Σας υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τα όσα έχουμε ήδη πει, στη μικρή εκπαιδευόμενη εταίρα Πουλχερία (αποκαλούμενη χαϊδευτικά και Πουλχερίδιον) έχει ανατεθεί από την κυρία της, την Θαΐδα, να μεταφέρει στα Σούσα δύο επιστολές. Η μία απευθύνεται στην Ωραία των Αθηνών Φρύνη (μέσω του επαναπατριζόμενου αθηναίου πολεμιστή Παλαμήδη) και η άλλη, πιο επείγουσα, ενημερώνει τον Εύελπι για τις δολοπλοκίες που εξυφαίνονται στην αυλή κατά του Καλλισθένη και της ομάδας του. Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Ευρυμέδοντα (του Θεσσαλού αξιωματικού που έχει πάρει μαζί του το Πουλχερίδιο, καθώς μεταφέρει στα Σούσα βιβλία που πρέπει να περισωθούν από τις φλόγες της προέλασης), η αρμάμαξα καθυστερεί…
Μέρος Β΄ Κεφάλαιο τέταρτο
Πρωί. Αφηγείται το Πουλχερίδιον, καθώς η αρμάμαξα του Ευρυμέδοντα πλησιάζει στα τείχη των Σούσων
Θα ’πρεπε να φτάσουμε στα Σούσα χτες το βράδυ, αλλά μια ξαφνική δυνατή βροχή μας αναχαίτισε. Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να συνεχίσει, αλλά κατάφερα να τον πείσω ότι τάχα δεν αισθανόμουν καλά και ότι θα έπρεπε να σταματήσουμε έστω για λίγο. Τελικά περάσαμε τη νύχτα στριμωγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον μέσα στο όχημα. Η απρόβλεπτη καθυστέρηση είχε τα καλά της. Η βροχή να χτυπάει στο καραβόπανο της άμαξας και η ζεστή αγκαλιά του Θεσσαλού λοχαγού αρκούν για να φτιάξουν μια απολύτως υπέροχη νύχτα!
Ο Ευρυμέδοντας όμως θέλει να εκπληρώσει την αποστολή του το συντομότερο. Τώρα τον βλέπω συγκεντρωμένο και μάλλον τεντωμένο να τινάζει τα ηνία και να παροτρύνει τα άλογα να επιταχύνουν μεσ’ στις λάσπες. Στο βάθος της πεδιάδας, αχνά στη πρωινή αχλή διακρίνονται πια τα χαμηλά τείχη των Σούσων και η νοτιοανατολική τους πύλη.
Λέω να του πιάσω κουβέντα μπας και χαλαρώσει λίγο.
«Αν έβαζα με τη σειρά τις τρείς μεγάλες πόλεις της Ασίας που γνωρίσαμε τελευταία» του λέω, «όχι όμως με βάση το μέγεθος, ούτε τον πλούτο…»
«Αλλά;» με ρωτάει καθώς τινάζει το καμτσίκι στον αέρα.
«Με βάση την λαγνεία που εκπέμπουν», του απαντώ γελώντας. Πρώτη θα έβαζα τη Βαβυλώνα, μετά τα Σούσα και τελευταία θα άφηνα την Περσέπολη. Καλά δε τα λέω Δάκη μου; Δεν συμφωνείς κι εσύ; »
«Τι θες να πεις;» μου λέει, γιατί σε αυτά τα θέματα είναι λιγάκι στουρνάρι.
«Να», τα γυρίζω, «αυτή η Περσέπολη δε μου πολυάρεσε».
«Μη κάνεις συγκρίσεις. Την Περσέπολη την λεηλατήσαμε. Πάλι καλά που το παλάτι στέκει ακόμη στα πόδια του. Έπειτα, οι Πέρσες είναι αλλιώτικοι από τους Μεσοποτάμιους».
Βλέπω πως το θέμα δεν τον χαλαρώνει, γι αυτό το αφήνω και τον ρωτάω κάτι άλλο.
«Ξέρεις σε ποιο σημείο των Σούσων βρίσκονται οι τραυματισμένοι αξιωματικοί που πρόκειται να επιστρέψουν στην Ελλάδα; Πρέπει να βρω κάποιον εκεί».
«Ναι, ξέρω. Έχω καναδυό φίλους ανάμεσά τους. Νομίζω ότι δεν μένουν πια στο στρατόπεδο της φρουράς, πρέπει να στεγάζονται όλοι μαζί σε ένα δημόσιο οίκημα στο κέντρο. Μόλις ο καιρός καλυτερέψει για τα καλά, αφού πρώτα γίνει γιορτή και τελετή προς τιμήν τους, θα ξεκινήσουν για την Τύρο όπου και θα επιβιβαστούν σε πλοία, ο καθένας για την πόλη του».
Τον κοιτάζω με τον κατάλληλο τρόπο, ξέρω εγώ!
«Εντάξει», μου λέει. «Θα σε συνοδεύσω εγώ ως τους επαναπατριζόμενους. Όμως θα περιμένεις μέχρι να παραδώσω τα βιβλία στην υπηρεσία του Καλλισθένη».
«Ω, μην ανησυχείς» του απαντώ, «έχω κι εγώ να κάνω μια δουλειά εκεί».
(συνεχίζεται…)
Στο επόμενο: Κεφάλαιο πέμπτο. Αφηγείται ο Εύελπις (συνέχεια): Μάρμαρα, άλλα κλοπιμαία και μια ένοπλη εισβολή.