, de son or, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La fortun’ que je préfère
C’est votre cœur d’amadou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Mon patron, le vieux notaire,
Comme je n’en fiche pas un clou,
M’vire du bureau, mais du bureau, moi, j’m’en fous,
J’ai rendez-vous avec vous,
Le travail que je préfère,
C’est chanter rien que pour vous,
Tout le restant m’indiffère,
J’ai rendez-vous avec vous.
Έχω ραντεβού μαζί σας
Ο Ήλιος ο κατεργάρης
π’ ακτίνες μου στέλνει καυτές,
με σιγοψήνει, [ναι,] μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Η αύρα που μου ταιριάζει; Το πρόσωπό σας το αβρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω
Μα κι ο σπιτό-νοικοκύρης
που όλα του τα χαλώ,
έξωση μου ’κανε, μα εγώ αδιαφορώ,
με εσάς απόψε θα βγω.
Το σπίτι που μου ταιριάζει; Η φούστα σας, το φουρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ακόμα κι ο ταβερνιάρης
που κάμποσα του χρωστώ,
το τζάμπα μου ’κοψε, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Το γεύμα που μου ταιριάζει; Είν’ στον λευκό σας λαιμό.
Για τα λοιπά δε με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Να κι ο λεφτάς παρταόλας
που του ’κατσα στο λαιμό,
δε με χωνεύει, ναι, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Ο πλούτος που μου ταιριάζει; Πάθος για σας φλογερό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ως και το αφεντικό μου
-που δεν πεθαίνω για αυτό-
χτες με απόλυσε, μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Το έργο που μου ταιριάζει; Για σας είν’ να τραγουδώ.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Ιουλίου, 2011
Αυτή τη φορά ξεκίνησε (πάνω κάτω) ως ακολούθως:
Λέω στο Θάνο: Μάλλον είμαι σε φάση. (Δηλαδή προσωρινά κολλημένος σε μια δραστηριότητα που με διασκεδάζει).
Μου λέει ο Θάνος: Ωχ κατάλαβα! (ή κάπως έτσι).
Ο Θάνος είναι ο γιος μου και τα λέμε στο τηλέφωνο μια που αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Αθήνα.
Ναι, του επαναλαμβάνω απτόητος. Και δέχομαι και ¨παραγγελιές¨.
Ά τόσο! μου κάνει. Τότε για δοκίμασε με το Next. Υπάρχει μια καταπληκτική εκτέλεση με την Sensational Alex Harvey Band.
Με τα αγγλοσαξονικά αποκλείεται του λέω, Το ξέρεις. Αυτά είναι δική σου αρμοδιότητα.
Είναι ένα τραγούδι του Brel, με διαβεβαιώνει…
Au suivant; απορώ.
Au suivant. μου απαντά.
Τα επακόλουθα της παραπάνω κουβεντούλας βρίσκονται εδώ παρακάτω.
Σε ήχο:
1. Au suivant στίχοι και μουσική του Brel (για εικόνα στο You tube εδώ)
2. Next με τους Sensational Alex Harvey Band (για εικόνα στο You tube εδώ)
Σε κείμενο:
1. Η απόδοση στα ελληνικά (αφιερωμένη φυσικά στον Θάνο)
2. Το γαλλικό πρωτότυπο (1964)
3. Η αγγλική απόδοση
Ο επόμενος
Τσίτσιδος στην πετσέτα που / φόραγα ως σκελέα,
κόκκινος ως το κούτελο, / σαπούνι ανά χείρας,
είκοσι ήμουνα χρονών / κι εμείς εκατόν είκοσι
που φτιάχναμε μακριά ουρά/ του επομένου [οι] επόμενοι
Ήμουνα μόνον είκοσι / και ξεπαρθενευόμουνα
σ’ ένα μπουρδέλο του στρατού / μπουρδέλο περιοδεύον
Εγώ πολύ θα ήθελα / μια στάλα τρυφερότητα
μονάχα ένα χαμόγελο / ή λίγο χρόνο ακόμα.
Δεν ήτανε το Βατερλώ / μήτε κι ο Μαραθώνας
ήτανε που βλαστήμησα / π’ άφησα το σχολείο
και τον λοχία π’ άκουσα /εκείνον τον μαλάκα.
Αυτά είναι κόλπα να φτιαχτούν/ στρατιές από ανικάνους.
