
Μέρος Β΄ Κεφάλαιο πέμπτο
Αφηγείται ο Εύελπις (συνέχεια): Μάρμαρα, άλλα κλοπιμαία και μια ένοπλη εισβολή
Προχωρώντας προς την ¨Αίθουσα των Ελλήνων¨ είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Καλλισθένη για κάτι άλλο, μια απορία που μου είχε δημιουργηθεί το πρωί, αλλά δεν είχα μέχρι στιγμής την ευκαιρία να του ζητήσω να μου την διευκρινίσει.
«Γιατί είπες στη Σισύγαμβρη ότι μπορεί να φύγεις; Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο;»
Κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά γύρω, στο διάδρομο που αυτή τη στιγμή ήταν άδειος, με κοίταξε προσεκτικά και έμεινε για λίγο σιωπηλός.
«Σήμερα το πρωί», μου είπε τελικά, «έλαβα μια επιστολή από τον Αριστοτέλη. Απαντά σε μια προγενέστερη δική μου, όπου τον ενημέρωνα για τα τελευταία γεγονότα, την προέλαση του στρατεύματος, την πτώση των περσικών μητροπόλεων και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί εδώ. Ο Αριστοτέλης κρίνει ότι οι εξελίξεις έχουν επιταχυνθεί και ότι επίκεινται επιπτώσεις στη ζωή και τηνιστορία των ελλήνων. Το να είναι οι επιπτώσεις αυτές θετικές και γόνιμες εξαρτάται από όλους εμάς.
Καταλήγοντας μου ζητάει να συναντηθούμε και ρωτάει αν θα μπορούσα να βρω κάποιο τρόπο να επισκεφτώ την Αθήνα το συντομότερο. Να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε πληροφορίες και απόψεις».
«Ναι, όμως…»
«Έχεις δίκιο, με τις τρέχουσες συνθήκες δε μπορώ να μετακινηθώ, εκτός και…». Είχαμε φτάσει μπροστά σε μία ακόμη πόρτα. «Θα σου εξηγήσω», είπε και την έσπρωξε.
Βρεθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου απ’ ότι φαίνεται οι τακτοποιήσεις είχαν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα ο χώρος να είναι μεν γεμάτος αντικείμενα, αλλά άδειος από ανθρώπους. Άναψα μερικούς πυρσούς για να βελτιώσω την ορατότητα και πήρα μια βαθειά ανάσα. Ένα μαγικό σκηνικό που μύριζε πατρίδα αναδύθηκε μπροστά μου. Αγάλματα, κοσμήματα, κομψά κεραμικά παντός είδους, μια γωνιά της Ελλάδας φυλακισμένη μέσα στο περσικό παλάτι.
Με συνεπήρε μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας, την οποία ανέκοψε ο Καλλισθένης οδηγώντας με σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο βάθος της αίθουσας. Εκεί, πάνω σε μαρμάρινα βάθρα ύψους πέντε περίπου ποδών, ήταν τοποθετημένες, πλάι πλάι, δύο ευμεγέθεις χάλκινες προτομές. Δύο άνδρες, ένας νεότερος κι ένας πρεσβύτερος. Καλαίσθητη αθηναϊκή γλυπτική, τίποτα παραπάνω.
«Τους αναγνωρίζεις;», με ρώτησε.
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Αυτό σημαίνει ότι στα μεταγενέστερα αγάλματά τους, τα οποία σίγουρα γνωρίζεις, χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μοντέλα, πιθανώς πιο όμορφα».
Πήρε έναν πυρσό από τον τοίχο και τον πλησίασε στις προτομές, έτσι μπόρεσα να διαβάσω τις επιγραφές στη βάση τους: ¨Αρμόδιος¨ στη μια και ¨Αριστογείτων¨ στην άλλη.
«Μη μου πεις! Οι τυραννοκτόνοι!»
«Ε, ναι! Πρόκειται για ό, τι το πιο συμβολικό από τα λάφυρα που πρόλαβε να πάρει μαζί του ο Ξέρξης, όταν τελικά έφυγε κυνηγημένος από τα μέρη μας[1]».
«Νόμιζα ότι τα αρχικά αγάλματα έμοιαζαν με εκείνα που έφτιαξαν ο Κριτίας και ο Νησιώτης μετά τη νικηφόρα ναυμαχία στη Σαλαμίνας∙ βρίσκονται σε περίοπτο σημείο της Αγοράς της Αθήνας και τα θαυμάζουν όλοι όσοι περνούν από εκεί».

«Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι αυτά εδώ είναι τα αρχικά, και επομένως απεικονίζουν πιστότερα τα χαρακτηριστικά των τιμώμενων ανδρών.
