Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2013
Να κι ένα κλασσικό ναπολιτάνικο τραγούδι. Από τα πιο όμορφα. Η Reginella (νεαρή βασίλισσα). Γράφτηκε στη ναπολιτάνικη διάλεκτο από τον Libero Bovio και μελοποιήθηκε από τον Gaetano Lama το 1917. Σε αντίθεση με την μεταγενέστερη Reginella Campagnola (που μεταφράστηκε και τραγουδήθηκε στα ελληνικά, τόσο ως ¨Χωριατοπούλα Ρετζινέλα¨, όσο και παραφρασμένη ως ¨Κορόιδο Μουσολίνι¨), η ναπολιτάνικη Ρετζινέλα δεν μου προκύπτει μεταφρασμένη ή προσαρμοσμένη στα ελληνικά. Τουλάχιστον από μια πρώτη διαδικτυακή έρευνα. Σας έφτιαξα λοιπόν μια προσαρμογή (υπό τις συνήθεις προϋποθέσεις)…
Αλλά πρώτα οι μουσικές εκτελέσεις:
Από τον Roberto Murolo
Από την Gabriela Ferri
Από τον Diego Moreno
Με ακορντεόν
Η εκδοχή στα ελληνικά που σας ετοίμασα
Ρήγισσά μου
Ανοιχτό ήταν το ντεκολτέ σου
και καπέλο με άνθη φορούσες
με αρτίστες παρέα γυρνούσες
και μιλούσες, θαρρώ, γαλλικά.
Μόλις χτες
κατά τύχη σε είδα,
μόλις χτες
σ’ είδα, στα ξαφνικά…
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
καμιά φορά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά.
Τότε, ήσουνα η ρήγισσά μου,
συ μου χάριζες γέλιο και δάκρυ
τα φιλιά μας δεν είχανε άκρη,
τ’ άλλα ήταν για μας περιττά.
Κι η καρδερίνα
μ’ εσέ κελαηδούσε,
πως η ρήγισσα
τον ρήγα αγαπά!
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
σποραδικά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά…
Καρδερίνα, σαν τι περιμένεις;
του κλουβιού σου την πόρτα έχω ανοίξει
πέτρα πίσω έχει η ρήγισσα ρίξει
φύγε, πέταξε τώρα και συ.
Μια κυρά ψάξε
να βρεις καινούργια
απ’ την άλλην
να ’ναι πιο αληθινή.
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
καμιά φορά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά…
Reginella
Te si’ fatta na vesta scullata,
nu cappiello cu ‘e nastre e cu ‘e rrose…
stive ‘mmiez’a tre o quatto sciantose
e parlave francese…è accussí?
Fuje ll’autriere ca t’aggio ‘ncuntrata
fuje ll’autriere a Tuleto, ‘gnorsí…
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Reginè’, quanno stive cu mico,
nun magnave ca pane e cerase…
Nuje campávamo ‘e vase, e che vase!
Tu cantave e chiagnive pe’ me!
E ‘o cardillo cantava cu tico:
«Reginella ‘o vò’ bene a stu rre!»
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Oje cardillo, a chi aspiette stasera?
nun ‘o vvide? aggio aperta ‘a cajóla!
Reginella è vulata? e tu vola!
vola e canta…nun chiagnere ccá:
T’hê ‘a truvá na padrona sincera
ch’è cchiù degna ‘e sentirte ‘e cantá…
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2013
Ένας φτωχοδιάβολος στο άνθος της ηλικίας του, αλαφροπόδης και πονηρομάτης, με το στόμα γεμάτο χαρωπά κελαηδήματα, ξεκινούσε για το κυνήγι της πεταλούδας.
Καθώς έφτασε στην άκρη του χωριού είδε μια σταχτοπούτα να γνέθει το κουβάρι της. Της λέει: Γεια σου. Ο θεός να σε έχει καλά. Πάμε να πιάσουμε πεταλούδες;
Η σταχτοπούτα ενθουσιασμένη που θα άφηνε το καλύβι της, βάζει το καινούργιο φουστάνι και τα μποτάκια της, τον πιάνει αγκαζέ και πάνε στα δροσερά λιβάδια να κυνηγήσουν πεταλούδες.
Δεν ήξεραν πως στις σκιές κρυβόταν ο έρωτας με τη βουκέντρα του και ότι διαπερνούσε τις νεανικές καρδιές όσων τις πεταλούδες κυνηγούν…
Κάπως έτσι, εάν θέλουμε να είμαστε (κατά το δυνατό) πιστοί στο αρχικό κείμενο, αρχίζει ¨Το κυνήγι των πεταλούδων¨ (ένα από τα πιο γνωστά τραγουδάκια του Μπρασένς). Αλλά δεν θέλουμε. Προτιμάμε να το προσαρμόσουμε με τρόπο που να ¨χωράει¨ στις νότες του τραγουδοποιού. Με (ομολογημένο) στόχο να μπορούμε να το ψιλο-τραγουδήσουμε στα ελληνικά (στο μπάνιο). Και επειδή Μπρασένς ίσον ρίμα, θα πρέπει να έχει και τις απαραίτητες ομοιοκαταληξίες.
Το βάζουμε λοιπόν στον τόρνο και αρχίζει η επεξεργασία.
Un bon petit diable à la fleur de l’âge
La jambe légère et l’oeil polisson
Et la bouche pleine de joyeux ramages
Allait à la chasse aux papillons
Comme il atteignait l’orée du village
Filant sa quenouille, il vit Cendrillon
Il lui dit : «Bonjour, que Dieu te ménage
J’t’emmène à la chasse aux papillons»
Cendrillon ravie de quitter sa cage
Met sa robe neuve et ses botillons
Et bras d’ssus bras d’ssous vers les frais bocages
Ils vont à la chasse aux papillons
Il ne savait pas que sous les ombrages
Se cachait l’amour et son aiguillon
Et qu’il transperçait les coeurs de leur âge
Les coeurs des chasseurs de papillons
Quand il se fit tendre, elle lui dit : «J’présage
Qu’c’est pas dans les plis de mon cotillon
Ni dans l’échancrure de mon corsage
Qu’on va à la chasse aux papillons»
Sur sa bouche en feu qui criait : «Sois sage !»
Il posa sa bouche en guise de bâillon
Et c’fut l’plus charmant des remue-ménage
Qu’on ait vu d’mémoir’ de papillon
Un volcan dans l’âme, ils r’vinrent au village
En se promettant d’aller des millions
Des milliards de fois, et mêm’ davantage
Ensemble à la chasse aux papillons
Mais tant qu’ils s’aim’ront, tant que les nuages
Porteurs de chagrins, les épargneront
Il f’ra bon voler dans les frais bocages
Ils f’ront pas la chasse aux papillons
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Φεβρουαρίου, 2013
Αυτό είναι ένα τραγουδάκι χωρίς όνομα, έτσι για να τραγουδάμε, για να κάνουμε κάτι. Τίποτα το εξαιρετικό, είναι ένα τραγουδάκι ντόπιο που μπορείς να το πεις ακόμη κι αν δεν έχεις φωνή.
Φτάνει η υγεία.
Άμα έχεις υγεία τα έχεις όλα.
Φτάνει η υγεία κι ένα ζευγάρι γερά παπούτσια και μπορείς να γυρίσεις όλο τον κόσμο.
Και με συνοδεύω από μόνος μου.
Για να ιδώ την ζωή ωραία
κιθάρα πήρα για παρέα
κι όταν η μέρα φεύγει, πάει
να που η καρδιά μου τραγουδάει.
Μπορεί η φωνή μου να ‘ναι λίγη,
μα αρκεί τα βάσανα να πνίγει
κι αν για την όπερα δεν κάνει
για να ονειρεύομαι μου φτάνει.
Έτσι… τραγουδώ
μα απ’ την καρδιά το κάθε μου τραγούδι.
Στο όνειρό μου ζω
και να που ξεφυτρώνει ένα λουλούδι.
Λουλούδι πασχαλιάς
που με γυρνά στην πρώτη μου αγάπη,
που τα τραγούδια μου τα αγαπούσε,
αλλά εμένα με περιγελούσε.
Τραγούδια όμορφα, με πάθος
και νοσταλγία κατά βάθος,
που από εσένα έχουν κάτι
σου τραγουδάω με γινάτι.
Σου τραγουδώ, δεν σου φωνάζω
και τ’ άχτι μου καταλαγιάζω,
μα ο ουρανός σαν σκοτεινιάζει
καμιά, για μένα, δε την νοιάζει…
Κι έτσι… τραγουδώ
Κι απ’ την καρδιά το κάθε μου τραγούδι
Τα όνειρά μου ζω
και να που ξεφυτρώνει ένα λουλούδι
Λουλούδι πασχαλιάς
που με γυρνά στην πρώτη μου αγάπη
που τα τραγούδια μου τα αγαπούσε
αλλά εμένα με περιγελούσε.
Πρόκειται για το Tanto per cantare, ένα παλιό (1932) λαϊκό τραγουδάκι της Ρώμης γραμμένο από τους Ettore Petrolini και Alberto Simeoni εν μέρει στην τοπική διάλεκτο.
Εδώ παρακάτω θα το ακούσετε από
τον Νίνο Μανφρέντι
την Γκαμπριέλα Φέρι
και τους Ρέντζο Αρμπορε και Λουίτζι Προϊέτι σε ζωντανή ηχογράφηση
Εδώ η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά
Tanto per cantare…
È una canzone senza titolo,
tanto per cantare, per fare qualcosa.
Non è niente di straordinario,
è roba del paese nostro,
che si può cantare pure senza voce.
Basta la salute, quando c’è la salute c’è tutto. Basta la salute e un paio di scarpe nuove puoi girare tutto il mondo, e mi accompagno da solo.
Per fare la vita meno amara mi sono comprato questa chitarra, e quando il sole scende e muore mi sento un cuore cantatore.
La voce è poca ma intonata, non serve per fare una serenata, ma solamente a fare in maniera di farmi un sogno a prima sera.
Tanto per cantare, perchè mi sento un formicolio nel cuore, tanto per sognare, perchè nel petto mi nasca un fiore.
Fiore di lillà che mi riporti verso il primo amore, che sospirava le canzoni mie, e mi intontiva di bugie.
Canzoni belle e appassionate che Roma mia mi ricordate, cantate solo per dispetto, ma con una smania dentro il petto.
Io non vi canto a voce piena, ma tutta l’anima è serena, e quando il cielo se scolora di me nessuna si innamora.
Tanto per cantare, perchè mi sento un formicolio nel cuore, tanto per sognare, perchè nel petto mi nasca un fiore.
Fiore di lillà che mi riporti verso il primo amore, che sospirava le canzoni mie, e mi intontiva di bugie.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2013
Λέω πως είμαι
άνθρωπος νέος
(μα τόσο νέος, που επέρασε καιρός,
που πια δεν είμαι,
καν χουντικός).
Είμαι ευαίσθητος, τυγχάνω ανθρωπιστής,
πιάνω τα σήματα δύσης κι ανατολής,
στο παρελθόν μπορεί να υπήρξα
μαοϊστής,
μα του πρασίνου είμαι τώρα ακραιφνής
υπερασπιστής.
Πριν λίγα χρόνια, μεσ’ τον ρου της εποχής,
όπως κι οι άλλοι, ήμουν κι εγώ
σοσιαλιστής.
Εγώ είμαι
άνθρωπος νέος
και της προόδου οπαδός και υμνητής
και ταυτοχρόνως
και φιλελεύθερος και αντιρατσιστής.
Είμαι καλός,
των ζώων φίλος,
του κράτους είμαι συνεπής επικριτής
και παραδόξως, εδώ και λίγο,
νιώθω αισίως, και ασμένως να ‘χω γίνει
ευρωπαϊστής.
Πραγματιστής
ειν’ όποιος ξέρει ποια πλευρά έχει το δίκιο,
είναι όποιος έχει τις ιδέες καθαρές
μες στο κεφάλι,
που απ’ τις θεωρίες το ζουμί
ξέρει να βγάλει,
δυο τρεις φυλλάδες που έχει πάντα
στη μασχάλη
κι έτσι γνωρίζει,
λέει,
τι σκέπτονται κι οι άλλοι,
μα ίσως, ως καλός κομφορμιστής
απλώς τυχαίνει να είναι λάτρης
της εύκαμπτης (και έγκαιρης)
προσαρμογής!
Πραγματιστής
είναι ένας τύπος μαλακός, χωρίς ουσία,
που κολυμπά κι ελίσσεται μες την πλειοψηφία.
Πραγματιστής
ειν’ ένα ζώο που παντού επιβιώνει,
που απ’ των ιδεών την εισβολή
ξέρει να επιζεί,
στα λόγια, δεν κωλώνει!
Τη νύχτα ζει με όνειρα άλλων ονειροπόλων,
τη μέρα πάλι προσπαθεί στο ενδιάμεσο των πόλων
να αρπαχτεί, να κρατηθεί κι έτσι
να επιπλεύσει
(και τη χειρότερη εκδοχή,
πάντα
έχει προβλέψει).
Εγώ είμαι
άνθρωπος νέος,
με τις γυναίκες πάντα εξαίρετη έχω σχέση, θα ‘λεγα είμαι
φεμινιστής,
είμαι αισιόδοξος και πάντα προσηνής,
μεταμοντέρνος και μεταρρυθμιστής.
Δεν είμαι διόλου φωνακλάς, μα
ειρηνιστής,
κάποτε ήμουν μαρξιστής λενινιστής
και με τους θρήσκους μού ’τυχε,
-μα ελάχιστες φορές-
να χω επαφές.
Ο Πραγματιστής
θα έπρεπε, χωρίς
τα πόδια να στυλώνει,
να ξέρει πως αναπηδά σα να ‘τανε μπαλόνι,
σαν αερόστατο χοντρό φίσκα πληροφορίες
που σέρνεται στα χαμηλά, μα όσο κι αν απλώνει
και προσπαθεί να έχει επαφή με την πραγματική τη γη,
αυτό που κατορθώνει,
δεν είναι να πραγματωθεί,
μα μόνο να φυτοζωεί, χωρίς ειρμό και προορισμό,
αν και θα πρέπει εδώ, να πω
και να υπογραμμίσω:
πολλοί του μοιάζουμε σε αυτό.
Εγώ είμαι
ο άνθρωπος ο νέος,
μα τόσο νέος που το βλέπεις εξ αρχής,
πως είμαι ο σύγχρονος πραγματιστής!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Τζόρτζιο Γκάμπερ με τίτλο ¨Ο κομφορμιστής¨, εδώ σε μια απόπειρα ελεύθερης μεταφοράς στα ελληνικά. Αυτή τη φορά (δεν είναι η πρώτη) ίσως το παράκανα, μια που άλλαξα ως και τον τίτλο. Ο βασικός λόγος είναι αυτός που υπονοείται στον υπότιτλο που πρόσθεσα: Ο σημερινός κομφορμιστής (κατά τη δική μου πάντοτε προσέγγιση και ερμηνεία) πλασάρεται διεθνώς ως ¨πραγματιστής¨. Επί πλέον εξελλήνισα κάποιους στίχους με αναφορές που αλλιώς θα ¨έπιαναν¨ μόνο οι εξοικειωμένοι με τα ιταλικά πράγματα. Έτσι ο φεντεραλισμός (ρεύμα υπέρ μιας ομόσπονδης Ιταλίας) έγινε ευρωπαϊσμός (έννοια που έτσι κι αλλιώς αναφέρεται παρακάτω), οι νεαροί επαναστάτες της δεκαετίας του 60 από 68άρηδες(?) αποδόθηκαν ως μαοϊκοί (θα μπορούσα να τους πω και τροτσκιστές, εργατιστές, κλπ) και οι καθο(λικοί)-κομμουνιστές ως απλώς θρήσκοι. Αυτά.
Στο τραγούδι αυτό ο Γκάμπερ παίρνει στο ψιλό τους παλιούς «επαναστάτες» που κατάντησαν νεοφιλελεύθεροι πραγματιστές παίρνοντας μαζί τους (και ξεφτιλίζοντας) μερικές από τις κλασσικές λέξεις της αριστεράς, όπως η ίδια η λέξη επανάσταση, η πρόοδος, ο ανθρωπισμός και άλλες.
Εδώ ο ¨κομφορμιστής¨ από τον ίδο τον Γκάμπερ
Εδώ με τον Τσελεντάνο
Εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Il Conformista :
Io sono
un uomo nuovo talmente nuovo che
è da tempo che non sono neanche più fascista
sono sensibile e altruista
orientalista
ed in passato sono stato
un po’ sessantottista
da un po’ di tempo ambientalista
qualche anno fa nell’euforia mi son sentito
come un po’ tutti socialista.