Στ’ όνομα σας ορκίζομαι / της πρώτης μου βλεννόρροιας
συνέχεια στο κεφάλι μου / στραβή φωνή βαράει
φωνή με βρώμα από κρασί / κι ιδρώτα της μασχάλης
φωνή απ’ εχθρικούς λαούς / και δρόμους του θανάτου
Κι έτσι από τότε, κάθε μια / γυναίκα π’ αγκαλιάζω
νομίζω πως αδύναμα / στ’ αφτί μου ψιθυρίζει:
[ο επόμενος , ο επόμενος]
Οι επόμενοι στον κόσμο αυτό / ας δώσουνε τα χέρια
Έτσι στον εφιάλτη μου / φωνάζω και πετιέμαι
κι όταν ξυπνάω σκέπτομαι / κάλλιο να είσαι επόμενος
παρά ένα τσούρμο ανόητους / ακόλουθους να έχεις
Μήτ’ αρχηγός μήτ’ οπαδός / ουτ’ έσχατος ή πρώτος
Γκουρού θα γινώ στα βουνά / στο πουθενά ερημίτης
Μόνο να πάψει να αντηχεί / αυτή η κραυγή στα αυτιά μου
[ο επόμενος, ο επόμενος]
Au suivant
Tout nu dans ma serviette qui me servai de pagne J’avais le rouge au front le savon à la main Au suivant, au suivant, J’avais juste 20 ans, et nous étions 120 À être le suivant de celui qu’on suivait Au suivant, au suivant, J’avais juste 20 ans et je me déniésait Au bordel ambulant d’une armée en campagne Au suivant, au suivant.
Moi j’aurais bien aimé, un peu plus de tendresse Ou alors un sourire ou bien avoir le temps mais Au suivant, au suivant, Ce n’ fut pas Watterloo, mais ce n’fut pas Arcoles Ce fut l’heure où l’on r’grete d’avoir manqué l’école Au suivant, au suivant, Mais je jure que d’entendre, cet adjudent d’mes fesses, C’est des coups à vous faire, des armées d’impuissants Au suivant, au suivant.
Je jure sur la tête de ma 1ère vérole Que cette voix depuis je l’entends tout le temps Au suivant, au suivant, Cette voix qui sentait l’ail et le mauvais alcool C’est la voix des nations et c’est la voix du sang Au suivant, au suivant, Et depuis chaque femme à l’heure de succomber, Entre mes bras trop maigre semble me murmurer Au suivant, au suivant
Tous les suivants du monde devraient s’donner la main Voila ce que la nuit je cris dans mon délire Au suivant, au suivant, Et quand je n’ délire pas, j’en arrive à me dire Qu’il est plus humiliant d’être suivi qu’suivant Au suivant, au suivant, Un jour j’me ferai cul d’jatte ou bonne sœur ou mandiant, Enfin un d’ces machins ou je n’serai jamais plus Le suivant suivant suivant Jamais plus le suivant suivant suivant suivant
Sensational Alex Harvey Band
Next
Naked as sin an army towel, covering my belly Some of us weep, some of us howl Knees turn to jelly But Next! Next! I was just a child A hundred like me I followed a naked body a naked body followed me Next! Next! I was just a child when my innocence was lost in a mobile army whorehouse a gift of the army, free of cost Next! Next! Next! Me, I really would have liked a little bit of tenderness Maybe a word, maybe a smile, maybe some happiness But Next! Next! Oh it was not so tragic and heaven did not fall But how much at that time I hated being there at all Next! Next! I still recall the brothel trucks, the flying flags The queer lieutenant slapped our arses thinking we were fags Next! Next! Next!
I swear on the wet head of my first case of gonorrhea It is his ugly voice that I forever fear Next! Next! A voice that stinks of whiskey of corpses and of mud The voice of nations the thick voice of blood Next! Next! Since then each woman I have taken into bed they seem to lie in my arms and they whisper in my head Next! Next!
All the naked and the dead could hold each other’s hands as they watch me dream at night in a dream that nobody understands and though I am not dreaming in a voice grown dry and hollow I stand on endless naked lines of the following and the followed Next! Next!
One day I’ll cut my legs off I’ll burn myself alive I’ll do anything to get out of life to survive not ever to be next Next! Next! not ever to be next, not ever
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Ιουλίου, 2011
Από τη στιγμή που ανακάλυψα (πρόσφατα) ότι το να ψάχνεις λέξεις για να αποδώσεις στα ελληνικά ένα τραγούδι που σ’ αρέσει είναι πιο διασκεδαστική (και σίγουρα πιο δημιουργική) δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο από το να λύνεις σταυρόλεξα, έστω κι από τα δύσκολα, και, βέβαια, από τη στιγμή που βάλαμε ήχο και μουσική στο ιστολογοφόρο, έχουμε, όπως θα είδατε, συνεχή ροή έμμετρων μελοποιημένων κειμένων.
Μην ανησυχείτε, η ροή οσονούπω θα κοπάσει και θα πάμε γι άλλα.
Πάντως, προς το παρόν, σας έχω ετοιμάσει μερικά τραγούδια ακόμη.