»Τα αγάλματα που ξανάφτιαξαν οι Αθηναίοι σε πείσμα του Ξέρξη και με τα οποία αντικατέστησαν αυτά εδώ, τα έχω δει. Είναι όντως εξαιρετικής ομορφιάς. Συμβολίζουν κυρίως τις νίκες επί των εισβολέων: μας τα κλέψατε; εμείς φτιάξαμε ωραιότερα και μεγαλοπρεπέστερα!
»Αυτά εδώ φιλοτεχνήθηκαν πολύ πιο παλιά για να τιμήσουν κυρίως τη νεότευκτη ή μάλλον την υπό δημιουργία, τότε, Δημοκρατία, το αγαπημένο πολίτευμα των Αθηναίων, αν και, μεταξύ μας, πολλά και αντιφατικά λέγονται για τους πραγματικούς λόγους που δολοφονήθηκε ο εν λόγω τύραννος, πριν έρθει η εποχή του Κλεισθένη και αργότερα του Περικλή.
«Για πες μου, τι ακριβώς έγινε;», η περιέργειά μου είχε εξαφθεί.
«Γι αυτό το θέμα υπάρχουν πολλές μαρτυρίες στη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, στην Αθήνα. Όταν βρεθείς πάλι εκεί είμαι βέβαιος ότι θα χαρεί να σου επιτρέψει να ψάξεις. Όμως…»
Έγινε πάλι σκεπτικός.
«Όμως Εύελπι, νομίζω ότι αυτές οι προτομές μπορεί να μου δώσουν την ευκαιρία να υλοποιήσω το ταξίδι που λέγαμε πριν.
»Μόλις εντοπίστηκαν, πριν ο Αλέξανδρος αναχωρήσει για την Περσέπολη, έσπευσα να του τις δείξω. Αντιλήφτηκε αμέσως και σωστά ότι είχε στα χέρια του μια καλή ευκαιρία για να κάνει μια γενναιόφρονη κίνηση απέναντι στους Αθηναίους. Να τους επιστρέψει τις προτομές. Δεν έχουμε πει, άλλωστε, τόσες φορές ότι η εκστρατεία δικαιώνεται και μέσα από την αποκατάσταση των αδικιών και των ταπεινώσεων του παρελθόντος; Έδωσε λοιπόν ήδη την συγκατάθεσή του για την επιστροφή, αλλά δεν είχαμε χρόνο να αποφασίσουμε τις λεπτομέρειες. Θα μπορούσαμε να τις παραδώσουμε στους πρέσβεις των Αθηναίων που ακολουθούν την εκστρατεία, αλλά νομίζω ότι αυτό θα περιόριζε τη σημασία της χειρονομίας.
»Σκέφτομαι όμως τώρα, ότι εάν τις προτομές τις συνοδεύσει στην Αθήνα ένας ανώτερος αξιωματούχος, ο αντίκτυπος θα είναι διαφορετικός. Άσε που εάν ο αξιωματούχος αυτός διαθέτει τις κατάλληλες ικανότητες θα έχει την ευκαιρία να ελέγξει εκ του σύνεγγυς τι κάνουν οι άνθρωποί μας στην Αθήνα, καθώς και πως λειτουργούν εκεί οι άνθρωποι των Περσών και των Λακεδαιμονίων».
Ο Καλλισθένης έχει δίκιο, οι δικές μου εμπειρίες το επιβεβαιώνουν. Τα τελευταία χρόνια, ήδη πριν φύγω, αλλά απ’ ότι μαθαίνω και μετά, η Αθήνα έχει γίνει άντρο κατασκόπων, καθώς και διεκπεραιωτών των συμφερόντων όλων των μεγάλων δυνάμεων της οικουμένης.
Παράλληλα, η ελευθερία που επικρατεί εκεί επιτρέπει στην πολιτική σκέψη να ωριμάζει με μεγαλύτερη άνεση από οπουδήποτε αλλού. Και ο πολιτικός στοχασμός δεν είναι απαραίτητος μόνον στις εποχές κρίσης και δυσπραγίας, αλλά κάθε φορά που οι συνθήκες αλλάζουν. Όπως τώρα.
Πάντως η ιδέα ότι ο Καλλισθένης ενδέχεται να φύγει, έστω για λίγο, με αφήνει κυριολεκτικά άναυδο.
«Θα ειδοποιήσεις τον Αλέξανδρο;»
«Ναι, βέβαια, μετά τα όσα μου είπες χτες για τις δολοπλοκίες των άλλων, οτιδήποτε γίνει πρέπει να έχει την ρητή έγκρισή του».