Io sono
un uomo nuovo
per carità lo dico in senso letterale sono progressista
al tempo stesso liberista
antirazzista
e sono molto buono
sono animalista
non sono più assistenzialista
ultimamente sono un po’ controcorrente
son federalista.
Il conformista
è uno che di solito sta sempre dalla parte giusta,
il conformista ha tutte le risposte belle chiare dentro la sua testa
è un concentrato di opinioni
che tiene sotto il braccio due o tre quotidiani
e quando ha voglia di pensare pensa per sentito dire
forse da buon opportunista
si adegua senza farci caso e vive nel suo paradiso.
Il conformista
è un uomo a tutto tondo che si muove senza consistenza,
il conformista s’allena a scivolare dentro il mare della maggioranza
è un animale assai comune
che vive di parole da conversazione
di notte sogna e vengon fuori i sogni di altri sognatori
il giorno esplode la sua festa
che è stare in pace con il mondo
e farsi largo galleggiando
il conformista
il conformista.
Io sono
un uomo nuovo
e con le donne c’ho un rapporto straordinario sono femminista
son disponibile e ottimista
europeista
non alzo mai la voce
sono pacifista
ero marxista-leninista
e dopo un po’ non so perché mi son trovato
cattocomunista.
Il conformista
non ha capito bene che rimbalza meglio di un pallone
il conformista aerostato evoluto
che è gonfiato dall’informazione
è il risultato di una specie
che vola sempre a bassa quota in superficie
poi sfiora il mondo con un dito e si sente realizzato,
vive e questo già gli basta
e devo dire che oramai
somiglia molto a tutti noi
il conformista
il conformista.
Io sono
un uomo nuovo
talmente nuovo che si vede a prima vista
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Δεκεμβρίου, 2012
Πατέρα που βρίσκεσαι στους ουρανούς,
μείνε εκεί.
Eμείς θα μείνουμε εδώ, στη Γη
που μερικές φορές είναι τόσο χαριτωμένη…
Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο
και τα οστά μου θα χουν πρασινίσει,
αν πουν ότι χασκογελώ για κάποιο αστείο
θα’ν’ ένα ψέμα (…που
δεν θα με αναστήσει!).
Διότι δεν θα ’ν’ εκεί
του σώματός μου η σάρκα,
που ευθύς, στο τάκα τάκα,
κάτι αχρείοι λιμασμένοι ποντικοί
θα ’χουν καταβροχθίσει.
Κι εγώ δηλώνω πως, χωρίς, δεν κάνω:
Τα αμελέτητά μου,
τα πόδια, τα κανιά, τα γόνατά μου,
τα μπούτια μου, και βέβαια τον κώλο,
όπου καθόμουν πάνω.
Τα έντερα, τ’ αγγεία, τα μαλλιά μου
τα μάτια τα γλαρά μου
τη γλώσσα, τα σαγόνια που μασούσα
και σας περιγελούσα
Τη μύτη μου την κομπορρημονούσα,
τη ράχη, τη καρδιά μου, το συκώτι.
Όλα φθαρτά, μα θαυμαστά!
Κι ας μην ξεχνάμε ότι
χάρη σ’ αυτά μπορούσα
να εκτιμώ δεόντως:
Τις δούκισσες, τους δούκες,
κάτι τζιτζιφιόγκους με περούκες,
τις πάπισσες, τους πάπες, τους αβάδες, τις αγίες
και προ όλων αυτών,
ας μη ξεχνώ,
τους (συναδέλφους) επαγγελματίες
Κι έπειτα πια μυαλό δε θα ’χω,
ούτε σταλιά απ’ τη φαιά ουσία,
με φώσφορο επαρκή για να προβλέπω
τι μπορεί να ’χει πλέον σημασία,
καθώς τα κόκαλά μου
θα ’ν’ πια πρασινισμένα
και του κρανίου τα οστά
καλά αερισμένα…
Αχ πως μισώ, τα γηρατειά,
να τυραγνούν κι εμένα!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Μπορίς Βιάν, εδώ ερμηνευμένο από τον Σερζ Ρεζιανί. Στην αρχή εν είδη προμετωπίδας ο Βιάν έχει παρεμβάλει τις πρώτες αράδες από το ποίημα του Πρεβέρ ¨
PATER NOSTER
¨ (ένα όμορφο ποίημα που θα το δούμε χώρια). Αυτή τη φορά είπα να μη ζορίσω πολύ την προσαρμογή και έτσι προέκυψαν μερικοί παραπανίσιοι στίχοι. Ελπίζω ότι το πνεύμα παραμένει, όσο το δυνατό, κοντά στο πρωτότυπο.
Εδώ το τραγούδι του Μπορίς Βιάν
Εδώ η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vert sur mes osses
P’tet qu’on croira que je ricane
Mais ça sera une impression fosse
Car il me manquera
Mon élément plastique
Plastique tique tique
Qu’auront bouffé les rats
Ma paire de bidules
Mes mollets mes rotules
Mes cuisses et mon cule
Sur quoi je m’asseyois
Mes cheveux mes fistules
Mes jolis yeux cérules
Mes couvre-mandibules
Dont je vous pourléchois
Mon nez considérable
Mon coeur mon foie mon râble
Tous ces riens admirables
Qui m’ont fait apprécier
Des ducs et des duchesses
Des papes des papesses
Des abbés des ânesses
Et des gens du métier
Et puis je n’aurai plus
Ce phosphore un peu mou
Cerveau qui me servit
A me prévoir sans vie
Les osses tout verts, le crâne venteux
Ah comme j’ai mal de devenir vieux.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Δεκεμβρίου, 2012
Εδώ θέλει ατμόσφαιρα. Νουάρ. Σκοτάδι χαραγμένο από χιαστί νεφελωμένους προβολείς. Μπουκάλια με μονές και διπλές καμπυλότητες. Τραπεζάκι γωνιακό, γκαρσόνι με κατανόηση εξομολογητή. Ρεπούμπλικα κατεβασμένη ως τα φρύδια, γιακά ανασηκωμένο, πουκάμισο ξεκούμπωτο. Μάτια λίγο κοκκινισμένα, φωνή λίγο σπασμένη… και…
Ναι, πίνω, συστηματικά, για να ξεχνώ, πώς μου κάνεις νερά Ναι, πίνω, συστηματικά, για να ξεχνώ, όσα μου παν’ στραβά.
Ναι, πίνω ό, τι κι αν βρω μπροστά φτάνει να ‘χει αλκοόλ σε γερά ποσοστά Ναι, πίνω κάθε κατακάθι: της ζήλιας βοηθά να ξαγκιστρώνω τ’ αγκάθι.
Ειν’ η ζωή διασκεδαστική; είναι η ζωή πολύτιμη; έχω μια δυο απορίες. Αξίζει την ζωή να ζεις; αξίζει να απατηθείς; Είναι ερωτηματικά όπου κανείς δεν απαντά …
Για αυτό πίνω, συστηματικά, για να ξεχνώ πως η λήξη ειν’ κοντά. Ναι, πίνω συστηματικά και ξεχνώ πως δεν ειμ΄ έφηβος πια
Ναι, πίνω κι ας μην το διασκεδάζω να είμαι πίτα, να μη με λογαριάζω. Και, πίνω μα χωρίς να ξεδίνω αφού δεν τολμώ, ένα τέλος να δίνω.
Είναι ο Μπορίς Βιάν Εδώ μόνος του
Και εδώ επικαλυμμένος εν μέρει από την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα
Το τραγούδι στα γαλλικά
Je bois
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
les amis de ma femme
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
tous mes emmerdements
Je bois
N’importe quel jaja
Pourvu qu’il fasse
ses douze degrés cinque
Je bois
La pire des vinasses
C’est dégueulasse,
mais ça fait passer l’temps
La vie est-elle tell’ment marrante
La vie est-elle tell’ment vivante
Je pose ces deux questions
La vie vaut-elle d’être vécue
L’amour vaut-il qu’on soit cocu
Je pose ces deux questions
Auxquelles personne ne répond… et
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
le prochain jour du terme
Je bois
Systématiquement
Pour oublier
que je n’ai plus vingt ans
Je bois
Dès que j’ai des loisirs
Pour être saoul,
pour ne plus voir ma gueule
Je bois
Sans y prendre plaisir
Pour pas me dire
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 2 Δεκεμβρίου, 2012
Η χαρά, η ανησυχία,
που οι αιώνιες αγάπες βιώνουν,
σε μια μέρα, σε μικρογραφία,
στα λιμάνια, συχνά ξεφυτρώνουν.
Ειν’ γραφτό για τον ναυτικό
να ζει έρωτα βιαστικό,
με την μικρή του ερωμένη,
αγάπη συμπυκνωμένη.
Χαρά, θλίψη, νάζι, οργή,
όλη τ’ έρωτα η παρτιτούρα,
στο λιμάνι, είναι εκεί,
σχεδιασμένη σε μινιατούρα.
Έχει γέλια, έχει ασπασμούς,
σε ροζ ρώγες, λευκούς λαιμούς,
καταπνίγοντας τους καημούς,
σε πάθους ωκεανούς.
Σε μια μέρα μαζί όλα αυτά
και ο χρόνος ας ξεχειλώνει,
τρεις φορές απανωτά,
μια σωστά, μια στραβά, μια σωστά…
Νωπή γύρω η μυρωδιά
από έρωτα κι από κατράμι,
χαρά, πόνος μαζί στην καρδιά
κι όλα πηγαίνουν καλά.
Για κουβέντες δεν ειν’ καιρός,
μα οι σκέψεις τρυπώνουν παντού,
τ’ αύριο ξέχνα εάν δεν θες
να σκαρώσεις καταστροφές.
Το ’χει η μοίρα των ναυτικών,
πλησιάζουν, πλευρίζουνε, δένουν,
αλλά πρέπει να ’χουν στο νου,
η Εδέμ μπορεί να ’ναι αλλού.
Σε μια μέρα, σε λίγο χρόνο,
στο λιμάνι να που ξεφυτρώνουν,
χαρά, πόθος, πάθος, που μόνο
οι μεγάλες αγάπες βιώνουν.
Είμαστε έτσι, οι ναυτικοί,
είναι πάντα ο καιρός που μας φταίει,
στα λιμάνια, βιαστικοί,
κάτι μέσα μας πάντα να καίει.
La Marine είναι ένα ποίημα του Paul Fort, από το οποίο ο Μπρασένς μελοποίησε ορισμένες στροφές. Έφτιαξα την παραπάνω προσαρμογή στα ελληνικά στριμώχνοντας, ως συνήθως, τα νοήματα στις πιο ολιγοσύλλαβες (κατά το δυνατό) ελληνικές λέξεις, έτσι ώστε η μελωδία να εξακολουθήσει να λειτουργεί.
Εδώ ο τροβαδούρος και η κιθάρα του:
Εδώ από (ναυτική) χορωδία
…και εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα
La Marine (Poème de Paul Fort)
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On accoste. Vite ! un bec
Pour nos baisers, l’corps avec
Et les joies et les bouderies
Les fâcheries, les bons retours
Il y a tout, en raccourci
Des grandes amours dans nos p’tits
On a ri, on s’est baisés
Sur les neunœils, les nénés
Dans les ch’veux à plein bécots
Pondus comme des œufs tout chauds
Tout c’qu’on fait dans un seul jour!
Et comme on allonge le temps!
Plus d’trois fois, dans un seul jour
Content, pas content, content
Y a dans la chambre une odeur
D’amour tendre et de goudron
Ça vous met la joie au cœur
La peine aussi, et c’est bon
On n’est pas là pour causer
Mais on pense, même dans l’amour
On pense que d’main il fera jour
Et qu’c’est une calamité
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On s’accoste. Mais on devine
Qu’ça n’sera pas le paradis
On aura beau s’dépêcher
Faire, bon Dieu ! la pige au temps
Et l’bourrer de tous nos péchés
Ça n’sera pas ça ; et pourtant
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours !
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2012
Ναι, ζήσαμε και καταιγίδες,
χρόνια μαζί, δεν σ’ αδικώ.
Χίλιες φορές είπες θα φύγεις,
χίλιες φορές το είπα εγώ.
Και κάθε τι σ’ αυτόν τον χώρο,
τον δίχως κούνια παιδική,
θυμίζει θύελλες κι εκρήξεις…
Εσύ να έχεις πλέον χάσει
την γεύση των απλών πραγμάτων,
του κυνηγού εγώ τις εκπλήξεις…
Όμως αγάπη μου
Υπέροχη γλυκιά αγάπη μου
Στην λάμψη, στα σκοτάδια τ’ ουρανού
Ακόμη σ’ αγαπώ
και συ το ξέρεις
Ναι, ξέρω τα τεχνάσματά σου,
τα ξόρκια μου ξέρεις καλά.
Με κράτησες και με παγίδες,
σ’ έχασα, μα προσωρινά.
Σίγουρα είχες κι εραστές,
θα ‘ναι το σώμα που ξεσπά,
θα είν’ ο χρόνος που περνάει…
Μα εμείς ξέραμε τον τρόπο
πως να γερνάμε, μέσα μας όμως
η νιότη ακόμη να σκιρτάει…
Ναι, αγάπη μου
Υπέροχη και τρυφερή αγάπη μου
Στο λυκαυγές και στο λυκόφως τ’ ουρανού
Εγώ θα σ’ αγαπώ
και συ το ξέρεις…
Μα όσο κι αν ο καιρός παιδεύει,
όσο κι αν ο καιρός περνά,
είν’ για τους εραστές παγίδα
να ζουν χωρίς βεγγαλικά
Ναι, δεν ξεσπώ πια στα τυφλά
Ναι, πια δεν κλαις τόσο συχνά,
πια το μυστήριο δεν μετράει
Πλέον στις συμπτώσεις δυσπιστούμε,
λίγα αφήνουμε στην τύχη,
μα η τρυφερή μάχη… κρατάει…
Ναι Αγάπη μου
Όμορφη, αβρή, γλυκιά, αγάπη μου
Στο χάραμα και στο σκοτάδι τ’ ουρανού
Ακόμη σ’ αγαπώ
και συ το ξέρεις
Αυτήν τη μεταφορά στα ελληνικά του τραγουδιού του Μπρελ για τους ¨παλιούς εραστές¨ την αφιερώνω στους παλιούς μου συμμαθητές που θα συναντηθούν αυτήν τη βδομάδα στους παλιούς τόπους. Ιδιαίτερα στους πολλούς που τότε ήταν ερωτευμένοι, και ακόμη πιο πολύ, σε όσους τα κατάφεραν να παλιώσουν τον έρωτά τους.
Εδώ, σε ήχο, ο Ζακ Μπρελ
εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα
από τον Χοσέ Καρέρας
σε ήχο fados …και σε τανγκό
Οι στίχοι στα γαλλικά:
La Chanson des Vieux Amants
Bien sûr, nous eûmes des orages
Vingt ans d´amour, c´est l´amour fol
Mille fois tu pris ton bagage
Mille fois je pris mon envol
Et chaque meuble se souvient
Dans cette chambre sans berceau
Des éclats des vieilles tempêtes
Plus rien ne ressemblait à rien
Tu avais perdu le goût de l´eau
Et moi celui de la conquête
Mais mon amour
Mon doux, mon tendre, mon merveilleux amour
De l´aube claire jusqu´à la fin du jour
Je t´aime encore, tu sais, je t´aime
Moi, je sais tous tes sortilèges
Tu sais tous mes envoûtements
Tu m´as gardé de pièges en pièges
Je t´ai perdue de temps en temps
Bien sûr tu pris quelques amants
Il fallait bien passer le temps
Il faut bien que le corps exulte
Finalement, finalement
Il nous fallut bien du talent
Pour être vieux sans être adultes
Oh, mon amour
Mon doux, mon tendre, mon merveilleux amour
De l´aube claire jusqu´à la fin du jour
Je t´aime encore, tu sais, je t´aime
Et plus le temps nous fait cortège
Et plus le temps nous fait tourment
Mais n´est-ce pas le pire piège
Que vivre en paix pour des amants
Bien sûr tu pleures un peu moins tôt
Je me déchire un peu plus tard
Nous protégeons moins nos mystères
On laisse moins faire le hasard
On se méfie du fil de l´eau
Mais c´est toujours la tendre guerre
Oh, mon amour…
Mon doux, mon tendre, mon merveilleux amour
De l´aube claire jusqu´à la fin du jour
Je t´aime encore, tu sais, je t´aime.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Οκτωβρίου, 2012
[Στο χωριό μου, χωρίς αιτία,
έχω φήμη απαισία
είτε κινούμαι είτε ηρεμώ
για ποιον με παίρνουν, δεν ξέρω ούτε ’γω]
Είπα να σας φτιάξω μια προσαρμογή στα ελληνικά της ¨Κακής Φήμης¨ του Μπρασένς και οι παραπάνω είναι οι πρώτες αυθόρμητες αράδες. Μετά το επεξεργάστηκα λίγο περισσότερο [πάντα με στόχο: Μπρασένς στα ελληνικά που να μπορείτε να τον τραγουδήσετε (στο μπάνιο)] και ιδού τι προέκυψε…
Η Κακή φήμη
Δεν το λέω για να παινευτώ,
μα με σχολιάζουν στο χωριό,
ό, τι κι αν κάνω, μα κι αν αδρανώ…
για ποιον με παίρνουν, αγνοώ!
