Απόδοση στα Ελληνικά του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι.
Ο ΓΙΟΣ
Σε είδα από την πόρτα της κουζίνας
είχες τον άσπρο αυχένα ενός γέρου
και είχε πάρει του κενού σου το σουλούπι
το πανωφόρι που στην είσοδο κρεμόταν.
Γύρω παλιές φωτογραφίες
κι ημερολόγια ετών που δεν υπάρχουν
-ναι, ζούμε μερικές φορές
σε χρόνια που ολότελα έχουν λήξει.
Σκυμμένος στο τραπέζι της κουζίνας
τα μπράτσα σου κλειστά και σταυρωμένα
σα να ‘θελες την οικουμένη όλη
σφιχτά να την κρατήσεις να μη φύγει.
Μετρώντας τις σχισμές στο μουσαμά.
Ξεροκέφαλε
Πατέρα.
*
Θα ήθελα να μη μετρώ ορόφους
καθώς βυθίζεται αργά ο ανελκυστήρας
στα ισόγεια βάθη
αυτού του άσχημου κτιρίου
Ούτε να ανασαίνω μ’ ανακούφιση
καθώς αφήνω πίσω πια
αυτούς τους ξεφτισμένους τοίχους
Να ’μαι κοντά σου θα ‘θελα.
Μα δεν μπορώ.
*
Τα κύματα με παίρνουν και με πάνε
-έξω- σ’ ωκεανό κατάφωτο.
Εκεί όπου βροντάνε καταρρέοντας
οι καταρράχτες
σε αίθουσες με βιντεοπαιχνίδια
πάλλονται κινητήρες, φτάνουνε αχοί από μακριά
Japan Redondo Seattle
λάμψεις, αστέρια, μπόνους, νέα όπλα,
σενάρια Mortal Kombat
όπως δεν έχεις δει ποτέ, ούτε στα όνειρά σου.
*
Το βλέμμα της
έρχεται και μ’ αρπάζει
μέσα απ’ αρώματα και διαφημίσεις ψεύτρες.
Η αντανάκλασή της στην βιτρίνα
τα χέρια της καθώς κινούνται
φτιάχνοντας τα πακέτα
να συσκευάζουν λακ για εύθυμους φασίστες
για τα δαιμόνια τζελ,
σπρέι για τις νεράιδες
και μυρωδιές που έρχονται από ‘κεί όπου γιορτάζουν
βαλσαμωμένοι πεζοναύτες
Μπάρμπι σε αποσύνθεση
αρτίστες τους κακούς που προσποιούνται
τενόροι που το παίζουν ευεργέτες
σε μία πολυθρόνα πεθαμένοι
εδώ κι αιώνες
στου Motel Bates
το τελευταίο πάνω πάτωμα.
*
Όμως αποτελούμε, εγώ κι εκείνη
σύννεφο δίδυμο
κι αχτύπητο της κίνησης ζευγάρι.
Κάτω από ήλιο κίτρινο, φτιαγμένο από νέον
που κατακαίει τους δρόμους.
Εκεί όπου ο έμπορας αρέσκεται
να σε φωνάζει ¨αδελφό¨
χάπια, αμφεταμίνες, πρόζακ, ξίφη,
εκεί δίνω τις μάχες μου εγώ και τραγουδώ
μπορείς πατέρα να μ’ ακούσεις;
*
Εσύ που με προστάτεψες βρυχώμενος
όταν πρωτοφοβήθηκα το θάνατο
και δίπλα μου ξαγρύπνησες στον πυρετό μου.
Εσύ που έξω απ’ το σχολείο δίσταζες
να μπεις μέσα μαζί μου ή όχι
κι από του φράχτη τις τσουκνίδες μ’ έβλεπες
να παίζω μπάλα
στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης.
Εσύ π’ ακόμη ψάχνεις για ψωμί και γάλα
γέρος, χωρίς δουλειά
σκυφτός, τραυματισμένος, ακτήμονας, ατζέκος
πώς θα μπορέσω να σου πω ότι μεθάω
μ’ αυτό που ίσως εσένα σε σκοτώνει
την πόλη και τα ερπετά της
τον γίγαντα του Φεγγαριού που απόψε
θα κάψει όλες τις στέγες
και λέει, αύριο θα την δεις την πιο ωραία
εκείνη που την ομορφιά της περιφέρει
σαν κάτι που το λαχταράς,
σαν ένα όνομα,
σαν κάτι τι
που είναι αναγκαίο.
***