Το σημερινό λέγεται Το Λούσιμο
Το λούσιμο (Lo Shampoo) είναι ένα τραγούδι του Τζιόρτζιο Γκάμπερ γραμμένο το 1973 και συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ ¨Ας προσποιηθούμε ότι είμαστε υγιείς¨. Αποτελεί τμήμα της ομώνυμης θεατρικής παράστασης, τα κείμενα της οποίας ο Γκάμπερ έγραψε μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι. Εδώ σας έχω:
1. Το τραγούδι στα ιταλικά, Το β΄ τμήμα σε πεζό λόγο ποικίλει λίγο, ανάλογα με το αν είναι από το δίσκο ή την παράσταση. Εγώ, για την απόδοση στα ελληνικά πήρα λέξεις κι από τις δύο εκδοχές.
2. Η εκδοχή στα ελληνικά. έτσι που, άμα λάχει, να μπορείτε να το ψιθυρίσετε…
Lo Shampoo
Una brutta giornata,
chiuso in casa a pensare,
una vita sprecata,
non c’è niente da fare,
non c’è via di scampo,
quasi quasi mi faccio uno shampoo.
Uno shampoo?
Una strana giornata,
non si muove una foglia,
ho la testa ovattata,
non ho neanche una voglia,
non c’è via di scampo:
sì, devo farmi per forza uno shampoo.
Uno shampoo? Sì, uno shampoo.
schhh… scende l’acqua, scroscia l’acqua calda, fredda, calda… giusta!
Shampoo rosso, giallo, quale marca mi va meglio… questa!
Schiuma, soffice, morbida, bianca, lieve, lieve,
sembra panna, sembra neve…
La schiuma è una cosa buona, come la mamma,
che ti accarezza la testa quando sei triste e stanco,
una mamma enorme, una mamma in bianco!
Sciacquo, sciacquo, sciacquo…
Seconda passata.
Son convinto che sia meglio quello giallo senza… canfora!
I migliori son più cari perchè sono anti… forfora!
Schiuma, soffice, morbida, bianca, lieve, lieve,
sembra panna, sembra neve…
La schiuma è una cosa sacra, è una cascata di latte,
che assopisce questa smania tipica italiana,
è una cosa sacra: come una vacca indiana!
Sciacquo, sciacquo, sciacquo…
Fffffff… fon!
Σε άλλη εκδοχή (ζωντανή ηχογράφηση της παράστασης) La schiuma è una cosa pura, come il latte: purifica di dentro. La schiuma è una cosa sacra che pulisce la persona meschina, abbattuta, oppressa. È una cosa sacra. Come la Santa Messa.
Το λούσιμο
Μα τι άσχημη μέρα
μες το σπίτι κλεισμένος
η ζωή μου μια ξέρα
κι εγώ ναυαγισμένος
έχω ανάγκη [αδελφέ μου] ένα πλάνο
Μα! Ένα λούσιμο λέω να το κάνω.
Λούσιμο;
Μα τι μέρα γρουσούζα
δεν κουνιέται ένα φύλλο
το κεφάλι χαβούζα
κι ες-ο-ες πού να στείλω;
κάτι πρέπει [επιτέλους] να κάνω…
Ναι! ένα λούσιμο! Ίσως προκάνω…
Λούσιμο; Ναι λούσιμο!
Φςςςςς
Το νεράκι ρέει,
παγώνει, καίει, παγώνει, καίει…
Τέλειο!
Ποιο σαμπουάν να προτιμήσω;
αυτό; εκείνο; τ’ άλλο;
Ετούτο!
Αφ-ρος!
Ω τι αφράτος αφρός που επάνω σου λειώνει
μοιάζει κρέμα, μοιάζει χιόνι.
Είναι ωραίο πράγμα ο αφρός! Όπως η μαμά, που σου χαϊδεύει το κεφάλι σαν είσαι λυπημένος κι αποκαμωμένος: μια μαμά τεράστια, μια μαμά κατάλευκη.
Ξξξξέβγαλμα, ξξέβγαλμα, ξέβγαλμα.
Δεύτερο χέρι.
Προτιμώ το μπλέ γιατί δεν περιέχει διόλου κάμφορα
Τα καλύτερα κοστίζουν, φτάνουν ως τις ρίζες ευκολότερα
Αφ-ρος!
Ω τι αφράτος αφρός που επάνω σου λειώνει
μοιάζει κρέμα, μοιάζει χιόνι.