Τι κι αν δεν αδίκησα ποτέ κανένα
τους αρέσει να τα βάζουνε με μένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουν η ¨ορθότητα¨ τι λέει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Κουτσομπολεύουν όλοι εκτός…
τους δίχως γλώσσα,
προφανώς!
Καλύτερη μου μουσική
δεν είναι η Φιλαρμονική,
αντί για τα επετειακά
προτιμώ να ’μαι στα ζεστά.
Όμως δεν επείραξα ποτέ κανένα
τι κι αν το τρομπόνι δεν είναι για μένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουνε τι αγέρας πνέει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Εμένα δείχνουν όλοι εκτός…
τους δίχως χέρια,
προφανώς!
Αν συναντήσω κανά φουκαρά
με το δραγάτη από κοντά,
απλώνω πόδι και παρευθύς
να σου ο δραγάτης κατά γης.
Κι όμως δεν επείραξε ποτέ κανένα
λίγα μήλα αν προκύψανε κλεμμένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουνε πάντοτε ποιος φταίει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι λιγάκι Φαρισαίοι.
Πάνω μου ορμάνε όλοι εκτός…
όσους κουτσαίνουν,
προφανώς!
Για να μαντέψω τι θα συμβεί,
προφήτης δε θα χρειαστεί,
σαν θα βρούνε σκοινί γερό
θα μου το βάλουν στο λαιμό.
Κι όμως δεν τους πείραξα, αν και, ακόμη,
δεν βρήκα το δρόμο που οδηγεί στη Ρώμη.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουν πως η αλήθεια καίει.
Φταίει που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Θα ’ν’ στην κρεμάλα μου όλοι εκτός…
όσους δεν βλέπουν,
προφανώς!
Η ¨Κακή Φήμη¨ σε ήχο:
Τραγουδά ο Μπρασένς
Η απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά
…και μερικές ακόμη εκτελέσεις Από τους Les-Wriggles
Με κλαρινέτο και ακορντεόν (Lemaire et Waegeman) Στα ισπανικά από τον Paco Ibañez Στα πορτογαλικά Από τις 2-moiselles
Στα (ηλεκτρο)παιχνιδιάρικα …και από τους sinsemilia
LA MAUVAISE REPUTATION
Au village, sans prétention,
J’ai mauvaise réputation.
Qu’je m’démène ou qu’je reste coi
Je pass’ pour un je-ne-sais-quoi!
Je ne fait pourtant de tort à personne
En suivant mon chemin de petit bonhomme.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde médit de moi,
Sauf les muets, ça va de soi.
Le jour du Quatorze Juillet
Je reste dans mon lit douillet.
La musique qui marche au pas,
Cela ne me regarde pas.
Je ne fais pourtant de tort à personne,
En n’écoutant pas le clairon qui sonne.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde me montre du doigt
Sauf les manchots, ça va de soi.
Quand j’croise un voleur malchanceux,
Poursuivi par un cul-terreux;
J’lance la patte et pourquoi le taire,
Le cul-terreux s’retrouv’ par terre
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En laissant courir les voleurs de pommes.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde se rue sur moi,
Sauf les culs-de-jatte, ça va de soi.
Pas besoin d’être Jérémie,
Pour d’viner l’sort qui m’est promis,
S’ils trouv’nt une corde à leur goût,
Ils me la passeront au cou,
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En suivant les ch’mins qui n’mènent pas à Rome,
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout l’mond’ viendra me voir pendu,
Sauf les aveugles, bien entendu.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Οκτωβρίου, 2012
Σημείωση προαιρετική (θεωρητικολογούσα)
Κάθε πολιτισμόςγια να τα βγάλει πέρα με τις αντιφάσεις, τις ατέλειες, και τις εκκρεμότητες της πραγματικότητας (όση από δαύτη μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε οι αισθήσεις και η όποια νόηση/τεχνολογία έχουμε διαθέσιμη), για να τις αντέξει και να τις ξεπεράσει, ενεργοποιεί την φαντασιακή διάσταση της ανθρώπινης υπόστασης και εντέλλεται, εξουσιοδοτεί ή απλώς ανέχεται την παρέμβαση ομάδων επικοινωνητών, ικανών να χειριστούν το φαντασιακό με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την εποχή και τις συγκυρίες. Προϊστορικοί μάγοι, ιερείς, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ως και οι μεταμοντέρνοι χειριστές του εικονικού, έκαναν και κάνουν (και) αυτή τη δουλειά. Φτιάχνουν και χειρίζονται λειτουργικούς μύθους που εμπεριέχουν (αναπόδεικτες αλλά έντονα παρακινητικές και αναπληρούσες) απαντήσεις για το νόημα της ζωής (και των πάντων).
Όμως, σ’ αυτήν τη συχνά απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος και ισορροπίας (την φτιαγμένη από αρχαϊκούς λειτουργικούς μύθους, νεωτερικές ουτοπίες και -πρόσφατα- προσπάθειες δημιουργίας ηλεκτρονικών εικονικών πραγματικοτήτων), οι πολιτισμοί δεν είχαν ποτέ πρόβλημα στο να ανεχθούν, να χρησιμοποιήσουν και συχνά να θεσμοποιήσουν ψυχοτρόπα βοηθήματα.
Ο καθείς και τα παράπλευρα όπλα του, ο καθένας και το ¨ενισχυτικό¨ το πλησιέστερο στην καλλιέργεια, το κλίμα, την παράδοσή, την ιστορία και τους εκάστοτε πολιτιστικούς συσχετισμούς ισχύος: παπαρούνα, κάνναβη, καπνός, κόκα, και άλλα. Για εμάς, γύρω από την μεσόγειο λεκάνη: η Άμπελος.
Στις πολιτισμικές αντιπαραθέσεις δεν μετράει μόνο το ποια γλώσσα, ποια μόδα, ποια τεχνοτροπία θα επικρατήσει, αλλά και πιο ψυχοτρόπο (με τις νοοτροπίες, τις τέχνες, ενίοτε τους θεούς και όλα τα λοιπά πολιτισμικά προϊόντα που το περιβάλλουν) θα υποσκελίσει το άλλο.
Υπάρχουν απόψειςπου υποστηρίζουν ότι το ψυχοτρόπο βοήθημα που υποστηρίζεται από την γηγενή κουλτούρα, είναι εκ των πραγμάτων, λιγότερο ψυχοφθόρο από εκείνα που η επιρροή τους ενισχύεται από αλλότριες επεκτάσεις και επεμβάσεις.
Υποσημείωση 2, εξ ίσου προαιρετική (μνήμη).
Θυμάμαι μια ομάδα συμφοιτητών μου (πολιτικοποιημένη και με επαναστατικά όνειρα) να διοργανώνει στα σκαλοπάτια του καθεδρικού της πόλης όπου σπουδάζαμε, ολονύκτια οινοποσία (μετά ασμάτων και ύμνων) αφιερωμένη στη καταπολέμηση των ξενόφερτων εθιστικών.
Και τώρα ΤΟ ΚΡΑΣΙ του Brassens
από τον ίδιο:
από τους Brassens not dead
...και από τον Julien Petitejean
Η προσπάθεια προσαρμογής στην Ελληνική, σε ήχο
…και σε λέξεις
[στις διακοπτόμενες λέξεις μπορείτε να προσθέσετε ένα χικ! (προαιρετικά πάντα)]
Προτού τραγουδή-
σω για της ζωής
τα κόλπα
τη γλώσσα μου φρό-
ντισα να δαγκώ-
σω πρώτα.
Γεννήθηκα από
γενιά που ήξερ’ απ’
αμπέλι
και στο μπιμπερό
μου μούστος και κο-
κ-κινέλι
Οι γονιοί μου με βρή-
καν δίπλα σε κλη-
ματσίδι
-κι όχι σαν μερικούς
σε μάπα και κου-
νουπίδι.
Στις φλέβες μου αν μπεις
και σταθείς να δεις
λιγάκι
για αίμα αντί
θα κυκλοφορεί
κρασάκι
Μα εφ΄ όσον μπορούν
και δίψες να ’ρθουν
μεγάλες
να κρατάς, είν’ σωστό,
κοντά κανα δυο
μπουκάλες.
Μπουκάλες σιμά,
μα μ’ όγκο ενός α-
μφορέα,
να παίρν’ η ζωή
και γεύση κι οσμή
ωραία
Γνωστό ειν’ παντού
το πάθημα του
Ταντάλου.
-Μήτ’ ίχνος νερού-
και θύμα εμπαιγμού
μεγάλου.
Χωρίς το νερό
μικρό το κακό
-ας πούμε!-
Μα δίχως κρασί
εμείς οι σωστοί
δεν ζούμε.
Ας ρίξει, παιδιά
μια μπόρα και για
τους πότες,
με κρασί καλό
ν’ αρμέξω κι εγώ
τις κότες.
Αλλά ας μη λέ-
τε εγκαίρως πως δε
το είπα
θα ’ρθούνε καιροί
που ως κι οι ποταμοί
θα ’ν σκνίπα.
LE VIN
Avant de chanter
Ma vie, de fair´ des
Harangues
Dans ma gueul´ de bois
J´ai tourné sept fois
Ma langue
J´suis issu de gens
Qui étaient pas du gen-
re sobre
On conte que j´eus
La tétée au jus
D´octobre…
Mes parents on dû
M´trouver au pied d´u-
ne souche
Et non dans un chou
Comm´ ces gens plus ou
Moins louches
En guise de sang
( O noblesse sans
Pareille! )
Il coule en mon cœur
La chaude liqueur
D´la treille…
Quand on est un sa-
ge, et qu´on a du sa-
voir-boire
On se garde à vue
En cas de soif, u-
ne poire
Une poire ou deux
Mais en forme de
Bonbonne
Au ventre replet
Rempli du bon lait
D´l´automne…
Jadis, aux Enfers
Cert´s, il a souffert
Tantale
Quand l´eau refusa
D´arroser ses a-
mygdales
Etre assoiffé d´eau
C´est triste, mais faut
Bien dire
Que, l´être de vin
C´est encore vingt
Fois pire…
Hélas! il ne pleut
Jamais du gros bleu
Qui tache
Qu´ell´s donnent du vin
J´irai traire enfin
Les vaches
Que vienne le temps
Du vin coulant dans
La Seine!
Les gens, par milliers
Courront y noyer
Leur peine…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Σεπτεμβρίου, 2012
Το λέει στο ομώνυμο τραγούδι του ο Μπρασένς. Και εάν εγώ, προσπαθώντας να το αποδώσω στην πολυσύλλαβη ελληνική γλώσσα, έκανα μια μικρή έκπτωση πέντε τοις εκατό, είναι καθαρά και μόνο για λόγους μετρικούς.
Ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά που σας έφτιαξα
Quatre vingt quinze pour cent – Brassens
La femme qui possède tout en elle
Pour donner le goût des fêtes charnelles
La femme qui suscite en nous tant de passion brutale
La femme est avant tout sentimentale
Mais dans la main les longues promenades
Les fleurs, les billets doux, les sérénades
Les crimes, les folies que pour ses beaux yeux l’on commet
La transporte, mais…
{Refrain:}
Quatre-vingt-quinze fois sur cent
La femme s’emmerde en baisant
Qu’elle le taise ou qu’elle le confesse
C’est pas tous les jours
qu’on lui déride les fesses
Les pauvres bougres convaincus
Du contraire sont des cocus
A l’heure de l’œuvre de chair
Elle est souvent triste, peu chère
S’il n’entend le cœur qui bat
Le corps non plus ne bronche pas
Sauf quand elle aime un homme avec tendresse
Toujours sensible alors à ses caresses
Toujours bien disposée, toujours encline à s’émouvoir
Ell’ s’emmerd’ sans s’en apercevoir
Ou quand elle a des besoins tyranniques
Qu’elle souffre de nymphomanie chronique
C’est ell’ qui fait alors passer à ses adorateurs
De fichus quarts d’heure {au Refrain}
Les « encore », les « c’est bon », les « continue »
Qu’ell’ crie pour simuler qu’ell’ monte aux nues
C’est pure charité, les soupirs des anges ne sont
En général que de pieux menson(ges)
C’est à seule fin que son partenaire
Se croie un amant extraordinaire
Que le coq imbécile et prétentieux perché dessus
Ne soit pas déçu
{au Refrain}
J’entends aller de bon train les commentaires
De ceux qui font des châteaux à Cythère
«C’est parce que tu n’es qu’un malhabile, un maladroit
Qu’elle conserve toujours son sang-froid »
Peut-être, mais les assauts vous pèsent
De ces petits m’as-tu-vu-quand-je-baise
Mesdam’s, en vous laissant manger le plaisir sur le dos
Chantez in petto…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Σεπτεμβρίου, 2012
Μεθαύριο Παρασκευή 21 του Σεπτέμβρη, στις εννιά το βράδυ, στην αίθουσα θεάτρου του Βαφοπούλειου, ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης οι δύο νεαροί κρητικοί καλλιτέχνες θα τραγουδήσουν ποίηση Γ. Θ. Βαφόπουλου, μελοποιημένη από τους ίδιους.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Ιουλίου, 2012
Καλή μου σε παρακαλώ,
θηλιά ας μη βάλει στο λαιμό
ο Έρωτάς μας.
Κι αν το δοκίμασαν πολλοί,
δεν ευτυχήσαν κι ας μην ’ρθει
τώρα η σειρά μας.
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Κάλιο ελεύθερα πουλιά
παρά, οι αγάπες, σε κλουβιά
να ναι κλεισμένες.
Στο διάβολο οι νοικοκυρές
που στα τηγάνια τις καρδιές
κρατούν δεμένες.
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Η Αφροδίτη ασθενεί,
μπερδεύεται κι αυτοκτονεί
μέσα στη χύτρα
κι αν ¨δένουμε¨ στο φαγητό
δεν θέλω εν τέλει να ρωτώ
τη μαργαρίτα…
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Δίχως τα μικρο-μυστικά
η μαγεία χάνεται, περνά,
μένει η ρουτίνα…
μα και του Έρωτα οι γραφές
άγευστες, μοιάζουν συνταγές
μεσ’ την κουζίνα.
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Μπορεί να μοιάζει εφικτό
να μετατρέψεις σε πολτό,
σε μαρμελάδα,
το Μήλο το Επιθυμητό,
μα θαναι πια μαγειρευτό,
χωρίς αψάδα…
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Δεν θέλω κάποια ¨του σπιτιού¨,
πρόθυμη και δουλευταρού
να με νταντέψει,
θα ’ν’ μια νεράιδα μαγική
μια Δουλτσινέα ιδανική
που θα με θέλξει
Για αυτό κι εγώ να μη με παντρευτείς ζητώ!
Όσοι το ζήσαν ξέρουν: δεν είν’ αρκετό!
Τελικά αυτή η χαριτωμένη κωμικοτραγική ¨Μη Πρόταση¨ του Μπρασένς μου προέκυψε πιο δύσκολη στη μετάφραση/απόδοση από ό ,τι αρχικά έμοιαζε. Γι αυτό λέω να την αφήσω ανοιχτή για παραπέρα διορθώσεις. Στο μεταξύ ακούστε τον τροβαδούρο/δημιουργό, καθώς και μερικές άλλες ενδιαφέρουσες εκτελέσεις
LA NON-DEMANDE EN MARIAGE από τον Ζορζ Μπρασένς
Σε Σουίγκ από τον Μαλού
Από τους Les Perroquets
Και η ανάγνωση της (μέχρι στιγμής) απόδοσης, με υπόκρουση μια εκτέλεση σε κιθάρα από τον Christian Escoude
Georges Brassens, 1966.
