Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: Οι νόμοι του αρχαίου Βασιλιά
Posted by vnottas στο 18 Ιουλίου, 2015
Μέρος Β΄ Κεφάλαιο τρίτο
Οι σημειώσεις του Εύελπι (συνέχεια). Οι νόμοι του αρχαίου Βασιλιά
Περιδιαβαίνοντας στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ¨παλιάς¨ πτέρυγας της θησαυραποθήκης, ο Καλλισθένης μου εξήγησε ότι επειδή ο θησαυρός των Σούσων δεν έχει μετακινηθεί, τα προβλήματα εδώ, περισσότερο από την καταγραφή, αφορούν στην αποτίμηση.
Εντάξει, τα ατόφια πολύτιμα μέταλλα και οι πολύτιμοι λίθοι δεν είναι πρόβλημα, ούτε και τα νομίσματα που πρέπει απλώς να ελεγχθούν όσον αφορά στην περιεκτικότητά τους σε χρυσό και ασήμι και να καταγραφούν με βάση την τοπική τους αξία και τις τρέχουσες ισοτιμίες.
Με τα καλλιτεχνήματα και τα τιμαλφή η κατάσταση είναι λίγο πιο περίπλοκη. Σ’ αυτά, πέρα από την αξία του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πρέπει να συνυπολογιστεί και η επιδεξιότητα και η τέχνη που έχει επενδυθεί πάνω τους. Δε θα πρέπει όμως, επέμενε ο Ολύνθιος, να τα αποτιμούμε βασιζόμενοι στο δικό μας δυτικό γούστο, όπως συχνά κάνουμε. Ενδέχεται, πράγματα που σε μας φαίνονται τερατώδη να αποτελούν για τους Πέρσες το άκρον άωτον της ομορφιάς και, γιατί όχι, το αντίστροφο. Για τα σημαντικότερα απ’ αυτά, καλό θα είναι να χρησιμοποιηθούν εκτός από τους δικούς μας και ντόπιοι ειδικοί εκτιμητές και μάλιστα ει δυνατόν δύο, οι οποίοι να αποφαίνονται χώρια ο ένας απ’ τον άλλο. Συγκρίνοντας περισσότερες γνώμες θα ξέρουμε καλύτερα τι έχουμε στα χέρια μας.
«Τέλος», κατάληξε ο Καλλισθένης και κοντοστάθηκε μπροστά σε μια πόρτα από τις πολλές που έβλεπαν στον διάδρομο, «υπάρχουν και πράγματα που μπορεί να μην είναι φτιαγμένα από χρυσό ή πολύτιμες πέτρες ούτε και να δηλώνουν άμεσα κάποια υψηλή αισθητική, πράγματα που, εάν δεν έχεις την κατάλληλη παιδεία ή εάν δεν προσέξεις αρκετά, μπορεί να τα προσπεράσεις χωρίς να τους δώσεις καμιά σημασία, αλλά παρά ταύτα είναι κατά βάθος ανεκτίμητα.
Πρόκειται, Εύελπι, για αυτά που αποκαλούμε ¨κειμήλια¨ ή ¨σύμβολᨻ.
Έσπρωξε την πόρτα και συμπλήρωσε, «Εύχομαι να βρεις τέτοια και στην άλλη πτέρυγα. Εγώ θέλω να σου δείξω δύο από αυτά. Εδώ βρίσκεται το αρχαιότερο».
Βρεθήκαμε σε μια αίθουσα περιορισμένων διαστάσεων που φωτιζόταν από έναν φεγγίτη ψηλά, κοντά στην οροφή, από συμπληρωματικούς φανούς αναρτημένους στους τοίχους και από ένα λυχνάρι που δε ξέρω τι στην ευχή έκαιγε, αλλά φώτιζε έντονα έναν μικρό κύκλο γύρω του. Το κρατούσε ένας Πέρσης που, μόλις μας είδε το τοποθέτησε σ’ ένα τραπέζι, όπου βρίσκονταν ανοικτοί πάπυροι και γραφίδες, προκειμένου να εκτελέσει τη χορογραφική του χαιρετούρα.