Ο αφρός είναι ένα πράγμα αγνό, όπως το γάλα: καθαρίζει από τα μέσα. Ο αφρός είναι ένα πράγμα ιερό που εξαγνίζει τους κακομοίρηδες, τους βαρεμένους, τους καταπιεσμένους. Είναι ένα πράγμα άγιο. Σαν μια Ινδική αγελάδα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 29 Ιουνίου, 2011
Ο Ζακ Μπρελ έγραψε τους ¨Μεγαλοαστούς¨ το 1961 εγκαινιάζοντας μια σειρά τραγουδιών με σατυρικό και σαρκαστικό ύφος. Προσπάθησα να το αποδώσω στα ελληνικά, διεκδικώντας βέβαια κάποιες ελευθερίες σε σχέση με το πρωτότυπο. Για παράδειγμα η κυρά χοντρο- Adrienne de Montalant έγινε απλώς ¨κυρά Άννα¨, για λόγους μετρικούς. Άλλωστε όπως έμαθα (πάντα στο διαδίκτυο) η πραγματική κυρά Αντριάνα λεγόταν du Mont-à-Leux, ήταν ιδιοκτήτρια ενός καφέ στο Mouscron (γαλλόφωνο Βέλγιο) και ο Μπρέλ της άλλαξε λίγο το όνομα για να διευκολύνει την ομοιοκαταληξία. Για τους ίδιους λόγους το ¨Οτέλ: Οι τρεις φασιανοί¨ έγιναν εδώ ¨Οτέλ Στάτους¨ και ο χορευτής βικάριος /πάστορας απόκτησε άλλη υπόσταση. Όσο για το ρεφρέν μπορεί να έχασε κάτι από την διαδοχική εξέλιξη των αστών (Plus ça devient vieux plus ça devient bête), κέρδισε όμως κάτι σε οικολογική διάσταση ε;
Σημείωση: Τυχόν μικροδιαφορές ανάμεσα στην ηχητική ανάγνωση και το γραπτό κείμενο της απόδοσης σημαίνουν απλώς ότι η επεξεργσία (ψάξιμο καταλληλότερων λέξεων) συνεχίζεται.
Σας παραθέτω παρακάτω το κείμενο του τραγουδιού του Μπρελ και την απόδοση στα ελληνικά.
Αλλά, πρώτα σε ήχο:
1. Η αρχική ηχογράφηση των ¨Μπουρζουάδων¨
.
2. Μια ανάγνωση της απόδοσης
Les bourgeois
Le cœur bien au chaud Les yeux dans la bière Chez la grosse Adrienne de Montalant Avec l’ami Jojo Et avec l’ami Pierre On allait boire nos vingt ans Jojo se prenait pour Voltaire Et Pierre pour Casanova Et moi, moi qui étais le plus fier Moi, moi je me prenais pour moi Et quand vers minuit passaient les notaires Qui sortaient de l’hôtel des «Trois Faisans» On leur montrait notre cul et nos bonnes manières En leur chantant
Les bourgeois c’est comme les cochons Plus ça devient vieux plus ça devient bête Les bourgeois c’est comme les cochons Plus ça devient vieux plus ça devient c…
Le cœur bien au chaud Les yeux dans la bière Chez la grosse Adrienne de Montalant Avec l’ami Jojo Et avec l’ami Pierre On allait brûler nos vingt ans Voltaire dansait comme un vicaire Et Casanova n’osait pas Et moi, moi qui restait le plus fier Moi j’étais presque aussi saoul que moi Et quand vers minuit passaient les notaires Qui sortaient de l’hôtel des «Trois Faisans» On leur montrait notre cul et nos bonnes manières En leur chantant
Les bourgeois c’est comme les cochons Plus ça devient vieux plus ça devient bête Les bourgeois c’est comme les cochons Plus ça devient vieux plus ça devient c… Le cœur au repos Les yeux bien sur terre Au bar de l’hôtel des «Trois Faisans» Avec maître Jojo Et avec maître Pierre Entre notaires on passe le temps Jojo parle de Voltaire Et Pierre de Casanova Et moi, moi qui suis resté le plus fier Moi, moi je parle encore de moi Et c’est en sortant vers minuit Monsieur le Commissaire Que tous les soirs de chez la Montalant De jeunes «peigne-culs» nous montrent leur derrière En nous chantant
Les bourgeois c’est comme les cochons Plus ça devient vieux plus ça devient bête Les bourgeois c’est comme les cochons Plus ça devient vieux plus ça devient c…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Ιουνίου, 2011
Μετά το νοσταλγικό/ρομαντικό Les passantes και το σαρκαστικό/αυτοειρωνικό Trompe la mort, λέω να κλείσω (προς το παρόν) τον κύκλο των (ερασιτεχνικών) αποπειρών απόδοσης τραγουδιών του Μπρασένς στα ελληνικά, με την περίφημη Fernande
H Fernande είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ελευθερόστομα τραγούδια του Γάλλου συνθέτη – ποιητή, πολυμεταφρασμένο και πολυτραγουδισμένο. Για τις ελληνικές αποδόσεις/μεταφράσεις και τους σχετικούς προβληματισμούς σας παραπέμπω στο πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία και συγκεκριμένα εδώ από όπου και δανείστηκα (διαδικτυακή αδεία, μα ούτως ή άλλως ευχαριστώ) και τη ¨ζωντανή¨ ηχογράφηση του τραγουδιού από τον Δημήτρη Μπόγδη.