LA NON-DEMANDE EN MARIAGE
Ma mie, de grâce, ne mettons Pas sous la gorge à Cupidon Sa propre flèche, Tant d’amoureux l’ont essayé Qui, de leur bonheur, ont payé Ce sacrilège…
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Laissons le champs libre à l’oiseau, Nous seront tous les deux priso- nniers sur parole, Au diable, les maîtresses queux Qui attachent les coeurs aux queues Des casseroles!
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Vénus se fait vielle souvent Elle perd son latin devant La lèchefrite A aucun prix, moi je ne veux Effeuiller dans le pot-au-feu La marguerite.
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin. On leur ôte bien des attraits, En dévoilant trop les secrets De Mélusine. L’encre des billets doux pâlit Vite entre les feuillets des li- vres de cuisine.
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Il peut sembler de tout repos De mettre à l’ombre, au fond d’un pot De confiture, La jolie pomme défendue, Mais elle est cuite, elle a perdu Son goût « nature ».
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin. De servante n’ai pas besoin, Et du ménage et de ses soins Je te dispense… Qu’en éternelle fiancée, A la dame de mes pensées Toujours je pense…
J’ai l’honneur de Ne pas te de/mander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Ιουνίου, 2012
ΕΝ ΤΑΞΕΙ…
Εντάξει, πολεμούν στην Ιρλανδία
κι υπάρχουν δίχως μουσική λαοί
εντάξει, όλα μοιάζουν παρωδία
και πάει η ευαισθησία, έχει χαθεί.
Εντάξει, ο παράς οσμή δεν έχει
στην αοσμία του, όμως, πνίγεται κανείς
ναι, τα άνθη τα πατάει όποιος αντέχει,
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς… ;
Μάχες έχουμε χάσει, εμείς κι οι άλλοι
κι ο Χάρος τη στερνή λέξη ζητά.
Εντάξει, τι κι αν γέρνει το κεφάλι
ένα κορμί που πια παραπατά…
Ναι, σίγουρα, οι γυναίκες απατούνε
και τα πουλιά σκοτώνει ο νταής,
χωρίς φτερά οι καρδιές φυτοζωούνε
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς…
Εξάλλου οι πόλεις είναι εξαντλημένες
μ’ αυτά τα πενηντάχρονα παιδιά,
οι ελπίδες για βοήθεια μαραμένες
κι ο Έρωτας στα δόντια να πονά…
Εντάξει φταίει ο χρόνος που όλο φεύγει
και τ’ άγχος στο μετρό ολημερίς
κι είναι η Αλήθεια που μας αποφεύγει
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς…
Εντάξει, οι καθρέφτες μας αντέχουν,
μα μήτε το κουράγιο να ’μαστε Ιουδαίοι
μήτε την κομψότητα που -μόνο- οι μαύροι έχουν,
δεν είμαστε η φωτιά που ακόμη καίει…
και η Ανθρωπιά και τ’ άλλα που αξίζουν
δεν άλλαξαν πολύ τους ευλαβείς
που από αγάπη πάντα μας ξεσχίζουν,
αλλά, να κλαίει ο φίλος σου, μπορείς…;
Απόδοση Β. Νόττας
Το τραγούδι του Ζακ Μπρελ
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Jacques Brel VOIR UN AMI PLEURER
1977
Bien sûr il y a les guerres d’Irlande Et les peuplades sans musique Bien sûr tout ce manque de tendre Et il n’y a plus d’Amérique Bien sûr l’argent n’a pas d’odeur Mais pas d’odeur vous monte au nez Bien sûr on marche sur les fleurs Mais mais voir un ami pleurer
Bien sûr il y a nos défaites Et puis la mort qui est tout au bout Le corps incline déjà la tête Étonné d’être encore debout Bien sûr les femmes infidèles Et les oiseaux assassinés Bien sûr nos coeurs perdent leurs ailes Mais mais voir un ami pleurer
Bien sûr ces villes épuisées Par ces enfants de cinquante ans Notre impuissance à les aider Et nos amours qui ont mal aux dents Bien sûr le temps qui va trop vite Ces métros remplis de noyés La vérité qui nous évite Mais mais voir un ami pleurer
Bien sûr nos miroirs sont intègres Ni le courage d’être juif Ni l’élégance d’être nègre On se croit mèche on n’est que suif Et tous ces hommes qui sont nos frères Tellement qu’on n’est plus étonné Que par amour ils nous lacèrent Mais mais voir un ami pleurer.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Ιουνίου, 2012
Μετά τη λαίλαπα και τον πανικό των τελευταίων καιρών με τους μετανεωτερικούς να επιτίθενται με μανία ενάντια σε οποιαδήποτε συλλογική αξία,
και αφού τους είδαμε να πορεύονται με αχαλίνωτες ορέξεις κατά πάντων (παρέα με τους αδηφάγους νεοφιλελεύθερους και τους αυτοκρατορικούς παγκοσμιοποιητές),
και αφού καταλάβαμε στο πετσί μας τι σημαίνει το ασφυκτικό, ¨αποδομημένο¨ κενό που τους ακολουθεί,
να που στο ρείθρο του δρόμου πήραν να ξαναφυτρώνουν κάποια αγριολούλουδα, αμετάλλακτα, με το παλιό τους δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ και το παλιό τους άρωμα συλλογικότητας.
Αυτά σκεφτόμουν, πάνω κάτω, καθώς σας ετοίμαζα την προσαρμογή στα ελληνικά, μιας ακόμη δημιουργίας του Γιώργη Μπρούτζινου (GeorgeBrassens -ετυμολόγηση αυθαίρετη, αλλά με καλές προθέσεις), ενός τραγουδιού αφιερωμένου στους παλιούς φίλους.
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του Γιώργη, λίγο πιο ζόρικο στη μεταφορά του στη γλώσσα μας από τα άλλα, μια που πέρα από τις πάγιες δυσκολίες που οφείλονται στην ελληνική περιφραστικότητα και το μεγάλο μέγεθος των ελληνικών λέξεων, έχει και d’la littérature (που λέει κι ο George!) Δηλαδή λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές και νύξεις, έως και φράσεις σε αμιγή λατινική! (βλέπε παρακάτω το πρωτότυπο κείμενο) που θα έπρεπε ή να αγνοηθούν ή να αποτελέσουν αφορμές για ειδικά σχόλια και σημειώσεις φιλολογικού χαρακτήρα.
Επειδή όμως εδώ απλώς μεταφέρουμε τη δική μας εκδοχή για το πνεύμα των τραγουδιών και η κύρια ανησυχία μας είναι να μπορούν να τραγουδηθούν στο μπάνιο και από τους μη γνώστες της γλώσσας του Ρακίνα, προτιμήσαμε την πρώτη ¨λύση¨.
Εν πάση περιπτώσει, σας το παρουσιάζω ανοικτό σε τυχόν προτάσεις για καλυτέρεμα, μαζί με μερικές από τις πάμπολλες εκτελέσεις και μια απόπειρα ανάγνωσης στην ελληνική –ως συνήθως, και με το συμπάθιο.
Αρχίζουμε με μια ζωντανή εκτέλεση από τον Μπρασένς
Εδώ, ο Αλέν Ναρντινό και χορωδία
Εδώ, από τον Aldebert
Σε Τζαζ
…και λίγο ακορντεόν και, τέλος, η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Το καΐκι με τους παλιούς φίλους… (Les copains d’abord).
…Ό, τι κι αν λένε στα λιμάνια
κάποιοι που σπέρνουνε ζιζάνια
δεν ήταν δα ¨ψαροκασέλα¨
για τα πήγαιν’ έλα…
Έπλεε σαν γέρο γλεντζές:
ίσια μπροστά, μα με στροφές,
και τ’ όνομά του ξακουστό:
¨Είμαστε όλοι εδώ¨.
Τι κι αν ο άνεμος φορτσάρει
μπορεί να γέρνει, δεν φουντάρει
κι ας βγει το μάτι όποιου γρουσούζη
βασκανίες σκούζει…
Κι ο καπετάνιος, τα ναυτάκια
δεν ήτανε καθαρματάκια
μα φιλαράκια από καιρό
κι ¨Όλοι τους εδώ¨!
Μόνος δεσμός τους η φιλία
με Σόδομα σχέση καμία
δεσμός αντρίκιος δυνατός
αδελφοποιητός,
δεν ήταν φίλοι ¨ευκαιρίας¨
ούτε άσωτοι πολυτελείας
ήταν αδέλφια, κολλητοί
και ¨άπαντες εκεί!¨
Δεν ήταν του γλυκού νερού
μήτε του κατηχητικού
κι αρμένιζαν με την καρδιά,
μ’ όρτσα τα πανιά…
Ο Λιας ο Νίκος, κι όλοι οι άλλοι
σήκωναν στης ζωής την πάλη
λάβαρο, σύνθημα, ρητό:
¨Όλοι μας εδώ¨.
Κι αν έρχονταν αναποδιές
μπουρίνια, φουσκοθαλασσιές,
με την φιλία για πυξίδα
σώζαν την ελπίδα
κι αν τους εζώναν οι ακεφιές
δεν ψάχναν ψυχαναλυτές,
στέλναν στους φίλους ες-ο-ες,
κι ήταν επαρκές.
Στις θερινές μας εξορμήσεις
ήταν – δεν ήταν, καιροί κρίσης
αν έλειπε κάποιος κοπρίτης
θα ‘ταν μακαρίτης…
Μα θα ήτανε άκων, εκών,
πάντα στη σκέψη μας παρών
και -πείσμα σου ζωή μπαμπέσα-,
στη καρδιά μας μέσα
Μπήκα και σ’ άλλα τρεχαντήρια
μα μόνο τούτο στα ταξίδια
ποτέ δεν έχανε τη ρότα
κι άμα θέλεις ρώτα…
Έπλεε σαν γέρο γλεντζές:
ίσια μπροστά, μα με στροφές,
και τ’ όνομά του ξακουστό:
¨Είμαστε όλοι εδώ!¨
Les Copains D’abord
Non, ce n’était pas le radeau
De la Méduse, ce bateau
Qu’on se le dise au fond des ports
Dise au fond des ports
Il naviguait en père’ peinard
Sur la grand-mare des canards
Et s’app’lait les Copains d’abord
Les Copains d’abord
Ses fluctuat nec mergitur
C’était pas d’la litterature
N’en déplaise aux jeteurs de sort
Aux jeteurs de sort
Son capitaine et ses mat’lots
N’étaient pas des enfants d’salauds
Mais des amis franco de port
Des copains d’abord
C’étaient pas des amis de luxe
Des petits Castor et Pollux
Des gens de Sodome et Gomorrhe
Sodome et Gomorrhe
C’étaient pas des amis choisis
Par Montaigne et La Boetie
Sur le ventre ils se tapaient fort
Les copains d’abord
C’étaient pas des anges non plus
L’Évangile, ils l’avaient pas lu
Mais ils s’aimaient tout’s voil’s dehors
Tout’s voil’s dehors
Jean, Pierre, Paul et compagnie
C’était leur seule litanie
Leur Credo, leur Confiteor
Aux copains d’abord
Au moindre coup de Trafalgar
C’est l’amitié qui prenait l’quart
C’est elle qui leur montrait le nord
Leur montrait le nord
Et quand ils étaient en détresse
Qu’leurs bras lancaient des S.O.S.
On aurait dit les sémaphores
Les copains d’abord
Au rendez-vous des bons copains
Y avait pas souvent de lapins
Quand l’un d’entre eux manquait a bord
C’est qu’il était mort
Oui, mais jamais, au grand jamais
Son trou dans l’eau n’se refermait
Cent ans après, coquin de sort
Il manquait encore
Des bateaux j’en ai pris beaucoup
Mais le seul qu’ait tenu le coup
Qui n’ai jamais viré de bord
Mais viré de bord
Naviguait en père peinard
Sur la grand-mare des canards
Et s’app’lait les Copains d’abord
Les Copains d’abord
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Μαΐου, 2012
Η ¨ομπρέλα¨ είναι η αφορμή, αλλά έχει και λίγο ¨σιγανοψιχάλισμα¨ και μια ιδέα ¨ανοιξιάτικη βροχούλα¨…
Η ¨Ομπρέλα¨ από τον δημιουργό
…και στα ρώσικα (για τη Σίλια)
από το quartet-plein-jazz
από το trio-dolce-vita
Σημείωση: Στην πρόσφατη εκδήλωση για τη γαλλική ποίηση στο Βαφοπούλειο, ανακάλυψα ότι οι ντόπιοι φίλοι του Ζορζ Μπρασένς είναι περισσότεροι από όσους νόμιζα (υποθέτω ότι το πρόσεξαν κι εκείνοι). Αφιερώνω το σημερινό τραγουδάκι στους δυο, με τους οποίους πιάσαμε κουβέντα στο τέλος.
Η ομπρέλα
Ρίχνει βροχή στη λεωφόρο,
χωρίς ομπρέλα η μικρή,
μα στη δική μου που έχει χώρο
χωράνε όλοι οι καλοί.
Στρίβω με μιας, κοντά της τρέχω:
¨Έχω για σας θέση στεγνή¨
Χαμογελά, το ¨ναι¨ της έχω,
να ’μαστε οι δυο αγκαλιαστοί…
*
Μια ομπρέλα για σένα,
μια ματιά σου για μένα,
θα ’ναι του Έρωτα, πες, προσταγή…
Μια ματιά σου για μένα,
μια ομπρέλα για σένα…
Ναι! κερδίζω στην ανταλλαγή!
*
Σε εκείνη πλάι, κι έπαιζε η μπόρα
μ’ ήχους κρουστούς, τζαζ μουσική
κι όλη η πλάση έμοιαζε τώρα
για μας τους δυο να ‘χει φτιαχτεί…
Στον έβδομο ουρανό βρισκόμουν
και ευλογούσα το νερό
και δίχως να το πω ευχόμουν
ατέλειωτο κατακλυσμό
*
Μια άκρη του Παραδείσου
για μια ομπρέλα μαζί σου
των αγγέλων σκορπάς τη σαγήνη…
Μια ομπρέλα μαζί σου
για μια γωνιά Παραδείσου
Μόνο κέρδος για μένα θα μείνει!
*
Μα τι κι αν βρέχει, πάντα οι δρόμοι
φτάνουν σε κάποια γειτονιά…
Να κι η δική της και ¨Συγνώμη¨
λέει, ¨εγώ στρίβω εδώ να!¨
Προτού καλά το καταλάβω
να τη που φεύγει λικνιστή
στη λήθη πια τα όνειρα θάβω
…και την ομπρέλα μου μαζί!
*
Μια ομπρέλα για σένα,
μια ματιά σου για μένα,
θα ’ναι του Έρωτα, πες, προσταγή…
Μια ματιά σου για μένα,
μια ομπρέλα για σένα…
Ναι! κερδίζω στην ανταλλαγή!
Le parapluie
Il pleuvait fort sur la grand-route, Elle cheminait sans parapluie, J’en avait un, volé sans doute Le matin même à un ami. Courant alors à sa rescousse,
Je lui propose un peu d’abri En séchant l’eau de sa frimousse, D’un air très doux elle m’a dit oui. REFRAIN Un petit coin de parapluie, Contre un coin de Paradis. Elle avait quelque chose d’un ange, Un petit coin de Paradis, Contre un coin de parapluie. Je ne perdait pas au change, Pardi! Chemin faisant que se fut tendre D’ouïr à deux le chant joli Que l’eau du ciel faisait entendre Sur le toit de mon parapluie. J’aurais voulu comme au déluge, voir sans arrêt tomber la pluie, Pour la garder sous mon refuge, Quarante jours, Quarante nuits. REFRAIN Mais bêtement, même en orage, Les routes vont vers des pays. Bientôt le sien fit un barrage A l’horizon de ma folie. Il a fallut qu’elle me quitte, Après m’avoir dit grand merci. Et je l’ai vue toute petite Partir gaiement vers mon oubli. REFRAIN
Στράτος Παγιουμτζής
Σιγανοψιχάλισμα
Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Τσάντας
Μουσική: Πάνος Γαβαλάς, Πίτουρας
Σιγανοψιχάλισμα
δάκρυ δάκρυ πέφτουνε της βροχής οι στάλες
Πού να είσαι χάθηκες, να με σκάσεις βάλθηκες
έχω λίγες συμφορές, θα μου φέρεις κι άλλες
με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες
Η βροχή δυνάμωσε,
για ποιο λόγο άργησες δεν καταλαβαίνω
μήπως ξελογιάστηκες μ’ άλλη αγάπη πιάστηκες
έχω σου τ’ ομολογώ το μυαλό χαμένο
άρχισα ν’ ανησυχώ και σε περιμένω
Ειν’ η ώρα εννιάμισι,
αν και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα
πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες
η αγωνία μου ‘φερε την ψυχή στο στόμα
ειν’ η ώρα εννιάμισι μα περιμένω ακόμα
Με τις τσέπες αδειανές κι ένα φόβο στην καρδιά
απ’ του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ’ ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.