«Χαίρε Καλλισθένη, χαίρε Εύελπι», μας προσφώνησε ο μεσήλικας έλληνας λόγιος που ήταν επίσης εκεί. Τον ήξερα, τον έλεγαν Ηρακλείδη, ήταν γνώστης γλωσσών και καταγόταν από την Αμφίπολη. Στεκόταν όρθιος μπροστά σε μια στήλη από μελανή πέτρα που τράβηξε αμέσως την προσοχή μου, τοποθετημένη καθώς ήταν στο κέντρο της μικρής αίθουσας. Δυο κεφάλια πιο ψηλή από τον Ηρακλείδη, ίσως δεν έφτανε την άκαινα[1], αλλά σίγουρα έπιανε τα οκτώ πόδια, ενώ το ημικυλινδρικό της σχήμα πρέπει να ήταν περί τα δύο πόδια φαρδύ. Στο πάνω μέρος ήταν σκαλισμένο το περίγραμμα ενός ασιάτη μονάρχη που έδινε κάτι σε έναν υποτακτικό του, κι εκείνος το σκεφτόταν, να το πάρω, να μη το πάρω∙ έτσι μου φάνηκε, αλλά μπορεί να κάνω λάθος. Ο φωτισμός δεν βόηθαγε πολύ. Η υπόλοιπη σκούρα πέτρα ήταν γεμάτη ανατολίτικα γράμματα, απ’ αυτά που μοιάζουν με αποτύπωμα σφήνας -ή με ίχνη όρνιθας πάνω σε μαλακό χώμα.
«Χαίρετε» απάντησε χαμογελώντας ο Καλλισθένης, «Πώς πάει η μετάφραση; Τα καταφέρνετε; Προχωράει;»
«Χάρη στον ιερέα Μαρτούκη» απάντησε ο Ηρακλείδης, «ή μάλλον χάρη στην ευφυή ιδέα σου να τον φέρεις εδώ από την Βαβυλώνα, έχουμε ξεσκαλώσει και όπου να ’ναι το κείμενο θα είναι ολόκληρο στη διάθεσή σου».
«Βλέπεις Εύελπι», συνέχισε ο λόγιος απευθυνόμενος σ’ εμένα, «οι εγγραφές πάνω στον βασάλτη δεν είναι γραμμένες ούτε στη γνήσια γλώσσα των Περσών ούτε στην Ελαμική που είναι η ντόπια γλώσσα των Σουσιανών, ούτε καν στην σύγχρονη Ακκαδική που είναι κι αυτή μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες της Αυτοκρατορίας. Είναι γραμμένες στην Αρχαία Ακκαδική. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη κάποιοι που τη γνωρίζουν ικανοποιητικά στη Βαβυλώνα, όπως ο ιερέας Μαρτούκης αποδώ. Μου μεταφράζει στα περσικά, οπότε μπορώ να βρω την ελληνική εκδοχή. Άσε που ο ιερέας ξέρει και λίγα ελληνικά».
Ο Καλλισθένης χαμογέλασε στον Πέρση και αυτός βρήκε την ευκαιρία, παρά την στενότητα του χώρου, να επιχειρήσει ακόμη μια ακροβατική υπόκλιση.
Ευτυχώς, σκέφτηκα, που ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Αλέξανδρος με το που μπήκαμε στην Βαβυλώνα, ήταν να άρει την απαγόρευση της λατρείας των γηγενών θεών που είχαν επιβάλει οι Πέρσες. Αυτό μας εξασφάλισε την συμπάθεια και τη συνεργασιμότητα του παλιού κλήρου, ο οποίος, συσπειρωμένος γύρω από τον αρχαίο θεό Μαρντούκ, είναι ακόμη ισχυρός σε όλη τη Μεσοποταμία.
Τώρα που, καθώς καταγράφω τα γεγονότα της σημερινής μέρας, το ξανασκέφτομαι, όταν μιλάμε για ιερατείο εδώ, στην πεδιάδα των δίδυμων ποταμών, μιλάμε για κάτι που διαφέρει αρκετά από τους δικούς μας ιερωμένους.