Εδώ θα ήθελα να προσθέσω μόνο μια επί μέρους παρατήρηση:
Όπως ξέρουν όσοι ασχολούνται με θέματα επικοινωνίας, η αποτελεσματικότητα (εμβέλεια, διεισδυτικότητα, πειστικότητα) των μηνυμάτων (και εκείνων από αυτά που διεκδικούν καλλιτεχνική υπόσταση), δεν εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενό τους (το οποίο είναι ως ένα σημείο σταθερό και δεδομένο στην αρχική του μορφολογική καταγραφή, αλλά αρχίζει ήδη να αλλοιώνεται με την πρώτη προσπάθεια μετάφρασης/απόδοσης που θα του τύχει), αλλά εξαρτάται και από μια σειρά άλλων (ρευστών) παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους σημαντικός είναι η ευαισθησία και ο τύπος προσληπτικότητας του εκάστοτε ακροατηρίου.
Έτσι η προσέγγιση/επέμβαση σε οποιοδήποτε μήνυμα (και οπωσδήποτε στο καλλιτεχνικό) δεν μπορεί να αποφύγει κάποιους προβληματισμούς ιστορικού/διαχρονικού χαρακτήρα.
Τα λέω αυτά γιατί θέλω να υπογραμμίσω ότι αλλιώς δρούσε, επηρέαζε, συγκινούσε η ελευθεροστομία (του Μπρασένς και πολλών άλλων καλλιτεχνών) στις δεκαετίες του 40, του 50, άντε και των αρχών του 60 και αλλιώς σήμερα.
Τότε, ο κατεστημένος καθωσπρεπισμός (αμήχανος, έκθετος, ένοχος για την απραξία και τις αντιφάσεις του, τόσο κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης, όσο και μετά), ήταν ένας πρόσφορος στόχος της απελευθερωμένης γλώσσας των (νέων συνήθως) λογοτεχνών. Και αυτή η ¨επίθεση¨ απέδιδε απελευθερωμένες ανάσες.
Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, το αντίστοιχο του τότε ¨καθωσπρεπισμού¨ αποτελείται από ένα υβριδικό κατασκεύασμα όπου αναμειγνύονται η καθεστωτική ¨πολιτική ορθότητα¨ και μια ¨εντυπωσιακή¨ (αποβλέπουσα στον εντυπωσιασμό) μιντιακή βωμολοχία, συν ολίγη από υποτιθέμενη εξοικείωση με ό,τι έχει να κάνει με την εμπορευματική εκδοχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αυτό το (μεταμοντέρνο) συνονθύλευμα δεν μπορεί να θιχτεί από τα χοντρά λόγια που στο παρελθόν λειτουργούσαν απελευθερωτικά.
Έχω την εντύπωση ότι ο σημερινός (μεταμοντέρνος και ¨πολιτικώς ορθός¨) καθωσπρεπισμός δυσανασχετεί (και βάλλεται) περισσότερο από τον διάχυτο ρομαντισμό και την ενδόμυχη ευγένεια του Μπρασένς παρά από τις (σήμερα: τζάμπα μαγκιά) τυχόν προκλητικές του λέξεις.
Εδώ παρακάτω σας έχω:
Το κείμενο της ¨Φερνάνδας¨ στα γαλλικά
την απόδοση που έφτιαξα προσπαθώντας κυρίως να χωράνε οι λέξεις στις νότες (χωρίς πολύ ζόρι, είπαμε)
και σε ήχο:
Τον Μπρασένς: Ανεπίσημη ηχογράφηση με παρέα
Την ηχογράφηση του Δ. Μπόγδη που πήρα από τον Σαραντάκο
Την ηχογράφηση της Κυρίας Σαρκοζί
Ακόμη μία με τον Μαξίμ λε Φορεστιέ
FERNANDE
Une mani’ de vieux garçon,
Moi. j’ai pris l’habitude
D’agrémenter ma solitude
Aux accents de cette chanson:
[Refrain]
Quand je pense à Fernande,
Je bande, je bande,
Quand j’ pense à Felici’,
Je bande aussi.
Quand je pense à Léonore,
Mon Dieu, je bande encore,
Mais quand pense à Lulu,
Là, je ne bande plus!
La bandaison, papa,
Ça n’ se commande pas.
C’est cette mâle ritournelle,
Cette antienne virile,
Qui retentit dans la guérite
De la vaillante sentinelle:
[Au refrain]
Afin de tromper son cafard,
De voir la vi’ moins terne,
Tout en veillant sur la lanterne
Chante ainsi le gardien de phar’:
[Au refrain]
Après la prière du soir,
Comme il est un peu triste,
Chante ainsi le séminariste
A genoux sur son reposoir:
[Au refrain]
A l’Étoile, où j’étais venu
Pour ranimer la flamme,
J’entendis, ému jusqu’aux larmes,
La voix du Soldat inconnu:
[Au refrain]
Et je vais mettre un point final
A ce chant salutaire,
En suggérant aux solitaires
D’en faire un hymne national:
Quand je pense à Fernande,
Je bande, je bande,
Quand j’ pense à Felici’,
Je bande aussi.