Ανοιξιάτικη βροχούλα η αγάπη μου η παλιά
στην αγάπη την καινούργια δώρα στέλνει και φιλιά
με το ίδιο το τραγούδι που γυρίζει σιγανά
και ξυπόλητη χορεύει στα σοκάκια τα στενά.
Ανοιξιάτικη βροχούλα μου ψιθύρισε στ’ αυτί
για έναν κόσμο καμωμένο με σοφία κι αρετή
τ’ ουρανού το περιβόλι μοναχά για μας τους δυο
περιμένει φυλαγμένο στου μυαλού σου το βυθό.
Μα οι κουβέντες του κοσμάκη, οι ελπίδες του κοινού
με ποτίσανε φαρμάκι, μου θολώσανε το νου
πλάσμα του Θεού χαμένο, στο πλευρό σου περπατώ
στέκομαι στο περιβόλι και σε γλυκοχαιρετώ.
Ανοιξιάτικη βροχούλα, ανοιξιάτικη βροχή
διάλεξε μαζί μου αν θα ‘ρθεις, ή αν θα μείνεις μοναχή
φαγητό, κρασί, κρεβάτι και τα ρούχα μας κοινά
μα γι’ αυτούς που μένουν μόνοι, δεν υπάρχει γιατρειά.
Πέφτουν της βροχής οι στάλες
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πέφτουν της βροχής οι στάλες
και εγώ κάθομαι στις σκάλες
Θα θελα να μπω, σαν πρώτα
μα κρατάς κλειστή την πόρτα
Τι την θέλεις και την κλείνεις;
να μπω μέσα δε μ’ αφήνεις
είναι συννεφιά και μπόρα
και τι θ’ απογίνω τώρα
Απορώ τι σου χω φταίξει
άνοιξε, άνοιξε θα βρέξει
πέφτουν της βροχής οι στάλες
και ‘γω κάθομαι στις σκάλες
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 24 Μαΐου, 2012
Η ομπρέλα
Ρίχνει βροχή στη λεωφόρο,
χωρίς ομπρέλα η μικρή,
μα στη δική μου που έχει χώρο
χωράνε όλοι οι καλοί.
Στρίβω με μιας, κοντά της τρέχω:
¨Έχω για σας θέση στεγνή¨
Χαμογελά, το ¨ναι¨ της έχω,
να ’μαστε οι δυο αγκαλιαστοί…
*
Μια ομπρέλα για σένα,
μια ματιά σου για μένα,
θα ’ναι του Έρωτα, πες, προσταγή…
Μια ματιά σου για μένα,
μια ομπρέλα για σένα…
Ναι! κερδίζω στην ανταλλαγή!
*
Σε εκείνη πλάι, κι έπαιζε η μπόρα
μ’ ήχους κρουστούς, τζαζ μουσική
κι όλη η πλάση έμοιαζε τώρα
για μας τους δυο να ‘χει φτιαχτεί…
Στον έβδομο ουρανό βρισκόμουν
και ευλογούσα το νερό
και δίχως να το πω ευχόμουν
ατέλειωτο κατακλυσμό
*
Μια άκρη του Παραδείσου
για μια ομπρέλα μαζί σου
των αγγέλων σκορπάς τη σαγήνη…
Μια ομπρέλα μαζί σου
για μια γωνιά Παραδείσου
Μόνο κέρδος για μένα θα μείνει!
*
Μα τι κι αν βρέχει, πάντα οι δρόμοι
φτάνουν σε κάποια γειτονιά…
Να κι η δική της και ¨Συγνώμη¨
λέει, ¨εγώ στρίβω εδώ να!¨
Προτού καλά το καταλάβω
να τη που φεύγει λικνιστή
στη λήθη πια τα όνειρα θάβω
…και την ομπρέλα μου μαζί!
*
Μια ομπρέλα για σένα,
μια ματιά σου για μένα,
θα ’ναι του Έρωτα, πες, προσταγή…
Μια ματιά σου για μένα,
μια ομπρέλα για σένα…
Ναι! κερδίζω στην ανταλλαγή!
*
(από τον Μπρασένς)
(Η προσαρμογή στα ελληνικά)
Le parapluie
Il pleuvait fort sur la grand-route, Elle cheminait sans parapluie, J’en avait un, volé sans doute Le matin même à un ami. Courant alors à sa rescousse,
Je lui propose un peu d’abri En séchant l’eau de sa frimousse, D’un air très doux elle m’a dit oui. REFRAIN Un petit coin de parapluie, Contre un coin de Paradis. Elle avait quelque chose d’un ange, Un petit coin de Paradis, Contre un coin de parapluie. Je ne perdait pas au change, Pardi! Chemin faisant que se fut tendre D’ouïr à deux le chant joli Que l’eau du ciel faisait entendre Sur le toit de mon parapluie. J’aurais voulu comme au déluge, voir sans arrêt tomber la pluie, Pour la garder sous mon refuge, Quarante jours, Quarante nuits. REFRAIN Mais bêtement, même en orage, Les routes vont vers des pays. Bientôt le sien fit un barrage A l’horizon de ma folie. Il a fallut qu’elle me quitte, Après m’avoir dit grand merci. Et je l’ai vue toute petite Partir gaiement vers mon oubli. REFRAIN
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Απριλίου, 2012
Ένα από τα τραγούδια που παρουσίασαν την περασμένη Παρασκευή ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης και ο Άγγελος Σπύρος Παρασκευάκος στην βραδιά την αφιερωμένη στη γαλλική ποίηση. Ζακ Πρεβέρ Αλικάντη (*)
Ένα πορτοκάλι στο τραπέζι
Το φόρεμα σου στο χαλί
Και συ μες στο κρεβάτι μου
Γλυκειά στιγμή της στιγμής
Δροσιά της νύχτας
Ζέστη της ζωής μου.
(*)μεσογειακό λιμάνι της Ισπανίας και το κρασί που παράγεται εκεί.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Μαρτίου, 2012
Παρατηρήσεις πάνω στο λάιφ στάιλ και τα βάσανα των εκάστοτε ισχυρών (VIPs) τραγουδισμένες από ένα χορό αγροτών, όπως τις κατέγραψε ο Ντάριο Φο και τις τραγούδησε ο Έντζο Γιαννάτσι. Εδώ και μία χειροποίητη απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα.
ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΙΑ!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να βασιλιά
-Τι είδες είπες;
-Ένα βασιλιά!
–Καλά, αϊντέ, καλά…
– Ήταν καβάλα
στη σέλα πάνω,
κι έριχνε κι ένα κλάμα…
που μέχρι τ’ άλογό του…
–Ήτανε τι;
Ήταν καταμουσκεμένο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το ζώο!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Αυτοκράτωρ, που πίσω του είχε πάρει
Ένα καστέλο
-Α το τομάρι!
– Όμως του μέ-νου-ν τριά-ντα δυο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το πουλάρι…
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να ’Πισκ…
-Τι είδες είπες;
-Είδα να ’Πίσκοπο.
-Καλά… άιντέ… καλά…
-Κι αυτός, κι αυτός επίσης, έριχνε μαύρο κλάμα
κι ως και το χέρι, εδάγκωνε με άχτι
-Το χερ’ ποιανού;
-Το χερ’ του καντηλανάφτη!
-Καημένε ’Πίσ-κοπέ…
-Καημένος και ο ’ανάφτης
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Καρδινάλιος, που του είχε βουτήξει:
’να μοναστήρι
-Του κακομοίρη!
– Όμως του μέ-νουν τριάντα δυο…
-Καημένος Πίσκ-οπός
-Καημένος κι ο ’ανάφτης
-Καλά… άϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Ειίδα ένα πλούς…
-Τι είδες είπ’ς;
-Είδα ένα πλούσιο, έναν λεφτά…
-Καλά.., άιντέ… καλά…
-Ο κακομοίρης, μαύρο δάκρυ,
Έριχνε στάλα στάλα…
Μες τη μπουκάλα
-Μες το κρασί τ’;
– …και το ξενέρωνε στα γερά.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
– Ο Βασιλιάς, ο ’Πισκοπος, ο Αυτοκράτωρ,
Τον μισοκαταστρέψαν
Τρία σπίτια του κλέψαν.
Μαζί τον αχυρώνα
Όμως του μείναν τριάντα δυο.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ένα χωριάτη
-Τι είδες είπς;
-Έναν χωρικό
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Ο ’Πίσκοπος, ο Βασιλιάς, ο Πλούσιος,
ο Αυτοκράτωρ
Ως και ο Καρδινάλιος,
τον μισοκαταστρέψαν!
Με μια χεριά του κλέψαν:
Το σπίτι
Τον αχερώνα
Την αγελάδα
Το κλαρίνο
Το τάβλι
Το τρανζιστοράκι
Τους δίσκους με τα τσάμικα
Τη γυναίκα τ’…
-Τι άλλου;
-Το γιο του στους φαντάρους
Του σφάξαν και τους χοίρους
-Φτωχά γουρούνια!
-Φτωχός κι ο ζωντοχήρους
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Μα εκείνος όχι,
Όχι, δεν έκλαιγε καθόλου.
Αντίθετα χασκογελούσε: Χα χα χα
-Τρελάθ’κε;
-Όχι.
Η αλήθεια είναι
πως εμείς οι χωριάτες…
– Εμείς οι χωριάτες…
Να μαστε πρέπει πάντα κεφάτοι
Γιατί οι κλάψες μας τους ενοχλούν
Χούι το έχουν οι πρωτοκλασάτοι:
Στις στεναχώριες να μελαγχολούν
Κεφάτοι πάντοτε οι κερατάδες
Οι στεναχώριες μας τους ενοχλούν
Γιατί οι πλούσιοι κι οι βασιλιάδες
Πάντα στις κλάψες μας μελαγχολούν
Σε ήχο: Οι στίχοι του Ντάριο Φο από τον Έντζο Γιαννάτσι
Εδώ γύρω από ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μπαρμπέρα στη μέση, τραγουδάνε παρέα οι Ντάριο Φο, Αντριάνο Τσελεντάνο, Τζόρτζιο Γκάμπερ, Αλμπανέζε, ενώ τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο Γιαννάτσι.
Εδώ η ανάγνωση της απόπειρας για μια απόδοση στα Ελληνικά
Ho visto un re
-Dai dai, conta su…ah be, sì be…. – Ho visto un re.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un re!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Un re che piangeva
seduto sulla sella
piangeva tante lacrime,
ma tante che
bagnava anche il cavallo! – Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– è l’imperatore che gli ha portato via
un bel castello…
– Ohi che baloss!
– …di trentadue che lui ne ha.
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; sì, beh.
– Ho visto un vesc…
– Sa l’ha vist cus’e‘? – Ha visto un vescovo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Anche lui, lui, piangeva, faceva
un gran baccano, mordeva anche una mano.
– La mano di chi?
– La mano del sacrestano!
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– e‘ il cardinale che gli ha portato via
un’abbazia…
– Oh poer crist!
– …di trentadue che lui ce ne ha.
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho visto un ric…
– Sa l’ha vist cus’e‘? – Ha visto un ricco! Un sciur!
– S’…Ah, beh; si‘, beh.
– Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go, ed ogni goccia andava…
– Deren’t al vin?
– Si‘, che tutto l’annacquava!
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, l’imperatore
l’han mezzo rovinato
gli han portato via
tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce ne ha.
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho vist un villan.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Un contadino!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore,
persino il cardinale, l’han mezzo rovinato
gli han portato via:
la casa
il cascinale
la mucca
il violino
la scatola di kaki
la radio a transistor
i dischi di Little Tony
la moglie!
– E po‘, cus’e‘?
– Un figlio militare
gli hanno ammazzato anche il maiale…
– Pover purscel!
– Nel senso del maiale…
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ma lui no, lui non piangeva, anzi: ridacchiava! Ah! Ah! Ah!
– Ma sa l’e‘, matt?
– No!
– Il fatto e‘ che noi villan…
Noi villan…
E sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam,
e sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Ιανουαρίου, 2012
Ρεβερέντζες δεν έκανα ποτέ
Μπρος σε κανένα
Μα τώρα σέρνομαι και ακολουθώ
Μονάχα εσένα
Σκύλος ήμουν άγριος, αλλά πια για σε
Είμαι σκυλάκι
Δόντι είχα λύκου, αλλά πια μωρού
Έχω δοντάκι
Τόσος δα μικρόςμπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν το γέρνεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν τ’ αγγίζεις τη μαμά φωνάζει
Με άλλαξες πολύ και ας ήμουν ως τα χτες
Σκληρό καρύδι
Της καρδιάς μου σκάρωσες και πια κρατάς
Το Αντικλείδι
Με το γλυκό σου πρόσωπο όταν γελάς
Ή λες τραγούδια
Και με μια μάσκα μέγαιρας σαν με πετάς
Με τα σκουπίδια
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν το γείρεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν τ’ αγγίξεις τη μαμά φωνάζει
Τους νόμους σου πιστά πάντα ακολουθώ
Σατράπισσά μου
Κι ας λες πως δε πιστεύεις ούτε τα μισά
Καμώματά μου
Κι αν μια γαλανομάτα μια φορά
Μου ’χε γυαλίσει
Με την ομπρέλα σου βαρώντας δυνατά
Έδωσες λύση
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν το γέρνεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που σαν τ’ αγγίζεις τη μαμά φωνάζει
Οι χαρτορίχτρες μου το είπαν καθαρά
κι οι καλογέροι
Πως από σένα ειν’ να πάθω τελικά
Άγριο χουνέρι
Υπάρχουν πιο καλές υπάρχουν πιο κακές
Στο κάτω κάτω
Το ίδιο κάνει αν εδώ θα κρεμαστώ
Ή παρακάτω
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν το γείρεις να κοιμάται μοιάζει
Τόσος δα μικρός μπροστά σε ένα κουκλί
Που αν τ’ αγγίξεις τη μαμά φωνάζει
Ο Μπρασένς τραγουδάει: Je Me Suis Fait Tout Petit
Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα
Από την κιθάρα του Ροδόλφου Ραφαλί Με αραβικό λαούτο από τον Καμολέμπ
Με τη Μάγια Βιντάλ
Aπό τον Μπααζίζ
Με κλαρινέτο Στα ισπανικά από τον Πάκο Ιμπάνεζ Με φυσαρμόνικα
Je Me Suis Fait Tout Petit
Je n’avais jamais ôté mon chapeau
Devant personne
Maintenant je rampe et je fait le beau
Quand ell’ me sonne
J’étais chien méchant, ell’ me fait manger
Dans sa menotte
J’avais des dents d’loup, je les ai changées
Pour des quenottes
[Refrain] : Je m’suis fait tout p’tit devant un’ poupée Qui ferm’ les yeux quand on la couche Je m’suis fait tout p’tit devant un’ poupée Qui fait Maman quand on la touche
J’était dur à cuire, ell’ m’a converti La fine mouche Et je suis tombé tout chaud, tout rôti Contre sa bouche Qui a des dents de lait quand elle sourit Quand elle chante Et des dents de loup quand elle est furie Qu’elle est méchante
[Refrain]
Je subis sa loi, je file tout doux Sous son empire Bien qu’ell’ soit jalouse au-delà de tout Et même pire Un’ jolie pervenche qui m’avait paru Plus jolie qu’elle Un’ jolie pervenche un jour en mourut A coup d’ombrelle
[Refrain]
Tous les somnambules, tous les mages m’ont Dit sans malice Qu’en ses bras en croix, je subirais mon Dernier supplice Il en est de pir’s il en est d’meilleures Mais à tout prendre Qu’on se pende ici, qu’on se pende ailleurs S’il faut se pendre
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Ιανουαρίου, 2012
Δόξα σ’ όποιον φρενάρει, / γλιστράει, μα δεν πατάει
τ’ ανέμελο βατράχι / το δρόμο που περνάει.
Και δόξα στον μουρντάρη / πού έκλεισε το μάτι
σε εκείνη που οι άλλοι / αφήνανε αμανάτι .