Οι δικοί μας, στις περισσότερες περιπτώσεις εξαρτώνται από τις πόλεις και τις εξουσίες που διαμορφώνονται σε αυτές. Σε μας, αυτοί που ασχολούνται με τους θεούς και τα θρησκευτικά θέματα, είναι είτε αιρετοί άρχοντες είτε περιφερόμενοι, αλλά ανοργάνωτοι μάντεις, ή, στην πιο ακραία περίπτωση, μαντεία και ναοί σε διαρκή διαπραγμάτευση με τις αρχές των ισχυρών πόλεων.
Στο μυαλό μου έρχεται ο Φίλιππος, που για να μην τον ενοχλούν οι νότιοι με τους Δελφούς τους, ενίσχυσε σε αντιπερισπασμό το Δίον, την μακεδονική πόλη που είχε ήδη μετατρέψει σε πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο ο παλιότερος βασιλιάς Αρχέλαος. Έτσι μπορούσε να έχει αμεσότερη σχέση με θεούς και προγόνους, και, εδώ που τα λέμε, του στοίχιζε και πολύ φθηνότερα. Αντίθετα εδώ, όπως εξάλλου και στην Αίγυπτο, φαίνεται πως ο μόνος τρόπος για να ελέγξεις τους οργανωμένους ιερείς είναι να τους καταφέρεις να σε ανακηρύξουν ως θεό εσένα τον ίδιο!
Ο Καλλισθένης μου έχει εκμυστηρευτεί ότι κατά την άποψή του το γεγονός ότι εμείς οι Έλληνες δημιουργήσαμε φιλοσόφους, ρήτορες, επιστήμονες, καλλιτέχνες και διάσημους ποιητές, οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι δεν υπάρχει ισχυρός και επίφοβος ανταγωνισμός ανάμεσα στους πολίτες που νοούνται και έχουν κάτι να πουν -θα μπορούσα να τους πω και διανοούμενους- και τους επικοινωνητές που μιλούν αποκλειστικά στο όνομα των Θεών.
Αν προσέξεις, μου είπε, θα δεις πως όλα αυτά που εμείς, οι λόγιοι, διερευνούμε στο όνομα του ¨κοινού των ανθρώπων¨ και του ¨ανθρώπινου νου¨, εκεί όπου υπάρχει οργανωμένο ιερατείο, τα έχουν αναλάβει μονοπωλιακά οι ιερείς. Απόψεις πάνω στα ήθη, την οργάνωση της κοινωνίας και της πολιτείας, την από κοινού και την προσωπική αναζήτηση της ευτυχίας, τα κοσμογονικά ερωτήματα, την εσχατολογία, όλα αυτά που τυραννάνε εμάς, αυτοί τα αντιμετωπίζουν φτιάχνοντας πειστικά αφηγήματα με πρωταγωνιστές δημοφιλείς θεούς και δαίμονες. Δεν είναι ότι δεν ασχολούνται και με την έρευνα του φυσικού κόσμου∙ ασχολούνται. Όμως κατά κανόνα το πράττουν για τη δόξα και την αέναη εξουσία του ιερατείου, συντρίβοντας κάθε προσπάθεια που γίνεται έξω από τα επτασφράγιστα τείχη των ναών και των ανακτόρων.
Όχι βέβαια πως στην Ελλάδα, οι δικοί μας ιερείς, δεν αντιδρούν στον ανταγωνισμό που τους κάνουμε εμείς οι φιλοσοφούντες∙ όποτε μπορούν, αντιδρούν. Η περίπτωση του Σωκράτη, του Πρωταγόρα και άλλων το αποδεικνύει. Όμως οι δικοί μας, για να τα καταφέρουν, πρέπει να επικαλεστούν τους ανθρώπινους νόμους των πόλεων και όχι αποκλειστικά τους θείους νόμους, των οποίων εκείνοι οι ίδιοι είναι εισηγητές και ερμηνευτές. Κι αυτή είναι μια διαφορά που μετράει.
*
Ξέφυγα! Η νύστα έχει υποχωρήσει, αλλά η νύχτα προχωράει και καλό θα είναι να επικεντρωθώ στα σημερινά. Μιλούσα για τη στήλη.