Quand je pense à Léonore,
Mon Dieu, je bande encore,
Mais quand pense à Lulu,
Là, je ne bande plus!
La bandaison, papa,
Ça n’ se commande pas.
Η Φερνάρδα (Το ανασήκωμα)
Κάθε φορά που μού ’ρχεται
βαριά μελαγχολία
τη μοναξιά μου ξεγελώ
κι αυτές τις στροφές τραγουδώ:
Σα σκέφτομαι τη Μένη
ετούτος σκληραίνει
κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή
φουσκώνει πολύ
κι αν πάει τυχόν στην Ελένη
αυτός πιο πολύ ανεβαίνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά
μου μένει μια σταλιά.
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.
Και στης σκοπιάς τη μοναξιά
απ’ το κουβούκλιο μέσα
ο φανταράκος τραγουδά
αντρίκιες στροφές φωναχτά:
Αναπολώ την Νόνη
κι ετούτος τυλώνει
κι αν σκέπτομαι την Αθηνά
σκληραίνει ξανά
κι ο νους μου αν πάει στην Υβόνη
αυτός πιο πολύ μεγαλώνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά
μου μένει μια σταλιά
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.
Κι ο φαροφύλακας, που λες,
‘κεί πάνω στο φανάρι
ρεφάρει τους παλιούς καημούς
τραγουδώντας στους ωκεανούς:
Σα σκέφτομαι τη Εύη
φουσκώνει, θεριεύει
κι ο νους μου αν πάει στη Λιλή
σκληραίνει πολύ
κι αν φτάσει ως τη Μελπομένη
αυτός πιο πολύ ανεβαίνει
μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά
μου μένει [αδελφέ] μια σταλιά
Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά
Μα κι ο υποψήφιος μοναχός
δε θα τα καταφέρει
αν του καρφώσει ο Εξ’ αποδώ
στο μυαλό το τροπάρι αυτό:
Ο νους μου σαν πάει στην Ρωξάνη
φαγούρα με πιάνει
και την Ευτέρπη αν σκεφτώ
με τέρπει κι αυτό
κι αν σκέπτομαι τον Ιορδάνη
αυτή η φαγούρα επαυξάνει
μα αν φτάσω στη Γαρουφαλλιά
η φαγούρα ξαφνικά σταματά [δεν την αισθάνομαι πια}
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Ιουνίου, 2011
Είχα ένα θείο που τον έλεγαν Γιάκη.
Θόδωρο τον έλεγαν, αλλά όλοι εμείς οι κοντινοί κι οι συγγενείς τον φωνάζαμε Γιάκη.
Γιάκης Σταματόπουλος, αδελφός της μητέρας μου. Ήταν ο πιο εύστροφος και διασκεδαστικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Ήταν ωραίο να έχεις έναν τέτοιο θείο. Ιδιαιτέρα εκείνο τον παλιό καιρό που οι σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά και τους ¨μεγάλους¨, κατά κανόνα, δεν ήταν και τόσο φιλικές.
Τον θυμάμαι συχνά τον Γιάκη. Σήμερα τον θυμήθηκα ενώ σκάλιζα το βιογραφικό του Μπρασένς, μια που σκόπευα να ανεβάσω στο ιστολογοφόρο ακόμα ένα τραγούδι του τροβαδούρου. Στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τον Μπρασένς, όπως και τον Γιάκη, τον είχαν στείλει στη Γερμανία, σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας.
Ο Γιάκης με πολύ πιο ζόρικες συνθήκες, μια που τον είχαν συλλάβει στην Αθήνα το Μάρτη του ’43 -παιδί γύρω στα είκοσι θα έπρεπε να ήταν τότε, στη διαδήλωση κατά της πολιτικής επιστράτευσης που επιχείρησαν οι Γερμανοί. Του είχαν βρει κι ένα πιστόλι πάνω του και θα μπορούσε να του είχαν συμβεί και χειρότερα πράγματα. Έτσι τουλάχιστον υποθέτω ότι θα σκεφτόταν η γιαγιά μου η Μαριγώ, για να παρηγοριέται.
Ο Μπρασένς κατάφερε να γυρίσει στη Γαλλία και να μείνει κρυμμένος ωσπου να τελειώσει η σύγκρουση. Ο Γιάκης έμεινε ως το τέλος εκεί και τα κατάφερε να μείνει ζωντανός.