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα στον μπάτσο που / κόβει τις λιμουζίνες,
το δρόμο σαν διασχίζουν / οι αδέσποτες ψιψίνες.
Μα και στον ερωτύλο / που τα έριξε με πάθος
σε εκείνη που οι άλλοι / της φύσης ’λέγαν λάθος.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα σ’ εκείνον που / περνάει και δε μιλάει,
σαν σκούζουν, αλυχτούνε / ¨τσακάλια¨, ¨παπαγάλοι¨.
Μα και στον Καζανόβα / που απτόητος φλερτάρει
με εκείνη που οι άλλοι / νομίζουν δίχως χάρη.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα στον ιερέα / που άπιστους συγχωράει,
τη μισαλλοδοξία / με αγάπη ξεπερνάει.
Μα και στον ερωτιάρη / που γέμισε φιλιά
εκείνη που οι άλλοι / κρατούσαν μακριά.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Δόξα στον στρατιώτη / που αμάχους να σκοτώσει
αρνήθηκε με πείσμα / και τώρα θα πληρώσει
Και δόξα στον μπερμπάντη / που άλλαξε τα γούστα
σ’ αυτήν που αμπαρωμένη / εκραταγε τη φούστα
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!.
Δόξα σε εσέ Αδελφή / πού αισθάνθηκες το χρέος
Και ζέστανες στο χέρι / ενός κουλού το πέος.
Μα και στον Δον Ζουάν / που έκανε να ανθίσουν
οπίσθια λες φτιαγμένα / μόνον για να καθίσουν.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
Και Δόξα…
Σ’ όσους, αφού δεν έχουν / πλέον ιδανικά
να μη τα σπάν’ στους άλλους / φροντίζουν τώρα πια.
Μα και στον εραστή / -σε πείσμα του καθένα-
που φρόντισε γι αυτή / που αλλιώς θα ‘ταν παρθένα.
Αυτή την ασχημούλα, τη θέλω εγώ!
(Ελεύθερη απόδοση του Δον Ζουάν του Μπρασένς) Το τραγούδι με τον Ζόρζ Μπρασένς
Με τους «Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει»
Georges Brassens, 1976.
DON JUAN
Gloire à qui freine a mort, de peur d’ecrabouiller
Le hérisson perdu, le crapaud fourvoyé!
Et gloire à don Juan, d’avoir un jour souri
A celle à qui les autres n’attachaient aucun prix!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Gloire au flic qui barrait le passage aux autos
Pour laisser traverser les chats de Léautaud!
Et gloire à don Juan d’avoir pris rendez-vous,
Avec la délaissée, que l’amour désavoue!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Gloire au premier venu qui passe et qui se tait
Quand la canaille crie « haro sur le baudet »!
Et gloire à don Juan pour ses galants discours
À celle à qui les autres faisaient jamais la cour!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Et gloire à ce curé sauvant son ennemi
Lors du massacre de la Saint-Barthélémy!
Et gloire à don Juan qui couvrit de baisers
La fille que les autres refusaient d’embrasser!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut.
Et gloire à ce soldat qui jeta son fusil
Plutôt que d’achever l’otage à sa merci!
Et gloire à don Juan d’avoir osé trousser
Celle dont le jupon restait toujours baissé!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut
Gloire à la bonne soeur qui, par temps pas très chaud
Dégela dans sa main le pénis du manchot
Et gloire à don Juan qui fit reluire un soir
Ce cul déshérité ne sachant que s’asseoir
Cette fille est trop vilaine, il me la faut
Gloire à qui n’ayant pas d’idéal sacro-saint
Se borne à ne pas trop emmerder ses voisins!
Et gloire à don Juan qui rendit femme celle
Qui, sans lui, quelle horreur! serait morte pucelle!
Cette fille est trop vilaine, il me la faut
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Δεκεμβρίου, 2011
Εάν το ότι οι Εσκιμώοι έχουν πολλές λέξεις για τα πράγματα που γνωρίζουν καλά, όπως το χιόνι, σημαίνει κάτι, τι να σημαίνει άραγε ότι εμείς εδώ (στην κάτω δεξιά άκρη της Ευρώπης) για να αποδώσουμε το μή αληθινό έχουμε (και λέμε): ψεύτικο, απατηλό, πλαστό, κίβδηλο, κάλπικο, δήθεν,τάχα, φτιαχτό, σικέ, κι άλλα που δε μού ‘ρχονται αυτή τη στιγμή;
(από τις συνειρμικές σκέψεις, καθώς προσπαθούσα να ταιριάξω λέξεις για να σας φτιάξω μια απόδοση στα Εληνικά της «ψεύτικης ιστορίας» του Μπρασένς)
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 19 Νοεμβρίου, 2011
Εδώ παρακάτω σας έχω ένα ερωτικά αγανακτισμένο, τυραννιστικά σαγηνεμένο και σίγουρα πολυτραγουδισμένο, δημιούργημα του Μπρασένς, με μουσική σε δύο εκδοχές: η πρώτη απλή κι απελπισμένη (αλά Μπρασένς φυσικά), η δεύτερη απλή και στριφογυριστή. Στη πρώτη το ρεφρέν είναι μια φράση μόνο:
Με τραβολόγαγε από την καρδιά
…από της καρδιάς μου την άκρη
Στη δεύτερη η επωδός αποτελεί μια παρομοίωση που εμπεριέχει ανθό, αγελαδίτσα και, βέβαια, σούρσιμο/τραβολόγημα και εγώ, για να βγει παραστατικότερα η απόδοση, πρόσθεσα και μια σουσουράδα, παραμένοντας, ελπίζω, στο κλίμα.
Λουλουδάκι (κρυμμένο σε πετσί αγελάδας)
Ερωτευμένος δεν υπήρξε στη Γη
όσο εγώ, πιασμένος στην παγίδα,
μα μοναχός μου άνοιξα την πληγή
τα δυο της στήθη από κοντά σαν είδα
Ανθός κρυμμένος σε πετσί αγελάδας,
αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,
χάρη και νάζι πού ‘χει σουσουράδας
και πίσω της σε σέρνει ολοταχώς.
*
Η Φύση της χάρισε θέλγητρα χίλια
φωτιά σ’ ανάβουν μόλις την αγγίξεις
κι εγώ που με έτρωγε λιγάκι κι η ζήλια
διαρκώς ζητούσα αγάπης αποδείξεις.
Ανθός κρυμμένος μέσα σε αγελάδα,
αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,
που σου κουνιέται σα τη σουσουράδα
και πίσω της σε σέρνει, δυστυχώς!
Όχι πως είχε κουκούτσι μυαλό
πνεύμα δεν είχε, μοναχά καπρίτσια
μα, είπα, στον έρωτα δεν είναι λογικό
σοφίες να απαιτείς από τα κορίτσια.
Ανθός κρυμμένος σε πετσί αγελάδας,
αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,
χάρη και νάζι πού ‘χει σουσουράδας
και πίσω της σε σέρνει ολοταχώς.
*
Ως που μια μέρα άνοιξε τα φτερά,
μακριά μου εχάθη αφήνοντάς με μόνο
κι όλα τα βότανα και τα γιατρικά
δεν φτάνουν να μου γιάνουνε τον πόνο.
Πολύ την αγάπησα, αλλά τώρα πια
τη συγχωρώ, δεν της κρατώ κακία,
που έχει διαλύσει τη φτωχή μου καρδιά
κι άλλη αγάπη δε χωράει καμία.
Ανθός κρυμμένος μέσα σε αγελάδα,
αγελαδίτσα που το παίζει ανθός,
που σου κουνιέται σα τη σουσουράδα
και πίσω της σε σέρνει, δυστυχώς!
Σε ήχο: O Brassens στην πρώτη εκδοχή:
*
Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η Αγελαδίτσα
*
Εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα
Η ¨αγελαδίτσα¨ (όμορφο λουλουδάκι) στα αραβικά:
*
…και στη γλώσσα των Κρεολών στης Καραϊβικής
*
Στη διάλεκτο των Λομβαρδών (Μιλανέζικα) από τον Νάννι Σβάμπα
*
…και στα ιταλικά από τον Σάλβο Λο Γκάλμπο
*
ή, αν προτιμάτε, στα ισπανικά:
*
ή από υπαίθρια χορωδία:
Une jolie fleur dans une peau de vache
Jamais sur terre il n’y eut d’amoureux
Plus aveugle que moi dans tous les âges
Mais faut dire que je m’était creuvé les yeux
En regardant de trop près son corsage.
Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.
Le ciel l’avait pourvue des mille appas
Qui vous font prendre feu dès qu’on y touche
L’en avait tant que je ne savais pas
Ne savais plus où donner de la bouche.
Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.
Elle n’avait pas de tête, elle n’avait pas
L’esprit beaucoup plus grand qu’un dé à coudre
Mais pour l’amour on ne demande pas
Aux fille d’avoir inventé la poudre.
Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.
Puis un jour elle a pris la clef des champs
En me laissant à l’âme un mal funeste
Et toutes les herbes de la Saint-Jean
N’ont pas pu me guérir de cette peste.
Je lui en ai bien voulu mais à présent
J’ai plus de rancune et mon coeur lui pardonne
D’avoir mis mon coeur à feu et à sang
Pour qu’il ne puisse plus servir à personne.
Une jolie fleur dans une peau de vache
Une jolie vache déguisée en fleur
Qui fait la belle et qui vous attache
Puis, qui vous mène par le bout du coeur.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2011
Θα πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι εγώ προσωπικά τις κυρίες αυτές δεν τις γνωρίζω. Ούτε εκείνες της εποχής του Μπρελ, ούτε τις μεταγενέστερες. Κι έτσι, όταν πρωτοάκουσα το τραγούδι, τις φαντάστηκα κάτι σαν αγκαζαρισμένες ηπειρώτισσες να χορεύουν γύρω γύρω την ¨καραγκούνα¨. Προφανώς τα πράγματα (οι εν λόγω κυρίες) είναι κάπως αλλιώς, αλλά εγώ μία φορά όλη κι όλη έχω πάει στις Βρυξέλλες και σας διαβεβαιώνω ότι ουδεμία μου προέκυψε επαφή με Φλαμανδή χορεύτρια (ούτε με Βαλλώνα –για να τα λέμε όλα).
Ξέρω πάντως ότι ο Ζακ Μπρέλ ήταν, από τη μεριά του πατέρα του, φλαμανδικής καταγωγής και, όσο να ‘ναι, κάτι θα ήξερε σχετικά. Μεταφέρω εδώ την (λιγο πολύ χιουμοριστική) εκδοχή για τις βορειοβελγίδες συμπατριώτισσές του, έτσι, για να γνωριζόμαστε λίγο καλύτερα μεταξύ ευρωπαίων (και το αυτοσαρκαστικό χιούμορ είναι καλός οδηγός για κάτι τετοιο).
Προσθέτω ότι, μια που όλοι έχουμε μπλέξει σε μια συλλογική περιπέτεια, (ευρωπαϊκοί λαοί εναντίον καταβροχθιστικών τεράτων με ταμεία γαμψά) καλό θα είναι να γνωριστούμε καλύτερα γιατί μόνο συντονισμένα θα μπορέσουμε ίσως να τη βγάλουμε καθαρή…
… έχουμε λοιπόν σε ήχο
1. Τον ίδιο τον Ζακ Μπρελ
.
2.Την Μπαρμπαρά
.
3. Piêro, les flamandes
.
4. Την απόδοση στα ελληνικά που σας ετοίμασα
Και σε κείμενο
1. Την απόδοση (αφιερωμένη στους φίλους που με διαβάζουν στις Κάτω Χώρες)
2.Τους στίχους στα γαλλικά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν
Μιλιά, τις μετρημένες Κυριακές
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν μιλούν
Οι Φλαμανδές είναι γυναίκες σιωπηλές
Χορεύουν γιατί είναι είκοσι χρονών
Κι οι εικοσάρες πρέπει να λογοδοθούν
Για να μπορέσουνε μετά να παντρευτούν
Και μάνες να γινούν γερών παιδιών
Αυτός, τους είπαν οι γονιοί, είναι ο σκοπός
Τόπε κι ο ηγούμενος και το ‘πε αυστηρά
Το ‘πε ο παπάς, και των παπάδων ο αρχηγός
Γι αυτό χορεύουνε, χορεύουν στη σειρά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν ριγούν
Δεν έχει πάθος στον χορό της Κυριακής
Οι Φλαμανδές χορεύουν – δεν ριγούν
Οι Φλαμανδές προκύπτουν αξιοπρεπείς
Χορεύουν γιατί είναι στα τριάντα πια
Πως όλα πήγανε καλά να δείξουν πρέπει
Το ζυθοβότανο, το στάρι, τα παιδιά
Όλα σε τάξη, αν ο Θεός το επιτρέπει
οι Φλαμανδές ειν’ των γονιών τους το καμάρι
Kαι του Ηγούμενου που ψέλνει δυνατά
Kαι του παπά που του Θεού δίνει τη χάρη
Γι αυτό χορεύουνε, χορεύουν στη σειρά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν –δεν χαμογελούν
Χωρίς χαμόγελα ο χορός τις Κυριακές
Οι Φλαμανδές χορεύουν –δεν γελούν
Οι Φλαμανδές είναι γυναίκες σοβαρές
Χορεύουν γιατί πιάσαν τα εβδομήντα χρόνια
Πως όλα πήγανε καλά να δείξουν πρέπει
Το ζυθοβότανο, το στάρι, τα εγγόνια
Όλα σε τάξη, ο Θεός αν το επιτρέπει
Σαν τις μανάδες τους τα μαύρα εφορέσαν
Σαν τον ηγούμενο που αναμασάει ρητά
Σαν τον παπά, που τα κηρύγματα τ’ αρέσαν
Κληροδοτούν, γι αυτό χορεύουν στη σειρά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές χορεύουν τεντωμένες
Χωρίς χαλάρωμα ο χορός τις Κυριακές
Οι Φλαμανδές χορεύουν τεντωμένες
Δεν χαλαρώνουνε ποτέ οι Φλαμανδές
Χορεύουν γιατί φτάσαν στα εκατό
Και στα εκατό σωστό να δείξουν κρίνουν
Πως έχουνε καλό ποδαρικό
Στάρι και ζυθοβότανο άφθονα θα απομείνουν
Κι αυτές θα πάνε τους γονιούς ν’ αναζητήσουν
Και τον παπά που κείται εκεί κοντά
Και τον ηγούμενο εκεί θα συναντήσουν
Γι αυτό χορεύουνε… για τελευταία φορά
Οι Φλαμανδές
Οι Φλαμανδές
Οι Φλα – οι Φλα – οι Φλαμανδές
Les Flamandes :
Les Flamandes dansent sans rien dire
Sans rien dire aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans rien dire
Les Flamandes ça n’est pas causant
Si elles dansent c’est parce qu’elles ont vingt ans
Et qu’à vingt ans il faut se fiancer
Se fiancer pour pouvoir se marier
Et se marier pour avoir des enfants
C’est ce que leur ont dit leurs parents
Le bedeau et même Son Eminence
L’Archiprêtre qui prêche au couvent
Et c’est pour ça et c’est pour ça qu’elles dansent
Les Flamandes
Les Flamandes
Les Fla – Les Fla – Les Flamandes
Les Flamandes dansent sans frémir
Sans frémir aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans frémir
Les Flamandes ça n’est pas frémissant
Si elles dansent c’est parce qu’elles ont trente ans
Et qu’à trente ans il est bon de montrer
Que tout va bien que poussent les enfants
Et le houblon et le blé dans le pré
Elles font la fierté de leurs parents
Et du bedeau et de Son Eminence
L’Archiprêtre qui prêche au couvent
Et c’est pour ça et c’est pour ça qu’elles dansent
Les Flamandes
Les Flamandes
Les Fla – Les Fla – Les Flamandes
Les Flamandes dansent sans sourire
Sans sourire aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans sourire
Les Flamandes ça n’est pas souriant
Si elles dansent c’est qu’elles ont septante ans
Qu’à septante ans il est bon de montrer
Que tout va bien que poussent les petits-enfants
Et le houblon et le blé dans le pré
Toutes vêtues de noir comme leurs parents
Comme le bedeau et comme Son Eminence
L’Archiprêtre qui radote au couvent
Elles héritent et c’est pour ça qu’elles dansent
Les Flamandes
Les Flamandes
Les Fla – Les Fla – Les Flamandes
Les Flamandes dansent sans mollir
Sans mollir aux dimanches sonnants
Les Flamandes dansent sans mollir
Les Flamandes ça n’est pas mollissant
Si elles dansent c’est parce qu’elles ont cent ans
Et qu’à cent ans il est bon de montrer
Que tout va bien qu’on a toujours bon pied
Et bon houblon et bon blé dans le pré
Elles s’en vont retrouver leurs parents
Et le bedeau et même Son Eminence
L’Archiprêtre qui repose au couvent
Et c’est pour ça qu’une dernière fois elles dansent
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Σεπτεμβρίου, 2011
Έτυχε να βρω αυτό το ρομαντικό (λίγο ειρωνικό, λίγο σπαραξικάρδιο) τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς πριν από την ισημερία και είπα να σας το προσφέρω ¨επί τη ευκαιρία¨, στις 22 τουΣεπτέμβρη ανήμερα, καθώς θα έμπαινε μετεωρολογικά το Φθινόπωρο.
