(Μονόλογοι από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα)
ΛΙΖΑ
Εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ
και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά
τι λένε οι άλλοι δεν ακούω
-αν για το σώμα μου μιλάνε
ή για το πεπρωμένο που επίκειται.
Έχω εγώ πόδια μικρά να δραπετέψω
κι έχω έναν κώλο που θαυμάζω
όπως η κυρά-αλεπού θαυμάζει την ουρά της
-με ματαιοδοξία.
Θα ‘θελα να με σέβονται, όπως εγώ
σέβομαι τη βελανιδιά του κήπου
που πίνει τις σταγόνες του αίματός μας
όταν κρύβει τον ήλιο
κι όταν την οροφή ενός ονείρου
μεσ’ στο σκοτάδι υποδείχνει.
Γελάω εγώ και σβήνω το κραγιόν μου
και ύστερα το ξανα-ματα-βάζω
να πω γιατί, δε θα ‘ξερα.
Θα ‘θελα, εγώ, ν’ αλλάζω κάθε ώρα
-μα άστατη μη με πείτε.
Χρειάζομαι αέρα καθαρό, καπνό κι ομίχλη
να φεύγω και να μένω
ν’ ανασηκώνομαι ψηλά, μετά να πέφτω χάμω,
-τρελή να μη με πείτε.
*
Θέλω μια πόλη, εγώ, που να μην είναι
μόνο ταμπέλες φωτεινές
εγώ αγαπώ τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις
κι όχι ό, τι έρχεται μετά
τους σμπάρους, τις σειρήνες.
Εγώ ακούω των σκύλων τους κλαυθμούς
απ’ τη φωλιά τους.
Στ’ αρώματα δουλεύω εγώ, στα σαμπουάν
κι όμως αισθάνομαι τη βρώμα της ανάσας
των κροκοδείλων.
Εγώ κλαίω σκυφτή
μπρος στο βωμό
του ραδιοφώνου ενός αυτοκινήτου
κλωτσάω εγώ και γρατζουνώ.
Εγώ δε θα ‘θελα ποτέ να γεννηθώ
και θα ‘θελα γριά να είμαι τώρα
όπως είναι φθαρμένο, γέρικο, σαθρό
ό, τι έμαθα ως τα τώρα απ’ τον κόσμο.
Θέλω στα μπράτσα σου να κοιμηθώ
και με τις ώρες να σ’ ακούω να μιλάς
για τον Γονιό σου
αλλά και να σ’ αφήσω μοναχό
κι η μηχανή να φλέγεται στη χαραγμένη άσφαλτο.
Θέλω
με το μικρό το δάχτυλο
το αίμα σου να γλύψω
και να σου τον ρουφήξω
και έπειτα ψυχρή σαν ντίβα σε ταινία
να τον δείξω
στις φίλες μου
και θα ‘θελα για μένανε να γράψεις
σ’ όλους τους τοίχους.
*
Ένα ψαλίδι έχωσα εγώ στο μπράτσο ενός τύπου
που πάνω μου σαλιάριζε
εγώ αιχμάλωτη στο δάσος
στα αποτρίχια των σκυλιών ανάμεσα
δαγκώνω κι υποφέρω.
Εγώ είμαι η βασίλισσα, η δούλα
εγώ δεν ξέρω απόψε που να πάω
ούτε και ξέρω, απόψε, στο σκοτάδι
πού θα σε βρω.