«Να δούμε τι θα βρει να πει ο Ανάξαρχος άμα δει τον ¨μεγάλο συνωμότη¨, όπως θέλει να σε παρουσιάζει, να απομακρύνεται από το προσκήνιο οικειοθελώς».
«Δε θα δυσκολευτεί πολύ. Θα πει, να μου το θυμηθείς, ότι πάω να βρω και να συνασπίσω συμμάχους για την υποτιθέμενη ανταρσία μου. Και να δεις ότι αν καταφέρει να δημιουργήσει τελικά το κλίμα καχυποψίας που επιδιώκει, δεν αποκλείεται να γίνει πιστευτός».
«Χτες ήσουν πιο αισιόδοξος».
«Χτες δεν περνούσε απ’ το κεφάλι μου, ούτε κατ’ ελάχιστον, η ιδέα να φύγω. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι εσύ εδώ στα Σούσα και ο Ευμένης στην Περσέπολη ή οπού αλλού θα βρίσκεται ο Αλέξανδρος, θα τα καταφέρετε μια χαρά. Αυτό άλλωστε έχω σκοπό να διαβεβαιώσω και τον Βασιλέα».
Ο Καλλισθένης παίρνει έναν πυρσό και στρέφεται προς την πόρτα. Εγώ σβήνω τους υπόλοιπους βυθίζοντάς τους στο βαρέλι με το νερό που υπάρχει εκεί γι αυτόν το σκοπό. Ο Καλλισθένης ανοίγει την πόρτα αλλά δεν προλαβαίνει να βγει. Ακούγεται ένας συγκεχυμένος ήχος, ένα επιφώνημα πόνου, ένα βογκητό.
Ο Ολύνθιος παραπατάει και κάνει αμέσως ένα βήμα πίσω, αφήνοντας τον πυρσό να πέσει στο έδαφος. Το αριστερό του χέρι βρίσκεται τώρα στο δεξί μέρος του στήθους του, όπου κάτι σκούρο εξαπλώνεται πάνω στη λευκή εσθήτα. Το δεξί ψάχνει στη ζώνη του.
Ο Καλλισθένης σπάνια οπλοφορεί. Έχει όμως πάντοτε περασμένο στη ζώνη ένα μικρό εγχειρίδιο, που τον βοηθάει συχνά ως εργαλείο γραφής. Χαράζει σημειώσεις πάνω σε πλάκες με κερί ή νωπή άργιλο, κόβει, αν χρειαστεί, τους άγραφους πάπυρους και τις περγαμηνές. Τώρα τα δάχτυλά του βρίσκουν και αδράζουν αυτό το στιλέτο.

Από την ανοιχτή πόρτα εισβάλει στην ¨Αίθουσα των Ιώνων¨ ένας τύπος ντυμένος στα μαύρα, με ένα επίσης μαύρο κεφαλόδεσμο να του σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Κρατά και με τα δύο του χέρια μια μεγάλη ασιατική μάχαιρα. Τη σηκώνει απειλητικά πάνω από τον Καλλισθένη, που δεν έχει βρει ακόμη την ισορροπία του. Πίσω απ’ τον μαυροφορεμένο πιέζει για να μπει στην αίθουσα κι ένας δεύτερος.
Τραβώ το κοντό αθηναϊκό μου σπαθί, και ορμώ πάνω στον πρώτο. Το φως που φτάνει ως εδώ από τους φεγγίτες είναι έτσι κι αλλιώς ανεπαρκές. Ο πυρσός που καίει ακόμη πεσμένος στο πέτρινο πάτωμα σκορπά λιγοστές μίζερες ανταύγειες φωτός. Στοχεύω το στήθος του, αλλά δεν τον πετυχαίνω. Το ξίφος μου προσκρούει στη μάχαιρα που ο μελανός έχει κατεβάσει, κάνοντας ταυτόχρονα ένα βήμα αριστερά. Εγώ παρασυρμένος από την ορμή μου προσκρούω στον απέναντι τοίχο και βρίσκομαι μισοκαθισμένος δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, από όπου ένας δεύτερος, εξ ίσου σκοτεινός και μαυροφορεμένος εισβολέας μπαίνει τώρα με φόρα στην αίθουσα. Ο νεοφερμένος με αγνοεί και ετοιμάζεται να χτυπήσει τον Καλλισθένη που υποχωρώντας πληγωμένος, έχει βρεθεί κι αυτός ανάσκελα στο έδαφος. Ενάντια στον Ολύνθιο στρέφεται ξανά και ο πρώτος.