Στη μελανή στήλη λοιπόν, η οποία έχει ενθουσιάσει τον Καλλισθένη, είναι χαραγμένοι οι νόμοι ενός βασιλιά και νομοθέτη της Βαβυλώνας που έζησε παλιά, πολύ παλιά και τον αποκαλούσαν Χαμουραμπί. Η φήμη του, σύμφωνα με τον Μαρτούκη, είναι ακόμη ζωντανή ανάμεσα στους κατοίκους της Μεσοποταμίας. Και όταν μιλάμε για παλιά, εννοούμε, σύμφωνα πάντα με τον Βαβυλώνιο, πάνω από χίλια χρόνια πριν από σήμερα, ίσως και χίλια πεντακόσια.
Κρίνω, βέβαια, κάπως υπερβολικούς τους ισχυρισμούς του, πολύ περισσότερο που, όπως ο ίδιος λέει, κάποιοι από τους νόμους του Χαμουραμπί που έχει ήδη μεταφράσει, ισχύουν στη πόλη του ακόμη και σήμερα.
Πάντως, οι δύο λόγιοι έχουν ακόμη να μεταγλωττίσουν ένα μεγάλο μέρος του κειμένου. Ουσιαστικά έχουν ολοκληρώσει τη μετάφραση μόνον του προοιμίου και λίγων από τους πρώτους νόμους.
Στην εισαγωγή, ο αρχαίος βασιλιάς αυτοπαρουσιάζεται και αυτοκολακεύεται με χαρακτηρισμούς όπως, Εγώ – ο εκλεκτός των θεών, Εγώ – ο προστάτης του λαού, Εγώ – ο εγγυητής της δικαιοσύνης, Εγώ – ο φόβος και τρόμος των εχθρών μου και άλλα τέτοια.
Ο Καλλισθένης δεν αποφεύγει να σχολιάσει: «Αυτές οι διατυπώσεις σε πρώτο πρόσωπο είναι ενδιαφέρουσες. Αυτός ο τύπος δε φοβόταν να χειριστεί προσωπικά το ρίσκο της φήμης και της υστεροφημίας του. Πάντως, προσέξτε ότι διατείνεται ότι είναι απ’ όλα, εκτός από Θεός».
¨…Και ο νοών νοείτω¨ σκέφτηκα εγώ.
Ήξερα ότι, όντας πεισμένος ότι η θεοποίηση του Αλέξανδρου θα μπορούσε να είναι καταστροφική για τους απώτερους στόχους της εκστρατείας, ο Καλλισθένης αναζητεί επιχειρήματα που θα μπορούσαν να πείσουν για την ορθότητα της άποψής του και όλους τους άλλους. Ο αρχαίος βασιλιάς, ο περιβεβλημένος με τη φήμη του ¨δίκαιου¨ και του ¨δικαιωμένου από την Ιστορία¨, ο οποίος όμως δεν διανοείται να ανακηρυχθεί Θεός, θα μπορούσε να του δώσει μερικά.
«Σε κάθε περίπτωση» προσθέτει ο Ολύνθιος, «η στήλη θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα την ιστορία και τη νοοτροπία αυτών των λαών. Έτσι η επικοινωνία μας μαζί τους θα είναι ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη».
*
Αφήσαμε τους δύο γλωσσομαθείς να συνεχίσουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους και ξαναβρεθήκαμε στους διαδρόμους κατευθυνόμενοι αυτή τη φορά στον τομέα που είναι αφιερωμένος στα λάφυρα τα αρπαγμένα από τους λαούς των Γιουνάν∙ αυτή είναι η λανθασμένη ονομασία που οι ασιάτες, έχοντας γνωρίσει πρώτα τους Ίωνες, χρησιμοποιούν για όλους εμάς τους Έλληνες.
Το δεύτερο σημαντικό αντικείμενο που θέλει να μου δείξει ο Καλλισθένης προέρχεται από την Ελλάδα.
[1] Ο αρχαιοελληνικός πους ήταν ίσος με 0,3083μ. Η Άκαινα ήταν ίση με 10 πόδες (η οργιά 6 πόδες). Η συγκεκριμένη στήλη, που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, έχει ύψος 2,25μ και πλάτος 55εκατοστά.
Σχολιάστε