Όχι μόνο. Γύρισε στο τέλος του πολέμου κουβαλώντας μαζί του δύο Γερμανίδες, μάνα και κόρη, που δε ξέρω πόσο τις είχε γοητεύσει, υποθέτω πολύ, που τον είχαν βοηθήσει και, τρομοκρατημένες όταν μπήκαν οι σύμμαχοι, θέλησαν να φύγουν από την ηττημένη χώρα.
Και όχι μόνο. Γύρισε έχοντας καταλάβει κάτι από το νόημα της ζωής. Κάτι ας πούμε, σαν την ικανότητα να ανιχνεύεις και να γεύεσαι τη χαρά της ζωής της ίδιας.
Είμαι σίγουρος πως εάν ο Μπρασένς είχε γνωρίσει το Γιάκη θα είχε γράψει κι ένα τραγούδι γι αυτόν.
Το τραγούδι που ακολουθεί τιτλοφορείται Trompe la morte, κάτι σαν ¨Ο Χαρομαχητής¨ και δεν έχει άμεση σχέση με τους συνειρμούς που παρατίθενται παραπάνω. Η απόπειρα απόδοσης των στίχων στα ελληνικά είναι απολύτως ερασιτεχνική, την έκανα με τη βοήθεια διαδικτυακών λεξικών και με κύρια φροντίδα να μπορεί να ταιριάξει (χωρίς πολύ ζόρι) με τη μουσική.
Ακολουθούν:
Σε κείμενο:
1.Οι στίχοι του Μπρασένς στα γαλλικά
2.Η προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά
Σε ήχο:
1. Ο ίδιος ο τροβαδούρος (Συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο άλμπουμ του Μπρασένς, που κυκλοφόρησε το 1976)
2. Μια ανάγνωση της απόδοσης που σκάρωσα
3. Μία πιο πρόσφατη εκτέλεση από τις πολλές που οι φίλοι του Μπρασένς ανεβάζουν στο διαδίκτυο (Gustave Nadaud)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Ιουνίου, 2011
Το τραγούδι έχει τίτλο Les passantes, το έχει μελοποιήσει ο Ζόρζ Μπρασένς, και οι περισσότεροι, ακόμη και η φίλη μου η Μισέλ, νομίζουν ότι και οι στίχοι είναι δικοί του. Πράγματι ο Μπρασένς έχει γράψει τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια του. Σε αυτό όμως όχι. Αυτό το ποίημα το βρήκε το 1942 σε ένα βιβλιαράκι στον πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπώλη, στο «ψειροπάζαρο» (που λένε οι Γάλλοι -και οι Ιταλοί) της Πορτ ντε Βανβ. Θα του αρέσει, θα μελοποιήσει σιγά σιγά τις επτά από τις εννέα στροφές, και δεν θα το τραγουδήσει δημόσια παρά πολλά χρόνια μετά. Ήταν γραμμένο από τον άγνωστο τότε ερασιτέχνη ποιητή Αντουάν Πολ.
Εδώ παρακάτω σας έχω:
1. Γραπτά:
α) Το κείμενο των εννέα αρχικών στροφών του Αντουάν Πολ,
β) Το κείμενο όπως το απέδωσε στα Ιταλικά ο Φαμπρίτσιο,
γ) Την απόδοση στα ελληνικά που σκάρωσα αυτές τις μέρες,
δ) Το ομώνυμο ποίημα του Κώστα Ουράνη, προφανώς εμπνευσμένο από τους στίχους του Πολ.
και
2. Σε ήχο:
*
α) Το τραγούδι ¨Οι Περαστικές¨ του Μπρασένς (πρώτη εκτέλεση το 1972),
.
γ) Την ανάγνωση της προσπάθειας να το αποδώσω στα ελληνικά
… και λίγος ρομαντισμός σε μεταλλικές αποχρώσεις
Je veux dédier ce poème
A toutes les femmes qu’on aime
Pendant quelques instants secrets
A celles qu’on connaît à peine
Qu’un destin différent entraîne
Et qu’on ne retrouve jamais
A celle qu’on voit apparaître
Une seconde à sa fenêtre
Et qui, preste, s’évanouit
Mais dont la svelte silhouette
Est si gracieuse et fluette
Qu’on en demeure épanoui
A la compagne de voyage
Dont les yeux, charmant paysage
Font paraître court le chemin
Qu’on est seul, peut-être, à comprendre
Et qu’on laisse pourtant descendre
Sans avoir effleuré sa main
A la fine et souple valseuse
Qui vous sembla triste et nerveuse
Par une nuit de carnaval
Qui voulut rester inconnue
Et qui n’est jamais revenue
Tournoyer dans un autre bal
A celles qui sont déjà prises
Et qui, vivant des heures grises
Près d’un être trop différent
Vous ont, inutile folie,
Laissé voir la mélancolie
D’un avenir désespérant
A ces timides amoureuses
Qui restèrent silencieuses
Et portent encor votre deuil
A celles qui s’en sont allées
Loin de vous, tristes esseulées
Victimes d’un stupide orgueil.