Κάνω το μόνο που μπορώ να κάνω. Απλώνω το μακρύ μεγαρικό μου κανί εγκάρσια μπροστά στην πόρτα.
Συμβαίνει το μοιραίο. Ο δεύτερος εισβολέας μπουρδουκλώνεται και πέφτει, τελείως άχαρα, πάνω στον Καλλισθένη. Εκεί τον περιμένει το στιλέτο του Ολύνθιου, έχοντας πάρει την κατάλληλη για την περίσταση όρθια θέση. Αλλά του συμβαίνει και κάτι άλλο: Η μάχαιρα του πρώτου μαυροφορεμένου που κατεβαίνει αδυσώπητη στοχεύοντας το λαιμό του Καλλισθένη καταλήγει αναπόφευκτα στην πλάτη του συνεταίρου του, ανοίγοντάς τη στα δύο.
Ο μελανός που απόμεινε βγάζει μια ζωώδη κραυγή και στρέφεται προς τα ‘μένα. Εγώ όμως έχω προλάβει να ανασηκωθώ, και είμαι αυτήν τη φορά έτοιμος.
Στη μάχη σώμα με σώμα, το κοντό ελαφρό σπαθί που το χειρίζεσαι με το ένα χέρι, ενώ το άλλο σε βοηθάει να κρατήσεις την ισορροπία σου ακόμη κι αν αναγκαστείς να χορέψεις πυρρίχιο, παρουσιάζει τεράστια πλεονεκτήματα απέναντι σε μια βαριά μάχαιρα που την κραδαίνει κανείς και με τα δύο χέρια μαζί. Αυτό όμως είναι κάτι που ο αντίπαλός μου, κατά τα φαινόμενα, δεν το έχει ακόμη πληροφορηθεί. Έτσι, αντί να παραδοθεί, -εγώ, είναι αυτονόητο ότι θα τον προτιμούσα ζωντανό- μου επιτίθεται με πρωτοφανές μένος.
Η σύγκρουση διαρκεί λίγες μόνο στιγμές. Ύστερα ο εισβολέας πάει να συναντήσει τον σύντροφό του στα τάρταρα ή σε, ποιος ξέρει ποια, άλλη, αγύριστη μεριά του σύμπαντος.
Σκύβω προς τον Καλλισθένη και τραβώ από πάνω του το μαυριδερό κουφάρι. Ένα στωικό χαμόγελο έχει ανασηκώσει τις άκρες των χειλιών του. Βλέπω ότι εκτός από την πληγή στο στήθος, η μάχαιρα του έχει σακατέψει τον μηρό.
Επιστρέφω στον Καλλισθένη μια γκριμάτσα που μοιάζει με χαμόγελο και βάζω τις φωνές. Σε λίγο φαίνεται στην πόρτα το πρόσωπο ενός δικού μας καταγραφέα. Πίσω του καταφθάνουν κι άλλοι.
«Τον Φίλιππο, τον γιατρό, αμέσως!» τους φωνάζω.

[1] Μετά την μάχη των Θερμοπυλών και πριν την ήττα του στη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης πρόλαβε να λεηλατήσει την Αθήνα και να πάρει μαζί του, μεταξύ άλλων, τα ολόσωμα αγάλματα ή προτομές (δεν έχουν διασωθεί ούτε τα πρωτότυπα ούτε τυχόν αντίγραφά τους) των ¨τυραννοκτόνων¨ Αριστογείτονα και Αρμόδιου, φονέων του παλαιότερου τύραννου Ίππαρχου. Οι Αθηναίοι στη θέση τους τοποθέτησαν νέα αγάλματα των οποίων έχουν διασωθεί ρωμαϊκά αντίγραφα. Για την ανεύρεση των αρχικών γλυπτών από τον Αλέξανδρο στα Σούσα, ο Αρριανός γράφει: ¨πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα κατελήφθη αὐτοῦ, ὅσα Ξέρξης ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἄγων ἦλθε, τά τε ἄλλα καὶ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος χαλκαῖ εἰκόνες. καὶ ταύτας Ἀθηναίοις ὀπίσω πέμπει Ἀλέξανδρος, καὶ νῦν κεῖνται Ἀθήνησιν ἐν Κεραμεικῷ αἱ εἰκόνες, ἧ ἄνιμεν ἐς πόλιν, καταντικρὺ μάλιστα τοῦ Μητρῴου, μακρὰν τῶν Εὐδανέμων τοῦ βωμοῦ. [Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις (3. 16.8.)]
(συνεχίζεται… Στο επόμενο: Μέρος Β Κεφάλαιο έκτο. Μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα. Άρπαλος)