Όμως στις 22 ήμουν σε οργισμένες ακεφιές, όχι μόνο για τα όσα συμβαίνουνε γύρω μας (ακόμη ένα πακέτο ¨μέτρων¨, ακόμη μια παραβίαση των κανόνων συμβίωσης και της κοινής λογικής), αλλά πιο πολύ για το πως μας τα διοχετεύουν οι παπαγάλοι των Μέσων (αντιφατικά, υποβολιμαία, με ασάφειες, με υπαινιγμούς, με πατερναλισμό, με μητερναλισμό(*), με υστεροβουλία, με μεροληψία, με μεμψιμοιρία, με άφθονη κακογουστιά, κακομοιριά και μιζέρια).
Τώρα, όσοι από εσάς παρακολουθείτε το Ιστολογοφόρο, (και ιδιαίτερα τις ¨σελίδες¨ αριστερά) ξέρετε την άποψή μου: Τα περισσότερα από τα δεινά που μας μαστίζουν οφείλονται στην έξαρση της ανισορροπίας ανάμεσα στις βασικές ¨εξουσίες¨: την πολιτική, την επικοινωνιακή και την οικονομική. Συγκεκριμένα, η οικονομική εξουσία κατάφερε να οικειοποιηθεί την επικοινωνιακή (ιδιοποιούμενη τα ΜΜΕ και εκμισθώνοντας/δημιουργώντας ¨μεταμοντέρνους¨ επικοινωνητές) και να εξαγοράσει σημαντικό τμήμα των φορέων της πολιτικής εξουσίας.
Βέβαια, θα μου πείτε ότι εάν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος για τα χειρότερα και να μη πτοείται από τα εκάστοτε ¨πακέτα¨ και τις συνημμένες απειλές και τρομοκρατίες. Έχετε, ως συνήθως, δίκιο. Η ακεφιά και η κατάθλιψη είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι, οι χειρότεροι σύντροφοι.
Γι αυτό σταματάω την γκρίνια και επιστρέφω, όσο ακόμα αυτό είναι εφικτό, στα απλά πράγματα της ζωής (που ξορκισμένα από το απαράμιλλο ραβδί της τέχνης μπορούν να γίνουν ως και λοστοί έξαρσης, ως και συνοδοί αγώνα).
Ας πούμε, για παράδειγμα, στο (παλιό) τραγούδι του ερωτευμένου που, στις 22 του Σεπτέμβρη, ανήμερα, προσπαθεί να αναρρώσει από τις χαρακιές μιας εγκατάλειψης.(**)
………………
(*) Υβριδική/¨εκσυγχρονισμένη¨ εκδοχή του κλασικού πατερναλισμού με ¨θηλυκό¨ πρόσημο, ιδιαίτερα του συρμού τελευταία.
(**)Για να σας τα πω όλα, έπεσα πάνω στο τραγούδι ¨22 του Σεπτέμβρη¨ καθώς μανουβράριζα τον Γκούγκλη ψάχνοντας υλικό για τις ¨3 του Σεπτέμβρη¨. Εκείνο που προσπαθούσα να βρω ήταν στοιχεία και τεκμήρια για το πώς σε εγκαταλείπει/προδίδει ξαφνικά, όχι ένας έρωτας, αλλά ένας ριζοσπαστικός συμβολισμός, ένα κοινωνικοπολιτικό όραμα…
……………..
Σημείωση 1. Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται στη γαλλική γλώσσα, ο ερωτευμένος απευθύνεται και ¨τα σέρνει¨ στην καλή του σε άπταιστο πληθυντικό αριθμό. Στην απόδοση διατήρησα αυτόν τον γλωσσικό τύπο, αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις:
Προσωπικά συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν πως η χρήση του πληθυντικού, όταν κανείς απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, είναι έξω από το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας, που στην ιστορική της διάσταση υπήρξε πολύ δημοκρατικότερος τρόπος έκφρασης. Ωστόσο, μετά την εισαγωγή του πληθυντικού (ευγενείας;) στα νέα ελληνικά, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον δύο εκδοχές: μιλάς (ή σου μιλούν) σαν να απευθύνεσαι σε πολλαπλούς, για να επιβεβαιώσεις κοινωνική (οικονομική, μορφωτική) απόσταση, ή πάλι, χρησιμοποιείς αυτόν τον τύπο ομιλίας για να υποδηλώσεις καλή διάθεση και αποδοχή κάποιων τύπων συμβίωσης. Ο ενικός αντίστοιχα μπορεί, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, να υποδηλώνει από παθολογική αυταρχικότητα ως τρυφερή οικειότητα. (μια άλλη φορά θα σας διηγηθώ κάποια από τα ιλαροτραγικά που μου συνέβησαν όταν, ύστερα από πολύχρονη συνεχή διαμονή στο εξωτερικό, επέστρεψα στην Ελλάδα, με το γλωσσικό μου κριτήριο αναπόφευκτα αλλοιωμένο).
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι στην ελληνική γλώσσα δεν χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό αριθμό για να τα ψάλουμε στην ¨σκορδόπιστη¨ που μας εγκατέλειψε. Εδώ όμως διατήρησα αυτόν τον τύπο, γιατί μου φάνηκε ότι ενισχύει την ποιητική ατμόσφαιρα του μονόλογου. Και εδώ που τα λέμε δίνει στο ρομαντισμό του κειμένου μια εξωτική νότα, απ’ αυτές που, καμιά φορά, προσδίδουν πρόσθετη γοητεία στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μέσης Δύσης.
Σημείωση 2. Όπως θα δείτε στο γαλλικό κείμενο ο Μπρασένς αναφέρεται στον Πρεβέρ και τα σαλιγκάρια του. Επειδή αυτά τα τελευταία δε χώρεσαν στην απόδοση, σας υπενθυμίζω ότι σας τα έχω ήδη παρουσιάσει αυτονόμως σε προηγούμενη ανάρτηση.
Και τώρα οι ήχοι:
1. Το τραγούδι από τον δημιουργό
Στα Ιταλικά (Salvo lo Galbo) Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη σαν μ’ αφήσατε μόνο.
Τέτοια μέρα από τότε πάντα ψυχοπλακώνω
τη φτωχή μου καρδιά, καθώς σκέφτομαι εσάς.
Όμως λέω, αρκετά, από σήμερα αλλάζω.
Όχι δάκρυα πια, κι απ’ το νου μου σας βγάζω.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς!
Δε θα τριγυρνά πια στου φθινοπώρου τα φύλλα
αερικό που μου μοιάζει, στη ψυχή του η μαυρίλα
κάθε φύλου νεκρού, και με εσάς στην καρδιά…
Κι ο Πρεβέρ, ο ποιητής του φθινοπώρου των φύλλων,
ας με βγάλει απ’ τη λίστα των οπαδών και των φίλων
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Κάθε φορά, ως τα χτες, που άνοιγα τα φτερά μου,
χελιδόνι κι εγώ, χελιδόνια σιμά μου,
γκρεμιζόμουν ξανά, σαν σκεπτόμουν εσάς…
Του Ικάρου οι μανίες πια στο διάβολο πήγαν,
δε θα ‘ρθει η χειμωνιά, τα χελιδόνια κι ας φύγαν…
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, ημέρα της λησμονιάς
Στο μπαλκόνι για Σας μία γλάστρα έχω βάλει
Που με δάκρυα ποτίζω, κι ως τα τώρα χαλάλι.
Τ’ άνθη πού ‘χανε πάρει, από σας ευωδιά
Θα τα δώσω, αν περάσει, καν’άς μακαρίτης
Εγώ παύω να κλαίω, παύω να ‘μαι ισοβίτης
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Τώρα πια απ’ την καρδιά μου ό, τι λίγο έχει μείνει,
δεν περνάει της ισημερίας τη δίνη,
τυλιγμένο σε φλόγα, αναμμένη από Σας.
Η μεγάλη φωτιά, πάει πια, έχει σβήσει…
Κανά κάστανο μόνο ίσως φτάνει να ψήσει.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς
….
…Και τι θλίψη χωρίς νοσταλγία για σας!
LE VINGT-DEUX SEPTEMBRE (Georges Brassens, 1964).
Un vingt-et-deux septembre au diable vous partîtes,
Et, depuis, chaque année, à la date susdite,
Je mouillais mon mouchoir en souvenir de vous…
Or, nous y revoilà, mais je reste de pierre,
Plus une seule larme à me mettre aux paupières:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
On ne reverra plus, au temps des feuilles mortes,
Cette âme en peine qui me ressemble et qui porte
Le deuil de chaque feuille en souvenir de vous…
Que le brave Prévert et ses escargots veuillent
Bien se passer de moi pour enterrer les feuilles:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Jadis, ouvrant mes bras comme une paire d’ailes,
Je montais jusqu’au ciel pour suivre l’hirondelle
Et me rompais les os en souvenir de vous…
Le complexe d’Icare à présent m’abandonne,
L’hirondelle en partant ne fera plus l’automne:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Pieusement noué d’un bout de vos dentelles,
J’avais, sur ma fenêtre, un bouquet d’immortelles
Que j’arrosais de pleurs en souvenir de vous…
Je m’en vais les offrir au premier mort qui passe,
Les regrets éternels à présent me dépassent:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Désormais, le petit bout de coeur qui me reste
Ne traversera plus l’équinoxe funeste
En battant la breloque en souvenir de vous…
Il a craché sa flamme et ses cendres s’éteignent,
A peine y pourrait-on rôtir quatre châtaignes:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Σεπτεμβρίου, 2011
Υπάρχουν οι πτωχοί τω πνεύματι.
Ή για να είμαστε ακριβέστεροι οι πτωχότεροι τω πνεύματι από σένα.
Έχουν τρόπους σκέψης και συμπεριφορές που δεν καταλαβαίνεις και σου φαίνονται παράλογες. Δεν πρέπει ωστόσο να τους χλευάζεις. Οι καιροί είναι απρόβλεπτοι και κανείς δε ξέρει αν τελικά, σε μια στροφή της ιστορίας, δικαιωθούν. Άσε που απ’ ό,τι λέγεται τους ανήκει η βασιλεία των Ουρανών. Υπάρχουν οι πτωχοί τοις χρήμασι
Ή για να είμαστε ακριβέστεροι οι πτωχότεροι τοις χρήμασι από σένα.
Δεν έχει κανένα νόημα να τους χλευάσεις. Είναι κατάφορα άδικο. Στο τρέχον κοινωνικό σύστημα οι πτωχότεροι αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να είσαι εσύ λιγότερο πτωχός. Άσε που αύριο μπορεί να είσαι και εσύ κατοχυρωμένα νεόπτωχος που είναι και της μόδας! Θέλεις οπωσδήποτε να χλευάσεις κάποιον; Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς; Σε βαραίνει η αριστοφάνεια κληρονομιά και δε ξέρεις που να την βάλεις; Υπάρχει μια κατηγορία, που όπως και να το κάνουμε τα θέλει ο ευεπίφορός της: Οι σνομπ (sine nobilitatis). Αυτά (που θα μπορούσαν και να συντμηθούν ως: ¨σνομπάρετε τους σνομπ, τους κάνει καλό¨) εν είδει εισαγωγής για ένα τραγουδάκι του Μπορίς Βιάν (ναι, εκείνου του ¨Αφρού των ημερών¨, ο οποίος εκτός από συγγραφέας στη σύντομη ζωή του υπήρξε και συνθέτης, ηθοποιός, τραγουδιστής, εφευρέτης και άλλα). Το τραγούδι J’suis snob είναι της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αλλά μια που ο σνομπισμός είναι διαχρονικό φαινόμενο, αποπειράθηκα να το προσαρμόσω στα ελληνικά και, λιγάκι, στα τρέχοντα. Άλλωστε θα παρατηρήσατε ενδεχομένως ότι έως λίγο πριν από την Κρίση είχαμε πήξει στους sine nobilitatis που, μεταξύ άλλων, νόμιζαν και διακήρυτταν – άνευ αιδούς – ότι ¨σνόμπ, είναι καλό¨!
Πρώτα η μουσική: Από τον Μπορίς Βιάν αυτοπροσώπως… Από ένα συγκρότημα (που υποψιάζομαι ότι το πιστεύει…) Ακολουθεί η προσαρμογή στα ελληνικά Και ακόμη μία εκτέλεση (από όπου δανείστηκα τη μουσικούλα της ανάγνωσης)
Και τα κείμενα…
(J. Walter – B. Vian) Είμαι σνομπ…
Είμαι σνομπ… βέρι σνομπ
Το μόνο χάντικαπ π’ ομολογώ
Κι η καλογερική… βαριά!
Και απαιτεί μήνες δουλειά
μα όταν βγαίνω στο σεργιάνι
Κανένας ας μη με βασκάνει [φτου μου!]
Είμαι σνομπ… φακ σνομπ
Κι οι κολλητοί μου το αυτό / Σνομπ!!! είναι καλό!
Κομμένα τα νεύρα / το παπούτσι ζέβρα
Σινιέ το βρακί / κι η γραβάτα απαράβατα ιταλική
Δακτυλιδάκι / στο μικρό δακτυλάκι
Αλλά μόνο στο πόδι / είναι απ’ τα δικαιώματα τα θεμελιώδη
Να πονάς στο συκώτι / σαν τον κάθε επαρχιώτη
Δεν είναι στη μόδα / προτιμώ έλκος, μα πήρα ρεζέρβα έναν δότη
Οι πρασινοφρουρές / είναι πια ανιαρές
Για αυτό από προχτές / δίνω δίκιο μονάχα στις διεθνείς αγορές
Είμαι σνομπ, τγε σνομπ
Με λεν’ Βάγγο, με φωνάζουνε Μπομπ
Nα ιππεύσω πάω στην Κηφισιά
Εκεί μ’ αρέσει ως κι η κοπριά
Οι φίλοι μου είναι όλοι από τζάκια
Με αίμα μπλε ως τα μπατζάκια
Είμαι σνομπ, γαμάτος σνομπ
Και για αγάπη oμιλώ / Γυμνός στο φωταγωγό!
Σνομπ – πάρτι στο σπίτι / Κάνω κάθε Τρίτη
Καφέ μόνο μόκα,/ μα διαθέτουμε κόκα και κόλα και ρόκα
Το καμαμπεράκι / με το κουταλάκι
Έχει και χαβιάρι / κανείς δεν θα μπορέσει να μας το πάρει
Το διαμέρισμα μου / τ’ αριστούργημα μου
Μονάχα στο χολ / έχω κρεμάσει πέντε έξι Γουορχόλ
Είχα και μια τι βι / μ’ ενοχλούσε πολύ
Της έδωσα μια / και τώρα κοιτάει απ’ την άλλη μεριά
Είμαι σνομπ, καρά-σνομπ
Με εξουθενώνει το χούι αυτό
Στης Ρολς ταξιδεύω την ένδοξη ράχη
Τον Αύγουστο θάλασσα παν μόνον οι βλάχοι
Και είναι κάτι τέτοια μικρά
Που στον Σνομπ κάνουν την διαφορά
Είμαι σνομπ, πιο πολύ κι από πριν…
Και σαν θα ‘μαι νεκρός, το ντεκόρ, / Απαιτώ να ‘ναι Ντιορρρ!