Chères images aperçues
Espérances d’un jour déçues
Vous serez dans l’oubli demain
Pour peu que le bonheur survienne
Il est rare qu’on se souvienne
Des épisodes du chemin
Mais si l’on a manqué sa vie
On songe avec un peu d’envie
A tous ces bonheurs entrevus
Aux baisers qu’on n’osa pas prendre
Aux coeurs qui doivent vous attendre
Aux yeux qu’on n’a jamais revus
Alors, aux soirs de lassitude
Tout en peuplant sa solitude
Des fantômes du souvenir
On pleure les lèvres absentes
De toutes ces belles passantes
Que l’on n’a pas su retenir
Le passanti
(Η απόδοση του Fabrizio de Andre)
Io dedico questa canzone
ad ogni donna pensata come amore
in un attimo di libertà
a quella conosciuta appena
non c’era tempo e valeva la pena
di perderci un secolo in più.
A quella quasi da immaginare
tanto di fretta l’hai vista passare
dal balcone a un segreto più in là
e ti piace ricordarne il sorriso
che non ti ha fatto e che tu le hai deciso
in un vuoto di felicità.
Alla compagna di viaggio
i suoi occhi il più bel paesaggio
fan sembrare più corto il cammino
e magari sei l’unico a capirla
e la fai scendere senza seguirla
senza averle sfiorato la mano.
A quelle che sono già prese
e che vivendo delle ore deluse
con un uomo ormai troppo cambiato
ti hanno lasciato, inutile pazzia,
vedere il fondo della malinconia
di un avvenire disperato.
Immagini care per qualche istante
sarete presto una folla distante
scavalcate da un ricordo più vicino
per poco che la felicità ritorni
è molto raro che ci si ricordi
degli episodi del cammino.
Ma se la vita smette di aiutarti
è più difficile dimenticarti
di quelle felicità intraviste
dei baci che non si è osato dare
delle occasioni lasciate ad aspettare
degli occhi mai più rivisti.
Allora nei momenti di solitudine
quando il rimpianto diventa abitudine,
una maniera di viversi insieme,
si piangono le labbra assenti
di tutte le belle passanti
che non siamo riusciti a trattenere.
Οι περαστικές
(Το κείμενο της απόδοσης των ¨περαστικών¨ που σας έφτιαξα)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Μαΐου, 2011
Ο Cecco Angiolieri υπήρξε ένας ενδιαφέρων τύπος, ποιητής και ιππότης, που έζησε στην Τοσκάνη (Σιένα, από το 1260 ως περίπου το 1312) την ίδια πάνω κάτω εποχή με τον Δάντη. Το σονέτο του ¨Αν ήμουν φωτιά¨ τραγουδάει εδώ ο Fabrizio de Andre. Έκανα μια πρώτη προσπάθεια απόδοσης του κειμένου στα ελληνικά, αλλά για καλό και για κακό σας παραθέτω και το πρωτότυπο. Σε ήχο:
α) το τραγούδι του Φαμπρίτσιο,
*
β) μια σπάνια απαγγελία από τον Βιτόριο Γκάσμαν Εδώ
γ) μία ανάγνωση στα ελληνικά.
S’i fosse fuoco
S’i fosse fuoco, arderei ‘l mondo; s’i fosse vento, lo tempestarei; s’i fosse acqua, i’ l’annegherei; s’i fosse Dio, mandereil’ en profondo;
s’i fosse papa, allor serei giocondo, ché tutti cristiani imbrigarei; s’i fosse ‘mperator, ben lo farei; a tutti tagliarei lo capo a tondo.
S’i fosse morte, andarei a mi’ padre; s’i fosse vita, non starei con lui; similemente faria da mi’ madre. Si fosse Cecco com’i’ sono e fui, torrei le donne giovani e leggiadre: le zoppe e vecchie lasserei altrui.
Φωτιά αν ήμουν
Φωτιά αν ήμουν, θα ’καιγα την Πλάση, νερό αν ήμουν θα ’πνιγα τη Γη κι αν ήμουν άνεμος με ίδια οργή, Θεούς κι ανθρώπους θα ’στελνα στη Χάση
Αν ήμουν Πάπας, τότε θα ’χα κέφια και θα κορόιδευα όλους τους πιστούς και βασιλιάς αν ήμουνα αδέλφια κεφάλια θα ’χα κόψει σε αρκετούς.
Χαμός αν ήμουν, πρώτα τον πατέρα θα είχα πάει να επισκεφτώ, το ίδιο θα ’κανα και στη μητέρα που με ξεφούρνισε στον κόσμο αυτό.
Αλλά αφού ’μαι αυτός (κι αυτός θα μείνω) τις νιες και όμορφες μονάχα κυνηγώ και γριές και άσχημες στους άλλους τις αφήνω.