J’suis snob (J. Walter – B. Vian)
J’suis snob… J’suis snob
C’est vraiment l’seul défaut que j’gobe
Ça demande des mois d’turbin
C’est une vie de galérien
Mais lorsque je sors à son bras
Je suis fier du résultat
J’suis snob… Foutrement snob
Tous mes amis le sont
On est snobs et c’est bon
Chemises d’organdi, chaussures de zébu
Cravate d’Italie et méchant complet vermoulu
Un rubis au doigt… de pied, pas çui-là
Les ongles tout noirs et un tres joli p’tit mouchoir
J’vais au cinéma voir des films suédois
Et j’entre au bistro pour boire du whisky à gogo
J’ai pas mal au foie, personne fait plus ça
J’ai un ulcère, c’est moins banal et plus cher
J’suis snob… J’suis snob
J’m’appelle Patrick, mais on dit Bob
Je fais du ch’val tous les matins
Car j’ador’ l’odeur du crottin
Je ne fréquente que des baronnes
Aux noms comme des trombones
J’suis snob… Excessivement snob
Et quand j’parle d’amour
C’est tout nu dans la cour
On se réunit avec les amis
Tous les vendredis, pour faire des snobisme-parties
Il y a du coca, on deteste ça
Et du camembert qu’on mange à la petite cuiller
Mon appartement est vraiment charmant
J’me chauffe au diamant, on n’peut rien rêver d’plus fumant
J’avais la télé, mais ça m’ennuyait
Je l’ai r’tournée… d’l’aut’ côté c’est passionnant
J’suis snob… J’suis snob
J’suis ravagé par ce microbe
J’ai des accidents en Jaguar
Je passe le mois d’août au plumard
C’est dans les p’tits détails comme ça
Que l’on est snob ou pas
J’suis snob… Encor plus snob que tout à l’heure
Et quand je serai mort
J’veux un suaire de chez Dior!
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 13 Σεπτεμβρίου, 2011
Είμαστε ακόμη στον αστερισμό Μπρασένς και σήμερα το μενού περιλαμβάνει τραγουδάκι βουκολικό. Πρωταγωνιστούν: ο ποιητής, η χωριατοπούλα και ο Έρωτας. Την χωριατοπούλα την λένε Μαργκώ, (όνομα που μου θυμίζει την πιο αγαπημένη από τις γιαγιάδες μου, την Μαριγώ, που είχε γεννηθεί στην ορεινή Αρκαδία. Άσχετο). Το τραγούδι το λένε Je suis un voyou (είμαι ένας κατεργάρης, μάγκας, αγύρτης, μόρτης). Εδώ ο ποιητής, για να περιγράψει την αμοιβαία έλξη του λαϊκού με το αγροτικό, μπαίνει στα ρούχα ενός ερωτευμένου, άρα συμπαθούς, κατεργάρη που γοητεύεται από μια όμορφη ¨Θεά με τσόκαρα ¨. Ακολουθούν μουσικές και στίχοι. Πρώτα ο Brassens Στα ιταλικά Στα ρώσικα Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει (Brassens not dead)
Προσαρμογή στα ελληνικά με δημοτικό χαλί
Προσαρμογή στα ελληνικά με λαϊκό χαλί
Οι στίχοι του Μπρασένς Ci-gît au fond de mon coeur une histoire ancienne, Un fantôme, un souvenir d’une que j’aimais… Le temps, à grands coups de faux, peut faire des siennes, Mon bel amour dure encore, et c’est à jamais…
J’ai perdu la tramontane En trouvant Margot, Princesse vêtue de laine, Déesse en sabots… Si les fleurs, le long des routes, Se mettaient à marcher, C’est à la Margot, sans doute, Qu’elles feraient songer… Je lui ai dit: «De la Madone, Tu es le portrait!» Le Bon Dieu me le pardonne, C’était un peu vrai… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
La mignonne allait aux vêpres Se mettre à genoux, Alors j’ai mordu ses lèvres Pour savoir leur goût… Elle m’a dit, d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Je lui ai dit: «Par la Madone, Reste auprès de moi!» Le Bon Dieu me le pardonne, Mais chacun pour soi… Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
C’était une fille sage, A «bouche, que veux-tu?» J’ai croqué dans son corsage Les fruits défendus… Elle m’a dit d’un ton sévère: «Qu’est-ce que tu fais là?» Mais elle m’a laissé faire, Les filles, c’est comme ça… Puis, j’ai déchiré sa robe, Sans l’avoir voulu… Le Bon Dieu me le pardonne, Je n’y tenais plus! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
J’ai perdu la tramontane En perdant Margot, Qui épousa, contre son âme, Un triste bigot… Elle doit avoir à l’heure, A l’heure qu’il est, Deux ou trois marmots qui pleurent Pour avoir leur lait… Et, moi, j’ai tété leur mère Longtemps avant eux… Le Bon Dieu me le pardonne, J’étais amoureux! Qu’il me le pardonne ou non, D’ailleurs, je m’en fous, J’ai déjà mon âme en peine: Je suis un voyou.
Η απόδοση που σας έφτιαξα
Μάγκας και Μπερμπάντης
Κάπου μέσα μου βαθιά, ιστορίες παλιές
Μια σκιά, μια οπτασία / μια π’ αγάπησα
Κι αν η μοίρα κι ο καιρός, / κάνουν ζαβολιές
Στην ψυχή μου πάντα μέσα / την εκράτησα
Έχω χάσει τα μυαλά μου / βρήκα τη Μαριγώ
Γήινη πριγκίπισσά μου / Θεά από χωριό
Τα λουλούδια δρόμο αν παίρναν / και τριγύριζαν
Τη Μαριγώ μου δίχως άλλο / θα μου θύμιζαν
¨Σαν της Παναγιάς¨ της είπα, / ¨είσαι εικόνισμα¨
Κι ήτανε και λίγο αλήθεια / Βόηθα Παναγιά
Κι άμα δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μάγκας και μπερμπάντης / και ήδη σου χρωστώ
Η μικρή στην εκκλησία / πήγαινε συχνά
Την εδάγκωσα στα χείλη / δοκιμαστικά
¨Μα τι κάνεις εκεί πέρα;¨ / μου ’πε αυστηρά
Μα δε μού ’κοψε την φόρα / ξέρω κι από αυτά.
¨Μα την Παναγιά¨ της είπα / ¨μείνε πλάι μου¨
Ο Θεός να με σ’ χωρέσει / μα χαλάλι μου!
Κι άμα δε με συγχωρήσει / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης και αλάνης / και ήδη του χρωστώ
Ήταν μια σοφή κοπέλα: / ¨Πες μου εσύ τι θες;¨
¨Τα απαγορευμένα μήλα! / στου μπούστου τις πτυχές¨
¨Μα τι κάνες εκεί πέρα;¨ / μου είπε αυστηρά
Δεν με έπιασε η φοβέρα / ξέρω κι απ’ αυτά.
Μα της έσκισα τη φούστα / βόηθα Παναγια!
Δεν ειν’ πού ’χω τέτοια γούστα / δεν κρατιόμουν πια!
Μα κι αν δε με βοηθάς / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι παλιοχαρακτήρας / και ήδη σου χρωστώ
Έχω χάσει τα μυαλά μου / Πάει η Μαριγώ!
Την παντρέψαν την κυρά μου /με ένα απ’ το χωριό
Τώρα πρέπει να ’χει κάνει / καναδυό παιδιά
που το γάλα της ζητάνε / απαιτητικά!
Εγώ βύζαξα από τούτα / πολύ πιο μπροστά
Ας σ’γχωρέσουνε κι εμένα / και τον Έρωτα
Κι άμα δε με συγχωρούν / εξάλλου αδιαφορώ
Είμαι μόρτης, κατεργάρης / κι ήδη τους χρωστώ
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Αυγούστου, 2011
Μια που είναι ακόμη Αύγουστος, κάνει ζέστη, και το Πνεύμα των Διακοπών ως εξωτικό ξωτικό εξακολουθεί απτόητο, ανέμελο και ηλιοκαμένο να κόβει βόλτες πάνω από πόλεις και εξοχές, βγάζοντας γλώσσα στην κρίση, την ανησυχία, την αμφιβολία, το άγχος, και την (προσωρινά καταλαγιασμένη) οργή, λέω να μην αλλάξουμε θέμα και να μείνουμε (με καλή θερινή διάθεση) στα όσα (διαπιστωτικά και αυτοκριτικά) λέγαμε στο προηγούμενο δημοσίευμα.
Πολύ περισσότερο που ξετρύπωσα ακόμα ένα σχετικό τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς. [Λέω φίλου και τον φαντάζομαι γεννημένο κανα παράλληλο πιο κάτω(*), σε κάποιο ελληνικό νησί, να τον λένε (ας πούμε) Γιώργη Μπρασένη, να έχει τα ίδια μουστάκια, την ίδια κιθάρα (ίσως κι ένα μπουζούκι στο πλάι) και να μιλάει λίγο πολύ για τα ίδια πράγματα (τον έρωτα, τις γυναίκες, τους καλούς απλούς ανθρώπους, την ενδημική ανθρώπινη βλακεία) με το χιούμορ που μπορεί να αναπτύξει εν τέλει μόνο ο παθών (από τον έρωτα, τις γυναίκες, την ανθρώπινη βλακεία) και με την συμπάθεια που μπορεί να νοιώσει μόνον ο συμπάσχων (με τους απλούς καλούς ανθρώπους)].
Το τραγουδάκι αυτό ο Μπρασένς δεν πρόλαβε να το ηχογραφήσει, και έτσι κυκλοφόρησε τελικά, μαζί με μερικά άλλα, μετά την αναχώρησή του (προς εκείνον τον κατά τεκμήριο καλόβολο θεό, μια που ανεχόταν τις ενστάσεις, αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες που ο ποιητής του απηύθυνε απανωτά).
Ο τίτλος του τραγουδιού είναι Quand les cons sont braves (Όταν οι βλάκες/μαλάκες είναι καλοί, ικανοί, εν τάξει) και το ερμηνεύει ο φίλος του Μπρασένς Jean Bertola. Εδώ η ανάλυση της ανθρώπινης βλακείας προχωρεί στον εντοπισμό της πρώτης μεγάλης διχοτόμησης: τους απλούς (μέσους, κοινούς, καλούς) βλάκες και τους βλάκες που χειρίζονται εξουσία. Το συμπέρασμα της ανάλυσης, εδώ που τα λέμε, δεν εκπλήττει: οι πρώτοι (οι απλοί βλάκες) αν και πλειονότητα, είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνοι από τους δεύτερους (τους βλάκες με την περικεφαλαία της Εξουσίας) και αξίζουν αν μη τι άλλο, ένα τραγούδι!
(*) Ο Μπρασένς γεννήθηκε στη μεσογειακή παραθαλάσσια γαλλική πόληCette (Sète) από πατέρα γάλλο εργοδηγό οικοδομών και μητέρα νοτιοιταλίδα μετανάστρια.
Σημείωση 1. Σας παραθέτω επίσης μια πρόσφατη ιταλική εκδοχή. [Είναι πολλοί οι νεαροί Ευρωπαίοι τραγουδοποιοί που τελευταία έδειξαν ενδιαφέρον (και πάλι) για τον Μπρασένς. Θα είναι που η εποχή, μπαϊλντισμένη από σλόγκαν, μότο, και λοιπές κερδοσκοπικές αερολογίες, έχει ανάγκη από απλό, ειλικρινή, ανεπιτήδευτο λόγο;]
Σημείωση 2. Βρήκα στο διαδίκτυο ένα κολάζ από Μπρασένς τραγουδισμένο από διάφορους ετεροεθνείς τραγουδιστές. Έχει ενδιαφέρον.
Σημείωση 3. Στην απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά, είναι προφανές (και σχεδόν αναπόφευκτο) ότι διολίσθησε μια σταλιά από το προσωπικό μου άχτι, λίγο πολύ σχετικό με τα τρέχοντα, που το περιιπτάμενο Πνεύμα των Διακοπών δεν κατάφερε να εξορκίσει.
Έχουμε λοιπόν: Σε ήχο
1. Quand les cons sont braves. Στίχοι μουσική του Μπρασένς, τραγουδάει ο Jean Bertola.
.
.
2. ¨I bravi coglioni¨, τραγουδάει ο Alessio Lega
.
3. Ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά.
.
4. Κολάζ εκδοχών ¨Μπρασένς¨ από γωνιές της γης.
.
Και σε κείμενο
Οι αρχικοί γαλλικοί στίχοι
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Η προσαρμογή στα ιταλικά.
Quand les cons sont braves.1982 Georges Brassens – Les dernières chansons inédites par Jean Bertola
Sans être tout à fait un imbécile fini,
Je n’ai rien du penseur, du phénix, du génie.
Mais je n’suis pas le mauvais bougre et j’ai bon coeur,
Et ça compense à la rigueur.
(Refrain)
Quand les cons sont braves
Comme moi,
Comme toi,
Comme nous,
Comme vous,
Ce n’est pas très grave.
Qu’ils commettent,
Se permettent
Des bêtises,
Des sottises,
Qu’ils déraisonnent,
Ils n’emmerdent personne.
Par malheur sur terre
Les trois quarts
Des tocards
Sont des gens
Très méchants,
Des crétins sectaires.
Ils s’agitent,
Ils s’excitent,
Ils s’emploient,
Ils déploient
Leur zèle à la ronde,
Ils emmerdent tout l’monde.
Si le sieur X était un lampiste ordinaire,
Il vivrait sans histoire avec ses congénères.
Mais hélas ! Il est chef de parti, l’animal :
Quand il débloque, ça fait mal !
(Refrain)
Si le sieur Z était un jobastre sans grade,
Il laisserait en paix ses pauvres camarades.
Mais il est général, va-t-en-guerre, matamore.
Dès qu’il s’en mêle, on compte les morts.
(Refrain)
Mon Dieu, pardonnez-moi si mon propos vous fâche
En mettant les connards dedans des peaux de vaches,
En mélangeant les genres, vous avez fait d’la terre
Ce qu’elle est : une pétaudière !
(Refrain)
Οι απλοί μαλάκες
Χωρίς να είμαι κι ένας βλάκας και μισός
Δεν θα έλεγα πως είμαι ο μέγιστος σοφός
Μα στην παρέα είμαι καλός κι έχω καλή καρδιά
Κι αυτό [εν μέρει] με αποκαθιστά
Οι απλοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κι όταν κάνουνε γκάφες
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς ειν’ πολλοί, οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
κι οι στριμμένοι
που παράγουν, προάγουν, αλλά κι όλα τα αποδομούν με μανία
έρημη κοινωνία
Εάν ο μίστερ Χι ήτανε ταξιτζής
Να αυξάνει την ταρίφα θα ‘ταν ευτυχής
Μα γούσταρε, το ζώο, για πρωθυπουργός
Κι όταν τα χώνει γίνεται χαμός
Οι κοινοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κι αν κάνουν «πατάτες»
Κι αν φωνάζουν, γκρινιάζουν, ταράζουν, κουράζουν,
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που παράγουν, προάγουν, μολύνουν, διευθύνουνε και Συντονίζουν
Και σε όλους τα πρήζουν
Εάν ο Ψι ήταν της σειράς καραβανάς
Χωρίς βαθμούς κι αστέρια, μέσος γαλονάς
Τις γκάφες του θα τις πληρώναν λιγοστοί
Και θα γλυτώναν άμαχοι αρκετοί
Οι μέσοι μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
(σαν δεν έχουνε πλάτες)
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, γκρινιάζουν, κουράζουν,
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που διαπλέκουν εμπλέκουν, σκευωρούν, αλλά κι απορυθμίζουν
Και σε όλους τα πρήζουν
Ήμαρτον Θεέ μου για τη σκέψη μου αυτή
Μα εάν στους μαλάκες έδωσες χοντρό πετσί
Μαζί με πόστα, θώκους, πλούτη και εξουσία
Τι φταίω εγώ που χάνω την ουσία;
Οι καλοί μαλάκες
Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους
Κ αν κάνουνε γκάφες
Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν
Πολύ δεν πειράζει
Και κανείς δεν τους κράζει
Όμως στην οικουμένη
Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς
Κι οι στριμμένοι
Που παράγουν, προάγουν, λανσάρουν κι όλα τα’ αποδομούν με μανία
Έρημη κοινωνία!
I BRAVI COGLIONI
Senza esser definibile
un perfetto idiota,
non sono uno scienziato, un genio,
una cometa,
ma son di buon carattere,
di compagnia
e ciò compensa tuttavia…
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Se il signor Tizio fosse solo un ragioniere
ragionerebbe in ogni caso col sedere,
ma è quadro di partito
è capo gabinetto
fa una cazzata
e salta tutto!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
Se il generale Caio non avesse gradi
un paio di stronzate avrebbero rimedi
ma è capo divisione
gioca con le bombe
lui sbaglia e accade un’ecatombe!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.
O dio del cielo hai fatto proprio un bel casino
hai messo i ciechi alla guida del destino
se non ci fossi stato
o fossi un po’ più sveglio
non t’incazzare, ma era meglio!
I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.